Πριν από ένα μήνα, η Γερουσία της Βραζιλίας υπερψήφισε την καθαίρεση της προέδρου Ντίλμα Ρουσέφ, με αιτιολογία τα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα που συγκλονίζουν τη διακυβέρνηση της χώρας από το Κόμμα των Εργαζομένων. Το «πείραμα» του σοσιαλδημοκρατικού λαϊκισμού, που αναπτυσσόταν τα τελευταία είκοσι χρόνια σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής, μάλλον αγγίζει τα όριά του. Ένα κίνημα που υποτίθεται πως πηγάζει από τους κόλπους του λαού, αλλά που δεν θίγει στο ελάχιστο τις ντόπιες κυρίαρχες αστικές τάξεις και το υπόβαθρο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, δεν μπορεί παρά να έχει κοντά ποδάρια. Μετά την Αργεντινή και τη Βενεζουέλα, ήλθε και η σειρά της Βραζιλίας, που μαστίζεται από τη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών, οφειλόμενη εν πολλοίς σε εξωγενείς παράγοντες (πτώση των τιμών του πετρελαίου και των πρώτων υλών, γενικευμένη καπιταλιστική κρίση).
Η διάδοχη λύση που επιλέχθηκε, δηλαδή η ανάδειξη στην προεδρία του Τέμερ, με τις ακραίες νεοφιλελεύθερες απόψεις του και πιστού υποστηρικτή της κυριαρχίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, δεν είναι παρά η αντανάκλαση του λυσσαλέου αγώνα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για επικράτηση στις αγορές, τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και παγκοσμίως. Ήδη ξεκίνησαν οι λαϊκές διαμαρτυρίες σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας ενάντια στη νέα κυβέρνηση Τέμερ, που δείχνουν ότι ο λαός δεν ξεχνά αλλά οργανώνεται και συνεχίζει να αγωνίζεται. Και μέσα στο χαοτικό πολιτικό κλίμα που δημιουργείται, άρχισαν να ακούγονται οι κραυγές των νοσταλγών της στρατιωτικής δικτατορίας και των πιο αντιδραστικών δυνάμεων του συστήματος.
Το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο δημοσιεύθηκε στη μηνιαία αριστερή εφημερίδα A Nova Democracia, έκδοση Μαΐου 2016, είναι απολύτως επίκαιρο:
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε το βρακί του αλλιώς… και πάλι μία απ’ τα ίδια!
Η αποπομπή της Ντίλμα Ρουσέφ και η ανάληψη καθηκόντων από τον Τέμερ στην Προεδρία της Δημοκρατίας, καθώς πρόκειται για καβγαδάκι ανάμεσα σε ομάδες εξουσίας που εκπροσωπούν τις διάφορες μερίδες των ντόπιων κυρίαρχων τάξεων, ούτε στο ελάχιστο δεν θα αλλάξουν την κατάσταση της χώρας από τη σκοπιά των συμφερόντων των εκμεταλλευόμενων τάξεων και του βραζιλιάνικου έθνους. Από τη στιγμή που διατηρείται σε ισχύ η πολιτική της εθνικής υποτέλειας, το πρόγραμμα αναπροσαρμογών θα είναι το ίδιο με αυτό που θα εφάρμοζε η Ντίλμα. Και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Μεϊρέλες, ο τσάρος της οικονομικής πολιτικής της οκταετούς διαχείρισης Λούλα, αναλαμβάνει τη θέση υπερυπουργού Οικονομίας του Τέμερ.
Το μέγεθος της οικονομικής κρίσης, που οι εργαζόμενοι ήδη αισθάνονται στην τσέπη και στο τραπέζι τους, είτε ελαχιστοποιείται είτε αναδεικνύεται ανάλογα με τα συμφέροντα των δύο ομάδων πολιτικάντηδων που σκυλοτρώγονται. Αν προσέξουμε τα «επιχειρήματα» που προβάλλει η κάθε πλευρά αυτού του καβγά, θα διαπιστώσουμε πως πρόκειται για «μία απ’ τα ίδια», με διαφορετική χροιά και διαφορετικό προπαγανδιστικό αφήγημα.
Το στρατόπεδο των δυνάμεων που ηγείται ο Τέμερ έσπευσε δίχως καθυστέρηση να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, διαμορφώνοντας μια παράδοξη κατάσταση συνύπαρξης δύο κυβερνήσεων, καθώς πριν ακόμη αναλάβει καθήκοντα, αποτελούσε εμπράκτως την de facto κυβέρνηση, καθ’ ότι διόριζε υπουργούς και εξήγγειλε την ήδη γνωστή σε όλους οικονομική του πολιτική. Με άλλα λόγια, την ίδια πολιτική που είχε εξαγγείλει η Ντίλμα από το 2015: φορολογική μεταρρύθμιση, αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, περικοπές δαπανών, κ.λπ., με στόχο το χτύπημα των δικαιωμάτων και των συνθηκών διαβίωσης του λαού και των εθνικών συμφερόντων, στην υπηρεσία των οικονομιών και των συμφερόντων των ιμπεριαλιστών.
Η ντε-γιούρε κυβέρνηση που βρίσκεται υπό καθαίρεση, οι οπορτουνιστές του Κόμματος των Εργαζομένων (PT) και οι συμπαρομαρτούντες τους, εξακολουθούν και καταγγέλλουν το «πραξικόπημα», επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να εκβιάσουν το προοδευτικό στρατόπεδο, να παροτρύνουν τις προοδευτικές δυνάμεις να συμμαχήσουν μαζί τους, να επιτεθούν στον Τέμερ καταγγέλλοντάς τον για «μεθόδευση πραξικοπήματος με στόχο την επάνοδο στη νεοφιλελεύθερη πολιτική».
Παραβλέποντας τις πραγματικές ανάγκες των λαϊκών μαζών, όπως είναι η γη, η εργασία, η διατροφή, οι υγειονομικές υπηρεσίες, η κατοικία, η εκπαίδευση και η περίθαλψη, και εξαπατώντας τες με «κοινωνικά προγράμματα» βιτρίνες για τα μάτια του κόσμου, το PT έδειξε με ξεκάθαρο τρόπο σε ποια πλευρά τοποθετείται όσον αφορά την ταξική πάλη. Το μοναδικό συγκεκριμένο επίτευγμά του ήταν να ανοίξει το δρόμο για την άνοδο των αντιδραστικών δυνάμεων, ενώ ταυτόχρονα ξεφτίλισε την έννοια της «αριστεράς» και κουρέλιασε το δοξασμένο κόκκινο χρώμα.
Η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα των μονοπωλίων των μέσων ενημέρωσης, με πρώτο και καλύτερο το Δίκτυο της Globo, με το ίδιο ύφος για την αποπομπή της Ντίλμα, είχε πανηγυρίσει για την απομάκρυνση του Κούνια (προέδρου της Κάτω Βουλής) από τα καθήκοντά του, προσπαθώντας να πλασάρει την ιδέα ότι στη χώρα γίνεται κάθαρση και ότι σύντομα θα έχουμε μια καινούρια Βραζιλία, ηθική, δημοκρατική και βαδίζοντας στο ρυθμό της «τάξης και προόδου» (όπως εμφανίζεται στο σύνθημα στη βραζιλιάνικη σημαία). Όμως, ο Τέμερ, με λιγότερο ματαιόδοξη διάθεση, υπήρξε πιο συγκρατημένος στην ομιλία που εκφώνησε στην τελετή ανάληψης καθηκόντων από τους υπουργούς της αβέβαιης «κυβέρνησής» του, προσπαθώντας να διασκεδάσει τις επιπτώσεις που θα επιφέρουν τα αντιλαϊκά μέτρα που απαιτούνται από τα αφεντικά του.
Και οι δύο πλευρές αραδιάζουν αμέτρητες διακηρύξεις περί «ορθής πολιτειακής πρακτικής», ώστε να ωραιοποιήσουν το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο με όλη τη θεσμική του αίγλη που ρέπει προς τη διαφθορά, η οποία γεννά πού και πού υποκριτικές εκστρατείες «ηθικής εξυγίανσης». Ούτε τώρα ούτε στον αιώνα τον άπαντα δεν θα καταφέρουν να αλλάξουν τη φύση αυτού του συστήματος, του οποίου το σαθρό υπόβαθρο του γραφειοκρατικού καπιταλισμού κινείται και αναπαράγεται χρησιμοποιώντας τη διαφθορά, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν θα μπορέσουν να την εξαλείψουν, όπως υπόσχονται επανειλημμένως, σαν απατεώνες που είναι. Και συν τοις άλλοις, επειδή με τα καβγαδάκια τους οι διαφορετικές μερίδες των ντόπιων ιθυνουσών τάξεων -όπως και τώρα- καταφεύγουν στις καταγγελίες για διαφθορά και στην προώθηση εκστρατειών «ηθικής εξυγίανσης» προκειμένου να διευθετήσουν τις διαφορές τους.
Το τσούρμο των πολιτικάντηδων με επικεφαλής τον Τέμερ (PMDB, PSDB, DEM, PTB, PPS, PP…) μιλά για αντιμετώπιση της σοβαρής κρίσης και έξοδο από αυτήν όσο το δυνατόν συντομότερα, για σωτηρία της Βραζιλίας από την καταστροφή και άλλα τινά. Το τσούρμο του PT, συμπαρασύροντας τις υπόλοιπες παρατάξεις του εκλογικίστικου οπορτουνισμού, αναμασώντας τις χιλιοειπωμένες διακηρύξεις του, δηλώνει πως κάτι τέτοιο θα αποτελέσει οπισθοχώρηση και επάνοδο της «νεοφιλελεύθερης» πολιτικής, λες και αυτή δεν ήταν η πολιτική που εφάρμοσαν οι αντίστοιχες κυβερνήσεις του Λούλα και της Ντίλμα. Διακηρύσσει ότι έθεσε τέρμα στη φτώχεια και δημιούργησε μια νέα μεσαία τάξη, ενώ εκείνο που έκανε ήταν να ελευθερώσει τις πιστώσεις και να ξεγελάσει το λαό λέγοντάς του πως μπορεί να κάνει αγορές, καθ’ ότι «η χώρα βρίσκεται στο δρόμο της ανάπτυξης», ενώ ο λαός υπερχρεωνόταν και οι τραπεζίτες και οι ξένοι επιχειρηματικοί όμιλοι αύξαναν εκθετικά τα κέρδη τους και οι τσιφλικάδες των «μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων» και οι εξορυκτικές βιομηχανίες καταπατούσαν δημόσιες γαίες. Αποκαλεί κατάκτηση προς όφελος του λαού την «αύξηση θέσεων» στα πανεπιστήμια και στα ιδρύματα τεχνικής εκπαίδευσης, ενώ αυτό που έκανε είναι να ενθαρρύνει την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, κυρίως με την επιδότηση, μέσω της χορήγησης υποτροφιών, εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, πάντα σε βάρος της δημόσιας παιδείας. Και με πλήρη υποστήριξη και παροχή κινήτρων στα παραγωγικά τσιφλίκια, τις «μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις» και στις εξορυκτικές βιομηχανίες, προκαλώντας την αποβιομηχάνιση της χώρας και την απο-εθνικοποίηση της οικονομίας της όπως ποτέ άλλοτε.
Και οι δύο μερίδες, ωστόσο, παλιές καραβάνες στην τέχνη του χειρισμού της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, της διασφάλισης της λεηλασίας της χώρας από τους ιμπεριαλιστικούς επιχειρηματικούς ομίλους και της μεθόδευσης της καταστολής του λαού, κυρίως των αγωνιζόμενων λαϊκών μαζών, φαίνεται να επιτίθενται η μία εναντίον της άλλης, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκονται ενωμένες ενάντια στην Επανάσταση. Νικητές και ηττημένοι θα συνεχίσουν να συναποτελούν τη γερασμένη και σάπια βραζιλιάνικη κρατική μηχανή στο πλαίσιο αυτής της ατέρμονης εναλλαγής εξαπατητών του λαού και εχθρών της Επανάστασης.
Μιας επανάστασης που κυοφορείται στα βαθύτερα στρώματα των φτωχών λαϊκών μαζών, οι οποίες λαχταρούν την εγκαθίδρυση μιας λαϊκοδημοκρατικής εξουσίας που, όπως έχει ήδη αποδειχθεί, δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο με τη συστράτευση όλο και περισσότερων μαζών και, επομένως, μέσω ενός βασανιστικού και παρατεταμένου αγώνα.
Εισαγωγή, μετάφραση Π.Π.