Σημαίες ευκαιρίας
Ευκαιρία και αφορμή για την τοποθέτηση που ακολουθεί αποτέλεσε το άρθρο-παρέμβαση του Πέτρου Παπακωνσταντίνου περί «δελτίου έκτακτων ακραίων κοινωνικών φαινομένων» που δημοσιεύτηκε και στο alfavita. Θα μπορούσε βέβαια να υπάρχει καλύτερη αφορμή όπως το άρθρο του Δελαστίκ (στον ίδιο ευρύτερο πολιτικό χώρο) για το πώς η συνάθροιση όλων των κομμάτων της αριστεράς στο όριο του 11% θα έδινε κυβερνητική αυτοδυναμία στο ΣΥΡΙΖΑ. Ως επιπλέον λόγος για τον οποίο θα πρέπει να επιδιώκεται η εκλογική ενίσχυση των μικρών οργανώσεων της αριστεράς (που φυσικά βρίσκονται αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ)!
Κλαδί του ίδιου δένδρου.
Είτε έτσι είτε αλλιώς η ουσία βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής σκέψης που κυριαρχεί όχι μόνο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και στο σύνολο των κομμάτων της (θέσει ή φύσει;) εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Και η ουσία έχει να κάνει με την θεώρηση της ευκαιρίας που προσφέρει τάχα η εκλογική διαδικασία και τα αποτελέσματα της, τις ρωγμές που προκαλεί κ.λπ. έτσι ώστε οι πραγματικά αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις να την αδράξουν και να επιβάλλουν τελικά το περίφημο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που όλες οι οργανώσεις -ουδεμιάς εξαιρουμένης- προτάσσουν (πχ ΟΚΔΕ-κυβέρνηση των εργαζομένων).
Μέσα από αυτό το πρίσμα εδώ και μία πενταετία (από την κυβέρνηση Καραμανλή ακόμα) το σύνθημα «να πέσει η κυβέρνηση» αποτέλεσε το βασικότερο, ή έστω ένα από τα βασικά στοιχεία της πολιτικής γραμμής όλων των δυνάμεων που αυτοπροσδιορίζονται στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Κατά συνέπεια δεν μπορεί κανείς να ψέξει τον αρθρογράφο ότι παρεκκλίνει συστημικά, ότι δεν εκφράζει την κύρια και βασική εκλογική γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Απλά το πάει το πράγμα παραπέρα (και ο Δελαστίκ ακόμα… παραπέρα). Ας επικεντρώσουμε όμως στο άρθρο:
Όσον αφορά τις εκτιμήσεις του για την προ των εκλογών περίοδο δεν θα βρίσκαμε -από μεριάς μας- σημαντικές διαφορές και διαφωνίες. Θα επικροτούσαμε και θα υπογραμμίζαμε εξ άλλου την εκτίμηση πως η πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου δεν ήταν αποτέλεσμα της λαϊκής πάλης. Όσο και αν έμμεσες αντανακλάσεις των μεγάλων αγώνων της τετραετίας (και ειδικά της πρώτης διετίας) των μνημονίων είχαμε και στις τρεις αλλαγές κυβερνήσεων που προηγήθηκαν (Σύνταγμα, Οκτώβρης του 11, ΕΡΤ-εκπαιδευτικοί).
Σίγουρα μια τέτοια τοποθέτηση δεν συνάδει με τις θριαμβευτικές κραυγές που μας έχει συνηθίσει ο «χώρος» για τις… πτώσεις κυβερνήσεων που πέτυχε το κίνημα και όπου κάθε φορά η επόμενη έπαιρνε πιο αντιλαϊκά μέτρα από την προηγούμενη! Και φυσικά για τα αμέτρητα «η τώρα ή ποτέ» (αλήθεια τι έγινε αυτό το φλογερό σύνθημα;).
Επίσης κοντά στην πραγματικότητα είναι και οι εκτιμήσεις του αρθρογράφου για το (μικρό) έστω σκίρτημα της νεολαίας στην υπόθεση του Ν. Ρωμανού και τη δυναμική που κρύβει κ.λπ.
Ακόμα θα συμφωνήσουμε για τις εξηγήσεις που δίνει όσον αφορά την σκληρή στάση των δανειστών απέναντι στην τελευταία μνημονιακή κυβέρνηση αν και δεν δίνεται βάρος στους εξωτερικούς όρους του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Μικρό το αμάρτημα αφού και η Ελλάδα είναι μια ιμπεριαλιστική χώρα (περιέργως υπό κατοχή βέβαια…).
Μια τέτοια ανάγνωση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης θα οδηγούσε με ένα προφανή τρόπο σε άλλα συμπεράσματα όμως η τελική κατάληξη είναι τέτοια που δεν «σώζει ούτε τα φαινόμενα».
Ενδεχόμενη επικράτηση του αστικού μπλοκ σ’ αυτές τις εκλογές δεν θα «απελευθερώσει» τις λαϊκές μάζες από τις «κοινοβουλευτικές αυταπάτες», για να τις ρίξει με ανανεωμένη ορμή στα πεδία των εξωκοινοβουλευτικών αγώνων, όπως ορισμένοι φαντασιώνονται. Θα θωρακίσει πολιτικά τις αντιδραστικότατες αλλαγές που έχουν επέλθει, σε βάρος της μισθωτής εργασίας, στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, ανοίγοντας το δρόμο για άλλες, ακόμη πιο επώδυνες. Θα προκαλέσει μεγάλο πλήγμα στο ηθικό του λαού και στο αξιόμαχο της Αριστεράς όλων των κομμάτων, ρευμάτων και τάσεων. Εν ολίγοις, μια ήττα από την οποία θα κάνουμε καιρό να συνέλθουμε.
Η «γέφυρα» που μας περνά κυριολεκτικά… απέναντι όσον αφορά τα συμπεράσματα βρίσκεται στην εκτίμηση ότι μια επικράτηση των καθαρά συστημικών και καθεστωτικών δυνάμεων θα δυνάμωνε τον αντιδραστικό αέρα των πολιτικών εξελίξεων. Πράγμα αυταπόδεικτο. Εδώ όμως δύο παρατηρήσεις:
Το ουσιαστικό αξιόμαχο του λαού και της αριστεράς έχει δεχτεί το ουσιαστικό πλήγμα από την προφανή αδυναμία τους να ανακόψουν έστω αυτή την επίθεση. Το «αυτονόητο» λοιπόν που πάντα σνομπαρίζονταν και από το χώρο του αρθρογράφου στις διάφορες πρωτοβουλίες συνδικαλιστικές και συνοικιακές όταν θεωρούνταν «λίγο» και «μικρό» μπροστά στα αριστερά προτάγματα για το χρέος, τον εργατικό έλεγχο, την εθνικοποίηση των τραπεζών και πάει λέγοντας.
Θέλω ευθέως να πω πως «έχει πέσει ήδη ο ουρανός στο κεφάλι μας» πολύ πριν τις εκλογές και ανεξάρτητα από την έκβαση τους.
Έπειτα η ιστορική εμπειρία (την επικαλέστηκε αρκετές φορές στις προεκλογικές ομιλίες του ο σ. Χ. Κάτσικας) λέει ότι η αποθάρρυνση και η παράλυση, ήταν μεγαλύτερη τουλάχιστον ίδια όταν οι κυβερνήσεις της «αριστεράς» απογοήτευαν το λαό στηρίζοντας και διαχειριζόμενες τις υποθέσεις του συστήματος. Οδηγώντας στην ενίσχυση (Κύπρος με το ΑΚΕΛ) και στην μακροημέρευση ακόμα (Πρόντι και μετά Μπερλουσκόνι) καθαρά αντιδραστικών δυνάμεων.
Μία… περίπου δυναμική, μία όχι συγκροτημένη και εν πολλοίς έμμεση παρουσία του λαού στο πολιτικό προσκήνιο –όπως ορθά και γειωμένα διαπιστώνεται- δεν βρίσκει τον πολλαπλασιαστή της μέσα από το εκλογικό («προς αριστερά») αποτέλεσμα. Τουναντίον μια τέτοια «επένδυση» έχει δυστυχώς πολύ αρνητικές «αποδόσεις». Αυτό τουλάχιστο δείχνει η ιστορική εμπειρία κοντινών χωρών και όμορων –ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ- πολιτικών χώρων.
Ήμουνα νιος και γέρασα.
Η πρόκληση της αριστερής κυβέρνησης (καλύτερα, κυβέρνησης λαϊκής συμμαχίας με κορμό την Αριστερά) έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη, στην Ελλάδα, από την ίδια την πραγματικότητα της ταξικής πάλης- όπως μπήκε, νωρίτερα, στην ημερήσια διάταξη των κινημάτων της Λατινικής Αμερικής. Δεν ξεμπερδεύεις με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες του υπερώριμου καπιταλισμού και του εδραιωμένου κοινοβουλευτισμού στον 21ο αιώνα με τη μηχανιστική αντιγραφή της ιστορικής πείρας επαναστατικών κινημάτων του 19ου ή των αρχών του 20ου αιώνα και το μηρυκασμό τσιτάτων από τη θεωρητική σκέψη που βασίστηκε σ’ αυτά τα κινήματα. Ο νέος καπιταλισμός και η νέα εργατική τάξη που αναπτύσσεται μαζί του επιβάλλουν μια κομμουνιστική στρατηγική μακράς διαρκείας, στην οποία η κοινοβουλευτική νίκη μπορεί να αποτελέσει έναν πρώτο, αλλά κρίσιμο γύρο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που γράφονται τέτοιοι «νεωτερισμοί».
Ήμουνα νιος και γέρασα να ακούω αυτή την επωδό για τους νέους τρόπους μετάβασης στην άλλη κοινωνία τόσο από τον κλασσικό ρεφορμισμό (των τότε δύο πτερύγων) τη δεκαετία του ‘70 όσο και για τους εναλλακτικούς τρόπους περικύκλωσης της εξουσίας από τη «νέα» αριστερά της δεκαετίας του ‘80. Και πριν από εμένα και τη γενιά μου αγωνιστές των γενιών των θυελλών με αμέτρητα μεγαλύτερη συνεισφορά στην υπόθεση της κοινωνικής ανατροπής, αντιτάχτηκαν στου χώρους της εξορίας, στο τότε σοσιαλιστικό κόσμο και στους δρόμους του αγώνα απέναντι στο «νέο πνεύμα» που έπρεπε όλοι να δηλώσουν υποταγή και συμμόρφωση. Σε ποιο πνεύμα; Σε αυτό της ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό και στις «μεταβατικές γέφυρες» που έπρεπε να στηθούν.
Θα το πούμε στα ίσια, αυτές οι «νέες προκλήσεις» για κυβέρνηση συμμαχίας με κορμό την αριστερά είναι το ιδεολογικό φορτίο, το σώμα απόψεων από το οποίο δεν έχουν απογαλακτιστεί οι τοποθετήσεις αυτού του χώρου της αριστεράς. Αν και οφείλουν -τι αντίφαση!- σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξη τους στα ριζοσπαστικά ανασκιρτήματα που προκλήθηκαν ακριβώς λόγω της συμμετοχής της αριστεράς σε κυβερνητικές θέσεις (1989)! Αλλά ξέχασα, τότε θα συγκυβερνούσαν με τη δεξιά. Τώρα με ποιον θα συγκυβερνήσουν;
Δεν θα συγκυβερνήσουν άραγε με το κεφάλαιο, το κράτος του, τους μηχανισμούς καταστολής και εν προκειμένω για τη χώρα μας με τους στρατιωτικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του ιμπεριαλισμού;
Για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Μάο «δεν έχουν κόψει την κοτσίδα τους» απέναντι στις πατρικές καταβολές τους. Δηλαδή με την ιδεολογία του μετασχηματισμού του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, χωρίς το τσάκισμα του αστικού κρατικού μηχανισμού. Αλλά ξεχάστηκα πάλι, η αντικαπιταλιστική αλλαγή θα μας συνδέσει άμεσα με τις διαδικασίες της κομμουνιστικής κοινωνίας! Και αυτό δεν είναι θέση μόνο του αρθρογράφου (αν είναι ακριβώς) είναι θέση πολιτικού προγράμματος του χώρου του.
Όσο γι’ αυτό που προτείνεται, το λατινοαμερικάνικο παράδειγμα πρόκειται για συμμαχία ανάμεσα σε υπαρκτά μαζικά κινήματα (ή καλύτερα των αστικοποιημένων σε μια πορεία εκπροσώπων αυτών των κινημάτων) με αστικές μερίδες και κομμάτια του στρατού. Με αμφίβολη ως προς την ταξική κατεύθυνση τους κατάληξη.
Βλέπετε καμία σχέση με την Ελλάδα; Με ποιον θα πραγματοποιηθεί αυτή η «λαϊκή συμμαχία»; Ας ρωτήσει το ΚΚΕ που ακόμα το ψάχνει (ή ακόμα χειρότερα το έχει βρει στον… εαυτό του!).
Ακόμα και το παράδειγμα των λαϊκών μετώπων πριν τον πόλεμο σε Γαλλία, Ισπανία και η συμμετοχή των τότε κομμουνιστών στις αντιφασιστικές κυβερνήσεις δεν μπορεί να συγκριθεί με το σήμερα.
Και ξέρουμε πως γρήγορα οδήγησε είτε στην ενσωμάτωση είτε στην ένοπλη αντιπαράθεση με τις αντιδραστικές δυνάμεις.
Ποια λοιπόν υπαρκτή λαϊκή αυτοοργάνωση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την άνοδο της διαχειριστικής -έστω- αριστεράς ή «αριστεράς» και να προκαλέσει ρωγμές και απελευθέρωση δυνάμεων, κατάκτηση θέσεων και οχυρωμάτων (για να θυμηθούμε τον Γκράμσι);
Αυτή που δεν μπόρεσε να ανακόψει στοιχειωδώς την αντιδραστική επίθεση τόσο στους ιδιωτικούς όσο και στους δημόσιους χώρους (όπου τυπικά υπάρχει μεγάλη συνδικαλιστική οργάνωση); Αυτή του κινήματος των διοδίων ή των εισιτηρίων που έμεινε στη μέση, το κίνημα ενάντια στα χαράτσια που επίσης αποδυναμώθηκε; Εκείνη του αδύναμου και διαλυμένου φοιτητικού κινήματος που «ανέχτηκε» την κατάργηση του ασύλου και των διαγραφών; Ή μήπως αυτή που σταμάτησε το Φλεβάρη του 2012 την μετωπική αντιπαράθεση και τα επένδυσε όλα στις εκλογικές αυταπάτες (ή ευκαιρίες κατά τον αρθρογράφο). Παρά τους ηρωικούς αγώνες που δόθηκαν αυτά τα χρόνια, τις πάνω από τριάντα γενικές απεργίες, το Σύνταγμα, τις πλατείες κ.λπ. και που δεν ήταν καθόλου μοιραίο να έχουν την κατάληξη που τελικά «επικράτησε».
Και με ποια πολιτικά αριστερή έκφραση; Την αριστερά που… σέβεται τους ταξικούς συσχετισμούς ή που το πολύ περιμένει να τους αλλάξει μέσα από τις εκλογές; Και που σταθερά «άδειασε» όλα αυτά τα λαϊκά ξεσπάσματα και αντιστάσεις; Γιατί ο αρθρογράφος τονίζει πως όλοι οι συνδυασμοί της αριστεράς «ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α. οφείλουν να δώσουν την εκλογική και κυρίως τις μετεκλογικές μάχες σε πνεύμα αλληλοσεβασμού και αλληλεγγύη».
Περί του πολιτικού πολιτισμού ειδικά για τις μετεκλογικές μάχες θα μας βρει απόλυτα σύμφωνους, αλλά, σε ποια βάση η ενότητα; Τα δύο μεγάλα κόμματα της αριστεράς δεν ήταν που υπονόμευσαν το μεγάλο ξέσπασμα των εκπαιδευτικών το 2013 και τη θέληση να ακυρωθεί στην πράξη η επιστράτευση το μεν ΚΚΕ με την… συνεπή στάση του ενάντια στην απεργία και τον ΣΥΡΙΖΑ τελευταία στιγμή να τραβά το χαλί;
Από όποια πλευρά και αν την εξετάσεις (ιστορικά ή σύγχρονα) η θέση ότι παρουσιάζεται ιστορική ευκαιρία για πραγματικά αριστερή παρέμβαση σε μια κυβέρνηση «αριστερού προσανατολισμού» είναι μη ρεαλιστική, είναι πρόταση προθέσεων και ονειροπολήσεων. Το μόνο που θα καταφέρει είναι να δυναμώσει τον αέρα του αριστερού κυβερνητισμού, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί όταν φυσάς προς τη μεριά που φυσάει δυναμώνεις τον αέρα που… φυσά!
Δημήτρης Μάνος, εκπαιδευτικός μέλος της εκλογικής συνεργασίας ΚΚΕ (μ-λ)& Μ-Λ ΚΚΕ.