14 ΝΟΕΜΒΡΗ 2020

Προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ: Ένα αποτέλεσμα με πολλά αποτυπώματα και πολλές αναγνώσεις

Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 882)

Αναμφίβολα οι αμερικανικές εκλογές δοκίμασαν πολλά πράγματα, εκτός από το εκλογικό σύστημα, και τους πολίτες. Αυτό δεν προκύπτει τόσο από το αποτέλεσμα (το οποίο έπειτα από τέσσερις μέρες προδιέγραψε τον Μπάιντεν ως τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ), όσο κυρίως από τα όσα είδαμε να γίνονται στις αμερικάνικες εκλογές για πρώτη φορά. Ιδιαίτερα, πρώτη φορά είδαμε απερχόμενο πρόεδρο να μην έχει παραδεχτεί την ήττα του και κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης των ψήφων να δηλώνει ότι νίκησε και ότι θα προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Έπειτα από τέσσερις ημέρες γεμάτες «χολιγουντιανό σασπένς», ο Δημοκρατικός υποψήφιος, και πρώην αντιπρόεδρος του Ομπάμα, φερόταν να ξεπερνά το όριο των 270 εκλεκτόρων χάρη στην πολιτεία-κλειδί της Πενσιλβάνια. Έτσι, τα μεγάλα αμερικανικά ΜΜΕ, μεταξύ των οποίων το CNN και οι New York Times, τα μεγάλα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων και σχεδόν όλοι οι αναλυτές δίνουν τελικό νικητή τον Μπάιντεν, εκτιμώντας ότι το προβάδισμά του, έστω και οριακό σε κάποιες πολιτείες, δεν ανατρέπεται.

Βέβαια, και μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, στις λεγόμενες κρίσιμες πολιτείες η καταμέτρηση συνεχιζόταν και άρα η επίσημη ανακοίνωση νικητή εκκρεμούσε. Στην Πενσιλβάνια η διαδικασία της καταμέτρησης, όπως δήλωσε ο επικεφαλής της εκλογικής επιτροπής της πολιτείας, μπορεί να διαρκέσει αρκετές μέρες, ενώ σύμφωνα με τη νομοθεσία της πολιτείας, η επανακαταμέτρηση των ψήφων γίνεται αυτόματα στην περίπτωση που η διαφορά του ποσοστού είναι μικρότερη ή ίση με 0,5% των συνολικών ψήφων, μετά την πιστοποίηση των αποτελεσμάτων, πράγμα που απαιτεί αρκετές εβδομάδες. Ωστόσο, δεν φαίνεται να ανατρέπεται ο συσχετισμός στους εκλέκτορες που στηρίζουν Μπάιντεν. Πάντως, οι Ρεπουμπλικάνοι φαίνεται ότι θα διατηρήσουν οριακά τον έλεγχο της Γερουσίας, ενώ, αν υπάρξει ίδιος αριθμός εδρών, τα πράγματα θα κριθούν τον Ιανουάριο με συμπληρωματικές εκλογές. Οι Δημοκρατικοί διατηρούν τον έλεγχο της Βουλής, με μειωμένη όμως πλειοψηφία, που αποτελεί και έκπληξη.

Επίσης καταγράφεται ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, για πρώτη φορά, η μεγάλη συμμετοχή και οι ψήφοι ρεκόρ τόσο στο σύνολο όσο και για τον κάθε υποψήφιο. Ο Μπάιντεν πήρε 74 εκατομμύρια έναντι 66 εκατομμυρίων που πήρε η Κλίντον το 2016. Το ίδιο εντυπωσιακή κινητοποίηση υπήρξε και από την πλευρά του Τραμπ, που πήρε πάνω από70 εκατομμύρια ψήφους έναντι 63 το 2016. Ψήφοι που ενδεχομένως σηματοδοτούν κάτι περισσότερο από ένα σύνηθες προεκλογικό φαινόμενο πόλωσης.

Αυτό που καταγράφηκε ως προεκλογική πόλωση δείχνει να παίρνει και άλλα χαρακτηριστικά και πιο μόνιμα. Κάποιοι αναλυτές μάλιστα φτάνουν να μιλούν για διχασμό που, διαπερνώντας την κοινωνία, έχει φτάσει σε θεσμούς και μηχανισμούς και προσεγγίζει τα βασικά κέντρα εξουσίας. Και που ενδέχεται να τον τροφοδοτήσουν ακόμη περισσότερο η (προαγγελθείσα από τον Τραμπ) αμφισβήτηση του αποτελέσματος και οι προσφυγές στα δικαστήρια. Και επειδή δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο στις ΗΠΑ οι δικαστές να αποφασίσουν για το ποιος είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών, οι κινήσεις αυτές συμβάλλουν όχι τόσο στην ανατροπή του αποτελέσματος (όλοι το θεωρούν πλέον απίθανο) όσο στην ενίσχυση του διχαστικού κλίματος, προκαλώντας ενδεχομένως ανεξέλεγκτες καταστάσεις.

Η δήλωση του Τραμπ πως «οι εκλογές απέχουν πολύ από το να έχουν τελειώσει» αποτυπώνει ενδεχομένως μια μελλοντική κατάσταση σε γραμμική εξέλιξη της προεκλογικής.

Στις 14 Δεκεμβρίου ψηφίζει επίσημα το σώμα των εκλεκτόρων, στις 6 Ιανουαρίου το Κογκρέσο σε κοινή συνεδρίαση Βουλής και Γερουσίας ανακηρύσσει τον επόμενο πρόεδρο και στις 20 Ιανουαρίου ο νέος πρόεδρος ορκίζεται και αναλαμβάνει. Το ερώτημα είναι αν τα επόμενα βήματα, με τη θεσμική τους σημασία, γίνουν ομαλά...

Οι δηλώσεις του Τραμπ για «εκλογική απάτη» αποτελούν μια πρωτοφανή και πολυσήμαντη υπονόμευση του ομοσπονδιακού πολιτικού συστήματος, εκ των έσω και μάλιστα από την κορυφή. Δυναμιτίζοντας τα θεμέλια της εκλογικής νομιμοποίησης του αμερικανικού ομοσπονδιακού συστήματος, θέτει και μερικά υπαρκτά προβλήματα της όλης διαδικασίας. Η μόνη δικαστική προσφυγή στο παρελθόν ήταν το 2000 με τον Γκορ, αλλά διευθετήθηκε «ομαλά». Σήμερα είναι δεδομένο πως (και αφού τελειώσουν καταμετρήσεις, δικαστικές προσφυγές), οι μισοί ψηφοφόροι θα αμφισβητούν τη νομιμότητα του εκλογικού αποτελέσματος. Το ερώτημα είναι πώς αυτά θα αποτυπωθούν στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, όπου η διακομματική συναίνεση αποτελεί προαπαιτούμενο για αποτελεσματική διακυβέρνηση.

Η προεδρία Μπάιντεν θα χαρακτηρίσει εκ των πραγμάτων τη θητεία Τραμπ «μεταβατική». 

Άλλωστε οι Δημοκρατικοί αντιμετώπισαν τη νίκη του Τραμπ το 2016 ως ατύχημα, ως τετραετή παρένθεση στη δεδομένη κανονικότητα της πολιτικής ορθότητας. Αλλά και ο ίδιος ο Μπάιντεν, σε ό,τι αφορά το προχωρημένο της ηλικίας του, δήλωσε πως είναι «μεταβατικός πρόεδρος». Το ζήτημα είναι, προς τα πού η μετάβαση;

Είναι γεγονός πως οι Δημοκρατικοί πρόβαλαν ιδιαίτερα την Ινδο-τζαμαϊκανή και επιτυχημένη γερουσιαστή Κάμαλα Χάρις, από την ισχυρή πολιτεία της Καλιφόρνια, για την αντιπροεδρία. Μάλιστα στο κεντρικό εκλογικό τους σύνθημα υπήρχαν μαζί και τα δύο ονόματα: «Μπάιντεν-Χάρις». Θέση που προαλείφει ενδεχομένως μια μελλοντική διεκδίκηση προεδρίας! Ο Μπάιντεν φέρεται να επιδιώκει ένα είδος «παλινόρθωσης» του κατεστημένου που κλονίστηκε επί Τραμπ. Την επαναφορά της κανονικότητας μέσα και έξω από τις ΗΠΑ. Δείχνει έγνοια και για τις ισορροπίες μεταξύ των δύο κόμματων! Το προσωνύμιο «γεφυροποιός» δεν προέκυψε τυχαία. Ωστόσο, παίρνοντας υπόψη παγιωμένα αξιώματα και τυπολογίες του κατεστημένου της Ουάσιγκτον, οι αποφάσεις στις επιλογές προσώπων εξαρτώνται από πολλά μεταβλητά κριτήρια και παράγοντες.

Από την άλλη, ο «αντισυμβατικός και αντισυστημικός» Τραμπ δείχνει να είναι ολοένα πιο απομονωμένος στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα στο τελευταίο διάστημα της προεκλογικής μάχης. Υποστηρίζεται πως σημαντικά στελέχη των Ρεπουμπλικάνων χάρηκαν από την ήττα του. Και ο λόγος; Στήνεται ένα «ιδανικό» σκηνικό για το 2024.

Υπάρχουν εκτιμήσεις ότι ετοιμάζουν την επάνοδο, με ίσως έναν πιο «σοβαρό Τραμπ», αφού αναμένεται οι Δημοκρατικοί να δυσαρεστήσουν πολλούς και σε πολλά πράγματα, μη μπορώντας να εφαρμόσουν άλλη πολιτική από αυτήν του Τραμπ.

Μια τέτοια διαδικασία σκιαγραφείται από τον αμερικανικό δημοσιογραφικό όμιλο «The Atlantic», όπου υποστηρίζεται πως ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος για την προεδρία το 2024 θα είναι ένας υπερσυντηρητικός πολιτικός, που θα πατήσει πάνω στην «παρακαταθήκη του τραμπισμού», αλλά θα είναι αρκετά πιο αποτελεσματικός από τον Τραμπ τόσο σε επίπεδο διακυβέρνησης όσο και στην ικανότητα να απευθυνθεί στους «χαμένους» της διακυβέρνησης των Δημοκρατικών, που προβλέπονται πολλοί. Το ερώτημα είναι πόσο εύκολο θα είναι να απαλλαγούν από τον Τραμπ που πήρε πάνω από 70 εκατ. ψήφους; Και που, κατά γενική εκτίμηση, σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε σε προσωπική βάση.

Για να κάνουμε σωστά τον απολογισμό της τετραετίας Τραμπ, πρέπει να κατανοήσουμε τους λόγους που τον έφεραν εξαρχής στην εξουσία. Όλα όσα διαδραματίστηκαν στην εκλογική διαδικασία αποτυπώνουν καταστάσεις βαθύτερες και μονιμότερες, που διαμορφώνουν συνθήκες που μπορεί να προσωποποιηθούν από κάποιον Τραμπ. Άρα η εκτίμηση που στέκεται στη «γραφικότητά» του και περιορίζει σε αυτό την κριτική της παραβλέπει ουσιαστικούς πολιτικούς όρους. Μια αποτίμηση της προεδρίας Τραμπ θα πρέπει να κάνει διάκριση μεταξύ του «πολιτικού στιλ» και των δημόσιων εφαρμοζόμενων πολιτικών. Ομοίως τη διάκριση μεταξύ «προσωπικών» προτιμήσεων ενός προέδρου και του αμερικανικού συστήματος λήψης αποφάσεων. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές διαμορφώνονται από ένα σύνθετα διαρθρωμένο σύστημα λήψης αποφάσεων, αλλά κινούνται αναγκαστικά στο πλαίσιο των θεσμικών συντεταγμένων της προεδρίας του Λευκού Οίκου. Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι κοινωνικές/πολιτικές δυναμικές που παρατηρούμε να συγκρούονται στο διάστημα της θητείας του Τραμπ λογικά προηγούνταν και έκαναν δυνατή την εκλογή του. Από την άποψη αυτή, ίσως ο Τραμπ είναι περισσότερο εικόνα από το μέλλον παρά σύντομη παρένθεση.

Βασικό όσο και κρίσιμο ζήτημα αποτελεί το γεγονός πως οι αντιθέσεις στο εσωτερικό των κέντρων εξουσίας σχετίζονται με (και υπαγορεύονται από) το διεθνή ρόλο των ΗΠΑ. Συνδέονται με πλανητικά και περιφερειακά κριτήρια που αφορούν συσχετισμούς δυνάμεων, γεωπολιτικές σταθερές και ανακατανομές ισχύος. Μια στοιχειώδης προσέγγιση των στρατηγικών σχεδιασμών των ΗΠΑ αναιρεί συναισθηματικές εκτιμήσεις των προσώπων που πρωταγωνίστησαν στις τελευταίες προεδρικές εκλογές αλλά και στις προηγούμενες.

Με άλλα λόγια, τα ζωτικά και μείζονα συμφέροντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είναι διαχρονικές σταθερές γύρω από τις οποίες υπάρχει ουσιαστική ομοφωνία και σύγκλιση θέσεων ως προς τις κρίσιμες αποφάσεις. Τυχόν παρεκκλίσεις, και όχι μόνο του εκάστοτε προέδρου,  «εξισορροπούνται» συνεχώς από το ευρύ σύστημα θεσμών στους οποίους διαχέονται και συμπλέκονται πολλές εξουσίες. Αυτές ήταν οι ΗΠΑ. Αν και στο επίπεδο αυτό τα πράγματα έχουν γίνει ιδιαιτέρως πολωτικά, τότε είναι και εξαιρετικά επικίνδυνα…

ΧΒ

Αναζήτηση
10η Συνδιάσκεψη
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr