Ξεγυμνώνεται μέρα με τη μέρα η εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης σε σχέση με την υγεία του λαού, αλλά και πιο συγκεκριμένα με το άνοιγμα των σχολών. Εικόνες συνωστισμού σε αμφιθέατρα, λεωφορεία, λέσχες σίτισης, ακόμα και στις ουρές αναμονής ελέγχου για την είσοδο στις σχολές. Η επιλογή για ανοιχτά πανεπιστήμια, όχι μόνο δεν γίνεται με γνώμονα την υγεία των φοιτητών μέσα σε τραγική υγειονομική κατάσταση, αλλά και με ταυτόχρονη άρνηση σε οποιοδήποτε δικαίωμα στην υγεία, με προσπάθεια εμπέδωσης των αποκλεισμών από την εκπαιδευτική διαδικασία, με ισχυρό το αφήγημα της ατομικής ευθύνης για το σύνολο της ζωής της νεολαίας και , τέλος, την επίθεση να προχωρά σε όλα τα επίπεδα.
Το άνοιγμα των πανεπιστημίων έπρεπε να προχωρήσει και έγινε με πανηγυρισμούς για την επαναφορά στην δια ζώσης διδασκαλία, με προϋπόθεση βέβαια να μπορεί να περπατήσει ικανοποιητικά η εφαρμογή του νόμου Κεραμέως, με υποχρέωση μάσκας και face control στις εισόδους -εν αναμονή εγκατάστασης της πανεπιστημιακής αστυνομίας-. Από την άλλη, αν επιλεχθεί κλείσιμο των πανεπιστημίων, θα είναι κύρια πολιτική επιλογή και θα κριθεί από το πόσο θα βρει απέναντι μία νεολαία που θα ψηλαφεί δρόμους αντίστασης και οργάνωσης απέναντι στην λαίλαπα μέτρων στην εκπαίδευση αλλά και συνολικότερα. Όπως σχολιάζει και μερίδα του καθηγητικού κατεστημένου, δεν υπήρξαν προς το παρόν «κρούσματα» αντίστασης από φοιτητές που αρνούνταν την επίδειξη πιστοποιητικού εμβολιασμού.
Όσο βέβαια ξεπηδούν αντιδράσεις, οι κονδυλοφόροι του συστήματος είναι έτοιμοι να στοχοποιήσουν τις ‘μειοψηφίες’ που αρνούνται τον έλεγχο -και άρα είναι αντιεμβολιαστές- ενώ από την άλλη παραμονεύουν τα πειθαρχικά και το απεργοσπαστικό κλείσιμο των σχολών με επιστροφή στην τηλεκπαίδευση, προκειμένου να «διαφυλαχθεί» η υγεία και οι σπουδές των φοιτητών από αυτούς που την εκθέτουν σε κίνδυνο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ΣΘΕ του ΑΠΘ, όπου η ύπαρξη κρούσματος στην σχολή και η συνακόλουθη απόφαση για αναστολή μαθημάτων αποδίδεται στις αντιδράσεις των φοιτητών και όχι στην κυβερνητική πολιτική.
Ήδη το τοπίο εντός σχολών επιχειρείται να αλλάξει άρδην σε μία σειρά από επίπεδα. Το υβριδικό σύστημα διδασκαλίας, με πρόβλεψη για έως και 35% τηλεκπαίδευσης το επιβεβαιώνει. Το χτύπημα στο δωρεάν πλέγμα προχωράει, αφού οι έλεγχοι καρτών σίτισης, η επίδειξη πάσο και η αποδοχή εν τέλει των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη σίτιση, συνδέονται πλέον με τα πιστοποιητικά εμβολιασμού και νομιμοποιούνται ευκολότερα. Οι παρουσίες επεκτείνονται από τα εργαστήρια στα μαθήματα –δήθεν για λόγους ιχνηλάτησης- ως επιβεβλημένες για υγειονομικούς λόγους, όπως δηλώνεται από πλευράς καθηγητών. Ενώ από την άλλη, η καθηγητική αυθαιρεσία εντείνεται με την κατά το δοκούν αναγνώριση ή όχι πιστοποιητικών και δικαιολογητικών κατά την διάρκεια της διδασκαλίας, η εντατικοποίηση προχωρά για την αναπλήρωση των διδακτικών κενών που άφησε η τηλεκπαίδευση, το ωράριο ελαστικοποιείται ακόμα και τα Σάββατα και Κυριακές, ενώ η επιβάρυνση του φοιτητή στο κυνήγι του φθηνότερου rapid test αποτελεί μία ακόμα ευθεία αμφισβήτηση στο δικαίωμα στις δωρεάν σπουδές.
Φανερά αναντίστοιχη είναι η στάση των δυνάμεων του κινήματος, που με τον ένα ή άλλο τρόπο συνηγορούν στο προχώρημα της επίθεσης. Εκτός από προτασεολογία για τα επαρκή μέτρα ανοίγματος των σχολών, συχνά δεν βγάζουν άχνα απέναντι στον έλεγχο και το face control, ενώ ζητούν πρόσληψη παραπάνω προσωπικού (ελεγκτικού;), προσδιορίζουν ολοκληρωμένα πρωτόκολα υγειονομικής προστασίας, χρηματοδοτήσεις κλπ. και αφήνουν διάπλατη την πόρτα για να περάσει η επίθεση. Μόνο αν αναγνωριστεί η πολιτική διάσταση της επίθεσης, θα ξεπεραστεί το φράγμα του συμβιβασμού της διαχειριστικής λογικής από μεριάς διαφόρων δυνάμεων που –τελικά- λειτουργεί σαν ανάχωμα . Η γραμμή της μη εφαρμογής του νόμου έχει προκαλέσει μούδιασμα μερίδας κόσμου και απομάκρυνση από τον αγώνα για αναστολή εγκατάστασης της πανεπιστημιακής αστυνομίας και –συνακόλουθα- την αδυναμία αναγνώρισης της τωρινής εφαρμογής του νόμου και των ελέγχων ως πτυχή του. Από την άλλη, η άρνηση για άλλη μία φορά της δυνατότητας των φοιτητών να ανατρέψουν την επίθεση και η απόσπαση τοποθετήσεων από συγκλήτους που ‘εμπιστεύονται’ τους φοιτητές, κάνωντας δειγματοληπτικούς και όχι καθολικούς ελέγχους, λειτουργεί πολλαπλασιαστικά στο μούδιασμα των αντιστάσεων.
Είναι επιτακτική ανάγκη να σπάσει η κανονικότητα των μη δικαιωμάτων και της φασιστικοποίησης στα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα την ώρα που τα τρία πρώτα έτη φοιτητών τώρα αναγνωρίζουν το τοπίο,την αριστερά, τους συλλόγους, το άσυλο. Στις απαιτήσεις αυτές πρέπει να δοθούν μαζικές συλλογικές απαντήσεις που να σπάνε το διχασμό του φοιτητικού σώματος και την παύση κινήματος. Είναι δικαίωμα του φοιτητή να πάει στην συνέλευση, στην κινητοποίηση, στο άσυλο, στην διάλεξη ελεύθερα, χωρίς προυποθέσεις και έλεγχο. Δεν πρέπει να δεχτεί να του βάλει κανείς εμπόδια για να αναγνωρίσει, να απαντήσει και να παλέψει τα προβλήματά του.