04 ΜΑΗ 2006

Πόλη και κινήματα. Το παράδειγμα της «Επιτροπής συμπαράστασης στους εργαζόμενους στα λιπάσματα» στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης

Ολοένα και πληθαίνουν τα προβλήματα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Προβλήματα που το αδίστακτο πρόσωπο του κεφαλαίου και η εξάρτηση της χώρας δημιουργούν, συντηρούν, αναπαράγουν και συσσωρεύουν στο χρόνο. Προβλήματα που ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας στα όρια τους, προκάλεσαν αντιδράσεις και ξεσπάσματα, βάζοντας επιτακτικά το θέμα της σύνδεσης της ταξικής πάλης με τη συνοικία και την αναζήτηση μιας ταυτότητας της κίνησής μας μέσα σ΄ αυτή.

Οι λαϊκές κινητοποιήσεις ιδιαίτερα μετά τους σεισμούς και την πρεμούρα των Ολυμπιακών στο λεκανοπέδιο και της ΔΙΑΝΑ και των στρατοπέδων σε μικρότερο βαθμό στη Θεσσαλονίκη, η όξυνση των λεγόμενων «τοπικών» προβλημάτων έφερε παλιούς και νέους αγωνιστές στο μάχιμο επίκεντρο ζυμώσεων στο χώρο της πόλης, τέτοιων που, τηρουμένων των αναλογιών, εμφανίστηκαν στην άνθηση του κινήματος στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και των σεισμών της Θεσσαλονίκης του ’78. Οι όποιες λαϊκές κινητοποιήσεις ανέδειξαν την ανάγκη κοινής δράσης και σύμπλευσης όλων αυτών που έχουν λόγους ζωής και ύπαρξης στη συνοικία.

Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για τις πόλεις μας, για τη γειτονιά μας, φρικιαστικές όψεις μιας καθημερινότητας που βιώνουμε ανάμεσα σε χρόνια πρόσωπα και πεπρωμένα. Πρόσφυγες, κατοχή, εμφύλιος, τρομοκρατία της δεξιάς, εσωτερική μετανάστευση, παλιννοστούντες, οικονομικοί μετανάστες και βάλε. Μια κληρονομιά, μια προίκα οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών που είχε σαν αποτέλεσμα της ερήμωση της υπαίθρου και την άναρχη και τερατώδη ανάπτυξη στο περιθώριο των ιστορικών κέντρων των πόλεων. Παρόλα αυτά, ακόμη πολλοί από μας θυμούνται την «παλιά γειτονιά», αυτήν πριν την αντιπαροχή και τους μεγαλοεργολάβους, την ασύδοτη εμπορευματοποίηση του χώρου κατοικίας. Τι ήταν αυτό που τώρα φαντάζει τόσο πολύτιμο σε κείνους τους μαχαλάδες των μικρών μας χρόνων; Ήταν μια αίσθηση συλλογικότητας, μια κοινή λίγο-πολύ πολιτιστική και κοινωνική διαβίωση, όπου ο γάμος ήταν χαρά όλων και ο θάνατος λύπη. Μα πάνω απ΄ όλα η ύπαρξη κινήματος και οράματος για ένα αύριο, μια πόλη με ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και ζήσης, όλα σε μια εποχή όχι και τόσο πολύ μακριά από σήμερα, μια εποχή τρία τσιγάρα δρόμο πριν.

Σήμερα ο χώρος της συνοικίας, του δήμου μας απέχει πολύ από το να είναι κύρια ο χώρος κατοικίας, όπως ήταν παλιότερα τότε που το μπακάλικο, το φουρνάδικο και το ψιλικατζίδικο ήταν λίγο-πολύ τα μαγαζιά που ξέραμε στη γειτονιά μας. Πώς διαμορφώνεται το σημερινό στίγμα της πόλης, κάτω από τις χωροταξικές και πληθυσμιακές ανακατατάξεις; Τώρα ο χώρος κατοικίας έχει μεταλλαχθεί και για μεγάλα τμήματα πληθυσμού είναι και ο χώρος εργασίας και βιοπορισμού. Χώρος προικοδοτημένος με έντονα προβλήματα, που το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο, κάτω από το βάρος των ντόπιων και παγκόσμιων εξελίξεων. Προβλήματα που σχετίζονται άμεσα με την επιθετικότητα του κεφαλαίου. Σ’ αυτό το χώρο θα βρεις τους ανέργους της αποβιομηχάνισης, την αποκλεισμένη από την εκπαίδευση και την παραγωγή νεολαία, τους μετανάστες. Η σωστή, λοιπόν, κατανόηση της ταξικής φύσης των προβλημάτων, που πολλοί αρέσκονται να χαρακτηρίζουν «τοπικά», οδηγεί στη σύνδεσή τους με εκείνα του κόσμου της εργασίας, κομμάτια παζλ του ίδιου φρικιαστικού προσώπου του κεφαλαίου.

Φυσικά εδώ πρέπει να αναφερθεί και ο σημερινός ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης, που κάθε άλλο παρά τα λαϊκά συμφέροντα υπηρετεί, αλλά σε επίπεδο οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και διοικητικών λειτουργιών έχει μεταλλαχθεί σε αποκεντρωμένο όργανο του αστικού κράτους. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό τα όποια «τοπικά» προβλήματα περνούν και μέσα από τις σχέσεις εργασίας στους δήμους. Τόσο μέσα από τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους και την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών τους, όσο και με τη βάρβαρη σχέση ομηρίας και εκμετάλλευσης που έχουν επιβάλλει σ’ όλους τους εργαζόμενους σ΄ αυτούς. Αναμφίβολα η τοπική αυτοδιοίκηση δεν είναι καθόλου «τοπική» υπόθεση, αλλά είναι άρρηκτα δεμένη με την υπόθεση του κινήματος, την ανασυγκρότηση της αριστεράς και των λαϊκών αγώνων.

Αυτός είναι ο χώρος και το άθλιο πρόσωπο των αστικών κέντρων, που θα επιδεινώνεται ολοένα και περισσότερο στις γειτονιές της λιτότητας κι ακρίβειας, της ανεργίας και της διογκούμενης μετανάστευσης. Συσσωρευμένα λαϊκά προβλήματα που βρίσκουν την απάντησή τους μόνο στην αντίσταση και τη συνολικότερη υπόθεση του κινήματος, στην πάλη για ειρήνη, δουλειά, δημοκρατία. Την περίοδο προ και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και με επίκεντρο κύρια το λεκανοπέδιο της Αθήνας, αναδείχθηκαν μια σειρά κινητοποιήσεις. Λειτουργώντας προσθετικά στις επιδεινωμένες συνθήκες ζωής, οι όποιες παρεμβάσεις και αναβαθμίσεις στον αστικό χώρο, έσπρωξαν τις διαθέσεις του κόσμου πέρα από τα όρια ανοχής, εμφανίζοντας συσπειρώσεις, πρωτοβουλίες, επιτροπές. Το ζόρι και η αγανάκτηση, το ως εδώ και μη παρέκει, γίνηκαν ξέσπασμα, διαμαρτυρία, καταγγελία, κινητοποίηση, αναγκαιότητα κοινής δράσης. Βέβαια οι εξελίξεις, η πορεία και η κατάληξη των κινητοποιήσεων αφήνουν ένα ευρύ πεδίο προβληματισμού σχετικά με τη δυναμική, την προοπτική, τη μαζικότητα και την αντοχή τους. Οι εκτιμήσεις και η όποια απολογιστική πείρα και αναγκαία είναι και επιβεβλημένη. Αν μια παρακινδυνευμένη διαπίστωση είναι ότι οι κινητοποιήσεις αυτές είχαν αποσπασματικό χαρακτήρα, κάθε που ξεχείλιζε το ποτήρι, με μπόλικη οικολογική και ακτιβίστικη λογική και πρακτική, σε σχέση με τις τερατογεννέσεις του κεφαλαίου που δεν είναι στιγμιαίες και εξ αμελείας, αλλά διαρκείς και από πρόθεση, βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη αναβαθμισμένων απαιτήσεων παρέμβασης και δράσης.

Λοιπόν τι κάνουμε; Νάτα τα προβλήματα εκεί έξω στη συνοικία μας, στους δρόμους της ανεργίας, τις αγορές και τα παζάρια της ακρίβειας, τις πλατείες των καφετεριών της «σπαταλημένης και αποκλεισμένης» νεολαίας, τα καφενεία και τα στέκια των μεταναστών και των αχθοφόρων της προσφυγιάς, τα μαγαζιά, τα γραφεία και τα supermarket των πωλητών και των ιδιωτικών υπαλλήλων, τις δημοτικές υπηρεσίες των συμβασιούχων και υποαπασχολούμενων, των με σύμβαση έργου εργαζόμενων, τις βιοτεχνίες των ανασφάλιστων και βάλε. Εκεί και το τσιμέντο και η απουσία του πράσινου, οι κεραίες και οι χωματερές, τα σχολεία του αμίαντου και της διπλοβάρδιας. Πώς θα τα αντιμετωπίσουμε; Πώς θα υπερασπιστούμε τα λαϊκά συμφέροντα; Και αν μια απάντηση είναι με κοινή δράση και λαϊκή προοπτική, ποιες προτάσεις αντίστασης, αγώνα και λαϊκής οργάνωσης καταθέτουμε στους δρόμους των αστικών κέντρων, στους δρόμους όπου σύμφωνα με κάποιο αντιδικτατορικό τραγούδι, θα κριθεί το δίκαιο;

Αναζητώντας μια ταυτότητα στην παρέμβασή μας στη συνοικία και με τη γνώση ότι η απάντηση θα δοθεί στους δρόμους και στην πορεία, μέσα από την κίνηση μας, αν και δεν μπαίνει ακριβώς διαζευκτικά και αναιρετικά το ένα για το άλλο, το ερώτημα που μπαίνει είναι: επικέντρωση σε κινητοποιήσεις για τις ασφυκτικές επιπτώσεις των συνθηκών διαβίωσης της πόλης ή οικοδόμηση κινήματος για ειρήνη-δουλειά-δημοκρατία; Σε κάθε περίπτωση το ξέσπασμα της αγανάκτησης έβγαλε κόσμο από τη γωνία στους δρόμους και ανέδειξε την αναγκαιότητα της κοινής δράσης και συμπόρευσης στα πλαίσια μιας κινηματικής λογικής. Ο πετυχημένος συνδυασμός «τοπικών» και γενικών προβλημάτων θα ήταν μια απάντηση στις σημερινές συνθήκες.

Σήμερα θα σταθούμε και θα καταθέσουμε στον προβληματισμό της σημερινής κουβέντας το παράδειγμα της δυτικής Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα της «Επιτροπής συμπαράστασης στους εργαζόμενους στα Λιπάσματα».

Οι λαϊκές συνοικίες της δυτικής Θεσσαλονίκης, εργατογειτονιές και προσφυγομάνες, είναι το πιο υποβαθμισμένο κομμάτι της ευρύτερης περιοχής της πόλης. Συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών ανέδειξαν στην πορεία του χρόνου κινητοποιήσεις, που, σε κάποιες περιπτώσεις, ήρθαν ακόμη και σε μετωπική σύγκρουση με τις κρατικές και δημοτικές αρχές. Θα θυμηθούμε έτσι επιλεκτικά τον ξεσηκωμό στα αυθαίρετα της Πολίχνης και στις παράγκες στους Ακρίτες, τους πλημμυροπαθείς στο Δενδροπόταμο και τους σεισμοπαθείς του 78. Τα ξεσπάσματα στο Κορδελιό και στη Μενεμένη μετά την πυρκαγιά στη JetOil πριν είκοσι χρόνια και αυτά για τις κεραίες του Χορτιάτη και τις άλλες της κινητής τηλεφωνίας, τις πιο πρόσφατες κινητοποιήσεις για τα τοξικά στη ΔΙΑΝΑ, τα στρατόπεδα, το νερό στη Νικόπολη, το σταθμό μεταφόρτωσης απορριμμάτων στην Ευκαρπία και να ήταν μόνο αυτά! Προβλήματα που, στον ένα ή άλλο βαθμό, παραμένουν και ανέδειξαν κινητοποιήσεις με κυμαινόμενη ένταση, που σταδιακά ξέπεσαν σε ένα σούρτα-φέρτα παραγόντων σε προθαλάμους και διαδρόμους, με το λαό στο περιθώριο, να τον θυμούνται και να τον χρησιμοποιούν προσχηματικά. Στήθηκαν πρωτοβουλίες και επιτροπές κατοίκων με κυρίαρχη την αταξική αντίληψη, ότι τα προβλήματα στις συνοικίες είναι «τοπικά» και ότι λύνονται στα πλαίσια του δήμου, της νομαρχίας, των υπουργείων. Με ψευδαισθήσεις για το περιεχόμενο και το σημερινό ρόλο των δήμων, με παραγοντίστικη λογική και έλλειψη στην ουσία εμπιστοσύνης στον κόσμο. Με οικολογική και ακτιβίστικη συμπεριφορά, με προκάτ εκδηλώσεις και παραδειγματικές ενέργειες σε συνεργασία με δήμαρχους, για να θυμηθούμε συγκεκριμένα την περίπτωση των τοξικών της ΔΙΑΝΑ με το δήμο Σταυρούπολης και την «Πρωτοβουλία κατοίκων δυτικής Θεσσαλονίκης». Η κοινή δράση μέσα σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες συχνά σκόνταψε σε δυσκολίες σύμπλευσης και αδυναμίες συντονισμού και συμπόρευσης, με σοβαρό ανασταλτικό περιεχόμενο στη συχνότητα λειτουργίας, τις δημοκρατικές διαδικασίες και τη συσπείρωση κόσμου.

Η Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων (ΒΦΛ) βρίσκεται στη δυτική Θεσσαλονίκη στα όρια των δήμων Ιωνίας και Ελευθέριου-Κορδελιού. Στα πλαίσια της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων και αποβιομηχάνισης, ανακοινώθηκε στις 10 Ιανουαρίου το κλείσιμο τις μονάδας της Θεσσαλονίκης. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, οι 600 περίπου εργαζόμενοι προχώρησαν άμεσα στην κατάληψη του εργοστασίου. Στις εργατογειτονιές της δυτικής Θεσσαλονίκης το πρόβλημα τις ανεργίας μαστίζει ντόπιους και μετανάστες, ενώ η ευρύτερη περιοχή έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας πανελλαδικά. Στην περίπτωση της ΒΦΛ προσωποποιήθηκε το πρόβλημα της ανεργίας και της αποβιομηχάνησης, όπως και η θρασύτατη, απροκάλυπτη και επίμονη κυβερνητική πολιτική του εμπαιγμού. Τέσσερις μήνες κατάληψης και -παρόλα τα μικροπολιτικά παιχνίδια που παίζονται κύρια από τους δυο πρωταγωνιστές του δικομματισμού, κύριους υπεύθυνους για την κατάληξη της ΒΦΛ- οι εργαζόμενοι κατάφεραν, με τις όποιες δυναμικές τους ενέργειες, να ξεμπροστιάσουν και να φέρουν σε δύσκολη θέση τα σχέδια κυβέρνησης–μεγαλοτραπεζιτών. Παράλληλα, ένα μεγάλο κίνημα συμπαράστασης ξεσηκώθηκε πανελλαδικά, ενισχύοντας των αγώνα των καταληψιών της ΒΦΛ.

Από την αρχή ακόμα της κατάληψης, μια ομάδα αριστερών ανθρώπων, κατοίκων των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης, θέλοντας να προωθήσουν την κοινή δράση πάνω στα συμφέροντα της λαϊκής προοπτικής στη συνοικία, προχώρησαν στη δημιουργία της «Επιτροπής Συμπαράστασης στους εργαζόμενους στα Λιπάσματα».

Τα κριτήρια γι αυτό το εγχείρημα λαϊκής οργάνωσης ήταν: 1) η ανεργία ως το κυρίαρχο πρόβλημα που μαστίζει τις δυτικές συνοικίες και συσπειρώνει πολύ κόσμο για μεγάλο χρονικό διάστημα, 2) η περίπτωση της ΒΦΛ που σ’ αυτήν προσωποποιούνται οι φρικιαστικές επιλογές και μέθοδοι του κεφαλαίου, 3) η ανάγκη μιας κοινής δράσης και έκφρασης που θα συσπειρώνει έναν πλατύ κόσμο πάνω σε μια, χωρίς ψευδαισθήσεις, λαϊκή αγωνιστική κίνηση, 4) ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων της ΒΦΛ ήταν κάτοικοι της δυτικής Θεσσαλονίκης, 5) ότι το πρόβλημα και ο αγώνας των εργαζομένων της ΒΦΛ συσπείρωνε πολύ κόσμο σε επίπεδο γειτονιάς, 6) ότι συσπείρωνε σε μια πρώτη φάση σε κοινή δράση μια σειρά αγωνιστών, που, πέρα από τις όποιες διαφορές τους, συγκλίνανε στην πεποίθηση ότι μόνο η λαϊκή, αγωνιστική προοπτική σε μικρά ή μεγάλα μέτωπα αντίστασης είναι μονόδρομος για την επίλυση των προβλημάτων.

Στην επιτροπή μετείχαν εργαζόμενοι, άνεργοι, φοιτητές, συνταξιούχοι, ενώ αντιπροσωπεύονταν και εργαζόμενοι της ΒΦΛ. Οι στόχοι της επιτροπής ήταν: 1) να φτιαχτεί και να δυναμώσει μια εστία αντίστασης στις δυτικές συνοικίες με αγωνιστική, λαϊκή, προοπτική και δυνατότητες σύμπλευσης, πάνω στο καταλυτικό για την περιοχή θέμα της ανεργίας, 2) να εκφραστεί η συμπαράσταση και αλληλεγγύη των μελών της επιτροπής στον αγώνα των εργαζομένων στη ΒΦΛ, 3) τα μέλη της επιτροπής να συμβάλουν και να συντονίσουν τη δράση τους, με τον κοινό αγώνα όλων των εργαζομένων που πετιούνται στο δρόμο.

Η επιτροπή ξεκίνησε τη λειτουργία της με τις απαραίτητες ενέργειες για την κατανόηση του προβλήματος, των ιδιαιτεροτήτων του, των αιτιών που το γέννησαν και των φορέων που το προσωποποιούν. Έτσι, με επισκέψεις στο εργοστάσιο, ήρθε σε άμεση επαφή με τους εργαζόμενους καταληψίες και το διοικητικό τους συμβούλιο, μια επαφή που συνεχίζεται καθημερινά. Ζητήσαμε ενημέρωση για τα γεγονότα και τις απόψεις τους και τους εκθέσαμε κάποιες πρώτες δικές μας σκέψεις.

Στη συνέχεια, και μέσα από πλατιές, ανοιχτές, ολομελειακές και δημοκρατικές διαδικασίες, συζητήσαμε πάνω στα νέα στοιχεία πληροφόρησης και καθορίσαμε τη γραμμή κίνησής μας, όπως και τον προγραμματισμό και συντονισμό των δραστηριοτήτων μας.

Σε γενικές γραμμές καταλήξαμε: 1) Απευθυνόμαστε κύρια σ’ αυτούς που πλήττονται από το πρόβλημα και καθημερινά υφίστανται τις επιπτώσεις του. 2) Κινιόμαστε μέσα από πλατιές, δημοκρατικές και ανοιχτές μορφές λαϊκής οργάνωσης, όπως πρωτοβουλίες, μαζώξεις, επιτροπές κατοίκων, εργαζομένων, ανέργων της δυτικής Θεσσαλονίκης. 3) Συμπορευόμαστε στο πλαίσιο μιας κινηματικής λογικής, που εντάσσει το πρόβλημα στη γενικότερη επίθεση του κεφαλαίου και των εργασιακών προβλημάτων και από αυτήν την άποψη έχει ταξικό και αντικυβερνητικό περιεχόμενο. 4) Θεωρούμε ότι η διασφάλιση ενός μίνιμουμ προφίλ, ενός στίγματος της επιτροπής είναι προϋπόθεση ζωής και συνέχειας, που θα επιτρέψει την προσέγγιση και συνδιαμόρφωση κοινών στόχων, σε μια ενεργή, λαϊκή πάλη. 5) Στην κοινή μας δράση αποκλεισμοί δεν υπάρχουν, ο αυτοπροσδιορισμός και η συμπόρευση είναι επιλογή του καθένα. Τέλος και πάνω από όλα, παλεύουμε με τον κόσμο και στον κόσμο άμεσα και δημοκρατικά, για να καταξιώσουμε την αγωνιστική και λαϊκή προοπτική με εστίες αντίστασης.

Με αυτές πάνω κάτω τις συμφωνίες σύμπλευσης κινηθήκαμε και κινιόμαστε. Τα μέλη της επιτροπής συνέχισαν τις επισκέψεις τους και τις επαφές τους με τους εργαζόμενους της ΒΦΛ στο εργοστάσιο και μετείχαν σ’ όλες τις εκδηλώσεις τους (πορείες, αποκλεισμοί τραπεζών και νομαρχίας, αποκλεισμός θύρας του λιμανιού, συναυλία, κινηματογραφική εκδήλωση στο εργοστάσιο κ.λπ). Η επιτροπή κατέθεσε ψηφίσματα συμπαράστασης σ’ όλες τις εργατικές κινητοποιήσεις της πόλης, τονίζοντας την αλληλεγγύη και την αγωνιστική κοινή δράση ως μονόδρομο αντίστασης στα αντεργατικά σχέδια της κυβέρνησης. Με προκηρύξεις, αφίσες, δελτία τύπου και ρεπορτάζ παρουσίασε τις θέσεις της και συνέβαλε στο γενικότερο ρεύμα αλληλεγγύης για τους εργαζόμενους στη ΒΦΛ, ενώ, παράλληλα, προέβαλε τα θέματα της ανεργίας και της φτώχειας ως κεντρικά προβλήματα ενότητας κι αγώνα.

Ακόμη, τα μέλη της επιτροπής κάνανε παρεμβάσεις στους Αμπελόκηπους, Εύοσμο, Πολίχνη, Κορδελιό, Μενεμένη, Ωραιόκαστρο, στην κατάληψη του ΣΜΑ, στην απεργία των ΟΤΑ και στο κέντρο της πόλης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις κινητοποιήσεων. Η επιτροπή προχώρησε σε κατά συνοικίες μαζώξεις κατοίκων και πραγματοποίησε την πρώτη στο Ωραιόκαστρο, ενώ έχει προγραμματίσει μαζώξεις σε Ευκαρπία και Πολίχνη.

Σαν επιμύθιο, τολμώντας έναν μικρό και ατελή απολογισμό της επιτροπής, θα διαπιστώναμε ότι η επιτροπή κατάφερε να συσπειρώσει κάποιους αγωνιστές σε μια αγωνιστική πορεία σύμπλευσης πάνω στο θέμα ανεργία και να δραστηριοποιήσει σε μια μόνιμη βάση άτομα με αποσπασματική και επιλεκτική αναφορά στο κίνημα. Κατάφερε να συνεδριάζει τακτικά, όχι μόνο για θέματα απολογισμού και προγραμματισμού της δράσης της, αλλά και για να κουβεντιάζει διάφορες απόψεις που αντιμετωπίζει στην πορεία της, όπως π.χ το θέμα της αυτοδιαχείρισης, που προέκυψε μετά από μια προβολή ταινίας και κουβέντας στο εργοστάσιο της ΒΦΛ. Παρεμβαίνει προπαγανδιστικά και προγραμματισμένα με σχετικά καλή συχνότητα στις γειτονιές της δυτικής Θεσσαλονίκης. Πραγματοποίησε και επιχειρεί να επεκτείνει μαζώξεις-συζητήσεις σ’ όλα τα διαμερίσματα της περιοχής δράσης της. Προβληματίζεται πάνω στη διοργάνωση μεγαλύτερων εκδηλώσεων. Προκάλεσε έμμεσα συζήτηση για τη ΒΦΛ και την ανεργία στον Πολιτιστικό Σύλλογο Ωραιοκάστρου. Με τις μικρές της δυνάμεις και με το μικρό χρόνο ζωής της, πάντοτε τηρουμένων των αναλογιών, κατάφερε να αποσπάσει με τη συνέπεια, τη σοβαρότητα και τη δράση της το σεβασμό και την εκτίμηση των εργαζομένων στη ΒΦΛ, να γίνει σημείο αναφοράς και να δηλώνει το δικό της παρών στις γειτονιές της δυτικής Θεσσαλονίκης.

Το πρόβλημα και ο εμπαιγμός των εργαζομένων στην ΒΦΛ συνεχίζονται, το ίδιο και η ανεργία, η φτώχεια, η εξαθλίωση ολοένα μεγαλύτερων μερίδων του πληθυσμού και ιδιαίτερα της νεολαίας. Στη Θεσσαλονίκη το 2005 χάθηκαν περίπου 4.000 θέσεις εργασίας, κλείσανε 17 μεγάλες επιχειρήσεις και το επίσημο ποσοστό ανεργίας φτάνει το 17%, ενώ το πραγματικό και ο πραγματικός αριθμός των ανέργων είναι απροσδιόριστα. Το φάσμα της ανεργίας που σκέπει την πόλη είναι ορατό και απτό για τον καθένα μας. Υπάρχει και αναπαράγεται εκεί έξω στους δρόμους, τις πλατείες, τις αγορές, τα μαγαζιά και τα εργοστάσια. Εμείς, στην «Επιτροπή συμπαράστασης στους εργαζόμενους στα Λιπάσματα» στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, λέμε να συμπλεύσουμε με λαϊκή και αγωνιστική προοπτική. Να συμμετάσχουμε στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή των συνοικιών μας. Να γνωριστούμε επιτέλους και να κουβεντιάσουμε με τους γείτονες για τα τόσα ζόρια μας και αντέτια μας, μα προπάντων πώς θα τα ξεφορτωθούμε και για το πώς θα αντισταθούμε σ’ όλους αυτούς που κουρέλια κάνουν τα όνειρα μας. Να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον και να ονειρευτούμε παρέα μια ζωή, μια γειτονιά, μια πόλη ανθρώπινη. Ένα τέτοιο όνειρο δεν είναι, δεν μπορεί να είναι «όνειρο απατηλό».

Αναζήτηση
Social Media

Βουλευτικές Εκλογές 2023
Αντίσταση - Οργάνωση

 
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr