• Το καθοριστικό γεγονός που χρωματίζει έντονα τις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις είναι η ανάδειξη της ομάδας Τραμπ σαν επικεφαλής του αμερικάνικου κατεστημένου.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα επιθετική και σκληρή επιλογή που έχει σαν στόχο να συντηρήσει και να αναπαράξει την δυνατότητα της αμερικάνικης υπερδύναμης να είναι ηγεμονεύουσα-κυρίαρχη στο παγκόσμιο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Η επιδίωξη βέβαια της αμερικάνικης υπερδύναμης για παγκόσμια ηγεμονία-κυριαρχία ήταν μόνιμη είτε επι Ρήγκαν είτε επί Κλίντον είτε επί Ομπάμα και δεν πρόκειται να παραιτηθεί απ’ αυτήν και επί Τραμπ.
Σ’ αυτή τη φάση, όμως, η επιδίωξη αυτή συναντάει νέες δυσκολίες και έχει παράξει επιπλέον αντιφάσεις, με αποτέλεσμα να έχει διευρυνθεί ακόμη περισσότερο η αναντιστοιχία ανάμεσα στα μέσα που διαθέτει η αμερικάνικη υπερδύναμη και στους στόχους που έχει βάλει.
Το αμερικάνικο κατεστημένο, με δεδομένο τον διχασμό του, βρίσκεται υποχρεωμένο με βάση την κυρίαρχη θέση που έχει κατακτήσει με πολλαπλά εγκλήματα σε βάρος λαών και χωρών τις τελευταίες δεκαετίες, να υπηρετήσει πολλαπλές αντιφατικές προτεραιότητες-αναγκαιότητες και να παρέμβει σε πολλά μέτωπα που όλο και ανοίγει χωρίς να μπορεί να κλείνει ορισμένα άλλα.
Συνεπώς, αυτό που ανησυχεί τους λαούς είναι ότι μεγαλώνουν οι κίνδυνοι που τους απειλούν από νέες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, από τοπικούς πολέμους, από νέες επαναχαράξεις συνόρων και ζωνών επιρροής, από νέα σκληρά μέτρα που θα απογειώσουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, την καταλήστευση λαών και χωρών, την εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων, από τα νέα προσφυγικά μεταναστευτικά ρεύματα.
Ανησυχούν, επειδή οι επιδιώξεις των ΗΠΑ, όσο δεν προσεγγίζονται και δεν ικανοποιούν τους επικεφαλής τους, τόσο πλησιάζει ένας γενικευμένος πόλεμος, είτε σαν «ατύχημα» είτε σαν «έσχατη επιλογή» αδίσταχτων δολοφόνων και τυχοδιωκτών, όπως είναι όλοι αυτοί που διαφεντεύουν τις τύχες της αμερικάνικης υπερδύναμης.
• Μπορεί λοιπόν η στρατηγική των ΗΠΑ να είναι σταθερή και μόνιμη, ωστόσο η τακτική τους και οι επιμέρους πολιτικές τους στα πολλαπλά μέτωπα θα χρειαστεί αρκετές φορές να αναπροσαρμόζεται, να τροποποιείται, να ανατρέπεται, γεγονός που προσθέτει στην περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας περισσή ρευστότητα και αβεβαιότητα.
Το στίγμα και το σήμα που έδωσε η ομάδα Τραμπ προς κάθε κατεύθυνση (μήνες πριν εκλεγεί) αλλά και αυτό που συνεχίζει να δίνει και μετά τις εκλογές, με διάφορα μπρος-πίσω, είναι ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε σοβαρές αναπροσαρμογές στις σχέσεις των ΗΠΑ (ανταγωνισμού-συνεργασίας) με τις υπόλοιπες μεγάλου διαμετρήματος ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά και στην «εσωτερική» πολιτική. Και εδώ είναι που έχουν προκύψει σοβαρά ζητήματα και ερωτήματα που έχουν διχάσει σε μεγάλο βαθμό το κατεστημένο των ΗΠΑ και που επίσης αφήνουν ανοιχτό το αν, πώς και πόσα απ’ αυτά που διακηρύσσει η ομάδα Τραμπ θα βρουν εφαρμογή στην πραγματική ζωή, με βάση τις πραγματικές δυνατότητες και τους πραγματικούς συσχετισμούς. Όπως έχουμε ήδη τοποθετηθεί , αυτό που προαλείφεται μετά την εκλογή Τραμπ είναι μια όξυνση όλων των αντιθέσεων και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια μια παρόξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε όλα τα επίπεδα, καθιστώντας πιο ασαφές και θολό το τοπίο που διαμορφώνεται στο μεγάλο ζήτημα των στρατηγικών συμμαχιών.
Οι μεγάλες εμπορικές αντιπαραθέσεις, οι διαμάχες που συνοδεύουν το ενεργειακό, οι κλονισμοί μιας σειράς διακρατικών θεσμών και μηχανισμών, τα διλήμματα για περισσότερο ή λιγότερο προστατευτισμό, οι διαφορετικές πολιτικές απέναντι στη σχέση πραγματικής οικονομίας και χρηματιστηριακού κεφαλαίου, τα διλήμματα απέναντι στα ελλείμματα, στο ζήτημα του χρέους, στα λιμνάζοντα κεφάλαια, στα επιτόκια είναι πλευρές της ευρύτερης διαμάχης και της ευρύτερης αντιπαράθεσης που ξεκινάει από τη διαμάχη των ιμπεριαλιστών και απλώνεται με τον ένα ή άλλο τρόπο σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
• Όπως έχει δείξει όλη η ιστορία από τότε που ο καπιταλισμός πέρασε στο στάδιο του ιμπεριαλισμού και εφόσον δεν έχουμε περάσει σε κάποιο άλλο μετακαπιταλιστικό ή υπεριμπεριαλιστικό στάδιο, η ιμπεριαλιστική δύναμη που θέλει να διεκδικήσει και να στεριώσει ζώνες επιρροής, να διεκδικήσει και να στεριώσει το άπλωμα της πολιτικής της επιρροής, το άπλωμα και τη διασφάλιση των ερεισμάτων, πολύ περισσότερο που θέλει να κυριαρχήσει στον πλανήτη ή να αμφισβητήσει την κυριαρχία των αντιπάλων, πρέπει να διατηρεί πολλά πλεονεκτήματα και κατά κύριο λόγο στο στρατιωτικό-οπλικό επίπεδο στη γη, στη θάλασσα, στον αέρα και στο εγγύς διάστημα (δορυφόροι, δίκτυο παγκόσμιας παρακολούθησης και εποπτείας).
Οι ΗΠΑ είναι η μόνη «κλασσική» ιμπεριαλιστική δύναμη που αξιοποιώντας τα αποτελέσματα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αλλά και το αντίπαλο σοσιαλιστικό δέος, κατόρθωσε να στήσει ένα τέτοιο παγκόσμιο πλέγμα-δίχτυ, με ένα τεράστιο τίμημα, που πλήρωσαν και πληρώνουν η εργατική τάξη, οι λαοί και ολόκληρες περιοχές του πλανήτη που καταδικάστηκαν σε πλήρη εξαθλίωση. Οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να επιβάλλουν σειρά από όρους και ιεραρχίες στις υπόλοιπες παραδοσιακά ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αλλά και στις διάφορες εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες.
Πάνω σ’ αυτό το παγκόσμιο πλέγμα και δίχτυ πολεμικής και ιδιαίτερα πυρηνικής ισχύος, πάτησε τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 για να κατορθώσει να αντιμετωπίσει τις «ανορθογραφίες» και να περιορίσει την πρώην Σοβιετική Ένωση και το πάλαι ποτέ σοσιαλιστικό στρατόπεδο στα όρια της σημερινής καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής Ρωσίας και την καπιταλιστική Κίνα σε έναν ιδανικό μέχρι σήμερα συνεργάτη και λιγότερο ανταγωνιστή.
• Αυτή η εικόνα του πλανήτη (και με δεδομένη τη μεγάλη ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, που επέφερε τρομακτικό πλήγμα στη δυνατότητα της εργατικής τάξης και του λαού να αντισταθούν), που ήταν κομμένη και ραμμένη κατά βάση στα μέτρα των ΗΠΑ, έχει ραγίσει. Οι πρώτες ρωγμές εμφανίστηκαν καθαρά στα τέλη της δεκαετίας του ’90, στα πλαίσια πρώτα και κύρια της μεγάλης Δυτικής Συμμαχίας αλλά και στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ιαπωνία. Ρόλο σ’ αυτό έπαιξε η ομολογημένη αδυναμία των ΗΠΑ να ξεδοντιάσουν στο στρατιωτικό-πυρηνικό επίπεδο τη Ρωσία, αλλά και η σταδιακή μετατροπή της Κίνας από εταίρο των ΗΠΑ σε ανταγωνιστή. Δημιουργήθηκαν συνεπώς «κενά» τα οποία αξιοποιήθηκαν και από τη Γερμανία, αλλά και την Ιαπωνία, οι οποίες κατόρθωσαν να γιγαντωθούν οικονομικά, ακόμα και αν βρίσκονταν κάτω από τους ιδιαίτερους όρους που τους είχαν επιβληθεί.
Το αμερικάνικο κατεστημένο, το κυρίαρχο στρατιωτικό – βιομηχανικό χρηματιστηριακό σύμπλεγμα των ΗΠΑ ποτέ δεν αποδέχτηκε την αμφισβήτηση του στάτους που ξεκίνησε να παγιώνεται με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξελίχθηκε προς όφελος των ΗΠΑ μετά τις ανατροπές του ‘90.
Δοκίμασε με αρκετούς τρόπους και τακτικές να επιδράσει στη διαρκώς εντεινόμενη αμφισβήτηση του στάτους σε βάρος των ΗΠΑ. Και με τη δεύτερη θητεία Κλίντον (βομβαρδισμός Γιουγκοσλαβίας) και κυρίως επί Μπους, αλλά και με τον Ομπάμα. Τα αποτελέσματα στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών δεν ήταν αρεστά στο κατεστημένο των ΗΠΑ. Αρκετές φορές οι πολιτικές της γύρναγαν μπούμερανγκ σε βάρος της, με κορυφαίο το χαστούκι του 2008. Και μ’ αυτούς όμως τους τρόπους δεν αποσοβήθηκε η υποχώρηση των ΗΠΑ και η αδυναμία τους να επιβάλλουν τους όρους τους.
Και γενικά και ειδικά, τόσο απέναντι στη Ρωσία όσο και απέναντι στην Ευρώπη και ειδικότερα στη Γερμανία. Απέναντι στην Κίνα, επίσης, το κατεστημένο των ΗΠΑ δείχνει ιδιαίτερα ανήσυχο, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι, επί Ομπάμα ιδιαίτερα, οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να κλείσουν μια σειρά μέτωπα αλλά ανοίγουν και καινούρια, με φανερά τα στοιχεία του βαλτώματος.
• Η περίοδος που η ευρύτερη πολιτική των ΗΠΑ χαρακτηρίστηκε από επιτυχίες κλίμακας που δεν δυνάμωσαν μόνο τις ίδιες αλλά λειτούργησαν υπέρ του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος και σε βάρος των λαών και της εργατικής τάξης ήταν η περίοδος Ρήγκαν (και μάλιστα χωρίς στρατιωτικές επεμβάσεις κλίμακας).
Όπως και να ‘χει, οι ανατροπές του ‘90 άνοιξαν την όρεξη στις ΗΠΑ και όχι μόνο και τροφοδότησαν όλες εκείνες τις πάγιες φιλοδοξίες του αμερικάνικου κατεστημένου για ασφυκτική περικύκλωση της Ρωσίας μέχρι πλήρους αποδυνάμωσής της. Αυτή η προοπτική εκτός των άλλων είχε σαν βασική επίπτωση την παραπέρα γιγάντωση του όλου πυρηνικού και «συμβατικού» οπλοστασίου των ΗΠΑ. Είχε σαν αποτέλεσμα να διαμορφωθούν τα ποικίλα στρατιωτικά ερείσματα και βάσεις των ΗΠΑ κυρίως σε μια σειρά νέα για την εποχή σημεία. Διαμορφώθηκε έτσι ένα αχόρταγο «τέρας», με πολλά πλοκάμια σε όλο τον πλανήτη, που η συντήρησή του ήταν η πρώτη υποχρέωση και δέσμευση που αναλάμβανε κάθε πολιτική ηγεσία που αναδεικνυόταν στις ΗΠΑ.
Η αέναη τροφοδότηση αυτού του τέρατος προϋπόθετε μια συνεχή μεταφορά πόρων και πλούτου από έξω προς τα μέσα στην Αμερική, αλλά και έναν συνεχή εκβιασμό προς τους συμμάχους να αναλαμβάνουν μεγαλύτερο κόστος στην όλη συντήρηση και τροφοδότηση του στρατιωτικού-οπλικού συμπλέγματος.
Σε μεγάλο βαθμό, η οικονομική-εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, οι διαφοροποιήσεις της, η λυσσώδης προσπάθεια των ΗΠΑ να ελέγξουν τις ενεργειακές διαδρομές καθορίζονταν από την ανάγκη που αναφέραμε και που καμιά άλλη παραδοσιακή ιμπεριαλιστική δύναμη δεν είχε σε τέτοιο βαθμό εκτός από τη Ρωσία του Πούτιν (με τις δικές της ιδιομορφίες).
Αυτός ο μόνιμος πονοκέφαλος για το κατεστημένο των ΗΠΑ έφερνε επιμέρους πονοκεφάλους και αγκάθια που βλέπαμε να εμφανίζονται σε επιμέρους πολιτικές, αλλά και σε ρητορείες, συνθηματολογία, σλόγκαν.
Επί Ομπάμα, έγιναν αρκετές προσπάθειες προκειμένου να «νοικοκυρευτεί» και να «συμμαζευτεί» κάπως το κόστος του πλέγματος που αναφέραμε, να δοθούν ανάσες, να αμβλυνθούν οι συνέπειες του 2008, που σηματοδότησε, με ότι αυτό συνεπαγόταν, το τέλος της προεδρίας Μπους.
Τελικά, όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ, όπως διαπίστωσε και ο Ομπάμα, αντιλαμβάνονταν ότι ήταν μάταιο να φιλοδοξούν να «περιορίσουν» το παγκόσμιο σύμπλεγμα, γιατί, μεταξύ άλλων, όποτε το επεδίωκαν, αυτό μεταφραζόταν σε ενίσχυση των ανταγωνιστών και σε διαταραχή των «συνδέσμων» που διασφάλιζαν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ σ’ έναν κόσμο όμως που όλο και δυσκολευόταν να γίνει «μονοπολικός».
• Πολλά ακούστηκαν για τις αλλαγές που ετοιμάζει η ομάδα Τραμπ και κύκλοι του αμερικάνικου κατεστημένου. Οι αλλαγές αυτές όμως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να κινούνται στην κατεύθυνση μείωσης των δαπανών των ΗΠΑ που πηγαίνουν να τροφοδοτούν το όλο σύμπλεγμα.
Φαίνεται ότι επί Τραμπ θα μεγαλώσουν οι εκβιασμοί, οι πιέσεις προς τους «συμμάχους» του ΝΑΤΟ και της ΕΕ να επωμιστούν μεγαλύτερο βάρος. Μια πίεση όμως που είναι σαφές ότι θα ισχυροποιήσει τις ΗΠΑ αν γίνει δεκτή, ενώ θα εξασθενίσει οικονομίες όπως της Γερμανίας που έχουν στηθεί σε διαφορετική βάση από την στρατιωτικοποιημένη βάση που έχει στηθεί η οικονομία των ΗΠΑ.
Το σύνθημα της «μεγάλης Αμερικής» πάει χέρι-χέρι με τη διατήρηση ή και διεύρυνση όλου του οπλοστασίου και του πολυδαίδαλου πλέγματος βάσεων και στρατευμάτων ανά τον κόσμο. Το αρνητικό γι’ αυτήν είναι ότι, για να το πετύχει, πρέπει να μεγαλώσει η πίτα για τις ΗΠΑ. Για να μεγαλώσει όμως, πρέπει να λειτουργεί η στρατιωτική πίεση προς τους υπόλοιπους και κυρίως προς τη Ρωσία και όχι μόνο. Το πιο πιθανό είναι ότι, με δεδομένη την ισχυροποίηση των υπόλοιπων ανταγωνιστών των ΗΠΑ, το φιλόδοξο σχέδιο που διαφαίνεται επί Τραμπ, να στραφεί προς αυτό που συμβολικά λέγεται «πραγματική οικονομία», να μεταφέρει λιμνάζοντα κεφάλαια προς τέτοιες κατευθύνσεις, να πετύχει αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης σε αμερικάνικα προϊόντα, να περιορίσει την κατανάλωση προϊόντων άλλων χωρών στο εσωτερικό των ΗΠΑ, να ακυρώσει συμφωνίες οικονομικές-εμπορικές, προκειμένου να κόψει τις ροές με τις οποίες ενισχύονται οι άλλοι ανταγωνιστές, θα βρει πολλά αντιφατικά και περίπλοκα εμπόδια.
Πολλά αγκάθια επίσης θα συναντήσει στην προσπάθειά του να αναπροσαρμόσει ή και να μεταφέρει αλλού τα μέτωπα των επεμβάσεων και αντιπαραθέσεων με τους άλλους ανταγωνιστές. Ακόμα και οι σκέψεις, που προκαταβολικά λέμε ότι δεν μπορούν σ’ αυτή τη φάση να γίνουν πράξη, να αντιμετωπιστεί η Ρωσία για μια φάση έστω σαν ένας προσωρινός «συνέταιρος», είναι ενδεικτική των αλλαγών που έχουν συντελεστεί παγκοσμίως και της θέσης που έχουν βρεθεί οι ΗΠΑ, που δεν μπορούν παρά να αναγνωρίζουν την αποτυχία της πολιτικής της διάλυσης της Ρωσίας.
Ωστόσο, μια τέτοια επιδίωξη (;) των ΗΠΑ θα μείνει ρητορεία, μιας και κανένας μαρξιστής δεν μπορεί να εντοπίσει στην υλική πραγματικότητα τα όποια κοινά συμφέροντα ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία για το άμεσο προβλέψιμο μέλλον. Έχουν κοινά συμφέροντα στα Βαλκάνια, στη Συρία, στην Κύπρο, στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες; Έχουν κοινά συμφέροντα στον Ειρηνικό και ιδιαίτερα στα βόρεια της Ιαπωνίας; Όχι μόνο δεν έχουν κοινά συμφέροντα, αλλά ο ένας θέλει όλον τον πλανήτη (ΗΠΑ) ενώ ο άλλος ονειρεύεται και διεκδικεί μια συγκυριαρχία (Ρωσία). Ποια «κοινά» συμφέροντα μπορούν να μπουν πάνω από την πραγματικότητα; Και η πραγματικότητα αυτή λέει ότι στο κρίσιμο και αποφασιστικό ζήτημα των γεωστρατηγικών συμμαχιών, οι ΗΠΑ είναι υποχρεωμένες να αντιμετωπίζουν την Ρωσία σαν τον κύριο αντίπαλό τους, που μπορεί να αμφισβητήσει τα σχέδια της Αμερικής να κυριαρχήσει στον πλανήτη.
Συνεπώς, οι ΗΠΑ είναι με δεμένα τα χέρια επί της ουσίας, και δεν μπορούν να προχωρήσουν σε ορατά βήματα χαλάρωσης της πίεσης και της περικύκλωσης της Ρωσίας. Ίσως κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με τέτοια ανταλλάγματα προς τη Ρωσία τα οποία δεν θα άφηνε ανεκμετάλλευτα και θα ενίσχυε παραπέρα τη θέση της και την επιρροή της.
• Ταυτόχρονα με το ασυμβίβαστο των συμφερόντων ΗΠΑ-Ρωσίας, που θα συνεχίσει να χρωματίζει τους διεθνείς γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς και να αποτελεί τη βάση που θα διαμορφωθούν οι όποιες μελλοντικές στρατηγικές συμμαχίες, παρατηρούμε να διευρύνονται τα ρήγματα και τα ανταγωνιστικά συμφέροντα με όλες τις διασταυρώσεις τους ανάμεσα στους συμμάχους της ευρύτερης Δυτικής Συμμαχίας.
Προφανώς και σ’ αυτό το κεφάλαιο, τις εξελίξεις και ανακατατάξεις θα κρίνει καταρχάς η σχέση των ΗΠΑ με τη Γερμανία, χωρίς κατά δεύτερο να υποτιμάμε τη σχέση ΗΠΑ-Αγγλίας αλλά και την πορεία της σχέσης Γαλλίας-Γερμανίας.
Αναπόφευκτα εδώ εμπλέκονται τα ζητήματα που αφορούν τη σχέση Ελλάδας με ΗΠΑ-ΕΕ, τον παράγοντα Τουρκία και την όλη περιοχή που απλώνεται στο τόξο από Βαλκάνια μέχρι ΝΑ Μεσόγειο-Μ. Ανατολή. (Μ’ αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθούμε σε άλλη τοποθέτηση, μιας και συνδέεται-επηρεάζει τα άμεσα καθήκοντα της οργάνωσης και του κινήματος.)
Στο κεφάλαιο των σχέσεων ΗΠΑ-Γερμανίας, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι δεν συμμεριζόμαστε την τρέχουσα φλυαρία-φιλολογία που υπερβάλλει παρασυρμένη από την τρέχουσα κατευθυνόμενη «δημοσιογραφία» των διαφόρων αντιτιθέμενων συμφερόντων. Δεν χωράει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ αρκετά πριν την εκλογή Τραμπ και επί Ομπάμα και επί Μπους δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την πολιτική της Γερμανίας έτσι όπως εκδηλωνόταν μέσα από το όχημα της ΕΕ.
Οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι η γερμανική ιθύνουσα τάξη, τις τελευταίες δεκαετίες, αξιοποιώντας τη θέση της ως προπύργιο της Δύσης απέναντι στη Ρωσία (πρώην ΣΕ), εκμεταλλευόμενη την ιδιότυπη σχέση εξάρτησης αλλά προστασίας που έχει οικοδομήσει μεταπολεμικά μ’ αυτές, κατάφερε να προβάλλει σαν ένας πολύ σοβαρός ανταγωνιστής τους στο οικονομικό-εμπορικό πεδίο, καταρχάς.
Η γερμανική αστική τάξη, παρά τις δεσμεύσεις που φορτώθηκε απέναντι στους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κυρίως τις ΗΠΑ, κατόρθωσε να ωφεληθεί πολύ από τις ανατροπές του ‘90 και να γιγαντωθεί μέσα από την ένωση με την Ανατολική Γερμανία. Παίζει ικανοποιητικά τον διπλό ρόλο που έχει επωμιστεί στις σχέσεις της με τη Ρωσία και αξιοποιεί τα διλήμματα της τελευταίας σε σχέση με το πώς θα αντιμετωπίσει τη Γερμανία.
Όπως φάνηκε, το κατεστημένο των ΗΠΑ είναι διχασμένο σε σχέση με την στάση που θα επιλέξουν απέναντι στη Γερμανία, με αποκορύφωμα τις δηλώσεις Ομπάμα όταν επισκέφτηκε τον Νοέμβρη την Ευρώπη και βάφτισε (καθ’ υπερβολή) τη Μέρκελ ηγέτη του ελεύθερου κόσμου.
Ας μην βιαζόμαστε, λοιπόν, να βγάλουμε συμπεράσματα, πολύ περισσότερο ας μην ακολουθούμε την τρέχουσα αρθρογραφία (ακόμα και στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ), ότι η Γερμανία γίνεται ή έγινε ο υπ’ αριθμόν ένας εχθρός των ΗΠΑ, και να κρατήσουμε ότι αναμένουμε ένταση των κινήσεων των ΗΠΑ για να «κοντύνουν» και να «περιορίσουν» τις γερμανικές φιλοδοξίες αλλά και επιτυχίες. Όπλα έχουν αρκετά οι ΗΠΑ για να χρησιμοποιήσουν προς αυτή την κατεύθυνση (σχετικώς ελεγχόμενα και μερικώς αποτελεσματικά). Έχουν το ενεργειακό που σκοντάφτει όμως στις επιδιώξεις και δυνατότητες της Ρωσίας στο εν λόγω πεδίο. Έχουν το προσφυγικό μαζί με τις πιέσεις μέσω Τουρκίας. Έχουν επίσης τη Νέα Ευρώπη και τις χώρες του Βίζενγκραντ. Το δίλημμα- πρόκληση για τις ΗΠΑ είναι αν θα ξεδιπλώσουν όλα τους τα όπλα με κίνδυνο να προκαλέσουν σοβαρά ρήγματα στην ΕΕ, που θα προκαλέσουν σειρά αλυσιδωτών εκρήξεων και πιθανών αντισυσπειρώσεων. Κίνδυνοι να μείνουν τα Βαλκάνια χωρίς κάλυψη και ομπρέλα, έρμαιο στην διείσδυση της Ρωσίας που ήδη εμφανίζεται, κίνδυνοι να προκληθούν ρήγματα στη Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ, με ενδεχόμενα αποσταθεροποίησης και στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Συνεπώς, αναμένουμε όξυνση στην πίεση των ΗΠΑ προς Γερμανία αλλά και ένταση των κινήσεων της Γερμανίας, που όμως και για τις δύο πλευρές, σ’ αυτή την φάση, έχουν ένα πάνω και ένα κάτω όριο, ενώ δεν φαίνεται άμεσα ορατό να παραβιαστούν.
Η αποκοπή της Αγγλίας από την ΕΕ, με όσα ζιγκ-ζαγκ και αν περάσει και με όσες επιπτώσεις φέρει, είναι ενδεικτική για την σωρεία διλημμάτων που αντιμετωπίζουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Σ’ αυτή τη φάση, η διαδρομή της Αγγλίας προς την ολοκλήρωση του BREXIT θα έχει πιθανώς πισωγυρίσματα και ζιγκ-ζαγκ. Προφανώς, θα φέρει την Αγγλία ακόμα πιο κοντά με τις ΗΠΑ, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε ότι δεν είναι δυνατόν στις παρούσες συνθήκες να γίνει και η Αγγλία ξανά μια ακόμη αυτοκρατορία. Πόσες αυτοκρατορίες, άλλωστε, να χωρέσει ο πλανήτης.
Ωστόσο, αν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η κάθε μια για λόγους ιδιαίτερους αλλά και κοινούς, δεν έχουν εξ αντικειμένου τη δυνατότητα να προχωρήσουν «κατά μόνας», η Αγγλία, με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, θεωρεί ότι η πιο στενή συμπόρευσή της με τις ΗΠΑ μπορεί να της δώσει περισσότερο χώρο (αντιλαμβανόμενη και τα κενά των ΗΠΑ), αξιοποιώντας και τα όποια πλεονεκτήματα κρατήσει από μια χαλαρή οικονομική-εμπορική σχέση με τις ΗΠΑ. Όπως και να ‘χει, το BREXIT, μαζί με την πίεση των ΗΠΑ, που, όπως είπαμε, εκφράζεται ποικιλοτρόπως, τρίζει το οικοδόμημα της ΕΕ και οι ιθύνοντες του εγχειρήματος έχουν ήδη κινητοποιηθεί για να διατηρήσουν έστω μια πιο χαλαρή συνεκτικότητα, αναγκαζόμενοι εκ των πραγμάτων να «θυμηθούν» τον Λένιν έμπρακτα για την αδυναμία των ιμπεριαλιστών να βαθύνουν τη συνεργασία μεταξύ τους, και προσαρμοζόμενοι όσο μπορούν στα νέα δεδομένα. Δεδομένα που όμως θα έχουν ρήγματα προς αξιοποίηση από αρκετές πλευρές και που για να κρατηθούν σημαίνουν ακόμα πιο σκληρή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των λαών, ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση των χασμάτων και όξυνση των ταξικών αντιθέσεων αλλά και των ενδοϊμπεριαλιστικών.
• Αν λοιπόν ένα μέρος της παραφιλολογίας κρίνει την αντιπαράθεση ΗΠΑ-Γερμανίας ως τη βάση που θα καθορίσει τις εξελίξεις και ανατροπές στην καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική κόντρα, ένα άλλο μέρος της αναγορεύει ως κινούσα δύναμη που ερμηνεύει την υπό διαμόρφωση πολιτική Τραμπ την αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που αυτή η κόντρα βάζει σε δεύτερα, τρίτο πλάνο άλλες κινούσες αντιθέσεις όπως αυτή των ΗΠΑ με τη Ρωσία.
Είναι γεγονός ότι η πολιτική Τραμπ (όταν και αν καταφέρει να αποκτήσει την σταθερότητα και την ισορροπία που επιβάλλει ο κυρίαρχος ρόλος των ΗΠΑ) είναι μια σαφής ένδειξη ότι ένα μέρος των επιτελείων έχει αρχίσει και ανησυχεί για την όλη τροπή που παίρνει η ισχυροποίηση της Κίνας πρώτα και κύρια στη νότια και ανατολική Ασία και Ειρηνικό, στις σχέσεις της με την Ιαπωνία. Πέρα απ’ αυτά ανησυχούν τα αμερικάνικα επιτελεία στο οικονομικό, εμπορικό και χρηματιστηριακό επίπεδο, μιας και βλέπουν ότι όλη η διαφορετική αντιμετώπισή τους απέναντι στην Κίνα σε σχέση με τη Ρωσία, έχει εμφανίσει σαφή δεδομένα, ότι η Κίνα φαντάζει σαν ένας επικίνδυνος ανταγωνιστής παρά σαν ένας «σύμμαχος» που πριμοδοτήθηκε και αφέθηκε να ενταχθεί «ομαλά» στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα προφανώς, για να επιτευχθεί ο ιερός στόχος του γονατίσματος της Ρωσίας.
Ανησυχούν οι ΗΠΑ μπροστά στον διαφαινόμενο γι’ αυτούς κίνδυνο, να βρει η Κίνα τις ευκαιρίες και ο πλούτος που συσσωρεύει (με τις αιρέσεις που μπαίνουν από τη σχέση ΗΠΑ-Κίνας) να επενδύσει στη διαμόρφωση οπλοστασίου και στρατιωτικής ισχύος ικανής να δώσει ουσιαστική επέκταση και κατάκτηση επιρροής.
Μιας ισχύος που είναι απαραίτητη για να μπορέσει η Κίνα να διατηρήσει τα όποια οικονομικά ερείσματα έχει κατακτήσει και να μην τα αφήσει εκτεθειμένα στις επιθέσεις των Δυτικών, όπως έγινε στη Λιβύη!
Το εσωτερικό ιδιότυπο κρατικιστικό νεοκαπιταλιστικό καθεστώς της Κίνας, στην όποια σχέση του με την ιδιωτική (λεγόμενη) πρωτοβουλία, που έχει κυριολεκτικά ανθίσει με ραγδαίους ρυθμούς και που στηρίζεται στην ακραία εκμετάλλευση της εργατικής τάξης στη χώρα αυτή, εκτός από εν δυνάμει ανταγωνιστής των ΗΠΑ, κάτω από αρκετές προϋποθέσεις είναι ταυτόχρονα και μια βραδυφλεγής βόμβα που μπορεί να προκαλέσει μεγάλους σεισμούς ακόμη και στα θεμέλια του παγκόσμιου συστήματος. Συγκεντρώνει τόσες πολλές αντιφάσεις, πατάει εν πολλοίς σε πήλινα πόδια που δεν επιτρέπουν μονόπλευρη θεώρηση για τις προοπτικές αυτής της χώρας. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τις «βεβαιότητες» για το ότι η Κίνα οπωσδήποτε θα γίνει υπερδύναμη και θα εκπορθήσει τις ΗΠΑ από την πρωτοκαθεδρία και να παρακολουθούμε ουσιαστικά τις εξελίξεις, μιας και έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα ακόμη ιστορικό «παράδοξο», μια μεγάλη πρώην σοσιαλιστική χώρα να παίρνει έναν καπιταλιστικό δρόμο, το «τέλος» όμως του οποίου δεν μπορεί εύκολα να προβλεφτεί.
• Αφήσαμε «τελευταία» τη Ρωσία, γιατί αποτελεί, παρά τις «αναλύσεις» αυτών που θέλουν να την προσπερνάνε (όχι για πρώτη φορά, την τελευταία δεκαετία), μια μεγάλης εμβέλειας δύναμη που κατόρθωσε να ωφεληθεί από τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα των υπόλοιπων «παραδοσιακών» ιμπεριαλιστών και βγήκε ιδιαίτερα ωφελημένη. Οφέλη στα οποία βοήθησε ιδιαίτερα η μεγάλη συμβατική και πυρηνική της ισχύς. Οφέλη που αφορούν στη διεύρυνση της επιρροής της, το ξανακέρδισμα απωλειών από την εποχή που δέχτηκε την μεγάλη τελική επίθεση στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, κατόρθωσε να προκαλέσει ρωγμές στη συνεχή περικύκλωση και στο στένεμα του κλοιού γύρω της τόσο προς Νότο όσο και προς τα Δυτικά της.
Προφανώς και αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε ένα σοβαρό χτύπημα για τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ και τον Ομπάμα, που το χρεώθηκαν ως υπ’ αριθμόν ένα αρνητικό. Προφανώς και αυτή η εξέλιξη δίνει τη δυνατότητα στη Ρωσία να διαπραγματευτεί και να αξιοποιήσει με καλύτερους όρους τα σημάδια «κούρασης» και «υποχώρησης» των ΗΠΑ.
Προφανώς, αυτή η εξέλιξη ανεβάζει τις δυνατότητες παρέμβασής της στο ενεργειακό, στα Βαλκάνια, στη Συρία, στις σχέσεις της με την Ιαπωνία, το Ιράν, δυνατότητες στα όρια της προηγούμενης επιρροής της, παρ’ όλο που ακόμα επιλέγει να απαντάει παρά να προκαλεί με πρωτοβουλίες.
Ωστόσο, για μια συνολικότερη αποτίμηση, αξιολόγηση, πρέπει να βάλουμε όλο το κάδρο στον ορίζοντά μας και να μην μας διαφεύγει ότι τόσο στο εσωτερικό της όσο και στις σχέσεις της με πρώην και υπό διαμόρφωση συμμάχους της, έχει να αντιμετωπίσει πολλά αγκάθια και εμπόδια. Ίσως το πιο σοβαρό είναι ότι δεν μπορεί ούτε θέλει να παραιτηθεί από το να στηρίζει, να αναπαράγει την τεράστια στρατιωτική της ισχύ, στον βαθμό που δεν έχει όλο εκείνο το δίκτυο που διαθέτει η ανταγωνίστρια, με ότι προβλήματα μπορεί αυτό να προκαλέσει στην αναπόφευκτη πορεία όξυνσης των αντιπαραθέσεων και των ανταγωνισμών με τους υπόλοιπους ιμπεριαλιστές.
Οι προβλέψεις, όπως γίνεται κατανοητό, δεν είναι ούτε εύκολες ούτε και απαραίτητες, στον βαθμό που οι εξελίξεις αναδείξουν για όλους όσους κινούνται σε κομμουνιστική κατεύθυνση, την καταρχήν αναγκαιότητα να ανασυγκροτηθεί το ταξικό εργατικό κίνημα, με κορμό του το κομμουνιστικό, που θα αποτελέσει και το βασικό όπλο των λαών για να οργανώσουν την αντίστασή τους και να προετοιμάσουν την αναμέτρησή τους με τις σκοτεινές και αντιδραστικές δυνάμεις του καπιταλισμού, του φασισμού, του ιμπεριαλισμού.
Οπωσδήποτε χρειάζεται εμπιστοσύνη στις μάζες αλλά και η αυτοπεποίθηση των εξ υποκειμένου απελευθερωτικών δυνάμεων μέσα στις μάζες, που με τον πρωτοπόρο ρόλο τους θα συμβάλλουν στη σταδιακή ανατροπή των ιδιαίτερα αρνητικών συσχετισμών αλλά και στην αποτροπή των χειρότερων.
Πολλοί αναλυτές δεν αντιλαμβάνονται τι αντιμετωπίζουμε και φέρονται «ακαδημαϊκά». Διαλογίζονται για το αν θα διαλυθεί η ΕΕ. Αναρωτιούνται αν και πότε η αμερικάνικη υπερδύναμη θα παραδώσει την πρωτοκαθεδρία σε άλλον ιμπεριαλιστή. Ουσιαστικά αναρωτιούνται με τρόπο που άθελά τους ή ηθελημένα προσπερνούν ένα κορυφαίο ζήτημα. Τέτοιες κοσμογονικές ανατροπές, τέτοιες ανακατατάξεις κλίμακας, δυστυχώς για τους λαούς, έρχονται μέσα από γενικευμένες θερμές συρράξεις που θα κοστίσουν αφάνταστα, και πολύ περισσότερο απ’ ότι κόστισαν οι μέχρι τώρα αναμετρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των δύο Παγκοσμίων.
Χωρίς να κάνουμε τους μάντεις κακών, τα δεδομένα των τελευταίων 2-3 χρόνων δείχνουν ότι έχει μικρύνει η απόσταση που χωρίζει τον σημερινό πολύπλοκο και αντιφατικό κόσμο από τον γενικευμένο πόλεμο.
Έχει φανεί ότι ο «φόβος των πυρηνικών» όλο και δυσκολότερα συγκρατεί τους ιμπεριαλιστές από το να λύσουν τις διαφορές τους με τον τρόπο που «γνωρίζουν» καλύτερα. Αντίθετα, έχει μεγαλώσει η απόσταση που χωρίζει τους λαούς από την φάση που θα έχουν ξαναφτιάξει τα όπλα τους για να ξεσηκωθούν. Και όχι μόνο έχει μεγαλώσει η απόσταση αλλά έχει γεμίσει με νέα εμπόδια, με νέα ζιγκ-ζαγκ, με νέες παγίδες.
Τίποτα όμως δεν κινείται γραμμικά και από τα πριν προσδιορισμένο. Πόσο μάλλον η ανάγκη των λαών να ζήσουν και της εργατικής τάξης να πετάξει από πάνω της το ζυγό της μισθωτής σκλαβιάς που όλο και βαραίνει όσο επιστρέφουμε σ’ ένα νέο ιδιότυπο εργασιακό μεσαίωνα.
Τελικά, καμία ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα δεν μπορεί να μπει πάνω από την θέληση των λαών να ζήσουν χωρίς πολέμους, χωρίς ταξική διαίρεση, χωρίς τη μεγάλη αδικία και ανισότητα.