22 ΓΕΝΑΡΗ 2021

Απόφαση του Π.Γ. του ΚΚΕ(μ-λ): Οι αιτίες της ταραχής των ΗΠΑ και η κατάσταση που διαμορφώνεται

22 Ιανουαρίου 2021

Οι εξελίξεις και τα ερωτήματα που θέτουν

Τα γεγονότα της 6/1/21 στις ΗΠΑ με την εισβολή στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον, είναι πρωτόγνωρα, τουλάχιστον για τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες στη χώρα αυτή. Μια εισβολή στο κεντρικό πολιτικό θέατρο της πρωτεύουσας της επικεφαλής δύναμης του καπιταλιστικού–ιμπεριαλιστικού κόσμου, δεν είναι –δεν μπορεί να είναι– ένα τυχαίο γεγονός. Δεν μπορεί να είναι και δεν είναι αποτέλεσμα της «ιδιορρυθμίας Τραμπ», όσο και αν η εισβολή αυτή είχε στοιχεία σπασμωδικότητας και συνοδεύεται από ερωτήματα για τους άμεσους στόχους που αυτή καθαυτή η εισβολή μπορεί να είχε.

Η εισβολή στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον δεν είναι συνεπώς ένα «ατύχημα» αλλά η –μέχρι τώρα– κορύφωση μιας πορείας εντάσεων, αντιθέσεων, συγκρούσεων που εξελίσσεται εντός των ΗΠΑ (και εντός των κυρίαρχων δυνάμεών τους) εδώ και χρόνια. Μια κατάσταση αντιθέσεων και συγκρούσεων που εκδηλώθηκε ήδη από την περίοδο Ομπάμα και έγινε πιο φανερή πριν την εκλογή Τραμπ του 2016 με το «σκάνδαλο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας» της Κλίντον. Μια κατάσταση που οξύνθηκε σε όλη τη διάρκεια της διοίκησης Τραμπ. Τόσο με την επιχείρηση δίωξής του και καθαίρεσής του για το «σκάνδαλο με τη Ρωσία», αλλά και με τις διαρκείς αλλαγές των πιο υψηλόβαθμων στελεχών της διοίκησης Τραμπ και στις πιο νευραλγικές θέσεις (ΥΠΕΞ, Υπουργείο Άμυνας, Σύμβουλοι Εθνικής Ασφάλειας κ.λπ.) της διοίκησης αυτής για την αμερικάνικη υπερδύναμη. Μια κατάσταση που εκδηλώθηκε έντονα σε όλη την τελευταία προεκλογική περίοδο, με άγριες εκατέρωθεν απειλές, αλλά και με γεγονότα και ταραχές σε μια σειρά πόλεις και πολιτείες των ΗΠΑ. Γεγονότα που ακόμα και όταν είχαν άλλες αφετηρίες (εξέλιξη της πανδημίας στις ΗΠΑ, δολοφονίες, φυλετική καταπίεση και ξέσπασμα μαζικών αντιστάσεων) για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους εμπλέκονταν και τροφοδοτούσαν την προϊούσα κεντρική αντιπαράθεση.

Επιπλέον, όμως, τα γεγονότα της 6/1/21 «προαναγγέλθηκαν» από μια σειρά ταραχές και γεγονότα της μετεκλογικής περιόδου. Στο Πόρτλαντ, στην Ατλάντα, στο Ντιτρόιτ, στη Νέα Υόρκη και αλλού, μετά τις εκλογές της 3/11/20 ξέσπασαν συγκρούσεις (σε κάποιες παρέμβηκε ακόμα και η Εθνοφρουρά) με αντικείμενο την αμφισβήτηση ή την επιβεβαίωση της εκλογής Μπάιντεν.

Αλλά και μετά την απομάκρυνση των εισβολέων και την αποκατάσταση της «τάξης» στο Καπιτώλιο η αντιπαράθεση συνεχίζεται. Την επομένη των γεγονότων, δηλαδή στις 7/1, στη Βουλή των Αντιπροσώπων 232 ψηφίζουν την επικύρωση της νίκης Μπάιντεν στην Πενσυλβάνια, ενώ 138 την καταψηφίζουν! Στη συνέχεια, ενόψει της ορκωμοσίας και με φόντο τις «πολεμικές προετοιμασίες» στο Καπιτώλιο και σε ολόκληρη την πόλη της Ουάσιγκτον, συνεχίζονται αμείωτες οι εκατέρωθεν αντιδράσεις και πιέσεις με τους Δημοκρατικούς να ξεκινούν (δεύτερη) διαδικασία καθαίρεσης του Τραμπ, που, αν ολοκληρωθεί, αυτό θα συμβεί όταν ο ίδιος ο Τραμπ δεν θα είναι πια πρόεδρος.

Με δεδομένα τα παραπάνω, τίθενται μια σειρά ερωτήματα. Ποιες είναι οι αιτίες αυτής της εξελισσόμενης αντιπαράθεσης; Πόσο διακριτές είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που εμπλέκονται στην αντιπαράθεση αυτή και πόσο ολοκληρωμένες είναι οι πολιτικές απαντήσεις και διαμορφώσεις της καθεμιάς; Θα εξουδετερωθεί πολιτικά ο Τραμπ και, ακόμα περισσότερο, η πολιτική τάση και κατεύθυνση που εκφράζει; Θα «επιστρέψει» το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ στην «παραδοσιακή» συνθήκη του δικομματισμού (Δημοκρατικοί-Ρεπουμπλικάνοι) ή θα εκδηλωθούν ανατροπές στα πλαίσιά του; Με ποιες πολιτικές (εντός και εκτός ΗΠΑ) θα αντιμετωπίσει η διοίκηση Μπάιντεν το «τσαλάκωμα» που προκάλεσαν στην υπερδύναμη οι εξελίξεις αυτές; Τι φέρνουν όλα αυτά για το λαό των ΗΠΑ, αλλά και για τους λαούς του πλανήτη;

Θεωρούμε ότι σε αρκετά από αυτά τα ερωτήματα και σε επιμέρους πλευρές κάποιων άλλων οι απαντήσεις δεν έχουν κριθεί. Θεωρούμε επίσης ότι η Ιστορία προσφέρεται βέβαια για εξαγωγή συμπερασμάτων, ακόμα και για αναζήτηση αναλογιών του κάθε «τότε» με το τώρα, αλλά οπωσδήποτε δεν προσφέρεται για μηχανιστικές μεταφορές, για αντιγραφή του «τότε» στο σήμερα. Δεν μπορούμε συνεπώς να πάρουμε «έτοιμες απαντήσεις» π.χ. από τα γεγονότα της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ (δολοφονία Κένεντυ το 1963, γεγονότα στο Συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο το 1968 κ.ά.), από τους Δίδυμους Πύργους το 2001 ή από την πορεία ανάδειξης του Χίτλερ στη Γερμανία. Γιατί αυτά και τα όποια άλλα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναζητούνται ή και βρίσκονται αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση στις ΗΠΑ, συνέβησαν στο δικό τους πλαίσιο, των τότε συνθηκών και συσχετισμών. Οι απαντήσεις που κάθε φορά δίνει η Ιστορία και η ζωή είναι πρωτότυπες, πηγάζουν και διαμορφώνονται από τα συγκεκριμένα δεδομένα της ιστορικής «στιγμής» και από τη δράση-πάλη των δυνάμεων που διεξάγεται μέσα σε αυτή τη «στιγμή». Σε αυτή τη βάση και πριν προχωρήσουμε στις απαντήσεις και τις προσεγγίσεις που μπορούμε σήμερα να κάνουμε, θεωρούμε χρήσιμο για την κατανόηση αυτών των εξελίξεων να παραπέμψουμε σε δύο παλιότερες τοποθετήσεις μας. Σε μια βασική μας τοποθέτηση αμέσως μετά την εκλογή Τραμπ το Νοέμβριο του 2016 [1] και στην σχετική απόφαση του ΚΟ του ΚΚΕ(μ-λ) το Μάρτη του 2017. [2]

Αντιθέσεις και διαμορφώσεις εντός των ΗΠΑ

Η έναρξη της οκταετίας Ομπάμα συνέπεσε με την έκρηξη της κρίσης του 2008. Μια κρίση που χτύπησε τη «φούσκα» της εικονικής οικονομίας και γκρέμισε με μαζικό τρόπο στελέχη και μεσοστρώματα που την υπηρετούσαν και ταΐζονταν από αυτή. Μια κρίση που χτύπησε και τη λεγόμενη πραγματική οικονομία και γέμισε με βιομηχανικά κουφάρια τις ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος της οκταετίας Ομπάμα υπολογιζόταν ότι 143.000 γέφυρες χρειάζονταν επισκευή, ενώ τα 2/3 των αυτοκινητόδρομων ήταν σε άθλια κατάσταση. Αλλά βέβαια και μια κρίση που όξυνε, βάθυνε και επέκτεινε και προς τα παραπάνω στρώματα την εξαθλίωση και την ανεργία, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσε το θηριώδες πλέγμα της καταπίεσης φυλών, εθνών, μειονοτήτων. Η κατάσταση αυτή «αναζητούσε» πολιτικές εκφράσεις και απαντήσεις, και δεν είναι τυχαίο ότι μόλις στον πρώτο χρόνο της θητείας Ομπάμα, το 2009, συγκροτείται το γνωστό (ακρο)δεξιό δίκτυο «tea party». Η κατάσταση αυτή χειροτέρευε όλα τα επόμενα χρόνια και βέβαια σε συνδυασμό με τα (καθοριστικά για την περίπτωση της αμερικανικής υπερδύναμης) προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ΗΠΑ στο διεθνές-παγκόσμιο πεδίο.

Σε σχέση με όλα αυτά τα ζητήματα στο εσωτερικό πεδίο η πολιτική Τραμπ επεδίωξε, θα λέγαμε, δύο βασικές απαντήσεις. Η πρώτη, που αφορούσε σε μια κατεύθυνση «περιορισμού της φούσκας» και ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας, συνάντησε γρήγορα τα όρια της ίδιας της φύσης και των αδιεξόδων του συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα (ύψους 1 τρισ. δολαρίων!) χρηματοδότησης των υποδομών εντός των ΗΠΑ, που θα έδινε πεδίο δράσης στο κατασκευαστικό κεφάλαιο και «δουλειές στο λαό», κατέρρευσε ήδη από το 2017. Κατέρρευσε γιατί τα λιμνάζοντα κεφάλαια ποτέ δεν «πείστηκαν» να μπουν στο «ρίσκο» μιας όχι άμεσης απόδοσης και τελικά οι πραγματικότητες του συστήματος οδήγησαν και αυτό το πρόγραμμα να υπηρετήσει, έστω βραχυπρόθεσμα, τους «αντιπάλους» του, καθώς εκτινάχθηκαν οι τιμές των μετοχών στη Wall Street από την προσδοκία ενίσχυσής τους λόγω της χρηματοδότησης που «θα ερχόταν» στις κατασκευαστικές εταιρείες. Παράλληλα, και πάντα στο πεδίο της οικονομίας του συστήματος, προστίθονταν και άλλες περιπλοκές, όπως αυτή του θιγμένου ιδιωτικού κεφαλαίου από τις πολιτικές αποκόλλησης από την Κίνα και «επιστροφής» στις ΗΠΑ μιας σειράς επενδύσεων όπως απαιτούσε το συλλογικό συμφέρον της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης.

Η δεύτερη απάντηση αφορούσε στη διαμόρφωση του εσωτερικού «κοινωνικού-πολιτικού μετώπου». Μια απάντηση που έπρεπε να παίρνει υπόψη της τα ταξικά δεδομένα που διαμόρφωνε η κρίση και η άγρια επίθεση η οποία σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Αλλά ταυτόχρονα, η απάντηση αυτή θα έπρεπε να διαμορφώνει μια εσωτερική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, τέτοια που να υπηρετεί τις παγκόσμιες επιδιώξεις των ΗΠΑ. Θεωρούμε ότι στο ζήτημα αυτό είναι θετικός ο απολογισμός της πολιτικής του Τραμπ, θετικός για τα συμφέροντα και την κατεύθυνση που θέλει να υπηρετήσει. Και μάλιστα, η διαμόρφωση που έχει πετύχει αποτελεί και βασικό ατού της πλευράς Τραμπ στην αντιπαράθεση που σήμερα εξελίσσεται. Η απάντηση αυτή κινήθηκε στην κατεύθυνση συγκέντρωσης και συγκρότησης μεσαίων και μικρομεσαίων λαϊκών στρωμάτων σε μια βάση εθνικιστική, ακροδεξιά, ρατσιστική και αντιδραστική. Μια βάση που «όραμά» της και προοπτική της ήταν και είναι το M.A.G.A. (Make America Great Again) και προφανώς σε πλήρη αντιστοιχία με το στόχο της απόκτησης της παγκόσμιας κυριαρχίας για τις ΗΠΑ. Η απάντηση αυτή προφανώς ενείχε και ενέχει και την υπόσχεση μιας κάποιας βελτίωσης της ζωής του λαού των ΗΠΑ στο βαθμό που υλοποιείται και κατακτιέται ο στόχος της «Μεγάλης Αμερικής».

Για τη συγκρότηση αυτής της απάντησης και ως βάση εκκίνησης χρησιμοποιήθηκε το ήδη εκτεταμένο δυναμικό των ακροδεξιών και φασιστικών (και οπλοφορούντων νόμιμα) δυνάμεων που δρούσαν στις ΗΠΑ. Αυτό το δυναμικό πολλαπλασιάστηκε και ενισχύθηκε και κυρίως συγκροτήθηκε σε βάση αναφοράς και δίκτυο στην υπηρεσία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ή ίσως πιο σωστά της πολιτικής τάσης Τραμπ. Ένα δίκτυο «πολύμορφο» που περιλαμβάνει από τις πιο «καθωσπρέπει» ακροδεξιές δυνάμεις (Tea Party, Alt-Right) ως τις ανοιχτά φασιστικές, εθνικιστικές και συνομωσιολογικές (Κου-Κλουξ-Κλαν, Proud Boys, QAnon κ.λπ.)

Τα γεγονότα στη Βιρτζίνια τον Αύγουστο του 2017 (δολοφονία της αντιφασίστριας Χέδερ Χέγερ) είναι μια σαφής πιστοποίηση αυτής της εξέλιξης. Εκεί το δίκτυο των δυνάμεων Τραμπ ανεμίζει σβάστικες και σημαίες της «Συνομοσπονδίας» (σαν αυτές που εμφανίστηκαν στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον) υπερασπιζόμενο το άγαλμα του στρατηγού του δουλοκτητικού Νότου, Ρόμπερτ Λι. Η έντονη αντίδραση των Δημοκρατικών στα γεγονότα αυτά καθόλου δεν αφορούσε σε κάποια πραγματική αντίθεσή τους στις ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις. Αυτές (και τα αγάλματά τους) τις ανέχονταν και τις υπέθαλπαν επί δεκαετίες. Η αντίδραση των Δημοκρατικών ήταν ενάντια στην συγκρότηση αυτών των δυνάμεων σε βάση υπηρέτησης του ενδοαστικού τους αντιπάλου. Η Βιρτζίνια του 2017, ενάμιση μόλις χρόνο μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ, ήταν εκδήλωση της συγκρότησης και ανάπτυξης αυτού του νέου κοινωνικοπολιτικού μετώπου, που υπό την ηγεσία Τραμπ διαμορφώνεται και «προειδοποιεί» για γεγονότα σαν αυτά της 6/1/21. Εξάλλου, με τέτοιους όρους και τρόπους η διοίκηση Τραμπ στάθηκε και απέναντι στο κίνημα “black lives matter” αλλά και με παρόμοιες μορφές (διαδηλώσεις ενόπλων) έκανε σε μεγάλο βαθμό και την προεκλογική του εκστρατεία.

Όλη αυτή η διαμόρφωση δεν έγινε ερήμην των μηχανισμών ασφαλείας του κράτους. Αντίθετα, έγινε υπό την προστασία τους, αλλά όχι με παθητικό τρόπο. Οι μηχανισμοί (ή τμήματά τους) στήριξαν και ενεπλάκησαν στη διαμόρφωση αυτή και τελικά τροποποιήθηκαν και οι ίδιοι, και έτσι φτάσαμε στην εικόνα της χωρίς εμπόδια εισβολής στο Καπιτώλιο στις 6/1. Και αυτή η πορεία στήριξης, εμπλοκής και τροποποίησης αφορά οπωσδήποτε σε κάποιο βαθμό και σε κάποια τμήματά του και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Αυτό που είχε –με τις αμερικάνικες ιδιοτυπίες– την κυβερνητική ευθύνη σε όλη αυτή την εξέλιξη. Στον πρόεδρο αυτού του κόμματος αναφερόταν όλο αυτό το «πολύμορφο» αντιδραστικό, εθνικιστικό, φασιστικό δίκτυο δυνάμεων που έπαιρνε στα «χέρια του» το «νόμο και την τάξη» όλα αυτά τα χρόνια εμπνεόμενο από το στόχο και την προοπτική του M.A.G.A. Η ανοιχτή επιστολή δέκα(!) πρώην υπουργών Άμυνας δύο μέρες πριν τα γεγονότα του Καπιτωλίου και με την προειδοποίηση για την ανάγκη αποφυγής εμπλοκής του στρατού στην αντιπαράθεση, σε αυτό το δίκτυο απευθυνόταν. Και πριν από όλα απευθυνόταν στα ανώτερα τμήματά του, αυτά που βρίσκονταν και βρίσκονται ψηλά, στους μηχανισμούς ασφάλειας, στο στρατό και στο πολιτικό σύστημα.

Το κύριο ζήτημα: η σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ και τα αδιέξοδα/ένταση που αυτή γεννά

Για μια χώρα που είναι επικεφαλής του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος παγκόσμια, που έχει αναπτύξει ένα τεράστιο –και τεράστιου κόστους– πλανητικό δίκτυο ώστε να διατηρεί αυτή τη θέση της επικεφαλής δύναμης του πλανήτη, όλα τα προβλήματά της και όλες οι λύσεις τους καθορίζονται από αυτό ακριβώς το ζήτημα. Από το αν υποστηρίζεται η επικεφαλής θέση, από το αν διαμορφώνονται διαρκώς οι προϋποθέσεις της παγκόσμιας κυριαρχίας. Για τις ΗΠΑ ο έλεγχος και η απομύζηση του πλανήτη είναι ο θεμελιακός όρος αναπαραγωγής και ενίσχυσης του δικτύου κυριαρχίας, είναι ο θεμελιακός όρος και γι’ αυτό που συμβατικά μόνο μπορεί να ονομαστεί «εσωτερική ανάπτυξη».

Η νίκη των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο και όπως αυτή καταγράφηκε με τις καταρρεύσεις του ’89-’91 θεωρήθηκε από τα επιτελεία τους ως μια «χρυσή ευκαιρία». Μια «χρυσή ευκαιρία» για να ολοκληρωθεί η νίκη αυτή και να μετατραπεί σε παγκόσμια κυριαρχία. Να ολοκληρωθεί, γιατί, ως νίκη σε ψυχρό και όχι σε θερμό πόλεμο, άφησε αλώβητο το πυρηνικό οπλοστάσιο του στρατηγικού ανταγωνιστή της, της Ρωσίας, που ήταν τέτοιο και τόσο που δεν επέτρεπε την πραγμάτωση της παγκόσμιας κυριαρχίας. Αυτός ήταν και είναι ο στρατηγικός στόχος των ΗΠΑ στα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν από τη νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο. Ωστόσο, σε αυτές τις δεκαετίες οι εξελίξεις ήταν τέτοιες που όχι μόνο δεν έγιναν βήματα υλοποίησης αυτού του στόχου της, αλλά αντίθετα η «χρυσή ευκαιρία» έχει απομακρυνθεί. Εδώ και χρόνια οι ΗΠΑ παρουσιάζουν συνεχή και σημαντική υποχώρηση σε σχέση με «συμμάχους» και αντιπάλους.

Γύρω από αυτό το κύριο και καθοριστικό –για τις τύχες της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης των ΗΠΑ, αλλά και για όλο τον πλανήτη– ζήτημα περιστρέφονται εδώ και πολλά χρόνια εντός των ΗΠΑ όλες οι διεργασίες και οι εξελίξεις. Από τους προβληματισμούς και τις εισηγήσεις των «δεξαμενών σκέψης» έως τις μανούβρες, τους εκβιασμούς και τις αποφάσεις στο πολιτικό επίπεδο. Θα μπορούσαμε να πάμε στο μακρινό 2000 για να θυμίσουμε ότι, χάριν των επιλογών σε αυτό το ζήτημα, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Γκορ… έχασε τις εκλογές. Αλλά για να έρθουμε στη σημερινή περίοδο, ήταν ο αρνητικός απολογισμός που τα κέντρα εξουσίας έκαναν σχετικά με αυτό το ζήτημα για τη θητεία Ομπάμα, που οδήγησε στην «έκπληξη» της εκλογής Τραμπ το 2016. Ένας αρνητικός απολογισμός που στο επίκεντρό του είχε την έκβαση της μετωπικής πίεσης (Ουκρανία) και της πίεσης στα όρια της περιμέτρου (Συρία) που οι ΗΠΑ άσκησαν στο στρατηγικό ανταγωνιστή τους, της Ρωσία. Μια πίεση που, τελικά, όχι μόνο δεν αποδυνάμωσε, αλλά, αντίθετα, επιβεβαίωσε τη Ρώσικη ισχύ και ενίσχυσε τη δυνατότητα της Ρωσίας να ελέγχει την περίμετρό της και συνολικά αναβάθμισε το κύρος της και το ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή.

Ενόσω εξελίσσονταν αυτές οι αποτυχίες Ομπάμα, «ερχόταν» ο Τραμπ. Ο οποίος, αφενός, διαμόρφωνε ήδη το εσωτερικό μέτωπο στη βάση των αναγκών αυτού του κεντρικού και κύριου ζητήματος και, αφετέρου, ασκούσε δριμεία κριτική στην εξωτερική πολιτική που έκανε πολλά «χατίρια» σε συμμάχους και άφηνε «ανενόχλητες» περιφερειακές δυνάμεις, στην εξωτερική πολιτική που δεν απομυζούσε τον απαιτούμενο πλούτο και τα αναγκαία κέρδη για τις ΗΠΑ, στην εξωτερική πολιτική που ήταν τέτοια ώστε να απομακρύνει τις ΗΠΑ από το στόχο της κυριαρχίας στον πλανήτη. Κριτική που, μάλιστα, πήγαινε πίσω φτάνοντας μέχρι το 1990 και συμπεριλαμβάνοντας και τους Ρεπουμπλικάνους, για το γεγονός της απώλειας της «χρυσής ευκαιρίας».

Σε αναφορά με όλα αυτά, η διοίκηση Τραμπ παρουσίασε κατευθύνσεις και τακτικές επιλογές που –όπως φάνηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του– δεν προχωρούσαν απρόσκοπτα. Εκδηλώθηκαν και παλινωδίες στην προώθησή τους αλλά ακόμα και αδυναμίες στη συγκρότησή τους όπως μαρτυρά ο διαρκής ανασχηματισμός του επιτελείου του.

Οι αιτίες αυτής της κατάστασης βρίσκονται στα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί διεθνώς, στο κουβάρι των αντιθέσεων που έχουν διαμορφωθεί σε όλη την κλίμακα (από τους αντιπάλους και «συμμάχους» ιμπεριαλιστές στον πλανήτη έως τις περιφερειακές δυνάμεις και τις εξαρτημένες χώρες) και τελικά στο πλαίσιο των «δεσμεύσεων» που οι ΗΠΑ φέρουν. «Δεσμεύσεις» που αφορούν στο ότι η ανάδειξή τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ηγέτιδας δύναμης στον κόσμο, όπως και η νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο, έχει βασιστεί στην ύπαρξη της Δυτικής Συμμαχίας που, ωστόσο, στις σημερινές συνθήκες αποτελεί και ένα όριο για την εκδήλωση των επιθετικών επιδιώξεων των ΗΠΑ.

Η διοίκηση Τραμπ επιχείρησε –αν όχι την αναίρεση– τη μετατόπιση αυτού του ορίου, προφανώς υπέρ των συμφερόντων των ΗΠΑ, αλλά και ρισκάροντας συμφέροντα των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, έχοντας διαμορφώσει ισχυρές προϋποθέσεις στο πεδίο του εσωτερικού μετώπου, προσανατολιζόταν σε μια δεύτερη θητεία συνέχισης και με πιο δραστικές επιλογές αυτής της πολιτικής. Αυτός ο προσανατολισμός και σε συνδυασμό με το κρίσιμο «νέο» δεδομένο για την Κίνα (που ανακηρύχτηκε επισήμως και ομοφώνως από τα κέντρα των ΗΠΑ από «εταίρος» σε ανταγωνιστής) αποτέλεσε ίσως το κρίσιμο σημείο ανησυχίας, το σημείο καμπής. Το σημείο με βάση το οποίο πίσω από τους Δημοκρατικούς και ενόψει των εκλογών του περασμένου Νοέμβρη συσσωρεύτηκαν μια σειρά βασικά κέντρα εξουσίας των ΗΠΑ και οδήγησαν στην εκλογή Μπάιντεν με 81,2 εκατομμύρια ψήφους.

Πρόκειται για μια εκλογή που μοιάζει «μεταβατική» και όχι μόνο ή κυρίως λόγω της ηλικίας του νέου Προέδρου, καθώς οι Δημοκρατικοί προεκλογικά περισσότερο τόνισαν την ανάγκη μη επανεκλογής Τραμπ και λιγότερο παρουσίασαν κατευθύνσεις για το κύριο ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ. Ενώ ταυτόχρονα η «πολιτική τάση Τραμπ», που πήρε 74,2 εκατομμύρια ψήφους, είναι αυτή που με τον πιο αποφασιστικό τρόπο έχει εμφανιστεί να διεκδικεί την απάντηση στο κύριο ζήτημα της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης των ΗΠΑ.

Η κατάσταση αυτή –συμπερασματικά– αποτελεί έκφραση του βραχυκυκλώματος στο πολιτικό επίπεδο των δυσκολιών της αντιμετώπισης του κύριου ζητήματος. Στην αντιμετώπιση δηλαδή του δεδομένου της σταθερής και σημαντικής σχετικής υποχώρησης που παρουσιάζουν οι ΗΠΑ, όντας η επικεφαλής ιμπεριαλιστική δύναμη στον πλανήτη. Και ταυτόχρονα από την κατάσταση αυτή, που «ομολογεί» επίσημα και διεθνώς το πρόβλημα, πηγάζουν τα ερωτήματα για τις επιλογές που οι ΗΠΑ θα διαμορφώσουν στην «παγκόσμια στάση» τους το επόμενο διάστημα.

Για το «διχασμό» και τη μοναδική στρατηγική των ΗΠΑ

Υπάρχει μια κατεύθυνση που μπορούμε κατηγορηματικά να αποκλείσουμε από τις επιλογές και τη στάση που μπορεί να διαμορφώσουν οι ΗΠΑ. Αυτή είναι η κατεύθυνση και η στάση της οικιοθελούς αποδοχής της υποχώρησής τους, μια κατεύθυνση που θα «αποδέχεται» ως δεδομένη και αναπότρεπτη την υποχώρησή τους. Μια τέτοια στάση και κατεύθυνση είναι έξω από τη φύση κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης, πολύ περισσότερο της επικεφαλής δύναμης του συστήματος. Μια τέτοια στάση και κατεύθυνση «δεν περνάει ούτε από το μυαλό» σε κανένα κέντρο εξουσίας των ΗΠΑ και σε καμιά πολιτική δύναμη ή τάση που αναφέρεται στα κέντρα αυτά.

Για όλες τις κυρίαρχες δυνάμεις εντός των ΗΠΑ είναι δεδομένη μία και μοναδική κατεύθυνση και στρατηγική: η κατεύθυνση που θα ανακόψει–ανατρέψει την πορεία υποχώρησης, ο στρατηγικός στόχος της παγκόσμιας κυριαρχίας. Ο στόχος αυτός, όσο και αν είναι τυχοδιωκτικός, ακόμα και ολέθριος για τις τύχες του πλανήτη, και ανεξάρτητα από το αν κανείς εκτιμά αν είναι ρεαλιστικός και επιτεύξιμος, είναι ο μόνος που αντιστοιχεί στη λογική που έχει και σε αυτό που είναι ο ιμπεριαλισμός. Είναι ο μόνος ρεαλισμός γι’ αυτό που είναι και «έχουν» οι ΗΠΑ σήμερα.

Σε αυτή τη βάση λειτουργεί παραπλανητικά η εκτεταμένη φιλολογία που με τον όρο του «διχασμού» επιχειρεί να περιγράψει την κατάσταση του πολιτικού συστήματος στις ΗΠΑ σήμερα, παραπέμποντας σε πλήρως αντιθετικές διαφορές στρατηγικής, που δεν υφίστανται. Ανάλογη διαστρέβλωση σε καίρια ζητήματα ήταν αυτή που προσδιόριζε την πολιτική Τραμπ ως «απομονωτισμό». Όρος που είναι σε πλήρη αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό, αλλά και όρος που μόνο «εύστοχα» δεν απέδιδε το γεγονός ότι η πολιτική Τραμπ, με τις πολλαπλές παρεμβάσεις και τα «χωσίματά» της, είχε αναστατώσει και αναταράξει τα τέσσερα σημεία του πλανήτη.

Οι διαστρεβλώσεις αυτές (που υιοθετούνται με ασυγχώρητη ευκολία και από δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά) έχουν και πηγές και αιτίες. Αφενός, εκφράζουν τις ανησυχίες και τις επιδιώξεις των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Ανησυχίες για το πόσο θα εκβιαστούν γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά από τις επιλογές των ΗΠΑ. Επιδιώξεις που αναζητούν στο πλαίσιο της Δυτικής Συμμαχίας περισσότερους «βαθμούς ελευθερίας», ώστε ο καθένας να εκδηλώνει και να κάνει τα δικά του ανταγωνιστικά βήματα στο παγκόσμιο ταμπλό. Σε αναφορά με αυτά τα δικά τους συμφέροντα προσδιόρισαν την πολιτική Τραμπ που όξυνε τις ενδο-δυτικές αντιθέσεις και τους εκβιασμούς στην ΕΕ ως «απομονωτισμό». Σε αναφορά με τα ίδια συμφέροντά τους εκφράζουν την ανησυχία τους για το λεγόμενο «διχασμό» εντός των ΗΠΑ και εκδηλώνουν την αντίθεσή τους σε κάθε ενδεχόμενο ισχυροποίησης πολιτικών από τις ΗΠΑ που θα τους φέρνουν σε πιο δύσκολη θέση.

Αφετέρου, οι διαστρεβλώσεις πηγάζουν από το ίδιο το κουβάρι των τακτικών αντιθέσεων που υπάρχει μέσα στα κέντρα των ΗΠΑ. Γιατί όσο κοινή και δεδομένη για όλους είναι η στρατηγική της παγκόσμιας κυριαρχίας, άλλο τόσο και περισσότερο δισεπίλυτο αναδεικνύεται όλα αυτά τα χρόνια το ζήτημα των τακτικών επιλογών που θα υπηρετήσουν αυτή τη στρατηγική. Ωστόσο, δεν αντιστοιχεί στα δεδομένα που εμείς ως τώρα έχουμε μια αναγωγή των κρίσιμων τακτικών πολιτικών αντιθέσεων που αφορούν στο στόχο της παγκόσμιας κυριαρχίας, στις κυρίαρχες μερίδες της μεγαλοαστικής τάξης των ΗΠΑ. Δηλαδή, αν και γιατί –είτε το χρηματιστικό κεφάλαιο, από τη μια, είτε το στρατιωτικοβιομηχανικό πλέγμα και οι «πετρελαιάδες», από την άλλη– έχουν συνταχθεί ως τέτοιοι με τη μια ή την άλλη τακτική επιλογή και κατεύθυνση. Θεωρούμε ότι οι σημαντικές τακτικές αντιθέσεις και συγκρούσεις διατρέχουν όλο το φάσμα των κυρίαρχων δυνάμεων, καθώς όλες οι τακτικές επιλογές παράγουν αντιφάσεις και σοβαρές παρενέργειες για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Και είναι χαρακτηριστικό και ειρωνεία της κατάστασης εντάσεων στην οποία βρίσκονται τα κέντρα εξουσίας των ΗΠΑ, το ότι ο Πρόεδρος που με τον πιο μαχητικό τρόπο διεκδίκησε την κατεύθυνση της «Μεγάλης Αμερικής» είναι ο ίδιος που κατηγορήθηκε ως «ύποπτος συνεννόησης με τη Ρωσία», δηλαδή με το στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ.

Κρίσιμες τακτικές «εκκρεμότητες»

Σήμερα, ενώ είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ –με τους Δημοκρατικούς και με τις όποιες λύσεις δοθούν στο πολιτικό τους σύστημα– δεν πρόκειται να «επιστρέψουν» στις πολιτικές Ομπάμα, ή ότι αλλιώς δεν πρόκειται να παραγνωρίσουν τα βασικά δεδομένα της θητείας Τραμπ, είναι ταυτόχρονα ανοιχτό ερώτημα οι επιλογές που θα διαμορφώσουν σε ορισμένα κρίσιμα τακτικά ζητήματα με στρατηγικές όμως απολήξεις:

- Το ζήτημα της «Ευρώπης», δηλαδή το ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ στρατηγικών σχέσεων και στρατηγικών εκβιασμών που θα έχουν και θα ασκήσουν στους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Επιδιώκοντας να βάλουν «απέναντι και μόνη» τη Ρωσία, αλλά και χωρίς να αμβλυνθεί –αντίθετα, να ενταθεί– η κοινή στάση ΗΠΑ-Ευρωπαίων απέναντι στην Κίνα. Το ζήτημα αυτό συνδέεται άμεσα:
α) Με τη σχέση που θα διαμορφώσουν με την ελεύθερη πλέον από την ΕΕ, Μ. Βρετανία.
β) Με την εξέλιξη της διαμόρφωσης της (κατά Ράμσφελντ και στο «πρότυπο» της Πολωνίας) «νέας Ευρώπης».
γ) Με εκβιασμούς και διευθετήσεις σε όλο το θερμό τόξο από τα Δ. Βαλκάνια έως τη Μ. Ανατολή, την Αν. Μεσόγειο και τη Β. Αφρική.

- Η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτής καθαυτής της «γκρίζας ζώνης» των χωρών της Αν. Ευρώπης και του Νότιου Καυκάσου που έχει καθοριστική βαρύτητα για όλα τα ζητήματα. Το ζήτημα αυτό «αναζωπυρώθηκε» μετά την πρόσφατη επιτυχία της Ρωσίας στο Αζερμπαϊτζάν.

- Η εξέλιξη της επιδίωξης (και μέχρι ποιο βαθμό και με ποια μέσα) ελέγχου και απόκρουσης της ανάδειξης της Κίνας σε ιμπεριαλιστική δύναμη στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, με την «επιστράτευση» της Ιαπωνίας και μιας σειράς περιφερειακών δυνάμεων και χωρών της περιοχής.

- Η εξέλιξη της καταρχήν συμφωνίας του Ισραήλ με Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Μπαχρέιν, σε μια πολιτικοστρατιωτική δύναμη στην υπηρεσία των ΗΠΑ, και η οποία –αν και στο βαθμό που θα διαμορφωθεί– θα έχει καθοριστικές επιδράσεις στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και στους διεθνείς συσχετισμούς.

- Η εξέλιξη των μετέωρων παρεμβάσεων-επεμβάσεων των ΗΠΑ στις χώρες της «πίσω αυλής τους», στη Ν. Αμερική, για τη διαμόρφωση ενός στάτους σχέσεών τους υπό την αναμφισβήτητη αμερικάνικη ηγεμονία, και για τη θωράκιση της περιοχής από ανταγωνιστές αλλά και συμμάχους.

Όλα τα παραπάνω είναι φανερό ότι είναι ζητήματα που αλληλεπιδρούν, ζητήματα που οι εξελίξεις στο καθένα διαμορφώνουν μπλοκαρίσματα, αντιδράσεις, απαντήσεις, στα άλλα. Ταυτόχρονα, όλα τα παραπάνω αποτελούν το κύριο περιεχόμενο του πολιτικού ζητήματος που έχει αναδειχθεί εντός των ΗΠΑ και η σφοδρότητα με την οποία αυτό το πολιτικό ζήτημα εκδηλώνεται και εξελίσσεται οφείλεται ακριβώς στις περιπλοκές που έχουν αυτά τα ζητήματα, στις αδυναμίες και στις δυσκολίες των ΗΠΑ να τα απαντήσουν σύμφωνα με τα συμφέροντα τους και τη στρατηγική τους επιδίωξη.

Το μέλλον των λαών θα κριθεί από την πάλη τους!

Μπροστά στην ρευστότητα και την κρισιμότητα των εξελίξεων συνοψίζουμε με κάποιες εκτιμήσεις και βασικές επισημάνσεις.

  • Το μέλλον του Τραμπ και της πολιτικής τάσης-κατεύθυνσης που διαμόρφωσε και συγκρότησε δεν έχει ακόμα κριθεί. Θα υπάρξει παρατεταμένη αντιπαράθεση εντός του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, το οποίο «εκβιάζεται» από τις ίδιες τις ανάγκες και στοχεύσεις της υπερδύναμης να τροποποιηθεί. Η δίωξη που ασκήθηκε από τους Δημοκρατικούς επιδιώκει την υποχώρηση-εξουδετέρωση της «τάσης Τραμπ» εντός των Ρεπουμπλικάνων. Μπορεί, ωστόσο, να παράξει τη διάσπασή τους ή την αποδυνάμωσή τους και την ανάδειξη μιας «τρίτης» πολιτικής λύσης.
  • Η διοίκηση Μπάιντεν έχει πάνω απ’ όλα την ευθύνη να υπερασπιστεί τα αμερικάνικα συμφέροντα στα τέσσερα σημεία του πλανήτη και σε συνθήκες οξυμένου ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Έχει την ευθύνη να μην επιτρέψει να αξιοποιηθεί η επίσημα ομολογημένη ταραχή των ΗΠΑ από κινήσεις και πρωτοβουλίες των συμμάχων και των ανταγωνιστών της. Σε αυτή τη βάση και με δεδομένη την πίεση που η νέα διοίκηση δέχεται από την πολιτική κατάσταση εντός των ΗΠΑ, θα διαμορφώσει άμεσα τις πρώτες κινήσεις και επιλογές της.
  • Η ταραχώδης εκδήλωση όλων αυτών των αντιθέσεων και των βραχυκυκλωμάτων στο πολιτικό επίπεδο και σύστημα των ΗΠΑ –που έχουν την ευθύνη αναπαραγωγής του συστήματος παγκόσμια– είναι μια μορφή συμπύκνωσης των αδιεξόδων και της χρεοκοπίας συνολικά του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει πως οι διέξοδοι για το σύστημα αυτό είναι συνυφασμένες με τους πιο άγριους τυχοδιωκτισμούς, με τις πιο ολέθριες επιλογές για τους λαούς του πλανήτη.
  • Σε αυτή τη βάση, οι λαοί είναι αντιμέτωποι με μεγάλες απειλές αλλά και με μεγάλες προκλήσεις. Γιατί αποδεικνύεται ξανά, ακόμα και χωρίς να πρωταγωνιστεί στον πλανήτη η πάλη του συγκροτημένου προλεταριάτου και των λαών, ότι είναι αντιδραστικός μύθος η «παντοδυναμία» του συστήματος. Οι λαοί καλούνται από αυτές τις εξελίξεις να κινητοποιηθούν, να διαμορφώσουν με την πάλη τους και την αλληλεγγύη τους, τους δικούς τους όρους στις εξελίξεις. Καλούνται να συγκροτήσουν τις αντιστάσεις τους και τους αγώνες τους στη βάση της κατεύθυνσης να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους.
  • Τα αδιέξοδα του συστήματος συνολικά και η αναζήτηση-επιδίωξη διαμόρφωσης όρων για τις πιο αντιδραστικές επιλογές, στις σημερινές συνθήκες, από τη μια, διαμορφώνουν και αναδεικνύουν τις πιο μαύρες και αντιδραστικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, όμως, στις συνθήκες αυτές τροφοδοτούνται οι τάσεις αντίστασης, οι τάσεις που αναζητούν και ανιχνεύουν την επαναστατική κατεύθυνση.
    Οι δυνάμεις που θέλουν να υπηρετήσουν την επαναστατική προοπτική της εργατικής τάξης και των λαών, έχοντας επίγνωση αυτής της κατάστασης, οφείλουν να ανταποκριθούν στο διπλό καθήκον που αυτή θέτει: τη συγκρότηση μαζικών αντιστάσεων και αγώνων, και τη συγκρότηση του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος που απαιτεί η εποχή μας.

Παραπομπές:

[1] «Επικίνδυνες Τραμπ(άλες) αβέβαιες εξελίξεις» - Προλεταριακή Σημαία Νο 790, 26/11/2016

[2] Απόφαση του Κ.Ο. του ΚΚΕ(μ-λ) - Προλεταριακή Σημαία Νο 798, 25/3/2017

Αναζήτηση
Social Media

Βουλευτικές Εκλογές 2023
Αντίσταση - Οργάνωση

 
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr