Με απόφαση του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διατυπώθηκε δημόσια η πολιτική της πρόταση “Για έναν κοινό πολιτικό βηματισμό, την κοινή δράση, τον διάλογο και την πολιτική συνεργασία των αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, αντι-ΕΕ δυνάμεων και των δυνάμεων της ανατροπής. Για την ανατροπή της επίθεσης και την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος. Για το κίνημα και την αριστερά της ανατροπής”. Η πρόταση “…απευθύνεται στις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντιΕΕ αριστεράς και τις πολύμορφες δυνάμεις που κινούνται σε λογική ανατροπής και έρχονται σε ρήξη με τις λογικές της διαχείρισης του συστήματος”.
Οι εξελίξεις τόσο στον τόπο μας αλλά συνολικά στον πλανήτη χαρακτηρίζονται από μια τεράστια επιχείρηση απογύμνωσης της ζωής των λαϊκών μαζών από κάθε εργασιακό, κοινωνικό, πολιτικό δικαίωμα. Αυτή η γενικευμένη τάση οπισθοδρόμησης “συναντιέται” με τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστών, που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή των λαών, μαζί και του δικού μας λαού, με την εμπλοκή της χώρας στους αμερικανονατοϊκούς πολεμικούς σχεδιασμούς. Οι καιροί λοιπόν απαιτούν την αναβαθμισμένη Κοινή Δράση εκείνων των δυνάμεων που θέλουν να πάνε κόντρα στο ρεύμα, να φράξουν το δρόμο στην επίθεση του συστήματος, να παλέψουν από κοινού για την ανατροπή της. Πολύ περισσότερο όταν η κατάσταση στο λαό, στους εργαζόμενους και τη νεολαία δεν είναι καλή. Κυριαρχεί η απογοήτευση που (όπως διαπιστώνεται και στην απόφαση του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) φτάνει μέχρι τα μέλη των οργανώσεων. Είναι σαφές ότι όσο δεν υπάρχει το “οξυγόνο” των αγώνων ένα δυναμικό θα ασφυκτιά από την κινηματική νηνεμία.
Στη βάση αυτή δεν θέλουμε να ξεπεράσουμε από τη μεριά μας την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν “μια από τα ίδια” διατυπωμένα παλιότερα καλέσματά της. Ακριβώς επειδή η πραγματικότητα πιέζει όλους μας και συνεκτιμώντας ότι οι κοινές πρωτοβουλίες-παρεμβάσεις με τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε διάφορες περιοχές την προηγούμενη περίοδο καταγράφηκαν γενικά ως θετικές. Μόνο που απαιτούνται κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις από τη μεριά της αν αυτό που γράφεται πραγματικά εννοείται ή είναι άλλες οι επιδιώξεις της και η αναφορά στην κοινή δράση είναι προκάλυμμα αυτών. Τελικά, αν η πρότασή της μας αφορά. Αν δηλαδή συμπεριλαμβάνονται στους αποδέκτες της και οι δυνάμεις του ΚΚΕ(μ-λ) και της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ
Ας γίνουμε συγκεκριμένοι, παραθέτοντας κάποια αποσπάσματα:
“Η πρόταση περιλαμβάνει: α) Μορφές μόνιμης κοινής δράσης στα πλαίσια της λογικής του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής στους κοινωνικούς χώρους, β) Κοινή συμμετοχή σε μόνιμες δράσεις που αφορούν κορυφαία πολιτικά ζητήματα όπως η Ε.Ε., το θέμα των λαϊκών ελευθεριών κ.ά…”
“…Τα βήματα της πολιτικής συνεργασίας περνούν πρώτα από όλα μέσα από την κοινή δράση στο κίνημα, για να ανατραπεί η επίθεση, για να μην περάσουν τα μέτρα της «δεύτερης αξιολόγησης» και όλες οι υπόλοιπες αναδιαρθρώσεις. Η προσπάθεια αυτή αφορά προφανώς ευρύτερες δυνάμεις, αλλά σε κάθε περίπτωση οι δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται η παρούσα πρόταση κοινού πολιτικού βηματισμού είναι αναγκαίο να δράσουν από κοινού και ενοποιητικά για την οικοδόμηση ενός ισχυρού αγωνιστικού μετώπου αντιπολίτευσης, ρήξης, ανατροπής”.
Στην απόφαση της ΠΕ του ΝΑΡ σημειώνεται ότι “…Αποτελεί πρόταση κοινού πολιτικού βηματισμού με στόχο την πολιτική συνεργασία των αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, αντιΕΕ, αντιδιαχειριστικών δυνάμεων. Βασίζεται σε συγκεκριμένο πλαίσιο στόχων, αυτών του αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Είναι ενιαία πρόταση με 3 πλευρές (κοινή δράση στο κίνημα, διάλογος και κατάληξη σε πολιτική συνεργασία), όχι τρεις διαφορετικές προτάσεις”.
Την ίδια στιγμή, στελέχη της δηλώνουν (Αν. Δραγανίγος στο «Πριν») ότι “…σε δυνάμεις που κινούνται στα όρια των λογικών αυτών, όπως η ΛΑΕ και το ΚΚΕ, απευθύνουμε κάλεσμα διαλόγου, κοινής δράσης και συντονισμού στις μάχες της περιόδου”.
Ενώ η ΟΚΔΕ σε παρέμβασή της, διαφωνώντας με την απόφαση της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χαρακτηρίζει την πρόταση ως επικαιροποίηση της παλιότερης –εκλογική συμπόρευση με ΜΑΡΣ- και κατανομάζει ως αποδέκτες της πρότασης: τον Εργατικό Αγώνα, την Ένωση Δικαίων, τον «Κορδάτο», τη Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς / Ζωή Μετά, το ΕΕΚ, την ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη και (για ένα τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως αναφέρεται) τη ΛαΕ.
Με βάση τα παραπάνω, αβίαστα βγαίνει ότι η υπόθεση της κοινής δράσης απαιτεί ξεκάθαρο, ειλικρινή λόγο και όχι δημιουργική ασάφεια και περίτεχνες διατυπώσεις που χωρούν όλους και τα πάντα, για να μείνουν τελικά αυτοί που από πριν έχουν επιλεχθεί. Τονίζουμε για μια ακόμη φορά ότι η υπόθεση της κοινής δράσης είναι πολύ σοβαρή και κρίσιμη ιδιαίτερα σήμερα, για να αντιμετωπίζεται σαν μέσο υλοποίησης κομματικών σχεδιασμών, σαν όχημα συγκρότησης “πόλου” και ανάδειξης ηγεμονικών τάσεων.
Είναι δικαίωμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως και κάθε οργάνωσης, να θέλει να κινηθεί μαζί με δυνάμεις που διαπιστώνει ότι έχουν συγγενικές ιδεολογικοπολιτικές απόψεις. Να συμπορευτεί μαζί τους, να συγκροτήσει μέτωπα, πολιτικές και εκλογικές συνεργασίες. Δεν μπορεί όμως να συγκαλύπτει αυτές τις επιδιώξεις της με αναφορές στην κοινή δράση, προκαλώντας παραπέρα σύγχυση, δυσκολεύοντας τους όρους επίτευξής της και τελικά προσφέροντας τις χειρότερες υπηρεσίες σ” αυτή την κατεύθυνση.
Μάλιστα η “διευκρίνιση” του ΝΑΡ ότι όρος για κοινή δράση είναι η κατάληξή της σε συμφωνία πολιτικής συνεργασίας είναι ουσιαστικά η επαναφορά των παλιότερων απαιτήσεών του για την αποδοχή του «μεταβατικού, αντικαπιταλιστικού προγράμματος» ως απαράγραπτης προϋπόθεσης για την οποιαδήποτε κοινή δράση. Στάση που είχε ως αποτέλεσμα να ναυαγήσουν παλιότερες απόπειρες κοινών παρεμβάσεων, ενώ αντίθετα αποτέλεσε γέφυρα συνεννόησης με δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη μεριά μας έχουμε επανειλημμένα αντιπαρατεθεί με το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθώς το σώμα των θέσεων που προβάλλει δεν νοθεύει απλά, αλλά ακυρώνει τον αντιιμπεριαλιστικό-αντικαπιταλιστικό-αντισυνδιαχειριστικό προσανατολισμό που από τη μεριά μας θεωρούμε απαραίτητο, όπως έχει καταγραφεί και με τη συγκρότηση της ΛΑ-ΑΑΣ. Ζήτημα που δεν ανήκει στη σφαίρα της ιδεολογίας, αλλά έχει συγκεκριμένα επίδικα, όπως εκφράστηκαν και με το ασφαλιστικό, όπου αναδείχτηκε η διαφωνία μας με τις απόψεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ («φέρτε πίσω τα κλεμμένα»-«να πληρώσει το κεφάλαιο» κ.ο.κ.).
Διαφωνούμε “οριζόντια και κάθετα” με πολιτικούς στόχους που αποτελούν, σύμφωνα με την πρόταση, τη βάση της συνεργασίας, όπως “εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των στρατηγικών επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο”, “Άμεση στάση πληρωμών στους δανειστές τοκογλύφους, μη αναγνώριση και διαγραφή του χρέους”, “Άμεση, «μονομερής» ικανοποίηση των αιτημάτων του εργατικού και λαϊκού κινήματος”, όπου το άμεσο, το “εδώ και τώρα” θα υλοποιηθεί από μια κυβέρνηση που δεν θα διαχειρίζεται το σύστημα, όπως γράφεται, αλλά και θα στηρίζεται στη δύναμη του λαού και τις αντιδομές του. Πρόκειται για ανανέωση των ίδιων αυταπατών μετά το “πάθημα” με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη μεριά μας είμαστε ξεκάθαροι, επαναλαμβάνοντας τη δικιά μας λογική που χρόνια υπηρετούμε με συνέπεια:
Η κοινή δράση δεν έχει ως προαπαιτούμενο την υιοθέτηση του συνόλου μιας πολιτικής γραμμής. Δεν άπτεται της οικοδόμησης μόνιμων πολιτικών συνεργασιών και μετώπων. Δεν αφορά τη συγκρότηση κάποιου «πόλου». Όλα αυτά προϋποθέτουν ανώτερες πολιτικές συμφωνίες.
Χωρίς να κουκουλώνονται οι υπαρκτές διαφορές μεταξύ των οργανώσεων, αλλά οικοδομώντας την ενότητα και την πάλη, την αντιπαράθεση με την κοινή προσπάθεια, για να υπηρετηθεί η κορυφαία αναγκαιότητα της περιόδου, να υπάρξουν εστίες αντίστασης. Για να σπάσει η αδράνεια, για να δημιουργείται κλίμα αισιοδοξίας ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς και όχι ότι δεν γίνεται τίποτα.
Η κοινή δράση παίρνει σάρκα και οστά μέσα στην πραγματική κίνηση, πάνω στα προβλήματα των εργαζομένων και της νεολαίας. Δεν διαχωρίζει την αντίσταση από τη διεκδίκηση, επιδιώκοντας τη συσπείρωση με όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις για να δοθεί η δυνατότητα συμμετοχής ευρύτερων μαζών στον αγώνα. Δεν είναι μόνιμη καμπάνια για κάθε ζήτημα.
Για μας η κοινή δράση δεν αποτελεί συγκυριακή επιλογή η οποία εξυπηρετεί την εκάστοτε μικροκομματική αναγκαιότητα, αλλά μια επιλογή που αντιλαμβάνεται και θέλει να υπηρετήσει τις αναγκαιότητες μιας ολόκληρης πολιτικής φάσης στην οποία βρίσκεται το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Μια φάση υποχώρησης (ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής) όπου ο συσχετισμός είναι συντριπτικός σε βάρος της εργατικής τάξης και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Που αποτελεί και το πεδίο ανασυγκρότησης του λαϊκού κινήματος, της οικοδόμησης μετώπου αντίστασης και διεκδίκησης στην κατεύθυνση της αναμέτρησης τελικά με το σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης.
Παραμένουμε ανοιχτοί σε κάθε ειλικρινή πρόταση κοινής δράσης για τα μικρά και μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζει ο λαός μας, αλλά είμαστε αντίθετοι σε χειρισμούς που επιχειρούν να την εντάξουν στα πολιτικά τους σχέδια.
Από όλες τις οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δηλώνεται ότι μπροστά μας έχουμε καθοριστικές μάχες που θα καθορίσουν τις εξελίξεις. Από τη στάση σε αυτές τις μάχες θα κριθούμε όλοι.