Η διαπραγμάτευση και το αντικείμενό της
Συνεχίζονται την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη νέα ελληνική κυβέρνηση και τους «εταίρους»-«δανειστές». Τα ερωτήματα που τίθενται εδώ αφορούν το ποιος διαπραγματεύεται με ποιον, σε ποια βάση και ποιο το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης.
Αυτό που στην πραγματικότητα έχει τεθεί υπό διαπραγμάτευση είναι ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων της ελληνικής αστικής τάξης με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η βάση και συνεπώς τα όρια αυτού του επαναπροσδιορισμού βρίσκεται στο αμετακίνητο πλαίσιο της εξάρτησης.
Το αντικείμενό της αποτελεί ο επαναπροσδιορισμός των όρων και περιορισμών με βάση τους οποίους μπορεί να λειτουργεί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η αστική τάξη. Αυτοί βρίσκονται στο επίκεντρο της διαπραγμάτευσης και όχι η αναίρεση των αντι-«μεταρρυθμίσεων» δηλαδή της επίθεσης που από κοινού ιμπεριαλιστές και ελληνική κεφαλαιοκρατία προώθησαν ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Το ότι η πολιτική διαχείριση για λογαριασμό της ελληνικής αστικής τάξης γίνεται από μια πολιτική δύναμη (ΣΥΡΙΖΑ) που δεν ανήκει στις παραδοσιακές αστικές δυνάμεις αποτελεί μια ιδιοτυπία που έχει φυσικά τη σημασία της, αλλά δεν αλλάζει την βασική διάσταση των πραγμάτων. Σε συνάρτηση με την πορεία αυτών των διαπραγματεύσεων και κυρίως των αποτελεσμάτων που θα δώσει, θα μορφοποιούνται και οι ήδη εξελισσόμενες διεργασίες αναδιάταξης των πολιτικών δυνάμεων και η διαμόρφωση του νέου πολιτικού σκηνικού.
Η λαϊκή οργή και οι επιπτώσεις της
Οι αιτίες για μια τέτοια εξέλιξη συνδέονται με τους όρους κρίσης που προκάλεσε η κλιμάκωση της επίθεσης των δυνάμεων του συστήματος στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες της χώρας μας, που ιδιαίτερα τα τελευταία («μνημονιακά») χρόνια πήρε τις πιο βάρβαρες μορφές, διαμορφώνοντας συνθήκες ασφυξίας συνολικά για την χώρα.
Αποφασιστικοί παράγοντες υπήρξαν η αντίσταση και πάλη των εργαζομένων και της νεολαίας που εκφράστηκε με σειρά αγώνων και συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής.
Η οργισμένη αντίδραση των μικρομεσαίων στρωμάτων ενάντια στα οποία επεκτάθηκε η επίθεση και εκδηλώθηκε με το κίνημα της «πλατείας». Λιγότερο εμφανής αλλά υπαρκτή και η «δυσφορία» της αστικής τάξης για τους περιορισμούς και τα «όρια» που έθεταν και στην δική της λειτουργία και δράση, στο δικό της «μερτικό» οι όροι που επέβαλλαν και σ’ αυτήν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Η έκρηξη της λαϊκής οργής είχε σαν άμεσό της αποτέλεσμα την κρίση του πολιτικού συστήματος. Στην εκδήλωσή της πέρα από την δεδομένη αντίδραση των εργαζομένων ήρθε να προστεθεί μια σημαντική εξέλιξη. Η διάρρηξη των σχέσεων των μικρών και μεσαίων στρωμάτων με το σύστημα που μέχρι τότε αποτελούσαν την ευρύτερη βάση στήριξής του.
Το εμφανές αποτέλεσμα ήταν η συρρίκνωση της επιρροής του ενός πολιτικού πόλου (ΠΑΣΟΚ) αλλά και η αποδυνάμωση του δεύτερου (ΝΔ).
Αυτές οι εξελίξεις δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα και ανησυχίες στις δυνάμεις του συστήματος. Εμφανές και σε πρώτο πλάνο το πρόβλημα διαμόρφωσης πολιτικού σχήματος ικανού να διαχειριστεί την κατάσταση. Ακόμη μεγαλύτερη η ανησυχία μήπως οι λαϊκές αντιδράσεις κλιμακωθούν, συγκροτηθούν και οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες -για το σύστημα- καταστάσεις.
Ταυτόχρονα σοβαρές ανησυχίες μήπως η συνέχιση μιας τέτοιας κατάστασης οδηγήσει στο να βρεθεί η Ελλάδα σε πλήρη αδυναμία εκπλήρωσης των «υποχρεώσεών» της απέναντι στους «εταίρους»-«δανειστές», πράγμα που θα σήμαινε ανοιχτή χρεοκοπία. Τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα προκαλούσε μια τέτοια εξέλιξη στο Ευρωπαϊκό (και όχι μόνο) οικονομικό σύστημα.
«Λύσεις» και αδιέξοδα
Είναι γεγονός ότι παρόλα αυτά οι δυνάμεις του συστήματος κατόρθωσαν να ελέγξουν την κατάσταση για ένα διάστημα. Με τις κυβερνήσεις Παπαδήμου, ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και στη συνέχεια ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με τα διάφορα «κουρέματα» και άλλες ρυθμίσεις. Μπόρεσαν έτσι να συνεχίσουν και να κλιμακώσουν την επίθεσή τους ενάντια στον λαό με την πολιτική των «μνημονίων» κ.λπ.
Παρόλα αυτά το «πρόγραμμα» δεν έβγαινε. Το «χρέος» μεγάλωνε. Η «ανάπτυξη» δεν ερχόταν, η «έξοδος στις αγορές» παρέμενε ανεκπλήρωτος πόθος. Η δυσαρέσκεια των μαζών μεγάλωνε. Το κυβερνητικό σχήμα φθείρονταν ολοένα και περισσότερο. Οι «ανάσες» που η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου ζήτησε από τους «εταίρους» δεν της δόθηκαν. Έτσι μέσα από την -μη- εκλογή Προέδρου φτάσαμε στις εκλογές. Στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας.
Είναι αυτός πλέον -ο ΣΥΡΙΖΑ- που διαπραγματεύεται για λογαριασμό της αστικής τάξης τους όρους του νέου (όσο «νέο» μπορεί να θεωρηθεί) συμβολαίου. Αυτό δεν λέγεται έτσι επειδή στην κυβέρνηση συμμετέχει και μια δύναμη καθαρά αστικής προέλευσης όπως οι ΑΝΕΛ.
Το γιατί η διαπραγμάτευση παίρνει αυτόν τον χαρακτήρα και αυτή την μορφή συνδέεται με τα πραγματικά δεδομένα του ζητήματος.
Με το ποιες είναι οι δυνάμεις που εμπλέκονται, ποια τα χαρακτηριστικά, οι επιδιώξεις τους, ποιες οι δυνατότητες και τα όριά τους, ποιοι οι πραγματικοί συσχετισμοί.
Ειδικότερα ποιες οι επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών, ποιες παραχωρήσεις είναι διατεθειμένες να κάνουν.
Ποιες είναι οι διαθέσεις της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και μέχρι που φτάνουν.
Τι είναι οι ΣΥΡΙΖΑ ποιες δυνατότητες, οι στηρίξεις, τα όριά του.
Ποιο το σημερινό επίπεδο και οι δυνατότητες του λαϊκού κινήματος.
Άλλωστε η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται ήδη από αυτά που αποτελούν το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης που διεξάγεται.
Αλλά ας τα δούμε όλα αυτά πιο συγκεκριμένα.
Ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις και μύθοι
Όσον αφορά τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις αυτές δεν αποτελούν παρά την έκφραση στη χώρα μας των γενικότερων επιδιώξεων που οι δυνάμεις του συστήματος προωθούν συνολικά στον κόσμο. Αυτές που συνδέονται με την επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και με στόχο την ολοκληρωτική της υποταγή στις διαθέσεις του.
Με την εκστρατεία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και με στόχο την επανακατάκτηση-επαναποικιοποίηση του κόσμου. Αυτές που απορρέουν από την όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και για το ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Έχοντας αναφερθεί επανειλημμένα και αναλυτικά σε όλα αυτά, εδώ θα θέλουμε να σταθούμε σε ορισμένους μύθους και τις σκοπιμότητες που υπηρετούν. Τον αποπροσανατολισμό, την αδρανοποίηση, την παράλυση των αντιδράσεων των λαϊκών μαζών, την υποταγή τους.
Ο αστικός μύθος
Ο αστικός μύθος με τον οποίο βομβαρδιζόμαστε επί χρόνια είναι αυτός που θέλει να εμφανίσει αυτή την αρνητική κατάσταση σαν κάτι το παροδικό που οφείλεται στην οικονομική κρίση και μόνο. Ότι τα αντιλαϊκά μέτρα είναι προσωρινά, παίρνονται «εξ ανάγκης», στοχεύουν στην έξοδο από την κρίση και θα αναιρεθούν με το ξεπέρασμά της. Ταυτόχρονα η κρίση εμφανίζεται σαν αντικειμενικό γεγονός, κάτι σαν θεομηνία που «μας χτύπησε όλους». «Όλοι ζημιώνουμε» και «όλοι μαζί» οφείλουμε να κάνουμε θυσίες για το ξεπέρασμά της. Όλα αυτά και άλλα που δεν αναφέρονται δεν αποτελούν παρά συγκαλύψεις και διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας.
Η επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και η επιδρομή των ιμπεριαλιστών ενάντια στους λαούς εκδηλώθηκαν πριν και ανεξάρτητα από την πρόσφατη οικονομική κρίση.
Οφείλονται κατ’ αρχάς στην ίδια την φύση του συστήματος.
Στην ακόρεστη δίψα του κεφαλαίου για κέρδη.
Στην ασυγκράτητη τάση του ιμπεριαλισμού για επέκταση και κυριαρχία.
Η εκδήλωση και ανάπτυξή τους συνδέθηκε άμεσα με την ανατροπή των ταξικών, πολιτικών και διεθνών συσχετισμών σε βάρος των λαών και υπέρ των πιο αντιδραστικών και επιθετικών δυνάμεων του συστήματος.
Η κρίση δεν είναι θεομηνία που μας ήρθε από «κάπου αλλού» αλλά έκφραση της λειτουργίας του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος, μορφή της διαδικασίας διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Δεν «ζημιώνουμε όλοι» από την κρίση. Ανεξάρτητα από την καταστροφή μικροκαπιταλιστών, το κεφάλαιο σαν συνολική σχέση ισχυροποιείται. Με ανάλογο τρόπο το ρήμαγμα των πιο αδύναμων χωρών αποφέρει τεράστια κέρδη στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Αυτά που εξαναγκάζονται να πληρώσουν οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες σ’ όλο τον κόσμο δεν είναι για να καλύψουν τις -ανύπαρκτες- «ζημιές» του κεφαλαίου. Είναι για να τροφοδοτήσουν τα σημερινά και αυριανά του κέρδη στα πλαίσια μιας γιγαντιαίων διαστάσεων συσσώρευσης που συντελείται σε παγκόσμια κλίμακα.
Αυτά συνεπώς που διεκδικεί ο κόσμος της δουλειάς δεν είναι από το «υστέρημα» αλλά από το περίσσευμα που το κεφάλαιο έχει υφαρπάξει από αυτούς τους οποίους ανήκει.
Όλα αυτά πολύ απλά σημαίνουν ότι οι λαοί θα συνεχίσουν να είναι στο στόχαστρο, ότι η επίθεση του κεφαλαίου και η ιμπεριαλιστική επιδρομή θα συνεχίζονται ενόσω διατηρούνται αυτοί οι συσχετισμοί και ανεξάρτητα από την εξέλιξη της κρίσης.
Ο ρεφορμιστικός μύθος
Από κοντά και ο ρεφορμιστικός μύθος ο οποίος τροφοδοτείται και από μεριάς «πεφωτισμένων» αστών (οικονομολόγων και μη).
Αυτός έχει σαν αφετηρία και βάση την άποψη ότι η πολιτική που προωθείται παγκόσμια όλα αυτά τα χρόνια είναι απλώς αποτέλεσμα της επικράτησης των «νεοφιλελεύθερων» αντιλήψεων, όπως χαρακτηρίζονται, και των αντίστοιχων τάσεων και δυνάμεων στα ηγετικά κλιμάκια των αναπτυγμένων χωρών.
Αυτό -κατά τις αντιλήψεις αυτές- σημαίνει πως δεν πρόκειται παρά για μια πολιτική επιλογή και σαν τέτοια μπορεί και να αλλάζει μέσα από την ανάδειξη, ισχυροποίηση και επιβολή άλλων τάσεων και δυνάμεων (π.χ. κεϋνσιανών) στα πλαίσια του συστήματος. Μια αντίληψη που τοποθετεί το κάρο πριν απ’ τα βόδια, το αίτιο στη θέση του αιτιατού, το αποτέλεσμα στη θέση των όρων που το εξέθρεψαν.
Ο «νεοφιλελευθερισμός» δεν είναι παρά η θεωρητική, ιδεολογική μορφή της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και ταυτόχρονα συστατικό στοιχείο της επιδρομής των ιμπεριαλιστών ενάντια στους λαούς. Η υιοθέτησή τους από τις δυνάμεις του συστήματος δεν οφείλεται στο ότι δέχτηκαν κάποια στιγμή την επιφοίτηση του πνεύματος της «Σχολής του Σικάγο» και του Τ. Φρήντμαν ή στην κρίση πριν την κρίση. Οφείλεται στην ανατροπή των ταξικών, κοινωνικών, πολιτικών και παγκόσμιων συσχετισμών. Αυτή που συντελέστηκε με βάση την παλινόρθωση, την οπισθοχώρηση και ήττα του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και τελικά την διάλυση της ΣΕ και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Δεν αποτελεί μια απλώς πολιτική επιλογή για να ανατραπεί σαν τέτοια, αλλά προϊόν, έκφραση και αποτέλεσμα μιας ολάκερης ιστορικής διαδρομής και διαμόρφωσης αντίστοιχων όρων τάσεων, δυνάμεων και συσχετισμών. Σε μια τέτοια βάση απόκτησε και παγκόσμιες διαστάσεις και εκφράζεται στο σύνολο των χωρών του πλανήτη. Και μια και πολύς λόγος γίνεται για τις χώρες του περίφημου BRICS χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι είναι σ’ αυτές ακριβώς τις χώρες που η επίθεση στις λαϊκές μάζες παίρνει τις πιο άγριες μορφές. Είναι σ’ αυτές τις χώρες που η πρωταρχική συσσώρευση πραγματοποιείται με τις πιο «τυπικές», βάρβαρες και εξοντωτικές μεθόδους.
Ο τρίτος μύθος
Με βάση ιδιαίτερα τον δεύτερο, καλλιεργείται και ένας τρίτος μύθος. Αυτός που θέλει να αναπτύσσονται στα πλαίσια του συστήματος τάσεις και δυνάμεις που επιδιώκουν μια αλλαγή κατεύθυνσης. Με ένα τέτοιο μάλιστα πρίσμα ερμηνεύουν τις-υπαρκτές- ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Μια παραλλαγή αυτών των αντιλήψεων που ιδιαίτερα έντονα καλλιεργήθηκε στη χώρα μας είναι αυτή που τις αντιδραστικές κατευθύνσεις στον ευρωπαϊκό χώρο τις αποδίδει αποκλειστικά στη Γερμανία.
Σε σχέση με αυτά. Το να θεωρεί κανείς ότι οι απόψεις των διάφορων οικονομολόγων (κεϋνσιανών κυρίως) είναι αυτές που δίνουν το στίγμα των τάσεων και δυναμικών που αναπτύσσονται στα πλαίσια του συστήματος δεν δείχνει παρά την ακατανίκητη ροπή κάποιων να παίρνουν τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα.
Όσον αφορά τις αντιθέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αυτές δεν αφορούν και δεν αγγίζουν την κατεύθυνση της επίθεσης του κεφαλαίου στην εργατική τάξη ούτε το πώς αντιμετωπίζουν τις εξαρτημένες χώρες.
Οι αντιθέσεις τους αφορούν τον ανταγωνισμό τους για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και ο οποίος εκδηλώνεται σε όλα τα πεδία. Στο οικονομικό, το πολιτικό, το στρατιωτικό, το γεωστρατηγικό. Στο ζήτημα των αγορών, τον έλεγχο των πηγών ενέργειας και πρώτων υλών, των δρόμων μεταφοράς και όρων διακίνησής τους, στην κίνηση κεφαλαίων, το νομισματικό, την διακίνηση της «πληροφορίας» κ.λπ. Ένας ανταγωνισμός που γίνεται όλο και οξύτερος στα πλαίσια μιας διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων που θέτει πλέον το ζήτημα για κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη στη βάση του ποιος ποιον. Απ’ εκεί και πέρα το να φαντασιώνονται ορισμένοι ότι μπορούμε να παρεμβληθούμε σ’ αυτές τις αντιθέσεις για να τις «αξιοποιήσουμε» στο μόνο που μπορεί να οδηγήσουν είναι το να συνθλιβούμε στις μυλόπετρες του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Ειδικότερα για την γερμανική στάση. Το ότι στα πλαίσια της γερμανικής πολιτικής κεντρική θέση έχει η προάσπιση των ιδιαίτερων γερμανικών συμφερόντων δεν είναι κάτι που χρειάζεται συζήτηση. Από εκεί και πέρα ωστόσο είναι αναγκαίο να διακρίνουμε το πώς αντιμετωπίζονται -και- από την μεριά της οι διαφορετικού είδους αντιθέσεις.
Είναι καθαρό ότι απέναντι στην εργατική τάξη η γερμανική πολιτική λειτουργεί για λογαριασμό τόσο του γερμανικού όσο και συνολικά του κεφαλαίου.
Ότι απέναντι στις χώρες της «αυλής» της Ευρώπης (όπως λ.χ. και η Ελλάδα) λειτουργεί για λογαριασμό συνολικά του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.
Ότι απέναντι στις ΗΠΑ κινείται σε βάση θωράκισης του χώρου των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών απέναντι στις προθέσεις και δυνατότητες των ΗΠΑ να δράσουν ανεξέλεγκτα στο χρηματιστικό, νομισματικό, εμπορικό και γενικότερα οικονομικό πεδίο.
Όσον αφορά τις αντιθέσεις χωρών όπως η Γαλλία, η Ιταλία κ.ά. με την Γερμανία αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με την αντιμετώπιση των λαών αλλά με την τροποποίηση όρων που θα τους επέτρεπαν να εξισορροπήσουν όσο γίνεται την γερμανική οικονομική υπεροχή.
Άμεση σχέση με αυτά έχει και η άνοδος της Λεπέν στην Γαλλία που μπορεί να αποδειχτεί μεγαλύτερης σημασίας σ’ αυτό το πεδίο. Αν σε πρώτο πλάνο συνδέεται με το ζήτημα των μεταναστών, αυτό που της προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα είναι η στήριξη που βρίσκει στο γαλλικό κεφάλαιο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
Οι ιμπεριαλιστές και η χώρα μας
Τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε είναι πως οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συνεχίζουν να κινούνται στη βάση των συνολικών τους στοχεύσεων και με βάση αυτές αντιμετωπίζουν τη χώρα και τον λαό μας. Δεν έχουν καμιά διάθεση να τις αλλάζουν επειδή στην Ελλάδα αναδείχτηκε μια άλλη κυβέρνηση, ανεξάρτητα από διαφοροποιήσεις δευτερεύουσας σημασίας που μπορεί να αποδεχτούν. Ως προς αυτό δεν πρέπει να υπάρχουν κανενός είδους αυταπάτες.
Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης, εις την οποία «ανήκομεν», δεν συζητάνε καν την πιθανότητα μετακίνησης της χώρας από τη σφαίρα επικυριαρχίας του. Την θέλουν δέσμια στους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς ΝΑΤΟ, ΕΕ αλλά και στην ΟΝΕ και υπό τους δικούς τους εννοείται όρους.
Την διατήρηση αυτής της κατάστασης πραγμάτων όχι μόνο θέλουν να την συνεχίσουν και κατοχυρώσουν παραπέρα αλλά και είναι διατεθειμένες να την υπερασπίσουν με οποιοδήποτε τρόπο και μέσα «χρειαστούν». Στα ίδια πλαίσια παραμένει βασική τους επιδίωξη η ευθυγράμμιση της οποιασδήποτε ελληνικής κυβέρνησης σε σχεδιασμούς και κινήσεις που επιχειρούν στα πλαίσια των επιδρομών τους ενάντια σε λαούς και του εντεινόμενου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Παραμένει βασική και αμετακίνητη επιδίωξή τους η συνέχιση της επίθεσης στην εργατική τάξη, η συνολική της αποσυγκρότηση, ο πλήρης αφοπλισμός της, η καθολική υποταγή στην κυριαρχία και τις διαθέσεις του κεφαλαίου.
Η διεύρυνση της επίθεσης σε μικροαστική τάξη έως και τα μεσοστρώματα στοχεύει στην «εκκαθάριση» του πεδίου για την δράση και κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου ντόπιου και ξένου, την άλωση της εσωτερικής αγοράς, τη συγκέντρωση των παραγωγικών οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας στα μονοπώλια.
Το «μοντέλο» το οποίο τείνουν να διαμορφώσουν αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» είναι μιας κοινωνίας απόλυτα κυριαρχούμενης από το μεγάλο κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο. Με μια «απαραίτητη» μεν αλλά δραστικά συρρικνωμένη μεσαία τάξη και μια στρατιά προλετάριων και μισοπρολετάριων, με ελάχιστο το κόστος αναπαραγωγής τους και εκμηδενισμένες τις δυνατότητες να αλλάζουν τη μοίρα τους.
Την ίδια κατεύθυνση -αλλά όχι μόνο- υπηρετεί και η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Ταυτόχρονα αποτελεί μια από τις πιο προκλητικές μορφές παραχώρησης του πλούτου της κοινωνίας, των κερδοφόρων τομέων, των παραγωγικών της δυνατοτήτων στο μεγάλο κεφάλαιο. Στην περίπτωση μάλιστα της χώρας μας πρόκειται για απροκάλυπτη έκφραση του ξεπουλήματος νευραλγικών τομέων της οικονομίας στα ξένα μονοπώλια.
Μια εξέλιξη που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τις παραγωγικές οικονομικές δυνατότητες της χώρας και συρρικνώνει δραματικά τις πιθανότητες ορθοπόδησης και -σχετικής έστω- απεξάρτησής της από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Το τεχνητά διαμορφωμένο και υπερδιογκωμένο «χρέος» και τα «μνημόνια» χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται σαν μοχλός προώθησης της επίθεσης και συνολικά των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων.
Ταυτόχρονα για την διασφάλιση της διπλής ροής πραγματικών αξιών προς τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και όχι μόνο τις ευρωπαϊκές.
Η μια είναι αυτή που πραγματοποιείται μέσα από τις αποπληρωμές του ανύπαρκτου «χρέους». Η άλλη αφορά αυτή που -χρόνια τώρα- συντελείται μέσα από τις άνισες «ανταλλαγές» αλλά και τα «παιχνίδια» του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Έτσι έχουμε το αντιφατικό -εκτός των άλλων- φαινόμενο από τη μια να επιβάλλονται όροι που υποβαθμίζουν τις δυνατότητες ενός οικονομικού σχηματισμού να παράγει και να αποδίδει και από την άλλη να απαιτούνται από αυτόν όλο και μεγαλύτερες εισφορές στα ιμπεριαλιστικά ταμεία.
Έχουν όμως και την «λύση» σ’ αυτόν τον παραλογισμό. Ακόμη μεγαλύτερο ξεζούμισμα του εργαζόμενου λαού, δραστικότερη υποβάθμιση του βιοτικού του επιπέδου, δραματική χειροτέρευση των συνθηκών ζωής του.
Γενικότερα προωθείται η διαμόρφωση όρων αιχμαλωσίας του λαού και της χώρας και λεηλασίας της από τους ιμπεριαλιστές. Και αν όλα αυτά για οποιονδήποτε λόγο φανεί ότι δεν επαρκούν, υπάρχουν και τα «βαρέα όπλα». Οι πιέσεις, οι απειλές, οι εκβιασμοί ή και η υποκίνηση κρίσεων με βάση ζητήματα όπως το κυπριακό, το Αιγαίο κ.λπ.
Στόχοι και προβλήματα της ελληνικής αστικής τάξης
Η ελληνική κεφαλαιοκρατία αποτέλεσε ενεργό παράγοντα της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη και τους μικρομεσαίους. Όχι επειδή απλώς της υποδείχτηκε από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα αλλά επειδή η προώθηση των σχετικών αντι-«μεταρρυθμίσεων» αποτελούσε πάγια δική της επιδίωξη εδώ και δεκαετίες. Ας μην ξεχνάμε ότι οι πρώτες κινήσεις σε μια τέτοια κατεύθυνση έγιναν επί ΠΑΣΟΚ το 1985 με πρωθυπουργό τον Α. Παπανδρέου και υπουργό εθνικής οικονομίας τον Σημίτη. Από τον ίδιο πολιτικό χώρο προήλθαν και οι απόψεις για τον «μικροαστικό πολτό» που πρέπει να εξαλειφθεί. Το δεύτερο και πιο ισχυρό κύμα της επίθεσης εξαπολύθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη (1991) για να ακολουθήσουν και άλλες διαδοχικές παρεμβάσεις στην ίδια κατεύθυνση από όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν.
Την κρίση χρέους και τα σχετικά μνημόνια την είδε και από τη μεριά της σαν την χρυσή ευκαιρία να προωθήσει όσες αντι-«μεταρρυθμίσεις» σκαλώνανε στην αντίσταση των εργαζόμενων λαϊκών μαζών. Όσο για το πολιτικό της προσωπικό (βασικά ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) υπηρέτησε με τον πιο απροκάλυπτο και ξεδιάντροπο τρόπο αυτές τις κατευθύνσεις και τις ανάλογες ιμπεριαλιστικές υπαγορεύσεις.
Η στάση συμμόρφωσης στις ιμπεριαλιστικές υπαγορεύσεις συνδέεται με τον εξαρτημένο και κατά βάσιν κομπραδόρικο χαρακτήρα της.
Η αστική τάξη της χώρας μας είναι εξαρτημένη από υπάρξεώς της από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Με αυτήν συναρτά την θέση, τον ρόλο της, την κυριαρχία της πάνω στον λαό. Μια σχέση που με όλες τις μεταμορφώσεις της στα χρόνια που ακολούθησαν φέρει το αποτύπωμα της διάσωσης αυτής της κυριαρχίας από την ιμπεριαλιστική επέμβαση στην περίοδο 1944-1949.
Στις συγκεκριμένες σημερινές συνθήκες συνεχίζει να λειτουργεί στη βάση του «συμβολαίου» του 1974 που καθόρισε και παγίωσε την διπλή εξάρτηση από ΗΠΑ και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές.
Αυτή είναι που καθόρισε και καθορίζει το βασικό πλαίσιο, τους προσανατολισμούς, τα όρια κινήσεων και φιλοδοξιών της αλλά και των «αντιρρήσεων» που μπορεί να προβάλλει σε διάφορα ζητήματα, όπως λ.χ. σε σχέση με πλευρές των μνημονίων.
Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που η αστική τάξη της χώρας μας είδε τα ιδιαίτερα συμφέροντα και επιδιώξεις της να σκοντάφτουν σε αντίθετες ιμπεριαλιστικές υπαγορεύσεις απέναντι στις οποίες έσπευδε τελικά να συμμορφωθεί.
Να υπενθυμίσουμε απλά την διάψευση των προσδοκιών για στήριξη στα ζητήματα της Κύπρου, του Αιγαίου. Το ψαλίδισμα των φιλοδοξιών της να αναλάβει ρόλο τοποτηρητή στα Βαλκάνια μετά τις ανατροπές 1989-1991 και στο μακεδονικό ζήτημα. Στις πιέσεις και απαγορεύσεις που συνάντησαν οι απόπειρες της για ανοίγματα ανεπιθύμητα στη Δύση. Όπως η σύνδεση Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης. Στο ζήτημα των αγωγών αερίου. Της εξαγοράς της επιχείρησης αερίου. Στις εξοπλιστικές προμήθειες (βλέπε και S-300) Στο εύρος των οικονομικών συναλλαγών.
Αυτή η σχέση αποτυπώθηκε και σε βασικές της επιλογές που η αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι τις είδαν τότε σαν κινήσεις που οδηγούσαν στην αναβάθμισή της.
Όπως λ.χ. την είσοδο στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ) όπου τα διάφορα ευρωπαϊκά «πακέτα» (που τα ροκάνισαν οι διάφοροι επιτήδειοι) δεν ήταν παρά η αντιπαροχή για την παραρτημοποίηση της οικονομίας και συνολικά της χώρας.
Την υποβάθμιση του μεταποιητικού τομέα (βιομηχανίας-βιοτεχνίας).
Την διάλυση της αγροτικής παραγωγής.
Την άλωση της εσωτερικής αγοράς από τα ξένα μονοπώλια.
Την δραματική επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και των πάσης φύσεως συναλλαγών.
Τότε βέβαια ήταν η «ευτυχισμένη» εποχή που οι απόψεις που υποστήριζαν την αναγκαιότητα ανάπτυξης της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής χαρακτηρίζονταν σαν εκφράσεις «καθυστέρησης». Που οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης διακήρυσσαν στην διαπασών πως το «μέλλον» βρίσκεται στον τριτογενή τομέα και ονειρεύονταν την μετατροπή της Αθήνας σε «νέα Βηρυτό».
Σήμερα και απέναντι στις πιέσεις και τα προβλήματα που και η ίδια αντιμετωπίζει βρέθηκε με αποσαθρωμένες τις οικονομικές βάσεις στήριξής της.
Με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίστηκε και η είσοδος στην ΟΝΕ. Χαρές και πανηγύρια για τον «προβιβασμό». Η άμεση συνέπεια ήταν η ακρίβεια στα διάφορα προϊόντα και είδη άμεσης ανάγκης που έπληξε τις λαϊκές οικογένειες.
Στο μεταξύ είχαμε και το σοκ του χρηματιστηρίου που ρήμαξε κόσμο και κοσμάκη.
Το διαρκές αντίτιμο ήταν η απαλλοτρίωση της δυνατότητάς της να ασκεί δημοσιονομική και κατά συνέπεια οικονομική πολιτική. Όλα αυτά συγκαλύπτονταν από τις θριαμβολογίες για την «ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές». Ο «λογαριασμός» ήρθε αργότερα. Και ως είθισται το κόστος αποπληρωμής μετακυλύεται στα συνήθη υποζύγια. Τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Ευθυγράμμιση και «δυσφορίες»
Με ανάλογο τρόπο στάθηκε και απέναντι στα «μνημόνια». Το γεγονός ότι τα είδε σαν ευκαιρία για την προώθηση σειράς αντιλαϊκών μέτρων και η δεδομένη ευθυγράμμισή της με τις ιμπεριαλιστικές υπαγορεύσεις δεν αναιρεί το ότι υπήρχαν και πλευρές που την δυσαρεστούσαν. Αυτές αφορούσαν:
Το ύψος των υποχρεώσεων αποπληρωμής που αφενός μείωναν το δικό της μερτικό και αφετέρου περιόριζαν τα περιθώρια άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Το έλεγχο που της επιβαλλόταν ως προς την άσκηση νομισματικής, δημοσιονομικής, οικονομικής πολιτικής και στο τραπεζικό σύστημα.
Την σχεδόν απαγόρευση που της επιβαλλόταν ως προς την δυνατότητα ανοιγμάτων σε χώρες εκτός Δύσης. Γενικότερα τα όρια που της επιβάλλονταν στις οικονομικές και πολιτικές της κινήσεις, την υποβάθμιση που επέφεραν όλα αυτά στην οικονομική και πολιτική βάση στήριξής της.
Ταυτόχρονα οι συνέπειες που είχαν όλα αυτά στο πολιτικό σύστημα κυριαρχίας της αστικής τάξης, την αποσάθρωση του ΠΑΣΟΚ, την αποδυνάμωση της ΝΔ αλλά και τους κινδύνους που δημιουργούνταν συνολικότερα με βάση την γενικευμένη λαϊκή οργή.
Το «δημοψήφισμα» του Γ. Παπανδρέου, τα «Ζάππεια» του Α. Σαμαρά και οι «κόκκινες γραμμές» του Βενιζέλου όσο κι αν μείναν χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, έκφραζαν ωστόσο την δυσφορία των αστικών δυνάμεων απέναντι στους περιορισμούς που τους επιβάλλονταν.
Όσον αφορά την αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάδειξή του στη διακυβέρνηση της χώρας.
Για την αστική τάξη ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η εκ των πραγμάτων επιλογή ή αλλιώς η επιλογή που δεν θα μπορούσε να αποφύγει παρά καταφεύγοντας σε «ανορθόδοξα» μέσα.
Η «ήπια» αντιμετώπιση της προοπτικής ΣΥΡΙΖΑ από την μεριά της αστικής τάξης στηρίχθηκε.
Στην εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σαν πολιτικός σχηματισμός είναι προσαρμόσιμος στα δεδομένα και τις επιδιώξεις της.
Στην προσδοκία ότι ίσως πετύχει ορισμένες ηπιότερες ρυθμίσεις σε σχέση με ζητήματα που την ενδιαφέρουν.
Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι επαναπαύεται και ότι δεν παίρνει τα μέτρα της απέναντι σε οποιαδήποτε εξέλιξη.
Η «διακριτική» υποστήριξη που του παρέχει στη φάση αυτής της διαπραγμάτευσης έχει τόσο τους όρους όσο και τα όριά της. Αυτά προσδιορίζονται από τις βασικές της επιλογές και το αμετακίνητο πλαίσιό τους (ΕΕ-ΗΠΑ-ΟΝΕ-ΝΑΤΟ κ.λπ.) αλλά και τον «σεβασμό» των αντι-«μεταρρυθμίσεων» που έχουν προωθηθεί κ.λπ.).
Στην υποθετική περίπτωση (λέμε τώρα) που ο ΣΥΡΙΖΑ αποπειραθεί να κινηθεί έξω από τις προδιαγραφές της η αστική τάξη θα παρέμβει. Και δεν εννοούμε εδώ απλώς τις κορώνες των Σαμαρά, Βενιζέλου κ.ά., αλλά την παρέμβαση του συνόλου της αστικής τάξης με όλα τα μέσα και τους μηχανισμούς της ενώ ανάλογα θα κινηθούν και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
ΣΥΡΙΖΑ: Επιδιώξεις και όριά τους
Όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ καθ’ αυτόν, το τι κάνει ή το τι μέλλεται να κάνει, αυτό συναρτάται:
Με το τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ σαν πολιτικός οργανισμός.
Με το ποιες δυνάμεις έχει απέναντί του.
Με βάση το ποια προβλήματα έχει να αντιμετωπίσει.
Με το ποια στήριξη «από τα κάτω» μπορεί να έχει.
Ο πολιτικός χώρος στον οποίο κινείται ο ΣΥΡΙΖΑ παραδοσιακά αναφερόταν και αναζητούσε την στήριξή του στα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, αν και για δεκαετίες αυτός ο χώρος χειραγωγούνταν από το ΠΑΣΟΚ.
Οι καταλυτικές συνέπειες που είχε η επέκταση της επίθεσης στα μεσοστρώματα και η διάρρηξη των σχέσεών τους με το ΠΑΣΟΚ προσέφεραν στον ΣΥΡΙΖΑ μια ευρύτατη βάση αναφοράς και στήριξης. Πάνω σ’ αυτήν βασίστηκε η εκτίναξή του στην κυβέρνηση.
Μια σχέση που διαμορφώθηκε πάνω στο αίτημα της «επιστροφής» δηλαδή μια μορφή ανανέωσης του κοινωνικού συμβολαίου με τα μεσοστρώματα. Μια σχέση ωστόσο ασταθής τόσο με βάση τους όρους διαμόρφωσής της όσο και κυρίως με βάση το ότι στις σημερινές συνθήκες μια τέτοια «επιστροφή» είναι ανέφικτη.
Από ιδεολογική και πολιτική άποψη ο χώρος ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί -ιστορικά- συνέχεια του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος όπως έφτασε στη σημερινή του μορφή μέσα από διαδοχικές προσαρμογές. Ένας πολιτικός χώρος που προσβλέπει σταθερά την «ευρωπαϊκή ιδέα» δηλαδή στη συνεργασία με την αστική τάξη. Στα πλαίσια αυτού του προσανατολισμού ευαγγελίζεται την δυνατότητα μεταρρυθμίσεων, στα πλαίσια του συστήματος. Μια κατεύθυνση ωστόσο που δεν έχει σοβαρές προοπτικές, μια και βρισκόμαστε στην εποχή που η κυρίαρχη τάση είναι αυτή των αντι-«μεταρρυθμίσεων».
Σαν πολιτικός οργανισμός έχει έναν βασικό πυρήνα προερχόμενο από τον Συνασπισμό (ΚΚΕ εσωτερικού-ΕΑΡ και ομάδα στελεχών που αποχώρησε από το ΚΚΕ το 1991) που πλαισιώθηκε συγκροτώντας τον ΣΥΡΙΖΑ από μια σειρά εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων. Στην πορεία και ενόψει των προοπτικών ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ προσκολλήθηκαν σε αυτόν και πολλά πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ καθώς και διάφοροι περιφερόμενοι παράγοντες και διανοούμενοι. Μια σύνθεση που η συνοχή της θα δοκιμαστεί καθώς τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση πλέον ΣΥΡΙΖΑ δεν επιδέχονται εύκολες απαντήσεις.
«Απέναντί» του έχει δυνάμεις που και πολύ ισχυρές είναι αλλά και που έχουν ξεκαθαρισμένες τόσο τις επιδιώξεις τους όσο και το πώς θα τις προωθήσουν. Αναφέρομαι στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αλλά και την αστική τάξη της χώρας μας. Σε σχέση μ’ αυτές δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτε εδώ πέρα από όσα αναφέρθηκαν προηγούμενα. Να σημειωθεί μόνο ένα πράγμα. Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει το τελευταίο διάστημα μεγάλες προσπάθειες να δημιουργήσει δεσμούς και ερείσματα σε αυτές τις δυνάμεις. Ανεξάρτητα πάντως από το τι θα αποδώσουν αυτές, η ουσία του πράγματος είναι μία. Η μόνη βάση πάνω στην οποία μπορούν να πάρουν υπόσταση αυτές οι σχέσεις είναι αυτή που θα ορίζεται από την ισχύ και τις επιδιώξεις αυτών των δυνάμεων.
Ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα αποτελεί η παραγωγική οικονομική αποσυγκρότηση της χώρας. Βεβαίως οι ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση ανήκουν στην ελληνική κεφαλαιοκρατία και τους πολιτικούς της εκπροσώπους. Οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ συνίστανται στο ότι πολύ αργά ασχολήθηκε με αυτό και όχι με τη σοβαρότητα που απαιτούσε η βαρύτητα του ζητήματος. Τις απόψεις των διαφόρων οικονομολόγων του, τις φαεινές, τις προτάσεις και τα υποτιθέμενα προγράμματά τους για την αντιμετώπιση του προβλήματος μόνο σοβαρά δεν μπορεί να τις πάρει κανείς. Έτσι ή αλλιώς πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα, ένα μεγάλο πρόβλημα όχι απλώς για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά για οποιαδήποτε δύναμη αναλάβει να απαντήσει στο πρόβλημα του λαού και της χώρας.
Τέλος ένα πολύ σοβαρό ζήτημα αποτελεί το ποια στήριξη μπορεί να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ από την μεριά του λαού και του κινήματος. Ένα ερώτημα αφορά το τι είδους στήριξη θα ‘θελε ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια στήριξη στην προοπτική της ρήξης ή της «διαπραγμάτευσης». Όσον αφορά την πρώτη, ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε την ήθελε ούτε την επεδίωξε, ούτε την έχει και ούτε φυσικά θα μπορούσε να την έχει. Όσον αφορά την δεύτερη, ήδη ο εκφυλισμός των συγκεντρώσεων υποστήριξης δείχνει ότι μια τέτοια επιλογή δεν έχει και δεν μπορεί να έχει υπόσταση παρά μόνο αν «ακουμπάει» στην πρώτη.
Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα μόνο έκπληξη δεν προκαλεί η πορεία προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενο διάστημα. Με βάση αυτά πολιτεύεται και ως κυβέρνηση.
Όσον αφορά τα βασικά στοιχεία αυτής της πολιτικής.
Έχει πλήρως αποδεχτεί το γενικότερο πλαίσιο της πορείας της χώρας που ορίζει και το πλαίσιο της δικής του κίνησης (ΕΕ-ΝΑΤΟ-ΟΝΕ κ.λπ.).
Έχει βγάλει από την πολιτική του ατζέντα (αν την είχε ποτέ) την ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη.
Έχει στην ουσία παραιτηθεί από την επιδίωξη ενός νέου συμβολαίου προς όφελος των μεσαίων στρωμάτων. Αυτό που πλέον έχει αναλάβει να διαπραγματευτεί είναι οι επιδιώξεις της αστικής τάξης για μια καλύτερη μεταχείρισή της από τους «εταίρους» για ένα νέο και λιγότερο ασφυκτικό συμβόλαιο.
Ταυτόχρονα και μέσα από αυτές τις κινήσεις του να κατοχυρωθεί σαν αξιόπιστη πολιτική δύναμη στα πλαίσια του συστήματος. Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε εκεί που μπορούσε να φτάσει με βάση το τι ήταν σαν πολιτικός οργανισμός, ποια τα πραγματικά δεδομένα και το πού βρίσκεται το κίνημα.
Βάση και αντικείμενο της διαπραγμάτευσης
Συνοψίζοντας. Οι ιμπεριαλιστές παραμένουν αμετακίνητοι στις βασικές τους επιδιώξεις. Έχουν και την ισχύ να τις επιβάλλουν και επίγνωση της αδύναμης θέσης της άλλης πλευράς. Όσον αφορά την πιθανότητα κάποιων προσαρμογών την αντιμετωπίζουν πάνω σ’ αυτή και μόνο πάνω σ’ αυτή τη βάση.
Αυτές που μπορούν να δώσουν κάποια περιθώρια στην αστική τάξη ώστε να μπορεί να σταθεί σαν δύναμη στην υπηρεσία συνολικά του συστήματος.
Να αποφύγουν παράταση της πολιτικής αστάθειας και την δημιουργία ανεξέλεγκτων καταστάσεων με βάση και την βαρβαρότητα των μέτρων που έχουν επιβληθεί.
Να περιορίσουν την πιθανότητα επιπτώσεων στον ευρωπαϊκό χώρο και να εξαλείψουν τα περιθώρια παρέμβασης δυνάμεων εκτός του δυτικού πλαισίου.
Να δώσουν κάποια περιθώρια στον ΣΥΡΙΖΑ να σταθεί και να προσαρμοστεί στα πραγματικά δεδομένα, αν και η τελική τους στάση απέναντί του θα καθοριστεί από το πώς θα εξελιχθούν τα προηγούμενα.
Όσον αφορά την αστική τάξη της χώρας μας αναφέρθηκε ήδη ότι η σχετικά ευνοϊκή της στάση συναρτάται με την διαπραγμάτευση που γίνεται και το τι μπορεί να προσδοκά απ’ αυτήν. Από εκεί και πέρα και η δική της στάση θα καθοριστεί με βάση τα αποτελέσματα.
Όσον αφορά τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ το τι είναι αυτό που διαπραγματεύεται και σε ποια βάση.
Αποδοχή του βασικού πλαισίου ΕΕ-ΗΠΑ-ΝΑΤΟ.
Αποδοχή του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ.
Αποδοχή της βάσης των συμφωνιών, του χρέους και της υποχρέωσης εξόφλησής του.
Αποδοχή της εποπτείας των «θεσμών»(!).
Αποδοχή της λογικής των (αντι)«μεταρρυθμίσεων».
Αποδοχή της κατεύθυνσης των ιδιωτικοποιήσεων (ή όπως αναφέρεται «Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας»).
Με απλά λόγια αποδοχή των βασικών όρων που καθορίζουν την σχέση της χώρας με τους ιμπεριαλιστές, τις βάσεις της πολιτικής και της πορείας της.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η βάση αντιμετώπισης των εργατικών διεκδικήσεων και δικαιωμάτων.
Το αντικείμενο εδώ είναι η επίθεση των δυνάμεων του συστήματος ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Τα δεδομένα που έχουν διαμορφώσει οι «μεταρρυθμίσεις» που έχουν επιβληθεί, οι συνέπειες και τα βάρη που έχουν φορτώσει στον λαό. Τα περισσότερα από αυτά «στριμώχθηκαν» στη θέση για «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης». Μόνο που το ζήτημα δεν είναι απλά ανθρωπιστικής ή ηθικής τάξης. Είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα ταξικό, πολιτικό και μόνο σε μια τέτοια βάση αντιμετωπίζεται. Κάτι τέτοιο ωστόσο βρίσκεται έξω από τις αντιλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ και τους νεολογισμούς περί «λιτής διαβίωσης».
Από εκεί και πέρα αυτά που διαπραγματεύεται είναι εκείνα που ήδη διαπραγματευόταν η αστική τάξη με τους έως τώρα πολιτικούς της εκπροσώπους.
Την συμφωνία «γέφυρα» όπως ονομάζεται που θα διευκολύνει το πέρασμα και το «χώνεμα» των διαφόρων ρυθμίσεων.
Διευκολύνσεις στους όρους αποπληρωμής του «χρέους» που συνδέονται με την επιμήκυνση αποπληρωμής, της περιόδου χάριτος, τα χαμηλότερα επιτόκια.
Την παροχή ορισμένων διευκολύνσεων που να δίνουν κάποια περιθώρια άσκησης μιας στοιχειώδους οικονομικής πολιτικής.
Όπως το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Την διασφάλιση της ρευστότητας των τραπεζών.
Την λεγόμενη ρήτρα ανάπτυξης και την δυνατότητα δημόσιων επενδύσεων.
Την δυνατότητα πρόσβασης σε ευρωπαϊκά κονδύλια.
Της έκδοσης εντόκων γραμματίων.
Την δυνατότητα πραγματοποίησης κάποιων οικονομικών ανοιγμάτων και σε άλλες χώρες.
Επιθυμίες και πραγματικότητα
Χρειάζεται να σταθούμε λίγο στις μεταρρυθμίσεις που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ προτίθεται να προωθήσει, όπως την αντιμετώπιση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.
Κατ’ αρχάς ένα σχόλιο σε σχέση με την απέραντη υποκρισία των ιμπεριαλιστών που μέμφονται την ελληνική πλευρά για τις «επιδόσεις» της σε αυτά τα ζητήματα. Γνωρίζουμε -και το γνωρίζουν και αυτοί- πως είναι οι ίδιοι που εξέθρεψαν την διαφθορά στη χώρα μας και στα πλαίσια της γενικευμένης διαφθοράς που έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίζει την λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Όσον αφορά την φοροδιαφυγή είναι και πάλι οι ιμπεριαλιστές που παρέχουν τις διόδους διαφυγής και «μεταμόρφωσης» κεφαλαίων μέσα στους δαίδαλους του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ας σταθούμε όμως στον ΣΥΡΙΖΑ. Ας μην αμφισβητήσουμε ντε και καλά τις αγαθές του προθέσεις. Χρειάζεται ωστόσο να υπενθυμίσουμε ορισμένα πράγματα. Το χτύπημα της διαφθοράς και ιδιαίτερα της φοροδιαφυγής δεν είναι μια υπόθεση που μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Απαιτεί μακρόχρονες, επίμονες και συστηματικές προσπάθειες.
Πάνω απ’ όλα προϋποθέτει την ύπαρξη μιας πολιτικής δύναμης που να έχει και τη συγκρότηση και την αποφασιστικότητα να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο έργο, στην αστική του έστω βάση. Δεν μπορούμε να πούμε ότι τις βλέπουμε. Αντίθετα, μπορούμε να πούμε ότι οι γέφυρες που επιχειρεί να στήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με το ελληνικό κεφάλαιο μόνο εγγυήσεις δεν παρέχουν, ότι το ζήτημα θα αντιμετωπιστεί ολοκληρωμένα.
Ακόμη πιο δύσκολη υπόθεση αποτελεί το ζήτημα της παραγωγικής οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας. Εδώ και οι δυσκολίες που υπάρχουν είναι πιο σοβαρές και ο χρόνος που απαιτείται μεγαλύτερος. Ταυτόχρονα πρόκειται για ένα ζήτημα που για την αντιμετώπισή του δεν αρκεί μόνο η ύπαρξη μιας πολιτικής δύναμης αποφασισμένης να το αντιμετωπίσει. Αυτή είναι μια υπόθεση που μπορεί να την φέρει σε πέρας μόνο ένας λαός προετοιμασμένος για τα προβλήματα, τις δυσκολίες αλλά και τους κινδύνους που θα συναντήσει, αποφασισμένος και συγκροτημένος στα επίπεδα που θα τον καθιστούν ικανό να τα αντιμετωπίσει. Μόνο που η αντίληψη που ιδιαίτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργήθηκε της εύκολης και γρήγορης «επιστροφής» στην προηγούμενη κατάσταση διαμόρφωσε άλλα δεδομένα, προσδοκίες και τελικά το έδαφος της απογοήτευσης.
Όσο για τις φαεινές και τα ανάλογης «σοβαρότητας» προγράμματα που εκπονούνται δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτα εδώ.
Διαπραγματεύσεις και σενάρια
Σε σχέση πλέον με το τι μπορούν να αποδώσουν αυτές οι διαπραγματεύσεις.
Αυτό που είναι καθαρό είναι πως η βάση των όποιων ρυθμίσεων αποφασιστούν, θα ‘ναι έτσι ή αλλιώς αυτή που ήδη έχουν ορίσει οι ιμπεριαλιστές «εταίροι».
Άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι αυτά που αντιμετώπισε μέχρι σήμερα ο λαός και η χώρα θα συνεχίσει να τα αντιμετωπίζει.
Απ’ εκεί και πέρα το αν, πότε και ποιες διευκολύνσεις θα παρασχεθούν στην ελληνική αστική τάξη μένει να το δούμε.
Αυτό που επίσης μπορούμε να πούμε είναι ότι οι απαντήσεις δεν πρόκειται να δοθούν εφάπαξ αλλά μέσα από συνεχόμενες διαπραγματεύσεις.
Έχουμε μπροστά μας μια περίοδο όπου ο «χρόνος» -πέραν όλων των άλλων- θα χρησιμεύει και στο να διαμορφώνει συνθήκες για το «χώνεμα» των διαφόρων προσαρμογών καθώς είναι βέβαιο ότι οι πιέσεις θα συνεχίσουν και θα εντείνονται σ’ όλο αυτό το διάστημα. Όσον αφορά την πιθανότητα κρίσης (με την έννοια της ρήξης γιατί μικρές «κρίσεις» θα έχουμε) αυτή φαίνεται σαν η λιγότερο πιθανή.
Με αυτά τα δεδομένα το πρόβλημα του λαού και της χώρας παραμένει όπως είχε και πριν και συνεχίζει να ζητάει τις απαντήσεις του.
Πριν φτάσουμε ωστόσο σ’ αυτό, χρήσιμο είναι να δούμε και ορισμένες άλλες εκδοχές όσον αφορά τις πιθανές εξελίξεις. Εκδοχές που εμφανίζονται με βάση τις απόψεις που διατυπώνονται από διάφορες πλευρές, τις βλέψεις διαφόρων πολιτικών δυνάμεων αλλά και που ως ένα βαθμό αντανακλούν πραγματικά δεδομένα του όλου ζητήματος.
Για το «σενάριο» της «αριστερής παρένθεσης»
Η πρώτη αφορά το σενάριο της λεγόμενης «αριστερής παρένθεσης». Αυτή συνδέεται με την πιθανότητα οι ιμπεριαλιστές να πιέσουν τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε να τον οδηγήσουν σε αδιέξοδο και πτώση της κυβέρνησης, έτσι ώστε να ξανανοίξει ο δρόμος για την προώθηση ενός πιο αποδεκτού κυβερνητικού σχήματος.
Είναι γεγονός -όπως άλλωστε προαναφέρθηκε- ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η προτιμώμενη λύση ούτε για τους «εταίρους» μας ούτε για την αστική τάξη της χώρας μας. Ήταν μια λύση που αποδέχτηκαν εκ των πραγμάτων. Το ότι θα πιέσουν αδυσώπητα στην κατεύθυνση της όσο γίνεται μεγαλύτερης και ταχύτερης προσαρμογής, αυτό είναι κάτι που ήδη το βλέπουμε να γίνεται. Από εκεί και πέρα ωστόσο το αν θα το τραβήξουν στα άκρα είναι ένα άλλο ζήτημα, μια και μπορεί να προκύψουν απρόβλεπτες και όχι εύκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις.
Εδώ και σε σχέση με αυτά αναδείχνεται ένα σημαντικό ερώτημα. Αυτό αφορά το αν οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές θέλουν να ωθήσουν την Ελλάδα έξω από την ΟΝΕ ή ακόμη και την ΕΕ. Διατυπώνονται μάλιστα και απόψεις του στυλ ότι η διατήρηση μιας «προβληματικής» χώρας στα πλαίσια της ΟΝΕ ή και ΕΕ αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην πορεία ενοποίησής της. Στην άποψη αυτή υπάρχει ένα αφετηριακό λάθος. Ξεκινάει από την εκτίμηση ότι η ΕΕ βρίσκεται σε τροχιά ενοποίησης. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Μια τέτοια εκτίμηση θα είχε πραγματική υπόσταση μόνο στην -υποθετική- περίπτωση που οι βασικές ιμπεριαλιστικές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία) θα ήθελαν και θα στόχευαν σε μια τέτοια ενοποίηση. Τέτοιου είδους διαθέσεις -παρά τις κατά καιρούς ρητορικές διακηρύξεις- δεν υφίστανται.
Η ΕΕ αποτελεί έναν συνασπισμό των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στον πυρήνα της με μια «αυλή» εξαρτημένων από αυτές χωρών.
Η ύπαρξη της ΕΕ προσφέρει στους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές μια οικονομική, πολιτική, γεωστρατηγική βάση πολύ ευρύτερη από αυτήν που θα μπορούσε να έχει η κάθε μια από μόνη της. Ταυτόχρονα προσφέρει ένα ευρύτατο πεδίο δράσης και κερδοφορίας και συσσώρευσης του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου και εκμετάλλευσης των χωρών της «αυλής». Η λογική με βάση την οποία κινούνται είναι της όσο γίνεται μεγαλύτερης διεύρυνσής της όπως άλλωστε δείχνει με δραματικό τρόπο η περίπτωση της Ουκρανίας και όχι της συρρίκνωσής της. Η αποχώρηση ή αποβολή μιας χώρας βρίσκεται ενάντια σ’ αυτή τη λογική ενώ θα αποτελούσε πλήγμα στη συνοχή και το κύρος, την αξιοπιστία της ΕΕ και με κινδύνους αλυσιδωτών επιπτώσεων.
Επιπρόσθετα η ΕΕ αποτελεί την ευρεία οικονομική, πολιτική βάση πάνω στην οποία εδράζεται η ύπαρξη και η αξιοπιστία του Ευρώ. Ας περάσουμε σ’ αυτό.
Το πρόβλημα του ευρώ
Σε σχέση με το πώς αντιμετωπίζεται η πιθανότητα μιας εξόδου της Ελλάδας από την ΟΝΕ γίνονται κατά καιρούς δηλώσεις διαφόρων παραγόντων και εκτιμήσεις αναλυτών.
Σ’ αυτές αναφέρεται ότι η «Ευρώπη» είναι σήμερα πολύ πιο έτοιμη να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο (ενός Grexit όπως έχει κωδικοποιηθεί) απ’ ό,τι ήταν πριν πέντε χρόνια. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται λ.χ. ότι η έκθεση των γερμανικών, γαλλικών, αγγλικών κ.ά. τραπεζών απέναντι στο Ελληνικό χρέος έχει περιοριστεί δραστικά, ενώ γενικότερα έχει αναδιοργανωθεί το τραπεζικό σύστημα. Μόνο που το ζήτημα δεν είναι απλά και μόνο «αριθμητικό».
Και εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ορισμένα πράγματα. Η καθιέρωσή του υπηρετεί σημαντικά συμφέροντα και επιδιώξεις των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Η γέννησή του οφείλεται στην πολιτική απόφαση των βασικών ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών χωρών να το δημιουργήσουν και χρησιμοποιήσουν. Η οικονομική του βάση βρίσκεται στις χώρες που συγκροτούν -σε πρώτο κύκλο- την ΟΝΕ και σε ευρύτερο συνολικά την ΕΕ. Δεν παύει ωστόσο να αποτελεί ένα «νόμισμα» που δεν πατάει και δεν εκπροσωπεί μια ενιαία κρατική δομή, μια έλλειψη που δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Σαν τέτοιο είναι εκ των πραγμάτων ευάλωτο. Πολύ περισσότερο σήμερα στα πλαίσια ενός αδυσώπητου νομισματικού «πολέμου» και κίνησης κεφαλαίων και στα πλαίσια ενός όλο και οξύτερου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Αυτό σημαίνει ότι το σπάσιμο ενός μικρού έστω κρίκου αυτού του ευάλωτου οικοδομήματος θα έθετε υπό αίρεση την υπόσταση και αξιοπιστία του και με απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι ένα Grexit θα αποτελέσει και «πιστωτικό γεγονός» σημαντικών διαστάσεων, δηλαδή μια «στάση πληρωμών» από την μεριά της Ελλάδας. Όσα μέτρα -που αναμφισβήτητα έχουν παρθεί- καθόλου δεν μπορούν να αποκλείσουν τις αλυσιδωτές συνέπειες στα πλαίσια ενός τραπεζικοχρηματιστικού συστήματος που είναι δεδομένο το πώς αντιδρά σε τέτοιες περιπτώσεις.
Με αυτούς τους όρους οι ιθύνοντες του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού οικοδομήματος, θα συνεχίσουν να πιέζουν ασφυκτικά την ελληνική κυβέρνηση, αλλά στην κατεύθυνση τής όσο γίνεται μεγαλύτερης προσαρμογής της και όχι της εξώθησής της σε κινήσεις που μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα άλλων διαστάσεων.
Για τη στάση των ΗΠΑ
Ένα ζήτημα που έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση αφορά τη στάση και τις διαθέσεις των ΗΠΑ. Το ερώτημα που πλανάται και που τροφοδοτείται από διάφορες πλευρές αφορά το αν οι ΗΠΑ επιδιώκουν και για δικούς τους λόγους κάτι τέτοιο. Μάλιστα από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ οι κατά καιρούς δηλώσεις αμερικανών παραγόντων ή και του ίδιου του Ομπάμα ερμηνεύονται σαν υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στη Γερμανία.
Το ότι υπάρχουν αντιθέσεις και ανταγωνισμοί ανάμεσα στους αμερικανούς και ευρωπαίους ιμπεριαλιστές αυτό είναι δεδομένο. Το να αυταπατάται ωστόσο κανείς ότι αυτές οι αντιθέσεις φτάνουν σε επίπεδο αναίρεσης θεμελιωδών στρατηγικών επιλογών αυτών των δυνάμεων είναι άλλο ζήτημα. Και αναφερόμαστε βέβαια στην ύπαρξη της Ευρωατλαντικής συμμαχίας που τόσα πλεονεκτήματα έχει προσφέρει τόσο στις ΗΠΑ όσο και τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Να υπενθυμίσουμε απλώς ότι η άνοδος του Ομπάμα στην προεδρεία των ΗΠΑ είχε και σαν βασικό στόχο την επανασύσφιξη των σχέσεων με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές μετά την κρίση που δοκίμασαν αυτές την περίοδο της προεδρίας Μπους. Η αξιοποίηση συνεπώς από μεριάς των ΗΠΑ της ελληνικής περίπτωσης για να ασκηθούν πιέσεις στην Γερμανία είναι ένα ζήτημα και η συνοχή της ευρωατλαντικής συμμαχίας ένα εντελώς άλλο μέγεθος.
Η επικρατέστερη εκδοχή
Με ανάλογο τρόπο διαμορφώνεται και η στάση της ελληνικής αστικής τάξης απέναντι στο ζήτημα.
Αναφερθήκαμε ήδη τόσο στο ποιες παραμένουν οι αμετακίνητες επιλογές της όσο και στη στάση τους απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτή τη βάση συνεχίζεται η «διακριτική» υποστήριξη της κυβέρνησης όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται. Ταυτόχρονα αυξάνονται οι πιέσεις για πιο γρήγορη προσαρμογή και για να μην «χάνεται χρόνος». Η πίεση αυτή εκδηλώνεται από πολλές πλευρές και με εντονότερο τρόπο από την μεριά των αστικών πολιτικών δυνάμεων που έχουν αναθαρρήσει με βάση τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η νέα κυβέρνηση. Οι πιέσεις τους έχουν διπλή στόχευση. Από τη μια στο να ωθήσουν σε ταχύτερες προσαρμογές και από την άλλη στην «επαναφορά» τους στο προσκήνιο σαν τις πιο ενδεδειγμένες πολιτικές λύσεις.
Ταυτόχρονα στα πλαίσιά τους εντείνονται οι διεργασίες για την διαμόρφωση πολιτικής γραμμής και πολιτικών σχημάτων που θα προωθήσουν αυτές τις επιδιώξεις και για λογαριασμό συνολικά του συστήματος.
Συνοψίζοντας. Με βάση όσα αναφέρθηκαν δεν εκτιμούμε ότι στόχο τόσο των ιμπεριαλιστών όσο και της αστικής τάξης είναι ο άμεσος παραμερισμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Πέρα από τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν, κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν την προώθηση άλλης κυβερνητικής λύσης. Τα πολιτικά «υλικά» ωστόσο που διαθέτουν σήμερα κάθε άλλο παρά προσφέρονται για μια άμεση και αποτελεσματική πολιτική λύση. Μια φθαρμένη και εκτεθειμένη ΝΔ, ένα ΠΑΣΟΚ προς εξαφάνιση, ένα «Ποτάμι» αμφιβόλου υποστάσεως και γενικότερα πολιτικές δυνάμεις απαξιωμένες στις συνειδήσεις ενός λαού που παραμένει οργισμένος. Με αυτούς τους όρους ένα ξετίναγμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μια αναδιάταξη δυνάμεων όπως θα την ήθελαν και στην διαμόρφωση πολιτικού σχήματος (με ή χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ) ικανό να διαχειριστεί την κατάσταση. Αντίθετα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν σοβαροί κίνδυνοι γενικότερης αναταραχής με απρόβλεπτες συνέπειες για τη χώρα αλλά και το πώς αυτές θα αντανακλαστούν στον ευρύτερο ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό χώρο. Σ’ αυτή τη βάση θεωρούμε σαν την πιθανότερη εκδοχή την συνέχιση των πιέσεων με στόχο την μεγαλύτερη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ και μια νέα συμφωνία. Μια συμφωνία στη βάση πάντα των βασικών επιδιώξεων των ιμπεριαλιστών με κάποιες ίσως ρυθμίσεις που να δίνουν τη δυνατότητα στην ελληνική αστική τάξη να συνεχίσει να λειτουργεί στα πλαίσια του συστήματος και του ΣΥΡΙΖΑ να σταθεί -για όσο- σαν κυβέρνηση.
Όλα αυτά υπό τον όρο ότι δεν θα υπάρξουν απρόβλεπτες εξελίξεις με δεδομένο ότι υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες τόσο στον ελλαδικό όσο και στο διαταραγμένο διεθνές πλαίσιο.
Για το «μπλοκ της δραχμής»
Μια διαφορετική εκδοχή όσον αφορά τις πιθανές εξελίξεις αφορά το θρυλούμενο «μπλοκ της δραχμής». Κατά την άποψή μας αυτό που θα μπορούσε να δώσει κάποιο βάρος σε μια τέτοια εκδοχή θα ήταν η ύπαρξη ενός υπολογίσιμου τμήματος της αστικής τάξης που θα επιδίωκε κάτι τέτοιο. Τέτοια τμήματα ωστόσο της αστικής τάξης, ανοιχτά τουλάχιστον, δεν έχουν εκδηλωθεί. Η αστική τάξη, οι βασικές τις δυνάμεις αυτές που εκφέρουν λόγο και έχουν βαρύνοντα ρόλο έχουν κάνει τις αμετακίνητες επιλογές τους και οι οποίες έχουν ήδη αναφερθεί (ΕΕ-ΝΑΤΟ-ΟΝΕ κ.λπ.). Αυτό που εκδηλώνεται ανοιχτά είναι οι απόψεις διαφόρων δημοσιολογούντων και κάποιων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και βασικά μέσω αυτών συνάγεται η πιθανότητα να αντανακλούν και απόψεις τμημάτων της αστικής τάξης.
Σε σχέση με όλα αυτά μπορούν να παρατηρηθούν τα εξής. Πρώτον ότι οι απόψεις όλων αυτών δεν μπορούν να αποκτήσουν κανένα βάρος και υπόσταση αν δεν συνδέονται-στηρίζονται σε διαθέσεις τμημάτων της αστικής τάξης πράγμα το οποίο για την ώρα δεν διαφαίνεται.
Δεύτερο, με βάση τόσο το προηγούμενο δεδομένο όσο και με την γενικότερη στάση και απόψεις όσων περιστρέφονται γύρω απ’ αυτή την εκδοχή, γίνεται αμφίβολο το κατά πόσο και οι ίδιοι υποστηρίζουν στα σοβαρά μια τέτοια επιλογή. Έτσι διαφαίνεται ότι ο σχετικός θόρυβος γύρω από το ζήτημα περισσότερο γίνεται για να «πιεστούν» οι «εταίροι» μας με βάση μια τέτοια πιθανότητα. (Σιγά μην τρομάξουνε!)
Τρίτο και κυριότερο ζήτημα είναι αυτό που συνδέεται με διάφορες αναλύσεις, απόψεις, εκτιμήσεις για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση που θα δημιουργηθεί αν υλοποιηθεί μια τέτοια επιλογή. Το να υποστηρίζεται λ.χ. ότι «απλώς» θα υπάρξουν ορισμένες «προσωρινές δυσκολίες» οι οποίες μπορούν να ξεπεραστούν σύντομα (έως και μέσα σε έξι μήνες κατά κάποιους) είναι μια άποψη που μόνο στα σοβαρά δεν μπορεί να την πάρει κανείς. Πολύ περισσότερο αν συνυπολογιστεί το μέγα ζήτημα της παραγωγικής οικονομικής αποσυγκρότησης της χώρας και της πολύπλευρης διασύνδεσης-εξάρτησής της με την ΕΕ ζήτημα στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε.
Από τη μεριά μας δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά ούτε τις φλυαρίες για τον «τεράστιο» ορυκτό πλούτο που διαθέτει η χώρα, τα κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου κ.λπ., κ.λπ. Σε σχέση μ’ αυτά:
α) Αποθέματα ορυκτού πλούτου τέτοια ή αλλιώτικα διαθέτει σχεδόν κάθε χώρα. β) Το πόσο εκμεταλλεύσιμα είναι ωστόσο με βάση τη σχέση κόστους-τιμών στη διεθνή αγορά είναι ένα άλλο ζήτημα που δεν απαντιέται με τις αρλούμπες που αφορολόγητα ξεστομίζει ο κάθε υποτίθεται «ειδικός». γ) Σε οποιαδήποτε περίπτωση απαιτείται μια υποδομή που δεν διαθέτει η χώρα μας και εκ των πραγμάτων θα στραφεί σε ξένους «επενδυτές» με ό,τι αυτό συνεπάγεται. δ) Έτσι ή αλλιώς ακόμη και με τους καλύτερους όρους (που μόνο βέβαιοι δεν είναι) θα χρειαστεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να υπάρξουν υπολογίσιμα οικονομικά οφέλη.
Και εδώ αναγκαία μια αποσαφήνιση. Όλα αυτά καθόλου δεν σημαίνουν ότι το ζήτημα που έχει ανοίξει σε σχέση με την ΑΟΖ κ.λπ. δεν είναι σημαντικό. Η ολοφάνερη ωστόσο και αδιαμφισβήτητη σημασία του (έως και κρίσιμη) αφορά την σχέση του με ζητήματα εδαφικής (θαλάσσιας) κυριαρχίας.
Σημαντική επίσης η σχέση του με ζητήματα γεωστρατηγικής που έχουν ανοίξει στην ευρύτερη περιοχή, και αυτό είναι μιας άλλης τάξης ζήτημα. Όσο για το αν αυτή η κρίσιμη πλευρά απαντιέται με υποτιθέμενες «στρατηγικές» συμμαχίας» με Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο κ.λπ. έχουμε ήδη τοποθετηθεί και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εδώ και σ’ αυτή την πλευρά.
Σαν «υπόθεση εργασίας»
Μια και τέθηκε ωστόσο -έστω και σαν σενάριο- το ζήτημα της «δραχμής» ας επιχειρήσουμε να το διερευνήσουμε κάπως. Εννοείται πως αναφερόμαστε στην περίπτωση που η ίδια η αστική τάξη για δικούς της λόγους κάνει ή εξαναγκαστεί να κάνει μια τέτοια επιλογή και όχι στις ανοησίες που μόλις αναφερθήκαμε.
Αυτό που οφείλεται να είναι καθαρό είναι πως αν η αστική τάξη οδηγηθεί σε μια τέτοια επιλογή θα την κάνει για λογαριασμό της. Όλα τα άλλα για τα οποία φλυαρούν ορισμένοι απλώς δεν έχουν υπόσταση. Αυτά λοιπόν που έχουμε να πούμε σε σχέση μ’ αυτό είναι:
α) Μια τέτοια επιλογή από τη μεριά της δεν θα είναι σε μια λογική και κατεύθυνση ρήξης με τους ιμπεριαλιστές και αναίρεσης των βασικών της στρατηγικών επιλογών. Επόμενα δεν θα είναι προσανατολισμένη σε μια συνολική ανασυγκρότηση της χώρας και στην κατεύθυνση της ανεξαρτητοποίησής της. Μια κατεύθυνση που θα στηρίζεται στον λαό και στη βάση μιας πολιτικής που θα αντικατοπτρίζει και θα υπηρετεί αυτή την σχέση. Μπορεί να εννοηθεί μόνο σαν μια επιλογή ενδυνάμωσης της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας μέσα από μια εσωτερική υποτίμηση, ώστε να επανέλθει με καλύτερους όρους στο προηγούμενο πλαίσιο σχέσεων.
Εκείνο που οφείλεται να είναι καθαρό σε σχέση με όλα αυτά, είναι πως μια τέτοια επιλογή και με αυτούς τους όρους όχι μόνο δεν σημαίνει ελάφρυνση αλλά πρόσθετα βάρη στις πλάτες του λαού. Την ενδυνάμωσή της η ελληνική κεφαλαιοκρατία έναν δρόμο έχει και «ξέρει» για να την πραγματοποιήσει. Την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων λαϊκών μαζών. Έτσι ή αλλιώς πάντως μια τέτοια επιλογή έχει τα ρίσκα της και για την αστική τάξη και καθόλου εγγυημένη για την επιτυχία της. Τόσο αυτό το ερώτημα όσο και το αν μια τέτοια κίνηση γίνει με την έγκριση ή και προτροπή των ιμπεριαλιστικών κέντρων αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να απαντηθεί εκ των προτέρων. Αυτά άλλωστε αποτελούν βασικούς λόγους -πέρα από όσους ήδη αναφέρθηκαν- για τους οποίους η αστική τάξη δεν δείχνει να κατευθύνεται σε μια τέτοια επιλογή.
Αριστερά. Προβληματισμένη ή προβληματική
Υπάρχουν βέβαια και οι αριστερές (ή «αριστερές») εκδοχές των πραγμάτων ή προτάσεις ή αλλιώς σενάρια που κυκλοφορούν.
Υπάρχει κατ’ αρχάς η άποψη στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ που βασίζεται στην άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί. Ότι οι υποχωρήσεις του δεν αποτελούν παρά τους αναγκαίους ελιγμούς που θα του επιτρέψουν σε μια πορεία να προωθήσει τα όσα έχει εξαγγείλει. Μια αντίληψη που με έναν τρόπο έχει -για την ώρα- και την σχετική απήχηση σε λαϊκά στρώματα αλλά που έχει αρχίσει να φθίνει και να ενισχύονται οι τάσεις σκεπτικισμού καθώς οι αρχικές αυταπάτες υποχωρούν.
Μια εξέλιξη που σχετίζεται με το ότι γίνεται όλο και πιο ορατό ότι μια τέτοια προοπτική δεν υφίσταται και πως αυτό που εκτυλίσσεται δεν είναι παρά η πορεία προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ είναι -κάπου- εδώ
Η άλλη εκδοχή που με αρκετό θόρυβο προβάλλεται αφορά τις αντιδράσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ είτε αυτές που αφορούν την υπό τον Λαφαζάνη «αριστερή» πτέρυγα είτε των συνιστωσών. Αναφέρεται η πιθανότητα οι αντιδράσεις αυτών των δυνάμεων να επιβάλλουν την άποψη διαγραφής του «χρέους», την αποχώρηση από ΟΝΕ ή και ΕΕ, τις εθνικοποιήσεις βασικών τομέων, τα πολύπλευρα ανοίγματα σε άλλες δυνάμεις κ.λπ., κ.λπ. Ακόμη περισσότερο και εάν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδεχτεί τις απόψεις τους να προχωρήσουν στην ανατροπή της και στην ανάδειξη νέας ηγεσίας που θα επαναφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στη σωστή κατεύθυνση. Φυσικά ο καθένας είναι ελεύθερος να λέει ό,τι του καπνίσει. Απ’ εκεί και πέρα ωστόσο το πραγματικό γεγονός είναι ότι η λεγόμενη Αριστερά δεν έχει στον ΣΥΡΙΖΑ μια υπόσταση αντίστοιχη του θορύβου που ξεσηκώνεται, ούτε υπολογίσιμη σύνδεση με τον λαό και το κίνημα και ανάλογη στήριξη.
Στην πραγματικότητα δεν έχει τα φόντα ή το ανάστημα ούτε καν την διάθεση να έρθει σε ανοιχτή ρήξη με την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και να επιβάλλει την άποψή της (αν υποθέσουμε ότι θα ‘θελε κάτι τέτοιο). Πολύ περισσότερο που κάτι τέτοιο θα σήμαινε και ανατροπή της κυβέρνησης, ζήτημα που σε καμιά περίπτωση ούτε θέλουν ούτε είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν. Και -έτσι σαν υπόθεση εργασίας- τι θα κάναν μετά, στις εκλογές που κατά πάσα πιθανότητα θα ακολουθούσαν. Τι θα λέγανε στον κόσμο σε σχέση με όσα του κανοναρχούσαν όλο το προηγούμενο διάστημα. Μας συγχωρείτε αλλά να κάνουμε και καμιά σαχλαμάρα; Αλλά αν απέναντι στον Γλέζο λ.χ. μπορεί να επιδειχτεί κάποιου είδους «κατανόηση», απέναντί τους δεν πρόκειται να υπάρξει ούτε στο ελάχιστο.
Υπό όρους αμηχανίας
Η άλλη τάση (όσο «άλλη» μπορεί να θεωρηθεί) εκφράζεται από ένα φάσμα δυνάμεων, κυρίως της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά κ.ά. Πρόκειται για δυνάμεις που θεώρησαν ότι η κατάσταση που διαμορφώθηκε με τις «πλατείες» ανέδειξε την «ιστορική ευκαιρία» συνολικότερων ανατροπών.
Έτσι με αφετηρία την ανατροπή της -αστικής- κυβέρνησης και την άνοδο μιας αριστερής (δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ) βλέπανε να διαμορφώνονται όροι προώθησης του λεγόμενου «μεταβατικού προγράμματος» και συνθηκών «δυαδικής εξουσίας», υπέρβασης στην πορεία και αυτής της κυβέρνησης -που ως ρεφορμιστική θα ‘χει τα όριά της- και προχώρημα μέχρι και την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Και ήρθε ο καιρός και έπεσε η αστική κυβέρνηση και αναδείχτηκε η αριστερή. Και είχαμε εδώ το παράδοξο αντί αυτή η επιδιωκόμενη εξέλιξη να «ενθουσιάζει», να οδηγεί σε πλήρη αμηχανία. Και τώρα τι κάνουμε; Ποιο μεταβατικό πρόγραμμα και ποια δυαδική εξουσία και άλλα τέτοια του αέρος μπορούν να έχουν οποιοδήποτε νόημα υπό τους δεδομένους πραγματικούς όρους.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν έχει την βάση του πάνω σε δύο κυρίως αυταπάτες με βάση τις οποίες διαμόρφωσαν τις κατευθύνσεις τους.
Η πρώτη και αφετηριακή βρίσκεται σ’ εκείνες τις αντιλήψεις με βάση τις οποίες εκτιμάται ότι είναι εφικτές βασικές ανατροπές μέσα στα πλαίσια του συστήματος.
Η δεύτερη συνδέεται με την εκτίμηση των χαρακτηριστικών, των προθέσεων και των δυνατοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ. Οι εξελίξεις και τα δεδομένα που διαμόρφωσαν δείξαν -και μάλιστα πολύ σύντομα- ότι οι σχεδιασμοί τους δεν πατούσαν πουθενά. Έπρεπε όμως «κάτι να κάνουν». Έτσι μετά από βαθύ προβληματισμό και αντιπαραθέσεις (όχι και τόσο κόσμιες πάντα) βρήκανε τη λύση. Ανασύρανε «υλικά» από μια γραμμή που αποδείχτηκε αδιέξοδη για να φτιάσουν μια νέα βερσιόν. Προβολή προωθημένων στόχων όπως η «μονομερής διαγραφή του χρέους» κ.λπ. και αναζήτηση ρόλου μέσα απ’ αυτά. Μια από τα ίδια.
Προσδοκίες χωρίς αντίκρισμα
Έχουμε τέλος και την εκδοχή ΚΚΕ που η πολιτική του γραμμή μπορεί να συνοψισθεί πλέον στην προσδοκία της φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ που θα του δώσει την δυνατότητα να συλλέξει ψήφους. Εάν επρόκειτο για ένα πραγματικά κομμουνιστικό κόμμα θα λέγαμε ότι αυτό είναι κατάντια. Στην περίπτωσή του δεν είναι παρά η «φυσιολογική» στάση ενός κόμματος ουσιαστικά ρεφορμιστικού και μιας ηγεσίας που κύριο μέλημά της είναι η αυτοσυντήρηση. Δηλαδή απέναντι στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο λαός και η χώρα ποια η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα ΚΚΕ του 4% και σ’ ένα του 8% που άλλωστε είχε κάποτε;
Η πραγματική διαφορά βρίσκεται-χτίζεται στο πεδίο της ταξικής πάλης και στην κατεύθυνση της οικοδόμησης μαζικού αγωνιστικού κινήματος αντίστασης διεκδίκησης και πάλης και με διαρκή την προσπάθεια συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων.
Μια κατεύθυνση που η ηγεσία του ΚΚΕ όχι μόνο δεν την υπηρετεί αλλά και την υπονομεύει.
Αν λειτουργεί με αυτό τον τρόπο είναι γιατί γνωρίζει ότι η ανάπτυξη και ισχυροποίηση στο κίνημα μιας τέτοιας κατεύθυνσης οδηγεί σε αντιπαράθεση ή και αναμέτρηση έξω από τις επιλογές της. Έχουμε έτσι εδώ δυο συμπληρωματικές μεταξύ τους εκφράσεις της πολιτικής της. Αποφυγή αναμέτρησης με τις δυνάμεις του συστήματος και ταυτόχρονα αποφυγή διαμόρφωσης κινηματικών όρων που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τέτοια αναμέτρηση. Το «χειρότερο» -για την ηγεσία του ΚΚΕ- είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται ότι κι’ αυτή η αυτοσυντήρηση που επιδιώκει δεν επιτυγχάνεται δια της …αυτοσυντήρησης. Αυτό είναι κάτι που θα το δει -και θα το υποστεί- ακόμη μια φορά στις εξελίξεις που μέλλεται να υπάρξουν.
Τα άλλοθι του οπορτουνισμού
Με όλα αυτά, με βάση τόσο τις αντικειμενικές συνθήκες και συσχετισμούς όσο και την πολιτική των δυνάμεων του αριστερού φάσματος δεν είναι ανεξήγητο το πού βρίσκεται το κίνημα ούτε το πώς διαμορφώνονται οι διαθέσεις και η στάση των λαϊκών μαζών. Και σε σχέση μ’ αυτό χρειάζεται να ειπωθούν ορισμένα πράγματα.
Είναι χρόνια τώρα που οι ηγεσίες αυτών των δυνάμεων βάζουν κάθε τρεις και λίγο τις λαϊκές μάζες στην θέση του υπόλογου για τις εξελίξεις και την κατάσταση που διαμορφώνεται. Ιδιαίτερα μετά από τις κάθε είδους εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες έδιναν υψηλά ποσοστά στα αστικά κόμματα και αναιμικά σε κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς. Αλλά και με άλλες αφορμές εξαπέλυαν σωρεία μομφών για τον κόσμο που είναι «αδρανής», που είναι «του καναπέ», για τη νεολαία που «δεν ενδιαφέρεται», για το ότι ο λαός δεν στηρίζει τις πολιτικές τους επιλογές όποτε «θυμηθούν» να τον καλέσουν κ.λπ.
Ακόμη και στις μέρες μας διατυπώνονται τέτοιου είδους μομφές, ενώ «σέρνονται»-υπονοούνται ακόμη βαρύτερες κατηγορίες και αφορισμοί.
Πρόκειται ίσως για την πιο σιχαμερή έκφραση του μικροαστικού ρεφορμιστικού οπορτουνισμού. Οι λαϊκές μάζες λειτουργούν, δρουν και αντιδρούν κατά πρώτο λόγο με βάση τα άμεσα προβλήματα και τις ανάγκες τους. Το μεροκάματο, το νοίκι, το γάλα των παιδιών τους. Τα προβλήματα που τους δημιουργεί η πολιτική και πιο συγκεκριμένα στους καιρούς μας η επίθεση του συστήματος. Με βάση το γενικότερο ιδεολογικό, πολιτικό κλίμα και πλέγμα αντιλήψεων που διαμορφώνει η κυριαρχία των δυνάμεων του συστήματος με την συνδρομή και των μικροαστικών, ρεφορμιστικών, οπορτουνιστικών δυνάμεων.
Πάνω απ’ όλα με το δικό τους επίπεδο συγκρότησης ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό, συγκροτημένους «κινητήρες» που μπορούν να διαθέτουν.
Σε σχέση με την διαμόρφωση αυτών των όρων ας προσπεράσουμε τον ρόλο των δυνάμεων του συστήματος που έτσι κι αλλιώς αυτή είναι η δουλειά τους. Ας δούμε σε συντομία έστω τον ρόλο που έπαιξαν στην διαμόρφωση αυτών των συνθηκών οι δυνάμεις που μέμφονται τον λαό. Στο ιδεολογικό επίπεδο όπου καλλιέργησαν την προώθηση αντιλήψεων αποδοχής του καπιταλιστικού συστήματος σαν «μονόδρομου» και της δυνατότητας μετεξέλιξής του σε θετική κατεύθυνση.
Στην φθορά της σοσιαλιστικής προοπτικής είτε με βάση το ποιο είδος «σοσιαλισμού» υποστήριζαν μετά από ένα σημείο (ΚΚΕ) είτε με την μορφή της αντικομμουνιστικού χαρακτήρα «κριτικής» που ασκούσαν οι κάθε είδους ρεφορμιστές-οπορτουνιστές και σε παράλληλη τροχιά με τις δυνάμεις του συστήματος.
Στο πολιτικό πεδίο με την καλλιέργεια αυταπατών για την δυνατότητα πραγματικών αλλαγών στα πλαίσια και με τους όρους του συστήματος, στην εξιδανίκευση του «οράματος» της ένταξης σε ΕΕ και αργότερα ΟΝΕ.
Στο πόσο τροφοδότησαν τις αυταπάτες της ΠΑΣΟΚικής «αλλαγής» το 1981 και την ανάδειξη του Α. Παπανδρέου σε «λαϊκό ηγέτη» ή τον εμπαιγμό του 1989 και την ανάδειξη του Μητσοτάκη σε «αρχάγγελο της κάθαρσης».
Στο πώς «είδαν» και αντιμετώπισαν τις εξελίξεις διεθνώς και ελλαδικά.
Στο πώς (δεν) είδαν την επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη που ξεκίνησε εδώ και σαράντα χρόνια φλυαρώντας για αναδιαρθρώσεις και εκσυγχρονισμούς.
Στο πώς αξιολόγησαν και εξύμνησαν την γκορμπατσοφική περεστρόικα και τους «εκσυγχρονισμούς» του Τεγκ Χσιάο Πινγκ στην Κίνα.
Στο πώς αντιμετώπισαν την ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών (1989-1991) υπέρ των πιο επιθετικών δυνάμεων του συστήματος μιλώντας για μια νέα εποχή ειρήνης και συνεργασίας των λαών.
Στο πώς στάθηκαν απέναντι στην εκστρατεία επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, βαφτίζοντάς την «παγκοσμιοποίηση» και μιλώντας ξεδιάντροπα για «ειρηνικές επεμβάσεις» της «διεθνούς κοινότητας».
Στο πόσο συνέργησαν και συνεργούν στην συγκάλυψη των πραγματικών αιτίων και στόχων της επίθεσης του συστήματος ενάντια στους λαούς.
Στο ποιον ρόλο έπαιζαν στην αποσυγκρότηση του εργατικού κινήματος με βάση την πολιτική της ταξικής συνεργασίας και την αποδοχή-προώθηση των μορφών κρατικού-επαγγελματικού συνδικαλισμού.
Στο ποιον ρόλο έπαιζαν οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις που ανέπτυξαν και προώθησαν στην πορεία αποσύνθεσης του κομμουνιστικού κινήματος και την μετατροπή των κομμουνιστικών κομμάτων (όσα δεν διαλύθηκαν) σε πολιτικάντικους ρεφορμιστικούς οπορτουνιστικούς οργανισμούς.
Στο πόσο απαξίωσαν την αξία της οργανωμένης ταξικής πάλης. Στο πόσο την συκοφάντησαν, την υπονόμευσαν συνεργώντας στη διάλυση των μετώπων πάλης των μαζών.
Όλα αυτά και πολλά που δεν αναφέραμε οδήγησαν στον ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό αφοπλισμό των εργαζόμενων λαϊκών μαζών με αποτέλεσμα να βρεθούν αποπροσανατολισμένες και αδύναμες μπροστά στην επίθεση του κεφαλαίου και την ιμπεριαλιστική επιδρομή.
Αποτελεί συνεπώς κατάπτυστη έκφραση αθλιότητας και υποκρισίας το να μέμφονται τον λαό για μια εξέλιξη στην οποία ο ρόλος τους υπήρξε καθοριστικός.
Υπονόμευση και εξαργύρωση αγώνων
Με τρόπους αντίστοιχους της πολιτικής και των επιδιώξεών τους κινήθηκαν και στην λεγόμενη «μνημονιακή» περίοδο. Απέναντι στην λαίλαπα που εξαπέλυσαν οι δυνάμεις του συστήματος ο εργαζόμενος λαός αντέδρασε, αντιστάθηκε, πάλεψε.
Με απεργίες, διαδηλώσεις και κάθε μορφή κινητοποίησης η εργατική τάξη και γενικότερα οι εργαζόμενοι και η νεολαία έδωσαν βροντερό και μάχιμο παρών σε δρόμους και σε πλατείες.
Αψήφησε τις δυνάμεις καταστολής που εξαπέλυσε ενάντιά τους το σύστημα, δεν πτοήθηκε από τις διώξεις, αγωνίστηκε, μάτωσε, εξέφρασε με κάθε τρόπο την οργή και τις διαθέσεις του.
Το πρόβλημα βρισκόταν για άλλη μια φορά στον πολιτικάντικο οπορτουνιστικό τρόπο που αντιμετωπίστηκε η κατάσταση από τις δυνάμεις της Αριστεράς.
Πιο συγκεκριμένα και όσο πιο συνοπτικά γίνεται.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι κορυφαία στιγμή της πάλης των λαϊκών μαζών αποτέλεσε η «συνένωση» των εργατικών κινητοποιήσεων με τον κόσμο των «πλατειών» που πλημμύρισε την Αθήνα αλλά και άλλες πόλεις.
Σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις σ’ αυτή την συνένωση οι παράγοντες του συστήματος είδαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Το πρόβλημα ήταν ότι σαν «επικίνδυνη» για τους σχεδιασμούς τους είδαν μια τέτοια εξέλιξη και οι δυνάμεις της υποτιθέμενης Αριστεράς.
Έτσι πρωτοστατούντος του ΣΥΡΙΖΑ επιβλήθηκε ένας διαχωρισμός των κινητοποιήσεων της «πλατείας» από τις εργατικές και άλλες κινητοποιήσεις.
Ένας διαχωρισμός που διευκόλυνε την προώθηση και ανάδειξη των αυταπατών αλλά έως και αντιδραστικών χαρακτηριστικών της μικροαστικής μάζας.
Ένας διαχωρισμός που υποστηρίχθηκε ολόπλευρα από τα ΜΜΕ και δυνάμεις του συστήματος.
Από την δράση «πατριωτικών» δυνάμεων προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ μέχρι και την ακροδεξιά.
Που διευκολύνθηκε από την «αποχή» του ΚΚΕ που βρήκε έτσι εύσχημο τρόπο να κάτσει «στην άκρη του».
Και σε μια κορύφωση της αθλιότητας είχαμε τους τραμπουκισμούς αυτών των «αριστερών» δυνάμεων και άλλων «πατριωτών» ενάντια σε δυνάμεις όπως το ΚΚΕ(μ-λ) που «τόλμησαν» να αμφισβητήσουν έμπρακτα το κλίμα που ήθελαν να επιβάλλουν.
Με αυτούς τους όρους το κίνημα έφτασε μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει.
Στην οργισμένη απόρριψη από τις λαϊκές μάζες της ακολουθούμενης πολιτικής.
Στην αποστοίχιση ενός κόσμου από το ΠΑΣΟΚ κατά κύριο λόγο αλλά και τη ΝΔ.
Από την άλλη μεριά ωστόσο και στην ανάδειξη και κυριάρχηση της άποψης της «επιστροφής» στις προ μνημονίων συνθήκες η οποία κατά τις αυταπάτες που καλλιεργήθηκαν φάνταζε σχετικά «εύκολη» και γρήγορη.
Πάνω σ’ αυτή την αποστοίχιση και πάνω σ’ αυτές τις αυταπάτες πάτησε η εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εμφάνιση των ΑΝΕΛ και άλλων «αριστεροπατριωτικών» σχημάτων.
Η ισχυροποίηση και «νομιμοποίηση» της δράσης της «Χρυσής Αυγής».
Έτσι παρόλη την ήττα που υπέστηκε το σύστημα κατόρθωσε τελικά να βρει τις έστω αδύναμες και προσωρινές κυβερνητικές του λύσεις.
Να συνεχίσει την επίθεσή του ενάντια στον λαό.
Υπήρξε ωστόσο μια ακόμη αρνητική και πολύ σοβαρή συνέπεια.
Η αδρανοποίηση των λαϊκών μαζών, μια τάση που δεν μπορούσαν να αντιστρέψουν οι όποιες κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν. Μια αδρανοποίηση που κατά κύριο λόγο οφείλονταν: Στις τάσεις απογοήτευσης που δημιουργούνταν καθώς ο κόσμος είδε ότι οι αγώνες του δεν είχαν -άμεσα τουλάχιστον- τα αποτελέσματα που προσδοκούσε.
Στην εναπόθεση των προσδοκιών του στην μελλοντική εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Μια προσδοκία που καλλιεργήθηκε επίμονα και συστηματικά και όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πολιτική των δυνάμεων της Αριστεράς, που για δικούς της λόγους η κάθε μια, άλλες δεν ήθελαν, άλλες δεν μπορούσαν να επιβάλλουν μια διαφορετική αντιμετώπιση της κατάστασης.
Με αυτούς τους όρους φτάσαμε στις τελευταίες εκλογές, την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση και στις διαπραγματεύσεις. Αλλά σ’ αυτά έχουμε κιόλας αναφερθεί.
Όσον αφορά το πώς διαμορφώνεται πλέον η στάση των λαϊκών μαζών και την στήριξη που φαίνεται να παρέχουν στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν εξηγήσεις.
Αυτή η στήριξη κατά κύριο λόγο αποτελεί «προβολή» των αγωνιών, των ελπίδων και της επιθυμίας να κερδίσει «κάτι» η κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις της με τους «εταίρους» μας. Ελπίδες που σιγά-σιγά αρχίζουν να σβήνουν καθώς αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο διάστημα.
Η πιο άμεση συνέπεια που διαφαίνεται είναι η απογοήτευση, η «κούραση», οι τάσεις «χωνέματος» των αρνητικών εξελίξεων, η παραίτηση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί να παγιωθεί και εις το διηνεκές.
«Δεν θα την αφήσουν» τα όλο και οξύτερα προβλήματα που θα αντιμετωπίζει ο λαός καθώς οι συνέπειες της επίθεσης του συστήματος θα είναι πάντα παρούσες και θα τον πιέζουν. Το ερώτημα είναι ποια μορφή και ποια κατεύθυνση θα πάρουν οι αντιδράσεις των λαϊκών μαζών.
Ορατός ο κίνδυνος η πιθανότητα μια οργισμένη αντιστροφή των διαθέσεων απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ να πάρει αρνητικές κατευθύνσεις.
Το ζήτημα και πάλι θα κριθεί από το πόσο έτοιμες θα εμφανιστούν και ποιον ρόλο θα μπορέσουν να παίξουν οι δυνάμεις που θέλουν να υπηρετήσουν την λαϊκή υπόθεση.
Δεν υπάρχουν εύκολοι δρόμοι
Το πρόβλημα για τον λαό παραμένει. Με νέες ίσως μορφές, σε διαφοροποιημένες συνθήκες αλλά στην ουσία του το ίδιο.
Τίποτα στην πραγματικότητα δεν απαντήθηκε και επειδή απλούστατα δεν θα μπορούσε να απαντηθεί και τίποτα δεν πρόκειται να απαντηθεί με βάση τους όρους με τους οποίους τίθενται τα ζητήματα.
Ταυτόχρονα και με βάση πάντα τους ίδιους όρους οι προοπτικές που διαγράφονται κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο λαός και η χώρα εξακολουθεί να ζητάει τις απαντήσεις του.
Ένα πρόβλημα που δεν πρόκειται να απαντηθεί ενόσω συνεχίζουν να έχουν τον πρώτο λόγο και ρόλο στο κίνημα απόψεις και δυνάμεις που αρνούνται να δουν την πραγματικότητα όπως αυτή έχει, το ποιες απαιτήσεις αναδεικνύει και ποιους δρόμους υπαγορεύει. Θέλουμε να είμαστε ξεκάθαροι και απόλυτοι.
Δεν υπάρχουν δρόμοι παράκαμψης των απαιτήσεων που θέτουν τα πραγματικά δεδομένα της κατάστασης που αντιμετωπίζουμε. Κάθε αυταπάτη ως προς αυτό απλά θα οδηγήσει σε ανακύκλωση των αδιεξόδων του κινήματος και του λαού.
Το βασικό συμπέρασμα που εμείς βγάζουμε με βάση το σύνολο των δεδομένων είναι ότι αυτή η αντικειμενική αρνητική τάση των πραγμάτων μπορεί να αναστραφεί μόνο μέσα από την ανατροπή των όρων που την εξέθρεψαν και ισχυροποίησαν. Δηλαδή την διαφοροποίηση-ανατροπή των συσχετισμών υπέρ της εργατικής τάξης και του λαού (και γενικότερα των λαών).
Αυτό προϋποθέτει μια συνολικά αντίστροφη και κατά πάσα πιθανότητα μακρόχρονη πορεία αγώνων και ανατροπών. Προϋποθέτει την συγκρότηση μέσα από αυτή την πάλη των λαϊκών δυνάμεων και στα επίπεδα που απαιτούνται για μια τέτοια ανατροπή. Αυτό είναι το ζήτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε χωρίς κανενός είδους αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για άλλους πιο βατούς και εύκολους δρόμους.
Για να το θέσω ξανά με τον πιο ξεκάθαρο και απόλυτο τρόπο. Απέναντι στην βαρβαρότητα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος και τις εφιαλτικές προοπτικές που εγκυμονεί η κυριαρχία του, μια και μόνη είναι η πραγματική ελπίδα όχι μόνο του λαού και της χώρας μας αλλά συνολικά της ανθρωπότητας. Η ανασύσταση-ανασυγκρότηση της μόνης κοινωνικής και πολιτικής δύναμης που έχει αποδείξει ιστορικά ότι θέλει και μπορεί να οργανώσει και να οδηγήσει την πάλη των μαζών μέχρι τη νικηφόρα αναμέτρηση με τις δυνάμεις του συστήματος. Του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος. Της ανασύστασης-ανασυγκρότησής του σε όλα τα πεδία. Το θεωρητικό, το ιδεολογικό, το πολιτικό, το οργανωτικό, της οργανικής σύνδεσής του με την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες, τα προβλήματα, τους αγώνες, τις προσδοκίες τους. Την καταξίωσή του στα μέτωπα πάλης των λαών και η ανάδειξή του σε ηγετική καθοδηγητική δύναμη μέσα στην ταξική πάλη και μέσα από την ταξική πάλη. Χωρίς αυτόν τον όρο και όπως μας έχουν δείξει οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών οι αγώνες των λαών αδυνατούν να βρουν την διέξοδό τους με τελικό αποτέλεσμα την ποδηγέτησή τους από αστικές -και φεουδαρχικές σε ορισμένες χώρες- αλλά και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Αυτό είναι που ορίζει την βασική γενική κατεύθυνση των κομμουνιστών στην περίοδο που διανύουμε και με βάση αυτήν τον προσδιορισμό της πολιτικής τους γραμμής, της τακτικής, των καθηκόντων τους αλλά και των ιδεολογικών-πολιτικών μετώπων που οφείλουν να ανοίγουν.
Ταυτόχρονα οφείλεται να είναι ξεκαθαρισμένο ότι η εκπλήρωση ενός τέτοιου καθήκοντος δεν είναι απλά ένα θεωρητικό ή ζήτημα γραφείου ούτε απλά και μόνο μια πολιτική απόφαση ή διακήρυξη. Είναι ζήτημα πάλης. Μιας πάλης που θα διεξάγεται σε όλα τα πεδία και πρώτα και πάνω απ’ όλα στο πεδίο της ταξικής πάλης που έτσι κι αλλιώς συνεχίζεται. Τίποτα το ουσιαστικό και ελπιδοφόρο δεν μπορεί να πάρει πραγματική υπόσταση αν δεν εμβαπτίζεται, «τροποποιείται», μορφοποιείται και καταξιώνεται στο πεδίο της ταξικής πάλης.
Ενάντια στον οπορτουνισμό
Θεμελιώδες ζήτημα η πάλη ενάντια σε κάθε είδους αυταπάτες και αποπροσανατολιστικές απόψεις. Γενικότερα και όπως επανειλημμένα έχουμε αναφέρει, της πάλης για το πέταγμα στα σκουπίδια όλης της ρεφορμιστικής-οπορτουνιστικής ιδεολογικής και πολιτικής σαβούρας που έχει σωρευτεί για δεκαετίες και παγιδεύει το κίνημα στο βάλτο που έχει δημιουργήσει.
Άμεση σχέση μ’ αυτό έχει η αντιμετώπιση των άλλων δυνάμεων του ευρύτερου αριστερού χώρου. Των διαθέσεων, των δυνατοτήτων τους, των περιθωρίων για μια διαφορετική στάση από τη μεριά τους. Στην πραγματικότητα στις περισσότερες περιπτώσεις και όσον αφορά ειδικότερα τις ηγεσίες, τέτοια περιθώρια δεν διαφαίνονται.
Αν στεκόταν κανείς στο τι αποπνέουν η πολιτική τους οι προτάσεις, τα συνθήματά τους, το πώς γενικότερα στέκονται απέναντι στην πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε θα έλεγε ότι στερούνται σοβαρότητας.
Στην πραγματικότητα αυτό το έλλειμμα σοβαρότητας έχει άμεση σχέση με το βαθύτατα μικροαστικό οπορτουνιστικό υπόβαθρο, την μήτρα που γεννάει όλες αυτές τις απόψεις και αντιλήψεις. Αυτό «δεν παλεύεται». Τουλάχιστον όχι δια της «πειθούς». Όταν η ίδια η πραγματικότητα αδυνατεί να τους πείσει, κανένα επιχείρημα δεν φαίνεται ικανό να τους βγάλει έξω από τον κόσμο των αυταπατών τους. Να τους αποσπάσει από τις θεωρητικές τους κατασκευές μέσω των οποίων υπερίπτανται μιας πραγματικότητας που «δεν αντέχουν» τις απαιτήσεις της.
Άλλο είναι το πρόβλημα εδώ. Το γεγονός ότι υπάρχει πολύς κόσμος καλών προθέσεων και αγωνιστικών διαθέσεων που βρίσκεται παγιδευμένος σ’ αυτό το νεφέλωμα.
Η απάντηση σ’ αυτό συνδέεται με το ποιες απαντήσεις θα γίνει δυνατό να δοθούν στο πεδίο της πάλης και απέναντι στο συνολικό ζήτημα που έχει τεθεί.
Σταθερά στον δρόμο της πάλης
Με βάση όλα όσα εκτυλίσσονται διαμορφώνεται μια κατάσταση με μεγάλα και πιο σύνθετα -σε σχέση με όσα αντιμετωπίζαμε- προβλήματα. Ανάλογα οφείλουμε να την αντιμετωπίσουμε. Μπροστά μας ανοίγει μια περίοδος που δεν θα κλείσει σύντομα, καθώς τα σημαντικά ζητήματα που έχουν τεθεί δεν θα διευθετηθούν εύκολα και γρήγορα.
Τόσο αυτά που αφορούν τα αποτελέσματα που διαδοχικά θα δίνει αυτή η διαπραγμάτευση μέχρι την τελική της έκβαση όσο και οι αναπόφευκτες πολιτικές διεργασίες και μορφοποιήσεις που θα συντελούνται στα πλαίσιά της και ανάλογα τις εξελίξεις.
Πέρα ωστόσο από τα ερωτηματικά που εμπεριέχει αυτή η εξέλιξη υπάρχει και μια σταθερά. Το ότι σε οποιαδήποτε εκδοχή των πραγμάτων το πρόβλημα του λαού και της χώρας θα παραμείνει άλυτο και θα συνεχίζει να ζητάει τις απαντήσεις του.
Πιο συγκεκριμένα, τα δεδομένα που έχει διαμορφώσει η επίθεσης του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου σε βάρος του εργαζόμενου λαού όχι μόνο παραμένουν αμετακίνητα αλλά μέλλεται να χειροτερέψουν. Όποιες μορφές κι αν υιοθετήσει το πλέγμα κυριαρχίας που συνθέτουν η ελληνική κεφαλαιοκρατία και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις η ουσία και ο χαρακτήρας του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού θα παραμένει αντιδραστικός αντιλαϊκός.
Αυτές οι σταθερές καθορίζουν και τις δικές μας σταθερές, τον δικό μας άξονα κίνησης και πάλης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα παίρνουμε υπόψη τα όσα συντελούνται, τις κινήσεις των διαφόρων δυνάμεων, τα δεδομένα που θα διαμορφώνουν, τα προβλήματα που θα θέτουν.
Σημαίνει ότι θα αντιμετωπίζονται με βάση τα κριτήρια που μας υπαγορεύουν οι δικές μας σταθερές που προαναφέρθηκαν, καθώς και οι εκτιμήσεις για την γενικότερη κατάσταση διεθνώς και ελλαδικά και πάντα εννοείται στη βάση της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κάθε φορά κατάστασης.
Και για να είμαστε συγκεκριμένοι. Με βάση αυτά που αντιμετωπίζει ο λαός και η χώρα και απέναντι στην κατάσταση που διαμορφώνεται η στάση μας καθορίζεται από δύο βασικά κατευθύνσεις.
Καμιά «αναμονή» και καμία «πίστωση χρόνου» σε κανέναν.
Από την άλλη μεριά καμιά αυταπάτη για «ιστορικές ευκαιρίες» που υποτίθεται δίνει στο κίνημα η άνοδος μιας «αριστερής κυβέρνησης» ώστε σε μια τέτοια βάση να διαμορφώσουμε την πολιτική και την δράση μας.
Με βάση αυτή την λογική στεκόμαστε μπροστά σε αυτά που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
α) Την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων του λαού.
β) Σε άμεση και διαλεκτική συνάρτηση με το προηγούμενο ζήτημα και μέσα από την πάλη για την αντιμετώπισή του, την οικοδόμηση όρων και προϋποθέσεων στις οποίες μπορεί να πατήσει η προοπτική του κινήματος.
Ειδικότερα. Το άμεσο πρόβλημα του λαού ήταν και παραμένει η αντιμετώπιση της επίθεσης η οποία είναι πάντα παρούσα ενώ αυτό που διαφαίνεται δεν είναι η αναχαίτιση αλλά η συνέχιση και κλιμάκωσή της, όποιες κι αν είναι οι εξελίξεις.
Με την αντίσταση σαν σταθερή βάση αντιμετώπισης της επίθεσης αποκτάει ιδιαίτερη σημασία στις δοσμένες συνθήκες η διαμόρφωση, ανάδειξη, προώθηση των διεκδικήσεων του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας και στη βάση των αδιαπραγμάτευτων δικαιωμάτων τους.
Με βάση αυτές μπορεί και πρέπει να διαμορφωθεί ο άξονας παρέμβασης και πάλης στο επόμενο διάστημα.
Με την υπεράσπιση, διεκδίκηση του δικαιώματος στη δουλειά.
Του δικαιώματος σε αμοιβές που να διασφαλίζουν το αναγκαίο επίπεδο ζωής των εργαζόμενων.
Του δικαιώματος ασφάλισης-περίθαλψης, κατοικίας.
Του δικαιώματος της νεολαίας στην εκπαίδευση.
Των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Ταυτόχρονα και μέσα από αυτόν τον διεκδικητικό αγώνα, την προώθηση, συγκρότηση των μετώπων πάλης του λαού και της νεολαίας.
Γενικότερα την προώθηση της πολύπλευρης και πολύμορφης συγκρότησης των δυνάμεών τους σε όλα τα πεδία (διεκδικητικό, συνδικαλιστικό, πολιτικό, κ.λπ.) και σε όλους τους χώρους. Στην εργατική τάξη, την αγροτιά και γενικότερα τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία.
Η ανάπτυξη αυτής της πάλης συνδέεται και ταυτόχρονα προσφέρει την όλο και ευρύτερη και πιο στέρεη βάση στήριξης και προώθησης της πάλης σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα του λαϊκού αγώνα. Της πάλης ενάντια στις ιμπεριαλιστικές υπαγορεύσεις και εκβιασμούς. Το ξεπούλημα των παραγωγικών τομέων. Την παρουσία των ξένων βάσεων. Την ευθυγράμμιση και συμμετοχή στους ευρωατλαντικούς τυχοδιωκτικούς σχεδιασμούς. Της πρόσδεσης της χώρας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Και είναι μέσα από την ανάπτυξη αυτής της πάλης που διαμορφώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις ώστε να τεθούν σαν ζήτημα ημερήσιας διάταξης οι ευρύτεροι στόχοι του κινήματος. Η ανατροπή της κυριαρχίας της κεφαλαιοκρατίας και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και η οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας.
Τέλος και σε σχέση με τα προβλήματα και τις περιπλοκές που όπως προαναφέρθηκε ίσως προκύψουν στην πορεία. Ο κρίσιμος παράγοντας και εδώ βρίσκεται στην ύπαρξη δυνατότητας πραγματικής πολιτικής παρέμβασης των λαϊκών δυνάμεων. Το αν δηλαδή θα μπορεί να αποτελεί ενεργό υποκείμενο και όχι παθητικό αποδέκτη των εξελίξεων. Αυτό δεν είναι ένα ζήτημα που απαντιέται με φαεινές της ώρας και τακτικές «συλλήψεις». Η ύπαρξη μιας τέτοιας δυνατότητας συναρτάται απόλυτα από το επίπεδο συγκρότησης που θα έχουν κατακτήσει στο μεταξύ και μέσα από αυτούς τους αγώνες οι λαϊκές δυνάμεις.
Βασίλης Σαμαράς