Με αλλαγή των όρων του πολέμου επιδιώκουν οι ΗΠΑ να ξεπεράσουν το σημερινό αδιέξοδο στην Ουκρανία
1. Η νέα (δεύτερη) διοίκηση Τραμπ επιχειρεί και επιδιώκει να απαντήσει το βασικό πρόβλημα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στις εξελίξεις των τριών τελευταίων δεκαετιών: τη σχετική υποχώρησή του, το πλησίασμά του από τους αντιπάλους του (Ρωσία, Κίνα) που θέτει στην –όχι πολύ μακρινή– προοπτική την αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του στο παγκόσμιο ταμπλό. Η εξέλιξη αυτή έχει παραγάγει και παράγει τριγμούς και χαλάρωση συνοχής στη Δυτική συμμαχία στην οποία ηγούνται οι ΗΠΑ και παλινδρομήσεις-μετατοπίσεις προς την άλλη πλευρά σε σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις.
Συνεπώς, οι ΗΠΑ επιδιώκουν και αναζητούν την «αναθεώρηση» αυτού του συσχετισμού, την κατάκτηση της αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας/κυριαρχίας στον κόσμο. Προς αυτόν και για αυτόν τον στρατηγικό στόχο κινούνται όλα τα κέντρα εξουσίας και οι κυρίαρχες δυνάμεις εντός των ΗΠΑ. Οι οξύτατες αντιθέσεις τους (που εκφράστηκαν ακόμα και εμφυλιοπολεμικά στη διάρκεια των τελευταίων προεδρικών εκλογών) αφορούν στις τακτικές επιλογές που θα υπηρετήσουν τον στόχο αυτό. Οι αντιθέσεις αυτές είναι σφοδρές (και δεν πρέπει να θεωρείται ότι έχουν επιλυθεί) γιατί είναι πολλές και κρίσιμες οι αντιφάσεις που παράγει κάθε τακτική επιλογή προώθησης του στόχου της παγκόσμιας ηγεμονίας/κυριαρχίας.
2. Η διοίκηση Τραμπ ήδη στα πρώτα βήματά της έχει αναδείξει τα δύο βασικά στοιχεία της πολιτικής με την οποία επιδιώκει να απαντήσει το ζητούμενο για τις ΗΠΑ:
α) τη γεωστρατηγική και ταυτόχρονα οικονομική ενίσχυση-αναβάθμιση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με την επιβολή ελέγχου, την «προσάρτηση» ακόμα και την κατάκτηση σημείων και χωρών στρατηγικής σημασίας έτσι ώστε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός να θωρακιστεί και να εκτιναχτεί πολύ πάνω από τους αντιπάλους του.
β) Τη στοίχιση-καθυπόταξη των δυτικών συμμάχων του στις επιδιώξεις του.
Η διοίκηση Τραμπ απαιτεί τη χωρίς όρους πολιτική και οικονομική «επιστράτευση» των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και της ΕΕ, ακόμα και της Αγγλίας, και βέβαια του Καναδά, πίσω από τη στρατηγική των ΗΠΑ. Αξιοποιεί και χρησιμοποιεί τη στρατηγική (πυρηνική) ισχύ της Ρωσίας και τη διαρκή σε όλα τα επίπεδα αναβάθμιση της Κίνας για να ασκεί οικονομικό, πολιτικό και τελικά στρατηγικό εκβιασμό στη «δική του» συμμαχία. Επισείει την (πραγματική) απειλή ότι χωρίς τη δική του ηγεμονία η «υπόλοιπη» Δύση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την ανερχόμενη «Ανατολή». Γι’ αυτό απαιτεί οι σύμμαχοί του να στοιχηθούν όπως κρίνει και χρειάζεται ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, χωρίς καμιά δέσμευση για την πορεία που θα ακολουθηθεί, τους ρόλους και τις θέσεις που θα βρουν οι σύμμαχοί του στην εξέλιξή της. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και ο δηλωμένος από τις ΗΠΑ αποκλεισμός των Ευρωπαίων από τις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ρωσίας και ο υποβιβασμός τους στο ρόλο του... εταίρου που απλώς θα συνυπογράψει την όποια προσωρινή συμφωνία, αν και όταν αυτή υπάρξει. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός διακηρύσσει συνεπώς πως «θα σώσει τη Δύση» από τους αντιπάλους της μέσω του MAGA που πρέπει όλη η Δύση να υπηρετήσει! Αυτήν την απαίτηση εκφράζει η κυνικότητα των αμερικάνικων παρεμβάσεων ακόμα και εντός των κυβερνήσεων και των πολιτικών συστημάτων των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών ή ο «οικονομικός παραλογισμός» του πολέμου των δασμών που συνοδεύεται με την απαίτηση εγκατάστασης των βιομηχανιών των άλλων... στις ΗΠΑ!
Είναι προφανές ότι οι δύο αυτές πολιτικές είναι αλληλένδετες. Η προώθηση της μιας είναι προϋπόθεση για την προώθηση της άλλης. Π.χ. η «κατάκτηση» (κυριολεκτική ή μεταφορική) της Γροιλανδίας ή η «προσάρτηση» του Καναδά προϋποθέτουν τη «σύμφωνη γνώμη» ή –πιο σωστά– τη στοίχιση των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Ας θυμηθούμε ότι η διοίκηση Μπάιντεν προς το τέλος της θητείας της είχε με ανάλογο πνεύμα «επιστρατεύσει» τον γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό στις αμερικάνικές ανάγκες στην περιοχή του Ειρηνικού. Αλλά βέβαια η επιδίωξη Τραμπ είναι πολύ μεγαλύτερης κλίμακας και άλλης –παγκόσμιας– τάξης μεγέθους.
3. Σε αυτή τη βάση η διοίκηση Τραμπ επιδιώκει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της Ουκρανίας, το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, στο οποίο συμπυκνώνονται σήμερα όλα τα ζητήματα του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και αποτυπώνεται με όρους πολέμου (που απειλήθηκε και απειλείται να φτάσει στα πυρηνικά) η κύρια ενδοϊμπεριαλιστική αντίθεση, αυτή μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας. Πρόκειται για έναν πόλεμο που οικοδόμησε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός μέσα από πολύχρονες προσπάθειες και εκβιασμούς (η φιλοδυτική πορτοκαλί «επανάσταση» που ανατρέπει τον νεοεκλεγμένο φιλορώσο Γιανούκοβιτς το 2004, η πρόταση ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ το 2008, το πραξικόπημα του Μαϊντάν το 2014) θεωρώντας ότι η Ουκρανία είναι ο «διάδρομος» μέσα από τον οποίο θα φτάσει στις πύλες της Μόσχας. Τον πόλεμο τον κήρυξε τελικά η Ρωσία το Φλεβάρη του 2022 και η κατάσταση στο πεδίο (με τις ΗΠΑ-Δύση να συμμετέχουν μέσω του καθεστώτος Ζελένσκι) έχει αναδείξει το γνωστό αδιέξοδο: την κατοχή του 20% της Ουκρανίας από τη Ρωσία, χωρίς να υπάρχει καμιά στρατιωτική προοπτική –με τους δοσμένους όρους– αναστροφής αυτής της πορείας. Ταυτόχρονα, όμως, με βάση τα στρατηγικά διακυβεύματα του πολέμου, οι ΗΠΑ δεν μπορούν και δεν πρόκειται να υποχωρήσουν ή να αποχωρήσουν από την Ουκρανία!
Η λεγόμενη και «ειρηνευτική» πρόταση Τραμπ επιδιώκει και αναζητά την τροποποίηση των σημερινών όρων του πολέμου στη βάση των αμερικανικών επιδιώξεων. Πιο συγκεκριμένα η πρόταση αυτή:
α) Ζητά από τη Ρωσία να δεχτεί και να υπογράψει την εγκατάσταση στην Ουκρανία ενός μεγάλου αριθμού (αναφέρονται 100.000-200.000) στρατευμάτων της Δύσης (Ευρωπαϊκά) με πλήρη και κάθε είδους οπλισμό. Τέτοιες είναι οι ποσοτικές και ποιοτικές προδιαγραφές της «ειρηνευτικής δύναμης» που ο Τραμπ θέλει να εγκατασταθεί στην Ουκρανία μετά τη «συμφωνία» που θα προτείνει στον Πούτιν. Γιατί αυτή η «ειρηνευτική δύναμη» δεν θα έχει ως κύρια αποστολή της τη διασφάλιση της καταλήστευσης από τις ΗΠΑ των σπάνιων γαιών και του πλούτου της Ουκρανίας, που «χρωστάει» σύμφωνα με τον Τραμπ στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Η δύναμη αυτή θα έχει τον ρόλο του εγκλωβισμού και της φθοράς μιας ανάλογης δύναμης που η Ρωσία θα χρειαστεί να παρατάξει στην Ανατολική κατεχόμενη από αυτήν Ουκρανία. Κυρίως και τελικά, η δύναμη αυτή θα είναι ένα στρατιωτικό τείχος της Δύσης που θα μπλοκάρει τη δυνατότητα εκ νέου αποκατάστασης των σχέσεων Ρωσίας-ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, που θα απαγορεύει την «έξοδο» του ρωσικού ιμπεριαλισμού προς την Κ. Ευρώπη, τα Βαλκάνια και συνολικά προς τη Δύση.
β) Απαιτεί πριν από όλα από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές (και βέβαια από τους «πρόθυμους συμμάχους» από την Πολωνία και μέχρι την Ελλάδα...) να εκστρατεύσουν στην Ουκρανία, δίνοντας πολύ συγκεκριμένη μορφή στις οδηγίες Ρούτε του περασμένου Δεκέμβρη, σύμφωνα με τις οποίες οι Ευρωπαίοι οφείλουν να αντιληφθούν πως «είμαστε σε πόλεμο» και πως πρέπει ανάλογα να διαταχθούν και οι πολιτικές-οικονομικές τους επιλογές.
Ουσιαστικά, λοιπόν, η πρόταση Τραμπ επιδιώκει να βάλει στρατιωτικά τη Δύση μέσα στην Ουκρανία, ζήτημα που σήμερα αποτελεί απόλυτη «κόκκινη γραμμή» για τη Ρωσία που, ακόμα και για την αποστολή όπλων μεγάλου βεληνεκούς από τη Δύση, απειλεί να απαντήσει με τα λεγόμενα τακτικά πυρηνικά εναντίον των αποστολέων των όπλων.
Ταυτόχρονα, η πρόταση αυτή επιδιώκει την κυριολεκτική στράτευση των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών στον αμερικανικό στόχο της περίσφιξης-απώθησης-εξουθένωσης της Ρωσίας.
Σε αυτή τη βάση –αλλά και με το δεδομένο της ρωσικής κατοχής του 20% της Ουκρανίας– η πρόταση Τραμπ εμφανίζεται σήμερα να αποδέχεται την κατοχή αυτή ή –πιο σωστά– να μην ζητά σήμερα την επιστροφή των κατεχόμενων από τη Ρωσία εδαφών, αφού αυτό δεν θα είχε κανένα νόημα.
Τέλος, όσον αφορά την «δέσμευση» Τραμπ ότι η Ουκρανία δεν θα μπει στο ΝΑΤΟ, έχει την ίδια και μικρότερη ακόμα αξία από τις «διαβεβαιώσεις» που ΗΠΑ-Δύση έδιναν στον Γκορμπατσόφ ότι μετά την ένωση Δυτικής-Ανατολικής Γερμανίας το ΝΑΤΟ «δεν θα προχωρούσε» προς Ανατολάς!
4. Η διοίκηση Τραμπ εμφανίζεται να «επείγεται» για την προώθηση της πρότασης αυτής και το πιο πιθανό είναι ότι το εννοεί, καθώς ο παράγοντας «χρόνος» πιέζει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να διαμορφώσει απαντήσεις. Ωστόσο, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι τόσο η Ρωσία όσο και οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές (και ο καθένας για τους δικούς του λόγους) θα ανταποκριθούν στην πρόταση αυτή.
Η Ρωσία επανειλημμένα και σε όλους τους τόνους έχει διακηρύξει πως αναζητά μια συμφωνία στην οποία η Ουκρανία που δεν θα κατέχει θα είναι το λιγότερο «αφοπλισμένη» και ίσως διαμοιρασμένη σε κομμάτια στις χώρες της περιοχής. Είναι συνεπώς δύσκολο έως απίθανο να δεχτεί από τη μια να ανακηρυχτεί «νικήτρια» του πολέμου και από την άλλη να υπογράφει την αναβάθμιση του πολεμικού μετώπου εναντίον της λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο μακριά.
Πολύ περισσότερο, η Μόσχα διακηρύσσει και επιδιώκει μια «νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη» και στα Βαλκάνια, δηλαδή αναβάθμιση του ιμπεριαλιστικού της ρόλου και των παγκόσμιων προοπτικών του. Πώς θα δεχτεί, λοιπόν, τη στρατιωτική και πολεμική αναβάθμιση της περίσφιξής της;
Οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές βρίσκονται ήδη κάτω από το μεγάλο βάρος των δικών τους ζητημάτων. Ύφεση, αποβιομηχάνιση, πολιτική αστάθεια αντιμετωπίζει το Βερολίνο εν μέσω κλιμάκωσης της ενεργειακής εξάρτησής του από τις ΗΠΑ και με τους γνωστούς στρατιωτικούς-στρατηγικούς περιορισμούς που έχει για μια ολοκληρωμένη εκδήλωση των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεών του. Ήττες και αποχωρήσεις από την Αφρική γνωρίζει ο γαλλικός ιμπεριαλισμός που επίσης βρίσκεται σε συνθήκες παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας. Όλα αυτά ενώ παράλληλα στη Μέση Ανατολή εξελίσσεται μια αναδιάταξη δυνάμεων και συνόρων, όπου οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές έχουν ασθενή ή και καθόλου επίδραση. Πώς, λοιπόν, ενώ αντιμετωπίζουν όλα αυτά που ενδεικτικά αναφέραμε (αλλά και τις επιδιώξεις Τραμπ για Γροιλανδία, Καναδά κ.λπ.) θα δεχτούν μιας τέτοιας τάξης εμπλοκή στην Ουκρανία σαν αυτή που προβλέπει η πρόταση Τραμπ; Μια εμπλοκή που στην πραγματικότητα θα σημαίνει ότι υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις τους όπου αλλού, να επιβαρύνουν πολύ περισσότερο την κατάσταση στο εσωτερικό των χωρών τους και να «αφιερωθούν» στην υπηρέτηση του αμερικάνικου σχεδίου;
Τις δικές της ανησυχίες για την πρόταση Τραμπ είναι βέβαιο ότι έχει και η Κίνα που ήδη ζήτησε να έχει «θέση» στη συζήτηση για την Ουκρανία σαν διοργανωτής της συνάντησης Τραμπ-Πούτιν στο έδαφός της. Είναι ενδεχόμενο στο επόμενο διάστημα η στρατηγική συνεργασία Ρωσίας-Κίνας να εμφανιστεί σαν ένας ακόμα «διπλωματικός» παράγοντας τροποποίησης-αναίρεσης της πρότασης Τραμπ.
5. Κάτω από το σύνολο αυτών των αντιθέσεων και των αντιφάσεων είναι ερώτημα που μέλλει να κριθεί στο επόμενο διάστημα αν και ποιες πλευρές της πρότασης αυτής μπορεί να προχωρήσουν προσωρινά, αν δηλαδή θα υπάρξει ένας κάποιος προσωρινός και εύθραυστος συμβιβασμός. Ωστόσο, και σε κάθε περίπτωση, η πρόταση Τραμπ μόνο «ειρηνευτική» δεν είναι, μόνο στο «τέλος του πολέμου» στην Ουκρανία δεν αποσκοπεί. Εκεί που πραγματικά αποσκοπεί είναι στην αλλαγή των όρων του πολέμου έτσι ώστε οι ΗΠΑ να μπορέσουν να ξεπεράσουν το σημερινό αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν κάνοντας αυτόν τον πόλεμο δι’ αντιπροσώπου απέναντι σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη, με το στρατιωτικό και στρατηγικό βάθος που έχει η δύναμη αυτή.
Με βάση όλα τα προηγούμενα που αναφέραμε, είναι φανερό ότι αυτό που σίγουρα θα φέρει η πρόταση Τραμπ είναι νέες περιπλοκές και εντάσεις στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, αλλά και όξυνση των συγκρούσεων στο ουκρανικό πεδίο. Ήδη οι δηλώσεις Βανς για ένταση των οικονομικών και των στρατιωτικών δράσεων ενάντια στη Ρωσία «αν δεν δείξει καλή πίστη στην πρόταση Τραμπ» (δήλωση που αργότερα ανασκευάστηκε –δείγμα και αυτό των παλινωδιών και των αδιεξόδων των διάφορων ιμπεριαλιστών και των ΗΠΑ) αποτελούν μαρτυρία του πραγματικού χαραχτήρα που έχει αυτός ο αμερικάνικος εκβιασμός προς συμμάχους και αντιπάλους. Με την πρόταση Τραμπ το «μαζί μας ή εναντίον μας» του Μπους του νεότερου το 2001 μετά τους Δίδυμους Πύργους, επαναλαμβάνεται σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και προς κάθε κατεύθυνση και σε συνθήκες πολύ θερμότερου ανταγωνισμού με έναν πόλεμο που διαρκεί ήδη τρία χρόνια μέσα στο κέντρο της Ευρώπης!
Οι «αναλύσεις» για «νέα Γιάλτα» και τα σχέδια περί «ανοικοδόμησης» (στην Ουκρανία, στη Γάζα και όπου αλλού) είτε ανήκουν στη σφαίρα της πολιτικής ηλιθιότητας, είτε στοχεύουν στην παραπλάνηση και τον αφοπλισμό των λαϊκών μαζών! Το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα γενικά βρίσκεται στην φάση της «κατεδάφισης» και της καταστροφής και όχι της «ανοικοδόμησης» και της «ανάπτυξης». Όπως τα «σχέδια ανοικοδόμησης» της Ουκρανίας φανερά επιχειρούν να αποπροσανατολίσουν από τη φρίκη του πολέμου και του μαύρου μέλλοντος που περιμένει τον ουκρανικό λαό, έτσι και η «ανοικοδόμηση» της Γάζας είναι ένα πολύ μικρό φύλο συκής που μάταια προσπαθεί να κρύψει τις αμερικανικές πλάτες στην «τελική λύση» του σιωνιστικού κράτους, δηλαδή την εκδίωξη του λαού της Παλαιστίνης από τη γη του, αλλά και τον εκβιασμό στα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα για επανεκκίνηση των «Συμφωνιών του Αβραάμ».
Προσπερνώντας, επίσης, την ιστορική διαστρέβλωση και τον γνωστό χυδαίο αντικομμουνισμό για το τι ήταν η Γιάλτα, χρειάζεται να διαδηλώσουμε πως η πρόταση Τραμπ δεν είναι μια πρόταση «ειρηνικού διακανονισμού» του κόσμου. Δεν είναι το «τέλος του πολέμου». Είναι άλλο ένα βήμα στην προετοιμασία του Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με ανελέητους ανταγωνισμούς, με τυχοδιωκτισμούς κάθε μορφής και κλίμακας, οι ιμπεριαλιστές μόνο αυτήν την προοπτική μπορούν να οικοδομήσουν για να απαντήσουν στα αδιέξοδα αυτού του βάρβαρου και σάπιου συστήματος.
Η μαζική αντιιμπεριαλιστική πάλη, το Μέτωπο Πάλης των Λαών απέναντι σε όλους τους φονιάδες του πλανήτη, που θα εμπνέεται και θα καθοδηγείται από την επαναστατική κομμουνιστική προοπτική είναι η μοναδική πραγματική απάντηση.
Κυριακή 16 Φλεβάρη 2025
Το ΠΓ του ΚΚΕ(μ-λ)