Η Γερμανία προσπαθεί να σχηματίσει κυβέρνηση από τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου και, το σημαντικότερο, αυτό δεν δείχνει να συμβαίνει σύντομα. Προεκλογικά τονιζόταν πως ό,τι και να γίνει στις εκλογές, η Μέρκελ θα κερδίσει με έναν τρόπο, καθιστώντας τη συνέχεια προβλέψιμη και σταθερή. Αυτό το δεδομένο δεν υπάρχει πλέον. Πράγμα πρωτόγνωρο για τη Γερμανία, αν και υπήρχαν κάποια δεδομένα που προϊδέαζαν για ένα περίπλοκο μετεκλογικό τοπίο. Μετά την κατάρρευση των διερευνητικών συζητήσεων για σχηματισμό κυβέρνησης ανάμεσα σε SPD/CSU, FDP και τους «πράσινους», τα πολιτικά πράγματα βρίσκονται σε οριακό σημείο. Βέβαια το ότι δεν θα υπήρχε συναίνεση φαινόταν από καιρό, ωστόσο καταλογίζεται στο FDP και στον ηγέτη του, Λίντνερ, ότι θα μπορούσε να αποχωρήσει νωρίτερα από το να περιμένει το τέλος της συνταγματικής προθεσμίας! Ήδη δέχεται τα πυρά, και όχι μόνο από SPD/CSU, για τη συνέχιση της πολιτικής αβεβαιότητας και με ό,τι συνεπάγεται αυτή για το επόμενο διάστημα.
Η εξέλιξη αυτή δείχνει να δικαιώνει τη θέση του AfD «ότι το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας είναι σε κρίση και χρειάζεται ριζικές λύσεις». Ως γνωστόν, το ακροδεξιό AfD που ιδρύθηκε το 2013 πήρε το 12% των ψήφων, μπαίνοντας πρώτη φορά στη Βουλή με 94 έδρες, και είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο.
Το σίγουρο είναι πως το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό της λεγόμενης κυβέρνησης «Τζαμάικα» σηματοδοτεί την έναρξη μιας περιόδου πολιτικής αστάθειας. Όχι βέβαια ότι η «στιβαρή δημόσια διοίκηση» του Βερολίνου και οι ηγεσίες των ομόσπονδων κρατιδίων δεν θα εγγυώνται τη λειτουργία των θεσμών και τη λύση των «καθημερινών προβλημάτων», αλλά μόνο σε θέματα που αφορούν το εσωτερικό της Γερμανίας. Όσο για την εξωτερική πολιτική, θα υπάρχει συνέχεια και συνέπεια, αλλά περιορισμένη στα απαραίτητα και χωρίς πρωτοβουλίες.
Οι διεργασίες λοιπόν περνούν στα χέρια του γερμανού προέδρου Σταϊνμάιερ, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, έχει βασικό ρόλο στην εξεύρεση λύσης. Από εδώ και πέρα τα πολλά ενδεχόμενα με τα αντίστοιχα σενάρια είναι όλα ανοιχτά και με προβλέψεις εντελώς αστάθμητες.
Αν δεν σχηματιστεί πλειοψηφική συμμαχία, ο Σταϊνμάιερ έχει την επιλογή να προτείνει τη Μέρκελ για καγκελάριο, ως υποψήφια κόμματος με τα μεγαλύτερα ποσοστά. Σε αυτήν την περίπτωση η Μέρκελ μπορεί εύκολα να κερδίσει στην τρίτη ψηφοφορία, όπου δεν απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία, και να επιδιώκει να σχηματίζει πλειοψηφίες ξεχωριστά για κάθε νομοθέτηση. Στη Γερμανία ήδη ξεκίνησαν τέτοιες συζητήσεις και μάλιστα με θετικό τρόπο: ότι δηλαδή ενισχύεται το κοινοβούλιο, ότι οι σημαντικές διαβουλεύσεις γίνονται στη Βουλή, ότι οι βουλευτές δεν θα καλούνται απλά να επικυρώσουν έτοιμες αποφάσεις κ.λπ. Αναφέρονται θετικές εμπειρίες για άλλες χώρες, όπως η Βρετανία(!), η Ισπανία, ο Καναδάς και κυρίως οι σκανδιναβικές χώρες. Βέβαια, αν καλοεξετάσει κανείς τις περιπτώσεις μειοψηφικών κυβερνήσεων, από πουθενά δεν προκύπτει «ενίσχυση του κοινοβουλίου». Απλά διαφοροποιούνται το στιλ και η πρακτική των διαβουλεύσεων. Ωστόσο το ένα ζήτημα είναι κατά πόσο ταιριάζει κάτι τέτοιο στη γερμανική πολιτική παράδοση και πρακτική και πόσο εύκολο είναι να εμπεδωθεί μια τέτοια καινοτομία. Το άλλο, ότι η Μέρκελ απορρίπτει αυτό το σενάριο και προτιμά εκλογές, εκτός και αν…
Ο μεγάλος συνασπισμός είναι πάντα στο τραπέζι. Η μερική στροφή του Σουλτς αναθέρμανε αυτήν την προοπτική. Βέβαια οι συνθήκες έχουν σημαντικά διαφοροποιηθεί ως προς τη δυναμική και τη σταθερότητα που διέκρινε τους προηγούμενους. Τα τρία κόμματα συνασπισμού έχασαν το 14% των ψήφων στις τελευταίες εκλογές και το 24% των εδρών, και οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να δείχνουν τα ίδια ιστορικά χαμηλά και για CDU/CSU (κάτω από 30%) και για SPD (κάτω από 20%). Ο Σουλτς πιθανώς να θέλει το μεγάλο συνασπισμό. Εκτός του ότι «σώζει τη Γερμανία» από την αστάθεια, υπάρχουν και οι ευρωεκλογές 2019 και η επιλογή του νέου προέδρου της Κομισιόν. Το πρόβλημα ωστόσο βρίσκεται στο ίδιο το κόμμα του (βάση και στελέχη) που αποκλείει κάθε συζήτηση.
Αν ωστόσο αυτό το σενάριο δεν προχωρήσει (και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα γι” αυτό), η πολιτική αστάθεια στη Γερμανία θα παραταθεί, μια και οι νέες εκλογές το 2018 θα είναι αναπόφευκτες. Ωστόσο το πρόβλημά με νέες εκλογές είναι ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα είναι πολύ διαφορετικό από το τελευταίο. Επιπλέον τίθενται και κάποια άλλα σημαντικά πολιτικά ζητήματα. Με δεδομένο ότι ο σχηματισμός κυβέρνησης θα μετατεθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, χρέη καγκελαρίου από το Σύνταγμα θα εκτελεί ο σημερινός πρόεδρος της Βουλής, δηλαδή ο Σόιμπλε. Ωστόσο, το πιο σημαντικό πολιτικό ζήτημα αφορά τη Μέρκελ και το αν μπορεί να παραμείνει στην ηγεσία του CDU. Οι βαυαροί σύμμαχοι το έχουν σχεδόν θέσει ανοικτά το ζήτημα.
Ποτέ στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας το πολιτικό τοπίο, όσον αφορά το σχηματισμό κυβέρνησης, δεν ήταν τόσο θολό. Και δεν είναι η ακινησία που επιβάλλουν σήμερα οι διαδικασίες για νέα κυβέρνηση. Είναι, πολύ περισσότερο, η προσχηματική κινητικότητα από μια ασταθή κυβέρνηση στο Βερολίνο που θα σήμαινε οδυνηρά ξεπεράσματα στον ευρωπαϊκό όσο και τον διεθνή ανταγωνισμό για τη γερμανική κεφαλαιοκρατία. Όλα αυτά δικαιολογούν την άποψη ότι στην αναζήτηση της επόμενης κυβέρνησης στη Γερμανία διακυβεύεται μια σημαντική ευκαιρία για τη συνέχιση και ενδυνάμωση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και όχι μόνο στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η δήλωση της Μέρκελ στους δημοσιογράφους μετά τη λήξη των αποτυχημένων συνομιλιών ότι «είναι μια ημέρα που προσφέρεται τουλάχιστον για μια βαθιά διερεύνηση του μέλλοντος της Γερμανίας» δίνει μια άλλη διάσταση για τα τεκταινόμενα.
Πρόκειται ίσως για την ολοκλήρωση του κύκλου των μεταπολεμικών σταθερών της Γερμανίας: κοινωνική συναίνεση, πολιτική σταθερότητα και ταύτιση συμφερόντων σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ένας προσανατολισμός με δεδομένη τη λογική της διαίρεσης της Ευρώπης και της Γερμανίας. Σαφώς και το γεγονός της ενοποίησης των Γερμανιών τον Οκτώβρη του 1990 αποτελεί βασικό αίτιο αναπροσανατολισμού των γενικότερων στόχων της γερμανικής κεφαλαιοκρατίας, με βασικό πεδίο την Ευρώπη. Σήμερα, ωστόσο, βρίσκεται αντιμέτωπη ταυτόχρονα με πολλά ανοιχτά και κρίσιμα μέτωπα, των οποίων η διαχείριση απαιτεί τουλάχιστον πολιτική σταθερότητα και αυξημένη εσωτερική συνοχή.
Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται το μέλλον του γαλλογερμανικού άξονα σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της πίεσης από πλευράς Γαλλίας, η οποία φιλοδοξεί να ανακτήσει τη μειωμένη κυριαρχία της στα ευρωπαϊκά πράγματα. Η σημασία των γαλλογερμανικών σχέσεων αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα για το πώς θα εξελιχθεί η διαπραγμάτευση του Brexit, καθώς διαφορετικοί θα είναι οι συσχετισμοί, άρα και οι κινήσεις του Λονδίνου απέναντι σε μια Ε.Ε.-Ευρωζώνη παραπαίουσα.
Τα άλλα μικρότερα μέτωπα, αλλά καθόλου ασήμαντα, μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναδείξουν ανεπίλυτα προβλήματα. Είναι η Ιταλία, που χαρακτηρίζεται «ατύχημα σε αναμονή» σε πολλά επίπεδα, η Ισπανία που κλονίστηκε πρόσφατα με την απειλή απόσχισης της Καταλονίας, αλλά και οι εκτροπές σε Πολωνία και Ουγγαρία και το ενδεχόμενο η τάση αυτή να επεκταθεί και στην Τσεχία και αλλού. Και όλα αυτά στη σκιά της κρίσης της Ευρωζώνης, όπου οι παρενέργειες συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται.
Η διαφαινόμενη αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος της Γερμανίας δεν έχει σχέση μόνο με συγκυριακούς λόγους (προσφυγικό). Αφορά την ίδια την ολοκλήρωση γενικότερων σταδιακών αλλαγών οι οποίες συντελέσθηκαν στις προηγούμενες δεκαετίες από την ενοποίηση των δύο γερμανικών κρατών το 1989-90. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα της Γερμανίας είναι πολύ πιο σύνθετο απ” ό,τι φαίνεται και η δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης έχει μεγαλύτερο βάθος. Για παράδειγμα, η αποτυχία του συνασπισμού «Τζαμάικα» ίσως να μην οφείλεται στην οικονομική και μεταναστευτική πολιτική αλλά στην εξωτερική πολιτική! Ο Λίντνερ, προεκλογικά, είχε πάρει σαφή θέση υπέρ της Ρωσίας και του Πούτιν, αφού είχε ταχθεί κατά των οικονομικών κυρώσεων της Ρωσίας και υπέρ της αναγνώρισης της ρωσικής Κριμαίας! (Όχι, η Ρωσία δεν κατηγορήθηκε ακόμα για παρέμβαση στις γερμανικές εκλογές).
Υπό το φως των παραπάνω, η διαφαινόμενη αποδόμηση της πολιτικής-κυβερνητικής σταθερότητας αποδομεί γενικότερους σχεδιασμούς. Ακόμα και ο Μεγάλος Συνασπισμός, προς τον οποίο πιέζει και η επιχειρηματική ελίτ, και παρά το γεγονός ότι, από ορθολογική προσέγγιση, αποτελεί μονόδρομο, δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένος. Γιατί, όποια και αν είναι η πλατφόρμα συνεργασίας των δύο κομμάτων συνολικά και ειδικότερα ως προς την περαιτέρω πορεία, το τρίμηνο μετεκλογικό τοπίο αναδεικνύει μια μη αναστρέψιμη πολιτική κατάτμηση και συνεπώς μια κατάσταση με μακρά διάρκεια!
Η γερμανική κεφαλαιοκρατία χρειάζεται μια επανεκκίνηση για να διεκδικήσει μεγαλύτερο ρόλο στη διεθνή της δράση και η διακυβέρνηση της χώρας είναι ένα πράγμα αναγκαίο αλλά όχι και ικανό. Το τι θα γίνει τις επόμενες ημέρες είναι απλώς εικασίες. Ένα είναι σίγουρο: η Γερμανία τείνει να γίνει και αυτή απρόβλεπτη.
Χ.Β.