Ήδη πριν από αυτή την πανδημία, ήμασταν μια γενιά νέων ανθρώπων με παρόν και μέλλον αμφίβολο και πετσοκομμένο. Μια γενιά με οικογένειες που ζορίζονταν κάθε μέρα περισσότερο να εξασφαλίσουν την διαβίωσή τους. Νέοι και νέες που κληθήκαμε να δουλέψουμε με τρεις κι εξήντα σε μπαρ και καφετέριες για να βγάλουμε τα προς το ζην ή για να καταφέρουμε να σπουδάσουμε. Που περιμέναμε κάθε χρόνο τις άγριες συνθήκες δουλειάς της τουριστικής σεζόν για να βγει οικονομικά η επόμενη χρονιά. Που ζούσαμε με την αγωνία για το τι μας επιφυλάσσει το μέλλον όταν η ανεργία, η περιστασιακή και «ελαστική» δουλειά, τα απάνθρωπα και απλήρωτα μεροκάματα γίνονται κανόνας.
Ήρθε η πανδημία, και τα ερωτήματα, οι ανασφάλειες, οι φόβοι, οι δυσκολίες μεγάλωσαν. Βλέπουμε μια κρίση υγειονομική, αλλά και οικονομική και πολιτική που εξελίσσεται, να φορτώνεται στις πλάτες μας. Το άγχος για την επόμενη μέρα μεγαλώνει, μαζί με τα βάρη στους ώμους των εργαζόμενων, άνεργων, προσφύγων, μεταναστών. Γεμίζει το κάδρο με «απόβλητους και περιττούς» ανθρώπους, τσακισμένα όνειρα, θυσιασμένες ζωές εντέλει στον βωμό της απάνθρωπης λειτουργίας αυτού του συστήματος και κοινωνίας. Μας λένε ξανά για την κρίση που πρέπει να ξεπεράσουμε «όλοι μαζί», όμως εμείς είμαστε που δεν ξέρουμε αν θα έχουμε δουλειά, ενώ μια χούφτα βγάζει εκατομμύρια από τον ιδρώτα και τον πόνο των πολλών.
Η πολιτική τους, μέσα από τις κυβερνητικές κινήσεις, έδειξε ότι αποφεύγουν την λήψη μέτρων ενίσχυσης του δικαιώματος στην περίθαλψη με μόνιμο χαρακτήρα, όπως ο διάολος το λιβάνι. Αν κάτι όμως δεν έλειψε το τελευταίο διάστημα, αυτό ήταν οι απαγορεύσεις. Φτάσαμε να στέλνουμε μηνύματα για να διαβούμε το κατώφλι του σπιτιού μας, μας έβαλαν να ελεγχόμαστε συνεχώς από την αστυνομία – η οποία φυσικά δεν είχε καμία έγνοια τήρησης από την πλευρά της των υγειονομικών μέτρων, αν ήταν να μοιράσει πρόστιμα, να κυνηγήσει, να συλλάβει. Μπούκαραν στα σπίτια μας με γελοίες δικαιολογίες και έκαναν συλλήψεις με κωμικοτραγικές κατηγορίες (βλέπε Θεσσαλονίκη), εκμεταλλεύτηκαν την πανδημία για να φέρουν εκτρωματικά νομοσχέδια λεηλασίας της παιδείας, των εργασιακών δικαιωμάτων και του τόπου μας.
Ήρθε η «χαλάρωση των μέτρων» (όπως και η επιβολή τους, πάντα με βασικό κριτήριο τα συμφέροντα και τα πορτοφόλια των από πάνω). Και βγήκαμε έξω για να ξαναδούμε τους ανθρώπους που στερηθήκαμε, να ανταλλάξουμε απόψεις, να μοιραστούμε και να ελαφρύνουμε τις αγωνίες μας. Και ξανά, αδίστακτα, η κυβέρνηση και το κράτος ήρθε να τα βάλει μαζί μας. Το δικαίωμά μας να υπάρχουμε στην πλατεία της γειτονιάς μας, να συναντήσουμε τις παρέες μας και να σπάσουμε την μοναξιά μας, χτυπήθηκε από την είσοδο αστυνομικών δυνάμεων στις πλατείες της Αθήνας και τον πόλεμο λάσπης και συκοφαντιών που ακολούθησε.
Δεν μας αφήνουν να πιούμε μπύρα σε ένα παγκάκι με τους φίλους μας, δεν βρίσκουμε πουθενά πράσινο να αναπνεύσουμε, αλλά υπάρχει κάθε άνεση για τους μαγαζάτορες που έχουν γεμίσει τους δημόσιους χώρους με τραπεζοκαθίσματα. Μας λένε ανεύθυνους αυτοί που μας εγκατέλειψαν απροστάτευτους στην πανδημία, χωρίς πραγματικές δυνατότητες περίθαλψης, όταν εμείς ήμασταν αυτοί που προσέχαμε και παίρναμε μέτρα προφύλαξης, γιατί αγωνιούσαμε για την υγεία μας και τις ζωές των οικογενειών μας.
Η συνεχιζόμενη καταστολή καταντάει πια προκλητική και εξοργιστική. Η κυβέρνηση και το σύστημα που εκπροσωπεί πουλάνε παραμύθι ότι νοιάζονται «για το καλό μας», οι ίδιοι που καταδικάζουν το μέλλον μας και θυσιάζουν τις ζωές μας. Ο συνωστισμός σε εργοστάσια και άλλους χώρους δουλειάς, το στοίβαγμα των μαθητών στις άθλιες σχολικές αίθουσες και των φοιτητών στις σχολές, οι απάνθρωπες συνθήκες στα προσφυγικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν τους απασχολεί κι ας είναι χώροι όπου βρίσκονται και ευπαθείς ομάδες. Όμως η παρουσία της νεολαίας στην πλατεία είναι αιτία πολέμου και επιστράτευσης των εμετικών τους ΜΜΕ.
Φτάνει πια!
Για την αγωνία και τον φόβο της γενιάς μας υπάρχουν φταίχτες. Η φτώχεια και η επισφάλεια, η θυσία ανθρώπινων ζωών είναι κανόνες για το σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης στο οποίο ζούμε.
Καθώς η απανθρωπιά του καπιταλισμού επελαύνει, χρειαζόμαστε να ψηλαφήσουμε δρόμους Αντίστασης. Και σίγουρα δεν θα τους βρούμε ο καθείς στο σπίτι του, κλεισμένος στον εαυτό του και μέχρι την οθόνη του, ούτε στον ατομικό δρόμο που μας πλασάρουν.
Νέοι, εργάτες, εργαζόμενοι, άνεργοι, πρόσφυγες-μετανάστες, όλα τα πληττόμενα κομμάτια αυτής της κοινωνίας, μπορούμε να αποκτήσουμε ακατανίκητη δύναμη κόντρα στους καταπιεστές μας!
Δεν θα μας «χαρίσουν» ούτε την πλατεία. Εμείς όμως, μπορούμε να κατακτήσουμε το μέλλον! Μέσα από τους αγώνες μας, βγάζοντας την αγανάκτησή μας στους δρόμους, στην αντιπαράθεσή μας με αυτό το σύστημα!