Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 900)
Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε η αποχώρηση των ΗΠΑ υπογραμμίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο την αποτυχία τους στο Αφγανιστάν. Επιπρόσθετα, το μακελειό της Πέμπτης 26 Αυγούστου στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, για το οποίο πιθανά να μην μάθουμε ποτέ ποιος ήταν ο πραγματικός υποκινητής, υποψιάζει τους πάντες για τα χαρακτηριστικά μεγάλης ρευστότητας, αστάθειας και κινδύνων που θα έχει η «νέα» σελίδα που πρόσφατα άνοιξε στη δύστυχη αυτή χώρα, τόσο για το λαό του Αφγανιστάν, όσο και για τους λαούς της Κεντρικής Ασίας, αλλά υποψιάζει και για τις επιδράσεις που θα έχει στο έτσι και αλλιώς «φορτωμένο» με πολλά αδιέξοδα και μπλοκαρίσματα παγκόσμιο σκηνικό. Με δεδομένη την ταχύτητα και την πολυπλοκότητα των εξελίξεων και την παραδοχή ότι υπάρχει πολύς δρόμος να διανυθεί ώστε να ξεδιπλωθούν οι τακτικές των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ο άγριος αναμεταξύ τους ανταγωνισμός στη μακρινή αυτή χώρα και στην ευρύτερη περιοχή, επιχειρούμε μια πρώτη προσέγγιση των μέχρι τώρα γεγονότων και των ζητημάτων της «επόμενης μέρας».
Από τις «ειρηνευτικές» συνομιλίες στην ατιμωτική αποχώρηση
Ήδη οι «ειρηνευτικές συνομιλίες» με την κατάληξή τους τον Φεβρουάριο του 2020, προϊδέαζαν για τα μελλούμενα. Η μη συμμετοχή της κατοχικής αφγανικής κυβέρνησης, μετά από απαίτηση των Ταλιμπάν, αλλά και οι στόχοι που τέθηκαν και που συνοψίζονταν στον εξής ένα, να μην αποτελέσει ξανά το έδαφος του Αφγανιστάν εφαλτήριο τρομοκρατικών επιθέσεων προς άλλες χώρες, οδήγησαν πολλούς αναλυτές να την ονομάζουν συμφωνία συνθηκολόγησης των ΗΠΑ. Και εν πολλοίς τέτοια ήταν!
Η επιτάχυνση της αποχώρησης των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων κατοχής την άνοιξη του 2021, που πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας τον τελευταίο ενάμιση μήνα πριν την πτώση της Καμπούλ στα χέρια των Ταλιμπάν στις 15/8, πολλαπλασίασε τα προβλήματα και τίναξε στον αέρα οποιαδήποτε δυνατότητα συντονισμένης αποχώρησης. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο πραγματικά αιφνιδιάστηκαν -τα Afghanistan papers «λένε» κάποια πράγματα- οι Αμερικάνοι επιτελείς από την ταχύτητα κατάρρευσης του αφγανικού στρατού που οι ίδιοι με τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους τους είχαν στήσει. Ωστόσο, σε όλη τη διαδικασία από τις αρχές του 2021 έγιναν φανερά ορισμένα πράγματα. Η νέα προεδρία, συνεχίζοντας τη γραμμή Τραμπ στο αφγανικό και έχοντας (οι ΗΠΑ) αποδεχθεί την αποτυχία τους, προσπαθούσαν μέσω των διαπραγματεύσεων που είχαν ξεκινήσει με τους Ταλιμπάν να διαμορφώσουν ερείσματα και κανάλια επαφής για την «επόμενη μέρα». Καθόλου τυχαία και στο πλαίσιο αυτό, απαίτησαν από την πακιστανική κυβέρνηση να απελευθερώσει στέλεχος των Ταλιμπάν που οι ίδιοι είχαν παραδώσει το 2011 και που τώρα φιγουράρει ως επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας των Ταλιμπάν, ενώ θεωρείται ότι θα καταλάβει και καίρια θέση στην αυριανή κυβέρνηση. Επιπρόσθετα δεν πίστευαν και πολύ στη δυνατότητα των ντόπιων συνεργατών τους (είτε πολιτικών είτε στρατιωτικών) να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Αλλιώς πώς να εξηγηθεί η συνεχής απαξίωση της κατοχικής αφγανικής κυβέρνησης ή το γεγονός ότι παρατούσαν στρατιωτικές βάσεις μέσα στη νύχτα χωρίς να ενημερώνουν των αφγανικό στρατό με αποτέλεσμα αυτές να αλλάζουν αναίμακτα χέρια σε λίγες ώρες;
Θεωρούμε ότι οι εξελίξεις αυτές υπογραμμίζουν εμφατικά την αναντιστοιχία μέσων και σκοπών του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και πιστοποιούν πως συνεχίζεται η σχετική τους αποδυνάμωση έναντι των υπόλοιπων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ιδιαίτερα έναντι του στρατηγικού τους αντιπάλου (Ρωσία) και του στρατηγικού τους ανταγωνιστή (Κίνα). Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν συνιστά μια αποτυχία των ΗΠΑ να συγκροτήσουν ένα ισχυρό κατοχικό κράτος, που θα μετατρέπονταν σε εφαλτήριο για την προώθηση των στρατηγικών αλλά και των περιφερειακών τους επιδιώξεων. Απώλεσαν μια χώρα που θα μπορούσε να παίζει τον ρόλο μιας «σφήνας διαρκείας» στα πλευρά της Ρωσίας και της Κίνας και με στόχο το δυνάμωμα της περίσφιξής τους. Επιπλέον και ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε η αποχώρηση, έκανε ακόμα πιο ισχυρό το χτύπημα στην αξιοπιστία της Ουάσιγκτον σε όλο τον πλανήτη. Έχουν δεχτεί πλήγμα όλα τα ανοίγματά της στις χώρες της Κεντρικής Ασίας, αλλά και το -ιμπεριαλιστικό- κύρος έναντι περιφερειακών δυνάμεων όπως η Ινδία. Ισχυρός προβληματισμός υπάρχει και σε Αυστραλία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα. Επιπλέον τραυματίστηκε παραπέρα και η διατλαντική σχέση από τις μονομερείς -και χωρίς κανένα συντονισμό με τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές- κινήσεις απόσυρσης των αμερικανικών δυνάμεων από το αφγανικό έδαφος. Αυτό το τραύμα επεκτάθηκε με τα εφτά (!) λεπτά που αφιέρωσε ο Μπάιντεν στην σύνοδο των G7 ώστε να ενημερώσει ορθά κοφτά πως θα τηρήσει το τελεσίγραφο των Ταλιμπάν για ολοκλήρωση της αποχώρησης στις 31 Αυγούστου. Η αναφορά του Μπάιντεν πως η αποχώρηση γίνεται για να ενισχυθεί και να δοθεί προτεραιότητα στο μέτωπο του Ινδο-Ειρηνικού δεν πείθει, μιας και προφανώς αυτή η εξέλιξη μάλλον δυσχεραίνει παρά διευκολύνει την σύμπτυξη αντικινέζικης συμμαχίας στην περιοχή. Μάλλον η νέα προεδρία ποιούσε την ανάγκη φιλοτιμία…
Φυσικά, όπως ήδη υπογραμμίσαμε, οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές δεν θα παραιτηθούν ούτε από την προσπάθεια να οικοδομήσουν ερείσματα στη «νέα» κατάσταση που διαμορφώνεται στο Αφγανιστάν, αλλά και ευρύτερα δεν θα παραιτηθούν από την εκμετάλλευση όσων καναλιών επαφής και δεσμών έχουν φτιάξει με άρχουσες τάξεις της περιοχής. Η παρεμβατικότητά τους θα πολλαπλασιαστεί, ενώ δεν πρέπει να αποκλειστεί, μάλλον το αντίθετο, κάποια κίνηση είτε στην περιοχή είτε το άνοιγμα/ενεργοποίηση κάποιου άλλου μετώπου, για να υπογραμμίσουν πως παραμένουν η δύναμη με τις μεγαλύτερες δυνατότητες! Στα προηγούμενα πρέπει οπωσδήποτε να συνυπολογιστεί πως όχι μόνο αναζωπυρώθηκε η αντιπαράθεση με το κέντρο Τραμπ, αλλά ευρύτερα η προεδρία Μπάιντεν βρέθηκε, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από την ανάληψη των καθηκόντων της, μπροστά σε μια σημαντική και ευρύτερη αμφισβήτηση της ικανότητάς της να προωθεί τα παγκόσμια συμφέροντα των ΗΠΑ. Αυτό το γεγονός πολλαπλασιάζει τις πιέσεις και ωθεί αντικειμενικά σε τυχοδιωκτισμούς!
Ρωσία και Κίνα: ευκαιρίες και κίνδυνοι
Το ότι απέτυχαν οι ΗΠΑ δεν σημαίνει αυτόματα ότι κερδίζει η Ρωσία και η Κίνα, ενώ και για τις δύο η «επόμενη μέρα» κρύβει ευκαιρίες και κινδύνους. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα, όλο το προηγούμενο διάστημα άνοιξαν κανάλια επαφής με την ηγεσία των Ταλιμπάν και ενδεικτικό της «στροφής» τους αυτής είναι το γεγονός ότι κράτησαν τις πρεσβείες τους στην Καμπούλ ανοιχτές στην τελευταία φάση του Αυγούστου και μάλιστα σε πλήρη συνεννόηση με τους Ταλιμπάν. Προσπαθούν ώστε «αύριο» να τους δώσει δυνατότητα επηρεασμού των εξελίξεων μέσα στο Αφγανιστάν, αξιοποιώντας την εγγύτητα των χωρών τους και τις ανάγκες επιβίωσης των Ταλιμπάν. Είδαν και οι δύο την αποτυχία των ΗΠΑ σαν ευκαιρία για να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας (Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν) με τη Ρωσία να αξιοποιεί υπάρχουσες στρατιωτικές συμφωνίες για να μεγαλώσει το αποτύπωμά της σ’ αυτές, ενώ η Κίνα ακολουθεί με κινήσεις στο οικονομικοπολιτικό επίπεδο. Η Κίνα φανερά χρησιμοποιεί και τους δεσμούς που έχει αναπτύξει με το Πακιστάν, σαν δίαυλο τόσο ελέγχου και αποτροπής δυσάρεστων για την ίδια εξελίξεων όσο και ανάπτυξης επιρροής στο εσωτερικό των Ταλιμπάν. Ευρύτερα και με στόχο να υπονομεύσουν σε μεσοπρόθεσμη βάση την παρουσία και παρεμβατικότητα των ΗΠΑ στην περιοχή, Ρωσία και Κίνα έδρασαν από κοινού ενεργοποιώντας το Σύμφωνο της Σαγκάης. Οι προηγούμενες προσπάθειες και κινήσεις έχουν εξίσου και την εξής διάσταση: Η μεν Ρωσία να προστατευθεί η ίδια αλλά και να παρέχει «προστασία» σε χώρες όπως το Τατζικιστάν από μια ενδεχόμενη υποκίνηση του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Η δε Κίνα να καταστήσει σαφές προς την ηγεσία των Ταλιμπάν πως δεν θα δεχθεί έξωθεν παρεμβάσεις στο ζήτημα των Ουιγούρων.
Ευρωπαϊκή Ένωση και Βρετανία: τελευταίοι, χωριστά και καταϊδρωμένοι
Η σιωπηρή αλλά και η ανοιχτή δυσαρέσκεια των Γάλλων και Γερμανών ιμπεριαλιστών για τους μονομερείς χειρισμούς των ΗΠΑ, όχι μόνο δεν κρύβουν αλλά αντίθετα υπογραμμίζουν τα τραγικά στρατηγικά ελλείμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις θεμελιώδεις αδυναμίες της, που την καθιστούν δεκαετίες τώρα «νάνο» στα παγκόσμια γεωπολιτικά ζητήματα. Οι πληροφορίες που έρχονται στο φως της δημοσιότητας πως όλα τα προηγούμενα πολλά χρόνια της εισβολής και κατοχής του Αφγανιστάν, ο καθένας τους φρόντιζε για την «ύψωση της δικής του εθνικής σημαίας» χωρίς να μπαίνει στον κόπο να συντονιστεί με τον άλλο, ακόμα και για δεύτερης και τρίτης τάξης στρατιωτικά θέματα, πιστοποιεί απλώς το ολοφάνερο γεγονός για το πού σταματάει το «κοινό» στην ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση και που ξεκινούν οι ιδιαίτερες επιδιώξεις του κάθε ξεχωριστού ιμπεριαλιστή. Από κοντά και η Βρετανία, που έχοντας μπει στην αναζήτηση ρόλου και θέσης στα παγκόσμια πράγματα, χωρίς το βαρίδιο (;) της ΕΕ, διαπίστωσε ακόμη μια φορά πως οι ΗΠΑ δεν την κάνουν μέτοχο των αποφάσεών τους, αλλά την αντιμετωπίζουν σχεδόν όπως και τους ιμπεριαλιστές της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Αυτό που μένει τελικά στους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές είναι η προσπάθεια διάσωσης κάποιων ερεισμάτων στο εσωτερικό του Αφγανιστάν, με όπλο την «ανθρωπιστική βοήθεια». Επιπλέον και ειδικότερα οι Γαλλογερμανοί ιμπεριαλιστές έχουν στρέψει την προσοχή τους στο να αποτρέψουν «την επανάληψη του εφιάλτη του 2015», δηλαδή τη δημιουργία ενός νέου ισχυρού προσφυγικού κύματος, που θα δοκιμάσει τις λίγες αντοχές και την τραυματισμένη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ερωτηματικό αποτελεί για τις ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις της Γαλλίας και της Γερμανίας, το πόσο και με ποιο τρόπο θα επηρεάσουν οι εξελίξεις αυτές και ιδιαίτερα ένα ενδεχόμενο προσφυγικό κύμα, τόσο τις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις αλλά και ευρύτερα τις επιλογές τους για την «επόμενη μέρα».
Η κατάρρευση της κατοχικής διακυβέρνησης και η «επόμενη μέρα» για τους Ταλιμπάν
Η κατάρρευση του αφγανικού στρατού δεν πρέπει να παραξενεύει κανέναν. Παρόμοιο άλλωστε σκηνικό υπήρξε με τον κατοχικό στρατό που επίσης είχαν φτιάξει οι ΗΠΑ στο Ιράκ, όταν αυτός κατέρρευσε μέσα σε μερικές εβδομάδες από την πίεση που ασκούσαν μερικές χιλιάδες μαχητές του ΙΣΙΣ. Φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά, μισθοφορικοί, με εκτεταμένη διαφθορά και έλλειψη οποιουδήποτε ιδεολογικού ή πολιτικού συνεκτικού ιστού, έπεσαν σαν τραπουλόχαρτα. Η εικόνα του αφγανικού στρατού θα λέγαμε πως ήταν ταυτόχρονα και ο καθρέφτης της αφγανικής ελίτ που συνεργάστηκε με τους καταχτητές. Μια ελίτ βουτηγμένη στον παράνομο πλουτισμό και την διαφθορά, στα οποία οι ίδιες οι αμερικανοΝΑΤΟϊκές κατοχικές δυνάμεις συμμετείχαν και φυσικά πριμοδοτούσαν για να τους έχουν του χεριού τους. Μια ελίτ που αποκόμιζε πλούτη και χλιδή ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του αφγανικού λαού εξαθλιώνονταν ολοένα και πιο πολύ. Δεν είναι λοιπόν ανεξήγητο το γιατί οι Ταλιμπάν, υπό τους υπάρχοντες όρους, αναδείχθηκαν σε αντικατοχική δύναμη που επισκίαζε το μεσαιωνικό και σκοταδιστικό περιεχόμενο της αντίληψης και της πρακτικής τους! Ας αναλογιστεί ο καθένας πως οι Αμερικάνοι και ΝΑΤΟϊκοί ιμπεριαλιστές και η τελευταία κυβέρνηση-μαριονέτα παραδίδουν στους Ταλιμπάν μια χώρα στην οποία πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού (14 σε σύνολο 36 εκατομμυρίων) ζουν στο φάσμα της φτώχειας, το νόμιμο ΑΕΠ της φτάνει μόλις τα 19,8 δις δολάρια και από αυτό το 40% οφείλεται στην ξένη βοήθεια. Μια χώρα που οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ κατόρθωσαν να την κάνουν ξανά τον μεγαλύτερο εξαγωγέα οπίου στον πλανήτη.
Αναπόφευκτα οι Ταλιμπάν καλούνται λοιπόν να κυβερνήσουν μια χώρα κατεστραμμένη και απόλυτα εξαρτώμενη από την ξένη «βοήθεια». Μια χώρα που σημειωτέο παρουσιάζει βαθιές διαιρέσεις σε εθνολογικό, εδαφικό και κοινωνικό επίπεδο, με τους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους φυλάρχους και τους μουλάδες (θρησκευτικοί ηγέτες) να εξακολουθούν να είναι σε σημαντικό βαθμό οι κοινωνικοί φορείς της εξουσίας σε τοπικό επίπεδο. Οι Ταλιμπάν καλούνται ταυτόχρονα να δώσουν απαντήσεις σε ορισμένα βασικά ερωτήματα και διλήμματα. Πόσο ρεαλιστική και για πόσο χρονικό διάστημα μπορεί να είναι εφικτή η πολιτική εξισορρόπησης που φαίνεται ότι προσπαθούν να βρουν μεταξύ των πιέσεων και των πλευρισμάτων των ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας αλλά και των Ευρωπαίων; Μήπως κάτι τέτοιο αποτελεί μια καλή «συνταγή» πριμοδότησης της μετατροπής της χώρας σε ένα διαρκές πεδίο συγκρούσεων; Σε ποιο βαθμό θα χρησιμοποιήσουν στελέχη (π.χ. τον Καρζάι ή άλλους που ακούγονται) των κατοχικών κυβερνήσεων σε μια προσπάθεια να διευρύνουν εσωτερικά την βάση στήριξής τους αλλά και να γίνουν πιο αποδεκτοί από τις ΗΠΑ και την Δύση; Θα κάνουν και ποια ανοίγματα σε στελέχη που προέρχονται από την πάλαι ποτέ Βόρεια Συμμαχία και οι οποίες έχουν ενισχύσει τις επαφές τους με τη Ρωσία; Στελέχη που ήδη συγκροτούνται στρατιωτικά στο βορρά διεκδικώντας τουλάχιστον ρόλο στα πράγματα της «επόμενης μέρας». Τι και ποιες ισορροπίες θα κρατήσουν απέναντι σε περιφερειακές δυνάμεις όπως η Ινδία, που χάνει πόντους από τις εξελίξεις αυτές και θα εξακολουθήσουν και σε ποιο βαθμό να είναι (έστω μ’ ένα τρόπο) προέκταση των πακιστανικών συμφερόντων;
Πακιστάν – Ινδία - Τουρκία
Το Πακιστάν ως καταφύγιο των Ταλιμπάν αλλά και ως καθοδηγητής και τροφοδότης τους με στρατιωτικούς συμβούλους και όπλα, αποτέλεσε τη βάση στήριξης του πολυετούς πολέμου φθοράς των Ταλιμπάν εναντίον των αμερικανοΝΑΤΟϊκών δυνάμεων και του αφγανικού κατοχικού στρατού. Αναπόφευκτα οι εξελίξεις ευνοούν την άνοδο της πακιστανικής επιρροής στο Αφγανιστάν, ενώ αντίστροφα οδηγούν στη μείωση της επιρροής της Ινδίας, που ανέπτυσσε συνεχώς και μέχρι πολύ πρόσφατα τις σχέσεις με τις κατοχικές κυβερνήσεις. Στο επόμενο διάστημα πολλά θα εξαρτηθούν στο επίπεδο αυτό από την ανάγκη των Ταλιμπάν να διατηρήσουν κάποιες ισορροπίες με τις χώρες της περιοχής προκειμένου να επιβιώσουν.
Όσον αφορά την Τουρκία, οι αναφορές των εγχώριων αστικών ΜΜΕ γι’ αυτήν πάσχουν είτε από υπερεκτίμηση των κινήσεών της (ώστε να αναδειχθεί ο «προαιώνιος εχθρός») είτε από υποτίμηση της χρησιμότητάς της για τη Δύση. Έτσι πολλοί εγχώριοι αναλυτές «ξεχνούν» ότι η πρόταση να αναλάβει η Τουρκία τον έλεγχο του αεροδρομίου της Καμπούλ, πρόταση που προς το παρόν έχει ξεπεραστεί από τα ίδια τα γεγονότα, δεν ήταν μια δική της αυτοδύναμη πρωτοβουλία αλλά αμερικανική πρόταση στα πλαίσια των δέλεαρ για επαναφορά της Τουρκίας στα αμερικανοΝΑΤΟϊκά στάνταρ. Αυτό το ίδιο το γεγονός καταρρίπτει και τις άλλες θεωρήσεις που θεωρούν την Τουρκία περίπου τελειωμένη υπόθεση για τις ΗΠΑ και τη Δύση, ώστε να μπορούν με τη σειρά τους να εξάγουν το βολικό συμπέρασμα για την ανάγκη ακόμα μεγαλύτερης πρόσδεσης της αστικής τάξης της Ελλάδας στο αμερικανικό άρμα και φυσικά των ακόμα μεγαλύτερων εκδουλεύσεων προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Λειτουργούν δηλαδή και οι δυο τους στα πλαίσια του αντιδραστικού ανταγωνισμού των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας. Από κει και πέρα, για την Τουρκία οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν έχουν επίσης δύο όψεις. Ως ευκαιρία για να παίξει ένα ρόλο ενδιάμεσου μεταξύ Δύσης και Ταλιμπάν, μέσω των σχέσεων που διατηρεί με το Κατάρ και το Πακιστάν, και έτσι να αποκτήσει ένα ακόμη ατού στη διαπραγμάτευσή της με τις ΗΠΑ. Ως κίνδυνος για ένα προσφυγικό κύμα που δεν θα μπορέσει να διαχειριστεί εν μέσω τόσων πολλών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων.
Επίλογος
Όσο για την αστική τάξη της Ελλάδας, τη σημερινή αλλά και όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις που την υπηρέτησαν και την υπηρετούν, καθώς και για όλα τα καθεστωτικά ΜΜΕ και τους μεγαλοδημοσιογράφους τους, θα θέλαμε να πούμε τούτο. Οι δακρύβρεχτες αναφορές τους στις γυναίκες του Αφγανιστάν δεν συνιστούν απλά και μόνο υποκρισία. Αποτελούν ύβρι, μιας και όλοι τους προώθησαν, υπερασπίστηκαν, προπαγάνδισαν, εξωράισαν τη συμμετοχή του ελληνικού στρατού στις κατοχικές αμερικανοΝΑΤΟϊκές δυνάμεις που δρούσαν μέσα στο Αφγανιστάν, τη μετατροπή της χώρας μας σε μια απέραντη βάση εξόρμησης των αμερικανοΝΑΤΟϊκών φονιάδων, την αντιμετώπιση των προσφύγων από το Αφγανιστάν, τη Συρία και από δεκάδες άλλες χώρες σαν απειλή που πρέπει να κλειστεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, να επαναπροωθηθεί, να εμποδιστεί με φράχτες, να πνιγεί στο Αιγαίο. Είναι υπόλογοι για αυτά που ζουν οι γυναίκες του Αφγανιστάν, έχουν όλοι τους τα χέρια τους βαμμένα με το αίμα των εθνοτήτων και των λαοτήτων του Αφγανιστάν!