Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 894)
Η σημειολογία των εξελίξεων είναι παραπάνω από χαρακτηριστική. Από τη μια και στην πραγματικότητα για τις ανάγκες της …«τουριστικής βιομηχανίας» αίρεται το lock down και η κυβέρνηση σαλπίζει την επιστροφή στην «κανονικότητα». Ζητάν από το λαό να χαρεί που «απελευθερώνεται», ενώ στην πραγματικότητα παραμένει εκτεθειμένος και απροστάτευτος στην πανδημία, στα νέα ενδεχόμενα κύματα της, με τους όρους περίθαλψης-νοσηλείας σε ακόμα χειρότερη κατάσταση απ΄ότι ένα χρόνο πριν.
Από την άλλη, αυτή η «απελευθέρωση» συγχρονίζεται με την επιχείρηση της πιο μεγάλης σκλαβιάς των εργατών και όλου του εργαζόμενου λαού. Τη σκλαβιά που στοχεύει να επιβάλλει το αντεργατικό-αντισυνδικαλιστικό τερατούργημα Χατζηδάκη, το οποίο δικαιώνει πλήρως το διάγγελμα Μητσοτάκη τον Μάρτη του 2020, με το οποίο προανήγγειλε ως «εφιαλτική» -για τους εργάτες και το λαό- την επόμενη μέρα της πανδημίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ή συμπτωματικό ότι με αυτό το τερατούργημα το σύστημα και η κυβέρνηση του επιχειρούν να ανοίξουν την πόρτα της υποτιθέμενης επόμενης μέρας. Η πολιτική της έντασης της εκμετάλλευσης και της εξαθλίωσης, η πολιτική που τσαλαπατά τα πιο στοιχειώδη κοινωνικά δικαιώματα, η πολιτική που απαγορεύει την οργάνωση και την πάλη των μαζών, αυτή η πολιτική που ο λαός αντιμετώπισε στην όλη ως τώρα διάρκεια της πανδημίας με βροχή ΠΝΠ, νόμων και υπουργικών αποφάσεων, κλιμακώνεται τώρα και επιδιώκει χτύπημα στρατηγικού βάθους και βάρους στους εργάτες και το λαό.
Αυτή η πολιτική αποτελεί τη μόνη επιλογή, τη μόνη πραγματική «υπόσχεση» προς το λαό, ενός συστήματος που παραδέρνει σε μεγάλα αδιέξοδα, μιας αστικής τάξης που τά ‘χει ακουμπήσει όλα στους πάτρωνές της ιμπεριαλιστές. Μιας αστικής τάξης που αναζητά τη δικιά της επόμενη μέρα στη μετατροπή της χώρας σε όργανο πολέμου των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και στην υποδούλωση του εργαζόμενου λαού στις πιο αρπακτικές επιδιώξεις του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου.
Γι αυτό ακριβώς η μαζικότητα, η αποφασιστικότητα και η μαχητικότητα με την οποία ο εργαζόμενος λαός θα παλέψει στους δρόμους τον απόλυτα αναγκαίο στόχο της απόσυρσης του νομοσχεδίου-τερατουργήματος είναι ένα κρίσιμο ζήτημα. Ένα ζήτημα γύρω από το οποίο κρίνονται άμεσα θεμελιώδη δικαιώματά του. Ένα ζήτημα με βάση το οποίο μπορούν να διαμορφωθούν όροι για την απαιτούμενη επόμενη μέρα του εργατικού-λαϊκού κινήματος.
Κλιμάκωση μιας διαχρονικής επίθεσης!
Τα μέτρα και οι διατάξεις που ανακοινώθηκαν με την επίσημη παρουσίαση του νομοσχεδίου επιβεβαίωσαν τις χειρότερες «πληροφορίες» που εδώ και μήνες διέρρεαν τα κυβερνητικά επιτελεία και παπαγαλάκια προετοιμάζοντας το έδαφος. Το καθένα χωριστά και όλα μαζί τα μέτρα του νομοσχεδίου συγκεντρώνονται για να πλήξουν με τον πιο βάρβαρο τρόπο τα θεμέλια των όρων δουλειάς και συγκρότησης της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού. Το κεφάλαιο και η εργοδοσία μπορεί να αγοράζει όσο θέλει και όποτε θέλει την εργατική δύναμη. Ο εργαζόμενος καταδικάζεται να μην έχει τη δυνατότητα να ελέγξει, να ορίσει τη ζωή του. Αλλά επειδή το ζήτημα δεν είναι μόνο -με μια έννοια ούτε και κυρίως- στενά οικονομικό, όλες μαζί οι προβλέψεις του νομοσχεδίου και αυτές που ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις και αυτές που ρυθμίζουν τους συνδικαλιστικούς όρους έχουν έναν προφανή και στρατηγικό για το σύστημα στόχο: το χτύπημα των όρων συγκρότησης της εργατικής τάξης ως τάξη για τον εαυτό της, την «κατάργηση» της δυνατότητας των εργαζομένων να οργανώνονται και να αγωνίζονται απέναντι στο κεφάλαιο και την εργοδοσία για τα δικαιώματά τους.
Με άλλα λόγια, η ένταση της εκμετάλλευσης και το χτύπημα των όρων οργάνωσης και πάλης πάνε μαζί! Το χτύπημα στο 8ωρο, στο πενθήμερο, στην Κυριακάτικη αργία, τα μέτρα για τις υπερωρίες, η τηλεργασία, οι ατομικές συμβάσεις, όλα αυτά αυξάνουν την εκμετάλλευση και την αποσπώμενη υπεραξία, αλλά ταυτόχρονα χτυπούν τους όρους οργάνωσης και συγκρότησης της εργατικής πάλης και τάξης. Αλλά επειδή και πάλι όλα αυτά δεν φτάνουν για να καταστείλουν τον πολιτικό-ταξικό κίνδυνο, υπάρχει ένα ολόκληρο «ξεχωριστό κεφάλαιο» για τους όρους λειτουργίας των σωματείων, για τις μορφές πάλης που «δικαιούνται» να αποφασίσουν, για την ίδια την απεργία και υπό ποιες «προϋποθέσεις» μπορεί να γίνεται. Ένα «κεφάλαιο» που ουσιαστικά θέτει εκτός νόμου τον αγωνιστικό συνδικαλισμό, την ανεξάρτητη από το κράτος και εργοδοσία οργάνωση των εργαζομένων!
Ωστόσο, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τερατούργημα Χατζηδάκη συνιστά μια βίαιη κλιμάκωση όλων αυτών των μέτρων, ταυτόχρονα κανένα από αυτά τα μέτρα δεν είναι πρωτόγνωρο! Το σύστημα και το κεφάλαιο δεν ανακάλυψαν «χθες» τις πολιτικές έντασης της εκμετάλλευσης και χτυπήματος των όρων οργάνωσης και πάλης των εργαζομένων. Η λεγόμενη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» και η ελαστικοποίηση του εργαζόμενου, η αύξηση των υπερωριών, το χτύπημα των συλλογικών συμβάσεων, οι νομοθετικές και κρατικές παρεμβάσεις ενάντια στην ανεξαρτησία των σωματείων είναι πολιτικές που εδώ και δεκαετίες εφαρμόζονται και προωθούνται από όλες τις κυβερνήσεις. Ο ίδιος ο νόμος 1264 του 1982 (που ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ αλλά και ρεφορμιστές παρουσιάζουν ως «κατάκτηση του εργατικού κινήματος») ήταν ένα σημαντικό βήμα υπαγωγής των συνδικάτων στο κράτος και τις προδιαγραφές που αυτό έβαζε –για λογαριασμό του συστήματος- στους όρους λειτουργίας τους. Η λεγόμενη «κατάκτηση» δεν ήταν παρά η διακήρυξη της γραμμής ταξικής συνεργασίας και με τους όρους που υπήρχαν την περίοδο εκείνη. Αλλά βέβαια, ιδιαίτερα από το 1990 (με τις συγκυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ-ΕΑΡ) και από όλες τις κυβερνήσεις τα επόμενα χρόνια μέχρι σήμερα εξελίχθηκε βροχή αντεργατικών νόμων, που όλοι υπηρετούσαν την κατεύθυνση που παραπάνω επισημάναμε. Στο έδαφος των δεδομένων που δημιούργησε αυτή η αδιάκοπη αντεργατική επίθεση δεκαετιών των κυβερνήσεων του συστήματος έρχεται σήμερα να «πατήσει» και να κλιμακώσει την επίθεση αυτή η κυβέρνηση της ΝΔ.
Ο καυγάς ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ και λοιπής «αντιπολίτευσης»
Σύσσωμο το κυβερνητικό επιτελείο έχει παραταχθεί και επιδίδεται σε μια απύθμενου θράσους προπαγάνδα που επιχειρεί να παρουσιάσει το μαύρο άσπρο. Χωρίς όριο και δισταγμό οι πιο καλοί μαθητές του Γκαίμπελς παρουσιάζουν το νομοσχέδιο που διαλύει τη ζωή των εργαζομένων και πάει τις κατακτήσεις τους 150 χρόνια πίσω ως «φροντίδα για τα παιδιά τους και τις οικογένειες τους», ως «εκσυγχρονισμό», ως μέτρο «προστασίας των δικαιωμάτων τους».
Από δίπλα ο ΣΥΡΙΖΑ συναγωνίζεται το κυβερνητικό θράσος μιλώντας για «μητέρα των μαχών» ενάντια στο νομοσχέδιο και «καταγγέλλοντας» (!) την κατάργηση του 8ωρου, τις ατομικές συμβάσεις κ.ο.κ.! Από «αντιπολιτευτικό οίστρο» διακατέχεται και το ΚΙΝΑΛ, που διαμαρτύρεται και αυτό για τα αντεργατικά μέτρα και παρουσιάζεται να «ανησυχεί» για τους εργαζόμενους! Πρόκειται για έναν ψεύτικο και εν πολλοίς αντιδραστικό καυγά, που αντιμετωπίζει το λαό ως «λωτοφάγο», έναν καυγά που στοχεύει να εκτονώσει ανώδυνα και γρήγορα τα μεγάλα κύματα οργής και ανησυχίας που προκαλεί το νομοσχέδιο.
Οι πάντες γνωρίζουν ότι οι μεγάλες κουβέντες της υποτιθέμενης εναντίωσης του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο νομοσχέδιο δεν έχουν, με κανέναν τρόπο, καμιά σχέση με την αλήθεια. Σε όλη του τη διαδρομή και από όλες του τις θέσεις το κόμμα αυτό δεν συγκρούστηκε, αντίθετα στήριξε και προώθησε αυτή την πολιτική. Από την προγονική του ΕΑΡ στα πλαίσια του ενιαίου ΣΥΝ μέσα στις συγκυβερνήσεις Τζανετάκη–Ζολώτα, ως το «μικρό κινηματικό» ΣΥΡΙΖΑ των επόμενων χρόνων το κόμμα αυτό του ρεφορμισμού και της ευρωλαγνείας ήταν ουσιαστικά οπαδός και στήριγμα αυτών των πολιτικών «εκσυγχρονισμού», των πολιτικών επιστροφής στην καθαρή καπιταλιστική βαρβαρότητα. Πολύ περισσότερο ο «μεγάλος ΣΥΡΙΖΑ» της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, όχι μόνο εφάρμοσε όλους τους νόμους και όλα τα άρθρα της αντεργατικής πολιτικής των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ όλων των προηγούμενων χρόνων, αλλά επιπλέον έδωσε αποφασιστική ώθηση στην πολιτική αυτή. Ψήφισε τους δικούς του νόμους για τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» και το χτύπημα της Κυριακάτικης αργίας (2017), έκανε νόμο το φακέλωμα των σωματείων (Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων) και οργάνωσε ως κυβέρνηση πραξικοπήματα σε συνδικάτα και διώξεις δεκάδων απεργών και συνδικαλιστών, ενώ ακόμα και στις τελευταίες μέρες της κυβερνητικής του θητείας υπέγραφε την οδηγία της ΕΕ για την εφαρμογή των ατομικών συμβάσεων εργασίας! Σήμερα, τα εξαπτέρυγα του «φιλεργατικού ξεσηκωμού» του δεν είναι άλλοι από τους εμβληματικούς υπουργούς του ΠΑΣΟΚ και του ΓΑΠ (Ραγκούσης, Ξενογιανακοπούλου, Κατσέλη), αυτούς δηλαδή που το 2010 υπέγραφαν την αντεργατική επίθεση!
Στην τωρινή συγκυρία ο ΣΥΡΙΖΑ, και αφού ένα χρόνο τώρα έβαλε γερή πλάτη στην κυβερνητική πολιτική στα πλαίσια της πανδημίας («θα λογαριαστούμε μετά»), αισθάνεται έντονα την ανάγκη να επιστρέψει με έναν τρόπο …στην αντιπολίτευση. Τόσο το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών το φθινόπωρο, όσο και το εκλογικό αποτέλεσμα στις περιφερειακές της Μαδρίτης έχουν ανησυχήσει τα επιτελεία του, που αναζητούν γραμμή επιστροφής. Έφτασαν στο σημείο να επιχειρούν να παρουσιάσουν τις πολιτικές Μπάιντεν για τη διαχείριση και την κατάπνιξη των διεργασιών στην εργατική τάξη των ΗΠΑ ως πηγή έμπνευσης για μια «προοδευτική κυβερνητική πολιτική», όπως έγραψε ο Τσίπρας στην Καθημερινή της Κυριακής της 9/5! Παράλληλα, δεν σταματούν οι… προγραμματικές εκκλήσεις τους στα αφεντικά της ΕΕ για μια «άλλη» διαχείριση που θα δώσει κάποιο αέρα στη ντόπια αστική τάξη. Δίπλα σε όλα αυτά –και για να έχουν πραγματικές ελπίδες να αναλάβουν ξανά κυβερνητικό ρόλο- δηλώνουν με κάθε τρόπο τη συμφωνία τους στην αναβάθμιση της χώρας ως στρατιωτική και πολιτική βάση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ.
Με αυτά τα πραγματικά δεδομένα, το μέγιστο που μπορεί και θέλει να πετύχει η φωνασκία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αναθέρμανση στο λαό των απατών για τον ρόλο του και η ανάδειξή του σε διάδοχη της ΝΔ κυβερνητική λύση αν και εφόσον χρειαστεί.
Ο ορίζοντας του κινήματος
Είναι σαφές ότι η μάχη που καλείται να δώσει ο εργαζόμενος λαός για να αποσυρθεί το τερατούργημα Χατζηδάκη είναι, με βάση τον αρνητικό συσχετισμό, μια δύσκολη μάχη. Η στάση των εργατοπατέρων της ΓΣΕΕ την Πρωτομαγιά, αλλά ακόμα και μετά την επίσημη ανακοίνωση του νομοσχεδίου –«θα επιδιώξουμε διάλογο αλλά πιθανόν και απεργία» δήλωσε ο Παναγόπουλος στις 13/5- είναι χαρακτηριστική των δεδομένων που έχουν διαμορφωθεί. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η μάχη θα δοθεί, πρέπει να δοθεί, από τα κάτω, με το κέντρο βάρος να δίνεται στα όργανα πάλης που χρειάζεται να διαμορφώσει και να έχει ο κόσμος της εργασίας και συνολικά ο λαός και η νεολαία. Πριν από όλα στα πρωτοβάθμια σωματεία, αλλά και σε κάθε επιτροπή εργαζομένων, σε κάθε συλλογικότητα γειτονιάς, σε φοιτητικούς συλλόγους. Μια τέτοια μάχη έχει ως κύριο στήριγμά της την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του λαού και της νεολαίας, στη δύναμη που μπορεί να αναδείξει η μαζική πάλη όταν δεν νοθεύεται και δεν υπονομεύεται από σχεδιασμούς και επιδιώξεις ξένες ή και εχθρικές στα λαϊκά συμφέροντα.
Οι δυνάμεις του ΚΚΕ-ΠΑΜΕ έχουν ήδη δείξει για άλλη μια φορά ότι δεν θέλουν να κινηθούν με αυτή τη λογική, ότι δεν (θέλουν να) έχουν εμπιστοσύνη στη δύναμη της μαζικής πάλης. Η ηγεσία του ΚΚΕ κυρίως στοχεύει να «ξεπλύνει» το κλείδωμα των σωματείων και των δυνάμεων που ελέγχει όλο τον τελευταίο χρόνο και να εγγράψει, με κοινοβουλευτικούς όρους, μια κινητοποίηση των δυνάμεων αυτών απέναντι στο νομοσχέδιο. Δεν επιδιώκει με τις δυνάμεις αυτές να απευθυνθεί πλατιά και μέσα στους εργαζόμενους και το λαό, για να συμβάλλει στον απαιτούμενο πανεργατικό ξεσηκωμό. Γι’ αυτό ήδη το σχέδιο που καταρτίστηκε από την ηγεσία αυτή προβλέπει «επικαιροποίηση» του σχεδίου νόμου που είχαν καταθέσει τα «530 σωματεία», δηλαδή προβλέπει για άλλη μια φορά την υπαγωγή της όποιας εξωκοινοβουλευτικής κίνησης στη «μάχη» που θα δώσει το ΚΚΕ στη Βουλή!
Σε καμιά περίπτωση ο ορίζοντας της μάχης για την απόσυρση του τερατουργήματος Χατζηδάκη δεν μπορεί να είναι οι επόμενες εκλογές! Ένας τέτοιος λογαριασμός, μια τέτοια λογική όχι μόνο δεν δίνει ώθηση στην εργατική-λαϊκή πάλη, αλλά αντίθετα την υποβιβάζει σε ένα «επεισόδιο», που δίπλα σε άλλα πολλά δεδομένα και ζητούμενα θα προσμετρηθεί στις αποφάσεις των κυρίαρχων δυνάμεων για την κυβερνητική διαχείριση. Μια τέτοια λογική, που θεωρεί αναγκαία μια κάποια κινητοποίηση ενόψει ενδεχόμενων εκλογών, ορίζει την εργατική-λαϊκή πάλη ως παρακολούθημα και συμπλήρωμα των αστικών κοινοβουλευτικών διεργασιών και διαδικασιών. Με αυτή ακριβώς τη λογική –σε όλες της τις παραλλαγές, από τις καθαρά συστημικές μέχρι αυτές του «ριζοσπαστικού κυβερνητισμού»- κρατούσα και κυρίαρχη εδώ και δεκαετίες εξελίσσεται η υποχώρηση και αποσυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Ο πολιτικός ορίζοντας της μάχης για την απόσυρση του τερατουργήματος Χατζηδάκη είναι η ανασυγκρότηση του εργατικού λαϊκού κινήματος. Είναι η κατάκτηση πλατιά από τους εργαζόμενους και τη νεολαία της γραμμής της Αντίστασης και της Διεκδίκησης και η συγκρότηση, κατάκτηση των δικών τους οργάνων πάλης.
Αυτός είναι ο ορίζοντας που μπορεί να εμπνεύσει τη μαζική και ανυποχώρητη πάλη που είναι επιτακτικά αναγκαία σήμερα για τα εργατικά–λαϊκά συμφέροντα.