Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 899)
Το διήμερο 19-20 Ιουλίου, που συμπίπτει με την 47η επέτειο της πρώτης φάσης (ΑΤΤΙΛΑΣ Ι) της τούρκικης εισβολής στην Κύπρο, επέλεξε η τούρκικη ηγεσία με επικεφαλής τον Ερντογάν να επισκεφτεί το κατεχόμενο τμήμα της Μεγαλονήσου. Η εμπρηστική αυτή και τυχοδιωκτική ενέργεια με όσα προκλητικά τη συνόδευσαν είχε εξαγγελθεί από το 2019 και επιταχύνθηκε μετά την εκλογή του εκλεχτού της ερντογανικής διακυβέρνησης Τατάρ τον Οκτώβριο του 2020. Ωστόσο, μάλλον καταλήχθηκε στο να πραγματοποιηθεί ώστε να χρησιμοποιηθεί, σε μια συγκυρία μάλιστα που έχουν μεγαλώσει και αυξηθεί τα στριμώγματά της από ΗΠΑ (κυρίως) και ΕΕ, στη συνολική διαπραγμάτευση που κάνει η τούρκικη ηγεσία με τη Δύση, διεκδικώντας διευρυμένο ρόλο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου σαν «αντάλλαγμα» των προσαρμογών της στο αμερικανονατοϊκό πλαίσιο. Το ρόλο της έπαιξε και η εκτίμηση πως το Κυπριακό αποτελεί τον αδύναμο κρίκο τόσο της αστικής τάξης της Ελλάδας όσο και της ελληνοκυπριακής.
Η «λύση των δύο κρατών»
Την πρώτη μέρα της επίσκεψή του ο Ερντογάν, ενώπιον της «βουλής» του κατοχικού κράτους, επέλεξε την προβολή της «λύσης των δύο κρατών» που ο ΕρσίνΤατάρ είχε στηρίξει με τις προτάσεις του στην άτυπη πενταμερή διάσκεψη στη Γενεύη τον περασμένο Απρίλιο. Παράλληλα εξαπέλυσε επίθεση εναντίον της ελληνικής και της ελληνοκυπριακής πλευράς τόσο κατά την επίσκεψή του όσο και σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του στις 21/7 προς το AKP με αφορμή την έναρξη του μπαϊραμιού. Ξεκινώντας από την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, χρεώνοντάς τις το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά και την προσπάθειά τους «να βάζουν σε κάθε θέμα την ΕΕ απέναντι στην Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους», κατέληξε στο ότι «οι Ελληνοκύπριοι ήθελαν να καρπωθούν μόνοι τους τα πλούτη και όλες τις δυνατότητες του νησιού και συνέχισαν να βλέπουν πεισματικά τους Τουρκοκύπριους ως μειονότητα». Επίσης άφησε να εννοηθεί ότι επίκειται και αναγνώριση της αυτοχαρακτηριζόμενης ως «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», δηλαδή των κατεχόμενων, και από άλλες χώρες (Αζερμπαϊτζάν, Πακιστάν).
Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι εάν η ρητορική «λύσης των δύο κρατών» αποτελεί μια επιλογή τακτικής ή έχει και στρατηγική διάσταση. Η πρώτη εκδοχή σημαίνει ότι προσθέτει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στις όποιες συνομιλίες θα γίνουν από δω και πέρα για το Κυπριακό. «Χαρτί» που θα πιέζει την άλλη πλευρά ότι μία αποτυχία των συνομιλιών θα φέρει πιο κοντά την οριστική και ντε γιούρε διχοτόμηση. Η άλλη εκδοχή, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην προσάρτηση του βόρειου κομματιού, προϋποθέτει ότι η άρχουσα τάξη της Τουρκίας, όπως γραφόταν στην Απόφαση του Καθοδηγητικού Οργάνου του ΚΚΕ(μ-λ) στις 15/01/2017, «Για τις εξελίξεις στο Κυπριακό», αφήνει έτσι «ανοιχτό το δρόμο για την προώθηση αντιθετικών ή και απειλητικών για την ίδια καταστάσεων στο υπόλοιπο τμήμα του. Μια τέτοια επιλογή με τους σημερινούς όρους θα ήταν μάλλον μια επιλογή ανάγκης και όταν θα έχει εξαντληθεί κάθε άλλη δυνατότητα.» Μια τέτοια επιλογή, λοιπόν, χωρίς να μπορεί πια να αποκλειστεί, δεν είναι καθόλου συμβατή με τις γενικότερες επιδιώξεις της μιας και, όπως γράφαμε στην ίδια απόφαση, «η τούρκικη αστική τάξη επιδιώκει στο βάθος να μετατραπεί σε ΄΄προστάτιδα δύναμη΄΄ όλου του νησιού, αυξάνοντας την πολιτική και στρατιωτική της επιρροή σ΄ αυτό.» Αμελητέο δεν είναι και το γεγονός πως μια τέτοια στρατηγική επιλογή βρίσκει αντίθετο και ένα σημαντικό τμήμα των Τουρκοκυπρίων που, παρά τους εποικισμούς, εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στις ισορροπίες τόσο στο εσωτερικό των κατεχόμενων όσο και στις σχέσεις των κατεχόμενων με την Τουρκία. Έκφραση αυτής της αντίθεσης στη «λύση των δύο κρατών» αποτέλεσε και η απόφαση της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης να μποϊκοτάρει την επίσκεψη και να τοποθετηθεί ανοιχτά ενάντια στα σχέδια Ερντογάν.
Βέβαια είναι φανερό ότι η ελληνοκυπριακή ηγεσία με επικεφαλής τον Ν. Αναστασιάδη έχει βάλει το χέρι της για να «νομιμοποιηθεί» η συζήτηση της «λύσης των δύο κρατών», αν και αυτό θα συναντούσε εμπόδια σοβαρά μιας και, όπως η αστική τάξη της Τουρκίας, έτσι και η αστική τάξη της Ελλάδας θα ήθελε «δική» της ολόκληρη την Κύπρο. Έτσι, όταν στο Κραν Μοντανά βρέθηκε «ενώπιος ενωπίω» με τα αποτελέσματα της «ρεαλιστικής» προσέγγισης του προβλήματος, «ανέκρουσε πρύμνα» και κινήθηκε προς την εθνικιστική προσέγγιση. Να υπογραμμίσουμε βέβαια πως η «ρεαλιστική προσέγγιση» ουσιαστικά έδινε «γη και ύδωρ» στους ιμπεριαλιστές με πρώτες τις ΗΠΑ, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια ομοσπονδία βασισμένη στην εκατέρωθεν καχυποψία και έξωθεν επιτήρηση και άρα ήταν προορισμένη να παράγει ακόμα μεγαλύτερα αδιέξοδα και τραγωδίες. Μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά αλλά και ενθαρρυμένη η ελληνοκυπριακή ελίτ και από τις εξελίξεις με τους υδρογονάνθακες φαντασιώθηκε την «αναβάθμιση» της θέσης της, μέσω της μετατροπής της σε έναν κρίσιμο και προπαντός αναντικατάστατο «ενεργειακό κόμβο». Ενώ στην ίδια κατεύθυνση λειτούργησαν και τα αμερικανονατοϊκά πλευρίσματα, που όμως σαν στόχο είχαν και έχουν όχι το ρίξιμο της άλλης πλευράς αλλά την ένταξη και των δύο πλευρών και κυρίως του νησιού ως «αβύθιστου αεροπλανοφόρου» στα επιθετικά τους σχέδια ενάντια (κυρίως) στη Ρωσία. Γι’ αυτό και οι αμερικανόπνευστες τριμερείς με το φασιστικό Ισραήλ και το στρατοκρατικό καθεστώς της Αιγύπτου με σύμμαχο και την αστική τάξη της Ελλάδας. Σ΄ αυτά τα πλαίσια η κυπριακή ηγεσία ερωτοτρόπησε και με τη «λύση των δύο κρατών». Τελικά τα πράγματα έφτασαν εδώ για να αποδειχθεί ξανά πως οι δύο προσεγγίσεις δεν είναι παρά τα δύο πρόσωπα του αστικού Ιανού, που δεν μπορεί και δεν θέλει να δει πέρα από τα όρια που της ορίζει ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας και οι μωροφιλοδοξίες του.
Το μερικό άνοιγμα της Αμμοχώστου
Τη δεύτερη μέρα της επίσκεψης ο Ερντογάν ανακοίνωσε το άνοιγμα του 3,5% του Βαρωσίου, δηλαδή της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου. Μετά και τον ΑΤΤΙΛΑ ΙΙ το Βαρώσι παρέμεινε υπό στρατιωτική διοίκηση (Τουρκία) ενώ με ψηφίσματά του ο ΟΗΕ (550 το 1984 και 789 του 1992) ζητούσε να περάσει στη δικαιοδοσία του όπως και τα άλλα τμήματα της «ουδέτερης ζώνης».
Καθίσταται σαφές πως αυτή η προσεκτικά μελετημένη κίνηση αποτελεί έμπρακτη στήριξη της «λύσης των δύο κρατών» και προσπάθεια αναβάθμισης της θέσης της τουρκοκυπριακής πλευράς, επιδιώκοντας έτσι ώστε στις όποιες συνομιλίες γίνουν στο μέλλον αυτή να αναγνωριστεί έως και ισότιμη με την Κυπριακή Δημοκρατία οντότητας Η κίνηση αυτή, που συνοδεύεται με το ενδεχόμενο τμηματικού ανοίγματος κι άλλων περιοχών των Βαρωσίων, λειτουργεί επίσης πιεστικά προς Λευκωσία και Αθήνα σε τυχόν συνομιλίες.
Εν τω μεταξύ, το κάλεσμα Ερντογάν προς τους Ελληνοκύπριους να καταθέσουν τις αιτήσεις επιστροφής τους στο «ανοιγμένο» τμήμα προς στην «Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας» που έχουν συστήσει τα κατεχόμενα παίζει το ρόλο της σφήνας, μιας και κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση, από τους αιτούντες, του καθεστώτος στη Βόρεια Κύπρο.
Από τον Ερντογάν αφέθηκε για αργότερα τόσο η ανακοίνωση για το τι θα γίνει τελικά με την εξαγγελθείσα δημιουργία στρατιωτικής βάσης drones στα κατεχόμενα όπως και η οριστικοποίηση των ημερομηνιών για την επανέναρξη γεωτρήσεων νότια της Κρήτης και της Κύπρου, γεωτρήσεις που ανακοινώθηκαν αμέσως μετά τις αντίστοιχες της Κύπρου για επανέναρξη των ερευνητικών δραστηριοτήτων τον προσεχή Νοέμβριο ή Δεκέμβριο.
Οι αντιδράσεις και η «επόμενη μέρα»
Εκτός φυσικά της Ελλάδας και της Κύπρου, που αντέδρασαν έντονα, καταδικαστικές ανακοινώσεις τόσο για τη «λύση των δύο κρατών» όσο και για το μερικό άνοιγμα της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου έβγαλαν η ΕΕ, η Βρετανία, οι ΗΠΑ και η Ρωσία, ενώ τις ώρες που γράφονταν αυτές οι γραμμές συνεδρίαζε σε «βαρύ κλίμα» για την Τουρκία και τον Ερντογάν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η ΕΕ, χωρίς να περιγράφει κάποια διαδικασία κυρώσεων, και σε συνέχεια των αποφάσεών της που δεν έκαναν αποδεκτή την προτεινόμενη από Ερντογάν και Τατάρ «λύση των δύο κρατών», διαμέσου του Ύπατου Εκπροσώπου Ζ. Μπορέλ, κάνει λόγο για «απαράδεκτη μονομερή απόφαση», θεωρώντας «την κυβέρνηση της Τουρκίας υπεύθυνη για την κατάσταση στα Βαρώσια.» Η ΕΕ φανερά ανησυχεί πως αυτή η κίνηση θα επαναφέρει την ένταση σε μια ευαίσθητη για την ίδια περιοχή και ενώ οι δυνατότητές της να παρέμβει δεν είναι μεγάλες.
Το Λονδίνο, χωρίς να κριτικάρει τη «λύση των δύο κρατών» («φήμες» λένε πως δεν είναι πλήρως αρνητικό), περιορίστηκε στην απόφαση για τα Βαρώσια («εγείρει κινδύνους για την υπονόμευση της διαδικασίας διευθέτησης του Κυπριακού»), θέλοντας μάλλον να τονίσει το ρόλο του ως «εγγυήτριας δύναμης».
Η Ρωσία βρήκε την ευκαιρία μέσω της υπογράμμισης της «προσήλωσής της στο διεθνές δίκαιο» να αναζωογονήσει τις τραυματισμένες σχέσεις της με την ελληνοκυπριακή ελίτ και να ξαναδηλώσει «παρών» στις εξελίξεις.
Η πιο μεγάλη αντίδραση ήρθε ωστόσο από την πλευρά των Αμερικανών και μάλιστα κλιμακούμενη. Έτσι, τη σκυτάλη από τις έντονα καταδικαστικές δηλώσεις αξιωματούχων πήρε ο ίδιος ο αμερικανός ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν, υπογραμμίζοντας πως οι ΗΠΑ «θεωρούν τις τουρκοκυπριακές ενέργειες στα Βαρώσια, με την υποστήριξη της Τουρκίας, ως προκλητικές, απαράδεκτες και ασυμβίβαστες με τις προηγούμενες δεσμεύσεις τους να συμμετάσχουν εποικοδομητικά σε συνομιλίες για τη διευθέτηση (του Κυπριακού)», προτρέποντάς τους μάλιστα «να ανακαλέσουν την απόφασή τους που ανακοινώθηκε σήμερα και όλα τα μέτρα που έχουν λάβει από τον Οκτώβριο του 2020»! Η Ουάσιγκτον ουσιαστικά εκτιμά ότι αυτές οι κινήσεις κινδυνεύουν να βραχυκυκλώσουν τις γεωπολιτικές τους επιδιώξεις όσον αφορά την Κύπρο, τμήμα και αυτές των σχεδιασμών της στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ενάντια κυρίως στη Ρωσία αλλά και την Κίνα. Επιπλέον έχουν κάθε λόγο να επιμένουν στην άσκηση πιέσεων προς την τούρκικη ηγεσία, εκτιμώντας ότι τα βήματα που αυτή έχει κάνει για την αποκατάσταση των αναμεταξύ τους σχέσεων είναι πολύ μικρά και πολύ λίγα.
Το επόμενο διάστημα δεν θα είναι καθόλου εύκολο για τους λαούς της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας!