01 ΑΠΡΙΛΗ 1998

Χαρακτήρας, στόχοι και απαιτήσεις του κινήματος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στον πρώτο κύκλο των εισηγήσεων και της συζήτησης που κάναμε, προσπαθήσαμε να δούμε πως διαμορφώνεται η κατάσταση παγκόσμια και στη χώρα μας.

Σταθήκαμε ιδιαίτερα στα αδιέξοδα του συστήματος, την κλιμάκωση της επίθεσης ενάντια στους λαούς, την ένταση των ανταγωνισμών, τις επεμβάσεις, το ματοκύλισμα των λαών. Την διαμόρφωση μιας κατάστασης, που εμφανίζεται με όρους ενός ιδιότυπου νέου Μεσαίωνα. Ακόμη περισσότερο, την διαμόρφωση όρων που αναδείχνουν σαν «διέξοδο» του συστήματος ακόμη κι ένα γενικευμένο πόλεμο. Ταυτόχρονα επισημάναμε ότι μοναδική πραγματική διέξοδος για τους λαούς είναι η ανάπτυξη του κινήματος, η ανατροπή του δυσμενούς συσχετισμού, η επανάσταση, ο σοσιαλισμός. Αυτό είναι το ζήτημά μας.

Βεβαίως οι μάζες θα κινηθούν, θ’ αντισταθούν. Όπως ήδη επισημάναμε «αυτό που αλλάζει» είναι οι διαθέσεις των μαζών απέναντι στους κυρίαρχους, που έχει περάσει στο πεδίο της άρνησης και κατά καιρούς και κατά περιπτώσεις παίρνει τον χαρακτήρα ενεργούς αντίστασης. Ξέρουμε και το βλέπουμε μέσα στην εξέλιξη των πραγμάτων ότι αυτό δεν αρκεί για ν’ ανατραπεί μια κατάσταση. Αν βασικός παράγοντας της ήττας των λαών υπήρξε η οπισθοχώρηση, η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, η αντίστροφη εξέλιξη περνάει αναπότρεπτα μέσα και από την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος. Θεωρούμε ότι θεμελιώδεις όροι για την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος, την αποτελεσματικότητά του σε αναφορά με τους μεγάλους του στόχους, αποτελούν η «εκ νέου» συγκρότηση της εργατικής τάξης σε «τάξη για τον εαυτό της», σε διαλεκτική σύνδεση με την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη βάση των απαιτήσεων της εποχής μας.

Μέσα στην πάλη και μέσα από την πάλη και βεβαίως στα πλαίσια της διεθνούς διάστασης του ζητήματος. Όσο κι αν ισχύει (και στο πεδίο του κινήματος) ο όρος της ανισόμετρης ανάπτυξης, η υπόθεση ανατροπής του συσχετισμού ακόμη και σε μια χώρα, δεν είναι υπόθεση (και συνάρτηση) της πάλης του λαού μόνον αυτής της χώρας.

Μια τέτοια κατεύθυνση προϋποθέτει και την απάντηση σε μια σειρά ζητήματα. Όχι ότι είναι «καινούργια». Όχι ότι το κίνημα δεν έχει ήδη δώσει απαντήσεις στα περισσότερα τουλάχιστον από αυτά. Αλλά είναι γεγονός ότι μπαίνουν και ξαναμπαίνουν κάθε φορά με «καινούργιο» τρόπο. Από οποιαδήποτε πλευρά ωστόσο, και με οποιοδήποτε τρόπο κι αν μπαίνουν, αποτελούν προβλήματα πάλης και ζητούν απαντήσεις. Αυτή την προσπάθεια κάνουμε. Δεν έχουμε την αυταπάτη ότι δίνουμε τις «τελικές» (και εφ’ άπαξ) απαντήσεις. Δεν «κλείνουμε» την συζήτηση. Την ανοίγουμε. Ακόμη προσδιορίζουμε τους όρους, τα «σημεία στήριξης» της ύπαρξης, των βασικών κατευθύνσεων, της κίνησής μας. Ταυτόχρονα, αυτό που ιδιαίτερα θέλουμε να τονίσουμε είναι πως η κατάσταση που διαμορφώνεται βάζει αυξημένα καθήκοντα για τους κομμουνιστές σ’ όλα τα επίπεδα. Το θεωρητικό, το ιδεολογικό, το πολιτικό, το οργανωτικό, το αγωνιστικό. Αυτός είναι και ο στόχος της προσπάθειας μας. Να γίνουμε ικανότεροι στην αντιμετώπιση αυτών των αυξημένων καθηκόντων.

ΜΕΡΟΣ Α’
ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥΣ ΜΑΣ
1. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑ

Ένα ζήτημα που κάθε τόσο αναδεικνύεται, είναι αυτό που αναφέρεται σαν στρατηγικός στόχος. Ποιος είναι ο δικός μας; Να ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχήν, ότι όσο μας αφορά, θεωρούμε και ολίγο μικρομεγαλισμό (με βάση τα μεγέθη των πραγμάτων) ν’ αναφερόμαστε στον «στρατηγικό στόχο». Θα προτιμούσαμε να αναφερόμαστε στο βασικό μας προσανατολισμό, τη βασική μας κατεύθυνση. Έστω κι έτσι όμως. Ας αναφερθούμε σ’ αυτό που προσανατολιζόμαστε, που κατευθυνόμαστε, που θέλουμε να οικοδομήσουμε τους όρους για να αποτελέσει τον στρατηγικό στόχο του κινήματος.

Έχουμε, λοιπόν, την άποψη, ότι στρατηγικός στόχος του κινήματος δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτόν της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, της δικτατορίας του προλεταριάτου, του σοσιαλισμού.

Γιατί και πως; Δεν είναι «καινούργιος» ούτε σαν στόχος, ούτε σε αναφορά με τα ζητήματα που θέτει, ούτε και σε σχέση με διαφορετικές απόψεις που κατά καιρούς έχουν προβληθεί. Δεν είναι «καινούργιες» ούτε καν οι απαντήσεις που έχουν δοθεί. Θεωρητικά, πολιτικά, πρακτικά, ιστορικά. Μόνο που στη βάση των εξελίξεων, της παλινόρθωσης και της τελικής κατάρρευσης των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, τίθενται και ξανατίθενται μια σειρά παλιές και «νέες» απόψεις. Ας δούμε.

ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑ

Όσο μας αφορά, το κατ’ αρχήν και θεμελιώδες ερώτημα είναι ένα. Αν μπορεί και αν πρέπει ν’ ανατραπεί ο καπιταλισμός. Συνάρτηση του, όλα τα υπόλοιπα. Ο τρόπος που απαντιέται αυτό θέτει τους κατ’ αρχήν και καθοριστικούς όρους για την απάντηση και των άλλων ζητημάτων.

«Περίεργο» κατ’ αρχήν ερώτημα για να τίθενται στα πλαίσια της αριστεράς (ή «αριστεράς»). Ωστόσο αναγκαίο κι όχι μόνον επειδή με την κατάρρευση είχαμε την μαζική «μετακόμιση» ατόμων που κοιμήθηκαν «σοσιαλιστές» και «κομμουνιστές» και ξύπνησαν ανοικτοί υποστηρικτές του καπιταλιστικού συστήματος. Βέβαια θα μπορούσε κανείς να κάνει κάποιες κατ’ αρχήν παρατηρήσεις:

α) Η ευκολία με την οποία «ανένηψαν» δείχνει και τι είδους «σοσιαλιστές» ήσαν.

β) Τι εξυπηρετούσαν οι «σοσιαλιστικές» και «κομμουνιστικές» τους (ρεφορμιστικές– ρεβιζιονιστικές) θεωρίες.

γ) Τι εξυπηρετούσε και τι είχε σαν αφετηριακή βάση η «κριτική» τους στο κομμουνιστικό κίνημα.

Ας τους αφήσουμε όμως κι ας περάσουμε στην ουσία του ζητήματος.

Είναι ιστορικά (όχι απλώς ηθικά) αναγκαία και συνεπώς μπορετή η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος; Από τα ζητήματα που όπως αναφέραμε έχει απαντηθεί θεωρητικά, πρακτικά, ιστορικά. Ωστόσο η συζήτηση αναβιώνει σε διάφορες παραλλαγές. Από την καθαρά αστική για την «φυσική τάξη πραγμάτων» έως την «αριστερή» που άμεσα ή έμμεσα αποδέχεται πως έχει έναν ακόμη ιστορικό ρόλο να επιτελέσει η αστική τάξη.

Στον πρώτο κύκλο αυτής της συζήτησης η βασική μας προσπάθεια συνδεόταν μ’ αυτό το ζήτημα. Να καταδείξουμε τι είναι ο καπιταλισμός. Ποια η πραγματικότητα, ποιο το «μέλλον» που επιφυλάσσει στην ανθρωπότητα, ποια τα αδιέξοδα και ποιες οι «διέξοδοί» του. Τοποθετηθήκαμε ακόμη και σ’ αυτό που θεωρούμε πως αποτελεί το κρίσιμο ζήτημα σ’ αναφορά με το ερώτημα που θέσαμε. Μπορούμε συνεπώς εδώ να είμαστε σχετικά σύντομοι. Στις σημερινές συνθήκες το ζήτημα του «ιστορικού ρόλου» που έχει (ή δεν έχει) να επιτελέσει η αστική τάξη, συνδέεται καθοριστικά με την απάντηση στο ζήτημα της παγκοσμιοποίησης (ενοποίησης του κόσμου), των ολοκληρώσεων (ή αν θέλετε της «παλιάς» άποψης για τον υπεριμπεριαλισμό). Ενός νέου σταδίου του καπιταλιστικού συστήματος που εμπεριέχει την διάλυση των εθνικών κρατών, την δημιουργία ενός υπεριμπεριαλιστικού παγκόσμιου υπερκράτους με εκτίναξη των παραγωγικών δυνάμεων, ενός νέου πολιτισμού κ.λπ., κ.λπ. Εξηγήσαμε αναλυτικά στον πρώτο κύκλο, γιατί η αστική τάξη δεν μπορεί να ξεπεράσει τον ιστορικό της εαυτό, γιατί δεν μπορεί να είναι φορέας ενός τέτοιου σταδίου. Το ξεπέρασμα (η διέξοδος) αυτού που υπάρχει είναι (και θα είναι) έργο άλλων δυνάμεων. Η απάντηση αφορά τόσο την αστική εκδοχή του πράγματος όσο και τις «αριστερές» της εξαδέλφες.

Η αστική τάξη μπορεί και πρέπει ν’ ανατραπεί από την θέση της ηγέτιδας (κυρίαρχης) δύναμης της κοινωνίας όχι απλά και μόνο για ηθικούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί δεν έχει ιστορικό (προοδευτικό) ρόλο και η ύπαρξή της σαν τέτοιας (καθώς και του καπιταλιστικού συστήματος που αντιπροσωπεύει) συνεπάγεται πλέον αρνητικές και μόνον και καταστροφικές συνέπειες σ’ όλα τα πεδία.

ΠΕΡΙ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ ΣΥΝΘΗΚΩΝ

Συγγενής, αλλά όχι ακριβώς ίδια, είναι η άποψη περί (μη) «ωριμότητας» των συνθηκών. «Ο Λένιν βίασε– εξεβίασε την ιστορία» (να της το πουν της ιστορίας να μην ενδίδει έτσι).

Όλοι αυτοί θεωρούν περίπου «φυσιολογικό» τον καθημερινό βιασμό που ασκεί η αστική τάξη στο σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων ή και στην ίδια την φύση. «Φυσιολογική» η βία των λίγων πάνω στους πολλούς αλλά όχι των πολλών πάνω στους λίγους καταπιεστές τους. Ας δούμε όμως το ζήτημα στην πολιτική του διάσταση. Η άποψη αυτή συνδέεται κατ’ αρχήν με την προηγούμενη περί των ορίων της αστικής τάξης. Ταυτόχρονα θέλει να «έχει λόγο» πάνω στην «ωριμότητα» ή μη των συνθηκών στη βάση των οποίων εκδηλώθηκε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Πάνω απ’ όλα ωστόσο καίγεται να πείσει ότι «δεν συντρέχει λόγος» για καμία επανάσταση και κανένα σοσιαλισμό στις σημερινές συνθήκες. Ως προς το πρώτο την άποψη μας την έχουμε κιόλας πει. Σε σχέση με το δεύτερο θεωρούμε άνευ αντικειμένου (και έως ανόητο και αφελές) να συζητάει κανείς για το αν «έπρεπε» ή δεν έπρεπε να υπάρξουν γεγονότα και εξελίξεις που ούτως ή άλλως έχουν υπάρξει ιστορικά, σε γιγαντιαία μάλιστα κλίμακα και που καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό την πορεία της ανθρωπότητας για δεκαετίες.

Το κρίσιμο ζήτημα ωστόσο συνδέεται με το σήμερα. Αυτό είναι που κύρια απασχολεί τόσο αυτούς όσο κι εμάς από την άλλη μεριά. Ο σοσιαλισμός λοιπόν δεν είναι ζήτημα ημερήσιας διάταξης επειδή η αστική τάξη έχει ακόμη ιστορικό ρόλο μπροστά της. Ή αν θέλετε, η επανάσταση «δεν είναι κακή» αλλά οι συνθήκες δεν είναι «ώριμες». Σ’ αυτή τη βάση κάθε προσπάθεια να «βιαστεί» αυτή η «ιστορική τάξη» όχι μόνο είναι επί ματαίω, αλλά και γεννάει «εκτρώματα», γεννάει Στάλιν (πάλι αυτός!) κ.λπ. κ.λπ. Αυτό λοιπόν που μπορεί να γίνει υπό τις παρούσες συνθήκες είναι κάποιες μεταρρυθμίσεις κ.λπ. κ.λπ. Τις αντιλήψεις αυτές τις ξετίναξε και τις μετέτρεψε σε σκουπίδια η Οκτωβριανή Επανάσταση και η σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ωστόσο η παλινόρθωση έδωσε την δυνατότητα ν’ ανασυρθούν από το καλάθι των αχρήστων της ιστορίας και να προβάλλουν και πάλι στο προσκήνιο με «αξιώσεις». Μόνο που στις παρούσες συνθήκες είναι πιο «προχωρημένες». Στα πλαίσια τους οι έννοιες επανάσταση και σοσιαλισμός είναι εξοστρακισμένες, θεωρούνται μουσειακές και οικτίρεται όποιος απλώς τις αναφέρει. Οι σύγχρονοι εραστές αυτών των αντιλήψεων έχουν ξοφλήσει τους λογαριασμούς τους με όλα αυτά τα «παρωχημένα» και το μόνο που τους απασχολεί είναι το πως θα ενταχθούν (από τα «αριστερά») στο σύστημα. Ποιο πόστο θα πάρουν, ποιο ρόλο θ’ αναλάβουν ή ακόμη και ποιες «δουλειές», ποιες χορηγίες, ποιες μίζες.

2. για το ρολο του προλεταριατου

Γιατί η εργατική τάξη είναι ο φορέας αυτών των ανατροπών και εξελίξεων. Ούτε αυτό το ζήτημα είναι φυσικά καινούργιο. Με βάση ορισμένες απόψεις δημιουργείται μερικές φορές η εντύπωση ότι η σχετική φιλολογία (περί του αν ποιος, ποιοι άλλοι, ποια «νέα υποκείμενα» κ.λπ.) είναι κάτι το εντελώς νέο και συνδέεται μόνο με τις τελευταίες εξελίξεις, την ΕΤΕ κ.λπ. Όχι καθόλου. Το ζήτημα, όχι ακριβώς με την ίδια πάντα μορφή, αλλά ίδιο στην ουσία του έρχεται κι επανέρχεται από τότε που τέθηκε (τον περασμένο αιώνα) το ζήτημα της ανατροπής της αστικής τάξης. Ο Μαρξισμός (ο ίδιος ο Μαρξ) θεμελίωσε με επιστημονικό τρόπο τον ρόλο του προλεταριάτου τόσο σε αναφορά με την ίδια την διαδικασία ανατροπής όσο και σαν φορέα της σοσιαλιστικής αλλαγής. Οι διάφορες ρεφορμιστικές αντιλήψεις από τότε μέχρι σήμερα κινούνται σε βάση αναίρεσης όλων των θεμελιωδών στοιχείων που συγκροτούν την Μαρξιστική (και μετά και Λενινιστική) αντίληψη και μεταξύ αυτών, αυτή που αφορά τον ρόλο του προλεταριάτου.

Ο ρόλος του προλεταριάτου καθορίζεται κατ’ αρχήν από τη θέση του στην παραγωγή, την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Από εδώ καθορίζεται κατ’ αρχήν η αγεφύρωτη αντίθεσή του με την αστική τάξη (το προλεταριάτο παράγει αξία, η αστική τάξη καρπώνεται υπεραξία). Από εδώ ο ρόλος του σαν φορέα της επαναστατικής ανατροπής. Σ’ αυτή τη βάση το προλεταριάτο είναι η τάξη που δεν έχει «γέφυρες επικοινωνίας» με την αστική και αυτή η σχέση είναι που το αναδείχνει σαν την πιο σταθερή επαναστατική δύναμη. Ταυτόχρονα και μαζί μ’ αυτά, το επίπεδο συλλογικότητας, ιδεολογικής και πολιτικής συγκρότησης που μπορεί να κατακτήσει, το αναδεικνύουν και σαν ηγετική κοινωνική δύναμη της επαναστατικής διαδικασίας.

Σε άμεση συνάρτηση με τα προηγούμενα λειτουργεί και το δεδομένο ότι το προλεταριάτο αποτελώντας τον φορέα λύσης της βασικής αντίφασης της καπιταλιστικής κοινωνίας (κοινωνικοποίηση της παραγωγής – ατομική ιδιοποίηση του προϊόντος της), αποτελεί ταυτόχρονα τον φορέα της αλλαγής, της μετάβασης, της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αν μιλάμε για μια κοινωνία κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, είναι ακριβώς το προλεταριάτο η τάξη εκείνη που από τη φύση της μπορεί να αποτελέσει το κοινωνικό έρεισμα μιας τέτοιας σχέσης.

Θ’ αναφερθούμε και στη συνέχεια σ’ αυτά, θέλουμε ωστόσο εδώ να υπογραμμίσουμε ότι αυτό το δεδομένο είναι που επισφραγίζει με τον πιο ουσιαστικό τρόπο τον ηγετικό ρόλο του προλεταριάτου στην συνολική επαναστατική εξέλιξη.

Η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει τόσο από θετική όσο και από αρνητική άποψη αυτές τις εκτιμήσεις. Από τα μέσα του περασμένου αιώνα, μπορούμε να δούμε πως το προλεταριάτο υπήρξε  η βάση και η κινητήρια δύναμη κάθε επαναστατικής κίνησης, αλλά και σειράς μικρών και μεγάλων κοινωνικών αγώνων σε παγκόσμια κλίμακα. Λιγότερο «ευκίνητη» αλλά συνεπής στο πλευρό της από την ώρα που κινούνταν η αγροτιά. Αντίθετα «σταθερά» ταλαντευόμενα τα μικροαστικά στρώματα και η ιντελιγκέτσια, συμπαρατάχθηκαν όχι λίγες φορές στην αντιδραστική πλευρά.

Από την άλλη μεριά αν το δούμε και στο επίπεδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η πορεία αδρανοποίησης του προλεταριάτου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να διαμορφωθεί το έδαφος που επέτρεψε την κυριάρχηση του ρεβιζιονισμού (βλέπε εκτιμήσεις προηγούμενης Συνδιάσκεψης). Από κει και πέρα η αναδυόμενη Νέα Αστική Τάξη (ΝΑΤ) συστηματοποίησε συνειδητά μια πολιτική παραμερισμού και υποταγής της εργατικής τάξης, για να οδηγηθούν τελικά τα πράγματα εκεί που οδηγήθηκαν. Στο ίδιο διάστημα (μετά το ‘50) αναπτύχθηκαν όλες εκείνες οι πρακτικές και οι θεωρίες (περί «διεύρυνσης» της εργατικής τάξης, «παλλαϊκού» κόμματος και κράτους) που αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη ανάλογων θεωριών και στη Δύση. Όλα αυτά (μαζί με άλλα) είχαν σαν στόχο –αλλά και τελικό αποτέλεσμα– την σε μια πορεία περιθωριοποίηση, αδρανοποίηση του προλεταριάτου, με τις γνωστές σ’ όλους μας συνέπειες.

Ας δούμε λίγο το ζήτημα στις σημερινές του διαστάσεις. Ένα πράγμα που από την αρχή πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι πως στα πολιτικά ζητήματα δεν υπάρχουν «ουδέτερες» απόψεις. Έτσι κι εδώ οι όποιες απόψεις, εκπορεύονται, «συνοδεύονται», εκφράζουν αντιλήψεις που αφορούν το γενικότερο πολιτικό ζήτημα. Αν κάνουμε ένα χοντρικό διαχωρισμό οι απόψεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αμφισβητούν τον ρόλο του προλεταριάτου, κινούνται σε δύο βασικά επίπεδα.

Το πρώτο συνδέεται με αντιλήψεις που άμεσα ή έμμεσα αναιρούν τον ρόλο, τον χαρακτήρα ή και την ίδια την υπόσταση του προλεταριάτου. Το δεύτερο με αντιλήψεις που αναζητούν το «επαναστατικό υποκείμενο» έξω και πέρα από την εργατική τάξη.

Τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο πεδίο ο καμβάς είναι ο ίδιος. Η εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος, η ανάπτυξη, οι αλλαγές με βάση την ΕΤΕ, το πέρασμά του σε άλλο πεδίο, φάση, στάδιο ή όπως αλλιώς το ορίζει ο καθένας ανάλογα την οπτική του. Όχι τυχαία όλες οι οπτικές συνδέονται και επικεντρώνονται (αλλά και περιορίζονται) στις μορφές με τις οποίες εμφανίζεται το ζήτημα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και μόνον. Έτσι –ως προς το πρώτο– έχουμε απόψεις που (στην ίδια στην ουσία βάση) είτε «εξαφανίζουν» το προλεταριάτο, είτε το «διευρύνουν» τόσο και με τέτοιο τρόπο ώστε πρακτικά (πολιτικά) να χάνει τη σημασία του, να «εξαφανίζεται» σαν ταξικό πολιτικό υποκείμενο της επανάστασης. Έτσι η εργατική τάξη εμφανίζεται ν’ αλλάζει χαρακτήρα, να μετασχηματίζεται, να διευρύνεται ή ν’ εξαφανίζεται, να ενσωματώνεται κ.λπ. κ.λπ. Στην ίδια βάση, μια και το προλεταριάτο παύει πια να έχει την σημασία που είχε (αν είχε ποτέ κάποια για όλους αυτούς), αυτή η εξέλιξη αναδείχνει «άλλα υποκείμενα». Από τους «περιθωριακούς» μέχρι την νεολαία κι από τα 2/3 μέχρι τα 3/17.

Όσο μας αφορά. Το προλεταριάτο δεν αλλάζει στην φύση και στον χαρακτήρα του (και συνεπώς σε αναφορά με τον ιστορικό του ρόλο) επειδή δεν αλλάζει η αστική τάξη, δεν αλλάζει ο καπιταλισμός και οι βασικές σχέσεις πάνω στις οποίες υπάρχει κι αναπαράγεται καθώς και αυτές που συνδέονται με την ύπαρξη της εργατικής τάξης. Αν δηλαδή, «ξύσουμε» λίγο όλες αυτές τις απόψεις, θα δούμε στη βάση τους αντιλήψεις που λίγο απέχουν (ή και καθόλου) από το ν’ αποδέχονται θεμελιώδεις αλλαγές στη φύση και το χαρακτήρα του ιστορικού ρόλου του καπιταλισμού («επιστρέφουμε» δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο στο πρώτο ζήτημα που θέσαμε). Όχι ότι δεν υπάρχουν κι εδώ (όπως κι αλλού) ζητήματα που οφείλουμε να τα δούμε. Αλλά οι όποιες αλλαγές έχουν συντελεστεί οπωσδήποτε δεν αφορούν τις βασικές σχέσεις που διέπουν το ζήτημα. Αφορούν μορφές με τις οποίες εμφανίζεται, που υπαγορεύουν την επεξεργασία τρόπων προσέγγισης τακτικής κ.λπ., αλλά σε καμία περίπτωση ανατροπής του βασικού προσανατολισμού.

Ως προς τα «άλλα υποκείμενα» θα θυμίσουμε εδώ ένα και μόνο πράγμα. Την άποψη του Λένιν πως «μια τάξη μπορεί ν’ ανατραπεί μόνο από μια άλλη τάξη». Μ’ άλλα λόγια αν αποδεχόμασταν αυτές τις απόψεις θα βρισκόμασταν και πάλι «δίπλα» σ’ εκείνες τις αντιλήψεις που αντιμετωπίζουν με δέος την «παντοδυναμία» του καπιταλιστικού συστήματος και το «ανέφικτο» της ανατροπής του.

3. για την αναγκαιοτητα της επαναστασης

Γιατί το πέρασμα στον σοσιαλισμό μπορεί να είναι μόνο επαναστατικό. Πρόκειται για το άλλο μεγάλο ζήτημα και γύρω από το οποίο έχουν γίνει σημαντικές αντιπαραθέσεις. Όσο μας αφορά και μιλώντας πάντα στη βάση της αποδοχής της άποψης ότι πρέπει ν’ ανατραπεί, να ξεπεραστεί το καπιταλιστικό σύστημα, θα μπορούσαμε να δώσουμε μια πολύ «απλή» απάντηση. Επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Δεν είναι ζήτημα υποκειμενικής θέλησης ή επιλογής ανάμεσα σε διάφορες πιθανές λύσεις του ζητήματος, αλλά κάτι που απορρέει από τη φύση της ίδιας της αστικής τάξης, τη φύση των σχέσεων στη βάση των οποίων υπάρχει, αναπαράγεται, εδραιώνει το ρόλο και την κυριαρχία της. Η αστική τάξη υπάρχει στη βάση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, το σύστημα που εκφράζει, εδράζεται και προϋποθέτει τη νομή της υπεραξίας. Αυτή είναι αφ’ εαυτής μια σχέση βίας χωρίς κανέναν εδώ και πολύ καιρό προοδευτικό χαρακτήρα. Καλύτερα απ’ όλους το γνωρίζει αυτό η ίδια η αστική τάξη γι’ αυτό και οργανώνει, συστηματοποιεί, ισχυροποιεί και θεσμοποιεί αυτή τη βία σ ‘όλα τα πεδία ύπαρξης και δράσης της.

Θα μπορούσαμε να το πούμε αλλιώς, πως δεν είναι ο λαός που θέλει τη βία αλλά αυτός που την υφίσταται καθημερινά σ’ όλες τις πτυχές της ζωής του. Το ν’ αποφασίσει να οργανωθεί για να την αντιμετωπίσει δεν είναι απλά (όπως ήδη αναφέραμε) ζήτημα επιλογής, αλλά που πάνω απ’ όλα αναγκαιότητας. Πολύ περισσότερο.

Μιλώντας πάντα στη βάση της αναγκαιότητας ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και περάσματος σε μια άλλη κοινωνία, αυτό δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την συντριβή των βάσεων (τουλάχιστον) της καπιταλιστικής κυριαρχίας και πάνω απ’ όλα της πολιτικής της εξουσίας. Και όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές στην ιστορία το ζήτημα της (πραγματικής) πολιτικής εξουσίας είναι από αυτά που «δεν παίζονται». Δεν έτυχε ποτέ δηλαδή να κριθεί με «ομαλό» κοινοβουλευτικό ή όποιο ανάλογο τρόπο και πάντα επειδή ήταν ακριβώς η αστική τάξη που δεν διανοούνταν να υποταγεί στη θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών. Εκτός κι αν θωρήσουμε ότι δεν είναι το πολιτικό ζήτημα το πιο αποφασιστικό, το πιο κρίσιμο για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Στην πραγματικότητα εδώ είναι το πρόβλημα. Η Λενινιστική αντίληψη που θεμελιώνει (αποδεικνύοντας την και στην πράξη) αυτή την κατεύθυνση, ήταν και συνεχίζει να είναι καρφί στο μάτι των αστών και των κάθε λογής ρεφορμιστών. Όλες τους οι θεωρίες, ενστάσεις κ.λπ. περιστρέφονται κύρια γύρω από ένα μόνο πράγμα. Την αναίρεση της Λενινιστικής κατεύθυνσης έτσι ώστε να «ησυχάσουν» επιτέλους από αυτό τον «βραχνά». Ν’ απαλλαγούν από εκείνη την άποψη που εμποδίζει και λοιδορεί τις ευγενικές τους απόπειρες να εμφανίζονται αριστεροί ή και «επαναστάτες» με την άδεια του πρωτοδικείου.

για το «ειρηνικο περασμα»

Ας δούμε κάποιες από αυτές τις απόψεις. Στους νεώτερους δεν είναι τόσο οικείες οι εκφράσεις «ειρηνικό πέρασμα», «κοινοβουλευτικό» κ.λπ. Η αιτία δεν βρίσκεται στο ότι οι θιασώτες αυτών των απόψεων πειστήκανε ότι δεν υπάρχει ειρηνικό (παρά μόνο επαναστατικό) πέρασμα στο σοσιαλισμό. Βρίσκεται στο ότι με τις τελευταίες εξελίξεις καταλήξανε στην άποψη πως δεν υπάρχει (ή και δεν χρειάζεται) καν πέρασμα. Θα μπορούσαμε συνεπώς και να μην ασχοληθούμε καν. Επειδή ωστόσο αυτές οι απόψεις υπήρξαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν σ’ αυτή ή εκείνη την παραλλαγή ας αναφερθούμε σε κάποιες από αυτές.

Οι απόψεις αυτές βασίζονται σε αντιλήψεις (αυταπάτες) για τη φύση της αστικής δημοκρατίας η οποία εμφανίζεται σαν πολιτικό σύστημα υπεράνω τάξεων.

Στις θεωρίες για την «ουδετερότητα» του κράτους το οποίο «δεν είναι πλέον» όργανο του κεφαλαίου όπως ισχυρίζεται εκείνη η «δογματική– Σταλινική» άποψη.

Στις αντιλήψεις (συνάρτηση των προηγούμενων αυταπατών) για την δυνατότητα επίτευξης μεταρρυθμίσεων τέτοιων και σε τέτοιο επίπεδο, που να μετασχηματίζουν την καπιταλιστική κοινωνία, πριν και χωρίς να τεθεί ζήτημα εξουσίας.

«Αν οι εκλογές μπορούσαν να φέρουν τον σοσιαλισμό θα ήταν απαγορευμένες». Δεν πολυσυνηθίζουμε την χρήση τσιτάτων. Νομίζουμε ωστόσο ότι αυτή η φράση του Μαρξ συμπυκνώνει όλη την ουσία του ζητήματος. Στις (αστικές) εκλογές δεν τίθεται ζήτημα (ταξικής) εξουσίας. Όπως και η αστική δημοκρατία στο σύνολο της, αφορούν την ρύθμιση των μεταξύ τους (των αστών) σχέσεων. «Μεταξύ» τους πράγματι έχουν ένα είδος δημοκρατίας. Απέναντι στο λαό, όπως ήδη αναφέραμε υπάρχει μόνο σχέση κυριαρχίας, η οποία δεν νοείται ν’ ανατραπεί με εκλογές. Αυτές (σε σχέση με το λαό) παίζουν το ρόλο μιας «σφυγμομέτρησης» των διαθέσεων του. Επιδρά αυτή (όχι απόλυτα, όχι πάντα) στη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών, της τακτικής τους κ.λπ., αλλά ως εκεί (άλλα είναι τα κύρια στοιχεία που καθορίζουν τις ιεραρχήσεις τους).

Αυτό δεν αποκλείει (έχει συμβεί) να τεθεί ζήτημα εξουσίας και με αφορμή τις εκλογές. Αλλά θα τεθεί σαν τέτοιο μόνο αν στο προηγούμενο διάστημα και μέσα από άλλες διαδικασίες (ταξικής πάλης) έχουν διαμορφωθεί οι ανάλογοι όροι και οι εκλογές δεν θα είναι παρά ένα ακόμη (κρίσιμο οπωσδήποτε) πεδίο αντιπαράθεσης. Όπως και να ‘χει το ζήτημα δεν θα κριθεί απλά με τις εκλογές. Πριν, στην διάρκεια ή μετά θα υπάρξει αναμέτρηση με την αστική τάξη «άλλου είδους». Γιατί και πως αναφερθήκαμε ήδη.

περι «ουδετεροτητας»

Το «ουδέτερο» κράτος. Η άποψη έχει διπλή προέλευση. Η μία αφετηρία βρίσκεται στις ρεβιζιονιστικές αντιλήψεις που κυριάρχησαν στην ΣΕ. Μια έκφρασή τους υπήρξαν οι απόψεις για το «παλλαϊκό κράτος» κ.λπ. μέσα από τις οποίες πέρασαν οι θέσεις για κατάργηση της «δικτατορίας του προλεταριάτου» (δηλαδή της οριστικοποίησης και θεσμοθέτησης της περιθωριοποίησης και υποταγής της εργατικής τάξης) και εγκαθίδρυσης της δικτατορίας της ΝΑΤ. Από την ίδια πλευρά πριμοδοτήθηκαν (και αλληλοσυμπληρώθηκαν) και οι αντιλήψεις περί «ουδέτερου κράτους» στα ρεβιζιονιστικά– ρεφορμιστικά κόμματα της Δύσης, όπου η άποψη είχε ήδη τη δική της ιστορία. Υπήρξε– αναπτύχθηκε μια ολάκερη φιλολογία και σε μεγάλη διάρκεια χρόνου επί του θέματος, στη βάση της οποίας εξοστρακίζονταν κι αναθεματίζονταν σαν «δογματική», «Σταλινική» και δε συμμαζεύεται, κάθε άποψη περί υποταγής του κράτους στο κεφάλαιο, τα μονοπώλια κ.λπ. Η ουσία του θέματος. Η υπαρκτή –και σχετική ουδετερότητα του κράτους απέναντι στις διάφορες μερίδες της αστικής τάξης– προάγεται σε περίπου απόλυτη ουδετερότητα σε αναφορά με την ταξική διάσταση (και αντιθέσεις) του ζητήματος. Η «διπλή» προέλευση της άποψης αλληλοσυμπληρωμένη και αλληλοϋποστηριζόμενη απέναντι στην κομμουνιστική, εξέθρεψε ωστόσο (αντίστοιχα) και δύο παραλλαγές (όχι απαραίτητα και όχι πάντα ανταγωνιστικές). Από τη μια πρόσφερε επιπλέον στήριξη στην άποψη περί «ειρηνικού περάσματος» (με «εγγυητή» το «ουδέτερο» κράτος). Από την άλλη τροφοδότησε μια άποψη που πέρα από τις αυταπάτες περιείχε κι ένα «ρεαλιστικό» (αλλά άκρως αντιδραστικό) στοιχείο. Την άποψη που χάριν συντομίας ονομάζουμε κρατικισμό και στη βάση της οποίας προωθήθηκαν κάποιες «επαναστάσεις» τύπου Αφγανιστάν (που όπως έγραψε κι ο «Ριζοσπάστης», «μόλις ο λαός έμαθε ότι έγινε η επανάσταση βγήκε χαρούμενος στους δρόμους της Καμπούλ»).

για τις μεταρρυθμισεις

Ας περάσουμε στο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων. Αν κι οι «παραδοσιακοί» εκφραστές της αντίληψης έχουν παραιτηθεί (δια παντός ή πρόσκαιρα θα δούμε) στην ουσία κι από αυτή την άποψή τους, το ζήτημα έχει ενδιαφέρον τόσο ως προς την προοπτική του όσο και σε αναφορά με άλλες σημερινές του παραλλαγές.

Βάση της άποψης, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η αντίληψη περί αδυναμίας (ή «πρόωρης») ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος. Ταυτόχρονα υπήρξε και η «απάντηση» της μικροαστικής αντίληψης στις Λενινιστικές απόψεις, που την «πίεζαν» για την αναγκαιότητα της επανάστασης. Συν τω χρόνω οι εξελίξεις μετά το ’50 (βλέπε λ.χ. Ιταλία) προσέφεραν το έδαφος «επαλήθευσης» των ρεφορμιστικών αντιλήψεων. Οι «βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές» θα ‘ταν πλέον αυτές που θα δημιουργούσαν όχι απλά «νησίδες», αλλά ένα ολάκερο «σώμα» σοσιαλισμού, όπου η ανατροπή (όπως κι αν αυτή ερχόταν) δεν θα ‘χε παρά να «ξεφλουδίσει» το καπιταλιστικό περίβλημα για να προβάλλει ατόφια η σοσιαλιστική (ή η κομμουνιστική αν θέλετε) κοινωνία.

Εμείς εδώ δεν θα προσπαθήσουμε να επιχειρηματολογήσουμε πάνω στο «γελοίον του πράγματος» που είναι προφανές. Θα προτιμήσουμε να πούμε δύο λόγια πάνω σ’ αυτό που νομίζουμε πως αποτελεί τον πυρήνα μιας λαθεμένης (ανεξάρτητα από αφετηρία και προϋποθέσεις) συλλογιστικής.

Έχουμε, λοιπόν, την άποψη ότι ο καπιταλισμός σαν οικονομικό (τουλάχιστον) σύστημα είναι «απόλυτος». «Περιορίζεται» μόνον πολιτικά (όταν, όπως και για όσο), ενώ απεριόριστη και ακατάσχετη είναι η τάση του να καλύψει «όλο το πεδίο» (βλέπε κι εκτιμήσεις πρώτου κύκλου). Με δεδομένο ότι διαθέτει την πολιτική (και εφ’ όλης) εξουσία δεν υπάρχουν μεταρρυθμίσεις που μπορούν να γίνουν ανεκτές από την κυρίαρχη τάση. Αν αυτό ισχύει ακόμη και για μεταρρυθμίσεις αστικού χαρακτήρα (που τυχαίνει να μην εναρμονίζονται με επιλογές της συγκυρίας) και πολύ περισσότερο βέβαια για μεταρρυθμίσεις που στη βάση πολιτικών συγκυριών τυχαίνει να έχουν «σοσιαλιστικό» χαρακτήρα. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων αν δεν μπορούν να διδάξουν κάποιους, δεν ξέρουμε τι είναι αυτό που θα μπορούσε να τους διδάξει (αν κι εδώ που τα λέμε κάποιοι έχουν «διδαχτεί» επιλέγοντας την εφ’ όλης της ύλης παραίτηση). Όσο μας αφορά αυτό που εμείς βλέπουμε είναι η πλήρης επιβεβαίωση της Λενινιστικής άποψης πως θεμελιώδης προϋπόθεση για σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις (μετάβασης) είναι η συντριβή της αστικής πολιτικής εξουσίας και των βάσεων κυριαρχίας του καπιταλιστικού συστήματος.

η ιστορικη εμπειρια

Η ιστορική εμπειρία απλά επιβεβαιώνει τις παραπάνω απόψεις. Το προλεταριάτο, η σοσιαλιστική του επιδίωξη κέρδισαν μόνον εκεί όπου θριάμβευσε η επαναστατική πάλη των μαζών. Αντίθετα έχασε όπου αυτή η πάλη (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) νικήθηκε.

Σ’ όλες τις περιπτώσεις το δεδομένο ήταν το ίδιο. Η αστική τάξη αντέδρασε βίαια. Εκεί που η αντίδρασή της συνάντησε την οργανωμένη, αποτελεσματική και νικηφόρα τελικά επαναστατική διάθεση των λαών (Ρωσία, Κίνα, Κούβα κ.λπ.) Εκεί όπου κατόρθωσε ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, με τη συνδρομή και του διεθνούς ιμπεριαλισμού, αυτή την πάλη (Ελλάδα, Ινδονησία κ.ά.) Και εκεί όπου η πάλη των μαζών ήταν υπονομευμένη από αυταπάτες περί ειρηνικού περάσματος, με κορυφαίο παράδειγμα της περίπτωση της Χιλής.

Το δίδαγμα από όλα αυτά είναι νομίζουμε σαφές.

Όχι ότι είναι απαραίτητο πολιτικά (στη σημερινή συγκυρία), αλλά ιστορικά τουλάχιστον (με όποιους συνειρμούς μπορεί να κάνει κανείς) έχει μια χρησιμότητα ν’ αναφερθούμε και σε κάποιες περιπτώσεις «ειρηνικού περάσματος» που υπήρξαν στην ιστορία και που πολύ προβλήθηκαν κύρια από τη μεριά των ρεβιζιονιστών, που πρόσκεινται στη Μόσχα. Αναφερόμαστε στην περίπτωση των χωρών που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εντάχθηκαν στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Σε συντομία, λοιπόν, κάποιες επισημάνσεις σε αναφορά με τις εξελίξεις εκείνης της περιόδου.

α) Η αστική τάξη αυτών των χωρών δεν διέθετε (λόγω του πολέμου) οργανωμένη κρατική δύναμη εξουσίας,

β) Ο λαός (ιδιαίτερα σε Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, Τσεχοσλοβακία, Κορέα, Βουλγαρία) ήταν οργανωμένος σε ένοπλη βάση και αποτελούσε την κύρια δύναμη στην κάθε χώρα,

γ) Η παρουσία του Κόκκινου Στρατού επιδρούσε θετικά στον συσχετισμό και υπέρ της ενίσχυσης των λαϊκών δυνάμεων,

δ) Η ίδια αυτή παρουσία λειτουργούσε αποτρεπτικά απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια επέμβασης του διεθνούς ιμπεριαλισμού,

ε) Παρόλα αυτά και σ’ αυτές τις χώρες έγιναν αναμετρήσεις. Σκληρές, με ένοπλες συγκρούσεις και με μαζική δράση των λαϊκών δυνάμεων.

Έτσι ή αλλιώς ήταν μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, ευνοϊκή από άποψη τόσο γενικού όσο κι ειδικού συσχετισμού που δεν προσφέρεται για γενικεύσεις.

4. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΝΙΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ

Παράλληλα με τις προηγούμενες στον Ευρωπαϊκό κύρια χώρο, αναπτύχθηκαν κι άλλες απόψεις, ανάλογες, παραπλήσιες, παλιές και νέες ή απλώς παλιές με νέα μορφή.

Πολλές φορές με αφετηρία (ή αφορμή) την κριτική στο μοντέλο του «υπαρκτού (Μπρεζνιεφικού) σοσιαλισμού» προέκτειναν αυτή την κριτική στην «Σταλινική περίοδο» για να φτάσουν μέχρι τον Λένιν και την ίδια την Οκτωβριανή Επανάσταση, σαν αφετηριακή και γενεσιουργό «αιτία του κακού». Η ολοκλήρωση της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες έδωσε νέα ώθηση στην προβολή αυτών των απόψεων που είτε εύρισκαν απλώς νέα προσχήματα είτε εκφράζουν σε ορισμένες περιπτώσεις αναζητήσεις απαντήσεων στα ζητήματα που είχαν τεθεί αλλά υπό καθεστώς σύγχυσης το λιγότερο.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση κι ανεξάρτητα αφετηρίας η ουσία του ζητήματος ήταν μία. Η αμφισβήτηση, απόρριψη της Λενινιστικής αντίληψης για την στρατηγική της επανάστασης. Όλα αυτά σε αναφορά βέβαια με τα ιστορικά γεγονότα και εξελίξεις αλλά με κύριο αντικείμενο πάντα το δέον γενέσθαι σήμερα. Αυτό άλλωστε είναι παντού και πάντα το κύριο ζήτημα (και για μας).

Έχουμε έτσι απόψεις που αμφισβητούν την ίδια την Οκτωβριανή Επανάσταση, την αναγκαιότητα, τη σημασία της, το ρόλο της στην ιστορία κ.λπ. Η καθαρά αστική άποψη για «πραξικόπημα μιας μειοψηφίας» και του Λένιν συναντιέται σε διάφορες παραλλαγές με άλλες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θέτουν το ίδιο ζήτημα. Η ίδια άποψη επεκτείνεται στην κριτική της «δικτατορίας μιας μειοψηφίας» (διάβαζε δικτατορία του προλεταριάτου) που αυτό μαζί με το προηγούμενο αποτελούν την «αφετηρία και πηγή όλων των κακών».

Στην ίδια ή παραπλήσια λογική αναπτύχθηκαν απόψεις που έθεταν το ζήτημα σε αναφορά με τους όρους που είχαν διαμορφωθεί πριν την επανάσταση (η «ωριμότητα των συνθηκών» που αναφέραμε) στο κοινωνικό, το πολιτικό επίπεδο (ακόμη κι «ατομικό»), σε επίπεδο σταδίου, σε αναφορά με αυτό των μεταρρυθμίσεων που είχαν (ή δεν είχαν) συντελεστεί. Κεντρική θέση έχουν οι αναφορές που συνδέουν το όλο ζήτημα με το γεγονός ότι η επανάσταση έγινε στην «καθυστερημένη» Ρωσία κι όχι λ.χ. σε μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα κι από κοντά η τροτσκιστική κριτική για τον «περιορισμό σε μια χώρα» μιας επανάστασης που μπορεί να είναι «μόνο διεθνής» κ.λπ.

Αν όλες αυτές οι απόψεις έχουν σαν κοινό στοιχείο την αμφισβήτηση (άρνηση) της Οκτωβριανής Επανάστασης (αυτής που πραγματικά υπήρξε) αναπτύχθηκαν και απόψεις που υπερκεραίνουν αυτό το στοιχείο (δεν «αμφισβητούν» αλλά βρίσκουν «λίγη» την επανάσταση που έγινε) λέγοντας ωστόσο τα ίδια περίπου πράγματα στα συγκεκριμένα ζητήματα. Θεμελιακό κοινό στοιχείο η αναίρεση της Λενινιστικής αντίληψης. Θ’ αναφερθούμε σ’ όλα αυτά. Δεν μπορούμε ωστόσο να μην παρατηρήσουμε εξαρχής κάποια πράγματα. Εντυπωσιακή σε όλα αυτά η παρουσία του ιδεαλιστικού στοιχείου έως και σε επίπεδο μεταφυσικής. Έκδηλη η αγωνία με τη οποία αναζητείται το «τέλειο» σχήμα πορείας, έξω από όρους και ιστορικές παραμέτρους. Ενός σχήματος που θα παρέχει πλήρη «ασφάλεια» ως προς τυχόν εκτροπές και που θα πραγματοποιήσει εφάπαξ «εδώ και τώρα» τα προσδοκώμενα.

Το «διασκεδαστικό» μάλιστα είναι ότι όλα αυτά εκπορεύονται από πλευρές που ορκίζονται στο όνομα της διαλεκτικής και σταθερά καταδικάζουν τον «Σταλινικό δογματισμό». Έχουμε να τους πούμε ένα πράγμα όμως οι «Σταλινικοί». Στην πραγματική ζωή τέτοια σχήματα απλώς δεν υπάρχουν. Αν δεν μπορούν να την δουν με τα πραγματικά της μέτρα είναι καλύτερα γι’ αυτούς να επιστρέψουν στην εκκλησία τους. Μόνο εκεί «υπάρχουν» παράδεισοι.

Ας πούμε κάποια πράγματα γι’ αυτά. Πολύ σύντομα κατ’ αρχήν για κάποιες απόψεις που ούτως ή άλλως δεν αντέχουν και πολύ στην κριτική.

Σε σχέση με την «μειοψηφία» και το «πραξικόπημα». Σύμφωνα με την κλασική (και αστική) παραδοχή, πραξικόπημα νοείται μόνο στη βάση της χρησιμοποίησης της υπάρχουσας κρατικής (ή μέρους της) εξουσίας και των μηχανισμών της. Από κει και πέρα. Επανάσταση (νικηφόρα μάλιστα) απέναντι σε μια κυρίαρχη τάξη και την κρατική της εξουσία που έχει μάλιστα την πλήρη υποστήριξη του διεθνούς ιμπεριαλισμού, μόνο με τη στήριξη στη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία μπορεί να γίνει. Όλα τ’ άλλα είναι απλώς ανοησίες ή επίσης απλώς προφάσεις. Για τους όρους πριν, υπάρχει μια σοβαρή πλευρά και μια ελαφρώς γελοία. Λ.χ. δεν θέλουμε καν ν’ ασχοληθούμε με απόψεις, όπως η παλιά άποψη του «αρχείου» (να «μορφωθούμε πρώτα») ή με απόψεις «ν’ αλλάξουμε πρώτα τον άνθρωπο» ή «τις σχέσεις μας». Ως προς την σοβαρή αναφερθήκαμε και θ’ αναφερθούμε ξανά. Εδώ σημειώνουμε μόνο πως ο μετασχηματισμός των όρων (σε πολλαπλά επίπεδα) είναι προϋπόθεση όχι απλά για το «αν πρέπει» (ερώτημα του αέρα) αλλά για το αν μπορεί να γίνει επανάσταση.

Για το επιχείρημα περί αναπτυγμένων χωρών και περί «καθυστερημένης» Ρωσίας (ή όποιας άλλης προκύψει). Στον πρώτο κύκλο επιχειρηματολογήσαμε πάνω στο ζήτημα της ανισόμετρης ανάπτυξης θεωρώντας ότι ίσχυε τότε αλλά και σήμερα. Η Λενινιστική άποψη για τον αδύνατο κρίκο θεωρούμε επίσης ότι ισχύει όχι μόνο τότε αλλά και σήμερα. Ας θίξουμε όμως και μια άλλη πλευρά για να γίνουν περισσότερο κατανοητά κάποια πράγματα.

Αναφερόμαστε στην αντίληψη πως η επανάσταση μπορεί να είναι μόνο διεθνής. Θα «συμφωνήσουμε» μαζί της «τροποποιώντας» την λίγο. Πράγματι μια προλεταριακή κομμουνιστική επανάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν έχει διεθνείς διαστάσεις. Ας εξηγηθούμε. Δεν έχουμε την αυταπάτη ότι λέμε κάτι «σοφό» αν πούμε ότι ο διεθνής συσχετισμός πρέπει να είναι τέτοιος που να «επιτρέπει» την πραγματοποίηση της επανάστασης. Διαφορετικά, ίσως σήμερα στην Αλβανία να ξαναείχαμε σοσιαλισμό. Ο συσχετισμός αυτός δεν είναι απαραίτητο να εκφράζεται σε επίπεδο εξουσίας. Είναι όμως απαραίτητο να εκφράζεται σε επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος σε παγκόσμια κλίμακα. (Σε διάφορα επίπεδα). Από κει και πέρα το επίπεδο συνοχής (ή όχι) του ιμπεριαλιστικού συστήματος είναι ένας ακόμα ευνοϊκός ή δυσμενής παράγοντας. Έτσι όπως ακριβώς έγινε στην περίπτωση της Οκτωβριανής Επανάστασης που οι ιμπεριαλιστές βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους, που η Γερμανία αντιμετώπιζε επαναστατική κατάσταση, που στα στρατεύματα που στέλνονταν να καταπνίξουν την επανάσταση εκδηλώνονταν ανταρσίες, που τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων στασίαζαν κ.λπ. κ.λπ. Αυτή είναι η διεθνής επανάσταση. Έτσι συμβαίνει στην πράξη και στην Ιστορία. Δεν γίνεται «επί παραγγελία». Εκτός κι αν «πρέπει» να «αναβάλλεται» αυτό που είναι ιστορικά επίκαιρο (π.χ. ο Οκτώβρης) μέχρις ότου μας προκύψει η «Διεθνής».

5. Η ΑΠΟ ΤΑ «ΑΡΙΣΤΕΡΑ» ΥΠΕΡΒΑΣΗ

Δεν έχουν στην ουσία διαφορετικό αποτέλεσμα οι απόπειρες και οι απόψεις που θέλησαν να υπερβούν τον Λενινισμό «από τ’ αριστερά». Η εναντίωση στα στάδια της επαναστατικής διαδικασίας, η προβολή του ενιαίου του επαναστατικού προτσές. Στρατηγικός στόχος ο κομμουνισμός (χωρίς το σοσιαλιστικό του «στάδιο»), στόχος άμεσος ο οποίος μάλιστα μπορεί και πρέπει να οικοδομείται με την πάλη μέσα ήδη στην καπιταλιστική κοινωνία(«εδώ και τώρα»). Τονισμός του διεθνούς χαραχτήρα της επανάστασης σε αντιδιαστολή με την επανάσταση του «σοσιαλισμού σε μια χώρα».

Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Φυσικά και έχει διεθνή χαραχτήρα η επανάσταση. Το πώς εμείς το αντιλαμβανόμαστε αυτό, αναφερθήκαμε μόλις προηγούμενα. Εμφανής σ’ αυτές τις απόψεις η σύνδεσή τους με τις αντιλήψεις της παγκοσμιοποίησης (υπεριμπεριαλισμών), ζήτημα στο οποίο επίσης αναφερθήκαμε, καθώς και στην «έμμεση» (ή και άμεση) αναγνώριση νέου ιστορικού ρόλου για την αστική τάξη. Εδώ είναι και το κρίσιμο ζήτημα. Η ανατροπή της αστικής τάξης είναι ήδη μια πολύ δύσκολη υπόθεση με δεδομένο (για την αντίληψή μας) το κλείσιμο του ιστορικού της κύκλου. Αν υποθέσουμε ότι αυτό δεν ισχύει, τότε έχουμε μπροστά μας μια από τις θεμελιακές βάσεις της ρεφορμιστικής αντίληψης. Η αστική τάξη έχοντας μπροστά της έναν ιστορικό ρόλο να εκπληρώσει, ούτε μπορεί ούτε «πρέπει» να ανατραπεί (διαφορετικά θα πρόκειται για «βιασμό» της ιστορίας κ.λπ. κ.λπ.).

Ως προς τα στάδια. Φυσικά κι είναι ενιαίο το επαναστατικό προτσές. Οι «στάσεις» σημαίνουν πισωγύρισμα. Μόνο που το ενιαίο δεν σημαίνει απαραίτητα και μια ευθύγραμμη πορεία από «εδώ» μέχρι τον κομμουνισμό. Υπάρχουν κι εδώ κάποια κρίσιμα ζητήματα. Το ζήτημα της συντριβής της καπιταλιστικής κυριαρχίας (στα θεμελιακά της στοιχεία), το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Πρόκειται για μια ποιοτική μεταβολή που ούτως ή άλλως συνιστά το πέρασμα όχι απλά από μια φάση ή ένα στάδιο σ’ ένα άλλο, αλλά από μια ιστορική περίοδο σε μια άλλη. H «ισοπέδωση»αυτής της κρίσιμης ανατροπής δεν είναι απλή υποτίμηση ενός σημαντικού δεδομένου. Είναι άρνηση ενός θεμελιώδους σημασίας καθήκοντος της επαναστατικής διαδικασίας.

ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Ταυτόχρονα συναντάμε και εδώ μία ακόμη βασική συνιστώσα της «κλασικής» ρεφορμιστικής αντίληψης. Αυτής που συνδέεται με την παραπομπή του ζητήματος της πολιτικής εξουσίας στις καλένδες.

Στο ίδιο (το προηγούμενο) πάντα ζήτημα. Εμείς επιμένουμε στην «παλιά» Μαρξιστική άποψη πως η πορεία προς τον κομμουνισμό είναι μια πορεία διαρκούς επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Την άποψη αυτή δείχνουν να την αποδέχονται και οι υποστηριχτές της αντίληψης πως «στρατηγικός στόχος» πρέπει να είναι ο κομμουνισμός κ.λπ. Όπως επίσης και την άποψη (όχι πάντα και όχι με σαφήνεια) για τις «μεταβατικές κοινωνίες». Εδώ γεννάται το εξής πρόβλημα. Η μ–λ αντίληψη θέτει σαν προϋπόθεση για πέρασμα σ’ αυτές τις κοινωνίες και το άνοιγμα μιας τέτοιας πορείας, την συντριβή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Στις απόψεις που αναφερόμαστε αυτό δεν ξεκαθαρίζεται πουθενά. Ταυτόχρονα αποτελεί τουλάχιστον αντίφαση η συνύπαρξη της κάθετης εναντίωσης στα «στάδια» με την παραδοχή (όταν κι όπως) των «μεταβατικών κοινωνιών». Το ζήτημα συνεπώς που οφείλεται να ξεκαθαριστεί, είναι το αν ισχύει η παραδοχή της ύπαρξης αυτών των κοινωνιών στην ιστορική πορεία. Από κει και πέρα το αν θα τις ονομάσουμε σοσιαλιστικές, μεταβατικές ή Θανάση, έχει την μικρότερη σημασία.

Στο ίδιο πάντα ζήτημα υπάρχει μια ακόμη κρίσιμη πλευρά. Η μ–λ αντίληψη αναφέρεται σε μια περίοδο μετάβασης υπό καθεστώς «δικτατορίας του προλεταριάτου». Έχουμε την άποψη ότι η απουσία αναφοράς στο ζήτημα σ’ αυτές τις απόψεις μόνο τυχαία δεν είναι. Γιατί βέβαια εφ’ όσον ο κομμουνισμός αποτελεί άμεσο («εδώ και τώρα») πραγματοποιήσιμο στόχο, εφ’ όσον δεν αποτελεί κρίσιμο όρο το ζήτημα της εξουσίας, «περιττεύει» πλέον και η δικτατορία του προλεταριάτου. Αν μάλιστα πάμε «προς τα πίσω» θα δούμε να «περιττεύει» και το κόμμα του προλεταριάτου ενώ και το ίδιο το προλεταριάτο δεν θα πρέπει να αισθάνεται και τόσο καλά με απόψεις που άλλοτε το εξαφανίζουν και άλλοτε το ξεχειλώνουν.

«ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ»

Στη βάση, λοιπόν, της νέας φάσης της καπιταλιστικής εξέλιξης (περιόδου ή σταδίου), οι αντιφάσεις, αντιθέσεις, οι όροι, οδηγούνται σε τέτοια επίπεδα ώστε τα ζητήματα να μπορούν να τεθούν πλέον σε (άμεση) αναφορά με την κομμουνιστική προοπτική. Μάλιστα όχι σαν ζητήματα ζύμωσης και προπαγάνδας αλλά άμεσης διεκδίκησης και πραγματοποίησης. Ο κομμουνισμός σε μια τέτοια βάση δεν είναι πια ένα «μακρινό όραμα» αλλά ώριμο επίκαιρο αίτημα και ζήτημα ημερήσιας διάταξης στη βάση του οποίου πρέπει ν’ αρθρωθεί η στρατηγική του κινήματος.

Εμφανής για μας η συγγένεια με κλασικές ρεφορμιστικές απόψεις. Δηλαδή, ποια η διαφορά αν τις μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος τις ονομάσουμε διαρθρωτικές, σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές; Από άποψη ουσίας συνεπώς δεν θα ‘χουμε να προσθέσουμε τίποτα στα όσα αναφέραμε προηγούμενα. Ας δούμε όμως λίγο το ζήτημα και σ’ αυτές τις μεταμορφώσεις.

Κατ’ αρχήν για την υπερωρίμανση αντιφάσεων, συνθηκών, όρων κ.λπ. Για τη δική μας άποψη μια τέτοια εξέλιξη (υπαρκτή και για μας αλλά υπό άλλη οπτική και αντίληψη) αυτό που θα μπορούσε να σημαίνει είναι η διαμόρφωση όρων και προϋποθέσεων για ταχύτερη μετάβαση κ.λπ. (οπωσδήποτε και διαφοροποιήσεις σε τρόπους, μορφές προσέγγισης των ζητημάτων, τακτικής κ.λπ.). Σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν σημαίνει την απόρριψη της Λενινιστικής αντίληψης που θέτει στο κέντρο το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Ακριβώς αυτό θέτουν άλλωστε όλες αυτές οι αντιλήψεις στο όνομα της «ανανέωσης» της επαναστατικής στρατηγικής.

Από την άλλη μεριά, μια τέτοια εξέλιξη αφορά αποκλειστικά τις μητροπόλεις του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό σημαίνει πως μια τέτοια επανάσταση μπορεί να γίνει μόνο στο «κέντρο» ή αλλιώς στους ισχυρούς κρίκους του συστήματος [ε κι αν δεν μπορεί (που δεν μπορεί) να γίνει στους ισχυρούς κρίκους ενόσω παραμένουν τέτοιοι (ισχυροί) τότε «τι την θέλουμε!].

Ας δούμε ωστόσο το ζήτημα και στη βάση της αντίληψης για τις μεταρρυθμίσεις.

Οι μεταρρυθμίσεις στο καπιταλιστικό σύστημα μετά το ’50 (που αποτέλεσαν και σημαία του ρεφορμισμού) έγιναν κυρίως στο εποικοδόμημα και σε κάθε περίπτωση σε «περιφερειακές» εκφράσεις του συστήματος. Οπωσδήποτε δεν θίγουν στο ελάχιστο (όσο κι αν εκφράζουν διαφοροποιήσεις στους συσχετισμούς) τον πυρήνα της καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Ας υποθέσουμε ότι δεν εννοούν κάτι τέτοιο. Ταυτόχρονα είναι προφανές ότι δεν εννοούν την πορεία κατακτήσεων, διαμόρφωσης όρων και συσχετισμών σε διάφορα επίπεδα μια και κάτι τέτοιο «εμπίπτει» στη λογική της Λενινιστικής αντίληψης και στρατηγικής. Πρόκειται για κάτι άλλο. Η «νέα» στρατηγική θέτοντας στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της κομμουνιστικής προοπτικής θέτει ταυτόχρονα και το ζήτημα κατακτήσεων κομμουνιστικού χαρακτήρα που θ’ ανατρέπουν στην ουσία της την καπιταλιστική κυριαρχία πριν και χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα πολιτικής εξουσίας. Δηλαδή, αν καταλάβαμε καλά μπορούμε να θέτουμε ζήτημα εξουσίας χωρίς να θέτουμε ζήτημα εξουσίας, ν’ ανατρέπουμε την αστική τάξη χωρίς ν’ ανατρέψουμε την αστική τάξη.

νεωτερισμοι κι αναπαλαιωσεις

Έτσι απλά σαν δείγμα όχι απλά λαθεμένης και ανεπαρκούς αντίληψης των πραγμάτων, αλλά θα λέγαμε και ελαφρότητας στην αντιμετώπιση των ζητημάτων. Το περίφημο σύνθημα «35 ώρες δουλειά, δουλειά για όλους». Ουδόλως προβλημάτισε το γεγονός ότι «εναρμονιζόταν» με κυρίαρχες τάσεις του κεφαλαίου μέχρι που ήρθε η κεραμίδα. Η μείωση των ωρών διασφαλισμένης και (αντίστοιχα) αμειβόμενης εργασίας, σήμαινε πολύ απλά (πέραν όλων των άλλων) και την… αύξηση των ωρών εργασίας με δεύτερη, τρίτη δουλειά κ.λπ. (ποια «λιγότερη δουλειά» και σαχλαμάρες). Αξίζει ωστόσο να πούμε δυο λόγια και για το ζήτημα του «ελεύθερου χρόνου» που επίσης συνδέθηκε με το προηγούμενο. Ότι ο ελεύθερος χρόνος (η λιγότερη δουλειά) αποτελεί διεκδίκηση (από την εποχή του 8ωρου) ούτε λόγος. Ας μην τα μπερδεύουμε όλα αυτά με τον κομμουνισμό κι άλλα τέτοια. Στον κομμουνισμό δεν θέλουμε «περισσότερο ελεύθερο χρόνο». Θέλουμε «όλον» τον χρόνο ελεύθερο και δικό μας. Και δεν τον θέλουμε για να «καθόμαστε». Τον θέλουμε για να δημιουργούμε ελεύθερα κι αβίαστα. Πρόκειται προφανώς για άλλου είδους σχέση που απέχει πολύ από το αν θα διεκδικήσουμε 7ωρο ή 5ωρο (ανάλογα με τις συνθήκες, τους συσχετισμούς, την τακτική).

Για να συνοψίσουμε. Μ’ αυτές ή εκείνες τις διεκδικήσεις, η ουσία βρίσκεται στο πιο πολιτικό ζήτημα θέτει η εργατική τάξη. Αν θέτει ζήτημα ανατροπής, ζήτημα εξουσίας, σε αναφορά μ’ αυτό αρθρώνεται κι η στρατηγική της, οι στόχοι της, σε συνάρτηση μ’ αυτό, η τακτική της, γύρω από αυτό οι στόχοι, τα καθήκοντα, οι διεκδικήσεις.

Ξαναβλέποντας, λοιπόν, το όλο ζήτημα μπορούμε να πούμε ότι τα πράγματα δεν είναι ούτε απλά ούτε τόσο «αθώα», μια άλλη έστω λαθεμένη οπτική των πραγμάτων. Είναι στην ουσία η παλιά παμπάλαια ρεφορμιστική λογική, ντυμένη στα κόκκινα. Ένα μίγμα καταβολών τροτσιστικών, χώρου τη αυτονομίας, αντιλήψεων της Νέας Ευρωπαϊκής Αριστεράς, του παλιού και νέου ρεφορμισμού που «ενώνονται» στην αντίθεσή τους στην «παλιά», «Σταλινική», Λενινιστική άποψη. Τι αν φαντάζει σαν κάτι «νέο» και ριζοσπαστικό, τι αν σαγηνεύει και κάποιους που πιθανότατα δεν έχουν ρεφορμιστικές διαθέσεις, αυτό είναι πρόβλημα που οφείλουν κατ’ αρχήν να λύσουν οι ίδιοι.

6. Ο ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΜΑΣ ΣΤΟΧΟΣ

Ο στρατηγικός μας στόχος. Είπαμε και προηγούμενα ότι θεωρούμε κάπως μικρομεγαλισμό την χρήση όρων όπως στρατηγικός στόχος και στρατηγική, με δεδομένο το επίπεδο του κινήματος και περισσότερο το δικό μας επίπεδο ανάπτυξης. «Αναγκαστικά» ωστόσο και αφού μ’ αυτούς τους όρους τίθεται το ζήτημα στην σχετική φιλολογία, τους χρησιμοποιούμε κι εμείς για λόγους οικονομίας και ευκολότερης κατανόησης. Οπωσδήποτε η ουσία της δικής μας αντίληψης βρίσκεται πιο κοντά σε όρους όπως βασικοί προσανατολισμοί ή έστω στρατηγικές κατευθύνσεις. Μ’ αυτές, λοιπόν, τις διευκρινήσεις ο στρατηγικός μας στόχος είναι η επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, ο σοσιαλισμός, η δικτατορία του προλεταριάτου.

Πριν εξηγήσουμε το γιατί, θεωρούμε αναγκαία μια διευκρίνιση για την σχέση σοσιαλισμού– κομμουνισμού (στην οποία άλλωστε αναφερθήκαμε και θα ξανααναφερθούμε). Θεωρούμε το σοσιαλισμό σαν το αναγκαίο στάδιο μετάβασης προς τον κομμουνισμό, σαν την πορεία «συνεχούς επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας», υπό καθεστώς (και προϋπόθεση) δικτατορίας του προλεταριάτου (η ειδικότερη μορφή αποτελεί συνάρτηση των συγκεκριμένων κάθε φορά συνθηκών και δεν αποτελεί αντικείμενο αυτής της τοποθέτησης αρχής). Θα μπορούσαμε, λοιπόν, πολύ απλά να πούμε ότι ο στρατηγικός μας στόχος προσδιορίζεται σαν τέτοιος (ανατροπή, κ.λπ.) γιατί αποτελεί την εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για το άνοιγμα αυτής της διαδικασίας.

Ειδικότερα.

Την επαναστατική ανατροπή της αστικής πολιτικής κυριαρχίας, ή αλλιώς τη «λύση του πολιτικού ζητήματος» σαν της πιο θεμελιώδους προϋπόθεσης για ν’ ανοίξει ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.

Την συντριβή του αστικού κράτους και όλων εκείνων των μηχανισμών που στηρίζουν, συντηρούν και αναπαράγουν την καπιταλιστική κυριαρχία.

Την ανατροπή, συντριβή των οικονομικών βάσεων του καπιταλιστικού συστήματος, την κυριαρχία του κεφαλαίου, την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το σύστημα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Με άλλα λόγια την (κατ’ αρχήν) λύση της βασικής αντίθεσης στις κύριες της εκφράσεις.

Ταυτόχρονα την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου που με μια έννοια εκφράζει την βαθύτερη ουσία και υπόσταση του σοσιαλιστικού σταδίου. Αυτά αποτελούν μ’ ένα τρόπο τα βασικά στοιχεία του ζητήματος.

Με βάση ωστόσο το πώς τίθεται το ζήτημα στην σχετική φιλολογία, χάνεται αναγκαία η αναφορά και σε κάποιες άλλες πλευρές.

Από μια άλλη σκοπιά, λοιπόν, και με όλες τις επιφυλάξεις μας ως προς την χρήση κάποιων όρων, αυτός μόνο μπορεί να είναι ο στρατηγικός μας στόχος, επειδή αυτός (κι όχι λ.χ. ο κομμουνισμός) είναι που επιδέχεται «στρατηγικές προβλέψεις». Ταξική ανάλυση, διάταξη δυνάμεων και ανάλογο «στρατηγικό σχέδιο» στη βάση αυτής της ανάλυσης. Πιο συγκεκριμένα ποιες αντιθέσεις και αντιφάσεις μπορούν και πρέπει να τεθούν στην ημερήσια διάταξη προς λύση, ποιες οι κοινωνικές δυνάμεις ανατροπής, ποιες κοινωνικές συμμαχίες μπορούν να συμπηχθούν σε μια τέτοια βάση (συμμαχίες αναγκαίες που δεν καταργούνται επειδή θα «διευρύνουμε» το προλεταριάτο για να ‘χουμε «αμιγώς κομμουνιστικό» τον χαρακτήρα της επανάστασης). Ποιες –αντίστοιχα– οι πολιτικές δυνάμεις ανατροπής. Ποια πολιτική γραμμή που συνδέει, εκφράζει τους προηγούμενους παράγοντες και ταυτόχρονα οδηγεί στον στόχο της ανατροπής μέσα από συγκεκριμένους όρους και προβλέψεις. Ποιες θέσεις, ποια συνθήματα, ποιες τακτικές κ.λπ. στον στόχο της «συγκέντρωσης δυνάμεων» θέτουν γενικότερα ένα σύνολο παραμέτρων που συνθέτουν το μπλοκ της ανατροπής (κοινωνικά, ιδεολογικά, πολιτικά, πρακτικά) στην μορφή και την κίνηση του.

για την συγκεντρωση δυναμεων

Για την συγκέντρωση δυνάμεων. Η αναφορά γίνεται κύρια για τον εξής λόγο. Θεωρούμε αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα σε αναφορά μ’ ένα εκχυδαϊσμό της Λενινιστικής άποψης που επιχειρείται από διάφορες πλευρές. Είναι αλήθεια ότι ο τρόπος που στη χώρα μας λ.χ. το «Κ»ΚΕ «εκλαΐκευσε» την άποψη έδωσε όπλα ή καλύτερα προσχήματα σε κάποιους. Ωστόσο η άποψη υπάρχει σαν τέτοια, υπάρχει στην ουσία της και σ’ αυτή τη βάση πρέπει να κρίνεται (θετικά ή αρνητικά) κι όχι όπως βολεύει τον καθένα. Εν πάση περιπτώσει η συγκέντρωση δυνάμεων στην μ–λ αντίληψη δεν νοείται σαν μια αθροιστική διαδικασία όπου μέσα και γύρω από το «εξ’ ορισμού» κόμμα της εργατικής τάξης συσπειρώνονται δυνάμεις, σωρεύονται εκλογικά ποσοστά μέχρις ότου οι συνθήκες, οι συσχετισμοί… κ.λπ. κ.λπ.

Η συγκέντρωση δυνάμεων είναι μια διαλεκτική διαδικασία διαμόρφωσης, κατάκτησης όρων, μετασχηματισμού τους σε όλο και ανώτερο επίπεδο και σ’ όλες τις εκφράσεις και μέτωπα της ταξικής πάλης (το κοινωνικό, ιδεολογικό, πολιτικό, διεκδικητικό, οργανωτικό, κομματικό κ.λπ.) και στην κατεύθυνση διαμόρφωσης του ταξικού– πολιτικού συσχετισμού όλο και περισσότερο υπέρ των λαϊκών δυνάμεων.

Βεβαίως και θεωρούμε ότι το κόμμα του προλεταριάτου έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία, αλλά θεωρούμε επίσης πως και το ίδιο το κόμμα δεν είναι «εφ’ άπαξ» δοσμένο αλλά βρίσκεται σε μια δυναμική εξέλιξης και σε διαλεκτική πάντα σχέση με το συνολικό προτσές, σαν ιδιαίτερος παράγοντας αλλά και σαν «μέρος» αυτής της διαδικασίας.

Μέσα από μια τέτοια εξέλιξη διαμορφώνεται το κοινωνικό πολιτικό μπλοκ ανατροπής, με κορμό το προλεταριάτο και οδηγητική δύναμη το ΚΚ (μέσα από τους ίδιους όρους προσδιορίζεται και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της επανάστασης, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).

7. ΠΟΙΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ

Το πρώτο που έχουμε να παρατηρήσουμε και που νομίζουμε πως πρέπει να γίνει, είναι πως η συζήτηση πρέπει να φύγει από τη σφαίρα της μεταφυσικής και του ιδεαλισμού, των σχεδιασμών επί χάρτου, της αναζήτησης «τελειωμένων» και γωνιασμένων σχημάτων, της εφ’ άπαξ (και δια παντός) απάντησης στο πρόβλημα (που θα μας «εξασφαλίζει» από παρενέργειες) και να έρθει στο έδαφος των πραγματικών δεδομένων. Ο σοσιαλισμός – κομμουνισμός δεν είναι γέννημα του κεφαλιού μας αλλά ιστορική αναγκαιότητα. Γεννιέται σαν «απάντηση» στις αντιφάσεις, τα αδιέξοδα, την καταστροφική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος στη φάση της παρακμής του και υλοποιείται με τη λύση της βασικής αντίθεσης, αυτής που αντιπαραθέτει την αστική τάξη με το προλεταριάτο.

Ο σοσιαλισμός σαν αναγκαίο στάδιο μετάβασης στον κομμουνισμό δεν προκύπτει σαν σύστημα ιδεών «κάποιων» αλλά και πάλι στη βάση της καπιταλιστικής εξέλιξης, της αντιφατικότητας, της ανισομετρίας, των όρων στη βάση των οποίων τίθεται στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα ανατροπής. Οι ειδικότεροι όροι προσδιορίζονται από την ιστορική περίοδο, τη χώρα (ή χώρες), τον διεθνή συσχετισμό, το επίπεδο της ταξικής πάλης. Έτσι ενώ στην εποχή μας η επανάσταση δεν μπορεί παρά να έχει προλεταριακό χαρακτήρα, η ειδικότερη μορφή της συνδέεται με αυτούς τους όρους. Πρόκειται μήπως για «υποταγή στους συσχετισμούς»; Πολύ περισσότερο, εφ’ όσον οι όροι που διαμορφώνονται «πριν» παίζουν καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό που θα προκύψει «μετά» γιατί να μην επιλεγεί μια στρατηγική που να στοχεύει την διαμόρφωση τους στο πιο προχωρημένο πεδίο; Ότι πρέπει να επιδιώκεται το μάξιμουμ, ούτε λόγος. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να υπερβούμε τα όρια της ιστορικής εξέλιξης και των δεδομένων της. Ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα δεν είναι να φέρει δυνάμεις από το… φεγγάρι, αλλά να προσπαθεί ν’ αναπτύσσει με τόλμη και αποφασιστικότητα και στο πιο προωθημένο δυνατό επίπεδο τις δυνατότητες που έχει δημιουργήσει η ιστορική εξέλιξη. Πίσω απ’ αυτά βρίσκεται ο συμβιβασμός, η υποταγή κ.λπ., «μπροστά» βρίσκεται το κενό και κατά συνέπεια η απογοήτευση και η «επιστροφή» στην υποταγή.

Ποιο είναι αυτό το «όριο»; Συνταγές δεν υπάρχουν. Υπάρχουν κατ’ αρχήν κάποιοι θεμελιώδεις όροι. Όσο μας αφορά οι εκτιμήσεις ότι:

Η αστική τάξη έχει ξοφλήσει.

Μπορεί και πρέπει ν’ ανατραπεί.

Να δώσει τη θέση της σε άλλη κοινωνική δύναμη (το προλεταριάτο), δύναμη ανατροπής και φορέα ενός άλλου κοινωνικού συστήματος (αναφερθήκαμε ήδη σ’ αυτά).

Αυτή η βάση της όποιας στρατηγικής. Ούτε «πίσω» ούτε «πέρα» απ’ αυτήν. Από κει και πέρα είναι ζήτημα συγκεκριμένης κάθε φορά ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης. Λ.χ είναι συγκεκριμένο ζήτημα (κι όχι από τα «εύκολα») το πώς μπορεί να συνδυαστεί η μεγαλύτερη δυνατή πλατύτητα στη «βάση» (όρος ανατροπής του συσχετισμού) και ταυτόχρονα να ισχυροποιείται και να κατοχυρώνεται (στο πιο προωθημένο δυνατό επίπεδο) ο χαρακτήρας της σαν πολιτική δύναμη ανατροπής.

μια ποιοτικη μεταβολη

Η επανάσταση, η ανατροπή συνιστά μια ποιοτική μεταβολή στην ιστορία. Είναι μια τομή που διαμορφώνει τους πιο ευνοϊκούς όρους. Δεν σημαίνει ωστόσο ότι κατοχυρώνει και την ασφαλή μετάβαση στον κομμουνισμό. Από την πρώτη στιγμή εκδηλώνονται σοβαρά προβλήματα. Το μπλοκ ανατροπής δεν είναι ομοιογενές κι αυτό δείχνει η πείρα όλων των επαναστάσεων. Δεν ήταν ζήτημα «επιλογής», αλλά αναγκαιότητας. Το να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να γίνει «διαφορετικά», ότι μπορεί να ξορκίσει αυτή την πραγματικότητα είναι απλώς ηλίθιο αν όχι τίποτα χειρότερο.

Είναι φανερό ότι θα υπάρξει πάλη (ταξική) ανάμεσα στο προλεταριάτο και τις άλλες δυνάμεις. Για την βασική κατεύθυνση, τον προσανατολισμό της επανάστασης. Για την κοινωνική και πολιτική ηγεμονία στο μπλοκ. Για τις λύσεις που θα πρέπει να δοθούν στα μεγάλα και αποφασιστικής σημασίας ζητήματα που μέσα απ’ αυτές κύρια προσδιορίζεται το είδος της απάντησης που δίνεται στα δύο πρώτα (κατεύθυνση, ηγεμονία). Ούτε γι’ αυτά έχουμε συνταγές. Αυτό που έχουμε είναι η ιστορική πείρα, τα συμπεράσματα που έχει κατακτήσει το κίνημα (π.χ. για συνέχιση της ταξικής πάλης) και βεβαίως την συνείδηση ότι τα ζητήματα απαιτούν πάντα προσπάθεια συγκεκριμένης ανάλυσης στη βάση της μ–λ αντίληψης.

Σε μια τέτοια βάση, λοιπόν, δεν έχουμε να «προτείνουμε» κάποιον σοσιαλισμό «του κουτιού». Προσπαθούμε να προσδιορίσουμε κάποιους βασικούς όρους έχοντας πλήρη επίγνωση ότι πολλά έχουμε ακόμα να δούμε, να μάθουμε, να κάνουμε.

Με μια τέτοια λογική κι ως προς τα προηγούμενα θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε κάποια πράγματα. Βασική κατεύθυνση θα πρέπει να είναι ότι ο τρόπος επίλυσης των αντιθέσεων είναι αυτός που υπαγορεύεται από την εκτίμηση ότι πρόκειται για «αντιθέσεις ανάμεσα στο λαό». Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τίθεται υπό αίρεση η συντριβή λ.χ. του αστικού κράτους, η συντριβή των βάσεων (κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών) της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Μ’ άλλα λόγια, όποια κι αν είναι η ειδικότερη μορφή της ανατροπής δεν τίθεται υπό αίρεση ο προλεταριακός– σοσιαλιστικός της χαρακτήρας.

Όπως επίσης έχει δείξει και η ιστορική εμπειρία, ακόμη και με την επίλυση αυτών των προβλημάτων το ζήτημα δεν κλείνει.

Τα ακόμη πιο σύνθετα προβλήματα εμφανίζονται μετά. Οι αντιθέσεις, αντιφάσεις αλλάζουν μορφές αλλά δεν εξαφανίζονται. Αναπαράγονται και θα αναπαράγονται συνεχώς σε νέες μορφές και αλληλοσχέσεις για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι σ’ αυτή (όπως και στην προηγούμενη) φάση θα δίνονται πολλές φορές λύσεις μεταβατικού χαρακτήρα (γι αυτό άλλωστε ονομάζονται και μεταβατικές κοινωνίες). Πολύ περισσότερο. Θα έχουν τέτοιο χαρακτήρα ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που θα φαίνεται ότι το ζήτημα (το κάθε φορά) έχει απαντηθεί «οριστικά». Αυτό το οριστικό θα είναι ζητούμενο για καιρό. Η διαμόρφωση του νέου τους περιεχομένου σε βάθος, έκταση, αλληλοσχέσεις (ιδωμένο και σε βάθος χρόνου) δεν γίνεται ούτε με διατάγματα ούτε εφ’ άπαξ. Όλες οι σχέσεις υπόκεινται σε μια πορεία συνεχούς μετασχηματισμού τους (και σ’ όλες τις αλληλοσχέσεις τους) όπου κάθε νέα μορφή τους θα πρέπει να θεωρείται «προσωρινή» μέχρι την συνολική ποιοτική μεταβολή ή αν θέλουμε μέχρι ν’ αρχίσουν να εμφανίζονται οι νέες, οι «άλλες» αντιφάσεις κι αντιθέσεις.

Φυσικά κάτι τέτοιο ενέχει κινδύνους πισωγυρισμάτων. Αλλά η πραγματικότητα δεν είναι κάτι που μπορείς να το ξορκίσεις. Το ερώτημα που καλείται να απαντήσει το κίνημα δεν είναι η εξεύρεση του «τελικού σχήματος» ούτε καν μια άρτια και «ασφαλής» συνταγή μετάβασης (τέτοιες «ασφάλειες» δεν υπάρχουν στην ταξική πάλη κι έχει πάντα μεταφυσικό χαρακτήρα η αναζήτησή τους). Αυτό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε με βάση την πείρα, την θεωρία και την ανάλυση είναι ο προσδιορισμός βασικών όρων πορείας, ταυτόχρονα η συνειδητοποίηση ότι το πρόβλημα είναι και θα είναι για καιρό μπροστά μας και θ’ απαιτεί πάντα απαντήσεις προλεταριακού, επαναστατικού χαρακτήρα.

Συνειδητοποίηση (με όλα όσα αυτό συνεπάγεται σε όλα τα πεδία) ότι με την επανάσταση λύνουμε ένα αποφασιστικής σημασίας ζήτημα αλλά δεν τελειώνουμε εκεί.

Ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο επαναστατικών μετασχηματισμών της κοινωνίας με κατεύθυνση τον κομμουνισμό, αλλά πως αυτό δεν είναι διασφαλισμένο άπαξ δια παντός.

Η πραγμάτωση μιας τέτοιας κατεύθυνσης (ή όχι) στην πράξη είναι συνάρτηση της σωστής και αποτελεσματικής διεξαγωγής της ταξικής πάλης.

Εδώ βρίσκεται ένα σημείο τομής, μια σημαντική κατάκτηση του κινήματος (ανεξάρτητα από το πόσο και πως μπόρεσε ν’ αξιοποιηθεί). Η θέση του Μάο Τσε Τουνγκ πως η ταξική πάλη συνεχίζεται για όλη αυτή την ιστορική περίοδο και με πιο σύνθετες μορφές.

δυναμη στηριξης το προλεταριατο

Σταθερή δύναμη στήριξης σ’ όλη αυτή την περίοδο και πόλος αναφοράς το προλεταριάτο. Ο ηγεμονικός ρόλος του προλεταριάτου είναι ιστορικά προσδιορισμένος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και πολιτικά δοσμένος, εξ επιφοιτήσεως. Αυτή η σχέση πρέπει να υλοποιείται καθημερινά και στην πράξη. Το προλεταριάτο πρέπει να υπάρχει, να συγκροτείται και να λειτουργεί σαν «τάξη γα τον εαυτό του» τόσο πριν την επανάσταση όσο και σ’ όλη τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Αν για το «πριν» το ζήτημα είναι λίγο πολύ λυμένο (άλλο αν στην σημερινή φάση υπάρχει κάποιο ζήτημα στο οποίο θ’ αναφερθούμε) για το «μετά» εμφανίζεται περισσότερο σύνθετο.

Η επανάσταση αποτελεί μια ποιοτική αλλαγή με επίδραση σ’ όλα τα πεδία, μεγέθη και σχέσεις. Η ιστορική εμπειρία στο κεφάλαιο αυτό πέρα από θετικά έχει να μας επιδείξει και σοβαρά αρνητικά φαινόμενα. Όσο μας αφορά έχουμε, με άλλες αφορμές, διατυπώσει την άποψη ότι βασικός όρος της κυριάρχησης του ρεβιζιονισμού (και τελικά της παλινόρθωσης) υπήρξε η με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εξουδετέρωση του προλεταριάτου, η περιθωριοποίηση του ως προς τα δρώμενα. Έχουμε, λοιπόν, την άποψη ότι το «ταξικό συμφέρον» του προλεταριάτου αποτελώντας την αποφασιστική δύναμη στήριξης της πορείας προς τον κομμουνισμό πρέπει να είναι «ανεξάρτητο» κι ορατό σ’ όλη αυτή την περίοδο και ν’ αποτελεί τον πυρήνα της συγκρότησης του.

Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση προλεταριάτου– πολιτικής (κόμματος).

Ως προς το «πριν» το ζήτημα για μας είναι και εδώ κατά βάση απαντημένο.

Για το «μετά» πρέπει να λάβουμε κι εδώ υπόψη την αλλαγή ποιότητας.

Ιδιαίτερα μετά την πρώτη κρίσιμη περίοδο των ανατροπών και την κατοχύρωση του βασικού προσανατολισμού όπου –εκ των πραγμάτων– ισχύει η «επαναστατική εντολή». Η ιστορική εμπειρία έχει κι εδώ να μας επιδείξει εξαιρετικά αρνητικά φαινόμενα. Μας προβληματίζει πολύ σοβαρά το γεγονός ότι η αντίσταση στην ρεβιζιονιστική κυριαρχία και την πορεία παλινόρθωσης (ιδιαίτερα μετά την έξαρση της περιόδου της ΜΠΠΕ) υπήρξε πολύ κατώτερη από αυτή που θα περίμενε κανείς. Πιστεύουμε ότι μια τέτοια εξέλιξη έχει βασική σχέση με τα προηγούμενα.

Ο σοσιαλισμός (ή καλύτερα «σοσιαλισμός») από ένα σημείο και πέρα στηριζόταν αφενός στην δύναμη της αδράνειας και αφετέρου στο πόσο βόλευε (ή δεν ήταν ακόμη ώριμη στο να επιχειρήσει κάτι άλλο) την ΝΑΤ. Έτσι όταν η ΝΑΤ έκρινε ότι ήρθε η ώρα της ολοκλήρωσης της παλινόρθωσης, δεν υπήρχαν (στην απαιτούμενη ποσότητα και ποιότητα) μήτε καν εκείνα τα κομμουνιστικά «αντισώματα» αν όχι για να την ανατρέψουν, το λιγότερο για ν’ απογυμνώσουν από οποιοδήποτε πρόσχημα το εγχείρημά της και να καταδείξουν την ουσία του. Η σημασία του τελευταίου φαίνεται πολύ περισσότερο σήμερα που οι λαοί αυτών των χωρών έχουν δει αρκετά καθαρά περί ποιου «καπιταλιστικού παραδείσου» πρόκειται, αντιστέκονται και τον απορρίπτουν, αλλά βρίσκουν μπροστά τους σαν μοναδική «διέξοδο» «κομμουνιστές» και «σοσιαλιστές»τύπου Ζουγκάνοφ, Κβασνιέφσκι, Φ. Νάνο και άλλους παρόμοιους.

Έχουμε, λοιπόν, την άποψη ότι θα πρέπει να παρθεί σοβαρά υπόψη και σ’ αυτό το πεδίο ο μεταβατικός (και μακρόχρονος) χαρακτήρας της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Σ’ αυτή τη βάση η δικτατορία του προλεταριάτου ή θα λειτουργεί ολόπλευρα και σ’ όλες τις εκφράσεις (τάξη, λαός, κόμμα, κράτος) ή θα μετατραπεί σε δικτατορία της ιντελιγκέτσιας, της ΝΑΤ.

Έχουμε ακόμη την άποψη ότι οι κομμουνιστές δεν αναπαράγονται σε θερμοκήπιο ή σε κομματικές σχολές (μόνο επικουρικός μπορεί να είναι ο ρόλος τους) αλλά μέσα από την ταξική πάλη. Αν όχι ακριβώς (διαφορετικές οι συνθήκες) αλλά με σοβαρές αναλογίες του τρόπου με τον οποίο «παράγονται» κομμουνιστές μέσα από την πάλη ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα σε συνθήκες κυριαρχίας του.

Το ζήτημα είναι πολύ μεγάλο για να μπορεί να κλείσει εδώ. Θα περιοριστούμε σε μια τελευταία παρατήρηση. Θα θέλαμε να τονίσουμε την αναγκαιότητα μελέτης της συγκεκριμένης πείρας που ήδη υπάρχει. Εκδηλώνεται μια τάση πετάγματος στα σκουπίδια των εμπειριών που συνδέονται με τις απόπειρες σοσιαλιστικής οικοδόμησης που έχουν υπάρξει και απόπειρες «σχεδιασμού από την αρχή». Ή αλλιώς «δεν μας αρέσει αυτό που μας έδωσε η ιστορία και να της επιστραφεί πάραυτα». Εμείς την τάση αυτή την απορρίπτουμε κατηγορηματικά. Υπάρχει ένα τεράστιο υλικό που πρέπει να μελετηθεί, αναλυθεί, κωδικοποιηθεί, αξιοποιηθεί. Δεν είναι εύκολο. Χωρίς όμως μια τέτοια –σοβαρή– δουλειά, όλες οι απόπειρες να δοθεί συνολική απάντηση στο μεγάλο αυτό ζήτημα, θα παραμένουν απλές απόπειρες.

ποιος σοσιαλισμος και ποιος κομμουνισμος

Εν τέλει για ποιον σοσιαλισμό μιλάμε θεωρώντας τον μάλιστα ως διέξοδο, γι’ αυτόν που «απέτυχε»; Είναι κάτι που ακούγεται κατά κόρον τα τελευταία χρόνια.

Η αστική τάξη προσπαθεί να ξαναστήσει τον μύθο της. Αντιπροσωπεύει την «φυσική τάξη» πραγμάτων. Αυτή που δεν πρέπει και ούτε μπορεί ν’ ανατραπεί. Κάθε διαφορετική προσπάθεια δεν είναι απλώς «ανίερη», είναι και μάταιη. Μόνο που η ιστορία έχει κιόλας αποδείξει κάποια πράγματα. Η αστική τάξη έχει κιόλας νικηθεί κι όχι μονάχα μια φορά. Το προλεταριάτο κατέκτησε την εξουσία. Την κράτησε. Πολύ περισσότερο προχώρησε με επιτυχία στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας. Ο σοσιαλισμός υπήρξε συγκεκριμένη πραγματικότητα για δεκάδες χρόνια και σε αρκετές χώρες. Ανέδειξε την υπεροχή του όχι μόνο στο επίπεδο της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και της ανάπτυξης. Αλλά γι’ αυτή την πλευρά του ζητήματος θα θέλαμε ν’ αναφερθούμε σ’ άλλο σημείο αυτού του κειμένου.

Μ’ όλα αυτά, εν τέλει τι σημαίνει κομμουνισμός για μας. Κατ’ αρχήν δεν έχουμε κανέναν ενδοιασμό να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν βλέπουμε κανένα νόημα να τον «περιγράψουμε», ούτε στο να προσδιορίσουμε «επακριβώς» τις μορφές, το «σχέδιο» με το οποίο θα φτάσουμε εκεί. Δεν είναι «αδυναμία» αυτό, είναι θέση. Το αντίθετο θα το θεωρούσαμε λάθος και παραχώρηση στον ιδεαλισμό. Αυτό που πολιτικά μπορούμε (και πρέπει) να κάνουμε είναι, και πάλι, να προσδιορίσουμε μερικούς βασικούς όρους.

Βασική, συνεπώς, συνάρτηση μιας τέτοιας εξέλιξης η παγκόσμια διάστασης της, το λιγότερο η ανατροπή του παγκόσμιου συσχετισμού υπέρ των επαναστατικών δυνάμεων σε αποφασιστικό σημείο.

Η επίλυση όλων των «παράγωγων» αντιθέσεων κι αντιφάσεων της (της βασικής αντίθεσης) όλων των εκφάνσεών της κι ακόμη η επίλυση των επιβιώσεων και αναπαραγωγών τους στα πλαίσια της σοσιαλιστικής (μεταβατικής) κοινωνίας (ενδεικτικά: κατάργηση κράτους, πλήρης κοινωνικοποίηση παραγωγής– διανομής, ξεπέρασμα αντίθεσης χειρωνακτικής– διανοητικής εργασίας κ.λπ.).

Για να το πούμε διαφορετικά. Θα έχουμε «περάσει» στον κομμουνισμό (όχι από καμία «πόρτα» αλλά μέσα από μια πορεία) όταν θ’ αρχίσουν να εκδηλώνονται οι (νέες) αντιθέσεις και αντιφάσεις της ίδιας της σοσιαλιστικής– κομμουνιστικής κοινωνίας.

Πέρα απ’ αυτά, αν κάτι έχει πολιτική αξία, είναι αυτό που και προηγούμενα αναφέραμε για την αναγκαιότητα να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε παραπέρα, τα πραγματικά προβλήματα που έχει αναδείξει η προσπάθεια περάσματος από τον σοσιαλισμό στον κομμουνισμό.

ΜΕΡΟΣ β’
για ορισμενα κρισιμα ζητηματα (προβληματα στρατηγικου χαρακτηρα)
8. το αντικειμενικο και το υποκειμενικο

Εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς, ότι τον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού τον προωθούμε με την πάλη μας κύρια, (αν όχι μόνο) σε επίπεδο ζύμωσης και προπαγάνδας. Δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της άμεσης καθημερινής μας πάλης και κύρια δεν βρίσκεται σαν πολιτικό ζήτημα ημερήσιας διάταξης. Οι καθημερινοί μας στόχοι, η πολιτική πάλη που διεξάγουμε δεν έχουν άμεση αλλά σχετικά «μακρινή» σύνδεση με το στρατηγικό μας στόχο. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς (και όχι εντελώς αβάσιμα) ότι υπάρχει ένα «κενό» ανάμεσα στην καθημερινή μας πάλη και τον στρατηγικό μας στόχο. Ότι κάτι τέτοιο αποτελεί πρόβλημα δεν χωράει συζήτηση. Το ζήτημα βρίσκεται στο αν πότε, πως και υπό ποιους όρους μπορεί ν’ απαντηθεί.

Ένα πρώτο ζήτημα στο οποίο θέλουμε να τοποθετηθούμε είναι σε αναφορά με το αν το πρόβλημα είναι αντικειμενικό ή υποκειμενικό, αν οφείλεται δηλαδή στην αντικειμενική κατάσταση ή σε υποκειμενικές αδυναμίες του κινήματος.

Έχουμε κατ’ αρχήν την άποψη ότι αντικειμενικό και υποκειμενικό δεν χωρίζονται με στεγανό τρόπο. Οι αντικειμενικές (ούτως ειπείν) εξελίξεις καθορίζουν την ανάδειξη των υποκειμενικών όρων και παραγόντων που με τη σειρά τους αντεπιδρούν στις εξελίξεις σε μια σχέση διαλεκτική και συνεχούς αλληλεπίδρασης. Το δεύτερο, λοιπόν, που μπορούμε να πούμε είναι πως πρόκειται για μια σχέση όχι στατικού αλλά δυναμικού χαρακτήρα και πως ανάλογα θα πρέπει να διαμορφώνεται η προσπάθεια κατανόησης της.

Από την άποψη αυτή δεν έχει νόημα και κυρίως πολιτική χρησιμότητα (άσε που είναι λάθος) να πούμε πως οι αιτίες βρίσκονται στο αντικειμενικό ή το υποκειμενικό και να «τελειώνουμε» έτσι με το θέμα. Αυτό που έχει σημασία είναι να προσδιορίσουμε τους αντικειμενικούς όρους (πού βρισκόμαστε), τους υποκειμενικούς (δυνατότητες και πιο πολύ αδυναμίες) και κυρίως τη σχέση που τους συνδέει. Πιο απλά στις δοσμένες και συγκεκριμένες συνθήκες, τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε. Σε τελική ανάλυση αυτό είναι το αντικειμενικό μας.

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να διερευνήσουμε τις συγκεκριμένες εκφράσεις μέσα από τις οποίες εμφανίζεται το πρόβλημα.

Μπορεί να προσδιοριστεί σε επίπεδο θέσης, ή πιο συγκεκριμένα σε επίπεδο προγράμματος (ή πολιτικής γραμμής), σε επίπεδο κόμματος που να το θέτει (το πρόγραμμα) και σε επίπεδο κινήματος που να το στηρίζει και να του δίνει πραγματική υπόσταση. Όροι που εμφανώς δεν υφίστανται, όποιες αιτίες κι αν επικαλείται κανείς ή όπου κι όποιες ευθύνες αποδίδει.

Το ερώτημα, όμως, υπάρχει και το συναντάμε κάθε τόσο: Ποιες οι αιτίες και πως μπορούμε να απαντήσουμε σ’ αυτό;

Είναι ζήτημα απόφασης; Ζήτημα θεωρητικής επεξεργασίας η διαμόρφωση προγράμματος, η δημιουργία κόμματος ή απαιτούνται κάποιοι άλλοι όροι που οφείλουμε να διερευνήσουμε, να οικοδομήσουμε, να κατακτήσουμε;

Ότι υπάρχει ζήτημα κόμματος, προγράμματος, θεωρητικών κενών κ.λπ. κ.λπ. ούτε λόγος. Μόνο που η απάντηση (κάλυψη) σ’ όλα αυτά δεν είναι τόσο απλή και οπωσδήποτε δεν είναι ζήτημα απόφασης ή «αποφασιστικότητας». Κατ’ αρχήν θα θέλαμε ν’ απορρίψουμε κάποιες απόψεις που τις θεωρούμε ανεπαρκείς έως βαθιά λαθεμένες.

Ολοφάνερα δεν είναι ζήτημα «απόφασης». Το να δηλώνουμε ότι «θέτουμε» σαν ζήτημα ημερήσιας διάταξης και σαν άμεσο στόχο τον στρατηγικό δεν απαντάει και σε τίποτα. Εμείς θα το λέμε, εμείς και θα το ακούμε (άλλο ζήτημα ότι πρέπει οπωσδήποτε να το θέτουμε με κάθε αφορμή και ευκαιρία σαν ζήτημα ζύμωσης και προπαγάνδας). Άλλου είδους απάντηση απαιτείται.

Πιο σοβαρό εμφανίζεται το ζήτημα σε σχέση με την δυνατότητα ύπαρξης γραμμής– στρατηγικής που από τον χαρακτήρα της θα συνδέει άμεσα την καθημερινή πάλη με τον στρατηγικό στόχο. Από γενική άποψη τέτοια δυνατότητα υπάρχει. Μόνο που προϋποθέτει κάποιους όρους αντικειμενικούς– υποκειμενικούς. Υπέρβαση αυτών των όρων μέσα από εγκεφαλικές επεξεργασίες δεν είναι δυνατή. Στην «καλύτερη» περίπτωση θα μένουν εκεί (στο πεδίο της επεξεργασίας) και στις συνηθέστερες θα οδηγούν σε ανεκδιήγητα αποτελέσματα έως και σε ρεφορμιστικές κατευθύνσεις. Δεν λύνονται έτσι απλά «εδώ και τώρα» αυτά τα ζητήματα. Αξιοσημείωτο είναι το εξής. Το πρόβλημα δεν το ‘χουμε μόνο (κι όχι μόνο εμείς) σε σχέση με τον στρατηγικό στόχο, αλλά ακόμη και σε ζητήματα κεντρικής πολιτικής παρέμβασης, όπου μόνο συγκυριακά και υπό ειδικούς ευνοϊκούς όρους μπορούμε να προωθούμε. Λ.χ. κάποιες φορές έχει προκύψει το ερώτημα για το αν τεθεί ως σύνθημα– ζήτημα το «να πέσει η κυβέρνηση». Να πέσει η κυβέρνηση και να ‘ρθει ποια; Η απάντηση δεν είναι πάντα δοσμένη.

Για το ζητημα του προγραμματος

Καθοριστικής σημασίας ζήτημα η έλλειψη προγράμματος. Είναι σαφές ότι χωρίς πρόγραμμα (συνολικό, «τελικό») δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα στρατηγικού στόχου, σοσιαλισμού κ.λπ. Αυτό δεν χρειάζεται κανενός είδους επιχειρηματολογία (καθώς επίσης ότι δεν υπάρχει οργάνωση χωρίς βασικές και προσδιορισμένες κατευθύνσεις, χωρίς συγκεκριμένη λογική κίνησης κ.λπ. μόνο που αυτό είναι άλλο ζήτημα). Τι σημαίνει ωστόσο πρόγραμμα σε μια τέτοια βάση; Είναι κάτι που αντιμετωπίζεται με το ν’ αναλάβει κάποιος ή μια επιτελική ομάδα τη σύνταξη του ανεξαρτήτως όρων; Διαφωνούμε κάθετα με μια τέτοια λογική. Στην πορεία μας έχουμε δει «προγράμματα» ων ουκ εστί αριθμός στη χώρα μας και αλλού, από μ–λ και γενικότερα οργανώσεις του αντιρεφορμιστικού χώρου. «Προγράμματα» χωρίς κανένα πραγματικό πολιτικό αντίκρισμα και που τα ξέχναγαν έως και οι συντάκτες του μετά από λίγες μέρες ή το πολύ βδομάδες.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η διαμόρφωση προγράμματος προϋποθέτει την απάντηση σε μια σειρά ζητήματα που έχουν τεθεί, την ταξική ανάλυση της χώρας μας (και της διεθνούς κατάστασης), τον προσδιορισμό εχθρών και φίλων, την διαμόρφωση πολιτικής γραμμής σε μια τέτοια ολοκληρωμένη βάση. Πάνω απ’ όλα ωστόσο θεωρούμε πως πρόκειται για μια πολιτική σχέση. Αυτήν που συνδέει το υποκειμενικό με το αντικειμενικό, την πολιτική πρωτοπορία με το λαό σ’ ένα ανώτερο ποιοτικά (πολιτικά) επίπεδο. Ή αλλιώς πρόγραμμα είναι αυτό που μπορεί να τεθεί στις μάζες προς υλοποίηση. Τα υπόλοιπα είναι απλώς αέρας φρέσκος.

για το προβλημα του κομματος

Με την ίδια λογική αντιμετωπίζουμε και το ζήτημα του κόμματος. Οπωσδήποτε δεν το θεωρούμε θέμα απόφασης. Να ξεκαθαρίσουμε ωστόσο κατ’ αρχήν ένα ζήτημα που μας αφορά μια και φέρουμε τον τίτλο κόμματος. Από παλιά (1975–76) τέθηκε στην τότε ΟΜΛΕ το ζήτημα δημιουργίας κόμματος. Υπήρξαν δυο απόψεις με διάφορα επιχειρήματα και περιεχόμενο. Περιοριζόμαστε εδώ ν’ αναφέρουμε πως θεωρούμε σωστή την άποψη που θεωρούσε πως δεν είχαν διαμορφωθεί οι ανάλογοι όροι. Το γεγονός πάντως είναι πως το Συνέδριο του ’76 αποφάσισε την ίδρυση του ΚΚΕ (μ–λ). Το ζήτημα ξανατέθηκε την περίοδο της κρίσης του ’79– ’82 με δύο όψεις. Η μια συνδέεται με εκείνες τις τάσεις που ήθελαν αλλαγή τίτλου όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί τους προκαλούσε «αλλεργία» κάθε αναφορά σε έννοιες κι εκφράσεις όπως κομμουνιστικό, μαρξιστικό– λενινιστικό ή προλεταριακό (εξ’ ου και η αλλαγή του τίτλου της «Προλεταριακής Σημαίας» που υπήρξε το πρώτο βήμα). Η άλλη όψη συνδέεται με τον προβληματισμό που τέθηκε στη Συνδιάσκεψη ανασυγκρότησης (‘82). Το γεγονός κι εδώ είναι ότι η Συνδιάσκεψη (πιθανά και με φορτίο την αντίθεση στις προηγούμενες απόψεις) αποφάσισε με μεγάλη πλειοψηφία την διατήρηση του τίτλου. Έτσι ή αλλιώς πάντως μέσα στις ίδιες αποφάσεις ξεκαθαριζόταν ότι δεν είμαστε κόμμα αλλά οργάνωση κι έτσι λειτουργούμε από τότε, με πλήρη συνείδηση του τι πραγματικά αποτελούμε.

Επί της ουσίας του ζητήματος. Όπως ήδη αναφέραμε δεν είναι θέμα απόφασης, δεν είναι θέμα «θέλησης» έξω από όρους. Δεν είναι καν ζήτημα συνένωσης κάποιων δυνάμεων που πιθανά έχουν παραπλήσιες απόψεις κι αντιλήψεις. Κάτι τέτοιο (εφόσον υπάρξουν προϋποθέσεις που θα το κάνουν εφικτό) θα μπορούσε να είναι θετικό, αλλά και πάλι δεν απαντάει στο ζήτημα του κόμματος, όπως τουλάχιστον εμείς το αντιλαμβανόμαστε. Πολλές φορές έχει αναφερθεί το παράδειγμα Κομμουνιστικών Κομμάτων που μετά το ’17 ιδρυόταν σε όλο τον κόσμο με πρωτοβουλία λίγων επαναστατών. Πέρα από το τι σήμαινε κάτι τέτοιο για την κάθε ξεχωριστή περίπτωση, υπάρχει εδώ ένα γενικότερο ζήτημα. Στην πραγματικότητα παραβλέπονται σημαντικές παράμετροι του ζητήματος σε σχέση με το τότε και το τώρα. Τότε τα κόμματα ιδρύονταν στο όνομα του νικηφόρου Οκτώβρη, με αναφορά την θριαμβευτική πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Ρωσία και στα πλαίσια μιας συνολικής ανόδου– εφόδου του εργατικού– κομμουνιστικού κινήματος. Οι «σαράντα πρωτοπόροι» λ.χ. αναλάμβαναν την πρωτοβουλία να εκφράσουν, συνενώσουν, οργανώσουν κι αναπτύξουν αυτό που ήδη υπήρχε «διάχυτο» στην τάξη, τον λαό, υπήρχε ήδη εκφρασμένο (με διάφορους τρόπους) και στο πεδίο των ταξικών αγώνων. Είναι φανερό για μας ότι τα πράγματα σήμερα είναι διαφορετικά. Ας δούμε, λοιπόν, κάποιες βασικές παραμέτρους του προβλήματος όπως αυτές εμφανίζονται σήμερα.

Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα σ’ ένα συνολικά αρνητικό συσχετισμό που έχει διαμορφωθεί. Πέρα από τη γενικότερη (αρνητική) επίδραση, υπάρχουν και κάποιες ειδικότερες εκφράσεις του, που συνδέονται ιδιαίτερα με το ζήτημα που εδώ μας απασχολεί. Αυτές που συνδέονται με τις επιδράσεις στο επίπεδο συγκρότησης του προλεταριάτου, το χτύπημα της ιδέας του σοσιαλισμού, την διάλυση –στην ουσία– του κομμουνιστικού κινήματος κ.ά. και γενικότερα στους όρους κινήματος μέσα από τους οποίους αγωνιζόμαστε.

9. η επιθεση στο προλεταριατο και η παλη για την «εκ νεου» συγκροτηση του

Η επίθεση στο προλεταριάτο. Επανειλημμένα εδώ και χρόνια (από τη 2η Συνδιάσκεψη το 1983) έχουμε αναφερθεί στην επίθεση του συστήματος με στόχο την αποσυγκρότηση του προλεταριάτου. Θεωρώντας την σαν ένα από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα που έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε. Επανειλημμένα επίσης προβάλλαμε σαν θεμελιώδη αναγκαιότητα την πάλη για «εκ νέου» συγκρότηση του προλεταριάτου «σε τάξη για τον εαυτό της». Ας πούμε κάποια περισσότερα πράγματα.

Η πορεία συγκρότησης του προλεταριάτου σε τάξη για τον εαυτό της έχει πίσω της μια αρκετά μακρόχρονη ιστορία. Σ’ αυτή την πορεία, συνειδητοποίησε ότι έχει ιδιαίτερα και ενιαία ταξικά συμφέροντα. Ότι τα συμφέροντα αυτά είναι όχι απλώς διαφορετικά αλλά διαμετρικά αντίθετα μ’ αυτά της αστικής τάξης. Ότι σ’ αυτή τη βάση διαμορφώνεται μια αγεφύρωτη αντίθεσή του με την κυρίαρχη αστική τάξη.

Κατανόησε τον ουσιαστικό και κρίσιμο ρόλο του στην παραγωγική διαδικασία, τη σχέση του με την «παραγωγή» αξίας. Συνειδητοποίησε μέσα απ’ αυτό δυο πράγματα. Κατ’ αρχήν ότι τον «κλέβουν» και συνεπώς δικαιούται να διεκδικήσει (συνδικαλιστικά λ.χ.) μεγαλύτερο «μερίδιο». Κυρίως ωστόσο συνειδητοποίησε τον ιστορικό του ρόλο (ως τάξη που παράγει αξία) σαν φορέα ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας. Όλα αυτά με τη βοήθεια– σύνδεση των σοσιαλιστικών– μαρξιστικών ιδεών, την σφυρηλάτηση μέσα στην ταξική πάλη, που αποκορύφωμα της υπήρξε η Οκτωβριανή Επανάσταση κι επιβεβαίωση η σοσιαλιστική οικοδόμηση. Σε μια τέτοια βάση συγκροτήθηκε μια εργατική τάξη «δεμένη» και περήφανη για τον εαυτό της, τον ρόλο της στην κοινωνία. Μια εργατική τάξη που ήταν και θα είναι η βάση, η ραχοκοκαλιά της πάλης των λαών για τα δικαιώματά τους, για την διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής. Ακριβώς γι’ αυτό, το κτύπημά της αποτέλεσε κεντρική επιδίωξη του συστήματος.

συντομο ιστορικο

Υπάρχει κι εδώ μια ιστορική διαδρομή, και σε κάποιες πλευρές (της επίθεσης) έχουμε κιόλας αναφερθεί. Έτσι ή αλλιώς πρόκειται για ζήτημα που δεν μπορεί να καλυφθεί ολοκληρωμένα κι αναλυτικά και πρόθεση δικιά μας είναι να το θέσουμε κατ’ αρχήν και στην ουσία του.

Κατά την άποψή μας, υπάρχουν παράλληλες εξελίξεις στις πρώην σοσιαλιστικές και τις «κλασικές» καπιταλιστικές χώρες που παρά τις ιδιαιτερότητές τους παρουσιάζουν σοβαρές αναλογίες. Στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες η κυριαρχία του ρεβιζιονισμού δίνει ραγδαίους ρυθμούς στην περιθωριοποίηση, τον παραμερισμό του προλεταριάτου και τελικά την πλήρη υποταγή του στην ΝΑΤ. Οι θεωρίες για εξαφάνιση των τάξεων, για επικείμενο πέρασμα στον κομμουνισμό(!), για παλλαϊκό κόμμα και κράτος, για τον ρόλο της ΕΤΕ κ.ά. αποτέλεσαν το θεωρητικό, ιδεολογικό στήριγμα μιας τέτοιας κατεύθυνσης. Από την άλλη μεριά, το μέτωπο ενάντια σ’ αυτές τις κατευθύνσεις (μ’ εξαίρεση ΚΚΚ και ΚΕΑ) ήταν τουλάχιστον ανεπαρκές. Αποτέλεσμα η πλήρης σύγχυση στις γραμμές του προλεταριάτου σε μια περίοδο που το ζητούμενο ήταν η συγκρότησή του σε ταξική κομμουνιστική βάση ενάντια στη «σοσιαλιστική» ΝΑΤ. Σύγχυση που διευκόλυνε την δημιουργία εδάφους για παραπέρα κι ακόμη πιο αντιδραστικές εξελίξεις.

Από την άλλη μεριά στις καπιταλιστικές χώρες η κυριαρχία του ρεβιζιονισμού– ρεφορμισμού οδήγησε στην άμβλυνση της αντίθεσης με την αστική τάξη, τη δημιουργία αυταπατών. Ανάλογες θεωρίες κι εδώ για την «ουδετερότητα του κράτους», για διεύρυνση, ενσωμάτωση ή εξαφάνιση του προλεταριάτου, για την ΕΤΕ και την τεχνολογική εξέλιξη τροφοδότησαν για δεκαετίες τον κοινοβουλευτικό και κάθε είδους κρετινισμό. Από κοντά ο εργατοπατερισμός, ο κρατικοδίαιτος «συνδικαλισμός» είχε σαν κύριο ρόλο το μπλοκάρισμα των αγώνων. Όλα αυτά (κ.ά.) σε συνδυασμό και με τα «μηνύματα» που έρχονταν από τις «σοσιαλιστικές» χώρες δημιούργησαν κι εδώ το κατάλληλο έδαφος.

Είχε αρχίσει πλέον να σημαίνει η ώρα της μεγάλης επίθεσης του συστήματος. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, δεν πρόκειται για μια «απόφαση» που πάρθηκε σε κάποιο επιτελείο αλλά για τάσεις που αναδείχτηκαν και μορφοποιήθηκαν μέσα από τις εξελίξεις. Στην «Ανατολή» ωριμάζουν οι συνθήκες, ενισχύονται οι τάσεις της ΝΑΤ για «ξεπέρασμα της στασιμότητας» μέσα από την «απελευθέρωση» και ολοκλήρωσή της σαν τάξη. Στη Δύση η «αυθόρμητη» αντίδραση της αστικής τάξης να φορτώσει τα βάρη της κρίσης στους εργαζόμενους (δεκαετία ‘70) έχει ένα «απροσδόκητο» (ακόμη και για την ίδια) αποτέλεσμα. Η αντίσταση που συναντάει είναι πιο κάτω (ελέω ρεφορμισμού) ακόμη κι από τις πιο «αισιόδοξες» προβλέψεις. Αυτή η εξέλιξη σε συνδυασμό με τα μηνύματα που έρχονται από την Ανατολή, ενισχύουν τις τάσεις εκείνες που προσβλέπουν σε μια επίθεση στρατηγικού χαρακτήρα ενάντια στο προλεταριάτο κι όχι μόνο. Από κει και πέρα σε μορφές κι εκφράσεις αυτής της επίθεσης έχουμε κιόλας αναφερθεί στις προηγούμενες εισηγήσεις.

ο πολωνικος κρικος

Θα θέλαμε ωστόσο εδώ να σταθούμε σ’ ένα πολύ χαρακτηριστικό (και διδακτικό συνάμα) παράδειγμα «συνάντησης» αυτών των παράλληλων εξελίξεων.

Το παράδειγμα της Πολωνίας, που αποτέλεσε και την αφετηρία των πρόσφατων κοσμογονικών εξελίξεων. Στον πολύ κόσμο δεν είναι γνωστό (για την ακρίβεια αποσιωπάται συστηματικά και από δεξιούς και από «αριστερούς») ότι πριν την «Αλληλεγγύη» εκδηλώθηκε το 1970 στην Πολωνία μια εργατική εξέγερση (αυτή από την οποία άντλησε και το θέμα του ο Α. Βάιντα για την ταινία «Ο άνθρωπος από μάρμαρο», άσχετα με το τι απέδωσε). Μια εξέγερση με αριστερό εργατικό χαρακτήρα με σοσιαλιστικά κομμουνιστικά συνθήματα, με συνθήματα έως και υπέρ του… Στάλιν. Μια εξέγερση που βάφτηκε τελικά στο αίμα με δεκάδες (ή και εκατοντάδες σύμφωνα με άλλες πληροφορίες) νεκρούς εργάτες. Αυτό που φαίνεται να ενισχύθηκε από το αποτέλεσμα της «σοσιαλιστικής» καταστολής, ήταν η αίσθηση πως δεν υπάρχει αριστερή διέξοδος, πράγμα που ενίσχυσε τις δεξιές τάσεις που άρχισαν ν’ αναδύονται καθώς και το ρόλο της εκκλησίας. Ακριβώς αυτή η εξέλιξη ήταν που οδήγησε τη Δύση να δει την Πολωνία σαν τον αδύνατο κρίκο μέσα από τον οποίο θα περνούσε η επίθεση της. Ακόμη κι η εκλογή του Πάπα εντάχθηκε σ’ αυτόν τον στόχο. Βεβαίως μέχρι να εκλεγεί Πολωνός Πάπας χρειάστηκε να «πεθάνουν» δυο τρεις Πάπες σε διάστημα λίγων ημερών, αλλά ο σκοπός ήταν «ιερός». «Αδιέξοδο» λοιπόν προς τ’ αριστερά, μήπως η «διέξοδος» για το οργισμένο Πολωνικό προλεταριάτο βρίσκονταν προς τα δεξιά; Δεν ήταν ακριβώς έτσι και χρειάστηκε να γίνουν πολλά (εντός κι εκτός Πολωνίας) για να οδηγηθούν τα πράγματα εκεί που οδηγήθηκαν. Να θυμίσουμε, λοιπόν, πως η «Αλληλεγγύη» ανδρώθηκε μέσα από εργατικές διεκδικήσεις, συνθήματα «σοσιαλιστικής ανανέωσης», «αυτοδιαχείρισης» «δημοκρατικού σοσιαλισμού» κ.λπ. (βλέπε ρόλο ομάδας Κουρόν).

Πέρα από το τι θα ‘χε να πει κανείς γι’ αυτά καθαυτά τα συνθήματα, ήταν η όλο και σε πιο αρνητική (αντιδραστική) κατεύθυνση εξελισσόμενη ανατροπή του παγκόσμιου συσχετισμού που διευκόλυνε το σερβίρισμα από τα ΜΜΕ της Δύσης και την Πολωνική εκκλησία του Βαλέσα ως ηγέτη (καθώς κι άλλες πιο σημαντικές εξελίξεις). Η συνέχεια γνωστή.

οι στοχοι της επιθεσης

Γενικότερα για το ζήτημα. Στόχος της επίθεσης η πλήρης υποταγή του προλεταριάτου μέσα κι από την συνολική αποσυγκρότησή του. Πολιτικά με κύριο όπλο το χτύπημα της ιδέας του σοσιαλισμού (θ’ αναφερθούμε ιδιαίτερα). Καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια να επιβληθεί ως «μονόδρομος» ο καπιταλισμός, η παγκοσμιοποίηση κ.λπ., και άντε ως μερική «εναλλακτική» διέξοδος ο ρεφορμισμός, οι «μεταρρυθμίσεις» και πάντα εντός του μονόδρομου.

Χτύπημα στη βάση, στις σχέσεις εργασίας (κυλιόμενα ωράρια, μειωμένα κ.λπ.). Κατ’ αρχήν θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε τούτο. Εδώ δεν πρόκειται για μέτρα «ενάντια στην ανεργία», όπως προβάλλονται, μήτε καν για μέτρα «μοιράσματος της ανεργίας», όπως κριτικάρονται. Πρόκειται για μέτρα αύξησης και κύρια θεσμοποίησης της ανεργίας. Από κει και πέρα. Υπάρχει σαφώς η οικονομική πλευρά. Καθήλωση αμοιβών, «μπέρδεμα» με ασφαλιστικές καλύψεις κ.λπ. Το κύριο, ωστόσο, είναι το χτύπημα του δικαιώματος στη δουλειά (από τα πιο κρίσιμα ζητήματα πάλης). Όσο κι όπως είχε κατακτηθεί μέσα από την πάλη δεκαετιών. Ταυτόχρονα, ευδιάκριτη η επιδίωξη αποσυγκρότησης, υπονόμευσης της συλλογικότητας, της διεκδικητικής ικανότητας των εργαζομένων. Βεβαίως το τελικό αποτέλεσμα μένει να το δούμε. Η «μεταρρύθμιση» εμπεριέχει αντιφάσεις πολλές και «ιδιόρρυθμες». Οπωσδήποτε αυτό που δεν μπαίνει σε συζήτηση είναι οι προθέσεις του συστήματος καθώς και τα άμεσα αποτελέσματα των μέτρων που προωθεί.

Υπάρχει και το ιδεολογικό συμπλήρωμα. Οι απόψεις για την ΕΤΕ, την κομπιουτεροποίηση, τα ρομπότ κ.λπ. Ότι υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις σ’ αυτές τις πλευρές αυτό είναι φανερό. Μόνο που μεγιστοποιείται και κυρίως στρεβλώνεται η σημασία τους. Στο «υλικό» πεδίο παραβλέπεται λ.χ. η «μεταφορά» της πλατειάς εργατικής βάσης στους παρακάτω κύκλους της «πυραμίδας» εντός κι εκτός μητροπόλεων (λ.χ. σπάνια και πάντα επιλεκτικά έως στρεβλά αναφέρουν οι στατιστικές τους «ξένους» εργάτες). Έτσι ή αλλιώς το γεγονός είναι ότι οι μεγάλες μονάδες (και «εντάσεως εργασίας» όπως λέγονται ) αποτελούν την κύρια, την πλατειά βάση του καπιταλισμού από ΕΠΑ έως… Ουγκάντα (μια σημείωση: Το μέτρο κατάταξης επιχειρήσεων δεν το βλέπουμε στη σχέση 1920 – 1997, αλλά στη βάση της σημερινής τους διάταξης). Έτσι για να το πούμε και λίγο «εύθυμα», θα λέγαμε πως αν το κεφάλαιο μπορούσε («καταργώντας» την εργατική τάξη) ν’ αυτοματοποιήσει το σύνολο της παραγωγής και την εν γένει οικονομική διαδικασία το μόνο που θα του έμενε θα ήταν να… αυτοκαταργηθεί και το ίδιο (χαρούμενοι μετά «όλοι μαζί» θα βαδίζαμε από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο του… κομμουνισμού). Πέρα ωστόσο από αυτά τα ιλαρά, υπάρχει και η καθαυτή ιδεολογική πλευρά του ζητήματος, η έμμεση, αλλά πολλές φορές και άμεση αμφισβήτηση της Μαρξιστικής θεωρίας της αξίας. Αυτή δεν παράγεται πλέον (αν παραγόταν ποτέ) από το προλεταριάτο, αλλά από την επιστήμη, την τεχνολογία, τα κομπιούτερ, τα ρομπότ. Ποια αξία και ποια υπεραξία πλέον, ποιο προλεταριάτο και ποια ταξική πάλη, ποια επανάσταση και ποιος σοσιαλισμός;

Χτύπημα δικαιωμάτων, αποδυνάμωση, δημιουργία ηττοπάθειας. Υπάρχει κι εδώ η πλευρά των γενικότερων στόχων του κεφαλαίου στην οποία έχουμε κιόλας αναφερθεί. Η διεκδίκηση «όλου του πεδίου» για επέκταση της δράσης λ.χ. στο χώρο της ασφάλειας, της περίθαλψης κ.λπ. Υπάρχει ακόμη μια ειδικότερη οικονομική πλευρά («ταμειακού» χαρακτήρα) μείωσης εισοδήματος της εργατικής τάξης ή καλύτερα «μεταφοράς» πραγματικής αξίας από το μερίδιο των εργαζομένων σ’ αυτό του κεφαλαίου. Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη πλευρά. Η οικονομική αποδυνάμωση της εργατικής τάξης μειώνει την διεκδικητική, αγωνιστική ικανότητα και «αντοχή» των εργαζομένων. Πολύ περισσότερο, σπέρνει την απογοήτευση, την ηττοπάθεια. Από κοντά ο κρατικός συνδικαλισμός, το νέο νομοθετικό πλέγμα, οι «διαιτησίες». Ταυτόχρονα, κι από θέση υπεροχής πλέον (χωρίς αντίπαλο δέος) η αδιαλλαξία της αστικής τάξης, το αμείλικτο κτύπημα των αγώνων. Οι «νίκες» που επίμονα επιδιώκει το σύστημα σε βάρος του προλεταριάτου και γενικότερα των λαϊκών μαζών. Η εδραίωση της ηττοπάθειας και της μοιρολατρίας, της αναζήτησης «ατομικών λύσεων». Ποια δικαιώματα, ποιες κατακτήσεις, ποιες διεκδικήσεις, ποιοι αγώνες; Επιδίωξη της πλήρους κυριάρχησης της αστικής τάξης (του μεγάλου κεφαλαίου) στο κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται κι ένας από τους κρίκους του ζητήματος. Στην αναμέτρηση του συστήματος από τη μια και τους εργαζόμενους από την άλλη στα ζητήματα που τίθενται καθημερινά. Φαίνεται ίσως «ασήμαντο» από άποψη προοπτικής. Στην πραγματικότητα είναι τα σημεία όπου κρίνεται (όσο τουλάχιστον αφορά αυτή την περίοδο) από τη μια η παγιοποίηση της υποταγής κι από την άλλη το κράτημα ανοικτών των δρόμων της πάλης και της ανασυγκρότησης. Ακριβώς σ’ αυτή την εκτίμηση εδράζεται και η (εδώ και πάνω από δέκα χρόνια) άποψη μας για πλατύ κι ενεργό μέτωπο αντίστασης στην επίθεση του συστήματος. Πέρα από την όποια νίκη ή ήττα, πέρα από την όποια κατάκτηση ή οπισθοχώρηση, αυτό που κρίνεται είναι η ίδια η πίστη στην αξία και αποτελεσματικότητα της πάλης με όσα (πάρα πολλά) αυτό σημαίνει.

η παλη για την ανασυγκροτηση

Αυτό που αναδεικνύεται από όλες αυτές τις διαπιστώσεις, είναι πως μια βασική (ή αν θέλετε στρατηγικού χαρακτήρα) κατεύθυνση, είναι η πάλη για «εκ νέου» συγκρότηση του προλεταριάτου σε «τάξη για τον εαυτό της». Η συγκρότηση στη βάση του ρόλου της στην παραγωγή, την κοινωνία, της ιστορικής της προοπτικής. Μια εργατική τάξη περήφανη για τον ρόλο και αποφασισμένη για την αποστολή της, έτσι ώστε να μπορεί ν’ αποτελέσει –και πάλι– τη βάση, τη ραχοκοκαλιά της πάλης των λαών, της επανάστασης, του σοσιαλισμού. Η απάντηση στο ζήτημα έχει θεωρητικές, ιδεολογικές, πολιτικές και «πρακτικές» απαιτήσεις.

Σε ορισμένα βασικά ζητήματα σε σχέση με αυτό το θέμα, έχουμε κιόλας τοποθετηθεί στα κεφάλαια που αναφερόμαστε στην επίθεση του συστήματος καθώς και σ’ αυτό που αναφερόμαστε στο ρόλο του προλεταριάτου σαν φορέα της επαναστατικής ανατροπής και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Για να μην επαναλαμβανόμαστε, παραπέμπουμε ως προς το ζήτημα σ’ εκείνες τις τοποθετήσεις. Έτσι μπορούμε εδώ να είμαστε σχετικά σύντομοι. Ως προς την ύπαρξη της εργατικής τάξης έχουμε επίσης τοποθετηθεί. Θα υπάρχει, «τουλάχιστον» όσο θα υπάρχει αστική τάξη. Η αστική τάξη υπάρχει καρπωνόμενη την υπεραξία που παράγει το προλεταριάτο (αλλιώς απλώς δεν υπάρχει). Εδώ υπάρχει η απάντηση και όσον αφορά το άλλο κρίσιμο ζήτημα. Αυτό που συνδέεται με τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου. Είναι ακριβώς η θέση του στην παραγωγή, την κοινωνία που προσδιορίζει και τον ρόλο του σαν δύναμη ανατροπής, σαν (νέα) ηγετική δύναμη οικοδόμησης μιας άλλης (σοσιαλιστικής– κομμουνιστικής) κοινωνίας.

Είναι αλήθεια πως η οπισθοχώρηση του κινήματος από τη μια, αλλά κι εξελίξεις που έμειναν αναπάντητες (με βάση τη ρεφορμιστική κυριαρχία), η παγκοσμιοποίηση, οι τάσεις ανασύνθεσης του κεφαλαίου, η μεταβατικότητα της περιόδου δημιούργησαν έδαφος για συγχύσεις κάθε είδους. Βεβαίως η ουσία του πράγματος δεν άλλαξε, κι αυτό είναι εκείνο που εμείς θέλουμε να υπογραμμίσουμε. Είτε άμεσα είτε έμμεσα, είτε με τη μεταφορά της διαμέσου των άνισων «ανταλλαγών», στο επίπεδο της παραγωγής, ή σ’ αυτό της «πραγμάτωσής» της η υπεραξία αποτελεί τη βάση του κέρδους, της κινητήριας δηλαδή δύναμης (της ίδιας του της ύπαρξης) του καπιταλιστικού συστήματος. Στο κέντρο ή στην περιφέρεια, σε επιχειρήσεις αιχμής ή βάσης, σε οικονομίες πιλότους ή εξαρτημένες, η βασική σχέση παραμένει «μονότονα» (κι «αναχρονιστικά») ίδια. Αυτή στη βάση της οποίας θεμελιώθηκε και θα ξαναθεμελιωθεί η συγκρότηση του προλεταριάτου σε «τάξη για τον εαυτό της».

Από κει και πέρα και προσπερνώντας –αναγκαστικά– σειρά ζητημάτων, και πάντα σε συντομία.

Θεωρούμε σαν ένα από τα ζητήματα κλειδιά την ισχυροποίηση της αντίληψης για το ενιαίο κι ιδιαίτερο των συμφερόντων της εργατικής τάξης, και πάντα στη βάση της αγεφύρωτης αντίθεσής τους μ’ αυτά της αστικής τάξης. Αποτελεί κι αυτό μια από τις κρίσιμες βάσεις ταξικής, πολιτικής (επαναστατικής) συγκρότησης, όπως «ακριβώς» (αλλά από την ανάποδη) η λογική της ταξικής συμφιλίωσης αποτελεί τη βάση του κάθε λογής ρεφορμισμού.

Στην ίδια βάση και λογική θα πρέπει να διαμορφωθούν– κατακτηθούν όροι τέτοιοι, που να μην επιτρέπουν την πολιτική διείσδυση κι επιρροή αστικών (και ρεφορμιστικών) κομμάτων κι αντιλήψεων. Στις γραμμές του προλεταριάτου θα πρέπει σε μια πορεία να βρίσκουν θέση και λόγο ύπαρξης, μόνο εκείνες οι πολιτικές απόψεις που ανταποκρίνονται κι υπηρετούν τα ταξικά του συμφέροντα.

Σημαντικό το ιδεολογικό, πολιτικό μέτωπο και σε αναφορά μ’ όλα τα ζητήματα. Αναφερθήκαμε ήδη σε πολλά από αυτά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε παρά μόνο επιγραμματικά.

Σε σχέση με το ρόλο του προλεταριάτου, την ιστορική του προοπτική, την αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, την αναγκαιότητα της ταξικής πάλης, της πάλης ενάντια στις αστικές, ρεφορμιστικές και λαθεμένες αντιλήψεις.

Όπως ήδη αναφέραμε κρίσιμο σήμερα το ζήτημα της αντίστασης στην επίθεση του συστήματος, της πάλης στο πεδίο των δικαιωμάτων, κατακτήσεων, διεκδικήσεων. Εδώ κρίνονται όχι μόνο κάποια δικαιώματα, αλλά κι η διατήρηση της εμπιστοσύνης του προλεταριάτου στις δυνάμεις του, στη σημασία της συλλογικότητας, την αξία της πάλης. Αλλά και γενικότερα, όλα όσα αναφέραμε (και όσα δεν αναφέραμε) αποκτούν πολιτική («υλική») υπόσταση, μόνο κι εφόσον προωθούνται, υλοποιούνται, σφυρηλατούνται στο πεδίο της συγκεκριμένης και καθημερινής ταξικής πάλης. Έτσι ή αλλιώς αυτός ο στόχος (αλλά κι όλοι όσοι τίθενται προς υλοποίηση για το κίνημα) μπορούν να «βρουν» τη διαλεκτική τους σχέση, να υλοποιηθούν σαν τέτοιοι και ν’ αναπτυχθούν (σε μια πορεία) μόνο σ’ αυτό το πεδίο.

Από κει και πέρα, υπάρχει ένα ζήτημα επεξεργασίας των συγκεκριμένων μορφών παρέμβασης με βάση τις εξελίξεις και τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώνονται, αλλά που δεν αποτελούν αντικείμενο αυτής εδώ της εισήγησης.

10. το χτυπημα της ιδεας του σοσιαλισμου
και η υπερασπιση της

«Ποιον σοσιαλισμό, αυτόν που απέτυχε»; Από τα κυρίαρχα μοτίβα της αντιδραστικής προπαγάνδας. Από κοντά και διάφοροι κολαούζοι της «αριστεράς» να της κρατούν το ίσο. Έκδηλος ο θριαμβευτικός τόνος στους πρώτους, η δήθεν «απογοήτευση» στους δεύτερους. Αλλά κι ευδιάκριτη η ανακούφιση όλων τους. Επιτέλους «απαλλάχτηκαν» από αυτό που τους βασάνιζε. Με διαφορετικό τρόπο τον καθένα τους.

Όταν ο Σπάρτακος νικημένος στην τελευταία μάχη σταυρώθηκε μαζί με τους συντρόφους του κατά μήκος της Αππίας οδού, οι πατρίκιοι της Ρώμης ατενίζοντας με αγαλλίαση τις χιλιάδες των εσταυρωμένων, αισθάνονταν ταυτόχρονα και μια απέραντη ανακούφιση. Είχαν απαλλαχτεί επιτέλους από τον μεγαλύτερο βραχνά. Ακούς εκεί να εξεγερθούν οι σκλάβοι! Ακούς εκεί να θέλουν ελευθερία, ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη κι άλλα τέτοια «αφύσικα» πράγματα! Σταύρωσον αυτούς λοιπόν!

Το όραμα όμως δεν χάθηκε. Το όραμα μιας κοινωνίας που θα ανήκε στους ανθρώπους της πραγματικής ζωής κι όχι στους κηφήνες και τα σαπρόφυτα δεν πέθανε μαζί με τον Σπάρτακο. Συνέχιζε να υπάρχει στις καλύβες και τις σκέψεις των κολασμένων της γης. Ορθωνόταν κύμα, στις απελπισμένες τους εξεγέρσεις, για να σταυρωθεί, ν’ αναστηθεί και να ματώσει πάλι, πολλές φορές από τα τότε.

Μέχρι που ήρθαν οι «βάρβαροι». Οι εχθροί της «τάξης» και της «κοινωνίας γενικότερα». Εκατομμύρια Σπάρτακοι άρχισαν να ξεφυτρώνουν στις φάμπρικες και τα ορυχεία. Η ιστορική εξέλιξη είχε θέσει πλέον το όραμα στην ημερήσια διάταξή της. Και το χειρότερο εκείνος ο βέβηλος ο Μαρξ, που παρέδωσε τα «άγια» στους αβράκωτους, που έδωσε θεωρητικά, ιδεολογικά και πολιτικά όπλα στους «αγράμματους». Οι πιο μεγάλες όμως των συμφορών (για τους πατρικίους) δεν είχαν έρθει ακόμα. Γιατί στο γύρισμα του χρόνου εμφανίστηκε εκείνος ο «διαβολικός» ο Λένιν, με τους δαιμονισμένους τους Μπολσεβίκους. Ο Οκτώβρης ήταν γεγονός. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ήρθε κι ο σατανάς των σατανάδων. Ο «τρισκατάρατος» Στάλιν για να σταθεροποιήσει αυτό που φαινόταν μέχρι τότε άπιαστο όνειρο.

Πώς να μην έχουν εφιάλτες για δεκάδες χρόνια οι αστοί; Και πώς να μην νοιώθουν ανακούφιση οι πατρίκιοι της εποχής μας καθώς βλέπουν τους λαούς στο σταυρό της ήττας; Πώς να μην θριαμβολογούν καθώς μπορούν να διακηρύσσουν πως «δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα», πως αυτή είναι η «φυσική τάξη πραγμάτων», πως ο καπιταλισμός είναι «μονόδρομος» και πως είναι «μάταιοι» και «αδιέξοδοι» οι αγώνες; Αυτά και μόνο θ’ αρκούσαν για να καταδειχτεί ποιων ιστορικών διαστάσεων υπήρξε το έγκλημα που διέπραξαν ενάντια στο προλεταριάτο, τους λαούς, την ιστορία οι ρεβιζιονιστές. Όμως το κύριο ζήτημά μας εδώ δεν είναι αυτοί. Το κύριο είναι η μάχη που πρέπει να δοθεί και σ’ αυτό το πεδίο. Γιατί εμείς πιστεύουμε όχι μόνο πως μπορεί και πρέπει να δοθεί, αλλά πως μπορεί να είναι και νικηφόρα. Η ιστορία δεν θα γυρίσει πίσω.

«το μελλον ειναι μπροστα μας»

Δεν πρόκειται για διακήρυξη πίστης. Η άποψη μας είναι συνάρτηση εκτίμησης συγκεκριμένων, υπαρκτών δεδομένων.

Το προλεταριάτο, φορέας της ανατροπής όχι μόνο δεν «εξαφανίζεται» αλλά συνεχίζει να υπάρχει διευρυμένο μάλιστα τόσο ποσοτικά όσο και σε αναλογία, και είναι ζήτημα χρόνου η «εκ νέου» συγκρότησή του σε ραχοκοκαλιά της πάλης.

Η μ–λ θεωρία όχι μόνο δεν έχει «διαψευστεί» στις βασικές της εκτιμήσεις, αλλά συνεχίζει να είναι το αξεπέραστο όργανο ανάλυσης του καπιταλιστικού συστήματος. Απέδειξε μέσα σε μια μακριά πορεία την στερεότητα και την αντοχή, αλλά και την δύναμη ανανέωσης που εμπεριέχει, τη δυνατότητα ν’ αποτελέσει και πάλι το θεωρητικό όργανο της ταξικής πάλης.

Οι κομμουνιστές νικήθηκαν αλλά δεν «εξαφανίστηκαν». Σ’ όλο τον κόσμο υπάρχουν εστίες, υπάρχουν κομμουνιστές που μάχονται να επανασυνδέσουν τα σπασμένα νήματα και ν’ ανασυγκροτήσουν το κίνημα που υπήρξε η μεγαλύτερη απειλή για το σύστημα κι η πιο μεγάλη ελπίδα των λαών.

Στις λαϊκές μάζες, πέρα από τη σύγχυση και την απογοήτευση, υπάρχει κι η μνήμη. Ότι κι αν λένε οι κονδυλοφόροι του συστήματος, η ιστορία ούτε «τελειώνει» ούτε παραγράφεται. Πολύ περισσότερο, υπάρχει η «μνήμη» η «ενσωματωμένη» στις κατακτήσεις που οι μάζες έχουν βιώσει για χρόνια. Κι ακόμη πιο πολύ, υπάρχει η οργή τους. Αυτή που γίνεται τόσο πιο μεγάλη όσο περισσότερο κλιμακώνεται η επίθεση του συστήματος ενάντιά τους.

Κι ακόμη, οι αντιθέσεις, οι αντιφάσεις, τα αξεπέραστα αδιέξοδα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.

Η ταξική πάλη που παρά την ήττα και τον δυσμενή συσχετισμό συνεχίζει όχι μόνο να υπάρχει αλλά και ν’ αναπτύσσεται, υπογραμμίζει τις παραπάνω εκτιμήσεις. Στον «τρίτο κόσμο», στην «Ανατολή» αλλά και στη νικήτρια Δύση «αυτό που αλλάζει» και που θα συνεχίσει ν’ αλλάζει σε θετική πλέον κατεύθυνση, είναι οι διαθέσεις, η αγωνιστικότητα κι η αποφασιστικότητα των μαζών.

Δεν θα γίνουν όλα αυτά από τη μια μέρα στην άλλη. Θα χρειαστεί αγώνες κι ίσως καιρός. Αλλά είναι και φορές που ο «πολιτικός χρόνος» κυλάει πιο γοργά απ’ όσο τον υπολογίζει κανείς. Ένα δείγμα η σε χρόνο ρεκόρ μεταστροφή των διαθέσεων των λαϊκών μαζών στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Και πάνω απ’ όλα η εξέγερση του Αλβανικού λαού, που κανείς δεν την «περίμενε».

Ακριβώς αυτό είναι το πεδίο (της ταξικής πάλης) που θα κριθούν όλα μαζί και το ζήτημα στο οποίο εδώ αναφερόμαστε. Οι μάζες θα «ξανανακαλύψουν» τον σοσιαλισμό κύρια σαν ανάγκη και διέξοδο της πάλης τους. Εδώ βρίσκεται πάντα το κύριο μέτωπο. Ωστόσο μια ειδικότερη πλευρά αυτής της πάλης συνδέεται και με το ιδεολογικό μέτωπο που πρέπει ν’ ανοίξει και σ’ αυτό καθαυτό το ζήτημα.

ποιοι οι κριτες και ποιοι οι κρινομενοι

Η αναγκαιότητα οικοδόμησης ιδεολογικού μετώπου υπάρχει βέβαια σε αναφορά με το σύνολο των ζητημάτων. Ειδικότερα, ωστόσο, ως προς το ζήτημα του σοσιαλισμού:

Θα πρέπει ν’ απορρίψουμε –ανατρέψουμε– την απολογητική στάση που έχουν «καθιερώσει» ρεβιζιονιστές και ρεφορμιστές.

Δεν έχουμε ν’ «απολογηθούμε» για τίποτα στους εκπροσώπους του συστήματος της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της εξαθλίωσης των μαζών, των πολέμων, του κομματιάσματος χωρών και εξανδραποδισμού των λαών τους.

Δεν έχουμε να δώσουμε καμία «εξήγηση» στους ρεφορμιστές και στους κάθε λογής ανοικτούς ή καλυμμένους κολαούζους του συστήματος.

Είμαστε περήφανοι γι’ αυτά που αντιπροσωπεύει ο σοσιαλισμός στο επίπεδο της θεωρίας και πάνω απ’ όλα γι’ αυτά που ήδη έχει προσφέρει στην ανθρωπότητα τόσο με την πάλη που έχει διεξαχθεί στο όνομά του όσο και με τους δρόμους που άνοιξε σαν υπαρκτό κοινωνικό σύστημα.

«Απολογούμαστε» μόνο στο λαό, και μόνο σ’ αυτόν έχουμε και οφείλουμε εξηγήσεις γι’ αυτό που υπήρξε, για τους λόγους που οδήγησαν στην ήττα αλλά και για το τι πρέπει να κάνουμε από δω και πέρα.

Για την ουσία όλων αυτών των ζητημάτων έχουμε τοποθετηθεί από παλιότερα (βλέπε «Θέσεις για περεστρόικα– παλινόρθωση», καθώς και «Εκτιμήσεις για περίοδο ’17–‘53»). Θα θέλαμε ωστόσο να θυμίσουμε έστω κάποια πράγματα.

Το κίνημα για τον σοσιαλισμό (ΚΚ) επέφερε τεράστιες μεταβολές στον κόσμο και σε προοδευτική κατεύθυνση. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι πάντα και τόσο κατανοητή ιδιαίτερα από τους νεότερους στο βαθμό που έχει συντελεστεί μέσα σε μια σχετικά μακρόχρονη περίοδο κι ο κόσμος έχει «συνηθίσει» να θεωρεί τις διάφορες κατακτήσεις σαν κάτι το «φυσικό» και «υπαρκτό» από πάντα. Ταυτόχρονα η αστική (και σ’ ένα βαθμό και η ρεφορμιστική) προπαγάνδα επί χρόνια προσπαθούσε να τις συνδέσει και να τις αποδώσει στην εξέλιξη και μόνο και στην «πρόοδο» γενικώς. Σήμερα βέβαια όλοι αυτοί έχουν κάποιες «δυσκολίες». Θα πρέπει να εξηγήσουν γιατί μετά από τόση «πρόοδο» με πολλαπλάσιο τον παγκόσμιο πλούτο αντί να πάμε μπροστά, πάμε προς τα πίσω και σ’ όλα σχεδόν τα πεδία. Η εξήγηση βρίσκεται βέβαια αλλού. Μάλιστα θα λέγαμε ότι από μια άποψη η επίθεση του συστήματος «βοηθάει» (από την ανάποδη) τους εργαζόμενους να συνειδητοποιήσουν την σχέση των κατακτήσεων και δικαιωμάτων τους, με την πορεία του σοσιαλιστικού– κομμουνιστικού κινήματος.

Ενδεικτικά και μόνο αναφερόμαστε.

Στο ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης, της ασφάλειας των λαών στις δοσμένες συνθήκες ύπαρξης τους.

Στο ζήτημα της ανεξαρτησίας λαών και χωρών.

Στο ζήτημα της δημοκρατίας, της σχέσης (συσχετισμού) λαού – εξουσίας.

Σε επίπεδο αξιών και της θέσης σ’ αυτό του ανθρώπου, όχι του προνομιούχου αστού αλλά του απλού «καθημερινού» ανθρώπου της δουλειάς που το καπιταλιστικό σύστημα θέλει απλώς αναλώσιμο.

Στο πεδίο των σχέσεων εργασίας, του ωραρίου, του δικαιώματος στη δουλειά.

Στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, της ιατρικής περίθαλψης, των συντάξεων, της παιδείας.

Στο πεδίο της σχέσης με τον πολιτισμό και τις επιστήμες.

Καμία φορά, ακόμη κι αστοί αναλυτές αναγκάζονται να παραδεχτούν πως ναι, «κάτι πρόσφερε» κι ο σοσιαλισμός στο κοινωνικό πεδίο, όμως «απέτυχε» στον οικονομικό τομέα. «Απόδειξη» και η εικόνα της αθλιότητας που εμφανίζουν σήμερα οι Ανατολικές χώρες. Βεβαίως ξέρουν κι οι ίδιοι ότι η εικόνα που εμφανίζουν αυτές οι χώρες δεν αντιπροσωπεύει όχι μόνο το επίπεδο που είχαν κατακτήσει σαν σοσιαλιστικές, μα μήτε καν σ’ αυτό που είχαν πέσει σαν ρεβιζιονιστικές και κυριαρχούμενες από την ΝΑΤ. Ας θυμίσουμε όμως και γι’ αυτό το ζήτημα κάποια πράγματα.

Θα αρκούσε ίσως ν’ αναφερθούμε σ’ ένα μόνο πράγμα. Η Ρωσία βρισκόμενη πριν το ’17 εκτός, και πολύ πίσω από τον κύκλο των αναπτυγμένων χωρών, εκτοξεύτηκε σαν ΣΕ στο… διάστημα, όπου μπορούσαν να την συναγωνίζονται μόνο οι ΕΠΑ. Αλλά και πέρα απ’ αυτό. Οι χώρες που συγκροτούσαν την ΕΣΣΔ, από την μαύρη καθυστέρηση γνώρισαν μια τεράστια οικονομική, βιομηχανική, πολιτιστική ανάπτυξη (όλα αυτά με νούμερα και στοιχεία). Οι ρυθμοί ανάπτυξης της ΣΕ ιδιαίτερα την δεκαετία του ’30, παρά την περικύκλωση και τον αποκλεισμό, παραμένουν αξεπέραστοι κι ανεπανάληπτοι. Τα επιστημονικά επιτεύγματα σ’ όλους τους τομείς με κορυφαία έκφραση την πρωτοπορία στο διάστημα με τους Σπούτνικ, τον Γκαγκάριν κ.ά. ήταν αυτά που έκαναν τις ΕΠΑ να τρέχουν και να μην φτάνουν. Ακόμη και σήμερα με τα γνωστά φαινόμενα αποσύνθεσης, η Ρωσία (με βάση την «κληρονομιά») είναι σε θέση να πουλάει τεχνολογία και τεχνογνωσία αιχμής στην «προηγμένη» Ευρώπη.

Όσον αφορά τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, είναι γνωστό ότι ήταν από τις πιο καθυστερημένες και σε επίπεδα που με την σημερινή ορολογία θα ονομάζαμε «τριτοκοσμικά». Αυτές, λοιπόν, οι χώρες μετά τον πόλεμο (και με στοιχεία του ΟΗΕ) γνώρισαν ρυθμούς ανάπτυξης που υπερέβαιναν αυτούς των χωρών της Δυτικής Ευρώπης (ακόμη κι αυτοί της Β. Κορέας τους αντίστοιχους όχι μόνο της Ν. Κορέας αλλά κι αυτούς της… Ιαπωνίας). Ήταν κι αυτό ένας από τους λόγους που υπαγόρευσαν την επίσπευση της εφαρμογής του σχεδίου Μάρσαλ σαν οικονομικού συμπληρώματος του δόγματος Τρούμαν. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Πολωνία έφτασε να γίνει η 10η βιομηχανική δύναμη στον κόσμο. Η Τσεχοσλοβακία αναδείχτηκε στην πρώτη γραμμή των αναπτυγμένων χωρών. Η Βουλγαρία ανέπτυξε πιο υποδειγματική αγροτική οικονομία με παράλληλη ανάπτυξη της βιομηχανικής της υποδομής. Ανάλογες οι εξελίξεις και σ’ όλες τις άλλες χώρες κι όλα αυτά σε μια διαδικασία απόσβεσης, ελαχιστοποίησης, μηδενισμού του εξωτερικού τους χρέους (κρίσιμος παράγοντας ανεξαρτησίας). Αυτού του ίδιου χρέους που τα τελευταία χρόνια, σε διάστημα ρεκόρ εκτοξεύτηκε στα ύψη με παράλληλη διαδικασία εξαθλίωσης των λαών αυτών των χωρών. Γενικότερα όταν στην δεκαετία του ’60, η Ελλάδα λ.χ. έστελνε τον ανθό της να σακατευτεί στις φάμπρικες και τις στοές της Δ. Γερμανίας, οι χώρες αυτές είχαν λύσει βασικά προβλήματα. Είχαν διαμορφώσει όρους που θα τους επέτρεπαν να πάν ακόμη καλύτερα κι αποτελεί ζήτημα άλλης τάξης το ότι μεσολάβησαν ανατροπές που τις οδήγησαν εκεί που ξέρουμε.

Η κυριαρχία του ρεβιζιονισμού υπήρξε καταστροφική από πολλές απόψεις. Βεβαίως ούτε η κατάσταση που τότε υπήρξε έχει σχέση με την σημερινή αθλιότητα. Ωστόσο η κυριαρχία της ΝΑΤ εξάντλησε ή και ηθελημένα κατέστρεψε ότι προωθητικό στοιχείο είχε απομείνει για να οδηγηθεί η κατάσταση σ’ αυτό που ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ είχε «φωτογραφήσει» σαν «στασιμότητα». Φυσικά ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να το εξηγήσει στη βάση των πραγματικών του αιτίων, αντίθετα προσπάθησε να αποπροσανατολίσει ως προς αυτές. Πολύ σύντομα εδώ λοιπόν κι επιγραμματικά. Η ΝΑΤ από ένα σημείο και πέρα, αδυνατούσε πλέον να λειτουργήσει ακόμα και στο δοσμένο ρεβιζιονιστικό πλαίσιο, ασφυκτιούσε μέσα σ’ αυτό και το μόνο που την ενδιέφερε πλέον (κι απορροφούσε το όποιο δυναμικό της) ήταν η «απελευθέρωση» – ολοκλήρωσή της σαν τάξη. Με δεδομένο ότι η ΝΑΤ ήταν η ηγετική δύναμη αυτών των κοινωνιών, αυτό πολύ απλά σήμαινε αδυναμία λειτουργίας στην πράξη όλου του συστήματος («στασιμότητα»).

Η ολοκλήρωση της παλινόρθωσης έδωσε την χαριστική βολή και σε σημείο που οι χώρες αυτές να εμφανίζουν χαρακτηριστικά πραγματικής κατάρρευσης.

Από μόνη της η μετάβαση από ένα σύστημα σ’ ένα άλλο θα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα ακόμη κι αν υποθέταμε ότι θα γινόταν υπό όρους «ομαλότητας» (αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο). Σημαντικός παράγοντας υπήρξε το ότι οι οικονομίες αυτών των χωρών λειτουργούσαν σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο με κεντρικό άξονα και πόλο αναφοράς την ΣΕ. Η ανατροπή στην ΣΕ σε συνδυασμό με όλο το πλέγμα των εξελίξεων τις αποδιάρθρωσε εντελώς.

Στην συνέχεια η επιδρομή των ιμπεριαλιστών της Δύσης σε συνεργασία με τα ρετάλια που αναδείχτηκαν σε «ηγεσίες» αυτών των χωρών, αποτέλειωσε τις ήδη κλονισμένες οικονομίες τους, αποδιαρθρώνοντας τις εντελώς.

Από κει και πέρα δεν είναι και τόσο περίεργα τα φαινόμενα που συνόδευσαν αυτές τις εξελίξεις. Η πρεμούρα πρόσδεσης στην Δύση δεν είναι παρά μια έκφραση του φαινομένου προσχώρησης στους «νικητές» κι ως προς τις ειδικότερες πλευρές του έχουμε κιόλας αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο.

Όσο γι’ αυτούς που τάχα «απορούν» με φαινόμενα εξαθλίωσης κι εξαχρείωσης δεν έχουμε παρά να τους «ξύσουμε» λίγο τη μνήμη. Έτσι ίσως «θυμηθούν» πως μετά τον πόλεμο Ιταλία, Γερμανία (ακόμη κι Ελλάδα) είχαν λίγο πολύ μετατραπεί σ’ απέραντα πορνεία του Αμερικάνικου –κύρια– κι Εγγλέζικου στρατού. Απλώς «τα κορίτσια που είχαν Γερμανούς» και μετά «Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια», τώρα έχουν Αμερικάνους και ξανά… Γερμανούς και γενικώς της… Δύσης.

Υπάρχουν τόσα κι άλλα ακόμη που θα μπορούσαν να ειπωθούν (και θα ειπωθούν σε μια πορεία). Εμείς εδώ δεν έχουμε παρά να θυμίσουμε πως το αποφασιστικό μέτωπο και γι’ αυτό το ζήτημα (και για όλα τ’ άλλα) είναι αυτό της καθημερινής ταξικής πάλης.

11. για την ανασυγκροτηση του κομμουνιστικου κινηματος

«Ο κομμουνισμός πέθανε»! Είναι ένα ακόμη από τα κυρίαρχα σλόγκαν της αντιδραστικής προπαγάνδας. Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο κομμουνισμός δεν πέθανε «και τόσο πολύ». Γι’ αυτό και οι κονδυλοφόροι του συστήματος χρειάζονται να τον πεθάνουν, να τον ξαναπεθάνουν και να τον ματαξαναπεθάνουν κάθε τρεις και λίγο. Άθελά τους, ομολογούν έτσι κάποια πράγματα. Πως παρά την ήττα ο κομμουνισμός παραμένει ο μόνιμος εφιάλτης τους. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετώπισε το καπιταλιστικό σύστημα. Την αγωνία τους, καθώς δεν μπορούν να μην δουν ότι ο κομμουνισμός «ξαναγεννιέται» καθημερινά μέσα από τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις, τα αδιέξοδα της δικής τους κοινωνίας. Εύλογη, λοιπόν, η ανησυχία τους.

Γιατί το κομμουνιστικό κίνημα, υπήρξε η ψυχή και ο νους του εργατικού, λαϊκού, επαναστατικού κινήματος. Όχι σαν «κάτι άλλο», σαν κάτι «έξω» απ’ αυτό, αλλά σαν έκφραση του προλεταριακού κινήματος σ’ ένα ποιοτικά (πολιτικά) ανώτερο επίπεδο. Αυτή η σχέση (σύνδεση) του εργατικού με το Κομμουνιστικό Κίνημα είναι που του έδωσε άλλες διαστάσεις, ποιότητα και δυνατότητες. Μέσα από αυτή, απόκτησε θεωρία, ιδεολογία, πολιτική γραμμή, οργάνωση. Πάνω σ’ αυτή διαμορφώθηκε το πεδίο (πολιτικής) ενοποίησης της εργατικής τάξης, αλλά κι άλλων προοδευτικών δυνάμεων γύρω από αυτή. Στην ίδια βάση κατακτήθηκε η διεθνής του διάσταση που το έκανε ισχυρότερο και αποτελεσματικότερο απέναντι στη διεθνή αντίδραση.

Πάνω σ’ αυτή τη σχέση το κίνημα αποκτάει δυνατότητες, αναπτύσσει αγώνες, κατακτάει νίκες και διαμορφώνεται σε πραγματική απειλή για το σύστημα. Κορύφωση το ’17, όταν με καθοδηγητική δύναμη το κόμμα των Μπολσεβίκων του Λένιν το προλεταριάτο κατακτάει την εξουσία, οικοδομεί την πρώτη σοσιαλιστική κοινωνία κι αλλάζει την πορεία της ιστορίας.

Από κει και πέρα, ο Οκτώβρης και η ύπαρξη της ΣΕ αποτελούν πηγή έμπνευσης αλλά και δύναμη στήριξης για την ενθουσιώδη κι ορμητική ανάπτυξη του προλεταριακού λαϊκού επαναστατικού κινήματος σ’ όλο τον κόσμο, με ψυχή και καθοδηγητική δύναμη την 3η Κομμουνιστική Διεθνή.

Συνεχίζει ν’ αποτελεί τη δύναμη καθοδήγησης αλλά και το τμήμα θυσίας της πάλης ενάντια στον ναζιφασισμό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου εκατομμύρια κομμουνιστές δώσανε τη ζωή τους. Ηγήθηκε μετά της προσπάθειας ανασυγκρότησης και ταυτόχρονα του νέου επαναστατικού κύματος που δημιούργησε το σοσιαλιστικό στρατόπεδο αλλάζοντας σημαντικά τον παγκόσμιο συσχετισμό υπέρ των λαϊκών δυνάμεων.

Αυτό ακριβώς το κίνημα οδήγησαν στην ήττα και την διάλυση οι ρεβιζιονιστές.

για τους ορους ανατροπης

Πέρα, ωστόσο, από τις ιστορικές ευθύνες των ρεβιζιονιστών υπήρξαν και κάποιοι συγκεκριμένοι όροι στη βάση των οποίων συντελέστηκε αυτή η ανατροπή. Αμέσως μετά τον πόλεμο τέθηκαν στην ημερήσια διάταξη μια σειρά κρίσιμα ζητήματα

Με την ορμή και το «φορτίο» που ήδη διέθετε, έφερε σε πέρας το καθήκον της ανοικοδόμησης και ταυτόχρονα της προώθησης της επαναστατικής διαδικασίας σε μια σειρά χώρες. Ωστόσο κι ιδιαίτερα μετά το ’50 τέθηκαν προς απάντηση κρίσιμα ζητήματα στρατηγικής και πολιτικής γραμμής.

Σε αναφορά με προβλήματα της πορείας του σοσιαλισμού στην ΣΕ, αλλά και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Σε σχέση με τη γραμμή αντιμετώπισης του ιμπεριαλιστικού μπλοκ στην Ευρώπη, στη «ζώνη των θυελλών» και γενικότερα.

Σε αναφορά με τις σχέσεις που διαμορφώνονταν με τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες στα πλαίσια πλέον του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.

Σε σχέση με τη γραμμή των κομμουνιστικών κομμάτων στις καπιταλιστικές χώρες.

Σ’ αυτή την αντιπαράθεση κυριάρχησαν μετά το θάνατο του Στάλιν οι ρεβιζιονιστές του Χρουστσόφ, με τη σημαία της «ανανέωσης» απέναντι στις ταλαντεύσεις, αλλά και στην αδυναμία της στο να δώσει ολοκληρωμένες απαντήσεις στα ζητήματα που τέθηκαν της άλλης πλευράς (Μόλοτοφ κ.ά.).

Σ’ αυτή την εξέλιξη υπήρξε αντίδραση από τη μεριά του ΚΕΑ και του ΚΚ Κίνας.

Από την άλλη μεριά το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που αναπτύσσεται ορμητικά, η Βιετναμική, η Κουβανέζικη επανάσταση, ανέτρεπαν στην πράξη την ρεβιζιονιστική γραμμή. Η ΜΠΠΕ που εξαπολύθηκε στη συνέχεια υπό την καθοδήγηση του Μάο Τσε Τουνγκ υπήρξε μια τομή και μια μεγαλειώδης απόπειρα που έδωσε ελπίδες για συνολική ανατροπή της καταστροφικής πορείας (όπως και να ‘χει έχει αφήσει σημαντικές παρακαταθήκες). Η ίδρυση μ–λ κομμάτων σ’ όλο τον κόσμο έδωσε χαρακτήρα γενικευμένης αντιπαράθεσης στον ρεβιζιονισμό. Ωστόσο, τα δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί αλλά κι οι αδυναμίες του ίδιου του μ–λ κινήματος δεν επέτρεψαν ν’ ανακοπεί η πορεία ενίσχυσης και σταθεροποίησης της κυριαρχίας του ρεβιζιονισμού.

Τα αποτελέσματα υπήρξαν απόλυτα αρνητικά. Η κυριαρχία των ρεβιζιονιστών στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες έστρωσε το δρόμο στην ανάπτυξη, ισχυροποίηση, την κυριάρχηση της ΝΑΤ και τελικά στην ολοκλήρωση της παλινόρθωσης.

Απέναντι στον ιμπεριαλισμό προώθησαν μια αλλοπρόσαλλη πολιτική (στα πλαίσια και της μετεξέλιξης της ΣΕ σε σοσιαλιμπεριαλιστική δύναμη) όπου ο τυχοδιωκτισμός εναλλασσόταν με τον ενδοτισμό, για να οδηγηθούν τελικά τα πράγματα στην πλήρη κυριαρχία των ιμπεριαλιστών της Δύσης.

Ενίσχυσαν, ακόμη και με πραξικοπήματα (ΚΚΕ) την κυριαρχία των ρεφορμιστών στα ΚΚ της Δύσης, μετατρέποντάς τα από αντιπάλους σε ιδιότυπους συνεργάτες των αστικών τάξεων.

Συνολικά προώθησαν μια πολιτική ολοκληρωτικού αφοπλισμού του κινήματος (ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά), το διέλυσαν ουσιαστικά και πρακτικά, και το οδήγησαν στην ήττα.

Τέλος επισφράγισαν το «έργο τους» με την ολοκλήρωση της παλινόρθωσης και την συνολική ανατροπή του παγκόσμιου συσχετισμού σε βάρος των λαών.

Ενα πρωταρχικο καθηκον

Δεν χρειάζεται επιχειρήματα το ότι η ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος αποτελεί καθήκον και προτεραιότητα από τις θεμελιώδεις. Άλλωστε σ’ αυτή τη βάση υπήρξαμε, συγκροτηθήκαμε σαν κίνημα, στην ίδια συνεχίζουμε να υπάρχουμε και να παλεύουμε σαν οργάνωση. Το καθήκον αυτό έχει επίσης απαιτήσεις θεωρητικές, ιδεολογικές, οργανωτικές, αγωνιστικές.

Στο επίπεδο της θεωρίας, οι Μαρξ, Ένγκελς έδωσαν τις βάσεις και σειρά απαντήσεων σε διάφορα ζητήματα. Ο Λένιν θεμελίωσε την στρατηγική της επανάστασης αλλά κι έδωσε απαντήσεις σε πρωταρχικά ζητήματα σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στην πορεία αυτής της οικοδόμησης με τον Στάλιν απαντήθηκαν μια σειρά προβλήματα καθώς και ζητήματα στρατηγικής απέναντι στον ιμπεριαλισμό αλλά αναδείχτηκαν και πολλά άλλα που ζητούν απαντήσεις. Η ΜΠΠΕ με τον Μάο έδωσε τολμηρές και πρωτοποριακές απαντήσεις στα ζητήματα που τέθηκαν αλλά όπως είναι γνωστό δεν κατόρθωσε να ολοκληρωθεί.

Το καθήκον της ολοκληρωμένης απάντησης στα ζητήματα που έχουν τεθεί, παραμένει ανοικτό για τους κομμουνιστές μαρξιστές– λενινιστές. Το μ–λ κίνημα αλλά κι άλλες τάσεις που αναδείχτηκαν δεν κατόρθωσαν να ανταποκριθούν με πληρότητα σ’ αυτό το καθήκον, κι εδώ νομίζουμε πως βρίσκεται μια από τις θεμελιώδεις αιτίες για την καθυστέρηση του κινήματος.

Είναι απαραίτητη η μεγαλύτερη μελέτη κι αφομοίωση της μ–λ θεωρίας, της πείρας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, των εμπειριών και διδαγμάτων που έδωσε η ΜΠΠΕ και βέβαια η σε μεγαλύτερο βάθος και με μεγαλύτερη πληρότητα ανάλυση του σύγχρονου κόσμου.

Στο ιδεολογικό πεδίο υπάρχει μεγάλη αναγκαιότητα ανάπτυξης του αντίστοιχου μετώπου απέναντι στις αστικές αντιλήψεις. Συνδέεται αυτό με το προηγούμενο ζήτημα αλλά καθοριστικό ρόλο έχει παίξει και το γεγονός ότι οι ρεφορμιστές όχι μόνο δεν όρθωσαν ένα μέτωπο αντιπαράθεσης στις αστικές απόψεις, αλλά και διέλυσαν (τους «ενοχλούσε» και τους εμπόδιζε) οτιδήποτε υπήρχε σε μια τέτοια βάση.

Οι μ–λ οργανώσεις προσπάθησαν, πάλεψαν αλλά δεν ήταν σε θέση να καλύψουν όλο το πεδίο.

Άλλες ομάδες και τάσεις χαρακτηρίζονταν από την «ιδιορρυθμία» ως ένα βαθμό ν’ αντιπαρατίθενται στις αστικές απόψεις και σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο ν’ αναλώνονται σε ένα είδος «κριτικής» του κομμουνιστικού κινήματος, όπου έβρισκε στέγη μια ποικιλία ρεφορμιστικών έως κι αστικών αντιλήψεων.

Υπάρχει συνεπώς ανοιχτό ένα μεγάλο κεφάλαιο μπροστά μας. Νομίζουμε ότι στο τρίπτυχο που παλιότερα θέσαμε συμπυκνώνονται οι αναγκαιότητες που συνδέονται μ’ αυτό το καθήκον.

Να κριτικάρουμε ξανά τον καπιταλισμό.

Να εξηγήσουμε την παλινόρθωση.

Να υπερασπίσουμε το κομμουνιστικό κίνημα.

Στα ζητήματα αυτά έχουμε κάνει κάποια βήματα. Αν τα δούμε ωστόσο σε αναφορά με τις απαιτήσεις που θέτει το κίνημα μένουν ακόμη πολλά να γίνουν.

Στο πολιτικό πεδίο και σε επίπεδο πολιτικής γραμμής και κατεύθυνσης. Κυρίαρχη κι εδώ η ρεβιζιονιστική – ρεφορμιστική γραμμή με ολέθριες επιπτώσεις στο μέτωπο της πάλης των μαζών. Ταυτόχρονα, χωρίς βέβαια να ‘χουν το ίδιο βάρος και συνέπειες, δεν έμειναν αλώβητες από το «ρεύμα» και διάφορες ομάδες (ακόμη και κάποιες με αναφορά στον μ–λ) που περιδιάβαιναν «ανέτως» από τον ρεφορμισμό στον ακτιβισμό και τούμπαλιν.

Όσο μας αφορά, νομίζουμε πως υπήρξε (και συνεχίζει να είναι) το ισχυρό στοιχείο της οργάνωσης, αυτό που στήριξε που στήριξε την πορεία μας σε σημαντικό βαθμό. Προοπτικά ωστόσο ούτε αυτό αρκεί. Οι ανεπάρκειες, οι αδυναμίες σ’ άλλα πεδία προσδιορίζουν το βάθος και τον ορίζοντα των πολιτικών εκτιμήσεων και κατευθύνσεων μας. Από την άλλη μια βασική προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση κόμματος– κινήματος είναι ν’ αποκτήσει η γραμμή μας άλλο βάθος, εύρος κι ορίζοντα.

Κρίσιμη παράμετρος για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, όπως ήδη αναφερθήκαμε, η διεθνής του διάσταση. Το μ–λ κίνημα μετά τον θάνατο του Μάο αντιμετώπισε σοβαρή κρίση. Εστίες αντίστασης (κι επιμονής) διατηρήθηκαν σ’ όλες τις χώρες, έως κι αντάρτικα κινήματα (Περού, Φιλιππίνες κ.ά.). Ταυτόχρονα ομάδες διάφορες ξεπήδησαν από διάφορους δρόμους, με κομμουνιστική επαναστατική αναφορά. Ωστόσο πέρα από τα προβλήματα που αυτές καθαυτές εμφανίζουν όλες αυτές οι εστίες, παραμένουν «σκόρπιες». Απόπειρες «συνάντησης» σε διεθνιστική βάση έχουν βέβαια γίνει αρκετές, άλλες με μεγαλύτερη κι άλλες με μικρότερη επίγνωση του επιπέδου στο οποίο βρίσκεται το κίνημα. Γιατί όσο κι αν μας πονάει, δεν νομίζουμε ότι είναι η ώρα της Διεθνούς. Αυτό που μπορεί και πρέπει να γίνει (σ’ αυτή την κατεύθυνση αλλά με επίγνωση των προβλημάτων), είναι να ενταθούν οι προσπάθειες για μορφές σύνδεσης, συνεργασίας, ανταλλαγής απόψεων και γενικότερα οικοδόμηση στενότερων δεσμών. Ταυτόχρονα σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πιθανόν δυνατές κάτω από (ευνοϊκές) συγκυρίες και προϋποθέσεις, και κινητοποιήσεις διεθνούς χαρακτήρα.

Για τις οργανωτικές, αγωνιστικές τακτικές κ.λπ. απαιτήσεις του ζητήματος θ’ αναφερθούμε σε άλλο κεφάλαιο. Το μόνο που έχουμε να σημειώσουμε εδώ είναι πως από τους μ–λ αλλά και τους άλλους τους «εκτός των τειχών» αριστερούς, αυτό που δεν τους έλειπε ήταν η αγωνιστικότητα (αλλού βρισκόταν το πρόβλημα).

12. για ορισμενα αλλα ζητηματα

Πέρα από τα προηγούμενα, υπάρχουν κι άλλα σοβαρά προβλήματα προς αντιμετώπιση, σαν ειδικότερες εκφράσεις αλλά κι όροι του δυσμενούς διεθνούς συσχετισμού που έχει διαμορφωθεί. Ζητήματα στα οποία έχουμε αναφερθεί με διάφορες αφορμές και που μπορούμε συνεπώς ν’ αναφερθούμε σ’ αυτά με αρκετή συντομία.

για τις διεθνεις απαιτησεις της παλης μας

Αναφερθήκαμε ήδη στην έλλειψη διεθνούς διάστασης του κινήματος. Οι εστίες αντίστασης στις διάφορες χώρες αγωνίζονται βασικά «μόνες» τους η κάθε μια στη χώρα τους. Αλλά και στην κάθε χώρα (με ελάχιστες εξαιρέσεις) υπάρχει «έλλειμμα συνολικότητας», δεν υπάρχει ευδιάκριτη κοινή πολιτική αναφορά των αγώνων που να τους συνενώνει και να τους ισχυροποιεί. Παράγοντες που έχουν σαν συνέπεια την έλλειψη συνέχειας, συνοχής, αποτελεσματικότητας. Από την άλλη μεριά αυτή η σχέση (συσχετισμός) επιτρέπει στη διεθνή και κατά χώρα αντίδραση να διατηρεί την πρωτοβουλία κινήσεων, να επιλέγει στόχους, να συγκεντρώνει δυνάμεις και να χτυπάει αποτελεσματικά. Στο διεθνές πεδίο προωθώντας τους γενικότερους στρατηγικούς στόχους του συστήματος, αλλά κι αιματηρές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Σε κάθε χώρα να απομονώνει, συκοφαντεί αγωνιζόμενους κλάδους των εργαζομένων. Να προετοιμάζει το έδαφος και να προωθεί τους πολιτικούς της στόχους, αλλά και να βάζει στο στόχαστρο κατακτήσεις και δικαιώματα. Στο ιδεολογικό πεδίο να επιλέγει και ν’ αναδείχνει ζητήματα που ευνοούν την πολιτική της (και με τον τρόπο που την ευνοούν) επιστρατεύοντας τα ΜΜΕ, στρατιές κονδυλοφόρων και «καλλιτεχνών». Γενικότερα μια κατάσταση που της επιτρέπει να κάνει κινήσεις αναπαραγωγής ή και διεύρυνσης του αρνητικού (για τους λαούς) συσχετισμού. Δεν νομίζουμε συνεπώς πως χρειάζονται επιχειρήματα για την σημασία του ζητήματος.

για το ρεφορμιστικο τελμα

Ένα ολόκληρο ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελεί η διερεύνηση αυτού που εμφανίζεται σαν χώρος της αριστεράς (ή και «αριστεράς» θα μπορούσαμε να πούμε). Αναφερθήκαμε με διάφορες αφορμές σε πλευρές του ζητήματος. εδώ μας ενδιαφέρει μια βασική του διάσταση που αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του κινήματος. Αναφερόμαστε σ’ αυτό που έχει δημιουργηθεί μέσα από την –επί χρόνια– κυριαρχία του ρεβιζιονισμού– ρεφορμισμού, της υποχώρησης του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, της «ευδοκίμησης» κάθε είδους οπορτουνιστικών, αποπροσανατολιστικών αντιλήψεων. Δεν πρόκειται απλώς για κάποιες απόψεις που πρέπει να ξεπεραστούν. Πρόκειται για ένα ολόκληρο «σώμα» ιδεών, αντιλήψεων, πρακτικών, νοοτροπιών που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί μέσα σε μια διαδικασία χρόνων, μια πραγματική κόπρος του Αυγεία, μέσα στην οποία βουλιάζει και τελματώνει κάθε τυχόν αγωνιστική τάση κι η οποία πρέπει να «εκκαθαριστεί». Ο γενικότερος αρνητικός συσχετισμός την συντηρεί και την αναπαράγει, αλλά και συνειδητά το σύστημα ενισχύει με διάφορους τρόπους τις δυνάμεις που την εκφράζουν. Είναι ακριβώς η σχέση που ενισχύει από τ’ «αριστερά» την άποψη πως ο καπιταλισμός είναι «μονόδρομος» και το μόνο που μπορεί να γίνει είναι κάποιες βελτιώσεις ή το «πολύ» κάποιες διαφοροποιήσεις της βασικής του έκφρασης.

Σ’ αυτή τη σχέση εντάσσονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια σειρά δυνάμεις, τάσεις και συστήματα αντιλήψεων με ρόλο στην αναπαραγωγή της σύγχυσης, του αποπροσανατολισμού, των αυταπατών, της ηττοπάθειας, της απογοήτευσης.

Δεν χρειάζεται καν ν’ αναφερθούμε σε δυνάμεις «σοσιαλιστικές», σοσιαλδημοκρατικές (τύπου ΠΑΣΟΚ ας πούμε). Αποτελούν πέρα από κάθε αμφισβήτηση, πολιτικές εκφράσεις της αστικής τάξης και δυνάμεις που υπηρετούν το σύστημα. Το θετικό εδώ είναι ότι κι ο κόσμος έχει αρχίσει πλέον να τις βλέπει και να τις αντιμετωπίζει σαν τέτοιες (ακόμη κι όταν τις ψηφίζει).

Στην ίδια τροχιά κινούνται ανοιχτά πλέον κι οι δυνάμεις της ρεφορμιστικής «ανανέωσης». Έχοντας αποβάλλει κάθε πρόσχημα και τσίπα, εντάσσονται ανοιχτά στο σύστημα και το υπηρετούν. Ακριβώς γι αυτό και το σύστημα τις ενισχύει και τις πριμοδοτεί με όλα τα μέσα.

Από την άλλη μεριά ο συνδεδεμένος κάποτε με τη Μόσχα ρεβιζιονισμός έχει υποστεί μια καθοριστικού χαρακτήρα ήττα, που τον οδήγησε ν’ αντιμετωπίζει πρόβλημα ταυτότητας έως κι ύπαρξης. Εδώ βρίσκεται κι ο κύριος λόγος που κάποιες από τις εκφράσεις του (π.χ. «Κ»ΚΕ) δανείζονται αριστερές φόρμες χωρίς ωστόσο να διαμορφώνουν (δεν μπορούν) και μια αντίστοιχη φυσιογνωμία στη βάση του πραγματικού (κομμουνιστικού) περιεχομένου των μορφών που ενδύονται. Στις δυνάμεις αυτές το σύστημα επιφυλάσσει μια ειδική μεταχείριση. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Δεν είναι τόσο «άμεσης χρήσης» όσο οι «ανανεωτικές», αλλά από την άλλη οι εξελίξεις μπορούν να τις κάνουν ακόμη πιο «χρήσιμες» (σαν ανάχωμα). Χαρακτηριστική περίπτωση τόσο ως προς την ουσία του πράγματος, όσο κι ως προς την «χρήση» η περίπτωση της Ιταλικής «Επανίδρυσης», που εμφανίστηκε σαν η πιο αριστερή και ριζοσπαστική από όλες τις τάσεις. Η υποστήριξη της κυβέρνησης Πρόντι είναι έκφραση όχι μόνο του αδιεξόδου μιας λογικής (που θέλει να βρίσκεται στο «κέντρο» ανεξαρτήτως συσχετισμών) αλλά κι ενός ιδεολογικού– πολιτικού «αποθέματος» με βαθιές ρίζες.

Πέρα από τις προηγούμενες υπάρχουν και διάφορες άλλες τάσεις (σύγχυσης κι αποπροσανατολισμού), όπως οι λεγόμενοι «οικολόγοι» καθώς κι ένας «χώρος» που περιλαμβάνει από «νέους αριστερούς» μέχρι τροτσκιστές, «αναρχικούς» και διάφορους άλλους «ανένταχτους αριστερούς». Σ’ αυτούς η υποστήριξη του συστήματος είναι πιο «διακριτική» με εξαίρεση τους οικολόγους που σ’ ορισμένες περιπτώσεις ήταν έκδηλη η προσπάθεια να πλασαριστούν σαν η «άλλη», η «νέα» απάντηση που μάλιστα (ίσως) θα υπερβαίνει και το σχήμα δεξιά– αριστερά.

Γενικότερα η υποστήριξή τους συνίσταται κύρια σε μια προβολή δυσανάλογη με την πραγματική τους παρουσία (χαρακτηριστικές οι προσβάσεις αλλά και τα συγκεκριμένα «ερείσματά» τους στα ΜΜΕ) έτσι ώστε να μπορούν να τις πλασάρουν σαν την «εκτός τειχών» αριστερά.

Αντίθετα εντελώς εχθρική η στάση και ανηλεής ο πόλεμος (δεν περιμένουμε βέβαια και τίποτε άλλο) στις δυνάμεις εκείνες, που παρά τις όποιες αδυναμίες τους προσβλέπουν κι αγωνίζονται για την οικοδόμηση της επαναστατικής κομμουνιστικής αριστεράς.

Υπάρχει κι εδώ λοιπόν ένα πολύ σημαντικό μέτωπο πάλης που απαιτεί μακρόχρονη επίμονη και πολύμορφη προσπάθεια.

η αναγκαιοτητα του ιδεολογικου μετωπου

Την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας την νοιώθει κανείς καθημερινά, καθώς κάθε στιγμή βομβαρδίζεται από όλα τα μέσα με τα «μηνύματά» της. Έκφραση του γενικότερου συσχετισμού, της ήττας, αλλά κι ενός φαινομένου με κοινωνικές διαστάσεις. Της «μετακίνησης» σημαντικών τμημάτων του μικροαστικού χώρου στις καπιταλιστικές μητροπόλεις τις προηγούμενες δεκαετίες, στα πλαίσια της καπιταλιστικής «άνοιξης» των «κοινωνικών παροχών» και των ψευδαισθήσεων που καλλιεργήθηκαν. Της «μετακίνησης» της ιντελιγκέτσιας που «ακολούθησε» (όταν δεν πρωτοστάτησε) αυτές τις τάσεις, είτε «αυθόρμητα», είτε και ωθούμενη από την ιδιαίτερη πολιτική που ακολούθησε το σύστημα σ’ αυτό το κεφάλαιο. Μιας πολιτικής που δημιουργούσε ευνοϊκούς όρους για δεξιούς «αριστερούς» κι άλλους επί παραγγελία «εξεγερμένους» διανοούμενους (όπου έβριθαν έως και φαινόμενα ανοιχτής εξαγοράς) και ασφυκτικούς για τους εκτός τειχών, τους πραγματικά αριστερούς κι όσους ήθελαν να διατηρήσουν μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια.

Η ολοκλήρωση της παλινόρθωσης αποσάθρωσε κι ένα κόσμο που «συντηρούνταν» από την ύπαρξη του Ανατολικού μπλοκ. Ένα κόσμο που η ποιότητά του ήταν τέτοια, ώστε να κοιμηθεί (κυριολεκτικά) «κομμουνιστής» και να ξυπνήσει «μετανοημένος». Στην πραγματικότητα βέβαια δεν εξέφρασε τίποτε άλλο από την αληθινή σχέση κι ουσία του πράγματος. Οι πρωτεργάτες της παλινόρθωσης –Γκορμπατσόφ, Γέλτσιν, Τσερνομίρτιν κι όλος αυτός ο συρφετός– ήταν ως προχθές οι καθοδηγητές του παγκόσμιου «κομμουνιστικού» κινήματος.

Έκφραση όλων αυτών, αλλά και κρίσιμος παράγοντας όσον αφορά την εξέλιξη του πράγματος, η απουσία ιδεολογικού μετώπου. Το υποτιθέμενο «μέτωπο» των ρεβιζιονιστών– ρεφορμιστών σαν πραγματικό στόχο είχε την υπονόμευση και συκοφάντηση των αριστερών κομμουνιστικών απόψεων.

Αυτό σε συνδυασμό με τις αδυναμίες άλλων δυνάμεων που ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να καλύψουν με πληρότητα αυτό το πεδίο, είχε σαν αποτέλεσμα να περνάει στον κόσμο η σύγχυση, ο αποπροσανατολισμός, η ηττοπάθεια.

Παρ’ όλα αυτά ωστόσο, παρ’ όλη την κυριαρχία της η αστική ιδεολογία εκφράζεται σχεδόν αποκλειστικά στο πεδίο του «αντί», όπου μάλιστα κύριος άξονας παραμένει ο αντικομουνισμός. Η αστική ιδεολογία αδυνατεί να βρει και να προβάλλει «θετικές» αξίες. Και δεν είναι καθόλου συμπτωματική στους καιρούς μας η ανάπτυξη των παραϊδεολογιών, των παραθρησκειών, των ιδεολογιών «φυγής» και βέβαια του εθνικισμού.

Η εξήγηση βρίσκεται μέσα στην ίδια την ουσία του συστήματος. Το καπιταλιστικό σύστημα, σαν σύστημα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο βρίσκεται σε μόνιμη αντίφαση με οποιαδήποτε συλλογική κοινωνική αξία, με οποιοδήποτε μήνυμα που θέλει ν’ αναφέρεται στο σύνολο της κοινωνίας. Ακόμη κι αυτή η κύρια «θετική» του αξία, ο ατομικισμός (η «ανάδειξη», «καταξίωση» κ.λπ.) αδυνατεί να λειτουργήσει σε βάση συνολικής κοινωνικής αναφοράς (πως άλλωστε θα ήταν δυνατόν).

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η αντιμετώπιση της αστικής ιδεολογίας (στο επίπεδο ακριβώς των ιδεών) είναι έως και μια σχετικά… «εύκολη» υπόθεση. Στην πραγματικότητα βέβαια τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Στο κοινωνικό πεδίο η αστική κυριαρχία έχει δημιουργήσει βιώματα κι «αντανακλαστικά» χρόνων. Βεβαίως η επίθεση του συστήματος υπονομεύει ήδη σημαντικά κοινωνικά ερείσματα αυτής της κυριαρχίας, αλλά ο μετασχηματισμός των αντιδράσεων που προκαλεί, σε αντιθέσεις με βάθος και περιεχόμενο δεν είναι μια διαδικασία που μπορεί να ολοκληρωθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Ταυτόχρονα οι πολυπλόκαμοι μηχανισμοί που έχει αναπτύξει και που επιτρέπουν στο σύστημα να βομβαρδίζει τον κόσμο με «ιδέες» σε κατακλυσμιαίες κλίμακες, βοηθούν στη συντήρηση κι αναπαραγωγή αυτών των βιωμάτων, ενώ εμποδίζει την ανάπτυξη του αντίστροφου προτσές. Την ίδια στιγμή αυτός ο βομβαρδισμός έχει την δυνατότητα να δημιουργεί πολλαπλά μέτωπα (σύγχυσης κι αποπροσανατολισμού) έτσι ώστε να γίνεται δύσκολη υπόθεση η αντιμετώπισή του από δυνάμεις με μικρή ανάπτυξη και κύρια με περιορισμένη εμβέλεια. Αν συνυπολογίσουμε τον ρόλο ρεφορμιστών κι οπορτουνιστών πάσης φύσεως, έχουμε μια εικόνα του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε.

Η αντιμετώπιση της αστικής ιδεολογίας (της κυριαρχίας της) αποτελεί κι αυτή ένα σύνθετο «συνολικό» πρόβλημα, με βασική του συνάρτηση την εν γένει ανάπτυξη του κινήματος που διαφοροποιώντας τον συσχετισμό θα το θέτει κάθε φορά και σε νέα βάση. Ωστόσο, σ’ αυτή ακριβώς τη διαδικασία, και σε διαλεκτική σχέση με το σύνολο των μετώπων πάλης, ιδιαίτερο ρόλο έχει κι η συγκρότηση ενός ιδεολογικού μετώπου. Αποτελεί αναγκαιότητα πρωταρχικού (άμεσου) χαρακτήρα, η συγκρότηση ενός μετώπου αντιπαράθεσης στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία που θα συνενώνει, οργανώνει κι εν τέλει θα ισχυροποιεί την φωνή αυτών που θέλουν να υπηρετήσουν μια τέτοια υπόθεση.

συνοψιζοντας

Τα προβλήματα στα οποία σ’ αυτή εδώ την εισήγηση αναφερθήκαμε, αποτελούν «μέρη» κι έκφραση του γενικότερου δυσμενούς συσχετισμού, ή αλλιώς των «όρων κινήματος» μέσα στους οποίους κινούμαστε. Τους όρους ακριβώς που πρέπει ν’ αλλάξουμε. Δεν είναι κάτι ή κάποια από αυτά που πρέπει ν’ αλλάξουν, αλλά μια ολάκερη κατάσταση που πρέπει ν’ ανατραπεί μέσα από μια ολόπλευρη επίμονη και διαρκή πάλη.

Υπάρχει βέβαια κι «αυτό που αλλάζει» όσον αφορά τις διαθέσεις και τις τάσεις που αναπτύσσονται στις μάζες. Είναι το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα των καιρών, η εξέλιξη μέσα στην οποία κυοφορούνται, διαμορφώνονται οι όροι αλλαγής του κλίματος. Εδώ γεννιούνται οι βασικές δυνάμεις ανατροπής του δυσμενούς συσχετισμού, τα «υλικά» για την διαμόρφωση διαφορετικών όρων κινήματος αλλά κι ενός νέου επαναστατικού ρεύματος. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν θα γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη κι ούτε είναι ξεκομμένο από την αντίστοιχη ανάπτυξη αυτού που ονομάζουμε υποκειμενικό παράγοντα

Αυτή η ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα δεν είναι κάτι το ανεξάρτητο από όλη αυτή την εξέλιξη. Είναι διαλεκτικά δεμένο μαζί της αλλά ταυτόχρονα έχει και τους δικούς της όρους κι απαιτήσεις. Από τα πιο θεμελιώδη είναι αυτά στα οποία σ’ αυτή εδώ την εισήγηση αναφερθήκαμε. Αποτελούν μέτωπα πάλης και ζητήματα στα οποία έχουμε ν’ απαντήσουμε. Είναι διαλεκτικά δεμένα μεταξύ τους (δεν θα απαντηθούν δηλαδή «εν σειρά») αλλά έχουν και την «εσωτερική τους ιεράρχηση» και τις ξεχωριστές τους απαιτήσεις. Έχουμε λοιπόν να καλύψουμε μια «απόσταση» για την οποία απαιτείται ένας ποιοτικός μετασχηματισμός, μια αναβάθμιση του «υποκειμένου» στη σχέση του με το «αντικείμενο» έτσι ώστε να γίνει ικανό να θέσει πραγματικά τον στρατηγικό στόχο στον λαό κι όχι απλά επί χάρτου.

Απαιτούνται γενναίες και συγκεκριμένες προσπάθειες σ’ όλα τα μέτωπα και με άξονα την προώθηση μιας συγκεκριμένης πολιτικής γραμμής πάλης. Αν αυτό (η γραμμή) είναι το ένα, το άλλο είναι η αναγκαιότητα μιας πρωταρχικής «συσσώρευσης» σε όλα τα πεδία (θεωρητικό, ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό, στελεχικό), ή αλλιώς ο μετασχηματισμός «αυτού που υπάρχει» σήμερα σ’ ένα ανώτερο ποιοτικά επίπεδο. Αλλά αυτό αποτελεί κι ένα από τα βασικά ζητήματα της επόμενης εισήγησης.

Αναζήτηση
Social Media

Βουλευτικές Εκλογές 2023
Αντίσταση - Οργάνωση

 
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr