Η είδηση του θανάτου του Μαραντόνα συγκίνησε όλους τους ανθρώπους που ασχολούνται με το λαϊκότερο άθλημα. Αλλά κυρίως συγκίνησε τους φτωχούς. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που απ’ άκρη σ’ άκρη του κόσμου τον είχαν στα μάτια τους ως ήρωα και ως θεό. Στην Αργεντινή, όπως ήταν, φυσικό έγινε λαϊκό προσκύνημα, αλλά και σε όλα τα μέρη του κόσμου ο Ντιέγκο έγινε σύμβολο.
Οι φτωχοί αγάπησαν τον Ντιέγκο όχι μόνο γιατί ήταν «ένας από αυτούς». Άλλωστε, σχεδόν όλοι οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές εκείνης της εποχής βγήκαν από εργατικές φτωχογειτονιές και έζησαν στην πλήρη εξαθλίωση.
Οι φτωχοί αγάπησαν τον Ντιέγκο γιατί συνέχισε να συμπεριφέρεται σαν αυτούς. Σε αντίθεση με άλλους, όπως ο ανώτερος ποδοσφαιρικά αλλά πωρωμένος με την εξουσία Πελέ, ο διαφθαρμένος Πλατινί και ο πετυχημένος επαγγελματίας Κρόιφ, ο Ντιέγκο δεν μπήκε στο καλούπι που του έφτιαξε το σύστημα. Τα «έχωσε» στον Πάπα για τη χρυσή στέγη, παρόλο που ήταν αρκετά θρησκευόμενος. Κατέβασε τη Νάπολι να παίξει μέσα στη λασπουριά της Ατσέρα (μια φτωχή περιοχή), για να μαζευτούν χρήματα για ένα παιδάκι, αγνοώντας την ασφαλιστική εταιρία που πίεζε, για να μην τραυματιστούν οι παίκτες. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει στη σημερινή εποχή. Λίγο πριν πάει στην Αμερική για το τελευταίο του Μουντιάλ, πέρασε από την Κούβα και δήλωσε τη στήριξή του στον Φιντέλ Κάστρο, μπαίνοντας στο ρουθούνι των Αμερικάνων, κάτι που πολλοί λένε ότι του στοίχισε την «καρφωτή» για το ντοπάρισμα. Και πάνω από όλα, ταπείνωσε τους αποικιοκράτες Άγγλους με τον «βρώμικο» τρόπο που αυτοί είχαν συνηθίσει να κερδίζουν τις μάχες εκτός των γηπέδων, παίρνοντας μια εκδίκηση για τα Φόκλαντς. Το γεγονός ότι η Αργεντινή και η Νάπολι δεν ήταν κυρίαρχες υπερομάδες, αλλά εμφανίζονταν ως αουτσάιντερ για να φτάσουν στη κορυφή ενάντια σε φαινομενικά ισχυρότερους αντίπαλους, τον έκανε να φαντάζει ακόμα πιο ηρωική μορφή, σαν πρωταγωνιστής ταινίας, και βοήθησε αυτούς που νιώθουν «στην απέξω» να ταυτιστούν μαζί του. Ο Ντιέγκο με τα αρνητικά του χαρακτήρα του, τις καταχρήσεις και την αυτοκαταστροφή του, κυρίως έκανε κακό βασικά στον εαυτό του και την οικογένεια του, παρά στους γύρω του και στον λαό. Παρέμεινε έτσι να αγωνίζεται στην απεξάρτηση, ως μια τραγική φιγούρα που «έπεσε» από τον Ουρανό και επέστρεψε στη Γη ως θνητός, λαβωμένος. Παρέμεινε «ένας από αυτούς».
Δεν χάθηκε μόνο ο σπουδαιότερος για τους περισσότερους παίκτης της μπάλας. Χάθηκε και η εποχή εκείνη που το ποδόσφαιρο ήταν άμεση αντανάκλαση των αγωνιών και των αντιφάσεων της φτωχολογιάς. Μετατράπηκε σε ένα εργοστασιακό προϊόν, που αντιπροσωπεύει την εποχή που «λείπουν οι ήρωες», όπως εύστοχα έγραψε ο ΔΜ.
Είναι, όμως, ο Ντιέγκο πρότυπο για έναν αριστερό άνθρωπο; Σε κάποια σημεία ναι, και σε κάποια όχι. Δεν είναι «μαγκιά» η αυτοκαταστροφή, όπως περνάει στην πιάτσα η ναρκοκουλτούρα. Είναι κάτι που επιθυμεί το σύστημα, για να βγάζει τους ενοχλητικούς από τη μέση. Αυτή τη «μαγκιά» τη μετάνιωσε ο Μαραντόνα πρώτος από όλους.
Υπήρξαν και «καθαροί» ήρωες. Ο Ομπντούλιο Βαρέλα, αρχηγός της Εθνικής Ουρουγουάης στο πιο ιστορικό ματς της, μέσα στο Μαρακανά, είχε οργανώσει την απεργία των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών για δικαιώματα. Όταν η ομάδα του έκλεισε συμφωνία με χορηγό, εκείνος αρνήθηκε και φόρεσε την «καθαρή» φανέλα γιατί: «Στο παρελθόν, εμάς τους μαύρους μας τραβούσαν από έναν χαλκά που μας είχαν περασμένο στην μύτη. Οι καιροί αυτοί έχουν περάσει πλέον». Ο Σόκρατες, αρχιτέκτονας του «όμορφου παιχνιδιού» της Βραζιλίας και του «δημοκρατικού παιχνιδιού» της Κορίνθιανς, έκανε κυριολεκτικά παρέμβαση ενάντια στη Χούντα μέσα από το παιχνίδι του. Ο Γερμανός αριστερός και εξτρέμ Εβαλντ Λίνεν, και πολλοί άλλοι ήταν, επίσης, τέτοια παραδείγματα.
ΚΚ