Η κόλαση που βιώνει ο λαός κι οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία είναι διακηρυγμένη επιτυχία για την κυβέρνηση για την οποία καυχιούνται συνεχώς τα στελέχη της. Έκρηξη κρουσμάτων, αυξανόμενοι θάνατοι (με τους νεκρούς πλέον να ξεπερνούν τους 18.000 απ’ την αρχή της πανδημίας), εμβολιασμοί με εκβιασμούς και πρόστιμα και ένα σύστημα υγείας υπό κατάρρευση με τους εργαζόμενους αποδεκατισμένους.
Η κυβέρνηση ομολογεί πλέον ανοιχτά ότι αδιαφορεί πλήρως για τους ασθενείς και τις ανθρώπινες ζωές που χάνονται. Δια στόματος πρωθυπουργού ακούσαμε πρόσφατα ότι δεν έχει επί της ουσίας κάποια διαφορά η νοσηλεία σε κοινό θάλαμο από θάλαμο εντατικής θεραπείας. Μια τοποθέτηση που, πέρα από αντιεπιστημονική, αντικατοπτρίζει με πολύ ξεκάθαρο τρόπο το ταξικό μίσος του συστήματος, το οποίο άλλωστε διασφαλίζει την πρόσβαση σε ΜΕΘ για όσους θεωρεί μέρος του, την ίδια ώρα που αφήνει εκτός τόσο και τόσο κόσμο. Παράλληλα, κυβερνητικά παπαγαλάκια (Μιράντα Ξάφα, Εξαδάκτυλος) τολμούν να λένε ότι οι ανεμβολίαστοι που νοσούν θα πρέπει να επωμίζονται οι ίδιοι το κόστος της νοσηλείας τους από κορονοϊό.
Το αφήγημα της «ατομικής ευθύνης» που ξεπλένει την κυβερνητική πολιτική την τελευταία διετία βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Ο λαός για άλλη μια φορά πρέπει να τιμωρηθεί, να πληρώσει αλλεπάλληλα χαράτσια και εν τέλει να πεθάνει κατά πάσα πιθανότητα αβοήθητος γιατί «δεν πρόσεξε», «δεν τήρησε τα μέτρα» ή «δεν εμβολιάστηκε». Ο διαχωρισμός των κρουσμάτων και φυσικά των νεκρών σε εμβολιασμένους και μη δε γίνεται για λόγους στατιστικής ή εξαγωγής επιστημονικών συμπερασμάτων (άλλωστε απ’ την αρχή της πανδημίας είδαμε την επιστήμη να εργαλειοποιείται με τον πιο ωμό τρόπο) αλλά γιατί πρέπει να τροφοδοτηθεί ο διχασμός. Ένας διχασμός που συμβάλει στο να μένουν οι εγκληματικές κυβερνητικές ευθύνες στο απυρόβλητο.
Για το σύστημα η πρόσβαση στην περίθαλψη δεν είναι καθολικό και αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του λαού, άλλα ένα ξένο σώμα που παλεύει χρόνια να ξηλώσει. Μεσούσης της πανδημίας ακούσαμε ότι στη χώρα υπάρχουν παραπάνω νοσοκομεία από αυτά που χρειάζονται, ενώ πρόσφατα η αναπληρώτρια υπουργός υγείας Μ.Γκάγκα ανέφερε κυνικά ότι δεν υπάρχει ανάγκη για ένα πολυτελές σύστημα υγείας, την ίδια στιγμή που διασωληνωμένοι νοσηλεύονται εκτός ΜΕΘ. Το χτύπημα στην περίθαλψη εξυπηρετούν τα ΣΔΙΤ και οι εξαγγελίες για το «νέο ΕΣΥ». Το «νέο ΕΣΥ» και η επιβολή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη λειτουργία των νοσοκομείων αποτελεί ξεπούλημα. Οι ασθενείς θα καλούνται να πληρώνουν όλο και περισσότερα χρήματα από την τσέπη τους (όσοι βέβαια έχουν αυτή τη δυνατότητα) και οι δομές υγείας θ’ αποτελέσουν πεδίο κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο. Επιπλέον είναι βέβαιο ότι θα διαμορφώσει για τους εργαζομένους ένα δυσμενέστερο εργασιακό περιβάλλον. Το χτύπημα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, στο ωράριο, στο μισθό, στα δικαιώματα ανάπαυσης είναι βέβαιο ότι θα διευρυνθεί.
Οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία την τελευταία διετία βίωσαν πρωτοφανείς συνθήκες σωματικής και ψυχικής κόπωσης. Λόγω της υποστελέχωσης δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το υπάρχον προσωπικό έφτασε στα όρια της εξόντωσης. Ομολογείται πλέον από τους ιθύνοντες ότι η πολύ μεγαλύτερη θνητότητα ασθενών στις μονάδες εντατικής θεραπείας κατά το τέταρτο κύμα συγκριτικά με τα προηγούμενα οφείλεται στην εξουθένωση του προσωπικού. Η έκθεση στον κορονοϊό πολλές φορές με ελλιπή μέτρα προστασίας, οι διαρκείς μετακινήσεις από πόστο σε πόστο, η εντατικοποίηση, η στέρηση αδειών έχουν παγιωθεί στα νοσοκομεία. Η κυβέρνηση όχι απλά δεν ενίσχυσε τα νοσοκομεία με περισσότερους εργαζόμενους, αλλά το Σεπτέμβρη και έχοντας υπ’ όψη την κατάσταση που θα διαμορφωνόταν τους χειμερινούς μήνες έβγαλε σε αναστολή 7.000 εργαζόμενους. Με υγειονομικά προσχήματα η κυβέρνηση οδήγησε 7.000 εργαζόμενους στην ανεργία και τα νοσοκομεία σε ασφυξία. Το δικαίωμα στη δουλειά χτυπήθηκε περαιτέρω και ο εμβολιασμός από μέσο προφύλαξης για τους υγειονομικούς έγινε καταστολή και εκβιασμός. Όλα τα παραπάνω έχουν γεμίσει τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία με οργή αλλά και απογοήτευση.
Ωστόσο αυτή η οργή δεν έχει καταφέρει να βρει πεδίο έκφρασης και να γίνει διεκδίκηση, τουλάχιστον με τέτοιους όρους που θα μπορούσαν να αποφέρουν αποτελέσματα για το κίνημα των υγειονομικών. Σαφέστατα οι διώξεις ενάντια σε συνδικαλιστές -και όχι μόνο- συναδέλφους (δίωξη Κ.Καταραχιά, στέρηση μισθού ειδικευομένων Ευαγγελισμού, δίωξη προέδρου ΟΕΝΓΕ κ.ά.) στόχευαν να τρομοκρατήσουν κάθε κίνηση που αποκάλυπτε και εναντιωνόταν στην κυβερνητική πολιτική. Η πανδημία του κορονοϊού αποτέλεσε για την κυβέρνηση λαμπρή ευκαιρία για την όξυνση της φασιστικοποίησης και της καταστολής σε μια σειρά εργασιακών χώρων άλλα και σε όλο το φάσμα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Φυσικά τα νοσοκομεία δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.
Από τα βασικά όμως εμπόδια στη διεκδίκηση των υγειονομικών είναι τα συνδικαλιστικά τους όργανα. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των εργαζόμενων στα νοσοκομεία είναι εκείνες οι οποίες κατά κανόνα οδηγούν τις κινήσεις τους σε μονοπάτια αναμονής ή συνεννόησης με το εκάστοτε υπουργείο, ενώ πολλές φορές σαμποτάρουν ανοιχτά τις διαθέσεις αγώνα των εργαζομένων. Πρόσφατο παράδειγμα της ξεπουληματικής στάσης της ΠΟΕΔΗΝ είναι η στάση εργασίας στις 15 Νοέμβρη με αφορμή τα Βαρέα και Ανθυγιεινά. Παρά τις δεσμεύσεις λοιπόν για ένταξη στα ΒΑΕ μια προηγούμενη περίοδο, διαρροές του πορίσματος της διυπουργικής επιτροπής κάνουν λόγο για μείωση των δικαιούχων του επιδόματος ενώ για πολλούς απ’ τους δικαιούχους το επίδομα θα μειωθεί. Για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, η ΠΟΕΔΗΝ επέλεξε να κινηθεί με μια τετράωρη στάση εργασίας την οποία δεν προπαγάνδισε. Ανασταλτικά λειτούργησε και η όλη στάση της ΠΟΕΔΗΝ όλο το προηγούμενο διάστημα. Μια στάση αναμονής που καλλιεργούσε αυταπάτες.
Η ένταξη στα ΒΑΕ αποτελεί ένα πολύ σοβαρό αίτημα του κλάδου που συνδέεται με τον αγώνα για λιγότερες ώρες δουλειάς, λιγότερα χρόνια για συνταξιοδότηση, μέτρα προστασίας κ.ά. και αφορά όλους τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία, σε κάθε πόστο. Η ένταξη στα ΒΑΕ όπως και κάθε κατάκτηση των εργαζόμενων θα είναι αποτέλεσμα αγώνα και προϋποθέτει την ενωμένη πάλη τους. Κόντρα σε λογικές ανάθεσης και αναμονής. Ωστόσο, οι υγειονομικοί έχουν μπροστά τους την εντεινόμενη επίθεση της κυβέρνησης. Με το «νέο ΕΣΥ», το σύστημα φιλοδοξεί να τσακίσει δικαιώματα περίθαλψης που κατακτήθηκαν απ’ το λαό αλλά και εργασιακά δικαιώματα για τα οποία πάλεψαν οι εργαζόμενοι. Το κίνημα των υγειονομικών πρέπει να δει ως σύμμαχό του το λαό για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη δουλειά και την περίθαλψη. Η πανδημία έδειξε και στους πλέον καλόπιστους ότι το σύστημα δεν δίνει δεκάρα για τη ζωή και την υγεία. Τίποτα δεν χαρίζεται.