18 ΜΑΡΤΗ 2006

Να ανησυχήσουμε περισσότερο. Να ενισχύσουμε τα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά μας

Ενα βασικό πολιτικό στοιχείο

Στον τελευταίο γύρο των γενικών συνελεύσεων των καθηγητών, η εισήγηση της ΟΛΜΕ είχε τον (αμίμητα… αυτοκριτικό) τίτλο «ο,τι είπαμε ισχύει». Παραφράζοντας τη φράση αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε για την περίοδο που διανύουμε πως «ο,τι ξέραμε αλλάζει». Αλλάζει ό,τι ξέραμε για τον τρόπο που το σύστημα κάνει πολιτική, για τον τρόπο που ένας εργαζόμενος περνάει την κάθε του μέρα, για το όριο των ευνόητων δικαιωμάτων, για τη λογική ή το παράλογο των επιχειρημάτων.
Η γενικευμένη επίθεση του συστήματος –που συνοδεύεται από μια συνολική αποθράσυνση και χοντροκομμένες αδεξιότητες από τα διάφορα κέντρα του- πιέζει το πολιτικό σκηνικό διεθνώς και εσωτερικά, όλο και πιο δεξιά και μάλιστα με ταχύτητα που είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς αν και πόσο αυτή η κίνηση –με έντονα τα χαρακτηριστικά της πρόκλησης στο λαό- είναι αποτέλεσμα μόνο «συνετών» εκτιμήσεων ή ξεχειλώνει κάτω από τη μέθη της νίκης στο λαϊκό κίνημα και του ευνοϊκού για αυτό συσχετισμού.
Το μάλλον σίγουρο είναι, πάντως, ότι η αυξανόμενη αλαζονεία που επιδεικνύουν οι παράγοντες του συστήματος δεν είναι καλός σύμβουλος γι’ αυτούς και δίνει μια αίσθηση ότι έρχονται όλο και πιο κοντά στο «κρίσιμο λάθος» που θα ξαναθυμίσει στο λαό τι σημαίνει μαζική πάλη, ακόμα κι αν αυτό περιοριστεί για μια περίοδο σε ξεσπάσματα και κινήσεις με αντιφατικά στοιχεία εφόδων από τη μία και υποχωρήσεων από την άλλη.
Ενα νέο στοιχείο στον τρόπο που το σύστημα κάνει πολιτική είναι η πίεση για πλήρη ταύτιση των διάφορων πολιτικών κέντρων στα βασικά στοιχεία που καθορίζουν την πολιτική του απέναντι στο λαό. Είχαμε μάθει ότι τα προηγούμενα χρόνια το σύστημα κινιόταν με τη σύναψη «κοινωνικών συμβολαίων». Με την ηγεμονία, ασφαλώς, της μεγαλοαστικής τάξης, αλλά πάντως και με στοιχεία συνομιλίας και παζαριού με μεσοστρώματα, με στόχο την εμπέδωση συνολικά της κυριαρχίας και της πολιτικής σταθερότητας του καθεστώτος.
Την τελευταία περίοδο η μεγαλοαστική τάξη (και μάλιστα τα πιο εξαρτημένα τμήματά της, τουλάχιστον όσον αφορά την πολιτική τους έκφραση) από το «συμβόλαιο» έχει περάσει στην ανοιχτή κοινωνική (δια ροπάλου) επιβολή, απαξιώνοντας, μάλιστα, ολόκληρα μικροαστικά ή και μεσοαστικά τμήματα.
Αυτή η «μοναχική» καθοδήγηση της κοινωνίας από μια χούφτα (αμερικανοθρεμμένων) μεγαλοαστικών οικογενειών, αυτή –δηλαδή- η κοινωνική χούντα (και συγχωρέστε μου τη μικρή υπερβολή), ενώ (από τη μία) μικραίνει όλο και περισσότερο την κοινωνική βάση στήριξής της, τόσο (από την άλλη) επιβάλλει τη διεύρυνση της πολιτικής βάσης στήριξής της (ή καλύτερα δεν αφήνει περιθώρια ελιγμών) στο επίπεδο των αστικών και ρεφορμιστικών κομμάτων: Στη Γερμανία επιβάλλεται συγκυβέρνηση με απόλυτη συμφωνία στο ξήλωμα των εργατικών κατακτήσεων, στη Γαλλία όλο το επίσημο πολιτικό σκηνικό χειροκροτεί το στρατιωτικό νόμο στα προάστια – γκέτο και στην Ελλάδα η εκάστοτε κυβέρνηση κάνει πλάκα στην αντιπολίτευση ότι δε διαφωνεί με την κυβερνητική πολιτική.
Αυτή η πίεση συμμόρφωσης έχει τα αποτελέσματά της και στη ρεφορμιστική αριστερά, της οποίας και οι δύο φορείς κάνουν ό,τι μπορούν για να μην ενοχλήσουν την κυρίαρχη πολιτική. Ο… αριστερός Αλαβάνος ψάχνει διεξόδους προς ΠΑΣΟΚ, και το… ταξικό ΚΚΕ σφυρίζει αδιάφορα όποτε ανακύπτει ζήτημα στην ελληνική κοινωνία (υποκλοπές, ναυτεργάτες). Για την προσφορά τους αυτή, τα δύο κόμματα χαίρουν της καλύτερης αντιμετώπισης από τα αστικά ΜΜΕ και θα απολάβουν ακόμα καλύτερη αντιμετώπιση από τα μεγάλα αστικά κόμματα στα παζάρια (πάνω ή κάτω από το τραπέζι) στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές. Η πίεση του συστήματος είναι τόση που αλλάζει το χάρτη ακόμα και στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Οργανώσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες και άλλες (για να σώσουν τι άραγε;) ακουμπάνε στην μεγάλη αγκαλιά της επίσημης αριστεράς (που είναι πολύ τρυφερή όταν αποδέχεσαι την κυριαρχία της). Το τραγικό είναι ότι αυτοί οι «αρραβώνες» είναι πιθανό να τερματιστούν με πρωτοβουλία αυτής της επίσημης αριστεράς που, κάτω από την ανάγκη να αποδείξει τη συμμόρφωσή της με το σύστημα, μπορεί να μη βλέπει το λόγο να κουβαλάει περιττά «βαρίδια».
Αυτή η «μηδενική ανοχή» του συστήματος έχει ήδη δημιουργήσει ένα μεγαλοπρεπές πολιτικό κενό, αφού τις αντιστάσεις δεν τις εγκρίνει κανένα αστικό επιτελείο (ούτε καν οπορτουνιστικά) και, άρα, δεν έχουν σοβαρές πιθανότητες ενσωμάτωσης. Με άλλα λόγια με την επίθεση να βαθαίνει, με τα κόμματα να συναινούν, με τη συνδικαλιστική ηγεσία να είναι σχεδόν «άχρηστη» για το σύστημα, ποιος θα εκφράσει την κοινωνική δυσαρέσκεια;
Η ολομέτωπη επίθεση σε όλα τα τμήματα του λαού καθώς και η πλήρης παραγωγική αποσυγκρότηση της χώρας σε συνδυασμό με το πολιτικό αυτό κενό, δεν είναι απίθανο να μας φέρει μπροστά σε τραγικές εξελίξεις κοινωνικής ερήμωσης και αργεντινοποίησης. Αν η οργάνωση (όπως και η αριστερά, συνολικά) δεν είναι έτοιμη για μια τέτοια εξέλιξη, το σίγουρο, πάντως, είναι ότι όποια τροπή και να πάρουν τα πράγματα, τίθενται, από την πραγματικότητα, καθήκοντα ποιοτικά διαφορετικά και ποσοτικά ανώτερα από μια προηγούμενη περίοδο. Καθήκοντα που σχετίζονται με τη δυνατότητα έκφρασης ταξικών συμφερόντων των κομματιών που χτυπιούνται, έκφρασης όχι με έναν γενικό πολιτικό τρόπο, αλλά με πρακτικό και χειροπιαστό. Τίθεται, δηλαδή, το στοίχημα της δυνατότητας προβολής υλικής διεξόδου στην πραγματική ζωή, εκεί που κρίνονται και αναπτύσσονται οι συνειδήσεις σε μια κοινωνία και γι’ αυτό δε φτάνει η «υψηλή πολιτική».

Η σχέση της οργάνωσης με το λαό

Συνηθίζουμε να λέμε πως ο ρεφορμισμός (ως τάση φτιασιδώματος αυτής της κοινωνίας) χάνει την υλική του βάση σε συνθήκες σαν τη σημερινή. Το καινούριο είναι ότι –στις μέρες μας- αυτό γίνεται συνείδηση για πλατιά λαϊκά τμήματα (όπως και να εκφράζει κάποιος τη διαπίστωση αυτή) και αυτό είναι και εκείνο που συμπυκνώνει τη δυσκολία κίνησης πλατιών κομματιών κόσμου.
Αν θέλουμε να περιγράψουμε με μια φράση πώς βλέπουν την οργάνωσή μας οι άνθρωποι που μας παρακολουθούν (είτε από κοντά είτε από μακριά), θα έλεγα ότι θα ήθελαν «να πάμε καλά». Η, για να το πω αλλιώς, υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στη μεγάλη εκτίμηση που χαίρει η οργάνωση και οι απόψεις της σε χώρους που δρα και στη μεγάλη δυσκολία να εκφραστεί η συμπάθεια αυτή με όρους κίνησης και συμπόρευσης. Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν σε δύο παράγοντες:
- Η άποψή μας ποτέ δε φλέρταρε με εύκολες λύσεις. Ποτέ δεν υποσχέθηκε γρήγορη ανάπτυξη κινήματος, αντεπιθέσεις και εφόδους, ποτέ δεν ανέδειξε τηλεοπτικούς αστέρες, ποτέ δεν έκανε χυδαία πολιτική πάνω στο πτώμα της ενότητας της αριστεράς, ποτέ δεν παρασύρθηκε από το άγχος να είναι «της μόδας» (μιας μόδας που επέβαλε η κυρίαρχη πολιτική και τα αδιέξοδα που αυτή παρήγαγε), ποτέ δε φλέρταρε με οποιουδήποτε τύπου συνδιαλλαγή με το σύστημα. Με την έννοια αυτή, η άποψή μας ήταν και είναι «βαριά», όσο βαριά είναι η πραγματικότητα και γίνεται αντιληπτό από τον κόσμο που είναι γύρω μας ότι είναι μια άποψη που απαιτεί και τη δική του ανάληψη ευθύνης και όχι τη στήριξή του (μόνο) σε κάθε εκλογική αναμέτρηση (βουλευτική ή συνδικαλιστική).
- Από την άλλη, οι σοβαρές (έως εκνευριστικές) και χρόνιες αδυναμίες και ανεπάρκειες που μας χαρακτηρίζουν δε δίνουν τις εγγυήσεις που απαιτεί ο κόσμος αυτός για να κάνει το βήμα και να περάσει από τη συμπάθεια στην καθημερινή συμπόρευση και κίνηση. Η οργάνωσή μας δεν έχει μπορέσει συντεταγμένα και μόνιμα να ξεπεράσει τον αμυντισμό που τη διακρίνει, ενώ η πολιτική δουλειά με τον κόσμο γίνεται με τη γνωστή «αυτοκρατορική» κουλτούρα που μας διακρίνει στον τομέα αυτό.

Για τη φάση που βρίσκεται η οργάνωση

Η αλήθεια είναι ότι τα μηνύματα για την οργάνωση είναι ελπιδοφόρα. Είναι επίσης αλήθεια ότι το τελευταίο διάστημα φαίνονται σοβαρές ενδείξεις συνειδητοποίησης του προβλήματος, αλλά και της φάσης στην οποία βρίσκεται η κοινωνία:
- Με έναν συνολικό τρόπο υπάρχει στην οργάνωση ένα κλίμα «δημιουργικής ανησυχίας» που υποδηλώνει συνείδηση των αναγκών.
- Γίνονται σοβαρές προσπάθειες να ξεπεράσουμε το στιλ που είχαμε να τσαλαβουτάμε σε εκατό δουλειές χωρίς να αντιμετωπίζουμε καμία σοβαρά. Διακρίνεται μια επιμονή στους στόχους και μια σοβαρότητα στα ζητήματα που ανοίγουμε.
- Δείχνει να σπάει η χρόνια συμφιλίωση που είχαμε με τις ανεπάρκειές μας. Είναι ιδιαίτερα θετικό στοιχείο ότι την πιο σαρωτική αυτοκριτική την κάνουν οι καθοδηγητικές εισηγήσεις σπάζοντας τη γνωστή παράδοση στις οργανώσεις, όπου η καθοδήγηση τα βλέπει όλα καλά και τα μέλη γκρινιάζουν.
- Τα υλικά της οργάνωσης έχουν βελτιωθεί σημαντικά, αν και απομένει η γνωστή εκκρεμότητα μιας σοβαρής και οργανωμένης διακίνησής τους.
- Τα συνδικαλιστικά σχήματα που στηρίζουμε μπορεί να μην έχουν ακόμα πάρει τα χαρακτηριστικά που θέλουμε, αλλά φαίνεται ότι έχουμε, επιτέλους, ειλικρινή σκοπό να τους δώσουμε πραγματική υπόσταση με λιγότερο άγχος να έχουν πλήρως τη γραμμή μας και περισσότερο να είναι πραγματικά εργαλεία αντίστασης, δράσης και συσπείρωσης ενός ευρύτερου δυναμικού που θα παίρνει πρωτοβουλίες και θα τα εμπλουτίζει με τη δράση του.
Αυτή η πορεία όχι μόνο δεν πρέπει να ανακοπεί, αλλά πρέπει να ενισχυθεί παραπέρα. Οι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που παρακολουθούν την οργάνωσή μας είναι σίγουρο ότι έχουν κουραστεί με το σκωτσέζικο ντους στο οποίο τους υποβάλλουμε για χρόνια. Οποτε δίνουμε μια χαραμάδα ελπίδας και προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στο κίνημα, μετά να «καθόμαστε», όποτε πάμε να πείσουμε ότι έχουμε πιάσει τα όριά μας, να παίρνουμε μια πρωτοβουλία και να δίνουμε νέες ελπίδες στον κόσμο αυτό.

Για τρία ζητήματα

Είναι κοινό μυστικό ότι για την οργάνωσή μας, το παιχνίδι σε μεγάλο μέρος –για τα επόμενα χρόνια- θα παιχτεί σε τρεις τομείς: στην εργατική δουλειά, στη δουλειά στη νεολαία και στην ισχυροποίηση της οργάνωσης Αθήνας.
Για την εργατική δουλειά δύο πράγματα: το ένα είναι ότι είναι σίγουρο ότι η σοβαρή δουλειά που έχει γίνει σε πολλές επαρχιακές οργανώσεις (Κρήτη, Θεσσαλία, Ηπειρος) μπορεί να δώσει εμπειρία στην αντίστοιχη δουλειά στην Αθήνα. Το δεύτερο είναι ότι όταν μιλάμε για εργατική δουλειά μιλάμε για πολύ κόπο, όχι γρήγορα αποτελέσματα και ιδιαίτερη σημασία όταν αυτά αρχίζουν να υπάρχουν. Μιλάμε επίσης για ανάγκη καθημερινής παρουσίας στον εργασιακό χώρο, καθώς και για ετοιμότητα στην ανάληψη πρωτοβουλιών πάνω σε καθημερινά ζητήματα. Η ανάκληση μιας απόλυσης έχει πολλαπλάσια αποτελέσματα από εκατό προκηρύξεις, οι οποίες μερικές φορές μάλιστα είναι η γενική κομματική γραμμή με άλλη υπογραφή.
Για τη νεολαία: Η ουσιαστική επιτυχία του συστήματος βρίσκεται στη διάλυση του φοιτητικού – σπουδαστικού κινήματος. Η επίθεση του συστήματος, όμως, θα δημιουργήσει, μάλλον σίγουρα, αντιστάσεις (η Γαλλία αποτελεί ένα παράδειγμα).
Από την άλλη, η μαθητική νεολαία απαιτεί άλλου τύπου σοβαρή ενασχόληση. Κι εδώ η συνήθειά μας (και μακάρι να ήταν… συνηθισμένη συνήθεια) να βγάζουμε έντυπα ρουτίνας (κάτι σαν Προλεταριακή Σημαία για αρχάριους), είναι των καλύτερων προθέσεων αλλά αποτελεί εγχείρημα που βρίσκεται μισό βήμα από την απόλυτη ματαιότητα.
Για την εργατική νεολαία μόνο ένα σημείο: Πολλές φορές στους εργασιακούς χώρους βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το δίλημμα να δώσουμε βάρος σε νέους συναδέλφους με σχετικά μικρή πολιτική πείρα ή σε μεγαλύτερους με λιγότερες διαθεσιμότητες αλλά με πλούσια πείρα και κριτήριο. Νομίζω ότι και η φράση που μόλις διαβάσατε είναι λάθος. Τι σημαίνει άραγε από μόνη της η πολιτική εμπειρία όταν συνοδεύεται από πλήρη αδυναμία κίνησης; Νομίζω, δηλαδή, ότι απλώς μπροστά στη δυσκολία της πρώτης επιλογής, βολευόμαστε στη δεύτερη, παρόλο που ξέρουμε ότι πρέπει να τα δώσουμε όλα για την ένταξη νέων εργαζομένων στο κίνημα, γιατί αυτό είναι που θα κρίνει τα πράγματα την περίοδο που ακολουθεί.

Οι πιέσεις της πραγματικότητας και τα καθήκοντά μας

Με δυο λόγια θα έλεγα ότι η πραγματικότητα μας πιέζει στην κατεύθυνση να γίνουμε πιο κομμουνιστική οργάνωση, όχι βέβαια με την έννοια κομμουνιστικών προγραμμάτων και άλλων τέτοιων ηχηρών, αλλά με την έννοια του τρόπου παρέμβασης, της ουσιαστικής σύνδεσης με το λαό, του «επαγγελματισμού» που πρέπει να μας διακρίνει, των αυτοκριτικών που πρέπει να κάνουμε για να βελτιωνόμαστε, του ανοιχτού μυαλού και των ανοιχτών αυτιών. Ετσι και αλλιώς, η πραγματικότητα –που είναι τόσο διάφανη στις μέρες μας- θα επιβεβαιώσει ή θα ξεβράσει, θα ενισχύσει ή θα αποδυναμώσει οποιονδήποτε προσπαθεί να δράσει στο κίνημα, ανάλογα με τις δυνατότητες και τις επιλογές του. Η οργάνωσή μας έχει δυνατότητες και το έχει αποδείξει. Το πώς θα πάει τα επόμενα χρόνια σχετίζεται μόνο με το πόσο θα μπορέσει να τεθεί στην υπηρεσία του κινήματος με ουσιαστικό τρόπο. Με το πόσο θα μπορέσει να οικοδομήσει εστίες αντίστασης που θα εκφράζεται και θα έχει (και) επιτυχίες η μαζική πάλη.

Παναγιώτης Χουντής
Εκπαιδευτικός

Αναζήτηση
Social Media

Βουλευτικές Εκλογές 2023
Αντίσταση - Οργάνωση

 
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr