01 ΑΠΡΙΛΗ 2006

Για τις διεθνείς εξελίξεις και την επίθεση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος ενάντια στους λαούς (θέσεις)

Για τις διεθνείς εξελίξεις και την επίθεση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος ενάντια στους λαούς

 

Η ανθρωπότητα βιώνει τις δύο τελευταίες δεκαετίες μια περίοδο:

  • Κλιμάκωσης της επίθεσης του κεφαλαίου σε όλο και μεγαλύτερη έκταση και βάθος και με στόχο την επαναθεμελίωση της κυριαρχίας του απέναντι στην εργατική τάξη.
  • Έντασης και διεύρυνσης της εκστρατείας των ιμπεριαλιστών και με στόχο την επανακτάκτηση, επαναποικιοποίηση του κόσμου.
  • Άγριου και εντεινόμενου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Κεντρικό στοιχείο αυτού του ανταγωνισμού και καταλυτικός παράγοντας για σειρά εξελίξεων η επιδίωξη της παγκόσμιας κυριαρχίας από την μεριά των ΗΠΑ, του μεγαλύτερου σήμερα εχθρού των λαών.
  • Ταυτόχρονα μια περίοδο αφύπνισης των αγωνιστικών διαθέσεων των λαϊκών μαζών, ανάκαμψης των τάσεων αντίστασης και πάλης.

 

Α. Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

 

Μορφές και στόχοι της επίθεσης

Η εργατική τάξη και γενικά οι εργαζόμενες μάζες σ’ όλο τον κόσμο, βιώνουν καθημερινά τις εκφράσεις αυτής της επίθεσης, τις συνέπειές της, αντιμετωπίζουν τα μέτρα που συστηματικά προωθεί το καπιταλιστικό σύστημα ενάντιά τους.

Την επίθεση στο βιοτικό τους επίπεδο. Με την καθήλωση των αμοιβών, τις περικοπές σε κάθε είδους άμεση ή έμμεση οικονομική παροχή στους εργαζόμενους. Την άνοδο των τιμών σε όλα τα είδη και υπηρεσίες. Ταυτόχρονα η περικοπή του «μεριδίου» της εργατικής τάξης γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν συνυπολογίσουμε την τεράστια αύξηση της ανεργίας μια και οι άνεργοι εισπράττουν ακόμη μικρότερα ποσά ή και καθόλου. Σ’ αυτά μπορεί να συνυπολογιστεί και η αφαίμαξη που υφίστανται με διάφορους άμεσους και έμμεσους τρόπους το εισόδημα των λαϊκών μαζών. Από την αύξηση της φορολογίας (άμεσης και κυρίως έμμεσης). Τα χρηματιστηριακά παιχνίδια που αποστράγγισαν τις όποιες οικονομίες τους, τα «δάνεια» που τους καθιστούν αιχμάλωτους των τραπεζών εις το διηνεκές.

 

Την επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων. Στο δικαίωμα ιατρικής περίθαλψης, ασφάλισης, συνταξιοδότησης. Στη δυνατότητά τους να σπουδάζουν τα παιδιά τους, να μετέχουν στην κοινωνική, πολιτιστική, πολιτική ζωή.

Προωθούνται η «ιδιωτικοποίηση» των τομέων περίθαλψης, ασφάλισης, κοινωνικής μέριμνας, παιδείας κ.ά. Δηλαδή παραχωρούνται στα όρνεα του κεφαλαίου, τα αντίστοιχα πεδία και για ασύδοτη εκμετάλλευση της υγείας, της ασφάλειας και του δικαιώματος στη μόρφωση των εργαζομένων, με όλα όσα συνεπάγεται κάτι τέτοιο.

Τη διαμόρφωση συστημάτων «περίθαλψης» δύο και τριών ταχυτήτων όπου οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται όχι σαν άνθρωποι που χρειάζεται να αποκατασταθεί η υγεία τους αλλά σαν «εργαλεία» που το μόνο που «τους χρειάζεται» είναι να «επισκευαστούν» όπως και όσα μπορούν ώστε να ξαναμπούν στη διαδικασία παραγωγής κερδών για το κεφάλαιο. Όσο για τους υπόλοιπους αυτοί δεν αποτελούν πλέον παρά ένα «περιττό κόστος» από το οποίο πρέπει να «απαλλαχθεί» η διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου.

Ιδιαίτερα ισχύει αυτό σε σχέση με τους εργαζόμενους που η ηλικία δεν τους επιτρέπει πλέον να εργάζονται και πρέπει να συνταξιοδοτηθούν. Να το πούμε ορθά κοφτά. Για το κεφάλαιο οι συνταξιούχοι «θα ‘πρεπε» να μην υπάρχουν. Αν μπορούσε να τους «αποσύρει» θα το έκανε χωρίς τον ελάχιστο ενδοιασμό. Και στην ουσία αυτό κάνει. Με την παράταση των ορίων συνταξιοδότησης. Την μείωση των συντάξεων. Την κατάργηση των συντάξεων μέσω της καθιέρωσης της «ιδιωτικής ασφάλισης» όταν είναι γνωστό ότι στους εργαζόμενους δεν τους φτάνουν ούτε για άμεσα και στοιχειώδη πόσο μάλλον για να πληρώνουν και ασφάλιστρα στα όρνεα των ασφαλιστικών εταιριών. Από κει και πέρα, η «ελεήμων» εκκλησία και οι σύλλογοι κυριών αναλαμβάνουν να σκυλεύουν τα ερείπια των ανθρώπων.

Με ανάλογο τρόπο διαμορφώνεται η κατάσταση στο χώρο της παιδείας όπου απανωτοί ταξικοί φραγμοί κοσκινίζουν τη νεολαία μέχρι να ξεχωρίσουν τους «εκλεκτούς» από την μάζα που πρέπει να διοχετευτεί στα εργοστάσια, τα ορυχεία, τα χωράφια και την …ανεργία.

 

Το δικαίωμα στη δουλειά

Το κρίσιμο, ωστόσο, το αποφασιστικό μέτωπο βρίσκεται στο πεδίο των σχέσεων εργασίας. Χιλιάδες επί χιλιάδων και εκατομμυρίων (αν το δούμε στην παγκόσμια διάστασή του) οι απολύσεις. Ενδημικό φαινόμενο η όλο και μεγαλύτερη διόγκωση της ανεργίας. Κι από κοντά οι παράγοντες και οι παρατρεχάμενοι του κεφαλαίου, να μιλάν για «απελευθέρωση της αγοράς εργασίας». Για «ευέλικτες εργασιακές σχέσεις». Για «ευέλικτα ωράρια» και «ευέλικτη απασχόληση». Να αντικαθιστούν την έννοια του εργαζόμενου με τον όρο του «απασχολήσιμου» κ.λπ., κ.λπ.

Με όλα αυτά θέλουν να συγκαλύψουν, ωραιοποιήσουν, πλασάρουν και καθιερώσουν ένα πράγμα. Την ολοκληρωτική κατάργηση του δικαιώματος των εργαζομένων στη δουλειά. Αυτό που προωθείται είναι η ολοκληρωτική κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη. Στα πλαίσιά της, η εργοδοσία μπορεί να προσλαμβάνει όσους εργαζόμενους θέλει, όποτε θέλει και με όποιους όρους θέλει. Να τους απασχολεί για όσο διάστημα θέλει, με όποιους όρους και συνθήκες επιθυμεί και να τους απολύει ανεξέλεγκτα.

Από τη μεριά τους οι εργαζόμενοι το μόνο «δικαίωμα» που έχουν είναι να συμμορφώνονται στις απαιτήσεις του κεφαλαίου. Να δουλεύουν στα ωράρια που αυτό ορίζει, στις -άθλιες κατά κανόνα- συνθήκες που αυτό διαμορφώνει, να αμείβεται όπως και όσο το κεφάλαιο επιθυμεί και να απολύεται όποτε το κεφάλαιο κρίνει. Επιδόματα, υπερωρίες, άδειες, δώρα πρέπει να αρχίσει να τα «ξεχνάει».

Στην ουσία προωθείται μια πολιτική μετατροπής του εργαζόμενου σε εργαλείο, που όποτε θέλει το κεφάλαιο θα το χρησιμοποιεί και με όποιο τρόπο νομίζει και όποτε θέλει θα το αφήνει στο «ράφι». Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από αυτό.

Αλλά η δουλειά για τον εργαζόμενο δεν είναι απλά ένα στοιχείο της «αγοράς» όπως με κυνισμό προβάλλουν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου. Δεν είναι καν ένα γενικό και «αφηρημένο» δικαίωμα. Είναι ζωτικό στοιχείο της ύπαρξής του. Είναι το θεμέλιο της ζωής του. Πάνω σ’ αυτό στηρίζεται και το εισόδημα με το οποίο επιβιώνει αυτός και η οικογένειά του. Πάνω σ’ αυτό θεμελιώνονται και όλα τα δικαιώματα που με αγώνες έχει κατακτήσει. Της περίθαλψης, της ασφάλειας, της συνταξιοδότησης και σειράς άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων.

Σ’ αυτή τη βάση, η απαλλοτρίωση του δικαιώματος στη δουλειά ισοδυναμεί με την απαλλοτρίωση του δικαιώματος των εργαζομένων στη ζωή. Ένα δικαίωμα που περνάει πλέον στη διακριτική ευχέρεια, και την αδηφάγα διάθεση του κεφαλαίου. Αυτό αποφασίζει αν θα ζήσει ο εργαζόμενος, με ποιο τρόπο θα ζήσει και πόσο θα ζήσει.

 

Οι όροι και το περιεχόμενό τους

Οι απολογητές του συστήματος για τη δικαιολόγηση αυτής της άθλιας και απάνθρωπης αντεργατικής αντιλαϊκής πολιτικής, επιστρατεύουν διάφορα «επιχειρήματα», χρησιμοποιούν λέξεις και έννοιες με παραπλανητικό τρόπο και με μόνο στόχο να συγκαλύψουν την πραγματικότητα. Να συγκαλύψουν το πραγματικό περιεχόμενο, τις αιτίες και τους στόχους αυτής της επίθεσης.

Υπάρχουν, λέει, οικονομικές δυσχέρειες, στενότης πόρων, «πρέπει» να γίνουν περικοπές, δεν αντέχει, λεν, η οικονομία. Αλλά αλήθεια, αυτή η στενότης πόθεν προέκυψε και πώς; Γιατί όπως είναι γνωστό ο παγκόσμιος πλούτος αυξήθηκε κατά πολύ τα τελευταία χρόνια. Η παραγωγικότητα γνώρισε αλματώδη άνοδο. Τα κέρδη του κεφαλαίου πολλαπλασιάστηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Πώς γίνεται, λοιπόν, αντί της μεγαλύτερης αφθονίας και δυνατότητας βελτίωσης της οικονομικής θέσης των εργαζομένων να προκύπτει «στενότης»;

Κι αν όντως υπάρχει στενότης πόρων και κεφαλαίων, πώς γίνεται να βομβαρδίζονται καθημερινά οι πολίτες από τις τράπεζες με «προσφορές» δανείων με «συμφέροντες όρους»; (αιχμαλωσίας)

Κι αυτή η «οικονομία» πώς γίνεται να ‘ναι τόσο επιλεκτική στις «αντοχές» της;

Πώς γίνεται να αντέχει τις αμέτρητες πολυτελείς βίλες και επαύλεις των προυχόντων αλλά να μην αντέχει τη στοιχειώδη στέγαση όσων ζουν σε άθλιες συνθήκες;

Πώς γίνεται να αντέχει τα εκατομμύρια κότερα και τις υπερπολυτελείς θαλαμηγούς του παγκόσμιου κηφηναριού αλλά να μην αντέχει την παροχή πόσιμου νερού στους διψούντες;

Πώς γίνεται να αντέχει τις πολυτελείς φιέστες όπου δαπανώνται δισεκατομμύρια αλλά να μην αντέχει το ψωμί των πεινασμένων;

Πώς γίνεται να αντέχει τα τρομακτικά ποσά που αναλώνονται στις στρατιωτικές δαπάνες αλλά να μην αντέχει τα φάρμακα όσων θερίζονται από τις αρρώστιες;

Πώς γίνεται να αντέχει τα δισεκατομμύρια που σωρεύουν τα όρνεα του κεφαλαίου, αλλά να μην αντέχει το μεροκάματο του εργάτη, τη σύνταξη του απόμαχου, το γάλα, τη ζωή εκατομμυρίων παιδιών που πεθαίνουν πριν καν υπάρξουν;

 

Πρέπει, λέει, να γίνει εκσυγχρονισμός, να βελτιωθεί η παραγωγικότητα, να αυξηθεί η αποδοτικότητα, να αναδιαρθρωθούν (προς το καλύτερο) διάφοροι κλάδοι της παραγωγής κ.λπ., κ.λπ.

Αλήθεια γιατί όχι; Ποιος θα μπορούσε να είναι ενάντιος σ’ όλα αυτά, αν αυτοί οι τεχνοοικονομικοί κατ’ αρχάς όροι, σήμαιναν πραγματικά αυτό που υποτίθεται πως σημαίνουν; Ποιος θα ήταν αντίθετος σε βελτιώσεις που θα ανεβάζουν την παραγωγικότητα, θα αυξάνουν τον πλούτο, θα δημιουργούν προϋποθέσεις βελτίωσης της ζωής του ανθρώπου;

Αλλά πώς γίνεται εδώ και δεκαετίες να αποτελεί κεντρική πολιτική ο εκσυγχρονισμός κι αντί να καλυτερεύει η ζωή των εργαζομένων να χειροτερεύει;

Πώς γίνεται να προωθούνται απανωτές «αναδιαρθρώσεις της παραγωγής» κι αντί να βελτιώνεται η σχέση των εργαζομένων με την παραγωγική διαδικασία να περισσεύει η ανεργία;

Πώς γίνεται να ανεβαίνει η παραγωγικότητα και την ίδια στιγμή εκατομμύρια άνθρωποι να οδηγούνται στην εξαθλίωση;

Πώς γίνεται να σωρεύεται στη μια μεριά ατέλειωτος πλούτος και να απλώνεται γύρω απέραντη φτώχια;

 

Αλλά συμβαίνει ακριβώς γι’ αυτό.

Επειδή η σώρευση πλούτου στους λίγους προϋποθέτει την καταλήστευση, την φτώχεια των πολλών. Επειδή η «απελευθέρωση» λ.χ. της κίνησης κεφαλαίων σημαίνει στην πραγματικότητα τη διασφάλιση όρων ασυδοσίας στην κερδοσκοπική δράση του κεφαλαίου. Επειδή η «απελευθέρωση της αγοράς εργασίας» σημαίνει την προώθηση πολιτικών ολοκληρωτικής υποδούλωσης της εργατικής τάξης.

Επειδή «απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας» από τον «κρατισμό» σημαίνει την παραχώρηση του πιο διευρυμένου πεδίου κερδοσκοπικής δράσης στο κεφάλαιο.

Επειδή «απελευθέρωση των τιμών», της «αγοράς» εν γένει κ.λπ., σημαίνει τη νομιμοποίηση της ληστείας των πολλών από τους λίγους.

Επειδή όλα αυτά δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά το επίχρισμα των μορφών επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τις εργαζόμενες μάζες.

Όλες αυτές οι θεωρητικές κατασκευές, όλα αυτά τα ιδεολογήματα έχουν έναν και μόνο στόχο. Να συγκαλύψουν την πραγματικότητα. Να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο ως προς τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων που αντιμετωπίζει και το περιεχόμενο των πολιτικών που προωθούνται. Να το αδρανοποιήσουν απέναντι στην επίθεση που δέχεται.

Γιατί η βασική, θεμελιώδης αιτία, η αφετηρία όλων αυτών βρίσκεται στην ίδια τη φύση, τον χαρακτήρα, την λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος.

Το καπιταλιστικό σύστημα υπάρχει και θεμελιώνεται πάνω στη βάση της εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους. Της εργατικής τάξης και των ευρύτερων εργαζόμενων μαζών από την αστική τάξη, από το κεφάλαιο.

Λειτουργεί στη λογική τής όλο και πιο εντατικής τους εκμετάλλευσης. Το καπιταλιστικό σύστημα, οι κοινωνικές δυνάμεις που το εκφράζουν, οι πολιτικές δυνάμεις που το υπηρετούν, υπάρχουν, λειτουργούν και αναπαράγονται σ’ αυτή τη βάση. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο.

 

Το κυνήγι του κέρδους και οι συνέπειές του

Κεντρικό στοιχείο, κινούσα δύναμη και «πρώτη ύλη» της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του και υπέρτατος σκοπός της λειτουργίας του το κέρδος. Αυτό είναι πλέον το κυρίαρχο, το «απόλυτο» στοιχείο στην λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος.

Σ’ αυτή τη βάση ακόμα και η παραγωγική διαδικασία αποτελεί ένα παρεπόμενο μια αναγκαία συνθήκη για την πραγματοποίηση του κέρδους. Από την άποψη αυτή, αν το κεφάλαιο μπορούσε να πραγματοποιήσει κέρδη και χωρίς αυτήν (την παραγωγή) θα το έκανε.

Μόνο που δεν μπορεί. Και δεν μπορεί γιατί -πραγματικό- κέρδος μπορεί να αντληθεί μόνο μέσα από την παραγωγική διαδικασία. Η «ύλη» του κέρδους δεν είναι παρά η παρακρατούμενη υπεραξία, το επιπλέον προϊόν (πέρα από αυτό που εισπράττει ως αμοιβή του ο εργαζόμενος). Οι όποιες σκέψεις, τάσεις «απαλλαγής» από την παραγωγική διαδικασία (με τα χρηματιστήρια λ.χ.) είτε από την εργατική τάξη (μέσω π.χ. των περίφημων ρομπότ) δεν έχουν από την άποψη αυτή κανένα νόημα. Τα χρηματιστήρια και οι όποιοι άλλοι μηχανισμοί «αναδιανομής» αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να υφαρπάξουν (ακόμη και ο ένας καπιταλιστής από τον άλλο) αξία, με την προϋπόθεση πάντα ότι αυτή …υπάρχει, ότι έχει δημιουργηθεί στην παραγωγική διαδικασία. Από την άλλη μεριά δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, κανένας παράγοντας (συντελεστής) της παραγωγικής -οικονομικής διαδικασίας που να μπορεί να δημιουργήσει υπεραξία παρά μόνο η εργατική δύναμη. Αυτά είναι πραγματικότητες που δεν μπορούν να αλλάξουν ποτέ, πουθενά και με κανέναν τρόπο. Άλλο τόσο, ωστόσο, δεν αλλάζει η απληστία του κεφαλαίου. Από την ίδια του την φύση, την λογική που λειτουργεί, είναι «αναγκασμένο» να αναζητάει το κέρδος και όλο μεγαλύτερο κέρδος. Αυτό το κυνηγητό του κέρδους δεν έχει όριο στον καπιταλισμό και σ’ αυτό «υποτάσσεται» ακόμη και ο ίδιος ο καπιταλιστής επιχειρηματίας. Στην αυτή καθ’ αυτή οικονομική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, κανένας μηχανισμός, κανένα φρένο και καμία δικλείδα ασφαλείας που να θέτει ένα τέτοιο όριο.

 

Δύναμη καταστροφής

Ένα από τα βασικά θεωρήματα της αστικής πολιτικής οικονομίας είναι αυτό που αναφέρεται στον ρυθμιστικό ρόλο της αγοράς. Αλλά είναι αυτό ακριβώς που απουσιάζει στην λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Οι υποτιθέμενοι μηχανισμοί αυτορρύθμισης. Από την άλλη μεριά υπάρχει ένα «αντικειμενικό όριο», το διαθέσιμο, ας το πούμε έτσι, κέρδος (υπερπροϊόν) έχει ένα την «κάθε στιγμή» πεπερασμένο μέγεθος. Έτσι το χωρίς όριο κυνηγητό του κέρδους οδηγεί σε στρεβλώσεις, σε καταστροφικές συνέπειες. Στην υπερανάπτυξη της εικονικής «οικονομίας», της οικονομίας των «χαρτιών» που η πραγματική αξία που αντιπροσωπεύουν είναι ένα κλάσμα της εικονιζόμενης. (Άλλο ζήτημα το ότι ακόμη και τα «χαρτιά» χρησιμεύουν για διαρπαγή, υπεξαίρεση αξιών, εμφανίζουν σχέσεις και συσχετισμούς ανάμεσα σε ομάδες κεφαλαίου κ.λπ.).

Στις οικονομικές κρίσεις, δηλαδή την κατάρρευση της οικονομικής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος που στη φάση της «καθόδου» «κρατιέται» βασικά χάρις στις δομές που έχει ήδη συγκροτημένες. Στην καταστροφή προϊόντων, επιχειρήσεων, παραγωγικών μέσων παραγωγικών δυνάμεων. Ακόμη περισσότερο ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε κεφαλαιοκράτες, ομάδες και σχηματισμούς κεφαλαίου οδηγεί και στην κορυφαία καταστροφική διαδικασία, τους πολέμους και όχι μόνο περιορισμένης και «ελεγχόμενης» κλίμακας αλλά και γενικευμένους. Ο κοινός παρονομαστής και αυτό που μας ενδιαφέρει ειδικότερα εδώ, είναι πως η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και γενικότερα των εργαζόμενων μαζών. Εδώ βρίσκεται η βάση τής χωρίς όρια κλιμάκωσης της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη παρόλο που: α) ο περιορισμός της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων επιτείνει το «στένεμα» της αγοράς και δυσκολεύει τη διαδικασία πραγματοποίησης του κέρδους. β) τείνει να ξεπεράσει το όριο «αναπαραγωγής» της εργατικής δύναμης, αυτής που είναι απαραίτητη για να κινηθεί η παραγωγική οικονομική διαδικασία, δηλαδή για να δημιουργηθούν όροι κερδοφορίας. Το ζήτημα αυτό το καπιταλιστικό σύστημα το «λύνει» στις μέρες μας με το σύγχρονο δουλεμπόριο. Δηλαδή την «εισαγωγή» εκατομμυρίων εργατών από τις χώρες του 3ου κόσμου μέσω της καταστροφής των οικονομιών αυτών των χωρών από την δράση της ιμπεριαλιστικής διάστασης του καπιταλιστικού συστήματος.

Όλα αυτά ακριβώς επειδή το κυνήγι του κέρδους είναι χωρίς όριο, επειδή «μέσα» στην καθ’ αυτή οικονομική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει φραγμός. Μπορεί μήπως να υπάρξει «έξω» απ’ αυτήν, μέσω παρεμβάσεων από το εποικοδόμημα λ.χ. των επιτελείων, των κυβερνήσεων; Κατά καιρούς στα πλαίσια των δυνάμεων του συστήματος έχουν υπάρξει τέτοιες σκέψεις, έχουν αναπτυχθεί και τέτοιες τάσεις, έχουν κινηθεί δυνάμεις που υποστηρίζουν μια «εκλογίκευση» του συστήματος. Το ζήτημα είναι πως αυτό που καθορίζει την πορεία και τον προσανατολισμό του καπιταλιστικού συστήματος, δεν είναι οι τυχόν σκέψεις του όποιου παράγοντα αλλά η καθ’ αυτή οικονομική του λειτουργία η οποία πραγματοποιείται στη βάση πολύ συγκεκριμένων όρων.

Έτσι, και αντίθετα με κάποιες και θεωρούμενες πλέον ως παρωχημένες αντιλήψεις αναπτύσσεται στις μέρες μας η θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής». Στα πλαίσια, λοιπόν, μιας τέτοιας αντίληψης οι κρίσεις δεν είναι πλέον κάτι ανεπιθύμητο, κάτι έστω σαν αναγκαίο κακό, αλλά σαν κάτι το επιθυμητό και απαραίτητο για την αναζωογόνηση της οικονομικής διαδικασίας, της παραπέρα ανάπτυξης. Στην ίδια λογική υπάγονται και οι «ελεγχόμενης κλίμακας» πόλεμοι στο βαθμό που καταστρέφουν παρωχημένες δομές, συντρίβουν δυνάμεις «καθυστέρησης» αποσυνθέτουν «οπισθοδρομικές» αντιλήψεις και δημιουργούν πεδίο μιας νέας οικονομικής δράσης και μεγαλύτερης ανάπτυξης.

Βεβαίως και σ’ αυτήν την θεώρηση «διαχωρίζονται» οι μικροί και «ελεγχόμενοι» από τους γενικευμένους πολέμους. Αλλά όταν τα πράγματα κινούνται στη βάση αυτής της λογικής ποιες δυνάμεις και στη βάση ποιων όρων θα μπορούν να εμποδίσουν την κλιμάκωση των «μικρών» πολέμων σε «μεσαίους» κι από κει στον γενικευμένο πόλεμο;

 

Ποιες οι δυνάμεις «φραγμού»

Αν, ωστόσο, δεν υπάρχουν δυνάμεις «φραγμού» μέσα στην λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που το εκφράζουν, υπάρχουν «έξω» απ’ αυτό.

Υπάρχουν δυνάμεις ή τουλάχιστον υπήρξαν και μπορούν να ξαναϋπάρξουν που θέλουν και μπορούν να αντιπαρατεθούν στην πολιτική των κρατούντων και συνολικά απέναντι στο σύστημα.

Δυνάμεις κοινωνικές, πολιτικές που μπορούν, ωστόσο, να γίνουν αποτελεσματικές μόνο συγκροτούμενες και αναπτυσσόμενες «έξω» και ενάντια στην λογική λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος και σε βάση αδιάλλακτης αντιπαράθεσης με αυτό και ασυμβίβαστης με τις δυνάμεις που το εκπροσωπούν και τις αντιλήψεις που αυτές προωθούν.

Το «όριο», λοιπόν, που μπορεί να υπάρξει απέναντι στην αδηφάγα διάθεση του κεφαλαίου είναι αυτό που μπορούν να θέσουν οι εργαζόμενοι με την πάλη τους.

Και εδώ ερχόμαστε στην βασική συνάρτηση στα πλαίσια της οποίας διαμορφώθηκαν οι όροι που επέτρεψαν την εξαπόλυση και τη συνεχή κλιμάκωση της επίθεσης. Αν η βάση του πράγματος βρίσκεται στη φύση και τον χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, ο κρίσιμος όρος είναι ο ταξικός, πολιτικός συσχετισμός. Αυτός καθορίζει μέχρι ποιου ορίου μπορεί να ασκείται η αστική κυριαρχία, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την λειτουργία του συστήματος ή και το ίδιο το σύστημα.

Αυτό το όριο, ή αυτό το σημείο «ισορροπίας» δεν είναι κάτι δεδομένο, σταθερό και αμετακίνητο. Αποτελεί αντικείμενο σκληρής -ταξικής- πάλης ανάμεσα στην αστική τάξη από την μια πλευρά και την εργατική τάξη από την άλλη.

Με δεδομένη, λοιπόν, τη συγκρότηση, την ισχύ, αλλά και τη διάθεση της αστικής τάξης να ασκεί την κυριαρχία της ανεξέλεγκτα, το όριο αυτό προσδιορίζεται από το επίπεδο συγκρότησης, ταξικής, ιδεολογικής, πολιτικής, οργανωτικής του άλλου πόλου.

 

Η συγκρότηση της εργατικής τάξης

Αυτή η συγκρότηση κάνει τα πρώτα της βήματα γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα. Η εργατική τάξη μέσα από σκληρούς αγώνες που συναντούν την πιο άγρια και αιματηρή αντιμετώπιση από την μεριά της αστικής τάξης αρχίζει να συγκροτείται σε «σώμα». Η σύζευξη με τις σοσιαλιστικές ιδέες και ιδιαίτερα με την μαρξιστική έκφραση αυτών των ιδεών δίνει την πιο ισχυρή ώθηση στην πορεία συγκρότησης της εργατικής τάξης σε «τάξη για τον εαυτό της». Σταθμοί σ’ αυτή την πορεία οι εξεγέρσεις του 1848, η Κομμούνα, η πρωτομαγιά του Σικάγου. Η κορύφωση έρχεται τον Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία. Το ρωσικό προλεταριάτο και το κόμμα των Μπολσεβίκων εκφράζοντας στη διαλεκτική τους σύζευξη το ανώτερο για την εποχή τους επίπεδο συγκρότησης της εργατικής τάξης στον «αδύνατο κρίκο» του καπιταλιστικού συστήματος. Ακόμη περισσότερο. Προχωρούν στην οικοδόμηση της νέας, της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αποδεικνύουν στην πράξη το απίστευτο. Ότι η «αιώνια» κυριαρχία των αφεντάδων μπορεί να τσακιστεί και να ανατραπεί. Προχωρούν στην υλοποίηση του αδιανόητου. Στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας, όπου πιστοποιείται έμπρακτα ότι η αστική τάξη είναι πλέον «περιττή» για την λειτουργία και την ανάπτυξή της.

Πρόκειται για μια συγκλονιστική ποιοτική μεταβολή με καταλυτικές συνέπειες.

Η εργατική τάξη, οι λαοί σ’ όλο τον κόσμο εμπνεόμενοι από το παράδειγμα των λαών της Ρωσίας, μπαίνουν αποφασιστικά στο δρόμο του αγώνα για τη διεκδίκηση αυτών που τους ανήκουν.

Από την άλλη μεριά, πανικός στις δυνάμεις του συστήματος και κινήσεις αντιμετώπισης αυτού του πρωτοφανέρωτου κινδύνου για την κυριαρχία τους.

 

Η αντίδραση του συστήματος

Σε πρώτο πλάνο έχουμε την άμεση βίαιη αντίδραση του καπιταλιστικού συστήματος. Την περικύκλωση, τη στρατιωτική επέμβαση, την προσπάθεια συντριβής της επανάστασης στην Ρωσία, η οποία, ωστόσο, αποτυγχάνει.

Παράλληλα εκδηλώνεται η αντίδραση στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών. Κορυφαία έκφραση το πραξικόπημα του Μουσολίνι (με τη στήριξη του παλατιού) με το οποίο επιβάλλεται ο φασισμός στην Ιταλία το 1922. ανάλογες τάσεις εκδηλώνονται σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες όπου η καταπίεση των εργατών, οι διώξεις ενάντια σε κομμουνιστές, αναρχικούς, σοσιαλιστές και κάθε αριστερό παίρνει τις πιο άγριες μορφές.

Το κραχ του 1929, η όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η κρίση του αποικιοκρατικού συστήματος, διαμορφώνουν νέα δεδομένα.

Στη Γερμανία, το κεφάλαιο ποντάρει στο «άλογο» του ναζισμού τόσο για την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού» όσο και για την ανατροπή των συνεπειών της ήττας στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο ή ακόμη και τη ρεβάνς.

Σε διαφορετική τροχιά κινούνται οι ΗΠΑ με τον Ρούσβελτ, το Νιού Ντηλ, την υιοθέτηση των αντιλήψεων του Κέινς για την αντιμετώπιση της κρίσης και του εσωτερικού ζητήματος το οποίο το βλέπουν σαν όρο για το δυναμικό μπάσιμό τους στο επικείμενο ξαναμοίρασμα του κόσμου.

Σε «ενδιάμεσες» τροχιές κινούνται Αγγλία, Γαλλία που προσπαθούν εναγώνια να «κατευνάσουν» αυτό που έρχεται. Το αξιοσημείωτο εδώ και χαρακτηριστικό των συνθηκών σε σχέση με τις σημερινές. Τόσο το Νιού Ντηλ όσο και η χιτλερική εξουσία, και όσον αφορά την κοινωνική τους πολιτική, αισθάνονται την ανάγκη κάποιων παροχών στις λαϊκές μάζες. Μια «πίεση» που φαίνεται να μην αισθάνονται οι κρατούντες στις μέρες μας.

 

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε πολύ σημαντικά αποτελέσματα σε αναφορά τόσο με το κοινωνικό πεδίο, όσο και την παγκόσμια διάταξη δυνάμεων. Το λαϊκό, το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα όχι μόνο δεν νικήθηκε αλλά βγαίνει δυναμωμένο απ’ αυτόν. Δημιουργείται το σοσιαλιστικό στρατόπεδο με την προσθήκη μάλιστα του κινέζικου γίγαντα.

Οι λαοί χειραφετούμενοι στα πλαίσια της πάλης ενάντια στον ναζιφασισμό διεκδικούν με μεγαλύτερη ορμή και αποφασιστικότητα τα δικαιώματά τους. Σε πολλές χώρες, έως και της δυτικής Ευρώπης τίθεται ακόμη και ζήτημα εξουσίας. Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στις ζώνες των θυελλών αναπτύσσεται ασυγκράτητο. Για το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα διαγράφεται με σαφήνεια ο κίνδυνος συνολικής ανατροπής των παγκόσμιων συσχετισμών σε βάρος του.

Απέναντι σ’ αυτό οι δυνάμεις του συστήματος ανασυγκροτούνται, συνασπίζονται. Στο διεθνές πεδίο και υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ προσελκύοντας σ’ αυτό και τις εμφανιζόμενες ως «ουδέτερες» μέχρι τότε (Σουηδία κ.ά.). Αντίστοιχα στο εσωτερικό πεδίο (και βασικά των καπιταλιστικών μητροπόλεων) προωθείται η διεύρυνση της κοινωνικής πολιτικής βάσης του συστήματος. Με το σχέδιο Μάρσαλ, την ενίσχυση των ενδιάμεσων στρωμάτων, την εφαρμογή κεϊνσιανών μεθόδων στην οικονομία και μιας πολιτικής κάποιων παροχών στις λαϊκές μάζες. Αντίστοιχα στο πολιτικό πεδίο ενθαρρύνονται να «αναλάβουν ρόλο» πολιτικές δυνάμεις πρόθυμες να συνδιαλλαγούν με το σύστημα, ανοίγει (και από την μεριά του συστήματος) ο δρόμος στον ρεφορμισμό, σαν αντίρροπη τάση στην ανάπτυξη του επαναστατικού εργατικού κομμουνιστικού κινήματος. Μια τάση που σε συνδυασμό και με τις εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες γίνεται όλο και πιο ισχυρή και με καθοριστικό πλέον ρόλο στην αρνητική εξέλιξη της πορείας του κινήματος.

 

Οι αρνητικές συνέπειες της «στροφής»

Από την άλλη μεριά, σημαντικό ρόλο σε μια τέτοια τροπή των πραγμάτων παίζουν οι εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες και πρώτα απ’ όλα στη ΣΕ. Στη ΣΕ είχαν ολοκληρωθεί μια σειρά πρωταρχικοί βασικοί σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί, είχαν πραγματοποιηθεί νίκες και κατακτήσεις. Ακριβώς αυτό το προχώρημα ήταν που έθεσε μια σειρά νέα ζητήματα. Η επανάσταση, ο σοσιαλισμός έπρεπε πλέον να αναμετρηθεί «με τον εαυτό της». Να καθορίσει τη νέα πορεία, με βάση τα δεδομένα που η ίδια δημιούργησε. Δεν είναι εδώ που θα αναφερθούμε σε αυτό το ζήτημα. Μπορούμε μόνο να πούμε ότι, καθώς έδειξαν και οι εξελίξεις, τα ζητήματα αυτά δεν μπόρεσε να απαντηθούν, ή και «απαντήθηκαν» στρεβλά στη βάση της ρεβιζιονιστικής κατεύθυνσης η οποία και κυριάρχησε.

Βεβαίως η «κεκτημένη ορμή» του κινήματος, διατήρησε για ένα ακόμη διάστημα την προωθητική της ισχύ ενώ και η ΜΠΠΕ στην Κίνα της προσέδωσε πρόσθετα «καύσιμα». Είχαμε έτσι την Κούβα, την έξαρση του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, το Βιετ Νάμ.

Ωστόσο, αυτό που καθόρισε τελικά και συνολικά τις εξελίξεις ήταν η κυριάρχηση του ρεβιζιονισμού στις πρώην πλέον σοσιαλιστικές χώρες και του ρεφορμισμού στα περισσότερα πάλαι ποτέ κομμουνιστικά κόμματα. Από την άλλη μεριά το μ-λ ρεύμα που θέλησε να είναι η απάντηση στον ρεβιζιονιστικό-ρεφορμιστικό εκφυλισμό δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί ολοκληρωμένα στις απαιτήσεις που έθεταν οι εξελίξεις.

Το αποτέλεσμα ήταν η σε μια πορεία περιθωριοποίηση και τελικά αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης της δύναμης-κορμού της λαϊκής πάλης. Ο εκφυλισμός και η ουσιαστική διάλυση της καθοδηγητικής ιδεολογικής πολιτικής της δύναμης, του κομμουνιστικού κινήματος. Ο συνολικός έτσι ιδεολογικός, πολιτικός και οργανωτικός αφοπλισμός του λαϊκού κινήματος. Διαμορφώνονταν πλέον και από αυτήν την πλευρά οι όροι, άνοιγε ο δρόμος για την επίθεση του συστήματος ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς.

 

Η «ρεβάνς» του κεφαλαίου

Η αφετηρία της επίθεσης τοποθετείται γύρω στο 1980. Λίγο πριν, και με αφορμή την πετρελαϊκή και γενικότερη οικονομική κρίση, είχαν γίνει οι πρώτες «αναγνωριστικές» απόπειρες. Τη σκυτάλη της επίθεσης την παίρνουν οι πιο αντιδραστικές, οι πιο επιθετικές δυνάμεις του συστήματος. Η κυβέρνηση της Θάτσερ στην Αγγλία με τον ολοκληρωτικό πόλεμο που κήρυξε ενάντια στους ανθρακωρύχους και τον Ρέιγκαν στις ΗΠΑ που με την πολιτική του προσδίδει ευρύτερες διαστάσεις σ’ αυτή την επίθεση. (Μια σημαδιακή «λεπτομέρεια» του ζητήματος. Ο πόλεμος της Θάτσερ ενάντια στους ανθρακωρύχους στηρίζεται και με την εισαγωγή του κάρβουνου από τη «σοσιαλιστική» Πολωνία). Η νικηφόρα για το σύστημα έκβαση της αναμέτρησης διαμορφώνεται σε κομβικό σημείο των μετέπειτα εξελίξεων. Όλες οι αστικές κυβερνήσεις συντάσσονται η μια μετά την άλλη στην ίδια κατεύθυνση. Η αποφασιστική ώθηση έρχεται ωστόσο από μια πλευρά για κάποιους «απροσδόκητη». Από την επίθεση του Γκορμπατσόφ με την περεστρόικα απέναντι στην εργατική τάξη και την άθλια φιλολογία που αναπτύσσεται για τους «τεμπέληδες» και «αλκοολικούς» εργάτες. Την ανάλογου χαρακτήρα και περιεχόμενου επίθεση του Τεγκ Χσιάο Πιγκ ενάντια στην εργατική τάξη της Κίνας. Η επίθεση έτσι παίρνει παγκόσμιες διαστάσεις, διαμορφώνεται σε παγκόσμιο ισχυρό ρεύμα ενάντια στις εργαζόμενες μάζες.

Οι ανατροπές του ’80-’90 ολοκληρώνοντας τη διαδικασία της παλινόρθωσης σηματοδοτούν ταυτόχρονα την ανατροπή όλων των συσχετισμών σε παγκόσμια κλίμακα ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς και υπέρ των πιο αντιδραστικών και επιθετικών δυνάμεων του συστήματος.

Η επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη παίρνει τη μορφή καταιγίδας που σαρώνει δικαιώματα και κατακτήσεις. Είναι η ώρα της ρεβάνς για τον καπιταλισμό. Το καπιταλιστικό σύστημα καταργεί ό,τι υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει, επανέρχεται στον «κανονικό» του τρόπο λειτουργίας, «απελευθερώνει» τη βαρβαρότητα που το χαρακτηρίζει.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι απόλυτη η σύμπνοια των αστικών δυνάμεων παγκόσμια. Ο ανταγωνισμός που χαρακτηρίζει τις μεταξύ τους σχέσεις όχι μόνο δεν αναιρεί ή φρενάρει μια τέτοια κατεύθυνση αλλά την ενισχύει. Η αναζήτηση της υπεροχής, ο ανταγωνισμός για τις αγορές οδηγεί τους κεφαλαιοκράτες να φορτώνουν όλο και επιπρόσθετα βάρη στους εργαζόμενους. Ακόμη περισσότερο. Η επίθεση επεκτείνεται και σε μεσαία στρώματα. Το καπιταλιστικό σύστημα αισθάνεται πλέον τόσο ισχυρό ώστε να μην θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη όλων των ενδιαμέσων στρωμάτων που τόσο του χρησίμεψαν στη φάση που απειλούνταν η κυριαρχία του. Βασικός κοινός και αμετακίνητος στόχος η εδραίωση, η απολυτοποίηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, σε παγκόσμια κλίμακα.

 

Συμπεράσματα και αυταπάτες

Το πρώτο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε με βάση όλα αυτά, είναι πως η επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη θα συνεχιστεί και να ενταθεί. Αυτό συνδέεται με τη φύση του καπιταλισμού, τον ταξικό και πολιτικό συσχετισμό που υφίσταται, τις τάσεις που κυριαρχούν στο σύστημα, τον εντεινόμενο ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Πάνω σ” αυτό δεν μπορεί να υπάρχουν κανενός είδους αυταπάτες.

Και εδώ χρειάζεται να αναφερθούμε σε αυτή την πλευρά του ζητήματος. Γιατί παρόλα αυτά, υπάρχουν, καλλιεργούνται, προωθούνται σειρά αυταπατών, θεωρήματα και ιδεολογήματα.

Από ορισμένους κύκλους προωθείται η άποψη μιας, όπως λέγεται, «επιστροφής στον Κέινς». Η εφαρμογή δηλαδή μιας άλλης πολιτικής από τη μεριά του συστήματος. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται και στο κίνημα με την κατεύθυνση της πάλης ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και έχει μάλιστα και σημαντική απήχηση.

 

Που στηρίζεται, που ποντάρει μια τέτοια λογική.

– Στο ότι μια τέτοια πολιτική, έχει εφαρμοστεί στο παρελθόν από τη μεριά του συστήματος.

– Στο ότι έχει εκφράσεις πιο ανεκτές, δεν έχει τον αδυσώπητο και ανάλγητο χαρακτήρα του νεοφιλελευθερισμού.

– Το ότι διαφοροποιεί τη σημερινή μορφή λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά δεν αντιφάσκει με αυτήν και κατά μια άποψη το υπηρετεί και πιο αποτελεσματικά.

– Συνεπώς είναι εφικτή, μια και σε αυτήν μπορεί να συναινέσουν ακόμη και οι δυνάμεις του συστήματος. Οπωσδήποτε είναι μια κατεύθυνση «ρεαλιστική» που μάλιστα συνεπάγεται και μικρότερο «κόστος πάλης».

 

Τι «ξεχνάει» μια τέτοια λογική.

Ότι η κεϊνσιανή κατεύθυνση δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η προτιμητέα επιλογή για το σύστημα. Ότι αναγκάστηκε να την υιοθετήσει για μια συγκεκριμένη περίοδο και μόνο μπροστά στην απειλή ανατροπής της κυριαρχίας του. Ότι η εφαρμογή της δεν έκφρασε την «εκλογίκευση» ή τη διάθεση του συστήματος για «παροχές», αλλά την κατεύθυνση διάσπασης του μετώπου πάλης των λαών και απομόνωσης του προλεταριάτου. Ότι αναγκάστηκε να την «ανεχτεί» και όσο διάστημα θεωρούσε πως του είναι αναγκαία αλλά την «απέβαλε» μόλις θεώρησε ότι εξέλιπε ο κίνδυνος.

 

Τι είναι αυτό που τελικά προτείνεται και για ποιο λόγο;

Στην πραγματικότητα αυτό που προωθείται είναι μια τροποποιημένη μορφή λειτουργίας του ίδιου πάντα καπιταλιστικού συστήματος. Πόσο διαφορετική, σε ποια έκταση και για πόσο διάστημα, αυτό θα το κρίνει το ίδιο …το καπιταλιστικό σύστημα μια και η αρμοδιότητα παραμένει σ’ αυτό και η κυριαρχία του άθικτη. Ποιο είναι, ωστόσο, το ιδιαίτερο στοιχείο, αυτό που κυρίως κινεί αυτές τις δυνάμεις, τι στην πραγματικότητα επιδιώκουν; Αυτό που ζητάν να «ξαναβρούν» είναι ο ρόλος που είχαν, ο ρόλος που τους είχε παραχωρήσει το σύστημα σε μια περίοδο που θεωρούσε ότι κινδύνευε και τους χρησιμοποιούσε σαν ανάχωμα απέναντι στο κίνημα. Η αγωνία τους συνίσταται στο ότι δεν είναι πια και τόσο «απαραίτητοι» για το σύστημα μια και φρόντισαν οι ίδιοι να πριονίσουν το «κλαδί που τους κρατούσε». Αυτή τη γέφυρα επιχειρούν να ξαναστήσουν με την ανοχή ή ακόμα και την ευκαιριακή στήριξη δυνάμεων του συστήματος που θέλουν να τους έχουν διαθέσιμους για κάθε ενδεχόμενο αλλά και για χρήση στα πλαίσια του ανταγωνισμού ανάμεσα σε αστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

 

Αυταπάτες β”

Αυτό το τελευταίο συνδέεται και με μια άλλη μορφή αυταπατών. Αυτής που σχετίζεται με τον τρόπο θεώρησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, το ρόλο και το χαρακτήρα κάποιων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ευρωπαϊκών, Ρωσίας, Κίνας) αλλά και του ίδιου του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος όπως υφίσταται σήμερα. Δεν είναι άλλωστε καθόλου συμπτωματικό ότι όλες αυτές οι δυνάμεις στήριζαν το αστικό θεώρημα της «παγκοσμιοποίησης» άσχετα αν ορισμένες αποστασιοποιήθηκαν «διακριτικά» απ’ αυτό σε μια πορεία. Άσχετο επίσης αν ορισμένες προβάλλουν ανοιχτά την άποψή τους π.χ. «για μια άλλη Ευρώπη» ενώ άλλες κινούνται προσδοκώντας έναν άλλο συσχετισμό όπου θα έχουν βαρύνοντα ρόλο η Ρωσία η «σοσιαλιστική»(!) Κίνα.

Όλοι αυτοί προσπερνούν, αποσιωπούν, κάνουν ότι δεν αντιλαμβάνονται πως το σύνολο των αστικών τάξεων συναινούν ή και υπερθεματίζουν στην κατεύθυνση της επίθεσης ενάντια στο προλεταριάτο και συνολικά στις εργαζόμενες μάζες. Αλλά θα πρέπει κανείς να εθελοτυφλεί και να μην αντιλαμβάνεται ότι αν οι εκλογές λ.χ. στη Γερμανία εκφράσανε με έναν τρόπο την αντίθεση των εργαζομένων στο νεοφιλελευθερισμό, η απάντηση του κεφαλαίου ήταν να υπαγορεύσει τη σύσταση του «μεγάλου Συνασπισμού» και ακριβώς για να προωθήσει αυτή την πολιτική.

Θα πρέπει κανείς να μπλοκάρει συνειδητά την πολιτική του σκέψη για να στέκεται μόνο στην απόρριψη του ευρωσυντάγματος που εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του Γαλλικού λαού για μια σειρά ρυθμίσεις και να μη βλέπει ότι σύσσωμη η γαλλική αστική τάξη (και όχι μόνο) συντάχθηκε πίσω από τον «στιβαρό» Σαρκοζί, απέναντι στην εξέγερση των απελπισμένων.

Θα πρέπει να είναι αλλεργικός στην πραγματικότητα και να επιμένει στην «άλλη Ευρώπη» την ίδια στιγμή που η μόνη υπαρκτή Ευρώπη είναι αυτή των Βρυξελλών και οι πολιτικές που προωθεί. Η ίδια άρνηση της πραγματικότητας, ο ίδιος πανικός μπροστά στην αλήθεια χαρακτήρισε και τις αντιλήψεις εκείνες που χαρακτηρίζονται από αυτόν ή εκείνον τον βαθμό αυταπατών σε σχέση με το ρόλο και την προοπτική άλλων δυνάμεων.

Γιατί όσον αφορά λ.χ. την αστική τάξη της Ρωσίας το μόνο που αυτή δεν διανοείται είναι να «επιστρέψει» τα όσα διήρπασε και πάνω στα οποία στηρίζει την ύπαρξη και την υπόστασή της. Όσον αφορά τον Πούτιν και την κόντρα του με τους «ολιγάρχες» αυτή δεν έχει καμία σχέση με το προηγούμενο. Αυτό που επιχειρεί ο Πούτιν είναι ακριβώς να «νομιμοποιήσει» το προϊόν της ληστείας του μόχθου των σοβιετικών λαών και για λογαριασμό συνολικά της αστικής τάξης και όχι μεμονωμένων εκφραστών της. Να του προσδώσει το «τεκμήριο νομιμότητας» που ακόμα του λείπει, μέσα από το «νοικοκύρεμα», τη συγκρότηση της αστικής τάξης σαν τάξη και την καθιέρωση κανόνων λειτουργίας.

Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στην Κίνα. Εκεί, με βάση και το πολύ πιο καθυστερημένο επίπεδο βιομηχανικής, οικονομικής ανάπτυξης και το αντίστοιχο της νέας αστικής τάξης (ΝΑΤ) έχει μπει σαν κεντρικός στόχος η «δημιουργία», η διαμόρφωση μιας «κανονικής» αστικής τάξης στην οποία να ενσωματωθούν τελικά όλα τα «παλιά» και «νέα» τμήματά της. Στην Κίνα και με βάση αυτά τα δεδομένα εξελίσσεται μια διαδικασία «πρωταρχικής συσσώρευσης» και η οποία πραγματοποιείται με τον πιο άγριο εκμεταλλευτικό τρόπο. Η αντιμετώπιση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς στην Κίνα σήμερα, μπορεί να παραλληλιστεί μόνο με τους αντίστοιχους τρόπους με τους οποίους πραγματοποίησε την πρωταρχική της συσσώρευση η αστική τάξη της Ευρώπης τους περασμένους αιώνες. Το ότι αυτοί που ελέγχουν την «ενημέρωση» τα αποσιωπούν όλα αυτά, επιλέγοντας να προβάλλουν μόνο κάποιους φιλοδυτικούς «αντιφρονούντες», αυτό δεν παρέχει κανένα ελαφρυντικό σε όσες -υποτίθεται αριστερές δυνάμεις- επιλέγουν να κάνουν τον ανήξερο. (Επειδή ίσως «δεν έχουν κομματικές οργανώσεις στο Πεκίνο»).

 

Ο δρόμος της πάλης

Το ότι η επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη αποτελεί την κεντρική και αμετακίνητη κατεύθυνση του καπιταλισμού, υπογραμμίζεται και από τα πρωτοφανή μέτρα ελέγχου καταπίεσης και καταστολής που προωθούνται. Σε συνθήκες υποχώρησης του Λαϊκού κινήματος, δεν μπορεί να εξηγηθεί ο χαρακτήρας, η μαζική διάσταση, το βάθος, η ένταση αλλά και η σπουδή του συστήματος να τα προωθήσει σε όλες τις χώρες.

Προβάλλεται λ.χ. το ζήτημα της «τρομοκρατίας». Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά. Για το ποιος τρομοκρατεί ποιόν. Για το ρόλο των διαφόρων υπηρεσιών. Για το πως χρησιμοποιείται λ.χ. από τις ΗΠΑ για να επιβάλουν όρους, να εκβιάζουν, να ελέγχουν ή και να επεμβαίνουν στρατιωτικά. Ως προς αυτή την πλευρά. ωστόσο, που τίθεται εδώ ένα είναι βέβαιο. Ότι θα ήταν αστείος κάθε ισχυρισμός ότι το σύστημα «κινδυνεύει» από την «τρομοκρατία». Η «τρομοκρατία» ακόμη κι αν την θεωρήσουμε σαν τέτοια, όχι μόνο δεν κλονίζει στο ελάχιστο το σύστημα (είναι αστείο και να το συζητάμε κάτι τέτοιο) αλλά μάλλον βοηθάει στο τσιμεντάρισμα του συστήματος.

Είναι άλλο ζήτημα το ότι ένα ορισμένο είδος «τρομοκρατίας» συνδέεται με τα παιχνίδια που παίζονται ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και αστικές κλίκες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Έτσι ή αλλιώς τα μέτρα που προωθούνται έχουν άλλη διάσταση και προδιαγραφές από αυτά που απαιτούνται και παίρνονται για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων.

Τα μέτρα που παίρνονται δεν στοχεύουν άτομα ή ομάδες αλλά τις μάζες. Και αυτό με έναν και μόνο τρόπο μπορεί να εξηγηθεί. Το σύστημα έχει σαν στόχο του την ακόμα πιο βάρβαρη κλιμάκωση της επίθεσής του ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τις λαϊκές μάζες. Ταυτόχρονα γνωρίζει ότι είναι αναπόφευκτη, ότι αργά ή γρήγορα θα εκδηλωθεί η αντίδραση, η οργή και η αγανάκτηση των εργαζόμενων μαζών.

Διαμορφώνει λοιπόν από τα τώρα τους όρους, το κλίμα αποτροπής, ελέγχου και καταστολής αυτών των αντιδράσεων. Εξοπλίζεται το ίδιο και ταυτόχρονα αφοπλίζει τις λαϊκές μάζες, απαλλοτριώνοντας τα δημοκρατικά τους δικαιώματα, περιορίζοντας συνολικά ή και καταργώντας στην ουσία και αυτήν την επίφαση δημοκρατίας που χαρακτήριζε τις καπιταλιστικές μητροπόλεις.

 

Απέναντι σε όλα αυτά, ένας και μόνο δρόμος υπάρχει για την εργατική τάξη και τους λαούς. Τόσο η ιστορική πείρα όσο και η συγκεκριμένη ανάλυση της πραγματικότητας ένα και μόνο τρόπο απάντησης υπαγορεύουν. Την λαϊκή αντίσταση και πάλη.

Η συνολική ανατροπή της επίθεσης και γενικότερα της πολιτικής του συστήματος προϋποθέτει:

– Την «εκ νέου» σε μια πορεία συγκρότηση της εργατικής τάξης σε «τάξη για τον εαυτό της».

– Την, σε διαλεκτική σχέση με το προηγούμενο, ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη βάση των απαιτήσεων της εποχής μας.

– Τη συνολική και σε διεθνή κλίμακα συγκρότηση της πάλης των λαών.

 

Οι βασικοί όροι, τρόποι και προϋποθέσεις γι’ αυτό.

– Αντίσταση στην επίθεση του συστήματος καθημερινή, σε όλα τα μέτωπα που ανοίγονται, στην πιο πλατιά βάση αλλά και με τον πιο ενεργό και αποφασιστικό τρόπο.

– Πάλη στο μέτωπο της Δημοκρατίας σαν όρο τόσο για την ανάπτυξη των μετώπων αντίστασης όσο και για την προσέλκυση σ’ αυτήν ευρύτερων δημοκρατικών μαζών.

– Σύνδεσή της με την πάλη ενάντια στον πόλεμο, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τον ιμπεριαλισμό.

– Σοβαρές προσπάθειες για ενίσχυση της διεθνούς διάστασης της αντίστασης και της πάλης.

 

Μια τέτοια τακτική είναι απαραίτητη.

– Για την αποτροπή των συνεπειών της επίθεσης όπου και όσο αυτό είναι δυνατό, για την ενθάρρυνση των λαϊκών μαζών μέσα από μικρές έστω νίκες που θα βοηθήσουν στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης τους στις δικές τους δυνάμεις και την οργανωμένη πάλη.

– Για τη συγκεκριμένη κατανοητή και πειστική πάλη ενάντια σε αυταπάτες και αποπροσανατολιστικές αντιλήψεις.

 

Πάνω απ” όλα, το πεδίο της αντίστασης, το πεδίο της συγκεκριμένης πάλης είναι το μοναδικό όπου μπορούν να «γεννηθούν», συγκροτηθούν, διαμορφωθούν και αναπτυχθούν εκείνες οι δυνάμεις που είναι αναγκαίες για την προώθηση των ευρύτερων στόχων του αγώνα της εργατικής τάξης και συνολικά των λαών.

Γενικότερα η αντιμετώπιση της επίθεσης του συστήματος απαιτεί την πιο αποφασιστική και ταυτόχρονα την ευρύτερη αντίληψη κοινής δράσης των εργαζόμενων μαζών και της νεολαίας με τη σταθερή προσήλωση στην κατεύθυνση συγκρότησης των όρων της συνολικής ανατροπής της επίθεσης ή και του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.

 

Β’ Η ΕΠΑΝΑΚΑΤΑΚΤΗΣΗ – ΕΠΑΝΑΠΟΙΚΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΕΣ

Παρατηρούνται στις μέρες μας μερικά χαρακτηριστικά φαινόμενα ενώ ταυτόχρονα συντελούνται πολύ σοβαρές εξελίξεις.

Ένα κύμα όλο και μεγαλύτερης εξαθλίωσης καλύπτει εκτεταμένες ζώνες του πλανήτη. Εκατομμύρια άνθρωποι, και σε μεγάλο ποσοστό παιδιά, πεθαίνουν από την πείνα και τις αρρώστιες στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Από τις ίδιες χώρες εκατομμύρια απελπισμένων θαλασσοπνίγονται σε σαπιοκάραβα, γίνονται θύματα δουλεμπόρων, δολοφονούνται στα σύνορα προκειμένου να βρουν μια έστω ελάχιστα αμειβόμενη και σε άθλιες συνθήκες δουλειά στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Στη βάση αυτών των φαινομένων βρίσκονται εξελίξεις καταστροφικές, τάσεις σχεδόν ερημοποίησης των οικονομιών των υπανάπτυκτων χωρών.

Την ίδια στιγμή το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο πραγματοποιεί τεράστια κέρδη εκμεταλλευόμενο αυτές τις χώρες, το φθηνό εργατικό τους δυναμικό, τις πηγές ενέργειας και πρώτων υλών τις όποιες οικονομικές δυνατότητες μπορούν ακόμη να έχουν.

Παράλληλα βλέπουμε να προωθούνται μέσα από κάθε είδους πιέσεις και εκβιασμούς στις ίδιες αυτές χώρες, κυβερνήσεις ανδρεικέλων, να μετατρέπονται σε δορυφόρους – εξαρτήματα ιμπεριαλιστικών χωρών. Να δημιουργούνται προτεκτοράτα, να διαμορφώνονται ζώνες επιρροής και κυριαρχίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Στην ίδια αυτή περίοδο έχουμε μια σειρά στρατιωτικές επεμβάσεις που κομματιάζουν χώρες και λαούς που ρημάζουν ολάκερες περιοχές δολοφονώντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.

Να δημιουργούνται βάσεις στρατιωτικές (κυρίως των ΗΠΑ αλλά και άλλων δυνάμεων) σε κάθε γωνιά της γης, πολεμικούς στόλους να αλωνίζουν τις θάλασσες του κόσμου.

Τη δημιουργία στρατιωτικών δυνάμεων -ταχείας- επέμβασης από όλες σχεδόν τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, μια εξέλιξη που ακριβώς υπογραμμίζει τις προθέσεις των ιμπεριαλιστών να συνεχίσουν αυτές τις επεμβάσεις, να καταστήσουν το «δικαίωμά» τους στρατιωτικής επέμβασης, συστατικό στοιχείο του κόσμου που διαμορφώνουν.

 

Μορφές συγκάλυψης

Η πραγματικότητα που συνιστούν αυτά τα φαινόμενα προσπαθιέται να συγκαλυφθεί με κάθε τρόπο από την μεριά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των μηχανισμών προπαγάνδας που διαθέτουν. Να δικαιολογηθούν οι αρνητικές εκφράσεις της πολιτικής τους, να ωραιοποιηθούν οι πρακτικές τους, να καθαγιαστούν οι προσπάθειές τους. Στις θεωρήσεις τους αυτό που κύρια απουσιάζει είναι η πραγματικότητα και οι έννοιες που την προσδιορίζουν. Απουσιάζουν λ.χ. από το λεξιλόγιό τους οι λέξεις εκμετάλλευση, εισβολή, κατάκτηση, καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός κ.ά.

Αυτό που υπάρχει κατ’ αυτούς είναι η «ελεύθερη οικονομία» (έτσι λέγεται πλέον ο καπιταλισμός), η οποία με αφετηρία τις αναπτυγμένες χώρες επεκτείνει την ευεργετική της δράση στον υπόλοιπο κόσμο. Προωθείται έτσι η οικονομική συνεργασία, η καθολική ανάπτυξη, η σύγκλιση των οικονομιών. Στα πλαίσια μιας τέτοιας εξέλιξης αναπτύσσονται όλες οι οικονομίες, αυξάνεται ο συνολικός πλούτος, επικρατεί γενική ευημερία, δημιουργούνται όροι βελτίωσης της ζωής όλων των ανθρώπων.

Όλα αυτά δημιουργούν όρους και προϋποθέσεις για την εμπέδωση της ειρήνης ανάμεσα σε κράτη, έθνη και λαούς, αναπτύσσει συνθήκες ασφάλειας για όλους τους ανθρώπους. Με τη σειρά τους αυτές οι συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη της δημοκρατίας, των ελευθεριών, την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο μπορούν να ανθίσουν ανεμπόδιστα πλέον τα γράμματα, οι τέχνες, ο πολιτισμός. Όλα ωραία και καλά και τακτοποιημένα στη σειρά του το καθένα.

 

Εφόσον, λοιπόν, όλα αυτά είναι τόσο καλά και ωφέλιμα για όλο τον κόσμο, θα πρέπει να υποστηριχθούν και να προωθηθούν συνειδητά, ενεργά και αποφασιστικά απ’ όλο τον κόσμο. Κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμούς, «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» και κάθε παρόμοιο ευαγές ίδρυμα. Η δημοκρατία λ.χ. μπορεί να έρθει σαν αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια ευνοϊκή συνθήκη για την προώθηση και πραγματοποίησή τους. Θα πρέπει συνεπώς να «ενθαρρυνθεί» με κάθε τρόπο η εγκαθίδρυση της «δημοκρατίας» σε χώρες που -κρίνεται- ότι αυτή δεν υφίσταται, να ενισχυθούν οι «δημοκρατικές δυνάμεις» στις ίδιες χώρες με κάθε τρόπο. Πολιτικά, «ηθικά» και κυρίως χρηματικά. Όπου αποδεικνύεται ότι το καλύτερο καύσιμο για τη «δημοκρατία» είναι τα δολάρια ή έστω και τα ευρώ. (Οι «δημοκράτες» δεν έχουν προκαταλήψεις ως προς αυτό).

Παράλληλα θα πρέπει να «αποθαρρυνθούν» οι «αντιδημοκρατικές» δυνάμεις, να αποδυναμωθούν οι «εθνικισμοί», ο «απομονωτισμός», οι «θρησκευτικές κ.ά. προκαταλήψεις».

 

Και αν όλες αυτές οι πιέσεις και εκβιασμοί δεν αρκέσουν, τότε η «διεθνής κοινότητα» (έτσι λέγεται τώρα η διεθνής του ιμπεριαλισμού) «αναγκαστικά» πλέον θα πρέπει να προχωρήσει σε πιο δραστικά μέτρα. Οι πιέσεις και εκβιασμοί θα ενταθούν, οι «προειδοποιήσεις» και οι απειλές θα διατυπώνονται με όλο και πιο σκληρό τρόπο, το εμπάργκο, η απομόνωση της «δύστροπης» χώρας θα αποτελούν τα πρακτικά μέτρα πίεσης. Τώρα, αν αυτό σημαίνει δημιουργία συνθηκών πείνας, στέρησης στοιχειωδών μέσων, φαρμάκων κ.ά. για τον λαό αυτής της χώρας, αυτό δεν αγγίζει καθόλου τις ευαισθησίες εκείνων που συγκινούνται έως δακρύων για τους …κορμοράνους.

Και αν και παρόλα αυτά δεν έρθει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, τότε η «διεθνής κοινότητα» έχει την «υποχρέωση» να επέμβει. Στρατιωτικά. Για να «αποτρέψει λ.χ. μια ανθρωπιστική καταστροφή». Για να ανατρέψει έναν «στυγνό δικτάτορα» και να «απελευθερώσει» τον λαό προσφέροντάς του τη «δημοκρατία». Για να «χτυπήσει την τρομοκρατία στις βάσεις εξόρμησής της». κ.λπ., κ.λπ. Τώρα αν αυτό σημαίνει την καταστροφή αυτών των χωρών, τη δολοφονία δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, το ρήμαγμα της ζωής εκατομμυρίων, αυτό είναι το τίμημα της «προόδου», της «δημοκρατίας», της «ανάπτυξης».

 

Η πραγματικότητα και η αντιστροφή της

Η πραγματικότητα βέβαια βοά.

Γιατί δεν χρειάζονται παρά μόνο μάτια για να δει κανείς ότι αντί της ειρήνης έχουμε πολέμους.

Ότι αντί της ασφάλειας οι λαοί νοιώθουν να ‘χουν μπει στο στόχαστρο.

Ότι αντί συνεργασίας έχουμε επεμβάσεις και ένταση των ανταγωνισμών.

Αντί της «σύγκλησης» των οικονομιών διεύρυνσης του χάσματος ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και τις εξαρτημένες χώρες.

Αντί της ανάπτυξης αυτών των χωρών, την καταστροφή των οικονομιών τους, την οικονομική ερημοποίησή τους.

Αντί της ευημερίας, εξάπλωση της αθλιότητας.

Αντί δημοκρατίας την επιβολή των πιο σάπιων, διεφθαρμένων και ασπόνδυλων ανδρεικέλων.

Αντί ελευθερίας, τη στέρηση του δικαιώματος του στοιχειώδους αυτοπροσδιορισμού εθνών, λαών και ανθρώπων.

Αντί του πολιτισμού, την αποθέωση της βαρβαρότητας.

Και αντί της ανάδειξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την προσβολή του βασικού δικαιώματος. Του δικαιώματος στη ζωή.

 

Με όλα αυτά επιβάλλεται πλέον ένας παραλογισμός και μια ανάλογης υφής ορολογία.

Έτσι μάθαμε ότι υπάρχουν «χειρουργικοί βομβαρδισμοί» που επιλέγουν ποιους θα κομματιάσουν.

Ότι υπάρχουν «έξυπνες βόμβες» που κάνουν, λέει, διάκριση δικαίων και αδίκων.

Ότι το απεμπλουτισμένο ουράνιο είναι έως και υγιεινό.

Ότι οι -παρά την τόση «ευφυΐα»- δολοφονίες χιλιάδων αμάχων και γυναικόπαιδων είναι «παράπλευρες απώλειες».

Ότι για να λευτερωθούμε πρέπει να μας κατακτήσουν.

Ότι για να αναπτυχθεί μια χώρα πρέπει να καταστραφεί.

Ότι Δημοκρατία σημαίνει να απειλείς έναν λαό ότι θα τον ξαναβομβαρδίσεις αν δεν ψηφίσει «ελεύθερα» τα ανδρείκελα που του υποδεικνύεις.

Ότι για να ευημερήσει ένας λαός πρέπει να αφήσει να τον ληστέψουν.

Ότι για να είμαστε ασφαλείς πρέπει να μας δέσουν.

Ότι για να ζήσουμε πρέπει να μας δολοφονήσουν.

Κι όλα αυτά τα εγκλήματα, όλο αυτόν τον παραλογισμό, όλη αυτή τη χυδαιότητα τα ντύνουν, τα στολίζουν, τα καλλωπίζουν, τα κάνουν «θεωρία» και μας τα σερβίρουν σαν την τελευταία λέξη της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της οικονομικής θεωρίας. Για το «τέλος της ιστορίας», για τη «νέα» πορεία της ανθρωπότητας προς ένα «λαμπρό μέλλον» και η οποία ιδιαίτερα συνδέεται με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της «παγκοσμιοποίησης». Το τελευταίο είναι το ιδεολόγημα στο οποίο συνοψίζονται, θεωρητικοποιούνται όλα αυτά και πλασάρονται σαν η εικόνα και η προοπτική του κόσμου. Ακριβώς για να συγκαλυφθεί η πραγματική εικόνα, να ωραιοποιηθούν οι εφιαλτικές προοπτικές που εγκυμονεί για τους λαούς και συνολικά για την ανθρωπότητα η κυριαρχία του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος.

 

Η «παράπλευρη» παραπλάνηση

Το εγχείρημα βέβαια δεν θα είχε τόσο μεγάλη απήχηση και αποτελεσματικότητα, παρόλο που σύσσωμη η αστική επιστήμη, οι αναλυτές, ο δημοσιογραφικός κόσμος ανέλαβαν να το υπερασπίσουν, εμπλουτίσουν, προωθήσουν. Ευτύχησε, ωστόσο, να έχει και «παράπλευρη» στήριξη. Μάλιστα, και ακριβώς από πολιτικούς χώρους που υποτίθεται δεν θα έπρεπε να το καταπιούν αμάσητο. Που θα έπρεπε να αντιπαρατεθούν, να το ξεσκεπάσουν, να το πολεμήσουν.

 

Σε πρώτο πλάνο η στήριξη από την πλευρά του πολύμορφου ρεφορμισμού. Αυτοί βέβαια ήσαν πάντα υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης, της συνεργασίας των λαών, της σύγκλισης των χωρών κ.λπ., κ.λπ. Λες και θα μπορούσε οποιοσδήποτε προοδευτικός άνθρωπος να μην είναι. Μόνο που η πραγματικότητα υπάρχει με το δικό της τρόπο. Απέναντι σ’ αυτό, οι ρεφορμιστές αντί να εξετάζουν, να αναλύουν αυτήν την έρμη την πραγματικότητα και να βγάζουν τα ανάλογα συμπεράσματα, προτιμούν να την εξορκίζουν. Και με έναν απίστευτο παραλογισμό, να το προβάλουν αυτό σαν την μόνη «ρεαλιστική» αντιμετώπιση των πραγμάτων. Έτσι όλα αυτά δεν αντιμετωπίζονται σαν αυτό που είναι, σαν καθ’ αυτές εκφράσεις της ουσίας του ιμπεριαλισμού αλλά (όταν δεν υποστηρίζονται) σαν στρεβλώσεις μιας γενικά ορθής κατεύθυνσης (προς την «παγκοσμιοποίηση»). Μια τέτοια στρέβλωση λ.χ. είναι γι’ αυτούς ο νεοφιλελευθερισμός σαν κυρίαρχη πολιτική. Ένας τρόπος αντιμετώπισης είναι να «αναλάβει η Ευρώπη» να προταχθούν οι «αξίες της Ευρώπης» κ.λπ., κ.λπ. Λες και πριν προταχθεί ο νεοφιλελευθερισμός δεν υπήρχε ιμπεριαλισμός (και καπιταλισμός). Λες και η Ευρώπη δεν είναι η μήτρα του ιμπεριαλισμού και -αυτή η ιμπεριαλιστική Ευρώπη- υπεύθυνη για άπειρα εγκλήματα σε βάρος των λαών. Λες και η Ευρώπη με την σημερινή της έκφραση (ΕΕ) έπαψε να είναι η Ευρώπη του κεφαλαίου και οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν είναι πλέον ιμπεριαλιστικές. Οι ρεφορμιστές μας όμως θα τους «διορθώσουν», θα επιβάλουν αλλαγές, μεταρρυθμίσεις. Έτσι λοιπόν αφού προκόψανε «μεταρρυθμίζοντας» τις χώρες τους τώρα αναλαμβάνουν να μεταρρυθμίσουν -τρομάρα τους- την Ευρώπη και ολάκερο τον κόσμο. Αυτό όμως δεν είναι και το χειρότερο.

Γιατί η κατρακύλα τους έφτασε και στα πιο επαίσχυντα επίπεδα. Στην υποστήριξη της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην Γιουγκοσλαβία. Των «ειρηνευτικών» επεμβάσεων. Της εξαγωγής «δημοκρατίας». Των «αντιτρομοκρατικών» επιδρομών. «Μα να μην τιμωρηθούν οι εγκληματίες», αναρωτιούνταν «αφελώς». Όχι, όποιος νομίζει ότι εννοούσαν εγκληματία τον Μπους λ.χ. ή τον Ράμσφελντ είναι αυτός αφελής. Αντιτάχθηκαν, ωστόσο, στην τελευταία εισβολή στο Ιράκ. Θα έλεγε κανείς ότι είναι παρήγορο ότι αυτή τη φορά (όχι όπως το ’91), ότι έστω τώρα άρχισαν να βλέπουν την πραγματικότητα. Μόνο που εμείς είμαστε «δύσπιστοι». Γιατί γνωρίζουμε ότι στη συγκεκριμένη εισβολή αντιτάχθηκαν αυτή τη φορά και για δικούς τους λόγους οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές. Επειδή βλέπουμε πως συντάσσονται με κάθε τάση και κάθε παράγοντα του συστήματος που επιχειρεί να εκτονώσει την λαϊκή οργή στρέφοντάς την σε ανώδυνες «κριτικές» κατευθύνσεις. Επειδή πάνω απ’ όλα βλέπουμε την λογική που θέλουν να επιβάλουν στο αντιπολεμικό λ.χ. κίνημα την ώρα που στα πλαίσιά του άρχισαν να εκδηλώνονται και αναπτύσσονται αντιιμπεριαλιστικές τάσεις. Επειδή στο όνομα της «πάλης ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό» συνεργούν στην παράδοση της κίνησης των μαζών, στη χειραγώγησή της από αστικούς ή ακόμα και ιμπεριαλιστικούς κύκλους. Επειδή τέλος οι προτάσεις και οι λογικές «ορθολογικοποίησης» του συστήματος, συνιστούν πολιτική ωραιοποίησής του και το μόνο αποτέλεσμα που έχουν είναι ο αποπροσανατολισμός του κόσμου και της πάλης του.

 

Όσον αφορά τώρα κάποιους «ορθόδοξους» είχαν μια αρκετά ενδιαφέρουσα διαδρομή σε σχέση με το ίδιο θέμα. Αρχικά «κατάπιανε» και αυτοί το αστικό θεώρημα της «παγκοσμιοποίησης» χρησιμοποιώντας το ως όρο και ως έννοια στις πολιτικές τους αναλύσεις και εκτιμήσεις. Έκφραση ακριβώς της σύγχυσης που τους διακατείχε, της αδυναμίας τους ή και όχι μόνο να εκτιμήσουν αυτό που πραγματικά συνέβαινε. Στην πορεία τροποποιήσανε την άποψή τους μιλώντας για «καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση» και για «ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση» στη συνέχεια δείχνοντας έτσι ότι συνεχίζουν να τελούν εν συγχύσει. Μόνο πριν λίγα χρόνια υπήρξαν τοποθετήσεις τους που άρχισαν να αμφισβητούν το θεώρημα της «παγκοσμιοποίησης». Αν αυτή θα είναι και η οριστική τους θέση, μένει να το δούμε. Έτσι ή αλλιώς το κύριο πρόβλημα μ’ αυτούς είναι η στάση τους απέναντι στο κίνημα.

 

Μορφές σύγχυσης

Απέναντι στο ίδιο ζήτημα υπήρξαν (και υπάρχουν) σειρά εκτιμήσεων από αριστερές έως ούλτρα επαναστατικές(;) τάσεις, με λίγο πολύ κοινές αφετηρίες και λογικές θεώρησης.

Είναι αλήθεια ότι όχι όλες με τον ίδιο τρόπο, όχι σταθερά στην ίδια άποψη ο καθένας τους, ότι παλαντζάρανε ανάμεσα σε διαφόρους τρόπους θεώρησης. Είχαν όμως μια «σταθερά». Την απόρριψη της θεωρίας του ιμπεριαλισμού (αλλά και της ίδιας της ύπαρξης του ιμπεριαλισμού σαν τέτοιου), της αντιμετώπισης της λενινιστικής άποψης σαν «παρωχημένης». Έτσι στη θεώρησή τους της διεθνούς δράσης του κεφαλαίου η ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλισμού απουσιάζει. Ο καπιταλισμός «απλώς» μεταφέρει και επιβάλλει τον τρόπο λειτουργίας του συνολικά και καθολικά σε όλο τον κόσμο. Τους «προκύπτει», ωστόσο, το ερώτημα. Κι αυτό τώρα τι είναι; Καλό ή κακό; Και εδώ αρχίζουν οι παραλλαγές.

Σύμφωνα με μια άποψη ο καπιταλισμός επιβαλλόμενος καθολικά και παγκόσμια διαμορφώνει τους όρους της «παγκόσμιας επανάστασης». Ωραία λοιπόν. Αλλά αυτή η παγκόσμια επανάσταση είναι -αντικειμενικά- μια αρκετά μακρινή υπόθεση. Για κάποιους ακόμα πιο «ωραία». Τι πιο άνετο από το να είσαι «επαναστάτης του μέλλοντος» και να μη χρειάζεται να καταγίνεσαι με τα «τετριμμένα» (και ζόρικα) του παρόντος;

 

Για ορισμένους, ωστόσο, δεν είναι και τόσο εύκολο να αγνοούν τα δεινά που προκαλεί στους λαούς η κατ’ αυτούς «παγκοσμιοποίηση». Σαν αριστεροί θεωρούν -και σωστά- πως έχουν χρέος να αντιπαρατεθούν. Τάσσονται λοιπόν ενάντια στην «παγκοσμιοποίηση». Με βάση, ωστόσο, τις γενικότερες αντιλήψεις τους αδυνατούν να έχουν μια πειστική -ακόμα και για τους ίδιους- συνολική θεώρηση. Έτσι επικεντρώνουν την πάλη τους στις αρνητικές συνέπειες της «παγκοσμιοποίησης». Κάνουν σημαία τους την πάλη ενάντια στο «νεοφιλελευθερισμό». Εκεί κάπου «συναντώνται» πολιτικά με τον «καθεστωτικό», όπως οι ίδιοι τον θεωρούν, ρεφορμισμό.

 

Η σύγχυση -το λιγότερο- που χαρακτηρίζει αυτές τις αντιλήψεις, δημιουργεί, ωστόσο, και κάποιες αναπόφευκτες περιπλοκές. Αντιτασσόμενοι λ.χ. στην «παγκοσμιοποίηση» με έναν τρόπο την …στηρίζουν. Για την ακρίβεια αυτό που στηρίζουν, «απ” την ανάποδη» είναι το θεώρημα που πλασάρει το σύστημα. Εκεί που «μπερδεύονται» ωστόσο περισσότερο, είναι αλλού. Αν όντως υπάρχει «παγκοσμιοποίηση», αν πράγματι η γενική τάση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων είναι αυτή, τότε μία στάση εναντίωσης «στην εξέλιξη» φαντάζει σαν λίγο πολύ συντηρητική (τουλάχιστον).

 

Τη σύγχυση αναλαμβάνει -υποτίθεται- να ξεδιαλύνει μια άλλη άποψη. Η «παγκοσμιοποίηση», η τάση προς «ολοκλήρωση» του καπιταλισμού περιφερειακά και παγκόσμια, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και είναι μάλιστα και «ακαταμάχητη». Σαν τέτοια έχει με μια έννοια και έναν αντικειμενικά, ιστορικά, προοδευτικό χαρακτήρα. Μόνο που η αστική τάξη που σ’ αυτήν ανήκει κατ’ αρχάς και αντικειμενικά ο ρόλος προώθησης αυτού του προτσές, εμφανίζεται «ανίκανη» να το εκπληρώσει. Αυτό το «ιστορικό καθήκον» πέφτει πλέον στους ώμους της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος που αναλαμβάνουν το ρόλο προώθησης αυτού του προτσές και -εννοείται- σε σοσιαλιστική, κομμουνιστική πλέον βάση. Το πρόβλημα «λύθηκε»!

 

Μόνο που οι πραγματικές εξελίξεις δεν εννοούσαν να συμμορφωθούν σε περισπούδαστες αλλά ανεδαφικές αναλύσεις. Η άτιμη η πραγματικότητα επέμενε να συμπεριφέρεται με το δικό της τρόπο. Να δημιουργεί γεγονότα που δεν χωρούσαν σε προκατασκευασμένα σχήματα. «Τόσο το χειρότερο» για την πραγματικότητα λοιπόν. Είχαμε έτσι φαινόμενα «αγνόησης» σημαντικών γεγονότων. Τη «διόρθωσή» τους ώστε να χωράνε σε εκτιμήσεις του αέρος. Το αποτέλεσμα ήταν απερίγραπτες εκτιμήσεις ιδιαίτερα για τις διεθνείς εξελίξεις αλλά και τον χαρακτήρα της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη. Αν κανείς αποφάσιζε καμιά φορά να τις συγκεντρώσει θα έφτιαχνε ένα ατέλειωτο περιδέραιο από μαργαριτάρια.

Το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό. Το χειρότερο ήταν η αδράνεια, απέναντι σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, η ανοχή απέναντι στα εγκλήματα των ιμπεριαλιστών ή ακόμα και η «διακριτική» στήριξη. Αυτό το αίσχος «εξηγούνταν» μέσα από τις πιο απίστευτες και εξοργιστικές δικαιολογίες. Αλλά πώς να αντιταχθεί κανείς στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, όταν θέλει να «αγνοεί» την ιμπεριαλιστική παράμετρο των γεγονότων. Πώς να κινηθεί ενάντια στα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα όταν κάτι τέτοιο τον βγάζει έξω απ” αυτό που φαντάζεται ότι συνιστά «ταξική» θεώρηση και αντιμετώπιση των πραγμάτων. Πώς να ενεργοποιηθεί όταν κάτι τέτοιο θα διατάρασσε την τόσο βολική τακτοποίηση της σκέψης τους.

 

Ο κοινός παρονομαστής και το κεντρικό ερώτημα

Υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής σε όλα αυτά. Η άρνηση, η αγνόηση της ιμπεριαλιστικής διάστασης του συστήματος. Τόσο όσον αφορά τη θεώρηση, την ανάλυση της πραγματικότητας όσο και σε σχέση με τη διαμόρφωση της γραμμής της αντιμετώπισης της κατάστασης.

Ο δεύτερος κοινός παρονομαστής, συνάρτηση του πρώτου, είναι η αποδοχή, η στήριξη του αστικού θεωρήματος της «παγκοσμιοποίησης» (άμεσα η έμμεσα).

Τα κίνητρα βεβαίως διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση. Οι εκπρόσωποι του συστήματος, ξέρουν τι θέλουν, πως το συγκαλύπτουν, πως το προωθούν, το πλασάρουν και με ποιους στόχους. Τον αποπροσανατολισμό, τη δημιουργία σύγχυσης, την απογοήτευση, την καθήλωση, αδρανοποίηση των μαζών.

Οι ρεφορμιστές με εγγενές το σύνδρομο της εθελοτυφλίας επιμένουν -και στο όνομα του «ρεαλισμού» παρακαλώ- να αγνοούν την πραγματικότητα και να σχεδιάζουν κινήσεις σ’ έναν ανύπαρκτο κόσμο. Δεν έχουν το «άδικο». Μόνο σε έναν τέτοιο φανταστικό κόσμο μπορούν να έχουν το ρόλο που ονειρεύονται.

Ως προς άλλους και εν συγχύσει διατελώντες υπάρχει σ’ αυτούς μια αντίφαση που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν. Ή θα προσαρμόσουν τις θεωρήσεις τους στις αριστερές τους διαθέσεις ή θα οδηγηθούν στο να προσαρμόσουν την πολιτική τους στάση σ’ αυτές τις θεωρήσεις. Ήδη ορισμένες δυνάμεις «προσαρμόζονται» στη βάση της δεύτερης και αρνητικής εκδοχής. Αυτό σημαίνει κιόλας κάτι. Ότι θεμελιώδης προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μιας αριστερής στάσης (ή πολύ περισσότερο επαναστατικής, κομμουνιστικής) και τη συγκρότηση μιας αντίστοιχης γραμμής πάλης, είναι η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Σ’ αυτό στηρίζονται και τα όποια επόμενα βήματα. Γιατί αυτό που διαπιστώνεται καθημερινά και στην πράξη είναι πως η παράκαμψη του καθήκοντός της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, στο όνομα μιας υποτίθεται «καθαρής», «ταξικής», «αντικαπιταλιστικής πάλης» στην πραγματικότητα ακυρώνει τόσο την αντιιμπεριαλιστική όσο και την αντικαπιταλιστική πάλη.

 

Η άποψή μας είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, πως βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου επιχειρείται η επανακατάκτηση, επαναποικιοποίηση του κόσμου από τους ιμπεριαλιστές. Αυτό πέραν όλων των άλλων σημαίνει πως δεν αποδεχόμαστε τα αστικά θεωρήματα περί «παγκοσμιοποίησης» ή όποιας παρόμοιας παραλλαγής, αλλά εμμένουμε στην αντίληψη πως όχι μόνο υπάρχει η ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και είναι αυτή που χαρακτηρίζει, προσδιορίσει το στάδιο ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεται. Ας αναφερθούμε όμως πιο συγκεκριμένα σε κάποια ζητήματα.

 

Το κεντρικό ερώτημα στο οποίο θα μπορούσαν να συνοψιστούν μια σειρά μερικότερα, κι έτσι όπως μπαίνουν σήμερα, θα μπορούσε να τεθεί ως εξής. Έχουμε έναν καπιταλισμό που περνάει τα εθνικά σύνορα και απλώς «μεταφέρει» την καπιταλιστική λειτουργία σε άλλες χώρες; Μια διεθνή δράση του κεφαλαίου, που αναπτύσσει, ενοποιεί την παγκόσμια οικονομία; Ή έχουμε έναν -καπιταλισμό στη βάση του πάντα- που επίσης επεκτείνεται αλλά κατά κύριο λόγο κατακτώντας (και όχι μόνο οικονομικά) και που λειτουργεί σ’ αυτό το πεδίο με όρους επικυριαρχίας; (όσον αφορά τη σχέση ιμπεριαλιστικών, εξαρτημένων χωρών).

Θα μπορούσαν πέρα απ’ αυτό να τεθούν και ορισμένα ειδικότερα ερωτήματα. Η διεθνής -ας την πούμε έτσι- λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος είναι ταυτόσημη με την αντίστοιχη στο εσωτερικό μιας καπιταλιστικής (μητροπολιτικής) χώρας, ή μια λειτουργία που διατηρώντας τις καπιταλιστικές φόρμες και νόρμες, λειτουργεί ωστόσο στη βάση ιδιαίτερων προδιαγραφών, όρων και σχέσεων;

Είναι μια λειτουργία συγκυριακή, μεταβατική, που μέλλει να ξεπεραστεί (εννοείται αφ’ εαυτής και όχι π.χ. μέσω της επαναστατικής ανατροπής) ή αποτελεί μόνιμο, συστατικό στοιχείο του -«όλου» πλέον- καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού συστήματος;

Αυτή η ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος, εφόσον δεχτούμε (όπως εμείς) την ύπαρξή της πώς επιδρά (αντεπιδρά) στην «εσωτερική» λειτουργία του καπιταλισμού, ποιους όρους διαμορφώνει; Ακόμη, ποιες σχέσεις διαμορφώνει ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και τις εξαρτημένες «περιφερειακές» χώρες;

ποιες σχέσεις διαμορφώνει ανάμεσα στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις;

Τέλος, ποια η προοπτική αυτής της εξέλιξης, και πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από την αριστερά, από τους λαούς με βάση και το είδος των απαντήσεων που μπορεί να δοθούν σε αυτά τα ερωτήματα. Ας τα δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα.

 

Εθνικό – υπερεθνικό πεδίο

Αναφερθήκαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο στα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Εδώ θα αναφερθούμε συνοπτικά σε ορισμένες πλευρές και εκφράσεις αυτής της λειτουργίας που συνδέονται με το συγκεκριμένο ζήτημα που εξετάζουμε.

Να διευκρινίσουμε κατ’ αρχάς ότι μιλάμε αναφερόμενοι στη λειτουργία χωρών με πλήρως αναπτυγμένη την καπιταλιστική τους λειτουργία (μητροπόλεις).

Σ’ αυτές τις χώρες, έχουμε μια πλήρη, συνολική, οργανική καπιταλιστική διάρθρωση.

Στο επίπεδο της παραγωγής, οι διάφοροι κλάδοι είναι οργανικά διαρθρωμένοι σε βάση συμπληρωματικότητας και αλληλεξάρτησης.

Στο πεδίο της αγοράς, οι ανταλλαγές, οι συναλλαγές, το εμπόριο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεν αποτελούν σχέσεις που απλώς επικάθονται στην παραγωγική βάση αλλά είναι πλήρως και οργανικά διασυνδεμένες με αυτή τη βάση και μεταξύ τους.

Οι πάσης φύσεως θεσμοί, μηχανισμοί είναι προσαρμοσμένοι σε αυτήν την οικονομική διάρθρωση, υπηρετούν, διασφαλίζουν τη λειτουργία και αναπαραγωγή της. Όλα αυτά συνδέονται και εκφράζονται μέσα από μια αντίστοιχη κοινωνική διάρθρωση, συναποτελούν ένα συνολικό και ενιαίο κοινωνικοοικονομικό σύνολο το οποίο λειτουργεί στη βάση καθορισμένων κοινά αποδεκτών κανόνων. (Προς αποφυγή παρανοήσεων να διευκρινίσουμε εδώ πως όταν αναφερόμαστε σε κοινούς κανόνες, δεν εννοούμε ούτε δίκαιους ούτε αποδεκτούς από όλους με τον ίδιο τρόπο, αλλά κανόνες που έχουν επιβληθεί, κατοχυρωθεί και ισχύουν καθολικά). Και υπεράνω όλων και ως «όλον» το κράτος. Όχι, η όχι μόνο σαν ο επικεφαλής μηχανισμός, αλλά σαν η ανώτερη συλλογική και συνολική έκφραση του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού οικοδομήματος. Ή αλλιώς σαν η έκφραση της κυριαρχίας της συγκεκριμένης αστικής τάξης στην κάθε συγκεκριμένη χώρα. Σε σχέση με αυτό το τελευταίο χρειάζεται να υπογραμμιστεί -γιατί έχει ιδιαίτερη σχέση με το θέμα μας- ένα πράγμα. Ότι στα πλαίσια του κάθε συγκεκριμένου καπιταλιστικού σχηματισμού, είναι λυμένο ένα κρίσιμο ζήτημα. Το ζήτημα της κυριαρχίας.

 

Η διεθνής διάσταση του συστήματος

Όσον αφορά τώρα τη διεθνή δράση του κεφαλαίου αυτό που είναι κατ’ αρχάς σαφές είναι πως δεν πρόκειται για μια απλή «μεταφορά» αυτών των όρων λειτουργιών και σχέσεων από το εθνικό στο υπερεθνικό πεδίο. Γιατί αυτό που είναι ορατό για όλους είναι πως ο κόσμος υπάρχει και λειτουργεί στη βάση του χωρισμού του σε κράτη. Ακόμη, πως αυτά τα κράτη κατατάσσονται βασικά σε δύο κατηγορίες. Σε κράτη μεγάλα και ισχυρά (οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά, γεωστρατηγικά) και σε κράτη μικρά και αδύναμα σε σχέση με τα πρώτα.

Αυτή η πραγματικότητα αναδείχνει κατ’ αρχάς ένα θεμελιώδες ζήτημα. Ότι δεν έχουμε μία και ενιαία αλλά πολλές κυριαρχίες.

Το δεύτερο και καθοριστικό για το είδος των σχέσεων που διαμορφώνονται, είναι πως δεν έχουμε ίσες αλλά άνισες μορφές κυριαρχίας.

Αυτά είναι τα βασικά δεδομένα που κατ” αρχάς διαμορφώνουν το διεθνές πλαίσιο. Οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη είναι που συγκροτούν το πεδίο των διεθνών σχέσεων και οι συσχετισμοί ανάμεσά τους είναι που διαμορφώνουν τους όρους, το είδος, τα χαρακτηριστικά αυτών των σχέσεων. Όλα τα άλλα απορρέουν και συναρτώνται με αυτό. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που -ευθέως- δεν αμφισβητείται ούτε από τους εκπροσώπους του συστήματος. Αυτό που προτιμούν είναι να προβάλουν την ιδέα πως η προοπτική των πραγμάτων είναι να «ξεπεραστούν αυτοί οι διαχωρισμοί». Φυσικά καθόλου «αθώα».

Γιατί όταν λ.χ. διακηρύσσουν την αναγκαιότητα «γκρεμίσματος των οικονομικών συνόρων» γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα μόνα σύνορα που μπορεί να γκρεμιστούν είναι αυτά των μικρών, αδύναμων χωρών. Ότι των μητροπόλεων μένουν απρόσβλητα. Ότι πραγματικός στόχος σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι παρά η διευκόλυνση της παραπέρα λεηλασίας των εξαρτημένων χωρών. Ας δούμε ωστόσο κάποιες ειδικότερες εκφράσεις του πράγματος.

 

Στο οικονομικό πεδίο (που θεωρείται πως αναπτύσσονται και οι πιο ισχυρές «παγκόσμιοποιητικές» τάσεις) και κατ’ αρχάς αυτό της παραγωγής. Το ερώτημα είναι πως αυτό που υφίσταται ή τείνει να διαμορφωθεί στο προσεχές διάστημα, είναι μια ενιαία παγκόσμια παραγωγική διάρθρωση; Ή μήπως ξεχωριστοί παραγωγικοί (οικονομικοί) σχηματισμοί που λειτουργούν κυρίως σε εθνοκεντρική βάση;

Ολοφάνερα για μας ισχύει το δεύτερο. Όλα τα δεδομένα, όλοι οι δείκτες ποσοτικοί και ποιοτικοί συνηγορούν στην ίδια διαπίστωση. Ότι αυτό που υπάρχει δεν είναι μια ενιαία παγκόσμια παραγωγική διάρθρωση που να λειτουργεί «αφ’ εαυτής» αλλά κατά βάση ένα «άθροισμα» ξεχωριστών παραγωγικών σχηματισμών και όχι ένα ενιαίο πλέγμα. Υπάρχει βέβαια αλληλεπίδραση και αλληλοεπηρεασμός, αλλά όχι στο επίπεδο που να αναιρεί αυτό το βασικό χαρακτηριστικό. Τον διαχωρισμό.

 

Στο πεδίο της αγοράς, όπου έχουμε και την πιο αναπτυγμένη έκφραση της διεθνούς διάστασης του καπιταλισμού. Αυτή που η λειτουργία της επιδρά και υποτίθεται πως καθορίζει τον παγκόσμιο καταμερισμό. Και πάλι τα πραγματικά δεδομένα μας λένε πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Ότι η διεθνής αγορά καλύπτει ένα μόνο μέρος των συνολικών συναλλαγών του καπιταλιστικού κόσμου. Ότι είναι ο κύριος όγκος των συναλλαγών και ο κρίσιμος είναι αυτός που πραγματοποιείται στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών. (και βασικά των μητροπόλεων).

Αυτό δεν είναι ούτε προσωρινό ούτε συγκυριακό φαινόμενο, ούτε έχει έναν απλά ποσοτικό χαρακτήρα. Η διεθνής αγορά δεν είναι η έκφραση και δεν «πατάει» σε μια παγκόσμια και ενιαία διαρθρωμένη παραγωγή, αλλά αποτελεί κατά κύριο λόγο την «εξωτερική έκφραση» ξεχωριστών οικονομικών σχηματισμών που λειτουργούν κατά βάση εθνοκεντρικά.

Το πεδίο όπου «συναντώνται» αυτές οι εξωτερικές εκφράσεις και σε κλίμακα που καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την εσωτερική τους λειτουργία και ανάγκες. Το, πραγματικό, γεγονός ότι υπάρχει αλληλεπίδραση δεν αλλάζει το χαρακτήρα της συνάρτησης.

 

Ως προς τους κοινωνικούς όρους, εθνικούς, πολιτιστικούς, την ενότητα συνείδησης ή τη συνείδηση κοινότητας δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα ιδιαίτερο μια και οι διαχωρισμοί είναι ολοφάνεροι. Αντίστοιχα δεν υπάρχουν οι θεσμοί, οι μηχανισμοί που θα εκφράζουν, υπηρετούν, υποστηρίζουν και αναπαράγουν μια ενιαία διάρθρωση κ.λπ.

Ως προς αυτό το τελευταίο χρειάζεται ωστόσο να ειπωθεί κάτι περισσότερο. Προβάλλεται ιδιαίτερα η ύπαρξη διεθνών θεσμών (από τον ΟΗΕ μέχρι το ΔΝΤ κ.ά.) οι οποίοι υποτίθεται πως εκφράζουν αυτή την παγκόσμια διάσταση του συστήματος ή πολύ περισσότερο την «ενότητα» του κόσμου (ή έστω τη δυναμική των τάσεων που οδηγούν σε μια τέτοια κατεύθυνση). Στην πραγματικότητα βέβαια όλοι αυτοί οι οργανισμοί δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να υπηρετούν τα συμφέροντα και τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Όχι τυχαία. Οι διεθνείς οργανισμοί, και αυτό είναι το βασικό στοιχείο που τους χαρακτηρίζει, δεν έχουν μια αυτόνομη, μια δική τους βάση ύπαρξης. Αποτελούν προϊόν και έκφραση συμφωνιών ανάμεσα στα …κράτη. Έχουν τόση αρμοδιότητα όση τους «παραχωρούν» τα κράτη και αυτή ασκείται στη βάση του συσχετισμούς που υπάρχει ανάμεσα στα κράτη πάντα.

 

Αυτή η πραγματικότητα παίζει καθοριστικό ρόλο στο πώς διαμορφώνονται οι διεθνείς σχέσεις. Καταρχάς οι πάσης φύσεως διεθνείς οικονομικές συναλλαγές υπόκεινται σε πολύ διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι στο εσωτερικό μιας καπιταλιστικής χώρας.

Κεντρικό στοιχείο η απουσία σταθερών κοινά παραδεκτών, αποδεκτών και κατοχυρωμένων κανόνων. Απουσιάζει αυτό που στην αστική οικονομολογία αναφέρεται σαν «σταθερό οικονομικό περιβάλλον». Οι όποιοι κανόνες υφίστανται, διαμορφώνονται και -συνεχώς- μεταβάλλονται στη βάση των συσχετισμών ανάμεσα στα κράτη και των πολιτικών που προωθούν τα πιο ισχυρά από αυτά.

 

Έτσι το βασικό στοιχείο στη διεθνή αγορά είναι οι ανισότιμες συναλλαγές. Αυτό ισχύει ακόμα και όταν δεν υπεισέρχονται οι «δυναμικοί» παράγοντες των διεθνών σχέσεων. Η βασική (και οικονομική) αιτία είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη. Πολύ περισσότερο που οι σχέσεις ιδιαίτερα μητροπόλεων – εξαρτημένων χωρών δεν καθορίζονται από τους όποιους υποτυπώδες έστω κανόνες αλλά σε βάση απροκάλυπτης επιβολής.

 

Σημαντική είναι η επίδραση στο πεδίο των επενδύσεων (ή «επενδύσεων»). Η συνάρτηση -όπως λέγεται- ρίσκου-ποσοστού κέρδους, το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο θεωρείται και είναι πολύ μεγαλύτερη στο διεθνές πεδίο απ’ ό,τι στο εσωτερικό μιας χώρας. Αυτό αποτελεί έναν πρόσθετο παράγοντα που ενισχύει την τάση της επιδίωξης του μέγιστου ποσοστού κέρδους σ’ αυτό το πεδίο (που όσον αφορά τις «επενδύσεις» στις εξαρτημένες χώρες φτάνει σε επίπεδα ληστείας). Γενικότερα ενισχύει τις τάσεις κερδοσκοπικής και λιγότερο επενδυτικής – παραγωγικής δράσης του κεφαλαίου.

 

Όλα αυτά σημαίνουν ότι τον καθοριστικό, τον κρίσιμο ρόλο στις διεθνείς συναλλαγές τον έχουν «μη οικονομικοί» όροι. Ο διεθνής συσχετισμός και μάλιστα αυτός που διαμορφώνεται όχι μόνο από οικονομικούς αλλά και από πολιτικούς και στρατιωτικούς όρους. Άλλωστε οι βάσεις της υπεροχής των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων οικοδομήθηκαν κατά κύριο λόγο με τη βία. Με την επιβολή όρων επικυριαρχίας, την επιβολή ανισότιμων «συναλλαγών», την κατοχύρωση (και δια των όπλων) της μέγιστης δυνατής «ασφάλειας» και κερδοφορίας των «επενδύσεων». Με άλλα λόγια ο περίφημος «διεθνής οικονομικός καταμερισμός» δεν είναι και τόσο οικονομικός, αλλά αυτός που έχει επιβληθεί σε βάση συσχετισμών ισχύος, είναι αυτός που έχουν επιβάλει κυριαρχικά οι ιμπεριαλιστές.

 

Οι αρνητικές συνέπειες δεν «τελειώνουν» εδώ. Η ανισοτιμία, ανισομετρία ενισχύει στο έπακρο τις τάσεις συγκέντρωσης συγκεντροποίησης σε όλα τα πεδία. Οι ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις σωρεύουν όλο και περισσότερη οικονομική, πολιτική, στρατιωτική ισχύ, ενώ οι εξαρτημένες αποδυναμώνονται ακόμη πιο πολύ (ποια σύγκλιση).

Μια τέτοια σχέση πραγμάτων αντεπιδρά και στη διαμόρφωση των σχέσεων και χαρακτηριστικών και στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Ένα βασικό στοιχείο είναι η ενίσχυση των τάσεων αναπαραγωγής αυτής της ανισομετρίας. Οι ιμπεριαλιστές όχι μόνο δεν έχουν κανέναν λόγο για να επιδιώξουν την εξάλειψή της, τη σύγκλιση των οικονομιών, αλλά πάρα πολλούς για να διατηρήσουν αυτή την ανισομετρία, να την αναπαράγουν, να τη διευρύνουν όσο γίνεται περισσότερο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η βάση της εκστρατείας επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου. Μια κατεύθυνση στην οποία συναινούν και συνεργάζονται μεταξύ τους οι ιμπεριαλιστές.

Μόνο που στο κεφάλαιο αυτό υπάρχει και μια «περιπλοκή». Της «διανομής» αυτού του κόσμου. Εδώ παίζει πλέον καθοριστικό ρόλο και ο όλο και εντεινόμενος ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Πριν δούμε ωστόσο και αυτή την πλευρά θεωρούμε χρήσιμη, για την καλύτερη κατανόησή του, την αναφορά στην ιστορική διάσταση του φαινομένου του ιμπεριαλισμού.

 

Οι «ιδιοκτήτες του κόσμου»

Οι όροι, οι αιτίες για μια τέτοια μορφή και εξέλιξη των διεθνών σχέσεων βρίσκονται μέσα στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού αλλά και στην ιστορική πορεία διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών του. Ο ιμπεριαλισμός στη συγκεκριμένη του μορφή εμφανίζεται γύρω στα τέλη του 19ου, αρχές του 20ου αιώνα. Ωστόσο οι πρωταρχικοί όροι και στοιχεία του διαμορφώθηκαν την προηγούμενη περίοδο.

Στην αφετηρία αυτής της διαδικασίας βρίσκεται η πρωταρχική ανάπτυξη του καπιταλισμού στον ευρωπαϊκό χώρο. Το πέρασμα σε μια νέα – ανώτερη μορφή οικονομικής, κοινωνικής συγκρότησης έβαλε τις βάσεις (ακόμη και πριν αυτή ολοκληρωθεί) για την υπεροχή αυτών των χωρών απέναντι στον άλλο κόσμο. Αυτή η δυνατότητα και μετά από μια ολάκερη περίοδο εμπορικής (αλλά όχι μόνο) δραστηριοποίησης στην περιοχή της Μεσογείου και της εγγύς Ανατολής (οι ιταλικές πόλεις-κράτη), οδήγησε στη συνέχεια σε πιο τολμηρές εξορμήσεις σε νέες και «άγνωστες» περιοχές σε όλη την ήπειρο. Είναι η περίοδος κατά την οποία οι ευρωπαϊκές χώρες κατακτούν σχεδόν όλο τον κόσμο και με έναν τρόπο τον μοιράζονται μεταξύ τους και, εννοείται, όχι χωρίς ανταγωνισμούς και αντιπαραθέσεις μιας ορισμένης κλίμακας.

Οι κατακτημένες περιοχές αρχικά αντιμετωπίστηκαν με απόλυτα ληστρική λογική. Αναζήτηση χρυσού, πολυτίμων λίθων και γενικά «έτοιμου» συσσωρεμένου πλούτου. Μια περίοδος που ταυτόχρονα χαρακτηρίστηκε από τη μαζική εξόντωσή ολάκερων πληθυσμών. Στην Αυστραλία, στην Βόρεια Αμερική εξοντώθηκε σχεδόν το σύνολο του ιθαγενούς πληθυσμού (για να εγκατασταθούν στη συνέχεια οι Ευρωπαίοι άποικοι στις έτσι «εκκαθαρισμένες» περιοχές). Με τον ίδιο τρόπο εξοντώθηκε μαζικά ο πληθυσμός και σε άλλες περιοχές της αμερικανικής ηπείρου, της Αφρικής, της Ασίας.

 

Στην πορεία οι αποικιοκράτες περνάνε στη φάση της πιο συστηματικής εκμετάλλευσης. Με τη δημιουργία επιχειρήσεων αγροτικών, μεταλλευτικών, εμπορικών που «αξιοποιούν» το φτηνό εργατικό δυναμικό, τις «παρθένες» εκτάσεις και κάθε πηγή πλούτου. Άφθονος πλούτος εισρέει έτσι από τις αποικίες στις ευρωπαϊκές χώρες (και τις αναδυόμενες ΗΠΑ λίγο αργότερα) και δίνει νέα ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που τις κάνει ακόμα πιο ισχυρές, όχι μόνο απέναντι στις αποικιοκρατούμενες χώρες αλλά και τις απρόσβλητες έως τότε οθωμανική, ρωσική, Κινεζική, ιαπωνική αυτοκρατορίες. Διαμορφώθηκε έτσι ένας συσχετισμός που αναπαραγόμενος και διευρυνόμενος αλλά και με τις όποιες τροποποιήσεις του φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

Από την άλλη μεριά καταδίκασε αυτές τις περιοχές στην πιο μεγάλη καθυστέρηση. Ακόμα χειρότερα. Τις γύρισε πολλά χρόνια πίσω. Κατέστρεψε τις παραγωγικές τους υποδομές, αποδιάρθρωσε συνολικά την παραγωγική, οικονομική τους δομή και λειτουργία. Εξαφάνισε χωριά και πολιτείες. Αποσύνθεσε τον κοινωνικό τους ιστό, ξερίζωσε τον πολιτισμό τους. Δολοφόνησε εκατομμύρια και άλλα τόσα έσυρε στα σκλαβοπάζαρα. Γιατί το πέρασμα σ’ αυτή τη νέα φάση της αποικιοκρατίας, συνοδεύτηκε και από ένα ακόμη έγκλημα, από τα μεγαλύτερα στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Η εξόντωση των ιθαγενών στην αμερικανική ήπειρο δημιούργησε πρόβλημα έλλειψης εργατικών χεριών για τις αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις των αποικιοκρατών. Αυτό ώθησε στην ανάπτυξη του δουλεμπορίου. Οι νέοι της Αφρικής μετατρέπονται έτσι σε θηράματα που κυνηγιούνται ανελέητα, αιχμαλωτίζονται και μεταφέρονται κατά χιλιάδες στην Αμερική. Η Αφρική πέρα από τις άλλες συνέπειες της αποικιοκρατίας, χάνει έτσι για μια ολάκερη ιστορική περίοδο τη νεολαία της – τον ανθό της. Ολάκερη η ήπειρος ρημάζει. Και γυρίζει αιώνες πίσω.

 

Η αντεπίδραση στη λειτουργία του συστήματος

Ταυτόχρονα έχουμε εδώ και μια εξέλιξη αποφασιστικής σημασίας. Όλα αυτά επιδρούν καθοριστικά, όχι μόνο στην εν γένει ανάπτυξη του καπιταλισμού αλλά και στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του. Ο καπιταλισμός «εθίστηκε» στο να λειτουργεί με ευνοϊκούς («εξωτερικούς») όρους και προσάρμοσε τη λειτουργία του σε μια τέτοια σχέση πραγμάτων. Στο να διαθέτει άφθονο -και πέραν του γηγενούς- φθηνό εργατικό δυναμικό. Άφθονες και φθηνές (σχεδόν δωρεάν) πρώτες ύλες. (Αργότερα και φθηνή ενέργεια – πετρέλαιο). Φθηνά αγροτικά προϊόντα. Απέραντες εκτάσεις προς εκμετάλλευση. Αγορές απόλυτα ελεγχόμενες με τις οποίες «συναλλάσσονταν» (τρόπος του λέγειν) με τους πλέον επικερδείς όρους. Ακόμη περισσότερο. Στο να θεωρεί αμετακίνητο δεδομένο («κεκτημένο») την ύπαρξη αυτών των ευνοϊκών όρων και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμά του την αναπαραγωγή και διεύρυνσή τους. Στο να διαθέτει πλεόνασμα κερδών και μια βάση συσσώρευσης κεφαλαίου πέραν της «εσωτερικής».

Ταυτόχρονα, ενισχύθηκαν έτσι οι τάσεις «εξωστρέφειας» της οικονομίας των αποικιοκρατικών χωρών. Μια εξέλιξη που επέδρασε και στη διαμόρφωση των σχέσεων ανάμεσα στις αποικιοκρατικές χώρες αν και με αντιφατικό τρόπο (συνεργασία – ανταγωνισμός ).

 

Καθοριστικής σημασίας η επίδραση αυτών των εξελίξεων στη διαμόρφωση, τροποποίηση της εσωτερικής, της κοινωνικής διάταξης, και πάλι με αντιφατικό τρόπο. Σε πρώτο πλάνο, σταθεροποιούσε οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά την κυριαρχία της αστικής τάξης καθώς το περίσσευμα πλούτου συνέτεινε στη διαμόρφωση, διεύρυνση «ενδιάμεσων» κοινωνικών στρωμάτων. Από την άλλη μεριά διαμορφώνει μια οικονομική και κοινωνική δομή που η ισορροπία της εξαρτιόταν σε καθοριστικό βαθμό από τη διατήρηση αυτής της προνομιακής θέσης στο παγκόσμιο ταμπλό. Αυτός άλλωστε είναι και ένας αποφασιστικός παράγοντας που καμιά από τις χώρες αυτές δεν διατίθεται να «παραιτηθεί» από αυτήν την προνομιακή θέση, που αγωνίζεται λυσσαλέα (τότε και τώρα) για να την διατηρήσει και ενισχύσει τόσο απέναντι στις αποικιοκρατούμενες-εξαρτημένες χώρες όσο και απέναντι στους ανταγωνιστές της.

Σ’ αυτούς τους όρους και σχέσεις βρίσκονται οι αφετηριακοί παράγοντες για την ενίσχυση των αντιδραστικών τάσεων και αντιλήψεων.

Μέσα από αυτές τις εξελίξεις η Δύση απέκτησε μια αίσθηση περίπου «ιδιοκτησίας» του κόσμου και από την οποία δεν λέει να παραιτηθεί μέχρι και σήμερα.

Σ’ αυτές τις σχέσεις βρίσκεται η μήτρα των αντιλήψεων περί ανωτερότητας της λευκής φυλής, του δυτικού «πολιτισμού», της χριστιανικής θρησκείας.

Εδώ αναπτύχθηκε και η αποκρουστική αντίληψη στη βάση της οποίας οι «πολιτισμένοι» λευκοί θεωρούν πως έχουν «δικαίωμα» ζωής και θανάτου πάνω στις «κατώτερες φυλές». Μια αντίληψη που στην ουσία της αναπαράγεται στις μέρες μας και βασικά από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Ταυτόχρονα οι σχέσεις που συνολικά διαμορφώθηκαν σε όλη αυτή την περίοδο διαμόρφωσαν, προετοίμασαν τους όρους για το πέρασμα στον ιμπεριαλιστικό στάδιο.

 

Το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό

Η ουσία των σχέσεων που συνδέουν τις μητροπόλεις με τις αποικίες τους δεν αλλάζει με το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο. Άλλωστε για πολλά χρόνια και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αλλάζει μήτε η μορφή του. Το αποικιακό σύστημα καταρρέει μόλις μετά τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ το ψυχορράγημά του προεκτείνεται μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Ωστόσο η μορφή τους (και όχι μόνο) επηρεάζεται από το πέρασμα σ’ αυτήν τη νέα περίοδο καθώς και από την αυξανόμενη ένταση των ανταγωνισμών και της αναπτυσσόμενης ταξικής πάλης. Ωστόσο η ουσία, η βάση των σχέσεων παραμένει ίδια. Στην πραγματικότητα παραμένει μια σχέση επικυριαρχίας που θεμελιώθηκε με στρατιωτικά μέσα τα οποία συνεχίζουν να έχουν τον κρίσιμο ρόλο στη συντήρηση και αναπαραγωγή της. Το ιστορικό των πιέσεων, των εκβιασμών, των πραξικοπημάτων, των ανοιχτών στρατιωτικών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων δεν μπορεί να αποδοθεί σε λίγες γραμμές. Το αντικείμενό τους πάντα, η επικυριαρχία που διασφαλίζει την εκμετάλλευση. Τις φθηνές πρώτες ύλες και ενέργεια. Το αναλώσιμο εργατικό δυναμικό. Τις ελεγχόμενες αγορές.

Οι συναλλαγές συνεχίζουν να είναι ανισότιμες σε όλα τα πεδία. Το πέρασμα μάλιστα στον ιμπεριαλισμό διεύρυνε αυτά τα πεδία «βελτίωσε» τις μέθοδες εκμετάλλευσης, συστηματοποίησε τον υποτιθέμενο «διεθνή καταμερισμό». Μια βασική έκφραση αυτού του καταμερισμού είναι αυτή που ήθελε τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις βασικά σαν παραγωγούς (και εξαγωγείς) βιομηχανικών προϊόντων και της αποικιοκρατούμενες και εξαρτημένες χώρες, αγροτικών προϊόντων, πρώτων υλών, ενέργειας.

Στις μέρες μας μάλιστα υπάρχει μια σημαντική εξέλιξη. Ισχυροποιείται μια τάση οικειοποίησης (από τις μητροπόλεις) μονοπώλησης και των αγροτικών προϊόντων (του κλάδου τροφίμων κυρίως). Αυτό χειροτερεύει τη θέση των εξαρτημένων χωρών. Δεν είναι ότι αλλάζει η βασική σχέση. Τροποποιείται υπέρ των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Στη γενική της μορφή υφίσταται στη βάση ενός διαχωρισμού που θέλει τις αναπτυγμένες χώρες να παράγουν (και να εξάγουν) προϊόντα υψηλής οικονομικής απόδοσης και να εισάγουν φθηνά. Το αντίστροφο ισχύει για τις αδύναμες.

Ακριβώς αυτό είναι που διευρύνει την ανισότητα, την κάνει χάσμα αντί να οδηγεί στην θρυλούμενη «σύγκλιση». Η διαφορά (στην αξία) βρίσκεται -από οικονομική άποψη- στη βάση της υψηλής προστιθέμενης αξίας στα προϊόντα των αναπτυγμένων χωρών (προϊόντα βιομηχανικά που ενσωματώνουν προωθημένη τεχνολογία κ.λπ.). Ωστόσο ο καθοριστικός παράγοντας κατά την άποψή μας είναι ο συσχετισμός αυτός που επιτρέπει στις ιμπεριαλιστικές χώρες να επιβάλουν διαφορές τιμολόγησης πολύ μεγαλύτερες από θέσεις που θα μπορούσαν να εξηγηθούν με μόνο «καθαρά», ας πούμε, οικονομικούς όρους.

 

Ανάλογο χαρακτήρα έχει και η κίνηση κεφαλαίων στην οποιαδήποτε μορφή της.

Όσον αφορά δε το πεδίο των επενδύσεων. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για εγχειρήματα που επιβάλλουν ληστρικούς όρους εκμετάλλευσης φθηνού εργατικού δυναμικού, υλών, ενέργειας κ.λπ. Ταυτόχρονα δεν αποτελούν -κατά κανόνα- μόνιμο τμήμα της συνολικής διακλάδωσης των μητρικών επιχειρήσεων. Συνήθως εκφράζουν ευκαιριακές κινήσεις με τις οποίες επιχειρείται να αξιοποιηθεί κερδοσκοπικά μια ευνοϊκή συγκυρία και για όσο αυτή υφίσταται.

Από την άλλη μεριά αποτελούν – σχεδόν πάντα μια κίνηση που δεν εντάσσεται οργανικά στην ιθαγενή παραγωγική διάρθρωση απέναντι στην οποία δρα αποσυνθετικά.

Έτσι αν «δημιουργεί», όπως προπαγανδίζεται, εκατό ας πούμε θέσεις εργασίας, καταστρέφει πολλαπλασιάσιες. Επενδύσεις ευρύτερου και μονιμότερου χαρακτήρα γίνονται σε ειδικές περιπτώσεις και μόνο και εφόσον έχουν διασφαλιστεί οικονομικοί, πολιτικοί ή και στρατιωτικοί όροι και σε τέτοιο βαθμό ώστε να ισοδυναμούν με όρους επικυριαρχίας.

Οι πρόσφατες προσπάθειες να θεσμοθετηθούν σε διεθνή κλίμακα οι όροι που θα διασφαλίζουν απόλυτα την ασυδοσία και τα κέρδη του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου δείχνουν με τον πιο σαφή τρόπο το πως αντιλαμβάνονται οι ιμπεριαλιστές τη σχέση τους με τις εξαρτημένες χώρες.

 

Η ίδια λογική χαρακτηρίζει τα «δάνεια» και την υποτιθέμενη βοήθεια στις υπανάπτυκτες χώρες. Δεν αποτελούν παρά έναν (οικονομικό) τρόπο «αιχμαλωσίας» και υποθήκευσης εις το διηνεκές της οικονομίας των εξαρτημένων χωρών. Το μεγαλύτερο μέρος των υποτιθέμενων δανείων δεν πηγαίνει καν στις δανειοδοτούμενες χώρες καθώς παρακρατείται για την εξόφληση προηγούμενων δανείων. Ένα μικρό μέρος φτάνει σ’ αυτές τις χώρες και μοιράζεται στην κομπραδόρικη τάξη για τις υπηρεσίες της, στη συντήρηση των μηχανισμών καταπίεσης και ίσως και σε κάποιο έργο βιτρίνας (να φάνε κάτι τις και οι εργολάβοι). Έτσι οι ιμπεριαλιστές «δίνουν» ένα, εισπράττουν πέντε κι αυτή η μηχανή συνεχίζεται για δεκαετίες.

Ταυτόχρονα η προοπτική δανειοδότησης χρησιμοποιείται και σαν μοχλός πίεσης και εκβιασμού των εξαρτημένων χωρών για προσαρμογές στις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών. Όπως για παράδειγμα στις μέρες μας για προσαρμογή της οικονομικής τους πολιτικής στη «νεοφιλελεύθερη» λογική, δηλαδή την ολοκληρωτική παράδοσή τους στη ληστρική διάθεση του διεθνούς κεφαλαίου.

Όπως λ.χ. για την περίφημη πια «απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων» που δεν είναι παρά η απελευθέρωση της δυνατότητας του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου να επιδράμει κυριολεκτικά στις οικονομίες των αδύναμων χωρών. Να εκμεταλλεύεται ασύδοτα κάθε πηγή πλούτου και ταυτόχρονα να απορροφά (μέσω χρηματιστηριακών και άλλων «κόλπων») όποια κεφαλαία έχουν σωρευτεί και όποιες αποταμιεύσεις τυχόν υπάρχουν.

 

Η προοπτική των πραγμάτων

Αυτές οι σχέσεις υπηρετούν μόνιμα, σταθερά και αποτελεσματικά τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών χωρών σε βάρος των εξαρτημένων. Αυτή η σχέση πραγμάτων είναι ολοφάνερο πως όχι μόνο δεν οδηγεί σε καμία σύγκλιση, αλλά ακριβώς αντίθετα διευρύνει τις αποστάσεις διαμορφώνοντάς τες σε χάσμα. Αιώνες τώρα αυτή η διαδικασία όχι μόνο δεν έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη των εξαρτημένων χωρών, την απεξάρτησή τους ή στην περιβόητη σύγκλιση αλλά στις ακριβώς αντίθετες κατευθύνσεις. Και συμβαίνει έτσι γιατί αυτή η σχέση δεν αλλάζει, δεν μπορεί να αλλάξει και δεν θα αλλάξει με βάση τους όρους που υφίσταται και λειτουργεί. Με βάση αυτούς συνεχίζει και θα συνεχίσει να αναπαράγει τον «εαυτό της». Ακόμη περισσότερο. Η ανισομετρία, οι ανισότιμες σχέσεις, οι σχέσεις επιβολής και επικυριαρχίας αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια βασικά αγκωνάρια των θεμελίων του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Αποτελεί λοιπόν ασυγχώρητη αυταπάτη το να θεωρεί κανείς πως είναι δυνατόν οι ιμπεριαλιστές να υπονομεύσουν από μόνοι τους τα θεμέλια της ύπαρξής τους. Αντίθετα προσπαθούν και θα συνεχίσουν να προσπαθούν την με κάθε τρόπο διατήρηση, αναπαραγωγή και διεύρυνση μιας σχέσης πραγμάτων που υπηρετεί τα συμφέροντά τους. Με οικονομικά, πολιτικά ή και στρατιωτικά μέσα. Ασκώντας την ίδια στιγμή που κηρύσσουν την «απελευθέρωση των αγορών», προστατευτική πολιτική για τα δικά τους προϊόντα, δίνοντας επιδοτήσεις ή επιβάλλοντας δασμούς και ποσοστώσεις στα προϊόντα των άλλων. Με πολιτικές πιέσεις και εκβιασμούς. Αν μια μικρή χώρα ή ομάδα χωρών αποπειραθεί να αυξήσει λ.χ. τις τιμές των πρώτων υλών ή του πετρελαίου, ξεσπάει ο παγκόσμιος σάλος (στην αντίθετη περίπτωση ούτε ζήτημα). Κραυγές αγωνίας για τους «κινδύνους που απειλούν την παγκόσμια οικονομία».

Αναλύσεις επί αναλύσεων για το «φρένο» που βάζουν στην «ανάκαμψη» της οικονομίας κάποιοι «άπληστοι» τριτοκοσμικοί. Και όταν και στις λίγες περιπτώσεις που οι πιέσεις και οι εκβιασμοί δεν έχουν αποτέλεσμα, τότε επιστρατεύονται τα μεγάλα όπλα. Τα πραγματικά όπλα. Τα …όπλα.

 

Αυτή η σχέση πραγμάτων, δεν αλλάζει και δεν μπορεί να αλλάξει με βάση τους όρους λειτουργίας της. Αλλάζει, μπορεί να αλλάξει, και είχε συμβεί αυτό στην ιστορία, αλλά σε βάση εναντίωσης τόσο σε αυτή τη λειτουργία όσο και σκληρής πάλης ενάντια στις δυνάμεις που τα συμφέροντά τους συνδέονται αδιάρρηκτα με αυτή τη σχέση πραγμάτων. Αυτό δεν είναι ένα απλά «οικονομικό» ζήτημα αλλά κατ’ εξοχήν πολιτικό. Η ανατροπή αυτής της σχέσης μπορεί να γίνει με πολιτικούς όρους, που διαμορφώνονται στη βάση πολιτικών αποφάσεων, που οικοδομούνται μέσα από σκληρή πάλη πολιτικού χαρακτήρα όποια κι αν είναι η ειδικότερη μορφή της. Ταυτόχρονα μια πάλη που προϋποθέτει την ύπαρξη κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων αποφασισμένων και ικανών να κινηθούν σε μια τέτοια κατεύθυνση. Έτσι, άλλωστε, και μόνο έτσι έχει συμβεί στην ιστορία.

 

Η αποδυνάμωση της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας

Πώς και γιατί τίθεται σήμερα ζήτημα «επανακατάκτησης». Η κυριαρχία του αποικιακού-ιμπεριαλιστικού συστήματος αμφισβητήθηκε, πολεμήθηκε και αποδυναμώθηκε σε καθοριστικό βαθμό στη διάρκεια του 20ου αιώνα.

Η βάση μιας τέτοια αμφισβήτησης βρίσκεται πάντα στην αντίθεση, στο μίσος των λαών ενάντια στους δυνάστες τους.

Αμέτρητες οι απελπισμένες εξεγέρσεις των καταπιεσμένων όλα τα προηγούμενα χρόνια που ωστόσο πνίγονταν στον αίμα.

Ο συσχετισμός ήταν συντριπτικός και οι αποικιοκράτες-ιμπεριαλιστές αδίστακτοι και αδυσώπητοι. Μπορούσαν να δολοφονούν με απόλυτη «ψυχραιμία» χιλιάδες επί χιλιάδων μια και αυτός ήταν ο τρόπος που διασφάλιζε την κυριαρχία τους.

 

Το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, δημιουργεί αναταράξεις στο πλέγμα κυριαρχίας αλλά και κοινωνικές ανακατατάξεις. Ο ιμπεριαλιστικός τρόπος κυριαρχίας συνεπάγεται και την ύπαρξη μιας ιθαγενούς κομπραδόρικης αστικής τάξης. Ταυτόχρονα και σε συνάρτηση με αυτό εμφανίζονται τα πρώτα στοιχεία εργατικής τάξης.

Από την άλλη μεριά, η ίδια εξέλιξη δημιουργεί όρους και ενισχύει τις τάσεις αναδιανομής του κόσμου. Η εμφάνιση του παράγοντα πετρέλαιο ενισχύει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις αποικιακές, ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου είναι η έκφραση της αποκορύφωσης -συνολικά- των αντιθέσεων ανάμεσα σ’ αυτές τις δυνάμεις.

 

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει σαν αποτέλεσμα σοβαρές ανακατατάξεις στη διάταξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Το πιο σημαντικό ωστόσο γεγονός υπήρξε ο σεισμός του Οκτώβρη. Η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία το 1917 και η δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο είχε καταλυτικές συνέπειες και επιδράσεις. Το μήνυμα που εκπέμπει πυρπολεί τις ψυχές των σκλάβων σε όλη τη γη. Η επίδραση στην ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικών τάσεων και κινημάτων είναι καθοριστική. Ιδρύονται Κομμουνιστικά Κόμματα στις περισσότερες χώρες που αναλαμβάνουν ενεργό έως και καθοδηγητικό ρόλο στα πλαίσια του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος.

Το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα γίνεται στην πορεία ο πόλος που συνενώνει τις προοδευτικές δυνάμεις σε κάθε χώρα. Ταυτόχρονα ξανατίθεται ζήτημα αναδιανομής ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Δεν είναι μόνο η χιτλερική Γερμανία που αναζητάει τη ρεβάνς, ή η Ιταλία και η Ιαπωνία που επιδιώκουν αναδιανομή. Είναι και οι ανερχόμενες ΗΠΑ που προσβλέπουν στη «διαδοχή» των αποικιακών αυτοκρατοριών Αγγλίας και Γαλλίας και αναβάθμιση του ρόλου τους στο ιμπεριαλιστικό πλέγμα. Και όλοι μαζί οι ιμπεριαλιστές προσβλέπουν στη συντριβή της πρώτης και μόνης μέχρι τότε σοσιαλιστικής χώρας.

 

Η έκρηξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα όλων αυτών. Οι συνέπειές του καταλυτικές σε όλα τα πεδία. Πυροδότησε κοινωνικές ανακατατάξεις, δημιούργησε μια νέα διάταξη δυνάμεων, οδήγησε στην κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.

Ως προς την πλευρά που ειδικότερα μας ενδιαφέρει εδώ. Οι λαοί μπαίνουν στο δρόμο της χειραφέτησης. Αναπτύσσεται ορμητικά το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Το αποικιακό σύστημα καταρρέει οριστικά και αμετάκλητα. Ο κόσμος είναι πλέον διαφορετικός.

 

Το ερώτημα που τίθεται πλέον για τις χώρες που αποκτούν την ανεξαρτησία τους αλλά και για άλλες χώρες που ήταν από παλιότερα, τυπικά τουλάχιστον, ανεξάρτητες είναι αν θα βαδίσουν αριστερά ή θα ενσωματωθούν ξανά στο πλέγμα ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας που με επικεφαλής πλέον τις ΗΠΑ διαδέχεται το αποικιοκρατικό σύστημα.

Το σύνολο σχεδόν των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στις πρώην αποικίες αλλά και κοινωνικών κινημάτων στις άλλες χώρες κινείται αριστερά, προσβλέπουν στην ανεξαρτησία και τον σοσιαλισμό. Το ιμπεριαλιστικό σύστημα ανασυντάσσεται και με επικεφαλής τις ΗΠΑ προσπαθεί να ανακόψει το απελευθερωτικό ρεύμα.

Ήδη διαρκούντος του πολέμου, οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές επεμβαίνουν στρατιωτικά στην Ελλάδα.

Οι Αμερικανοί δημιουργούν στρατιωτικές βάσεις σε μια σειρά περιοχές της γης. Επεμβαίνουν στρατιωτικά στην Κορέα. Επιβάλλουν τις δικτατορίες της μπανάνας στην Λατινική Αμερική. Οι Γάλλοι αποικιοκράτες επιχειρούν να γαντζωθούν στην Ινδοκίνα. Ωστόσο η ιστορία έχει πάρει μια συγκεκριμένη τροχιά. Δημιουργείται το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Η νίκη της επανάστασης στην Κίνα αποτελεί καταλυτικό γεγονός. Το εργατικό κίνημα σ’ όλο τον κόσμο συγκροτείται, μάχεται, διεκδικεί, κατακτάει νίκες.

Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα συνεχίζει να αναπτύσσεται, να μάχεται έως και ένοπλα.

Οι Αμερικανοί υποχρεώνονται να υποχωρήσουν στον 38ο παράλληλο στην Κορέα. Οι Γάλλοι συντρίβονται στο Ντιέν Μπιέν Φου. Οι Άγγλοι αναγκάζονται να αποχωρήσουν από την Ινδία. Ο νασερισμός γίνεται κυρίαρχο ρεύμα στις αραβικές χώρες. Οι χώρες η μία μετά την άλλη αποκτούν την ανεξαρτησία τους. Η Κούβα απελευθερώνεται από τον αμερικανικό ζυγό.

Διαμορφώνεται ένας νέος παγκόσμιος συσχετισμός, ταξικά, κοινωνικά, πολιτικά και σε διαφορετικό επίπεδο. Το γενικό πλαίσιο «επιτρέπει» ακόμα και σε αστικές τάξεις που πρόσκεινται στη Δύση να διαπραγματεύονται τους όρους πρόσδεσης.

Το καπιταλιστικό, ιμπεριαλιστικό σύστημα ακόμα και στις περιοχές που κυριαρχεί, υποχρεώνεται να λαβαίνει υπόψη του τον συνολικό συσχετισμό τόσο σε αναφορά με την «εσωτερική» όσο και την εξωτερική πολιτική του.

 

Αντιστροφή πορείας

Αυτή η πορεία προς τα εμπρός έμελλε να ανακοπεί και τελικά να ανατραπεί. Οι κύριες αιτίες δεν βρίσκονται τόσο στις συνεχείς και λυσσαλέες προσπάθειες των ιμπεριαλιστών όσο στις εσωτερικές αδυναμίες, αντινομίες και αντιφάσεις του λαϊκού κινήματος, το επίπεδο ωριμότητας που είχε κατορθώσει να κατακτήσει στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

Ο κρίσιμος παράγοντας υπήρξε η υποχώρηση και τελικά η ήττα του εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος. Του κινήματος που αποτέλεσε τον κορμό πάλης, την ψυχή, την κινούσα δύναμη των κοινωνικών κατακτήσεων και ανατροπών αλλά και συνολικά της πάλης των λαών.

Αυτή η υποχώρηση καθόρισε τόσο τις αλλαγές στον συνολικό συσχετισμό όσο και στα πλαίσια του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος.

Την ανατροπή της επαναστατικής κομμουνιστικής κατεύθυνσης στις σοσιαλιστικές χώρες.

Την υποχώρηση της εργατικής πάλης στις καπιταλιστικές χώρες.

Τον αποπροσανατολισμό των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, την εκτροπή των κινημάτων ανεξαρτησίας.

 

Ειδικότερα ως προς το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα η γενικότερη υποχώρηση συνδυάστηκε σε αρνητική κατεύθυνση με ήδη υπαρκτές αδυναμίες στα πλαίσιά του. Με την μικρή ανάπτυξη, το περιορισμένο ειδικό βάρος της εργατικής τάξης σε σειρά χωρών.

Την αντίστοιχα ανεπαρκή ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος σ’ αυτές.

Ενόσω η συνολική τάση ήταν ανοδική, το γενικό ρεύμα συνέβαλε στο να γίνονται οι αριστερές δυνάμεις -παρά τις αδυναμίες τους- ο πόλος συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων σε κάθε χώρα και να προσδίδεται ένας αντίστοιχος τόνος και προσανατολισμός στην εθνικοαπελευθερωτική πάλη. Η γενικότερη υποχώρηση και στροφή ανέδειξε τις αδυναμίες, επέδρασε και εδώ με τον πιο αρνητικό τρόπο.

Σημαντικό ρόλο σε όλα αυτά έπαιξε η στροφή της ΣΕ και η συγκεκριμένη πολιτική που προωθούσε πλέον στις περιοχές αυτές. Η ΣΕ σε νέο ρόλο πια επέλεξε να ποντάρει στις μικροαστικές εθνικιστικές και αστικές δυνάμεις αυτών των χωρών. Υποχρέωσε τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε ρόλο ουράς αυτών των δυνάμεων ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις που «εσιώπησε» στη διάλυση κομμουνιστικών κομμάτων και τις δολοφονίες κομμουνιστών.

Όλα αυτά δημιούργησαν όρους υποχώρησης και εκτροπής του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος σε σειρά χωρών με εξαίρεση κινήματα που επέμεναν στον δικό τους επαναστατικό δρόμο όπως λ.χ. το Βιετ Ναμ.

Η ανάδειξη σε πρώτο ρόλο των αστικών στοιχείων είχε επιπτώσεις πρώτα απ’ όλα στο εσωτερικό αυτών των χωρών. Την εκμετάλλευση και καταπίεση των μαζών, την όλο και μεγαλύτερη διαφθορά στα πλαίσια των αρχουσών κλικών. Αλλά και στο διεθνές πεδίο, όσο περισσότερο αναδείχνονταν οι αστικές δυνάμεις τόσο περισσότερο προτιμούσαν τον «καθαρό» καπιταλισμό από τον ιμιτασιόν «μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης» που προωθούσε η ΣΕ. Μια τάση που γινόταν όλο και πιο ισχυρή καθώς αποδυναμωνόταν ο διεθνής ρόλος της ΣΕ και ενισχύονταν ο ρόλος των ιμπεριαλιστών της Δύσης και πρώτα και κύρια των ΗΠΑ.

 

Η ανατροπή των συσχετισμών

Οι ανατροπές του ’89-’91 μαζί με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της παλινόρθωσης, εκφράσανε και τη συνολική ανατροπή του παγκόσμιου συσχετισμού σε βάρος των λαών και υπέρ των πιο επιθετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Ο πόλεμος του Κόλπου το 1991 σηματοδοτεί την έφοδο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ειδικότερα των δυτικών που με επικεφαλής τις ΗΠΑ προχωρούν στην εκστρατεία επανακατάκτησης του κόσμου. Ταυτόχρονα υπογραμμίζει την περιθωριοποίηση μιας ΣΕ που ήδη ψυχορραγεί και της Ρωσίας που την «διαδέχεται».

Η επιδρομή στη Γιουγκοσλαβία σηματοδοτεί την κλιμάκωση της επίθεσης για την κατάκτηση όχι μόνο των Βαλκανίων αλλά συνολικά της «Ανατολής». Μια επιχείρηση που είχε ξεκινήσει με τις «βελούδινες επαναστάσεις», το πραξικόπημα στη Ρουμανία και περνούσε πλέον σε πιο δυναμικές μορφές με το κομμάτιασμα της Γιουγκοσλαβίας και των λαών της.

Η διαρκής κατοχή της Παλαιστίνης, η εκστρατεία στο Αφγανιστάν, η κατάκτηση του Ιράκ αποτελούν κρίκους της ίδιας ματωμένης αλυσίδας που περισφίγγει όλους τους λαούς. Ταυτόχρονα ωστόσο και ιδιαίτερα η τελευταία περίπτωση (Ιράκ) σηματοδοτούν την αυξανόμενη ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών για τη μοιρασιά της λείας.

 

Οι στόχοι και η «λογική» της εκστρατείας είναι προφανείς και συγκεκριμένοι.

Το καπιταλιστικό, ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι δομημένο πλέον με τέτοιο τρόπο ώστε δεν μπορεί πλέον να υπάρχει και να λειτουργεί παρά μόνο εφόσον διαθέτει τις εκτεταμένες περιοχές υπερεκμετάλλευσης. Με αυτή την έννοια, ο «άλλος κόσμος» αποτελεί για τον ιμπεριαλισμό την «ενδοχώρα», την πλατιά βάση στήριξης, τροφοδοσίας και εκμετάλλευσης του καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Με φθηνή ενέργεια. Με φτηνές πρώτες ύλες.

Με αγορές πλήρως ελεγχόμενες όπου να κερδοσκοπεί ασύδοτα το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο.

Να το χρησιμοποιεί σαν «αποθήκη» αποβλήτων και εγκατάστασης των πλέον ρυπογόνων επιχειρήσεων.

Να το τροφοδοτεί με φθηνό εργατικό δυναμικό που στις σύγχρονες συνθήκες γίνεται με δύο βασικά τρόπους. Πρώτον με τον «παραδοσιακό» τρόπο μεταφοράς στις εξαρτημένες χώρες επιχειρήσεων «εντάσεως εργασίας». Δεύτερο με το νέο φαινόμενο (αλλά όχι πρωτότυπο ιστορικά) του σύγχρονου δουλεμπορίου.

Τον εξαναγκασμό, μέσα από την καταστροφή της οικονομίας των χωρών τους, εκατομμυρίων εργατών (τελευταία και τεχνικού προσωπικού) να μεταναστεύσουν στις μητροπόλεις για να επανδρώσουν με φθηνό και χωρίς κανένα δικαίωμα προσωπικό τις επιχειρήσεις τους.

Την χρησιμοποίηση των αδύναμων χωρών σαν «δοκιμαστήριο» των νέων όπλων και με αναλώσιμη μάζα τους λαούς αυτών των χωρών.

Συνολικά, τη διασφάλιση μιας διευρυμένης βάσης κερδοφορίας και συσσώρευσης κεφαλαίου.

 

Η επανακατάκτηση αυτή, προωθείται μέσα από πιέσεις, εκβιασμούς, απειλές σε κυβερνήσεις και λαούς.

Την επιβολή μέσω ΔΝΤ ή όποιου άλλου τρόπου εκβιασμού, οικονομικών πολιτικών που στην ουσία «ερημοποιούν» οικονομικά αυτές τις χώρες, τις καθιστούν ομήρους των ιμπεριαλιστών.

Την προώθηση της «αντιτρομοκρατικής» υστερίας μέσα από την οποία προωθούν τη συγκρότηση μηχανισμού ελέγχου των δυνάμεων καταστολής αυτών των χωρών.

Την υποκίνηση υπαρκτών και ανύπαρκτων αντιθέσεων η και τοπικών πολέμων για να επεμβαίνουν στη συνέχεια ως «ειρηνοποιοί» κατακτητές οι ιμπεριαλιστές.

Με ανοιχτές στρατιωτικές επεμβάσεις που κομματιάζουν χώρες και λαούς, για την συντριβή όσων «δυστροπούν» ή για την ανατροπή «δικτατορικών καθεστώτων» που οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστές έχουν εγκαταστήσει.

 

Συνακόλουθα επιδιώκουν τη σταθεροποίηση της κυριαρχίας τους.

Με την εγκατάσταση κυβερνήσεων ανδρεικέλων αποτελούμενων από τα πιο διεφθαρμένα, ανερμάτιστα και ασπόνδυλα στοιχεία της κάθε χώρας.

Τη δημιουργία προτεκτοράτων απόλυτα ελεγχόμενων από τους ιμπεριαλιστές.

Τη διαρκή οικονομική αιχμαλωσία, ομηρία των εξαρτημένων χωρών.

Με την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων.

Την ένταξή τους σε ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς σαν υποτίθεται «συμμάχους» και «εταίρους».

Την κήρυξη εκτός νόμου (ανοιχτά ή συγκαλυμμένα) κάθε μορφής αντίστασης στην ιμπεριαλιστική επικυριαρχία.

Τη διαρκή ύπαρξή της απειλής για άμεση ιμπεριαλιστική επέμβαση σε περίπτωση που μια χώρα επιχειρήσει να κινηθεί έξω από τον ασφυκτικό έλεγχο των ιμπεριαλιστών.

Συνολικά τη διαμόρφωση όρων ενός νέου, ενός σύγχρονου «αποικισμού» του κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται κι αυτήν υπηρετούν το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Η κατεύθυνση αυτή «περιπλέκεται» αλλά δεν αναιρείται από τον εντεινόμενο μεταξύ τους ανταγωνισμό.

 

Γ’ ΓΙΑ ΤΟ ΞΑΝΑΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 

Μια περίοδος άγριου ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις

Αυτό που μπορεί να παρατηρήσει ο καθείς στις μέρες μας, είναι ένας όλο και εντεινόμενος ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ένας ανταγωνισμός που εκδηλώνεται και αναπτύσσεται σε όλα τα πεδία και σε παγκόσμια κλίμακα.

Στο οικονομικό, για τις αγορές, για τις πηγές ενέργειας και πρώτων υλών. Στα αγροτικά προϊόντα και στα προϊόντα αιχμής.

Στις επικοινωνίες, στον τομέα της «πληροφορίας» και τα δορυφορικά προγράμματα. Στο εμπόριο όπλων, στην κίνηση κεφαλαίων, το Νομισματικό πεδίο. Με συγκρούσεις στα πλαίσια του παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου αλλά και στο εσωτερικό της ΕΕ και σε άλλα περιφερειακά πεδία.

Με αλληλοδιεισδύσεις και «επιθετικές» εξαγορές και συγχωνεύσεις. Με την «απελευθέρωση» των αγορών από τη μια και την εκδήλωση ενός νεοπροστατευτισμού από την άλλη.

Ένας ανταγωνισμός που εκτείνεται από τα πολιτιστικά «προϊόντα» μέχρι το διάστημα.

 

Στο πολιτικό, στρατιωτικό, γεωστρατηγικό πεδίο.

Με την προσπάθεια ελέγχου των πηγών ενέργειας πρώτων υλών και των δρόμων μεταφοράς.

Με την επιβολή «φιλικών» κυβερνήσεων μέσα από πιέσεις, εκβιασμούς, απειλές, υπονομεύσεις και κάθε είδους «χτυπήματα κάτω από τη μέση».

Με νέα εξοπλιστικά προγράμματα να προωθούνται σε όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες.

Με τη συγκρότηση δυνάμεων ταχείας επέμβασης, με την πραγματοποίηση στρατιωτικών ασκήσεων όλο και πιο αναπτυγμένης κλίμακας.

Αλήθεια προς τι όλα αυτά; Ποιο νόημα θα είχαν, αν η κίνηση των πραγμάτων γινόταν στη βάση των «νόμων» της -καπιταλιστικής έστω- αγοράς, του «υγιούς ανταγωνισμού» και της «ειρηνικής» άμιλλας;

Η απάντηση βέβαια έχει κιόλας δοθεί. Στην Παλαιστίνη, τη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και σε μια σειρά άλλες περιοχές του κόσμου.

Ταυτόχρονα σχέδια επί σχεδίων εκπονούνται για παρόμοιες ή και ευρύτερης και συνεπώς πιο επικίνδυνης κλίμακας επεμβάσεις.

Γιατί και προς τι όλα αυτά; Ποιες οι αιτίες, ποιο νόημα έχουν και που στοχεύουν;

 

Όπως και η επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη, η εκστρατεία επανακατάκτησης του κόσμου έτσι και ο ανταγωνισμός και μάλιστα ο κλιμακούμενος σε όλο και πιο επικίνδυνα επίπεδα, είναι μέσα στη φύση του ιμπεριαλισμού. Αποτελεί συστατικό στοιχείο της ύπαρξης και λειτουργίας του καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ο καπιταλισμός μπορεί να επιβιώνει μόνο διευρύνοντας τη βάση εκμετάλλευσής του. Η ιμπεριαλιστική του διάσταση είναι η καθαυτή έκφραση της ακατάσχετης ροπής του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος για επέκταση. Αυτή η τάση ωστόσο του κάθε ιμπεριαλιστικού σχηματισμού αναπόφευκτα «συναντιέται» με τις αντίστοιχες των άλλων ιμπεριαλιστών. Αναπόφευκτος συνεπώς ο ανταγωνισμός, οι αναμετρήσεις, η σύγκρουση. Αυτό είναι που έδωσε στην ανθρωπότητα μέχρι σήμερα δύο παγκόσμιους πολέμους και αμέτρητους μικρότερους όπου οι ιμπεριαλιστές αναμετρούνταν έμμεσα ή διά «αντιπροσώπων». Αν λοιπόν ο κόσμος ήταν τότε «μικρός» για να μπορέσουν να τον «μοιράσουν» οι ιμπεριαλιστές και με τρόπο που να ικανοποιεί τον καθένα, είναι ακόμα πιο «μικρός» σήμερα. Και είναι έτσι επειδή ο καπιταλισμός συνεχίζει να είναι το ίδιο άπληστος, επειδή ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει να είναι το ίδιο αρπακτικός, επειδή έχουν προστεθεί και νέοι διεκδικητές και επειδή με βάση τα σημερινά δεδομένα θεωρούν ότι έχουν περισσότερα «δικαιώματα» ο καθένας για λογαριασμό του. Με δύο λόγια, επειδή ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει να παραμένει ιμπεριαλισμός. Αυτό δεν σταματάει ποτέ. Ο ανταγωνισμός είναι το βασικό, το μόνιμο, το διαρκές στοιχείο στις σχέσεις τους ενώ η «ανάπαυλα» ή η συνεργασία το μέσο και πάντα σε αναφορά με το στόχο υποσκέλισης, εξουδετέρωσης των άλλων.

Μία και μόνη φορά στην ιστορία το σκέλος της συνεργασίας ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις υποσκέλισε αυτό του ανταγωνισμού και για μεγάλο σχετικά διάστημα. (Χωρίς ωστόσο να σταματήσουν οι μεταξύ τους οι ανταγωνισμοί και σε αυτό το διάστημα). Μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και την άνοδο του εργατικού-λαϊκού κινήματος παγκόσμια. Τότε και μπροστά στον κίνδυνο ύπαρξης που αντιμετώπισαν οι δυνάμεις του συστήματος, αποφάσισαν να συσπειρωθούν σε ενιαίο μπλοκ. Ταυτόχρονα και ιδιαίτερα ως προς τη μορφή αυτής της συσπείρωσης καθοριστικό ρόλο έπαιξε η αποδυνάμωση των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να σταθούν πλέον, σχετικά έστω ισότιμα, απέναντι σε ΣΕ και ΗΠΑ.

Από τότε μέχρι σήμερα άλλαξαν πολλά. Δεν άλλαξε όμως η φύση του ιμπεριαλισμού. Ο χαρακτήρας των σχέσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις παραμένει αμετάτρεπτα ανταγωνιστικός. Αυτή η σχέση πραγμάτων, τροφοδοτείται και παροξύνεται από τις συγκεκριμένες σημερινές εξελίξεις, τα ζητήματα που τίθενται, το πως τα αντιμετωπίζει το σύστημα τόσο σαν σύνολο όσο και σαν κάθε δύναμη ξεχωριστά.

Το ζήτημα ξαναμοιράσματος του κόσμου.

Του επαναπροσδιορισμού ρόλων.

Της διάταξης (ή αναδιάταξης) δυνάμεων στο παγκόσμιο ταμπλό και τη διαμόρφωση της παγκόσμιας «ιεραρχίας» ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Όλα αυτά με υπόβαθρο μια παρατεταμένη κρίση που τροφοδοτεί και παροξύνει τον ανταγωνισμό. Που τον μεταφέρει από την περιφέρεια στις μητροπόλεις. Που τον μετατρέπει σε πολιτικό και στρατιωτικό, τον αναβαθμίζει σε στρατηγικό. Ο κόσμος «στενεύει» ολοένα και περισσότερο για να μπορεί να «χωρέσει» όλους τους ιμπεριαλιστές, τις διεκδικήσεις και τις φιλοδοξίες τους.

 

Όροι και τάσεις του νέου ξαναμοιράσματος

Σύμφωνα με τις διακηρύξεις των εκπροσώπων του συστήματος, δυτικών και ανατολικών, δεξιών και «αριστερών» η περίοδος που άνοιξαν οι ανατροπές του ’89-’91 ή το «τέλος του ψυχρού πολέμου» κατά μια άλλη ορολογία, θα ήταν μια περίοδος ειρηνικής συνεργασίας, προσέγγισης των λαών, μια περίοδος οικονομικής ανάπτυξης, ευημερίας, στερέωσης της δημοκρατίας, άνθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του πολιτισμού.

Αν αυτά σήμερα ακούγονται ειρωνικά διαβεβαιώνουμε τους (νέους ιδιαίτερα) αναγνώστες αυτού του κειμένου, ότι τότε λέγονταν πολύ σοβαρά, με επιμονή και με μεγάλη διάρκεια απ’ όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Όσοι μάλιστα, όπως εμείς, λέγαμε ότι αυτά που έρχονται είναι τα ακριβώς αντίθετα από τα διακηρυσσόμενα αντιμετωπιζόμασταν ως «αποστεωμένοι», κι εκτός τόπου και χρόνου από δεξιούς, «αριστερούς» μέχρι και «κομμουνιστές» και «επαναστάτες».

 

Η πραγματικότητα βέβαια άρχισε πολύ σύντομα να δίνει τα πραγματικά δεδομένα αυτού που είχε συντελεστεί και αυτών που αυτή η εξέλιξη συνεπαγόταν.

Η περίοδος που άνοιξε ήταν της «πραγματοποίησης» των κερδών, της νίκης των πιο αντιδραστικών δυνάμεων στην μεγάλη αναμέτρηση του 20ου αιώνα.

Του κεφαλαίου απέναντι στην εργατική τάξη.

Του ιμπεριαλισμού απέναντι στους λαούς.

Της «Δύσης» απέναντι στην «Ανατολή».

Των ΗΠΑ που αναδεικνύονται σαν ηγεμονική δύναμη στον κόσμο και με φιλοδοξίες κυριαρχίας.

Αναφερθήκαμε ήδη στην επίθεση επαναθεμελίωσης της ταξικής αστικής κυριαρχίας και της εκστρατείας επανακατάκτησης του κόσμου.

Στο «τρίτο» μέτωπο είχαμε. Τη διάλυση του συμφώνου Βαρσοβίας και της Κομεκόν. Τη διάλυση της ΣΕ. Την κατάκτηση από τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Την κατάκτηση των Βαλκανίων μέσα από το κομμάτιασμα της Γιουγκοσλαβίας και το ματοκύλισμα των λαών της. Τη διείσδυση στην περιοχή του Καυκάσου. Τη διείσδυση στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας. Την απώθηση της Ρωσίας από Ευρώπη-Βαλκάνια. Συνολικά την προσπάθεια δημιουργίας ενός «δακτυλίου» που ξεκινάει από τις Βαλτικές χώρες περνάει από Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Ελλάδα και από κει μέσω Τουρκίας προεκτείνεται μέχρι την Κεντρική Ασία.

Την προσπάθεια αποκλεισμού της Ρωσίας από θαλάσσιες προσβάσεις σε Βαλτική και Μεσόγειο. Την προσπάθεια «απόσπασης» από την ρωσική επιρροή της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, του Καζακστάν. Τις απόπειρες διείσδυσης μέχρι το εσωτερικό της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Τσετσενία) και με προοπτική αποσύνθεσής της. Τη διάλυση του πυρηνικού πλέγματος της ΣΕ (ως προς την πανσοβιετική του διάσταση-έκταση).

Την εξουδετέρωση οποιωνδήποτε ερεισμάτων της ΣΕ (Ρωσίας πλέον) στην Μ. Ανατολή και οπουδήποτε στον κόσμο. Τη διάλυση της Ρωσικής οικονομίας και την αποσύνθεση της ρωσικής βιομηχανίας που την μετέτρεψαν σε δολάρια οι συμμορίες του Μπερεζόφκσι, Αμπράμοβιτς, Χοντορκόφσκι, τα οποία μετέφεραν στην Δύση και τα «πλυντήριά» της. Παρόλα αυτά και παρόλες τις εκκλήσεις του «φίλου» Γιέλτσιν τα ρωσικά προϊόντα παραμένουν αποκλεισμένα (μέχρι και σήμερα) από την παγκόσμια αγορά και η Ρωσία εκτός ποε. Αντίθετα βλέπουν τις βάσεις του νατο να εγκαθίστανται κατά μήκος των ρωσικών συνόρων και την εε να διευρύνεται όλο και πιο ανατολικά.

Η Κίνα, και για συγκεκριμένες σκοπιμότητες, δεν είχε την ίδια «μεταχείριση» αλλά δεν έμεινε και εντελώς στο απυρόβλητο. Οι πιέσεις για «εκδημοκρατισμό» δηλαδή για άνοιγμα της κινεζικής αγοράς στο δυτικό κεφάλαιο υπήρξαν συνεχείς. Η ενίσχυση των αμερικανικών προγεφυρωμάτων (Ταϊβάν, Ν. Κορέα) είχε τον ρόλο της στρατηγικής πίεσης στις όποιες κινέζικες φιλοδοξίες. Ωστόσο το γεγονός είναι ότι «η ώρα της Κίνας» δεν είχε έρθει ακόμα.

 

Ο ρόλος και οι διαθέσεις των ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ αναδείχτηκαν μέσα από αυτές τις εξελίξεις σαν ηγεμονική δύναμη, όχι μόνο στα πλαίσια της Δύσης αλλά πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο. Όντας ήδη η ατμομηχανή τής επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη συνέχισε στην ίδια κατεύθυνση και σε «αναβαθμισμένη» πλέον κλίμακα. Έχοντας τα σχετικά «προσόντα» αναδείχτηκε σε δύναμη κρούσης της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας επαναποικιοποίησης του κόσμου.

Ωστόσο αυτό δεν της αρκούσε. Σαν κύρια δύναμη αντιπαράθεσης απέναντι στον άλλο πόλο ισχύος διεκδίκησε και πήρε το μεγαλύτερο μερτικό από τα «λάφυρα» της νίκης.

Ωστόσο αυτό δεν της αρκούσε. Από την πρώτη στιγμή με κάποιες αρχικές παλινδρομήσεις είναι αλήθεια, κινήθηκε στην τροχιά διεκδίκησης της παγκόσμιας κυριαρχίας.

 

Αυτή η πολιτική δεν είναι θέμα των τελευταίων χρόνων, δεν είναι μια επιλογή που προωθήθηκε από την ηγετική ομάδα Τσένι- Μπους όπως παρουσιάζεται από ορισμένες πλευρές. Οι βλέψεις για παγκόσμια κυριαρχία υφίστανται από πολύ παλιά στο ηγετικό επίπεδο των ΗΠΑ και σαν αφετηρία τους θα μπορούσε να προσδιοριστεί η πετυχημένη δοκιμή της ατομικής βόμβας το 1945 στο Αλαμογκόρνο που τους πρόσφερε -τότε- το πυρηνικό μονοπώλιο. Στην πορεία χαρακτήρισε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επιλογές και κινήσεις των ΗΠΑ για να τεθεί στην ημερήσια διάταξη και για άμεση προώθηση με τις ανατροπές του ’89-’91. Κινήθηκε στο αμέσως επόμενο διάστημα σε αυτή την τροχιά, προσβλέποντας ωστόσο -σαν εναλλακτική λύση- και στην κατεύθυνση της ηγεμονίας. Οριστικοποιείται σαν κεντρική και μόνη επιλογή με την πραξικοπηματική εκλογή Μπους και προωθείται με τον πιο αδίστακτο τρόπο μετά τις 11 Σεπτέμβρη του 2001.

Η προώθηση της πολιτικής παγκόσμιας κυριαρχίας από μεριάς των ΗΠΑ σηματοδοτεί ταυτόχρονα κι ένα είδος «απόσπασης» των ΗΠΑ από το συνολικό σχήμα -Δύσης- καθώς οι ΗΠΑ κινούνται πλέον στη βάση των δικών τους ιδιαίτερων κυριαρχικών επιδιώξεων.

Ταυτόχρονα αναδείχνεται σαν το δεσπόζον στοιχείο των εξελίξεων, καθώς σχεδόν μόνο οι ΗΠΑ είναι που παίρνουν αποφασιστικές πρωτοβουλίες, δημιουργούν γεγονότα, διαμορφώνουν νέα δεδομένα.

Ο πόλεμος του Κόλπου το 1991, η επιδρομή στη Γιουγκοσλαβία, η εκστρατεία στο Αφγανιστάν, η κατάληψη του Ιράκ αποτελούν γεγονότα συγκλονιστικών διαστάσεων και που όλα τους έχουν τη σφραγίδα των ΗΠΑ καθώς προωθούν την πολιτική της παγκόσμιας κυριαρχίας.

 

Ταυτόχρονα ωστόσο αυτή η πολιτική γίνεται και ο καταλύτης τροποποίησης όλου του σκηνικού. Αναδειχνεί σε πρώτο πλάνο το ζήτημα ξαναμοιράσματος του κόσμου. Επαναπροσδιορισμού των ρόλων, ανακατανομής μεριδίων, προσδιορισμού «ιεραρχιών» στη διάταξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Το ζήτημα αυτό δεν ήταν βέβαια κάτι νέο. Στην πραγματικότητα αποτελούσε το «βαθύ» φόντο των δεδομένων που διαμορφώθηκαν το ’89-’91. Μόνο που αυτό που δέσποσε αρχικά ήταν η συγκεκριμένη του έκφραση εκείνης της φάσης, η επέκταση της Δύσης στην Ανατολή σαν έκφραση και συνέπεια της νίκης της πρώτης. Αυτή η έκφραση των πραγμάτων δεν «αποχώρησε» βέβαια από το προσκήνιο. Ίσα ίσα. Το ζήτημα ωστόσο τέθηκε πλέον και στη συνολική του διάσταση και με πιο σύνθετο τρόπο.

Οι άλλες δυνάμεις, όσο κι αν κινούνταν στη λογική του «κατευνασμού» των ΗΠΑ, και διέκριναν τις προθέσεις των ΗΠΑ και αντιδρούσαν στην πολιτική τους.

Ρωσία Κίνα ήδη από την αρχική φάση ήσαν αντίθετες -όπως άλλωστε είναι ευνόητο- στην επεκτατική πολιτική της Δύσης άσχετα αν οι αντιδράσεις τους ήταν «χαμηλής εντάσεως» λόγω του αρνητικού γι’ αυτές συνολικά συσχετισμού.

Αλλά και οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές και σε πρώτο πλάνο Γαλλία, Γερμανία άρχισαν να αντιδρούν και μάλιστα όλο και πιο έντονα. Από τη μεριά τους αυτό που περίμεναν και διεκδικούσαν ήταν η αναβάθμιση της θέσης τους, έναν επαναπροσδιορισμό των ρόλων και σε βάση μεγαλύτερης ισοτιμίας στα πλαίσια της Δυτικής Συμμαχίας. Αντί γι’ αυτό έβλεπαν να υποβαθμίζεται η θέση τους, αντιλαμβάνονταν ότι στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ τούς αναλογούσε ο ρόλος βαλέδων.

Πέρα από αυτούς και πολλές άλλες δυνάμεις αντιμετώπισαν με δυσαρέσκεια και ανησυχία την πολιτική των ΗΠΑ άσχετα αν δεν αποτολμούσαν να εκφράσουν ανοιχτά την αντίθεσή τους.

 

Η όξυνση των ανταγωνισμών

Σημείο καμπής σε αυτές τις εξελίξεις το Ιράκ. Η προετοιμασία της επίθεσης στο Ιράκ κάνει ολοφάνερες τις προθέσεις των ΗΠΑ και ταυτόχρονα απειλεί συγκεκριμένα συμφέροντα των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οι ΗΠΑ μαζί με την κατάληψη του Ιράκ θέλουν να επιβάλουν τον εκβιασμό τους στις άλλες δυνάμεις θέτοντάς τους το δίλημμα «μαζί μου ή εναντίον μου». Ένας εκβιασμός που «πέρασε» στην περίπτωση του Αφγανιστάν αλλά που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποκρούεται από τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οι περισσότερες αντιδρούν έντονα και σε πρώτο πλάνο Γαλλία, Γερμανία ενώ Ρωσία, Κίνα, έτσι ή αλλιώς αντίθετες, αφήνουν τον «πρώτο λόγο» στους Ευρωπαίους ευελπιστώντας και στη δημιουργία ρήγματος στα πλαίσια της Δυτικής Συμμαχίας.

Ταυτόχρονα και για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα εκδηλώνεται παγκόσμια η αντίδραση και η κατακραυγή των μαζών ενάντια στα εγκληματικά σχέδια των ΗΠΑ.

Παρόλ’ αυτά οι ΗΠΑ επιμένουν στην ίδια κατεύθυνση, με Αγγλία και άλλους «πρόθυμους». Μεταφέροντας ξανά το θέμα στο πεδίο της στρατιωτικής έντασης ευελπιστούν να τους σύρουν και πάλι όπως στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας και στο όνομα των συνολικών συμφερόντων της Δύσης. Να εκβιάσουν τη συναίνεσή τους όπως στην περίπτωση του Αφγανιστάν και στο όνομα της «αντιτρομοκρατικής» εκστρατείας. Ταυτόχρονα κλιμακώνουν τον εκβιασμό αφήνοντας να «διαρρεύσουν» στον τύπο οι προθέσεις του Νίξον να βομβαρδίσει με ατομικές βόμβες το Βιετνάμ το 1972. Τα σχέδια με τους πυρηνικούς στόχος των ΗΠΑ που περιλαμβάνουν διάφορες χώρες και ανάμεσά τους Ρωσία και Κίνα. Οι άλλες δυνάμεις ωστόσο επιμένουν στην αντίθεσή τους. Αν αποδέχτηκαν το «αντιτρομοκρατικό» δόγμα, στο νέο δόγμα και τον «άξονα του κακού» βλέπουν τις προθέσεις των ΗΠΑ να ξανασχεδιάσουν τον κόσμο από τη θέση του κυρίαρχου. Στις διαρροές των πυρηνικών σχεδίων ακούν το καμπανάκι που χτυπάει για όλους τους. Οι αντιδράσεις τους εντείνονται και ταυτόχρονα συνοδεύονται από κινήσεις όλων προς όλους. Διαγράφεται η προοπτική ενός άτυπου μετώπου των τεσσάρων (Ρωσία, Γαλλία, η Κίνα, τη Γερμανία) απέναντι στις αυτοκρατορικές επιδιώξεις των ΗΠΑ. Ωστόσο οι ΗΠΑ προχωρούν. Υπολογίζουν ότι η κατάληψη του Ιράκ θα θέσει και άλλες δυνάμεις προ τετελεσμένων γεγονότων που θέλοντας και μη θα τα αποδεχτούν. Η σχετικά σύντομη κατάληψη του Ιράκ, το ψήφισμα του ΟΗΕ λίγο αργότερα που στην ουσία νομιμοποιεί την κατάκτηση, δείχνει να τους δικαιώνει. Όμως ο τελευταίος λόγος δεν είχε ακόμη ειπωθεί. Σε πρωτοφανέρωτα σύντομο διάστημα εκδηλώνεται η αντίσταση του ιρακινού λαού και μάλιστα σε μαζική κλίμακα. Όλο το σκηνικό ανατρέπεται. Αναδείχνεται το αδιέξοδο της στρατηγικής των ΗΠΑ. Περνάμε σε νέα φάση.

 

Δ’ Η ΦΑΣΗ ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΕ – ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΕΤΕΙ

 

Το μπλοκάρισμα της αμερικανικής επίθεσης στο Ιράκ, ανέδειξε – έθεσε όλα τα ζητήματα στα πραγματικά τους δεδομένα, διαστάσεις και χαρακτηριστικά.

Ζητήματα που προϋπήρχαν, που στην ουσία είχαν τεθεί μετά το ’89-’91, που βρίσκονταν σε δεύτερο πλάνο καθώς αυτό που δέσποσε ήταν ο θρίαμβος της Δύσης – ήπα, το κλίμα και οι ροπές που αυτός είχε δημιουργήσει.

Ο καμβάς, ο συσχετισμός συνέχιζε να είναι αυτός που κατά βάση διαμορφώθηκε με τις ανατροπές του ’89-’91. Οι τροποποιήσεις μεγεθών (επέκταση λ.χ. Δύσης) που συντελέστηκαν στο μεταξύ διάστημα, εκφράζανε ακριβώς αυτόν το νέο συσχετισμό.

Μόνο που αυτόν το νέο συσχετισμό δεν τον κατανοούσαν, δεν τον εκτιμούσαν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Λ.χ. οι ΗΠΑ θεώρησαν ότι είχε ανατραπεί σε τέτοια κλίμακα υπέρ τους ώστε να τους παρέχει την «ιστορική ευκαιρία» για την πραγματοποίηση του στόχου της παγκόσμιας κυριαρχίας και κινήθηκαν σ’ αυτή την τροχιά. Η πραγματικότητα ωστόσο ήταν διαφορετική.

Όπως από τα τότε είχαμε επισημάνει: Η αναμφισβήτητη νίκη τους ήταν μια νίκη σε «ψυχρό» πόλεμο. Το γέρας όμως της κυριαρχίας αντιστοιχεί μόνο σε μια νίκη σε «θερμό» πόλεμο. Ο εχθρός είχε νικηθεί, είχε υποχωρήσει σε μεγάλο βάθος, διατηρούσε ωστόσο σημαντικές (πυρηνικές λ.χ.) εφεδρείες ανασύνταξης-απάντησης.

Δεύτερον, ήταν μια νίκη που είχε επιτευχθεί από μια συμμαχία στην οποία η κύρια δύναμη ήταν βέβαια οι ΗΠΑ, αλλά στην οποία μετείχαν και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ήταν μια νίκη που θα έπρεπε να «μοιραστούν» πράγμα που δεν το ήθελαν καθόλου, αλλά και που όπως αποδείχτηκε, δεν μπορούσαν να αγνοούν.

 

Το μπλοκάρισμα της αμερικανικής μηχανής στο Ιράκ ανέδειξε:

Το αδιέξοδο της αμερικανικής στρατηγικής. Ένα αδιέξοδο που θα αναδειχνόταν αργά ή γρήγορα μια και ήταν δεδομένη η αναντιστοιχία στόχου και μέσων που διαθέτουν (από μόνες τους) οι ΗΠΑ για την επίτευξή του. Η στρατηγική της κυριαρχίας δεν αντιστοιχεί στον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων στον κόσμο.

Από την άποψη αυτή, το μπλοκάρισμα ανέδειξε και τον πραγματικό συσχετισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Ταυτόχρονα με έναν τρόπο και ως έναν βαθμό ανέδειξε και τον συνολικό συσχετισμό, όσο και αν οι ιμπεριαλιστές στους «λογαριασμούς» τους επιμένουν να αγνοούν την πλευρά του λαϊκού παράγοντα. Με βάση την υπόθεση Ιράκ, εκδηλώθηκε, ενεργοποιήθηκε, αναδείχτηκε ο πραγματικός χαρακτήρας των ενδοϊμπεριαλιστικών σχέσεων και αντιθέσεων. Αναδείχτηκε το ζήτημα του επανα-προσδιορισμού της στρατηγικής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Τέθηκε στην ημερήσια διάταξη και σε συνάρτηση με το προηγούμενο το ζήτημα των συμμαχιών στρατηγικού χαρακτήρα.

Τέθηκε ακόμα, και σαν βασική έκφραση του προηγούμενου ζητήματος το ζήτημα της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας. Σαν πρόβλημα ύπαρξης, ρόλου, στόχων, σχέσεων ανάμεσα στις δυνάμεις που την συγκροτούν.

Άνοιξε μια νέα φάση. Μια φάση νέα όχι ως προς τα πραγματικά μεγέθη και τις πραγματικές σχέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αλλά «νέα» ως προς το πώς «αναγνωρίζονται», εκτιμώνται, αξιολογούνται και πώς αντιμετωπίζονται. Οι σχεδιασμοί, οι κινήσεις τους πρέπει να λαβαίνουν πλέον υπόψη τους όλα αυτά τα δεδομένα.

 

Η αντιμετώπιση των λαϊκών μαζών

Ένα πράγμα δεν αλλάζει και δεν αναμένεται να αλλάξει. Η πολιτική του συστήματος απέναντι στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες αυτού του κόσμου.

Αυτό αφορά και τους δύο βασικούς άξονες της πολιτικής του. Και την επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και την εκστρατεία επανακατάκτησης του κόσμου. Αυτά, παρόλο που ήταν ακριβώς η παρεμβολή του λαϊκού παράγοντα (Ιρακινή Αντίσταση) που ανέδειξε και ενεργοποίησε αντιφάσεις και αδιέξοδα και ανάγκασε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε επανεξέταση των στρατηγικών τους επιλογών. Το «παράδοξο» έχει τη βάση και την εξήγησή του στα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού συστήματος και στα δεδομένα της περιόδου που διανύουμε.

Συνδέεται καταρχάς:

– Με την ίδια την φύση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Το σύστημα στηρίζει την ύπαρξη, λειτουργία και αναπαραγωγή του: στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Στην εκμετάλλευση των εξαρτημένων χωρών που τις αντιμετωπίζει ως ευρύτερη ενδοχώρα του. Δεν νοείται συνεπώς «παραίτηση» από τους όρους ύπαρξής του.

– Η συνέχιση, κλιμάκωση αυτής της κατεύθυνσης συνδέεται με στρατηγικές επιλογές του συστήματος που έχουν τεθεί στην ημερήσια διάταξη εδώ και χρόνια. Την επαναθεμελίωση της ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου. Την επανακατάκτηση, επαναποικιοποίηση του κόσμου. Δεν διατίθεται να αλλάξει τη στρατηγική του χωρίς να εξαναγκαστεί σ’ αυτό.

– Το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα (ως σύνολο) βλέπει την διέξοδο από την παρατεταμένη κρίση που αντιμετωπίζει σε μια μεγιστοποιημένη συσσώρευση που ευελπιστεί ότι θα του δώσει μια νέα ώθηση, ότι θα δημιουργήσει τους όρους μια νέας «εκτίναξης». Μια συσσώρευση που μπορεί να προκύψει μόνο από την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των εξαρτημένων χωρών. Δεν «διαπραγματεύεται» και δεν προτίθεται να διαπραγματευτεί αυτή την επιλογή, τουλάχιστον όχι με βάση τους σημερινούς όρους και συσχετισμούς.

– Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις «περιπλέκει» τις πολιτικές τους επιλογές και ιεραρχήσεις αλλά δεν αλλάζει -ίσα ίσα- αυτές τις δύο βασικές στρατηγικές κατευθύνσεις. Όσα και όπως αναφέρθηκαν, ισχύουν συνολικά για το σύστημα, ισχύουν ταυτόχρονα και για κάθε καπιταλιστικό σχηματισμό ξεχωριστά και για έναν λόγο παραπάνω. Η επιδίωξη μεγαλύτερου μερτικού στη μοιρασιά του κόσμου από κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη συναρτάται με τις δυνατότητες διεκδίκησής του (οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές). Αυτό επιτείνει τις τάσεις τόσο της υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τάξης όσο και της διεύρυνσης της διεθνούς βάσης εκμετάλλευσης, συσσώρευσης του κάθε σχηματισμού.

 

Όλα αυτά δεν σημαίνουν την απουσία προβλέψεων για την αντιμετώπιση των λαϊκών μαζών και των πιθανών αντιδράσεών τους αλλά του χαρακτήρα, την «θέση» που έχουν αυτές οι προβλέψεις στους σχεδιασμούς τους.

Για τις δυνάμεις του συστήματος, είναι γενικά αδιανόητο να σχεδιάζουν τη στρατηγική τους, θέτοντας υπό αίρεση την απόλυτη κυριαρχία τους πάνω στην εργατική τάξη και τους λαούς του κόσμου. Κάνουν τους «λογαριασμούς» τους θεωρώντας δεδομένη την υποταγή των μαζών, τη δυνατότητα ελέγχου, χειραγώγησης, καταστολής των όποιων αντιδράσεών τους.

Η υποτίμηση των λαϊκών μαζών, η περιφρόνηση γι’ αυτές αποτελούν συστατικό στοιχείο της φιλοσοφίας τους. Σ’ αυτή τη βάση η όποια παρεμβολή του λαϊκού παράγοντα πέρα απ’ τα «προβλεπόμενα» θεωρείται ως μια «ανωμαλία» και έτσι αντιμετωπίζεται, εφόσον αυτή υπάρξει και στην κλίμακα που υπάρξει.

 

Αυτή η αντίληψη κλονίστηκε μόνο μια φορά στην ιστορία του κόσμου. Από την Οκτωβριανή Επανάσταση και όλα όσα δημιουργήθηκαν σαν έκφραση αυτής της στροφής της Ιστορίας. Μόνο τότε το σύστημα αναγκάστηκε (όχι αμέσως, όχι χωρίς αναμετρήσεις αλλά και εσωτερικούς τρανταγμούς) να εντάξει στους σχεδιασμούς του και μια πολιτική αντιμετώπισης των μαζών. Δεν ενδιαφέρει εδώ το αν ήταν «καλή» ή «κακή» αλλά πολιτική με την καθαυτή έννοια του όρου.

Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ο Χίτλερ -και εννοείται μαζί με τις μέθοδες καταστολής και καταπίεσης- προωθούσε και εφάρμοζε μια συγκεκριμένη πολιτική απέναντι στις λαϊκές μάζες. Σήμερα ωστόσο με την υποχώρηση, την ήττα του κινήματος θεωρείται ότι εξέλιπε και αυτή η «ανωμαλία», ότι αποκαταστάθηκε η «φυσική τάξη πραγμάτων» και συνεπώς δεν συντρέχει πλέον κανένας λόγος για το σύστημα να δεσμεύεται από «αγκυλώσεις του παρελθόντος» αλλά να σχεδιάζει απερίσπαστο το «μέλλον».

Μια υποχώρηση που θεωρείται «τελική» -μια και αντιστοιχεί στην φυσική τάξη πραγμάτων- παγιωμένη και μη αναστρέψιμη.

Σ’ αυτή τη βάση το μόνο που «απαιτείται» απέναντι στις λαϊκές μάζες δεν είναι η α ή η β πολιτική, αλλά μέτρα χειραγώγησης, ελέγχου, καταπίεσης και καταστολής. Εδώ σ’ αυτή τη λογική βρίσκεται η βάση για την προώθηση σειράς μέτρων σ’ όλες τις χώρες που «εκσυγχρονίζουν» τους μηχανισμούς και μέθοδες καταπίεσης. Εδώ βρίσκεται η βάση που η πολιτική «περιορισμού του κράτους» έχει σαν αντιστάθμισμά της την υπερδιόγκωση του …κράτους. Του κράτους της βίας, των μηχανισμών καταπίεσης και καταστολής. Ταυτόχρονα και όσον αφορά το άλλο σκέλος, η συγκρότηση στρατιωτικών δυνάμεων «ταχείας αντίδρασης» για να καταστέλλουν τις όποιες αντιστάσεις, για να πνίγουν στο αίμα την όποια εκδήλωση ανεξαρτησίας αλλά και για να «προλαβαίνουν» τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σ’ αυτό το «ειρηνευτικό», «εκπολιτιστικό» ή όπως αλλιώς το ονομάσουν έργο.

 

Όλα αυτά εκφράζουν τα χαρακτηριστικά, τις διαθέσεις αλλά και τους ευσεβείς πόθους του συστήματος. Η περίπτωση του Ιράκ ήρθε να «υπενθυμίσει» κάποια πράγματα, άσχετα αν ακόμη κι αυτό αντιμετωπίζεται σαν ζήτημα που κύρια μεταξύ τους (οι ιμπεριαλιστές) θα το διακανονίσουν και σε δεύτερο πλάνο με τον χειρισμό αστικών (έως και μισοφεουδαρχικών) δυνάμεων της περιοχής. Το ζήτημα είναι ότι η αντίσταση στο Ιράκ, αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, της τεράστιας δύναμης και δυναμικής που περικλείουν τα δισεκατομμύρια των λαών της γης. Μια πραγματικότητα που οι ιμπεριαλιστές προτιμούν να την αγνοούν άλλα που αργά ή γρήγορα θα τη βρουν μπροστά τους.

 

Μεταβατικά χαρακτηριστικά της φάσης

Μπορούμε συνεπώς με όλα αυτά να μιλάμε για μια φάση μεταβατικού χαρακτήρα. Μπορεί να ειπωθεί και έτσι. Προς αποφυγή παρανοήσεων ωστόσο χρειάζεται να διευκρινιστεί ένα ζήτημα. Περίοδος σταθεροποίησης στα πλαίσια του καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού συστήματος μπορεί να υπάρξει μόνο με την σχετική έννοια. Λ.χ. ο Β” Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε κάποιους συσχετισμούς σε μια κάποια σχετικά σταθερή βάση για αρκετά χρόνια. Εννοείται ότι και αυτή η σχέση πραγμάτων βρισκόταν υπό διαρκή αίρεση και πως σε όλη αυτή την περίοδο υπήρξαν ανταγωνισμοί, αναμετρήσεις έως και ένοπλες.

Αυτή η σχέση πραγμάτων ανατρέπεται στα βασικά στοιχεία το ’89-’91 ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο. Όλες οι κινήσεις όλων των δυνάμεων στο διάστημα που μεσολάβησε πραγματοποιούνται στα πλαίσια του νέου συσχετισμού που διαμορφώθηκε, επηρεάζονται από τα νέα δεδομένα που «υλοποιούν» αυτόν το συσχετισμό.

 

Εδώ χρειάζεται να διευκρινιστούν κάποια ζητήματα. Πρώτον πως ένα ζήτημα είναι ποιος είναι ο «πραγματικός» συσχετισμός και ένα άλλο το πως τον αντιλαμβάνεται η κάθε δύναμη. Λ.χ. οι ΗΠΑ θεώρησαν ότι είναι αυτός που τους επιτρέπει να διεκδικήσουν την παγκόσμια κυριαρχία. Οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές για συγκυριαρχία. Βρήκαν «τοίχο». Ρωσία και Κίνα ότι θα «προκριθούν» στο κλαμπ των προνομιούχων ιμπεριαλιστών της Δύσης και θα μοιραστούν «πολυπολικά» ρόλους, αρμοδιότητες και μερτικά. Έπεσαν, ιδίως η Ρωσία, δραματικά έξω.

Το δεύτερο και το πιο ενδιαφέρον σε σχέση με τη φάση που διανύουμε, είναι πως ο πραγματικός συσχετισμός είναι αυτός που «υπάρχει» και ταυτόχρονα είναι αυτός που «φτιάχνεται». Είναι αυτός που οικοδομείται μέσα από οικονομικές πολιτικές και στρατιωτικές κινήσεις, με προώθηση της γεωστρατηγικής της κάθε δύναμης, με διαμόρφωση συμμαχιών τακτικού ή στρατηγικού χαρακτήρα.

 

Σ’ αυτό το πεδίο, σ’ αυτή τη δεύτερη φάση είμαστε. Στη φάση όπου η κάθε δύναμη προσπαθεί «να πάρει θέση», να διαμορφώσει όρους, να συγκροτήσει, αναπτύξει τις εσωτερικές της δυνατότητες, να προωθήσει την κίνησή της στο διεθνές πεδίο, να διαμορφώσει ερείσματα, να οικοδομήσει τις τέτοιες και αλλιώτικες συμμαχίες της.

 

Το ένα, το θεμελιακό είναι η συγκρότηση, ανάπτυξη της συνολικής ισχύος της κάθε δύναμης. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η ισχύς, το ειδικό βάρος της κάθε δύναμης είναι που προσδιορίζει κατ” αρχάς τη θέση της στην παγκόσμια «ιεραρχία» και κατανομή.

 

Στο οικονομικό πεδίο, με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξής της συνολικά, την εσωτερική οικονομική της ισχύ.

Τη θέση της στην παγκόσμια αγορά, τις αγορές που ελέγχει ή έχει πρόσβαση σ’ αυτές.

Τον έλεγχο ή πρόσβαση σε πηγές πρώτων υλών και ενέργειας καθώς και των δρόμων μεταφοράς τους.

Την συσσώρευση κεφαλαίων, τις επενδύσεις που μπορεί να πραγματοποιεί τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά.

Την ισχύ και το ρόλο του νομίσματός της.

Κρίσιμο το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται όσον αφορά την παραγωγή και διάθεση προϊόντων αιχμής, προωθημένης τεχνολογίας, υψηλής απόδοσης μεγάλης προστιθέμενης αξίας. Δηλαδή εκείνων των προϊόντων που καθορίζουν την -οικονομική- «ιεραρχία» στην παγκόσμια αγορά.

 

Στο στρατιωτικό και καταρχήν στο στρατηγικό πεδίο. Το αν και ποιου επιπέδου πυρηνικά όπλα κατέχει, ποια συνολική υποδομή που καθορίζει τη δυνατότητα δημιουργίας πυρηνικού οπλοστασίου, συντήρησης αυτού που υπάρχει ή και ενίσχυσής του. Λ.χ. σ’ αυτό το κεφάλαιο το μεγάλο ερώτημα δεν είναι αν έχει κάποιες ατομικές βόμβες το Πακιστάν ή αν αποκτήσει ανάλογο αριθμό το Ιράν ή η Β. Κορέα, αλλά σε ποιο επίπεδο μπορεί να φτάσει η Κίνα ενώ μια εντελώς ιδιαίτερη σημασία έχει αν και πότε θα μπουν στον πυρηνικό χορό δυνάμεις σαν τη Γερμανία και την Ιαπωνία. Γενικότερα η ανάπτυξη των εξοπλισμών ενώ μια ιδιαίτερη και πολλαπλή σημασία έχει η ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας και του εμπορίου όπλων. Σημασία οικονομική, πολιτική, δημιουργίας σχέσεων και εξαρτήσεων, και βέβαια παραγωγής όπλων «διά ιδίαν χρήσιν» καθώς και το ρόλο της υποδομής για ανάπτυξη νέων και όλο πιο προωθημένων εξοπλισμών είτε τακτικού είτε στρατηγικού χαρακτήρα.

Στο τακτικό πεδίο ο τομέας που γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη (και αναμένεται να γνωρίσει μεγαλύτερη) είναι η συγκρότηση δυνάμεων ταχείας επέμβασης. Ακριβώς, γιατί συνδέεται με στρατηγικές επιλογές των ιμπεριαλιστών και συγκεκριμένα την κατεύθυνση κατάκτησης του κόσμου (έως και κάποιες «μυλωνούδες» προθυμοποιούνται να προσθέσουν και τη δικιά τους συμβολή στους «πραματευτάδες»).

Σε συνάρτηση με αυτό (αλλά και το στρατηγικό) προωθείται η δημιουργία βάσεων από όλες τις δυνάμεις σε κάθε γωνιά της γης και εννοείται κατά τις δυνατότητες της καθεμιάς. (Λ.χ. οι ΗΠΑ υπερέχουν συντριπτικά σ’ αυτό το πεδίο καθώς έχουν και δημιουργούν νέες βάσεις σε όλο τον κόσμο).

Το ερώτημα εδώ για όλες τις δυνάμεις (πλην ΗΠΑ) είναι πόση υπόσταση έχει γι’ αυτές μια τέτοια κατεύθυνση, πόση αυτονομία δράσης μπορούν να έχουν (πέρα ίσως από τη «γειτονιά» τους) χωρίς ένα ανάλογο δίκτυο βάσεων και πάνω απ’ όλα χωρίς στρατηγική κάλυψη. Λ.χ. η Αγγλία της Θάτσερ θα μπορούσε να εκστρατεύσει στις Μαλβίδες χωρίς το πράσινο φως από τις ΗΠΑ ή θα μπορούσε να αποφύγει τις βαριές απώλειες (ή ακόμα και την ήττα) αν ο Μιτεράν δεν έδινε στους Άγγλους το κλειδί εξουδετέρωσης των Εξοσέτ που είχε πουλήσει η Γαλλία στην Αργεντινή;

Στο πολιτικό πεδίο, η κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη προσπαθεί να ενισχύσει την επιρροή της, να προσεταιριστεί ή να επιβάλλει «φιλικές» κυβερνήσεις στις εξαρτημένες χώρες. Με οικονομικά ανταλλάγματα, με προσφορές «στήριξης» αλλά και πιέσεις, εκβιασμούς, απειλές.

Να αποτρέψει, να υπονομεύσει με ανάλογα μέσα την επιρροή των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Να διευρύνει τις ζώνες επιρροής και επικυριαρχίας της είτε στον περίγυρό της (όπως οι περισσότερες) είτε (όπως οι ΗΠΑ) σε πλανητική κλίμακα.

Και στον «ορίζοντα» το πάντα κρίσιμο ζήτημα των συμμαχιών στρατηγικού χαρακτήρα. Ένα ζήτημα που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν «κλειστό» παρότι υπάρχουν πραγματικότητες που δύσκολα και όχι χωρίς κόστη μπορούν να ανατραπούν (π.χ. η ευρωατλαντική συμμαχία, η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.ά.). Και αυτό το ζήτημα θα πρέπει να εκτιμιέται στη βάση των όρων και των κριτηρίων που θέτει η περίοδος που διανύουμε.

Αλλά στο κεφάλαιο αυτό χρειάζεται να σταθούμε ιδιαίτερα.

 

ε’ Για το ζήτημα των συμμαχιών

 

Το ζήτημα των συμμαχιών και μάλιστα αυτών του στρατηγικού χαρακτήρα, έχει αποφασιστική σημασία. Αν το πρωταρχικό (η βάση) είναι η συνολική ισχύς της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης, οι συμμαχίες που πραγματοποιούνται είναι αυτές που μπορεί να καθορίσουν τους συσχετισμούς ή και να «αποφασίσουν» για την έκβαση αναμετρήσεων αυτής ή εκείνης της κλίμακας. Άλλωστε η ιστορία έχει πολλά να διδάξει πάνω σ’ αυτό. Ένας λόγος παραπάνω ότι καμιά δύναμη δεν είναι τόσο ισχυρή ώστε να μπορεί να επιβληθεί σε όλες τις άλλες, να τις καθυπόταξει.

 

Η ευρωατλαντική συμμαχία.

Στο θέμα αυτό η δεσπόζουσα έκφρασή του και αυτή που αξίζει ιδιαίτερης εξέτασης είναι καταρχάς η ευρωατλαντική συμμαχία. Είναι η συμμαχία που νίκησε στον λεγόμενο «ψυχρό πόλεμο» που δέσποσε τα τελευταία χρόνια, που καθόρισε τις εξελίξεις. Εξακολουθεί να είναι ο μόνος ιμπεριαλιστικός συνασπισμός αυτής της κλίμακας με αποφασιστική υπεροχή απέναντι σε ό,τι άλλο υπάρχει. (οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, στρατηγικά).

Ταυτόχρονα και πέρα από την έκφραση των ιδιαίτερων συμφερόντων των δυνάμεων που τη συγκροτούν, αποτέλεσε και αποτελεί το βάθρο στήριξης συνολικά του καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού συστήματος. Δεν είναι συμπτωματικό ότι στα πλαίσιά της εκδηλώθηκαν τάσεις (που συνεχίζουν να υπάρχουν) έως και υποκατάστασης του ΟΗΕ σαν ανώτερου διεθνούς Οργανισμού από αυτή τη συμμαχία (νατο).

Με αυτά τα δεδομένα, η συνέχιση της ύπαρξής της ή η διάλυσή της έχει κρίσιμο χαρακτήρα. Τυχόν διάλυσή της λ.χ. θα είχε τεράστιες συνέπειες και κόστη συνολικά για το καπιταλιστικό, ιμπεριαλιστικό σύστημα αλλά και για κάθε εταίρο ξεχωριστά.

Ταυτόχρονα αναπόφευκτη συνέπεια σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν η δρομολόγηση δημιουργίας νέων στρατηγικών συμμαχιών ανάμεσα σε διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Πολύ δύσκολα συνεπώς οι εταίροι θα προχωρούσαν στη διάλυσή της.

Από την άλλη μεριά η κρίση στους κόλπους της δεν είναι συγκυριακή, δεν είναι προσωρινή ή επιφανειακή, δεν έχει σαν αιτία της μόνο την περίπτωση Ιράκ. Οι βασικές αιτίες συνδέονται με τους όρους συγκρότησης – ύπαρξης της συμμαχίας και το πόσο αντιστοιχούν στις σημερινές συνθήκες. Η ύπαρξή της συνδέεται καταρχάς με όρους, στόχους και αναγκαιότητες τής προ του ’89-’91 περιόδου. Αυτός ο ρόλος της «προεκτάθηκε» και στην αμέσως μετά το ’89-’91 φάση, της υλοποίησης των αποτελεσμάτων της νίκης, της επέκτασης της κυριαρχίας της ανατολικά. Τέθηκε ωστόσο και τίθεται όλο και πιο έντονα ζήτημα επαναπροσδιορισμού του ρόλου, του χαρακτήρα της αλλά και του ρόλου των εταίρων στα πλαίσια της.

Όσον αφορά τις ΗΠΑ δεν είναι ακριβές ότι δεν θέλουν τη συμμαχία. Η τάση «αποδέσμευσης» που εκδηλώθηκε κυρία από την ομάδα Τσενι – Μπους δεν είναι καθαρό (ούτε για τους ιθύνοντες των ΗΠΑ) αν είχε στρατηγικό ή τακτικό χαρακτήρα. Αν δηλαδή αυτό που επιδιωκόταν ήταν βασικά η πίεση, ο εκβιασμός των συμμάχων να συμμορφωθούν στις απαιτήσεις των ΗΠΑ. Δηλαδή μια συμμαχία που να κυριαρχεί στον κόσμο, αλλά για λογαριασμό των ΗΠΑ και τους συμμάχους σε ρόλους βαλέδων.

Μόνο που κάτι τέτοιο δεν γίνονταν αποδεκτό από τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Και αυτοί από τη μεριά τους βεβαίως και θα ήθελαν την διατήρηση μιας συμμαχίας εάν και εφόσον αυτή τους διασφάλιζε το ρόλο των συγκυρίαρχων του κόσμου.

Αυτό που δεν θέλουν είναι ένας ρόλος δευτεροκλασάτου εταίρου. Είναι πιο «παλιοί» σ’ αυτή τη δουλειά από τους Αμερικανούς. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι σε τέτοιες λυκοσυμμαχίες από το ρόλο του δευτεροκλασάτου εταίρου μπορεί να βρεθείς στο ρόλο του ασήμαντου υπηρέτη και από κει στη θέση της λείας.

Όσο για το πώς θα εξελιχθούν τελικά τα πράγματα, πολλοί οι αστάθμητοι παράγοντες ώστε να είναι παρακινδυνευμένη κάθε πρόβλεψη. Μπορούμε όμως να πούμε ότι όπως κι αν εξελιχθούν, δεν θα ‘ναι «όπως πριν». Είτε διαλυθεί είτε -πράγμα πολύ πιθανό- συνεχίσει να υπάρχει η ευρωατλαντική συμμαχία δεν θα ‘ναι όπως πριν. Πιο σφιχτή ή πιο χαλαρή ίσως. Πιο πολιτική ή πιο στρατιωτική πιθανόν. Με αυτές ή εκείνες τις προσχωρήσεις ή αποχωρήσεις μελών, με αυτούς ή εκείνους τους ρόλους για καθένα εκ των συμμάχων, αυτά μένουν να τα δούμε. Αν μια σειρά εξελίξεις συναρτώνται με την τύχη της ευρωατλαντικής συμμαχίας, άλλο τόσο οι εξελίξεις στα πλαίσια της συμμαχίας συναρτώνται με το πώς θα διαμορφωθούν μια σειρά δεδομένα.

 

ΕΕ και άλλες συμμαχίες

Πέρα από την ευρωατλαντική υπάρχουν, οικοδομούνται ή σχεδιάζονται μια σειρά άλλες συμμαχίες. Μεγάλες ή μικρές, σφιχτές ή χαλαρές, οικονομικές, πολιτικές, με πρόβλεψη αναβάθμισης και στο στρατιωτικό πεδίο ή όχι, λειτουργούσες ή σε υποτυπώδη ή και εικονική μορφή. Πρώτα απ’ όλα η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Μια οικονομική, κατά πρώτο λόγο, συμμαχία ευρωπαϊκών χωρών, ένας συνασπισμός για την ακρίβεια των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με βασικούς πυλώνες, Γαλλία και Γερμανία. Μια συμμαχία που έχει το εντελώς ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να αποτελεί μια συμμαχία που βρίσκεται μέσα σε μια άλλη ευρύτερη συμμαχία (ευρωατλαντική). Μια συμμαχία που «θέλει» να εξελιχθεί, αναβαθμιστεί σε πολιτική, στρατιωτική, στρατηγική αλλά που για να το κατορθώσει αυτό θα πρέπει κατ’ αρχάς να απαντήσει σε βασικά προβλήματα.

Πρώτον να λύσει, να διευθετήσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις και αντιθέσεις και δεύτερον (αλλά όχι δεύτερο σε σημασία) να αντιμετωπίσει τη σχέση κηδεμονίας που έχουν απέναντι της οι ΗΠΑ. Έτσι ή αλλιώς η ΕΕ αποτελεί έναν παράγοντα με σημαντικό ειδικό βάρος στις παγκόσμιες εξελίξεις (και όχι μόνο τις οικονομικές) τόσο σαν σύνολο όσο και με βάση την υπόσταση των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που τη συγκροτούν.

 

Ο -«άτυπος»- αγγλοσαξονικός άξονας. Περιλαμβάνει βασικά ΗΠΑ, Αγγλία και χώρες της βρετανικής Κοινοπολιτείας με πληθυσμό βρετανικής κυρία καταγωγής (Καναδάς, Αυστραλία, ν. Ζηλανδία). Υφίσταται κύρια πολιτικά, χωρίς να παίρνει θεσμικό χαρακτήρα. Οι αφετηρίες της βρίσκονται αρκετά πίσω στην ιστορία, στις συμφωνίες του Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ το 1942 και ενώ μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Συμφωνίες που έθεσαν τις πρωταρχικές βάσεις για τη συγκρότηση της ευρωατλαντικής συμμαχίας, αλλά και εγκαινίασαν την ιδιαίτερη σχέση ΗΠΑ – Αγγλίας. Μια σχέση που παρά τις «δοκιμασίες» που πέρασε εξαιτίας των προσπαθειών των ΗΠΑ να εκτοπίσουν και να πάρουν τη θέση της Αγγλίας στις πρώην αποικίες της (χαρακτηριστική η υπόθεση Σουέζ το 1956) συνέχισε να υφίσταται. Λ.χ. οι βάσεις του Έσελον βρίσκονται (από πολλά χρόνια πριν) ακριβώς σε αυτές τις χώρες. Αλλά η πιο πρόσφατη «υπενθύμιση» της παρουσίας του στα τεκτενόμενα υπήρξε ο ενεργός ρόλος αυτού του άξονα στην επιδρομή στο Αφγανιστάν και στην κατάκτηση του Ιράκ.

Ένας άξονας που θα συνεχίσει να υφίσταται, το λιγότερο ως «εφεδρική» λύση τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Αγγλία. Όσον αφορά την πιθανότητα να πάρει πιο μόνιμο ή και θεσμικό χαρακτήρα αυτό συναρτάται από το πώς θα εξελιχθεί συνολικά το ζήτημα των συμμαχιών και πώς αυτό θα αντιμετωπιστεί από τις δύο αυτές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

 

Νάφτα: Οικονομική συμμαχία (λεόντειος εννοείται) ανάμεσα σε ΗΠΑ, Καναδά, Μεξικό. Η ίδρυσή της συνδέθηκε τόσο με άμεσες αναγκαιότητες όσο και με στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ. Η στρατηγική της κυριαρχίας (ή και «απλώς» της ηγεμονίας) προϋποθέτει τόσο για το σχεδιασμό όσο και για την υλοποίησή της τη διεύρυνση της οικονομικής, πληθυσμιακής, γεωγραφικής βάσης των ΗΠΑ. Το πρόβλημα ωστόσο που υπήρξε (πέρα από τις αυτές καθαυτές δυσκολίες του εγχειρήματος) ήταν ότι κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι θα προχωρούσε αποτελεσματικά, θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μόνο με τα αρκετά χρόνια.

Η αμερικανική πολιτική ωστόσο, και ιδιαίτερα με τους Τσένι-Μπους έθεσε το στόχο της κυριαρχίας σαν ζήτημα άμεσης προώθησης και υλοποίησης. Έτσι αυτή η πλευρά του εγχειρήματος εγκαταλείφθηκε στην πράξη (προσωρινά ή οριστικά θα δούμε) και η ΝΑΦΤΑ παραμένει σαν το διευρυμένο πεδίο οικονομικής κυρία δράσης του αμερικανικού κεφαλαίου.

 

Η «Ανατολική» πλευρά του ζητήματος

Κοινοπολιτεία ανεξάρτητων κρατών (ΚΑΚ). Πρόκειται για το μόρφωμα με το οποίο ο Γιέλτσιν επιχείρησε να «αντικαταστήσει» τη ΣΕ. Η σύστασή της δεν ήταν μόνο προσχηματική και για τη δικαιολόγηση της διάλυσης της σε. Ήταν ταυτόχρονα και μια προσπάθεια της μεγαλορωσικής αστικής τάξης να διατηρήσει κάποιους δεσμούς με το χώρο της πάλαι ποτέ κυριαρχίας της και με προοπτική αποκατάστασης αυτής της κυριαρχίας, όταν και εφόσον μπορέσει. Το ζήτημα είναι ότι η ΚΑΚ δεν μπόρεσε τότε να ξεπεράσει ένα υποτυπώδες επίπεδο ύπαρξης και λειτουργίας, αντίθετα, έφθινε στην πορεία και ορισμένες χώρες αποχώρησαν και τυπικά. Πολύ μεγαλύτερη σημασία είχε το εγχείρημα συγκρότησης χώρου οικονομικής συνεργασίας (στα πρότυπα ΕΕ) ανάμεσα σε Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία και Καζακστάν. Ταυτόχρονα, ευδιάκριτες οι προθέσεις (τουλάχιστον της Ρωσίας) να μετεξελιχθεί και σε πολιτική ή και στρατιωτική συμμαχία. Κάτι τέτοιο αν ολοκληρωνόταν θα δημιουργούσε ένα πόλο ισχύος σε επίπεδο υπερδύναμης. Θα επηρέαζε άμεσα τόσο τον άμεσο περίγυρό της, όσο και τη συνολική διάταξη δυνάμεων και συσχετισμούς στον κόσμο. Γι’ αυτό και συνάντησε τη σφοδρή αντίθεση τόσο των ΗΠΑ όσο και της εε που παρά τις διαφορές τους συνεργάστηκαν στενά για να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη. Το αν η επιτυχία τους είναι οριστική ή αναστρέψιμη, αυτό είναι κάτι που θα φανεί στην πορεία. Το γεγονός είναι ότι στην περιοχή διεξάγεται ένας λυσσαλέος αγώνας ανάμεσα στη Ρωσία από τη μια και τους δυτικούς από την άλλη που στο μέτωπο αυτό δρουν από κοινού παρά το ότι την ίδια στιγμή ανταγωνίζονται για το ποιος «θα πάρει κεφάλι» στην επέκταση προς Ανατολάς.

 

Ρωσία – Κίνα. Το άλλο «βαρύ» ζήτημα. Είναι προφανές ότι μια στρατηγική συμμαχία Ρωσίας – Κίνας θα ανέτρεπε όλες τις ισορροπίες, θα διαμόρφωνε ένα άλλο παγκόσμιο σκηνικό. Ταυτόχρονα ωστόσο θα σήμαινε «συναγερμό» σε όλες τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, θα επιτάχυνε διεργασίες, πιθανότατα θα οδηγούσε στο κλείσιμο των «ρηγμάτων» της ευρωατλαντικής συμμαχίας. Πολύ πιθανό επίσης να οδηγούσε ξανά σ’ ένα «διπολικό» κόσμο με όλα όσα θα συνεπαγόταν κάτι τέτοιο συνολικά για το καπιταλιστικό, ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Μια εξέλιξη που δεν είναι επιθυμητή για καμιά δύναμη τόσο για «κοινούς» όσο και για ιδιαίτερους λόγους της κάθε πλευράς. Εδώ βρίσκονται οι αιτίες που αυτή η συμμαχία «αιωρείται» εδώ και καιρό στο διεθνές στερέωμα αλλά δεν πραγματοποιείται. Βεβαίως γίνονται βήματα σε μια τέτοια κατεύθυνση. Το σύμφωνο της Σαγκάης. Η εξομάλυνση των συνοριακών διαφορών ανάμεσα σε Ρωσία-Κίνα. Ο τεράστιος όγκος οικονομικών συναλλαγών. Η προμήθεια στρατιωτικού υλικού και τεχνογνωσίας από Ρωσία σε Κίνα. Τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια. Σημαντική εξέλιξη η προσέγγιση της Ινδίας (με διευθέτηση «προαιώνιων» συνοριακών διαφορών ανάμεσα σε Κίνα – Ινδία), του Ιράν και άλλων χωρών. Η πρόσφατη αποπομπή των αμερικανικών βάσεων από το Ουζμπεκιστάν και μια σειρά άλλες κινήσεις προϊδεάζουν ακόμη και για την προοπτική συγκρότησης ενός «ευρασιατικού» πόλου απέναντι στον επεκτατισμό της Δύσης και τις κυριαρχικές βλέψεις των ΗΠΑ. Όλες αυτές οι κινήσεις ωστόσο δείχνουν να έχουν για την ώρα έναν «αμυντικό» χαρακτήρα, διαμόρφωσης όρων και προετοιμασίας εδάφους για ό,τι μπορεί να «χρειαστεί». Ταυτόχρονα εμπεριέχουν ένα «μήνυμα» που απευθύνεται στη Δύση και κυρίως στις ΗΠΑ. Με απλά λόγια Ρωσία και Κίνα «υπενθυμίζουν» στις ΗΠΑ ότι έχουν την «απάντηση» στην κυριαρχική πολιτική τους, αν εξαναγκαστούν σε αυτό.

 

Τάσεις και κινήσεις και η σημασία τους

Πέρα από αυτές υπάρχουν και σειρά άλλων κινήσεων ή και παλιότερων μορφών προσέγγισης, συνεργασίας, ύπαρξης δεσμών αυτού ή εκείνου του τύπου. Υφίσταται με έναν τρόπο η βρετανική Κοινοπολιτεία. Διατηρείται ένα πλέγμα κάποιων ιδιαίτερων δεσμών ανάμεσα στη Γαλλία και τις πρώην αποικίες της, ιδιαίτερα της περιοχής του Μαγκρέμπ και της αφρικανικής ηπείρου. Ανάλογες σχέσεις προσπαθεί να αναβιώσει η Ισπανία στο χώρο της Λατινικής Αμερικής αξιοποιώντας και την κοινή γλώσσα. η Ιαπωνία προσπαθεί να διαμορφώσει έναν, οικονομικό για την ώρα, περίγυρο, όπου όμως οι ΗΠΑ «αντιπροτείνουν» (ως αντιπερισπασμό) τη δημιουργία «οικονομικής ζώνης του Ειρηνικού». Οι δεσμοί που διαμορφώνει η Γερμανία στον χώρο της κεντρικοανατολικής Ευρώπης, μπορεί να αποκτήσουν μια άλλη διάσταση σε περίπτωση που η κρίση της εε αποδειχτεί αξεπέραστη. Ειδικό χαρακτήρα έχει η προσπάθεια των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών να διαμορφώσουν πλαίσιο οικονομικής συνεργασίας (διείσδυσης) με χώρες της Μεσογείου. Σοβαρή πολιτική – στρατηγική διάσταση έχει η προσπάθεια διείσδυσής τους στην Τουρκία μέσω του ανοίγματος της διαδικασίας «ένταξης» στην ΕΕ. Όσον αφορά τις κατά καιρούς προτάσεις από παράγοντες των ΗΠΑ για κοινή ευρωατλαντική αγορά μάλλον γίνονται για να γίνονται.

Η γενική τάση που δημιουργείται και το πλαίσιο που διαμορφώνεται οδηγεί ακόμη και χώρες που δεν ανήκουν στον κύκλο των ισχυρών και προνομιούχων ιμπεριαλιστικών χωρών στο να κινηθούν σε μια ανάλογη κατεύθυνση. Η πιο σημαντική περίπτωση εδώ είναι το σύμφωνο οικονομικής συνεργασίας των χωρών της Λατινικής Αμερικής (Mercosur). Η Λατινική Αμερική για χρόνια χώρος επικυριαρχίας των ΗΠΑ δέχεται εδώ και ένα διάστημα την ισχυρή διείσδυση και άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται ένας έντονος ανταγωνισμός. Ορισμένες αστικές τάξεις χωρών της Λατινικής Αμερικής επιχειρούν να αξιοποιήσουν το πλαίσιο που διαμορφώνεται καθώς και τα ισχυρά αντιαμερικανικά αισθήματα των λαϊκών μαζών για να χαλαρώσουν τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των ΗΠΑ και να διαμορφώσουν σχέσεις πιο πολύπλευρης ισορροπίας. Το εγχείρημα, και όπως ήταν αναμενόμενο, συναντάει τη σφοδρή αντίθεση των ΗΠΑ οι οποίες χρησιμοποιούν όλα τα μέσα για την ματαίωσή του. «Αντιπροτείνουν» την ALCA, την «κοινή αγορά» όλης της αμερικανικής ηπείρου. Την συνοδεύουν με πιέσεις, εκβιασμούς και απειλές έως και στρατιωτικού χαρακτήρα. Τις υπογραμμίζουν με την εκπόνηση σχεδίων επέμβασης («για τα ναρκωτικά») και τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων. Χρησιμοποιούν όλα τα ερείσματα που διαθέτουν αξιοποιώντας και τις εσωτερικές αδυναμίες, αντιφάσεις και αντιθέσεις αυτών των χωρών. Το αν το εγχείρημα αντέξει σ’ αυτές τις πιέσεις είναι ένα ερώτημα. Η βασική συνάρτηση ωστόσο δεν βρίσκεται «έξω» από αυτές τις χώρες αλλά «μέσα» σ’ αυτές. Στις σχέσεις που διαμορφώνονται στο εσωτερικό αυτών των χωρών αλλά και μεταξύ τους.

 

Όλες αυτές οι εξελίξεις, οι τάσεις που αναπτύσσονται, οι κινήσεις που γίνονται σημαίνουν κάποια πράγματα. Από οικονομική άποψη, την ανάγκη του κεφαλαίου για διευρυμένο πεδίο οικονομικής δράσης, εκμετάλλευσης, συσσώρευσης. Της μεγέθυνσης των οικονομικών παραγόντων και συντελεστών και της αναγκαιότητας ύπαρξης ευρύτερης βάσης έδρασής τους και συνολικά της καπιταλιστικής οικονομίας να λειτουργεί σ’ ένα ευρύτερο πεδίο.

Όλο και μεγαλύτερη σημασία παίρνει ωστόσο η πολιτική – στρατηγική διάσταση των πραγμάτων. Όλα αυτά συνδέονται άμεσα με τον ανταγωνισμό που εντείνεται ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Την αναζήτηση – διεκδίκηση ευρύτερου πεδίου στήριξης (οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, εδαφικά) των βλέψεων, σχεδίων και απαιτήσεών τους.

Ταυτόχρονα σηματοδοτούν το άνοιγμα μιας διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων στην οποία οδηγούνται τα πράγματα, ακριβώς με βάση αυτά τα δεδομένα και εξελίξεις.

 

στ’ Για τις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις

 

Χαρακτηριστικά, δυνατότητες, επιδιώξεις

Για τις ΗΠΑ

Αυτό που βαραίνει σήμερα στη διαμόρφωση των δεδομένων που καθορίζουν την πολιτική και τη στάση των ΗΠΑ είναι η αντίφαση ανάμεσα στην προώθηση της στρατηγικής της κυριαρχίας και το αδιέξοδο που αυτή αντιμετώπισε. Ένα διέξοδο που εκφράζει την αναντιστοιχία στόχου-μέσων και που το ανέδειξε η αντίσταση του ιρακινού λαού.

Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιβληθούν στις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις -παρότι με έναν τρόπο το αποπειράθηκαν- ενόσω υπάρχει το -ισοϋψές- πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας.

Δεν μπορούν να «απογειωθούν» οικονομικά σε τέτοια κλίμακα ώστε να διαμορφώσουν μια «απόσταση κυριαρχίας» (οικονομικής) από τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Το «κόψιμο του γόρδιου δεσμού» μέσω μιας «τελικής -πυρηνικής- λύσης» απασχόλησε και απασχολεί τους επιτελείς των ΗΠΑ. Παρόλο ωστόσο τον τυχοδιωκτισμό που τους διακρίνει αντιλαμβάνονται πως η «καταστροφή της Καρχηδόνας» δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να καταστραφεί και η «Ρώμη».

Επέλεξαν την τακτική της μεταφοράς της αντιπαράθεσης στο πεδίο της -και στρατιωτικής- έντασης έτσι ώστε να εκβιάζουν τη διαμόρφωση συσχετισμών αξιοποιώντας τη συνολική, σχετική τους, υπέροχη. Η τακτική αυτή τους έδωσε επιτυχίες μέχρι που συνάντησε το όριο της.

Την αντίσταση στο Ιράκ.

Το να συνεχίσουν σε μια τέτοια κατεύθυνση -μόνοι τους – είναι φανερό ότι αυτό που μπορεί να τους αποφέρει είναι ένα δεύτερο και τρίτο Ιράκ.

 

Το αδιέξοδο «μετέφερε» το πρόβλημα στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Πληθαίνουν οι φωνές που αντιτίθενται στον πόλεμο.

Το ιδιαίτερο στοιχείο είναι ωστόσο, η όξυνση των αντιφάσεων και αντιθέσεων στο ηγετικό επίπεδο των ΗΠΑ. Οι παραπομπές συνεργατών του Μπους (που «αγγίξανε» μέχρι και τον Τσένι) δείχνουν ότι το δημοκρατικό κόμμα περνάει στην αντεπίθεση. Είναι πιθανή η αλλαγή φρουράς στο ηγετικό επίπεδο στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Το ερώτημα ωστόσο είναι το τι θα σημαίνει μια τέτοια αλλαγή (είτε υπάρξει σαν τέτοια είτε όχι) σε αναφορά με τις στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ.

Το ζήτημα στρατηγικής γύρω από το οποίο δείχνουν να περιστρέφονται οι διαφορετικές απόψεις, είναι αυτό των συμμαχιών στρατηγικού χαρακτήρα.

Πριν απ’ αυτό ωστόσο, χρειάζεται να απαντηθεί ένα ερώτημα. Μπορούν οι ΗΠΑ να κάνουν «στροφή»; Κι αν ναι, πόσων «μοιρών» και τι είδους;

Δεν είναι κάτι που μπορεί να απαντηθεί εύκολα. Το βέβαιο εδώ είναι ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να «παραιτηθούν» οικιοθελώς από τον παγκόσμιο ρόλο τους ως ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη. Η όλη διάρθρωσή τους, οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, η αντίστοιχη κοινωνική διάταξη είναι πλήρως και απόλυτα συναρθρωμένες με την παγκόσμια διάταξη της ύπαρξης και της πολιτικής τους. Δεν είναι απλά κάποια ερείσματα, κάποια συμφέροντα εδώ και κει, δεν είναι απλά κάποιες επιχειρήσεις που μπορεί να κλείσουν κάποιες μερικές απώλειες που μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Είναι ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αποστούν από αυτόν το ρόλο «μερικά» χωρίς να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε βάρος των συμφερόντων και των ερεισμάτων τους. Δεν μπορούν να υποχωρήσουν σ’ αυτήν την κλίμακα χωρίς να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα και μια βαθιά εσωτερική πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση. Άλλωστε το ότι συνεχίζουν να σπέρνουν όλο τον κόσμο με βάσεις και να αναπτύσσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις, δείχνει ότι μόνο κάτι τέτοιο δεν έχουν στο μυαλό τους.

Το όλο ζήτημα θα μπορούσε πιθανά να συνοψισθεί στο ερώτημα κυριαρχία ή ηγεμονία. Δεν είναι άλλωστε συμπτωματικό το ότι ο πρώην πρόεδρος Κλίντον σε μια αποστροφή της ομιλίας του έθεσε το δεύτερο σαν ρεαλιστικό στόχο προς τον οποίο πρέπει να κατευθυνθούν οι ΗΠΑ «για τα επόμενα είκοσι, τριάντα χρόνια».

Το ερώτημα επαναφέρει το όλο θέμα στο ζήτημα των συμμαχιών. Και εδώ επίσης πρέπει να διευκρινιστεί ένα άλλο ζήτημα. Όταν τίθεται ζήτημα συμμαχιών για τις ΗΠΑ, αυτού του στρατηγικού επιπέδου, δεν αφορά, κατά την εκτίμησή μας, κανέναν άλλο παρά τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Δεν αφορά και δεν μπορεί να αφορά τη Ρωσία την οποία οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σαν τον κύριο στρατηγικό αντίπαλο.

Δεν αφορά ούτε την Κίνα. Αυτή μας η εκτίμηση δεν συνδέεται με τη φιλολογία που θέλει τις ΗΠΑ να αντιμετωπίζουν σαν κύριο στρατηγικό αντίπαλο για τον αιώνα που διανύουμε την Κίνα. Κατά την άποψή μας, οι ΗΠΑ προσβλέπουν (και θα ενισχύσουν μια τέτοια πιθανότητα) σε κινεζική κρίση τύπου σε με βάση τις υπαρκτές δυσκολίες, αντινομίες και αντιφάσεις του κινεζικού εγχειρήματος. Η στάση τους απέναντι στην Κίνα (κάθετης αντιπαλότητας ή χειρισμού όπως και πριν μερικά χρόνια) θα συναρτηθεί με αυτή την εξέλιξη. Το βέβαιο είναι ότι στο μεταξύ θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν τη συμμαχία Ρωσίας – Κίνας.

Δεν αφορά επίσης τον αγγλοσαξονικό άξονα. Αυτό όχι γιατί οι ΗΠΑ τον απορρίπτουν ή δεν θα συνεχίσουν να στηρίζονται σε αυτόν για όποια «χρηση» ή και σαν λύση στρατηγικής εφεδρείας. Το πρόβλημα που υπήρξε εδώ είναι ότι αυτή η συμμαχία δεν επαρκεί -και αποδείχτηκε στην πράξη- για την προώθηση του στόχου της παγκόσμιας κυριαρχίας.

Ακόμη περισσότερο δεν αφορά τη λεγόμενη «νέα Ευρώπη». Όποια τροπή κι αν πάρουν οι εξελίξεις, το βέβαιο είναι -και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί σοβαρά το αντίθετο – ότι ούτε η Πολωνία λ.χ. μπορεί να υποκαταστήσει τη Γερμανία στο στρατηγικό επίπεδο ούτε η Ρουμανία τη Γαλλία.

Το ερώτημα συνεπώς παραμένει ανοιχτό και αφορά ακριβώς τη σχέση των ΗΠΑ με αυτές τις δυνάμεις και σε συνάρτηση με το σύστημα προσδιορισμού της στρατηγικής τους.

 

Για τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές

Κρίση στρατηγικής αντιμετωπίζουν και οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές (με την υπενθύμιση ότι μιλάμε πάντα, κύρια για Γαλλία, Γερμανία). Για την ακρίβεια, η κρίση αφορά την ανάδειξη της έλλειψης μιας συγκεκριμένης αυτοδύναμης και ολοκληρωμένης στρατηγικής. Γιατί αυτό που εμφανιζόταν σαν στρατηγική των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών ήταν μια «δέσμη» κατευθύνσεων σε μια λογική πορείας.

Διεκδίκηση ανακατανομής και επαναπροσδιορισμού ρόλων στα πλαίσια της Δυτικής Συμμαχίας.

Ισχυροποίηση οικονομική, πολιτική, στρατιωτική της ΕΕ σαν σύνολο ή σαν κάθε (ιμπεριαλιστική) χώρα ξεχωριστά.

Επέκταση της επιρροής και κυριαρχίας στον ευρωπαϊκό χώρο.

Διεύρυνση των πεδίων οικονομικής δράσης σε παγκόσμια κλίμακα, διείσδυση σε όλο και περισσότερες αγορές. Ενίσχυση της Ευρωπαϊκής «ταυτότητας» δηλαδή ενδυνάμωση των στοιχείων συνοχής της Ευρωπαϊκής Συμμαχίας. Ενίσχυση, με βάση όλα αυτά του παγκόσμιου ρόλου τους. Όσον αφορά το μεγάλο θέμα της πλήρους αυτονόμησης από την αμερικανική (στρατηγική) κηδεμονία, αυτό τίθονταν περισσότερο σαν ζήτημα που μπορεί να τεθεί στο μέλλον και εφόσον έχουν διαμορφωθεί όλες οι προϋποθέσεις.

Αυτή η «βήμα το βήμα» πορεία (μικρό ή μεγάλο ανάλογα τις συνθήκες και προϋποθέσεις) δεν είναι ότι δεν έδωσε και επιτυχίες, και μερικές μάλιστα σοβαρές, στους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Επέκτειναν την επιρροή και επικυριαρχία τους στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Αναβαθμίστηκε η θέση τους στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα. Ιδιαίτερα με το ευρώ διεκδίκησαν με επιτυχία μερίδιο σε ένα πεδίο όπου κυριαρχούσε το δολάριο.

Διείσδυσαν σε αγορές της Ρωσίας, της Κίνας, της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας, της Αφρικής ή και μέσα στις ΗΠΑ. Εξελίξεις που ενίσχυσαν αντίστοιχα το ειδικό βάρος και την επιρροή των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών παγκόσμια.

 

Ταυτόχρονα όλα αυτά και μέσα σε αυτόν τον τρόπο κίνησης, ανέδειξαν τις αντιφάσεις και αδυναμίες που περιείχαν. Οι εξελίξεις δεν συμβάδιζαν με τους ρυθμούς των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και τα γεγονότα δεν τους «περίμεναν».

Πιο συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν αποδέχτηκαν τις διεκδικήσεις επαναπροσδιορισμού ρόλων, αλλά προχώρησαν αποφασιστικά στη συγκεκριμένη προώθηση της δικής τους στρατηγικής επιλογής, της ανάδειξής τους σε κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο. Σε δεύτερο πλάνο η στάση της Αγγλίας (κ.ά.) που αν και μέλος της ΕΕ συμπορεύτηκε με τις ΗΠΑ.

Αυτό έθεσε τα δύο κεντρικά ζητήματα και σε πλήρη διασύνδεση μεταξύ τους. Την αυτονόμηση της Ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στις ΗΠΑ. Το ζήτημα της εσωτερικής συνοχής. Με το καθένα απ’ αυτά να αποτελεί προϋπόθεση του άλλου. Με τα δύο μαζί να αποτελούν όρους για την ισχυροποίηση της θέσης των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών στο παγκόσμιο ταμπλό. Ακόμη περισσότερο. Έθεσαν ζήτημα «υπαρξιακών» προσδιορισμών της ΕΕ. Τι είναι συγκεκριμένα ΕΕ; Ποιες χώρες την αποτελούν;

Ας αφήσουμε στην άκρη το αν είναι «ένωση». Δεν είναι και αυτό το ξέρουν και οι ίδιοι που το λένε. Ας περιοριστούμε στα πιο συγκεκριμένα. Είναι -μόνο- μια οικονομική κοινότητα, μια ζώνη ελεύθερων οικονομικών συναλλαγών όπως θέλει να τη βλέπει η Αγγλία; Είναι μια οικονομική, νομισματική ένωση; Είναι μια πολιτική συμμαχία και ποιου βάθους; Κι αν είναι τέτοια, ποιες οι στρατιωτικές τις προβλέψεις; Το κρίσιμο ερώτημα. Προς τα που κατευθύνεται; Είναι στην προοπτική της η αναβάθμισή της σε συμμαχία στρατηγικού χαρακτήρα; Σε συνάρτηση με όλες αυτές τις παραλλαγές, ποιες χώρες την αποτελούν και σε ποια βάση σύνδεσης μεταξύ τους. Είναι μια ΕΕ ενιαία ή ένα σύνολο «κύκλων» (επάλληλων ή σε παράθεση) και ποιες χώρες εντάσσονται σ’ αυτόν ή σ’ εκείνον; Και πάντα το πρόβλημα σχέσεων με ΗΠΑ είτε με αυτήν είτε με την άλλη μορφή της ΕΕ.

 

Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές στα προηγούμενα χρόνια επιχείρησαν ορισμένες σημαντικές κινήσεις. Από την «πρωτοβουλία» διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας μέχρι το «ευρώ». Από τη νέα διεύρυνση της ΕΕ ανατολικά μέχρι τη «σύνδεση» με την Τουρκία. Από την προσπάθεια δημιουργίας ευρωπαϊκών δυνάμεων επέμβασης μέχρι την απόπειρα θέσπισης του «ευρώσυντάγματος». Κι από την εκδήλωση της αντίθεσής τους στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ μέχρι την ανάπτυξη σχέσεων μιας ορισμένης κλίμακας με Ρωσία – Κίνα. Άλλες τους «βγήκαν» και άλλες γύρισαν μέχρι και ανάποδα. Λ.χ. αυτό που «κατόρθωσαν» με το έγκλημα σε βάρος των λαών της Γιουγκοσλαβίας ήταν να ανοίξουν το δρόμο σε μια νέα εισβολή του αμερικανικού στρατού στον ευρωπαϊκό χώρο. Ακριβώς μάλιστα την περίοδο που με βάση τις ανατροπές του ’89-’91 «έληγε» η «ιστορική εντολή» που είχε από την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη.

Αυτό πάντως που χρειάζεται να επισημανθεί σε αναφορά με την προοπτική των πραγμάτων, είναι οι τρανταγμοί που προκλήθηκαν στο εσωτερικό της ΕΕ (αλλά και σε κάθε χώρα ξεχωριστά) με βάση το γεγονός ότι οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί με τις ΗΠΑ έτειναν να «βγουν» από τα «παραδεκτά» συμμαχικά πλαίσια. Αυτό, δίνει μια «ιδέα» για το ποιο κύμα ανακατατάξεων και αναταραχών σε όλα τα πεδία, σε κάθε χώρα και συνολικά στην ΕΕ θα προκαλούσε ένας συνολικός αναπροσανατολισμός, μια αποφασιστικού χαρακτήρα αυτονόμηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα αποτελεί αυτό και έναν από τους θεμελιώδεις λόγους που κεντρική και «προτιμητέα» επιλογή των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών παραμένει η επαναδιαπραγμάτευση των ρόλων με τις ΗΠΑ στα πλαίσια της ενιαίας Δυτικής Συμμαχίας. Μια κατεύθυνση που ευελπιστούν ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί με βάση και τις διαγραφόμενες αλλαγές στις ηπα, στις οποίες προσβλέπουν αλλά και προσπαθούν να ενισχύσουν.

Εξυπακούεται βέβαια ότι παράλληλα και στα πλαίσια του πάντα ενεργού ανταγωνισμού κάνουν τις ιδιαίτερες δικές τους κινήσεις προσπαθώντας να ισχυροποιηθούν, να διαμορφώσουν τους δικούς τους όρους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι «επαναλαμβάνουν» την λογική κίνησης των προηγούμενων χρόνων. Με μια σημαντική ωστόσο διαφοροποίηση. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, (όπως άλλωστε και κάθε δύναμη) φαίνονται να έχουν πλέον μεγαλύτερη επίγνωση των πραγματικών δεδομένων και των προθέσεων της κάθε δύναμης.

Το θέμα ωστόσο είναι ότι τα πράγματα μπορούν να εξελιχθούν με ρυθμούς ταχύτερους και πιο «απαιτητικούς» από αυτούς στους οποίους μπορούν να ανταποκριθούν οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές με βάση τις δυνατότητες και ιεραρχήσεις τους. Η πολιτική τους θα δοκιμαστεί ξανά και σε όλα τα πεδία ενδιαφέροντός τους. Και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, θεωρούμε ότι όποια συνολική επιλογή κι αν κάνουν οι ΗΠΑ δεν θα «περιμένουν» τους Ευρωπαίους να αποφασίσουν. Είναι βέβαιο ότι είτε στη μια είτε στην άλλη κατεύθυνση κινηθούν θα πάρουν πρωτοβουλίες με τις οποίες το «λιγότερο» που θα επιχειρούν θα είναι να σύρουν τους Ευρωπαίους στην τροχιά τους και με τους όρους τους. Το πρόβλημα συνεπώς που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, δεν μπορούν να το μεταθέτουν εσαεί.

 

Για την Αγγλία

Λιγότερα, ή πιο χαμηλής εντάσεως προβλήματα προσδιορισμού στρατηγικής φαίνεται να αντιμετωπίζουν Αγγλία και Ιαπωνία. Φαίνεται αλλά δεν είναι έτσι. Όσον αφορά τη Μ. Βρετανία, συμπορεύτηκε με τις ΗΠΑ σε κρίσιμα ζητήματα. Ταυτόχρονα το ευρύτερο πλαίσιο κίνησής της ήθελε να το προσδιορίζει σαν αυτό που μπορεί και πρέπει να παίζει το ρόλο της «γέφυρας» ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Βεβαίως, το να έχει αυτόν το ρόλο είναι σίγουρα κάτι το σημαντικό με βάση τα ζητήματα που έχουν τεθεί αλλά και τα «μέτρα» της Αγγλίας. Είναι ωστόσο σημαντικός ρόλος μόνον και εφόσον συνεχίζει να …υφίσταται. Και για να είμαστε συγκεκριμένοι, μόνο και για όσο συνεχίζει να υπάρχει διάσταση των ΗΠΑ με Γαλλία, Γερμανία χωρίς ωστόσο να οδηγείται σε ρήξη. Στην υπόθεση ότι αποκαθίστανται οι σχέσεις και ιδιαίτερα σε περίπτωση ρήξης, η Αγγλία μένει χωρίς …ρόλο. Η ουσία του προβλήματος. Η θέση της Αγγλίας δεν διαφέρει και πολύ από των άλλων Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Στην πραγματικότητα έχει και αυτή να επιλέξει ανάμεσα στην κατεύθυνση της αυτονόμησης της στρατηγικής της (μόνη ή με τους άλλους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές) και το ρόλο του δευτεροκλασάτου εταίρου των ΗΠΑ. Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι άγνωστος τόπος για τους ιθύνοντες κύκλους της Αγγλίας και γι’ αυτό άλλωστε διαμορφώνουν αντίστοιχα και δύο διαφορετικές κατευθύνσεις στα πλαίσιά τους. Απλώς η ένταση της αντίθεσης δεν εκδηλώνεται στο βαθμό που υφίσταται ενόσω η Αγγλία διατηρεί ή φαίνεται να διατηρεί το ρόλο της «γέφυρας». Το πρόβλημα ωστόσο υπάρχει και έτσι ή αλλιώς θα τεθεί.

 

Για την Ιαπωνία

Με έναν διαφορετικό τρόπο τίθεται το ζήτημα για την Ιαπωνία. Η Ιαπωνία δείχνει να μην εμπλέκεται ενεργά και σε πρώτο πλάνο στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς και από την άποψη αυτήν να «μην έχει» πρόβλημα. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Για μια ιμπεριαλιστική δύναμη της τάξης της Ιαπωνίας το να αποφεύγει -δηλαδή να μην μπορεί- να κινηθεί στο κεντρικό ταμπλό με τους όρους των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δείχνει και τη θέση στην οποία βρίσκεται. Τη θέση μιας χώρας που βρίσκεται ακόμα υπό την επικυριαρχία -στην ουσία- των ΗΠΑ. Αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα της Ιαπωνίας και αυτό προσδιορίζει το πλαίσιο και τα όρια κίνησης της. Γιατί και παρόλα αυτά η Ιαπωνία «κινείται». Δεν εννοούμε εδώ μόνο την οικονομική της ανάπτυξη που την έχουν αναδείξει σε παγκόσμια οικονομική δύναμη. Εννοούμε και την προσπάθειά της να δημιουργήσει «γύρω της» μια ζώνη στενότερης οικονομικής συνεργασίας με σειρά χωρών. Τη διείσδυσή της στις αγορές της Λατινικής Αμερικής. Τον ανταγωνισμό με τη Ρωσία που αν στην αιχμή του βρίσκεται η διεκδίκηση της Σαχαλίνης στη βάση του βρίσκεται το γεγονός ότι η Ιαπωνία ποτέ δεν αποδέχτηκε την «προέκταση» της Ρωσίας μέχρι τον Βερίγγειο και το Βλαδιβοστόκ.

Τον ανταγωνισμό με την Κίνα που εκδηλώνεται τόσο στο ζήτημα της Κορέας όσο και στο πρόβλημα προσδιορισμού των ορίων των θαλασσών που μπορεί να ελέγχει η κάθε χώρα. Ένας ανταγωνισμός που το ιστορικό αλλά και το σημερινό του υπόβαθρο έχει σαν αντικείμενό του το ποια από τις δύο αυτές δυνάμεις θα έχει το πάνω χέρι στην περιοχή. Το θέμα είναι ότι όλες αυτές οι κινήσεις, το κύρος και τα όριά τους τελούν υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ. Από την άποψη αυτή ίσως μεγαλύτερη σημασία να έχουν οι ανακατατάξεις που συντελούνται στα πλαίσια του κεφαλαίου και της αστικής τάξης της Ιαπωνίας και στο πώς αντανακλώνται αυτές στην αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων.

Η πιο «σημαδιακή» έκφραση των νέων τάσεων που διαμορφώνονται και των δεδομένων που δημιουργούνται, είναι η ενίσχυση των απόψεων που ζητούν την αναθεώρηση του Συντάγματος. Μια αναθεώρηση που το κρίσιμο αντικείμενό της αφορά το «επιτρεπτό» επίπεδο ανάπτυξης των ιαπωνικών ενόπλων δυνάμεων και μάλιστα το εάν η Ιαπωνία (η μόνη χώρα που χτυπήθηκε από ατομικές βόμβες) θα προσανατολιστεί μέχρι και στην ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου. Στην ουσία δηλαδή το εάν η Ιαπωνία θα αρχίσει να προσανατολίζεται στην αποδέσμευσή της από την αμερικανική κηδεμονία. Φυσικά κάτι τέτοιο ούτε εύκολο είναι ούτε χωρίς κινδύνους. Και το «δυστύχημα» για την Ιαπωνία είναι ότι σ’ αυτό το κεφάλαιο δεν έχει το αβαντάζ της Γερμανίας (της άλλης μεγάλης ηττημένης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) που μπορεί να κινείται με τον «όχημα» της ΕΕ.

Αυτοί είναι οι όροι στη βάση των οποίων η Ιαπωνία κινείται και θα συνεχίσει να κινείται «προσεκτικά». Μόνο που τα ζητήματα τίθενται όλο και πιο έντονα, πιο «απαιτητικά» και ακριβώς αυτό εκφράζουν και οι τάσεις που αναπτύσσονται και στην Ιαπωνία.

 

Για τη Ρωσία

Η πορεία του ρωσικού ιμπεριαλισμού φέρει ακόμα τη σφραγίδα των ανατροπών του ’89-’91 και της καταστροφικής για τα ρωσικά αστικά – ιμπεριαλιστικά συμφέροντα μετάβασης στον «καθαρό» καπιταλισμό. Το πραξικόπημα – φιάσκο του 1991 συντέλεσε στην «απελευθέρωση», κυριάρχηση των δυνάμεων της νατ που ήθελαν αυτή τη μετάβαση. Το αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών το 1993 ανέδειξε την πιο διεφθαρμένη, μισομαφιόζικη και ανερμάτιστη πτέρυγα της νατ στην εξουσία και με επικεφαλής τον ανεκδιήγητο Γιέλτσιν. Ακολούθησε η περίοδος της ρεμούλας, της διαρπαγής της περιουσίας του ρωσικού λαού από έναν εσμό καθαρμάτων που σε ελάχιστο χρόνο αναδείχτηκαν σε μεγιστάνες του πλούτου. Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση της ρωσικής οικονομίας και συνολικά των οικονομικών και κοινωνικών δομών. Η απώθηση της Ρωσίας από την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και σ’ ένα σημαντικό βαθμό και από τον Καύκασο. Μεταγενέστερη, αλλά που μπορεί να θεωρηθεί σαν «προέκταση» αυτής της δυναμικής που δημιουργήθηκε σ’ αυτήν την περίοδο, η διείσδυση των Δυτικών, η εγκατάσταση των Αμερικανών στην κεντρική Ασία. Η «περικύκλωση» της Ρωσίας. Η διάλυση του πυρηνικού πλέγματος που κάλυπτε το σοβιετικό χώρο και η πιθανότητα υποβάθμισης – διάλυσης του ρωσικού πυρηνικού οπλοστασίου, της «ύστατης γραμμής άμυνας» της Ρωσίας. Την μεταφορά των αποσυνθετικών τάσεων στο εσωτερικό πλέον της Ρωσικής Ομοσπονδίας με αιχμή την Τσετσενία αλλά και την ανάδειξη διαφόρων «τοπαρχών» ανά τη ρωσική επικράτεια. Όλα αυτά με υπόβαθρο την όλο και μεγαλύτερη εξαθλίωση των λαών της Ρωσίας καθώς αυτή μετατρεπόταν ξανά σε μια «φυλακή λαών».

 

Όλες αυτές οι εξελίξεις και εννοούμε βέβαια αυτές που θίγανε τα συμφέροντα της αστικής τάξης (γιατί απέναντι στο λαό όλες οι τάσεις είχαν την ίδια στάση) δημιουργούσαν ισχυρές τάσεις αντίδρασης στην κατρακύλα από τη μεριά διαφόρων δυνάμεων. Το ‘93 με την γνωστή αιματηρή κατάληξη, το ’96 όπου κατέληξε σ’ έναν προσωρινό συμβιβασμό αλλά με τον Γιέλτσιν πάντα στην εξουσία και τέλος το ’98 όπου ένας νέος συμβιβασμός έφερε τελικά τον Πούτιν στην εξουσία. Εδώ μπορεί να τοποθετηθεί και η αφετηρία μιας κατεύθυνσης ανασυγκρότησης. Οικονομικής, πολιτικής, στρατηγικής. «Διαφύλαξης» και ανάπτυξης του πυρηνικού οπλοστασίου, του μεγάλου ατού που συνέχιζε να διαθέτει η Ρωσία. Ελέγχου του εσωτερικού χώρου κυριαρχίας και πρώτα απ’ όλα «ρύθμισης» (διά πυρός και σιδήρου) του προβλήματος Τσετσενία. Προσπάθειες ανάκτησης ελέγχου της «περιφέρειας». Προσπάθειες δημιουργίας συμμαχιών και στην κατεύθυνση καλύτερου πλασαρίσματος στα παγκόσμια ταμπλό. Αξιοποίηση του «οικονομικού βάθους» της Ρωσίας, λ.χ. με πετρέλαιο και αέριο. Όχι πολιτική «ρήξης» με ΗΠΑ μια και οι συσχετισμοί παραμένουν (και ενόσω παραμένουν) δυσμενείς.

 

Το κεντρικό πρόβλημα της Ρωσίας ήταν η αδυναμία συγκρότησης μιας «εθνικής» αστικής τάξης ιμπεριαλιστικής διάστασης. Ο μετασχηματισμός της νέας αστικής τάξης (ΝΑΤ) που είχε διαμορφωθεί στα πλαίσια της Σε σε μια «κανονική» αστική τάξη, δεν μπόρεσε και δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τρανταγμούς και απώλειες αυτής ή εκείνης της κλίμακας. Ο τρόπος που έγινε μεγιστοποίησε τις αρνητικές συνέπειες. Σ’ αυτό συνέτεινε κατά πολύ το ότι η νατ ιεραρχούσε σαν κύριο κίνδυνο για τα συμφέροντά της τον «εσωτερικό εχθρό» (τον λαό) σε σχέση με τις ανταγωνίστριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το δέος της απέναντι στο «σώμα του κομμουνισμού» που «κληρονομούσε» χωρίς να ελέγχει το σε ποιο βαθμό το είχε φθείρει. Η συνείδησή του «ελλείμματος νομιμότητας» χαρακτήριζε την ύπαρξη και το «έχει της».

Αυτό συνεχίζει να είναι και το πρωταρχικό, το αποφασιστικής σημασίας ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει ο Πούτιν και οι δυνάμεις που τον στηρίζουν. Η συγκρότηση μιας «εθνικής» ρωσικής αστικής τάξης, ικανής να λειτουργεί οργανικά και να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα συμφέροντά της.

Σε συνάρτηση με αυτό ο έλεγχος (ο «συγκεντρωτικός» όπως κατηγορούν τον Πούτιν οι εσωτερικοί του αντίπαλοι) του ρωσικού χώρου κυριαρχίας ή ακόμη και με αιματηρό τρόπο, όπως στην περίπτωση της Τσετσενίας.

Κινήσεις επανάκτησης του ελέγχου της «περιφέρειας», του «παραδοσιακού» χώρου επιρροής και κυριαρχίας του ρωσικού ιμπεριαλισμού.

Ο βασικός στρατηγικός στόχος του Πούτιν ήταν, και νομίζουμε πως παραμένει παρά την ήττα στην Ουκρανία, η σύμπηξη του συνασπισμού των τεσσάρων. Ρωσίας, Ουκρανίας, Λευκορωσίας και Καζακστάν. Η δημιουργία ενός τέτοιου συνασπισμού (οικονομικού, πολιτικού, στρατιωτικού, στρατηγικού) θα αποκαθιστούσε την ρωσική ισχύ σε επίπεδα υπερδύναμης. Γι’ αυτό άλλωστε και συνάντησε την μανιασμένη αντίδραση των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και για τον ίδιο λόγο νομίζουμε πως η Ρωσία θα επιμείνει σ’ αυτή την κατεύθυνση. Το αν θα το πετύχει όχι, αυτό μένει να το δούμε.

Ταυτόχρονα προχωρά σε μια σειρά κινήσεις όπως οι συμμαχίες που προωθεί στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας και βέβαια η διαμόρφωση όρων για στρατηγική συμμαχία με την Κίνα (ένα ζήτημα στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη).

Παράλληλα προωθούνται επαφές, αναπτύσσονται σχέσεις με τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σχέσεις οπωσδήποτε σημαντικές οι οποίες ωστόσο μπορούν να αποκτήσουν στρατηγική διάσταση μόνο σε περίπτωση συγκλονιστικών εξελίξεων και ανακατατάξεων στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

 

Για την Κίνα

Η Κίνα προβάλλει ήδη σαν μια ιμπεριαλιστική δύναμη με σημαντικό βάρος, αλλά και με φιλοδοξίες ανάληψης ευρύτερου ρόλου στο παγκόσμιο ταμπλό. Το πρωταρχικό και βασικό «στοίχημα» που έχει βάλει η κινεζική νατ είναι η διαμόρφωση μιας ισχυρής αστικής τάξης στην Κίνα. Ένα εγχείρημα που σε σχέση με το ανάλογο λ.χ. του Πούτιν έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Στα υπέρ της, το ότι έχει αποφύγει μέχρις ώρας τα διαλυτικά φαινόμενα που χαρακτήρισαν την μετάβαση στη Ρωσία. Στα μείον, το πολύ χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, τεχνικοεπιστημονικό, επίπεδο παραγωγικότητας, παραγωγής προϊόντων αιχμής κ.λπ. Με βάση τη σοβιετική εμπειρία μετάβασης και τις διαλυτικές της συνέπειες, η κινεζική νατ επέλεξε έναν αυστηρά ελεγχόμενο δρόμο. Το σχήμα που διαγράφεται (το «κινέζικο μοντέλο») είναι από τη μια η διατήρηση της νατ σαν τέτοιας και των δομών στη βάση των οποίων υπάρχει και συγκροτείται (κράτος, «κόμμα» κ.λπ.). Με βάση αυτό, η διαμόρφωση πλαισίου και όρων για την παράλληλη λειτουργία μιας «κανονικής» αστικής τάξης. Μιας αστικής τάξης που θα «γεννιέται», διαμορφώνεται μέσα από την ληστρική, την εξοντωτική εκμετάλλευση του κινεζικού λαού. Υπολογίζεται ότι στο «τέρμα» αυτής της παράλληλης διαδικασίας θα έχουν διαμορφωθεί οι όροι για μια «ομαλή» συγχώνευση των δύο αυτών αστικών σωμάτων σε μια ενιαία «κανονική» αστική τάξη.

Βεβαίως το πόσο ομαλή μπορεί να είναι μια τέτοια μετατροπή μένει να το δούμε. Μπορούμε όμως από τα τώρα να πούμε ότι κάτι τέτοιο συνεπάγεται υποχρεωτικά την αναδιάταξη δυνάμεων, διαμόρφωση μιας νέας συνολικής αστικής διάρθρωσης και «ιεραρχίας» και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς αναστατώσεις αυτής ή εκείνης της κλίμακας. Από την άλλη μεριά η ίδια αυτή διαδικασία διαμορφώνει στην ανάλογη κλίμακα ένα νέο προλεταριάτο, οξύνει συνολικά την αντίθεση ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις και τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες στην Κίνα. Η ταξική σύγκρουση που ήδη εκδηλώνεται στην Κίνα είναι το άλλο μεγάλο ζήτημα που «θέλουν-δεν θέλουν» θα βρουν μπροστά τους οι αστικές δυνάμεις της Κίνας.

Ανεξάρτητα πάντως απ’ αυτά, η κινεζική ηγεσία προωθεί την πολιτική της σε όλα τα πεδία ενδιαφέροντός της και σε αναφορά με το στόχο της ανάδειξης της Κίνας σε μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη.

Σε πρώτο πλάνο θέλει να καταστήσει σαφές προς κάθε κατεύθυνση (και κυρίως έμπρακτα) ότι δεν διαπραγματεύεται ούτε το χώρο ούτε και τους όρους κυριαρχίας της. Αυτό εκφράζεται τόσο με τον σκληρό τρόπο αντιμετώπισης μειονοτικών ζητημάτων στη βορειοδυτική της περιοχή όσο και στο πώς αντιδρά στη νέα «επίθεση δημοκρατίας» των Δυτικών.

Ζήτημα ιδιαίτερης έντασης σ’ αυτό το κεφάλαιο, η περίπτωση της Ταϊβάν που ήδη αποτελεί αντικείμενο οξύτατης αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ με πιθανή την ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωσή της στο μέλλον. Ελεγχόμενος αλλά πάντα σε βάση «ασταθούς ισορροπίας» ο ανταγωνισμός στο ζήτημα της Κορέας, ενώ ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει με τον ανταγωνισμό Κίνας Ιαπωνίας για τις ζώνες θαλάσσιας κυριαρχίας. Ένας ανταγωνισμός που επιτείνεται με την πιθανότητα ύπαρξης εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου σ’ αυτές τις περιοχές αλλά που το υπόβαθρό του είναι ο συνολικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο χώρες για το ποια θα αναδειχθεί κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή.

Στην ίδια κατεύθυνση εκσυγχρονισμός, η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της Κίνας και σε πρώτη γραμμή η ανάπτυξη της πυρηνικής της ισχύος.

 

Ταυτόχρονα προωθεί μια πολιτική συμμαχιών με δυνάμεις της περιοχής (γνωστό το σύμφωνο Σαγκάης) ενώ πολλά σημαίνει η προσέγγιση και η ρύθμιση «προαιώνιων» συνοριακών διαφορών με την Ινδία. Παράλληλα δεν παραλείπει να αναπτύσσει σχέσεις (και όχι απλά οικονομικές) με τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές χώρες και σε κλίμακα που να προκαλέσουν την αντίδραση των ΗΠΑ.

Καθοριστικό ρόλο ωστόσο παίζει η ανάπτυξη των σχέσεων με τη Ρωσία. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτείται από την ρύθμιση των συνοριακών τους διαφορών και τις συχνές, συστηματικές επαφές των ηγεσιών τους και φτάνει μέχρι την πραγματοποίηση κοινών στρατιωτικών γυμνασίων.

Ταυτόχρονα, εξίσου μεγάλη σημασία έχει το «σώμα» που διαμορφώνεται από την ανάπτυξη αυτών των σχέσεων. Αυξάνεται διαρκώς το μέγεθος των οικονομικών συναλλαγών ανάμεσά τους. Καθοριστικού χαρακτήρα ο αυξανόμενος εφοδιασμός της κινεζικής βιομηχανίας με ενέργεια ρωσικής προέλευσης (πετρέλαιο, αέριο). Η συνεχής εισροή σύγχρονου στρατιωτικού υλικού από την Ρωσία στην Κίνα. Παροχή ρωσικής τεχνογνωσίας σε όλα τα πεδία, από το οικονομικό μέχρι το στρατιωτικό και με ερώτημα αν αυτή αφορά και το πυρηνικό πεδίο.

Και βέβαια το μεγάλο ειδικό βάρος που έχει η προσέγγιση των δύο χωρών στην παγκόσμια διάταξη δυνάμεων ή και τις ανατροπές που μπορεί να επιφέρει στους παγκόσμιους συσχετισμούς η ολοκλήρωση αυτής της σχέσης σε στρατηγική συμμαχία. Ως προς αυτό και πέρα από όσα ήδη αναφέραμε, θα θέλαμε να θίξουμε και μια πλευρά που αφορά κυρίως την κινεζική σκοπιά του πράγματος. Για την ηγεσία της Κίνας δεν είναι και η άριστη των επιλογών αυτή η σχέση εξάρτησης (στην ουσία) από την Ρωσία σε μια σειρά αποφασιστικούς τομείς. Γι’ αυτό άλλωστε κατά καιρούς έγιναν από την μεριά της κινήσεις εξισορρόπησης και ορισμένες μάλιστα και πέρα το σημείο «ισορροπίας». Το ιστορικό φόντο και εδώ βρίσκεται στο ότι στην Κίνα (και όχι μόνο στην Κίνα) θεωρείται ότι η Ρωσία καταχρηστικά κατέχει μια ασιατική -και μάλιστα τόσο εκτεταμένη- περιοχή (Σιβηρία ). Ωστόσο το στοιχείο που δεσπόζει σήμερα και ωθεί στην προσέγγιση των δύο χωρών είναι η πίεση που ασκεί η αμερικανική πολιτική παγκόσμιας κυριαρχίας.

 

Ένα ιδιαίτερο στοιχείο που αναδείχτηκε το τελευταίο διάστημα είναι πως απ’ ό,τι φαίνεται λήγει η «περίοδος χάριτος» που είχε παρασχεθεί στην Κίνα σε αναφορά με τις μέθοδες και τους όρους προώθησης του καπιταλισμού στην Κίνα (και ακριβώς για να πριμοδοτηθεί η καπιταλιστικοποίηση). Οι Δυτικοί που ξεσήκωναν τον κόσμο και την κακομεταχείριση του οποιουδήποτε φιλοδυτικού αντιφρονούντα έκλειναν τα μάτια μπροστά στην εξοντωτική εκμετάλλευση του κινεζικού λαού. Έθαβαν κυριολεκτικά τις ειδήσεις για απεργίες έως και πραγματικές εξεγέρσεις των εργαζομένων, για την αιματηρή καταστολή τους με δεκάδες και εκατοντάδες νεκρούς. Την καταστροφή οικονομικών δομών και παραγωγικών δυνατοτήτων την εμφανίζανε (προς δόξαν της αστικής οικονομικής επιστήμης) ανεστραμμένη και σαν αυξητική τάση στους δείκτες οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας. Το τελευταίο διάστημα, τα δυτικά ΜΜΕ φαίνεται να «ανακαλύπτουν» το πού οφείλεται το «οικονομικό θαύμα» της Κίνας που τα ίδια πλασάρανε σαν τέτοιο εξυμνώντας το. Φυσικά και δεν τους έπιασε η «ευαισθησία» για τους εργαζόμενους, τα θύματα της υπερεκμετάλλευσης. Ούτε είναι συμπτωματικός ο συγχρονισμός της ανακάλυψης. Μια τρέχουσα εξήγηση συνδέεται με την επίσης αναπτυσσόμενη φιλολογία για τα φτηνά κινεζικά προϊόντα που «κατακλύζουν» την παγκόσμια αγορά. Από τη μεριά μας, αποδίδουμε σ’ αυτό την λιγότερη σημασία. Τα κινεζικά προϊόντα είναι έτσι όπως ακριβώς χαρακτηρίζονται. «Φθηνά». Η αύξηση των κινεζικών εξαγωγών αυτής της κατηγορίας προϊόντων, «ενοχλεί» αλλά και δεν αποτελεί πρόβλημα της διάστασης που εμφανίζεται. Στην κλίμακα των παγκόσμιων συναλλαγών άλλες είναι οι κατηγορίες προϊόντων που καθορίζουν την διάταξη των -οικονομικών- δυνάμεων. (Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που για τη Ρωσία -και σε αντίθεση με την Κίνα – εξακολουθούν να παραμένουν κλειστές οι πόρτες της παγκόσμιας αγοράς και δεν γίνεται αποδεκτή στον ποε). Η «άρση της ασυλίας», δηλαδή η πίεση που ασκείται στην Κίνα, κατά την άποψή μας, έχει ευρύτερους στόχους. Από οικονομική άποψη αυτό που «ενοχλεί» δεν είναι το άνοιγμα που κάνει η Κίνα στην παγκόσμια αγορά, αλλά τον «μη άνοιγμα» της κινεζικής αγοράς στα δυτικά προϊόντα. Σε συνάρτηση με αυτό, το πολιτικό άνοιγμα, δηλαδή η διαμόρφωση συνθηκών για τη δημιουργία ερεισμάτων, την ενίσχυση των φιλοδυτικών δυνάμεων στην Κίνα. Γενικότερα η αύξηση της πίεσης στην κινεζική ηγεσία σε μια φάση αναδιατάξης δυνάμεων και στα πλαίσια ενός όλο και εντεινόμενου ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

 

Ζ’ Η ΦΑΣΗ ΠΟΥ ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ

 

Τα κύρια χαρακτηριστικά της φάσης που διανύουμε προσδιορίζονται όπως ήδη αναφέραμε: Από την «πίεση» που δέχεται η κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη για επαναπροσδιορισμό (μερικό ή συνολικό) της στρατηγικής της. Την προσπάθεια τής κάθε μιας να διαμορφώσει ευνοϊκούς για λογαριασμό της όρους.

Την τάση πιθανής αναδιάταξης δυνάμεων και όλα μέσα στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.

Κεντρικό ζήτημα η διαμόρφωση συσχετισμών, ένα ζήτημα που συναρτάται από την μια από την ισχυροποίηση της κάθε δύναμης αυτής καθ’ αυτής και από την άλλη από τα διεθνή ερείσματα που αποκτά, τις συμμαχίες (όποιας κλίμακας) μπορεί να πραγματοποιήσει. Ταυτόχρονα, ένα ζήτημα, που όπως επίσης έχουμε αναφέρει, θα πρέπει να εκτιμάται στη βάση τού ότι ο συσχετισμός είναι αυτός που είναι την «κάθε στιγμή» και ταυτόχρονα αυτός που διαμορφώνεται από όλες αυτές τις κινήσεις.

Με αυτή την έννοια και ο επαναπροσδιορισμός της στρατηγικής τής κάθε δύναμης «παρακολουθεί» την εξέλιξη των συσχετισμών ενώ και η εξέλιξη των συσχετισμών επηρεάζεται από το πώς (και πόσο αποτελεσματικά) αναπτύσσεται πρακτικά η στρατηγική και η τακτική της κάθε δύναμης. Συνολικά μια φάση, όπου πολλά κρίσιμα δεδομένα διαμορφώνονται σε βάση αλληλεξάρτησης και αλληλοπροσδιορισμού με αποτέλεσμα το συνολικό τοπίο να εμφανίζεται σχετικά ασαφές. Είναι και έτσι αλλά είναι και διαφορετικά.

Είναι κατ’ αρχάς δεδομένες οι βασικές επιδιώξεις της κάθε δύναμης, είναι συγκεκριμένες οι κινήσεις που γίνονται, διαμορφώνονται σ’ αυτόν ή εκείνον το βαθμό κάποιοι όροι. Έτσι, και χωρίς να ξεκαθαρίζονται ολότελα τα πράγματα, αφήνουν να διαγράφονται τάσεις και κατευθύνσεις.

 

Οι κινήσεις των ΗΠΑ φέρουν τα χαρακτηριστικά της περιόδου, της επανεκτίμησης δεδομένων, της οικοδόμησης όρων, της διαμόρφωσης συσχετισμών. Ταυτόχρονα, συνεχίζουν να εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της κατεύθυνσης για παγκόσμια κυριαρχία. Αυτό, ανεξάρτητα από το αν οι ρυθμοί και τρόποι προώθησης αυτής της πολιτικής θα ‘ναι ίδιοι με αυτούς της προηγούμενης φάσης και ανεξάρτητα από το αν υποχρεωθεί σε τροποποιήσεις αυτής ή εκείνης της κλίμακας.

Εξακολουθούν να δημιουργούν στρατιωτικές βάσεις σε κάθε γωνιά της γης.

Εμμένουν στην κατεύθυνση ελέγχου του πλανήτη από στεριά, θάλασσα, αέρα και …διάστημα.

Συνεχίζουν να αυξάνουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες σε τερατώδη επίπεδα, τις προσπάθειες δημιουργίας νέων υπερσύγχρονων όπλων καταστροφής.

Όχι μόνο δεν διανοούνται να αποχωρήσουν, αλλά εμμένουν στην ενίσχυση της παρουσίας τους και ενίσχυσης των σχεδίων τους σε Ευρώπη, Μ. Ανατολή, Κ. Ασία.

Διεισδύουν στην Αφρική, ετοιμάζουν σχέδια επέμβασης στην Λατινική Αμερική.

Και βέβαια καταβάλλουν κάθε προσπάθεια θεμιτή και κυρίως αθέμιτη για διαφύλαξη του οικονομικού τους προβαδίσματος για παραπέρα ανάπτυξη της οικονομικής τους υπεροχής.

Όλες τους οι κινήσεις έχουν έτσι από τη μια το ειδικότερο περιεχόμενο, χαρακτήρα και στόχευση και από την άλλη συγκροτούν σαν σύνολο την υποδομή της κατεύθυνσης για παγκόσμια κυριαρχία.

 

Συνεχίζουν οι ΗΠΑ να έχουν στο επίκεντρο της στόχευσής τους την Ρωσία. Επεκτείνουν το ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας. Δημιουργούν μια αλυσίδα στρατιωτικών βάσεων γύρω από την Ρωσία και μια ζώνη χωρών ελεγχόμενων από τις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα αποτελούν κινήσεις προετοιμασίας στρατιωτικής επίθεσης που μόνο η ύπαρξη της πυρηνικής αποτρεπτικής ρωσικής δύναμης τις εμποδίζει -για την ώρα- να φτάσουν μέχρι το τέλος.

Ταυτόχρονα προσπαθούν με κάθε τρόπο να παρεμποδίσουν την οικονομική ανασυγκρότηση της Ρωσίας. Κρατάν ήδη στις Τράπεζές τους -αφού τα «ξέπλυναν» προσεκτικά- τα δισεκατομμύρια της καταλήστευσης της ρωσικής οικονομίας μέσω των διάφορων Μπερεζόφσκι, Αμπράμοβιτς και σία. Συνεχίζουν τον αποκλεισμό της Ρωσίας από την παγκόσμια αγορά. Τις πιέσεις και εκβιασμούς σε χώρες-πελάτες ρωσικών προϊόντων. Καταβάλλουν κάθε προσπάθεια εξουδετέρωσης του ρωσικού πλεονεκτήματος στον ενεργειακό τομέα. Αν η διείσδυση στον Καύκασο και η εκστρατεία στην Κ. Ασία στοχεύουν στον έλεγχο -προοπτικά- των πηγών ενέργειας, οι άμεσες κινήσεις αφορούν τους δρόμους μεταφοράς. Την κατασκευή αγωγών ακόμη και με ασύμφορους οικονομικά όρους, αρκεί να παρακάμπτουν περιοχές ελεγχόμενες από την Ρωσία.

Παράλληλα και σε σύνδεση με όλα αυτά προσπαθούν να την απομονώσουν πολιτικά, να της αφαιρέσουν ερείσματα, να την αποκλείσουν από συμμαχίες.

 

Στην ίδια κατεύθυνση, αυξάνουν την πίεση σε Κίνα και, με άμεση επιδίωξη την αποτροπή σύμπηξης συμμαχίας με την Ρωσία, την πλήρη αποσύνδεση των δύο χωρών. Προσπαθούν να διαμορφώσουν όρους και σχέσεις ομηρίας της κινεζικής ηγεσίας με την πίεση στην Β. Κορέα και κύρια μέσω του ζητήματος της Ταϊβάν. Συνεχίζουν την πίεση για «δημοκρατικό άνοιγμα» της Κίνας δηλαδή για άνοιγμα της κινεζικής αγοράς στο δυτικό κεφάλαιο. Μια πίεση που μια σειρά ενδείξεις δείχνουν πως θα αυξηθεί και στον οικονομικό τομέα.

 

Απέναντι στις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αυτό που κατά κύριο λόγο προσπαθούν, είναι να τις σύρουν στην τροχιά τους και με τους όρους τους. Οι ΗΠΑ, παρά τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν (με κορυφαίο πρόβλημα την Ιρακινή Αντίσταση) συνεχίζουν να προωθούν αυτό που ονομάζουν «εκδημοκρατισμό» της Μ. Ανατολής. Βασικός στόχος, η διαμόρφωση νέων αστικών ολιγαρχιών προσκείμενων στις ΗΠΑ, την θεμελίωση της κυριαρχίας των ΗΠΑ μέσω της διαμόρφωσης οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών δομών εξάρτησης. Με κύρια δύναμη «δημοκρατικής πειθούς» τον αμερικανικό στρατό, τη στρατιωτική επέμβαση αλλά και με πιέσεις, εκβιασμούς, απειλές. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, επιχειρούν να σύρουν τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Το υποτιθέμενο «δημοκρατικό» πλαίσιο λειτουργίας αυτών των χωρών, σε μια άλλη ανάγνωση (που την γνωρίζουν καλά οι ιμπεριαλιστές) μπορεί να σημαίνει ότι υπάρχει χώρος και για άλλες δυνάμεις, ότι αν οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές αποφασίσουν να συνδράμουν αυτή την «δημοκρατική» προσπάθεια μπορούν να ευελπιστούν και σε μερτικό στη λεία. Στην ίδια κατεύθυνση προωθούν ρυθμίσεις, ανακατατάξεις έως και εδαφικές, όπως η υποτιθέμενη
του παλαιστινιακού, η αυτονόμηση του κουρδικού ζητήματος ή και η τριχοτόμηση του Ιράκ.

Ταυτόχρονα κρατάν πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας νέας στρατιωτικής επέμβασης, έχοντας από καιρό στο στόχαστρο Συρία και Ιράν.

 

Χρειάζεται να σταθούμε λίγο στο ζήτημα των βάσεων που εγκαθιστούν στον ευρωπαϊκό χώρο και βασικά στις χώρες της «νέας Ευρώπης». Αναφερθήκαμε ήδη πως οι χώρες αυτές από στρατηγική άποψη, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να υποκαταστήσουν τις Ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτό προσδιορίζει και το επίπεδο αξίας, αποτελεσματικότητας αυτών των βάσεων. Το αναμφισβήτητο είναι πως η δημιουργία αυτών των βάσεων έχει στόχο τη Ρωσία. Μόνο που είναι λίγο πολύ «άχρηστες» χωρίς τη στήριξη των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. (Και πολύ περισσότερο με την -υποθετική- εναντίωσή τους). Θέτοντάς το ως υπόθεση εργασίας θεωρούμε πως το ίδιο άχρηστες θα ήταν για την χρησιμοποίησή τους ενάντια στους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές χωρίς τη στήριξη της …Ρωσίας σ’ αυτή την υποθετική περίπτωση.

Θεωρούμε λοιπόν ότι ο βασικός στόχος της δημιουργίας αυτών των βάσεων από τις ΗΠΑ, η περίσφιξη ή και η δημιουργία προϋποθέσεων στρατιωτικής επίθεσης στην Ρωσία, δεν έχει σοβαρή υπόσταση χωρίς τη στήριξη των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών.

Από την άλλη μεριά, έχοντας αυτή την βασική στόχευση (η δημιουργία των νέων βάσεων) έχει ταυτόχρονα και ένα «ειδικό» περιεχόμενο και σε αναφορά πλέον με τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές.

Πρώτον, θεμελιακό δεδομένο της ανάδειξης των ΗΠΑ σε ηγετική παγκόσμια δύναμη, ήταν ο έλεγχος του (δυτικού αρχικά) ευρωπαϊκού χώρου. Θέλουν με κάθε τρόπο να συνεχίσουν να τον ελέγχουν (στον όποιο βαθμό μπορούν πλέον) και βασικό στοιχείο γι’ αυτό αποτελεί η ανανέωση της στρατιωτικής τους παρουσίας στην Ευρώπη.

Δεύτερον, με την επέκταση του ΝΑΤΟ, την δημιουργία των βάσεων, θέλουν να έχουν το πάνω χέρι, το μεγαλύτερο μερτικό, τον αποφασιστικό ρόλο στην επέκταση της Δύσης Ανατολικά.

Τρίτο, με όλα αυτά και με σειρά άλλων κινήσεων σε όλα τα πεδία, θέλουν να ασκούν μια όλο και αυξανόμενη πίεση στους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές ώστε να τους σύρουν στην κατεύθυνση των βασικών στρατηγικών τους επιδιώξεων και πάντα με τους όρους των ΗΠΑ.

 

Αυτή η πολιτική των ΗΠΑ, ούτε χωρίς αντικείμενο είναι ούτε χωρίς αποτελέσματα. Ήδη οι άλλοι ιμπεριαλιστές έχουν αποδεχτεί ντε φάκτο την κατοχή του Ιράκ και «στηρίζουν» την μετάβαση στη «δημοκρατία». Συνεργάζονται με τις ΗΠΑ στην άσκηση πίεσης στη Συρία, ιδιαίτερα η Γαλλία που φαίνεται να ευελπιστεί (ή να αυταπατάται) πως θα της δοθεί ανάλογος ρόλος στην περιοχή της πάλαι ποτέ «αρμοστείας» της. Συντονίζονται στις πιέσεις στο Ιράν αν και διατηρεί τον δικό της τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος η κάθε δύναμη. Αποφασιστικού χαρακτήρα η σύμπνοια και η συνεργασία τους στην περίπτωση της Ουκρανίας, μια εξέλιξη που η σημασία της πιθανά να ξεπερνά τα όρια της Ουκρανίας καθ’ αυτής.

 

Η ίδια αυτή πολιτική ωστόσο εμπεριέχει και αντιφάσεις, δημιουργεί νέα προβλήματα και δυσκολίες, προκαλεί αντιθέσεις.

Η αμερικανική παρουσία λ.χ. (και συνολικά η δυτική) στο χώρο της Μ. Ανατολής στηρίχτηκε (πέρα από τον ιδιαίτερο ρόλο του Ισραήλ) σε μια σειρά αστικές, μισοαστικές, μισοφεουδαρχικές ή και φεουδαρχικές δυνάμεις της περιοχής. Όλες αυτές οι δυνάμεις με τη σειρά τους στηρίζονταν στους ιμπεριαλιστές ενάντια στους λαούς τους. Όλες αυτές οι απίστευτα διεφθαρμένες κλίκες, έχουν αρχίσει να ανησυχούν, ότι οι επικείμενες ανακατατάξεις θα πλήξουν τη θέση και τα προνόμιά τους. Και δεν εννοούμε μόνο τον εσμό των πριγκήπων της Σ. Αραβίας ή τους εμίρηδες του Κόλπου αλλά το σύνολο σχεδόν των αρχουσών τάξεων της περιοχής. Στην περιοχή της Μ. Ανατολής αλλά και ευρύτερα στον αραβικό-μουσουλμανικό χώρο μαίνεται στις μέρες μας ένας υπόγειος πόλεμος ανάμεσα σε διάφορες τάσεις, δυνάμεις, κλίκες και φατρίες. Αυτή η, ας την πούμε χάριν συντομίας, αναταραχή συνδέεται κατά βάση με γενικότερες διεργασίες «μετάβασης» όλου αυτού του κόσμου σε μια νέα περίοδο. Συνδέεται ακόμη με τα προβλήματα, αντιφάσεις, αντινομίες, αντιθέσεις που έχει δημιουργήσει η μακρόχρονη εξάρτηση αυτών των χωρών από τον ιμπεριαλισμό. Σ’ αυτό λοιπόν το τοπίο, η αμερικανική παρέμβαση παίζει καταλυτικό ρόλο για την ενεργοποίηση όλων των αντιφάσεων και αντιθέσεων για επιτάχυνση των διεργασιών. Οι Αμερικανοί ευελπιστούν, έχοντας και το «ακαταμάχητο», κατά την άποψή τους, «επιχείρημα» των στρατιωτικών δυνάμεων επέμβασης, ότι θα στρέψουν τη ροή των πραγμάτων στην τροχιά που επιθυμούν, ότι θα επιβάλλουν τελικά τις ρυθμίσεις που υπηρετούν τα συμφέροντά τους. Δεν είναι καθόλου βέβαιο αυτό και το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν στο Ιράκ, (και όλο και πιο έντονα στο Αφγανιστάν) δείχνουν ότι υπάρχουν και άλλες τροχιές μέσα από τις οποίες μπορεί να κινηθούν οι εξελίξεις. Ήδη αναδείχνονται ορισμένα πολύ σημαντικά προβλήματα.

Επιλέγοντας οι ΗΠΑ να στηριχτούν στους Κούρδους του Ιράκ άνοιξαν πολύ σοβαρούς «λογαριασμούς» με την Τουρκία. Μόνο που η Τουρκία αποτέλεσε βασικό σημείο στήριξης της αμερικανικής (και συνολικά της δυτικής) στρατηγικής και σε αναφορά όχι μόνο με τον έλεγχο της Μ. Ανατολής αλλά πρώτα και πάνω απ’ όλα σαν δύναμη ανάσχεσης της ρωσικής (σοβιετικής παλιότερα) καθόδου στη Μεσόγειο. Ήδη στην Τουρκία έχουν βάλει «πόδι» οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, ενώ σοβαρό άνοιγμα επιχειρείται και από ρωσικής πλευράς.

Επιλέγοντας την ενίσχυση του Σιϊτικού στοιχείου στο Ιράκ, αποδυνάμωσαν μεν τη Σουνητική πλευρά αλλά ταυτόχρονα άνοιξαν τον δρόμο για ενίσχυση της επιρροής του Ιράν στο Ιράκ.

Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές μπορεί από τη μια να «συνεργάζονται» με τις ΗΠΑ αλλά από την άλλη έχουν σοβαρές αντιθέσεις στο πώς χειρίζονται οι ΗΠΑ το ζήτημα της «νέας Ευρώπης» (δηλαδή της «παλιάς»). Ταυτόχρονα είναι βέβαιο ότι θα αντιδράσουν (ήδη αντιδρούν) σε όλα αυτά Ρωσία Κίνα αλλά και άλλες «δευτερότερες» δυνάμεις.

Για τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές

Σε ανάλογη τροχιά, λογική και μέσα στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι άλλες δυνάμεις.

Ως προς τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές κινούνται σε μια τροχιά αποκατάστασης στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, της συνεργασίας-συμμαχίας με ΗΠΑ αλλά και στην λογική τού να υπηρετεί αυτή και τα δικά τους συμφέροντα και στόχους. Ταυτόχρονα στην κατεύθυνση οικοδόμησης όρων της ιδιαίτερης δικής τους ισχυροποίησης τόσο εσωτερικά όσο και σε αναφορά με την διεύρυνση της επιρροής τους.

Παράλληλα κάνουν ανοίγματα και προς άλλες δυνάμεις δημιουργώντας όρους εναλλακτικών λύσεων και διεξόδων εάν και εφόσον αυτές καταστούν αναγκαίες.

Όλα αυτά με τον δεδομένο τρόπο και λογική με την οποία κινούνται -εκτός εξαιρέσεων- οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές τής βήμα το βήμα πορείας χωρίς «απότομα τινάγματα». Πιο συγκεκριμένα.

 

Όσον αφορά τις σχέσεις με ΗΠΑ, προσβλέπουν (και προσπαθούν να «συμβάλλουν» σ’ αυτό) σε βασικές τροποποιήσεις της αμερικανικής στρατηγικής και σε αναφορά εννοείται με το πώς αντιμετωπίζονται οι σύμμαχοι, η οποία μπορεί και να συνδυαστεί και με αλλαγές στην ηγεσία των ΗΠΑ.

Η ρητορική των Ευρωπαίων και η εν γένει στάση τους (όπως φάνηκε και στις επισκέψεις Ράις) έχει πάρει πιο «συμμαχικές» αποχρώσεις χωρίς ωστόσο να οδηγείται σε αναίρεση των ευρωπαϊκών «ενστάσεων».

Συνεργάστηκαν και συνεργάζονται με τις ΗΠΑ, στα ζητήματα λ.χ. της Ουκρανίας, του Ιράν, της Παλαιστίνης, του Αφγανιστάν, ακόμη και του Ιράκ, διατηρώντας ωστόσο τον δικό τους τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων. «Συζητούν» την επέκταση του ρόλου του ΝΑΤΟ και σε άλλες περιοχές, θέτοντας ωστόσο θέμα για τον τρόπο λήψης των αποφάσεων.

Ταυτόχρονα συνεχίζουν να ανταγωνίζονται και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο με τις ΗΠΑ, πολιτικά και οικονομικά από τον ευρωπαϊκό χώρο μέχρι την Ασία και την Λ. Αμερική. Σημαντικό βήμα και καθαρά σε τροχιά αυτονόμησης από τις ΗΠΑ η δημιουργία ευρωπαϊκού δορυφορικού συστήματος κατόπτευσης και ελέγχου. (Που, ας σημειωθεί, «ανυψώνεται» με ρωσικούς πυραύλους).

 

Εσωτερική συνοχή και διεύρυνση. Κάθε διεύρυνση οποιουδήποτε οργανισμού και υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις, προκαλεί πάντα μια αναστάτωση στο πεδίο της συνοχής και λειτουργικότητάς του. Στην περίπτωση της ΕΕ το πεδίο της συνοχής ήδη επιβαρυμένο με πολλά προβλήματα και αντιφάσεις εμφανίζει ακόμη μεγαλύτερες διαταραχές με βάση την έκταση και τους ρυθμούς με τους οποίους προωθείται η διεύρυνσή της. Διαταράσσεται η όποια συνοχή, αναστατώνονται οι λειτουργίες της, δημιουργείται σύγχυση ως προς τον ρόλο και τους στόχους της και κυρίως τίθενται υπό κρίση (τουλάχιστον αναγκαιότητας επαναπροσδιορισμού) οι σχέσεις ανάμεσα σε βασικές δυνάμεις που την συγκροτούν. Παρόλα αυτά είδαμε την ΕΕ να επιχειρεί απανωτές διευρύνσεις, να θέλει να συμπεριλάβει στις γραμμές της το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών (πλην Ρωσίας) να ρίχνει γέφυρα στην Τουρκία, να προσβλέπει σε Β. Αφρική μέχρι και Καύκασο. Τις επιπτώσεις μιας τέτοιας επιλογής τις είδαμε λ.χ. στο ζήτημα του Ευρωσυντάγματος, του προϋπολογισμού, στο ότι τίθενται για επανεξέταση μια σειρά ενωσιακές ρυθμίσεις. Παρόλα αυτά επιμένει στην ίδια λογική διεύρυνσης μ’ όλο που κάποιες «φωνές» υποστηρίζουν πως θα ‘τανε πολύ πιο λογικό το να συντονίζονται οι ρυθμοί διεύρυνσης με τους αντίστοιχους οικοδόμησης των όρων εσωτερικής συνοχής.

 

Οι ιθύνοντες της ΕΕ, βέβαια, μόνο «παράλογοι» δεν είναι. Η εξήγηση ωστόσο της ιεράρχησης που κάνουν θα πρέπει να αναζητηθεί έξω από το σχήμα διεύρυνση-συνοχή. Οι επιλογές που κάνουν συνδέονται άμεσα με τον όλο και εντεινόμενο ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τον αγώνα δρόμου για την κατάκτηση αγορών, ζωνών πολιτικής επιρροής ή και επικυριαρχίας. Η διεύρυνση της ΕΕ στις περιοχές που μπορεί να πραγματοποιηθεί της προσφέρει πολύ σοβαρά πλεονεκτήματα για την διεύρυνση και κατοχύρωση ενός ευρύτερου πεδίου προνομιακής δράσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Τα αναπόφευκτα προβλήματα που δημιουργούνται έτσι στο πεδίο συνοχής και λειτουργικότητας περνούν έτσι σε δεύτερη μοίρα, αντιμετωπίζονται σαν προβλήματα που η αντιμετώπισή τους μπορεί και να «περιμένει». Αλλά και σ’ αυτό το πεδίο η αντιμετώπιση των ζητημάτων υπακούει σε μια συγκεκριμένη λογική και ιεράρχηση.

 

Στην Γερμανία οι εκλογές περιέκοψαν τα ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων με βάση τη νεοφιλελεύθερη πολιτική τους και τους αφαίρεσε την δυνατότητα να σχηματίσουν κυβέρνηση το καθένα με τους «παραδοσιακούς» του συμμάχους. Το γερμανικό κεφάλαιο, ωστόσο, «υποχρέωσε» Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες σε κυβερνητική συνεργασία υπό την Μέρκελ και ακριβώς για να προωθηθεί η πολιτική που απορρίφθηκε από τις εκλογές. Να προωθηθούν οι «μεταρρυθμίσεις», δηλαδή να κλιμακωθεί η επίθεση ενάντια στην γερμανική εργατική τάξη.

Στην Γαλλία η εξέγερση των απελπισμένων συντάραξε όχι μόνο την γαλλική κοινωνία αλλά συνολικά την Ευρώπη. Το τελικό ωστόσο αποτέλεσμα και παρά τις φλυαρίες (δεξιών τε και «αριστερών») περί μέτρων ενσωμάτωσης κ.λπ. ήταν η ενίσχυση του Σαρκοζί, του κατεξοχήν εκφραστή της «σκληρής» αντιμετώπισης των γαλλικών μαζών και για λογαριασμό του γαλλικού κεφαλαίου. Αν σε αυτά συνυπολογίσουμε και την «οδηγία Μπόλκενσταϊν» (που δήθεν «αποσύρθηκε») και σειρά άλλων μέτρων έχουμε την βασική λογική στη βάση της οποίας σκοπεύει να κινηθεί το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και συνολικά των εργαζόμενων μαζών, χτύπημα των δικαιωμάτων και κατακτήσεών τους.

Ταυτόχρονα οι ρυθμίσεις στο ζήτημα του προϋπολογισμού, οι τάσεις που εκδηλώνονται σε αναφορά με μια σειρά ρυθμίσεις προσδιορίζουν και πάλι μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτής των περικοπών των όποιων «πακέτων στήριξης» και εξισορρόπησης στις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες της ΕΕ («παλιές» και «νέες»). Έτσι ο ιμπεριαλιστικός πυρήνας της ΕΕ απολαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα της διεύρυνσης χωρίς να αποδίδει παρά όλο και μικρότερα ποσά σαν αντιστάθμισμα. Οι αδύναμες χώρες αντίστροφα, παραδίδουν τις οικονομίες, τις αγορές, τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές, το εργατικό τους δυναμικό στις ορέξεις του ιμπεριαλιστικού ευρωπαϊκού κεφαλαίου, παίρνοντας πλέον ψίχουλα σαν αντάλλαγμα.

 

Από κει και πέρα και ενισχυόμενες στη βάση αυτών των όρων και πολιτικών οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ευελπιστούν ότι θα μπορέσουν να θέσουν υπό καλύτερες προϋποθέσεις τα ζητήματα της συνοχής, δηλαδή της οργάνωσης του χώρου κυριαρχίας τους και έχουν ξανανοίξει ήδη οι σχετικές συζητήσεις. (Υπό τον όρο εννοείται ότι θα τα βρουν μεταξύ τους).

 

Ταυτόχρονα συνεχίζουν τα ανοίγματά τους και προς άλλες πλευρές. Καίριας σημασίας η συμφωνία Γερμανίας-Ρωσίας για τον αγωγό αερίου μέσω Βαλτικής θάλασσας. Μια κίνηση που παρακάμπτει Βαλτικές χώρες, Ουκρανία, Πολωνία και συνδέει ενεργειακά την Ρωσία απευθείας με Γερμανία και «παλιά» Ευρώπη. Ταυτόχρονα η τοποθέτηση του Σρέντερ επικεφαλής του αντίστοιχου οργανισμού δεν ήταν απλά μια «ανταμοιβή» του Σρέντερ για την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας, όπως αυτό εμφανίστηκε στον τύπο, αλλά μια συνειδητή κίνηση του γερμανικού και ρωσικού κεφαλαίου με σαφή πολιτική υπογράμμιση.

Επίσης σημαντικό το εμπορικό άνοιγμα σε Κίνα που παίρνει και άλλες διαστάσεις καθώς αφορά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, οπλικά συστήματα κ.λπ. Και δεν είναι καθόλου τυχαία η οργή των ΗΠΑ για την υπογραφή αυτών των συμφωνιών.

 

Όπως και στην αρχή αυτού του κεφαλαίου αναφέραμε, οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές κινούνται και αυτοί στην τροχιά διαμόρφωσης όρων και στη βάση μιας συγκεκριμένης λογικής και ρυθμών προώθησης της πολιτικής τους. Το ερώτημα -και γι’ αυτούς- είναι το τι θα κάνουν, πώς θα αντιδράσουν και προς ποια κατεύθυνση, αν οι ρυθμοί των εξελίξεων επιταχυνθούν, αν συμβούν γεγονότα ή παρθούν πρωτοβουλίες από άλλες δυνάμεις που θα τους θέσουν μπροστά σε συγκεκριμένα διλλήματα.

 

Για τις κινήσεις Ρωσίας-Κίνας

Ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά της ρωσικής παρουσίας στη διεθνή σκηνή στις μέρες μας, είναι η σκλήρυνση της ρητορικής των Ρώσων ιθυνόντων απέναντι στη Δύση και ειδικότερα τις ΗΠΑ. Η ρωσική αστική τάξη μοιάζει να συνειδητοποιεί το τι είδους «συνεργασία» ήθελε μαζί της η Δύση. Κύρια ότι το παιχνίδι στο ταμπλό των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων είναι πολύ πιο σκληρό σε σχέση με τις καταστροφικές για τα ρωσικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αυταπάτες που κυριάρχησαν τις περιόδους Γκορμπατσόφ-Γιέλτσιν. Ταυτόχρονα και απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, δεν περιορίζονται στην ρητορική αλλά προχωράν και σε συγκεκριμένες κινήσεις.

Ως προς τον έλεγχο του «εσωτερικού» χώρου και παρότι συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα μιας ορισμένης κλίμακας, έχουν κάνει σημαντικά βήματα. Σημαντική επιτυχία τους, οι εκλογές στην Τσετσενία, ενώ η απόφαση για διορισμό των διοικητών επαρχιών ενισχύει τον κεντρικό έλεγχο της αχανούς ρωσικής επικράτειας. Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους «ολιγάρχες» δείχνει, μαζί με άλλα μέτρα, ότι η ηγετική ομάδα είναι αποφασισμένη να στηρίζει ενεργητικά τη συγκρότηση-ενίσχυση μιας ρωσικής «εθνικής» αστικής τάξης τόσο προς τα έξω όσο και προς τα μέσα. Τόσο σε αναφορά με την προώθηση των ρωσικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων όσο και απέναντι στην εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες που εξακολουθούν να διαβιούν συνθήκες εξαθλίωσης. Την ίδια κατεύθυνση υπηρετούν τα μέτρα και οι μεθοδεύσεις ελέγχου πολιτικών διεργασιών κινήσεων και κομμάτων, καθώς και η θέσπιση κανόνων ελέγχου της δράσης των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) που χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό.

Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, η αναδιοργάνωση των σωμάτων ασφαλείας, η διατήρηση σε πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος για το διαστημικό πρόγραμμα και το πυρηνικό οπλοστάσιο αποτελούν κινήσεις που εντάσσονται στην ίδια τροχιά και κατεύθυνση.

 

Κινείται με τον πιο ενεργό και αποφασιστικό τρόπο στην κατεύθυνση επανάκτησης ελέγχου, διεύρυνσης της επιρροής της στη ρωσική «περιφέρεια», στις χώρες της πάλαι ποτέ σοβιετικής επικράτειας. Μετά από σειρά αποτυχιών και υποχωρήσεων έχει κιόλας ορισμένες επιτυχίες. Το σύμφωνο της Σαγκάης, το διώξιμο των αμερικανικών βάσεων από το Ουζμπεκιστάν. Όλα δείχνουν ότι στο πεδίο αυτό θα υπάρξει άγριος ανταγωνισμός ο οποίος μπορεί να πάρει και γενικότερα επικίνδυνες μορφές.

 

Στο πεδίο των στρατηγικών συμμαχιών η Ρωσία φαίνεται να ‘χασε το μεγάλο στοίχημα στο οποίο είχε επενδύσει πολλά. Την οικονομική (και προοπτικά πολιτική, στρατηγική) συνεργασία Ρωσίας, Ουκρανίας, Λευκορωσίας, Καζακστάν. Βεβαίως δεν σκοπεύει καθόλου να παραιτηθεί απ’ αυτό, έχει ακόμη γερά «χαρτιά» στα χέρια της για να επιδιώξει μια «ολική επαναφορά». (Και δεν εννοούμε μόνο το αέριο).

Αντίθετα, σταθερά προωθείται η προσέγγιση με την Κίνα σε όλους τους τομείς, ενώ το αν αυτή ολοκληρωθεί σε στρατηγική συμμαχία είναι ένα ζήτημα που θα κριθεί όπως ήδη αναφέραμε σε συνάρτηση με πολλούς και σημαντικούς παράγοντες.

 

Παράλληλα προωθεί σειρά ανοιγμάτων σε άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και άλλες χώρες. Υπάρχει ένα υψηλό επίπεδο οικονομικών συναλλαγών με τις ευρωπαϊκές χώρες (ιδιαίτερα με Γερμανία). Αναπτύσσει τις σχέσεις της και με πιθανές πολιτικές προοπτικές με Ινδία, Ιράν κ.ά. Ιδιαίτερη σημασία η ανάπτυξη πολλαπλών σχέσεων με Τουρκία σε μια περίοδο μάλιστα που οι σχέσεις της τελευταίας με ΗΠΑ περνάνε περίοδο κρίσης. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των διαθέσεων του ρωσικού ιμπεριαλισμού είναι η αποκατάσταση επαφών -και μάλιστα σε στρατιωτικό επίπεδο- με την Κούβα και σε κατεύθυνση αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες και σε όλα τα πεδία. Η πιο σημαντική ωστόσο κίνηση το τελευταίο διάστημα είναι μάλλον το σφίξιμο της στρόφιγγας των αγωγών αερίου προς την Ουκρανία αλλά σ’ αυτό θα αναφερθούμε ιδιαίτερα παρακάτω.

 

Όσον αφορά την Κίνα, η ηγεσία της συνεχίζει να κινείται στην κατεύθυνση του να καταστήσει την Κίνα μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη. Θέλει μάλιστα να επισφραγίσει αυτή την διαδικασία με την διοργάνωση μιας επιβλητικής -μιας χωρίς προηγούμενο όπως λέγεται- Ολυμπιάδας η οποία να συμβολίζει, να εκφράζει την ανάλογη εμφάνιση της Κίνας στο παγκόσμιο ταμπλό. Μόνο που μέχρι τότε, πολλά ακόμα μένει να συμβούν.

Έτσι ή αλλιώς, κεντρικό στοιχείο του εγχειρήματός της είναι όπως αναφέρθηκε, η δημιουργία μιας ισχυρής αστικής τάξης. Ένας στόχος που η βάση του βρίσκεται στην εντατική εκμετάλλευση του κινεζικού λαού και επιχειρείται να ενισχυθεί με το άνοιγμα της Κίνας στην παγκόσμια αγορά. Πέρα από όσα ήδη αναφέραμε, εδώ θα θέλαμε να σημειώσουμε μονάχα τα εξής.

Το γεγονός ότι η ταξική πάλη οξύνεται στην Κίνα και αυτός είναι ένας παράγοντας που θέλει δεν θέλει η κινεζική ηγεσία θα προστεθεί στον λογαριασμό των εξελίξεων.

Δεύτερο, η αποστολή όπλων στην αντιδραστική βασιλική κλίκα του Νεπάλ για να χρησιμοποιηθούν ενάντια στον αγωνιζόμενο λαό, πιστοποιεί και από μια άλλη πλευρά τα χαρακτηριστικά και τις βλέψεις της κινεζικής πολιτικής.

Τρίτο, η όξυνση των αντιθέσεων με Ιαπωνία και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός τους.

Τέταρτο, αυτό που ήδη αναφέρθηκε σαν «λήξη της περιόδου χάριτος» της Κίνας. Δεν μπορεί να προβλεφθεί αυτή τη στιγμή ποιες μορφές θα πάρει η πίεση των Δυτικών στην Κίνα. Το βέβαιο είναι ότι δεν θα περιοριστεί σε φιλολογικές επικρίσεις και συνεπώς ότι θα έχουμε και νέα δεδομένα με βάση αυτή την εξέλιξη.

 

Συσσώρευση «κρίσιμης μάζας»

Όλα αυτά διαγράφουν τάσεις, κατευθύνσεις, υπολογισμούς.

Οι διάφορες κινήσεις δεν είχαν έως πρόσφατα τον χαρακτήρα ανατροπής του πλαισίου, υπέρβασης της φάσης διαμόρφωσης όρων.

Ωστόσο η συσσώρευση σειράς δεδομένων, αντιφάσεων, αντιθέσεων μπορεί να δημιουργήσει μια κρίση που με τη σειρά της να προκαλέσει αλυσιδωτή αντίδραση ανατροπής συνολικά του τοπίου.

Ήδη υπάρχουν μια σειρά εστιών που μπορούν να παίξουν τον ρόλο του πυροδότη μιας συνολικότερης ανάφλεξης.

Ταυτόχρονα η παρατεταμένη οικονομική κρίση αποτελεί έναν διαρκή παράγοντα παρόξυνσης των αντιθέσεων και πίεσης στην κατεύθυνση αναζήτησης «διεξόδων».

Για πρώτη μάλιστα φορά, η πυροδότηση μπορεί να μην γίνει με πρωτοβουλία Δύσης-ΗΠΑ, ή τουλάχιστον όχι μόνο.

Ειδικότερα.

 

Είναι πάντα ανοιχτή η πιθανότητα να επιλέξουν οι ΗΠΑ την «φυγή προς τα εμπρός» σαν διέξοδο στην κρίση στρατηγικής που αντιμετωπίζουν. Η περίπτωση της Συρίας έδειξε την ύπαρξη τέτοιων τάσεων χωρίς ωστόσο να μπορεί να ειπωθεί ότι τέθηκε σαν ζήτημα ημερήσιας διάταξης. Και φυσικά είναι βέβαιο ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα εμπλακούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλες οι δυνάμεις.

 

Ανάλογη εμπλοκή μπορεί να υπάρξει στο ζήτημα των Βαλκανίων. Ένα ζήτημα που ξαναάνοιξε ήδη και με αφορμή το ζήτημα του Κόσοβου. Για την ώρα, οι διεργασίες και σε αντίθεση με ό,τι φάνηκε αρχικά, μοιάζουν να «επιβραδύνονται» και πιθανότατα στη βάση των σοβαρών αντιθέσεων και όχι μόνο ανάμεσα στους «τοπικούς» παράγοντες του προβλήματος. Τίποτε ωστόσο δεν εγγυάται ότι δεν θα υπάρξει μια απότομη παρόξυνση και ακριβώς σαν μέθοδος «ξεμπλοκαρίσματος» όπως άλλωστε έχει συμβεί και παλιότερα.

 

Βαρύνουσα και ευρύτερη σημασία μπορεί να πάρει η κλιμακούμενη ένταση του ανταγωνισμού Κίνας-Ιαπωνίας. Είναι έτσι ή αλλιώς σοβαρές οι συνοριακές (θαλάσσιες) διαφορές που γίνονται ακόμη πιο σοβαρές καθώς συνδέονται και με αντίστοιχες διεκδικήσεις υποθαλάσσιων ενεργειακών αποθεμάτων. Ωστόσο η ακόμα πιο σοβαρή εκδοχή, είναι η διένεξη σ’ αυτό το πεδίο, να αποτελέσει και την «πύλη εισόδου» στο ταμπλό των γενικότερων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων. Μια εξέλιξη που ιδιαίτερα για την Ιαπωνία μπορεί να αποτελεί και συνειδητή επιλογή με όλα όσα μπορεί αυτό να συνεπάγεται. (Λ.χ. εξοπλισμούς κ.λπ.).

 

Κρίσιμες οι εξελίξεις στο «μέτωπο» της Ουκρανίας. Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για μια απλή οικονομική διαφορά. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός δείχνει τα δόντια του και επιδιώκει να πάρει τη ρεβάνς σε μια περιοχή που την θεωρεί ζωτική για τα συμφέροντα και την ασφάλειά του.

Το ερώτημα εδώ είναι μέχρι που θα το τραβήξει ο Πούτιν σ’ αυτή τη φάση και σε ποια κλίμακα θα αντιδράσει η Δύση. Η έγνοια του Πούτιν για τις επικείμενες εκλογές στην Ουκρανία δείχνει ότι δεν θέλει να δημιουργήσει μια κατάσταση που να προκαλέσει την ματαίωσή τους. Ωστόσο τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πολύ περισσότερο όταν είναι βέβαιο ότι στο κεφάλαιο Ουκρανία ο συμβιβασμός (ο οριστικός, όχι ο προσωρινός που είναι πιθανός) ανάμεσα σε Δύση και ιδιαίτερα ΗΠΑ από τη μια και Ρωσία από την άλλη είναι από πολύ δύσκολος έως αδύνατος.

 

Τέλος, πόσο μπορούν να συσχετισθούν μεταξύ τους τα ανοίγματα των διάφορων εστιών έντασης, πόσο αθροιστικά ή σε βάση αντιπερισπασμού μπορεί να λειτουργήσει το άνοιγμα των μετώπων. Π.χ. Ουκρανία-Βαλκάνια, Βαλκάνια-Συρία ή όποιος άλλος συσχετισμός. Ποια δύναμη θα ‘χει την πρωτοβουλία και θα επιμείνει σ’ αυτήν, ποιο θα ‘ναι το επίκεντρο, δύο ζητήματα που υφίστανται σε άμεση μεταξύ τους συνάρτηση.

 

Το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε απ’ όλα αυτά, είναι πως υπάρχουν μια σειρά ενδείξεις που μπορεί να οδηγήσουν σε επιτάχυνση διεργασιών και παρόξυνση αντιθέσεων. Είναι ένα ερώτημα το αν αυτό θα συμβεί στην αμέσως επόμενη φάση. Το βέβαιο πάντως είναι ότι αργά ή γρήγορα μια τέτοια εξέλιξη είναι αναπόφευκτη.

 

Συμπεράσματα

Είναι φανερό με όλα αυτά, ότι η επίθεση του καπιταλιστικού συστήματος ενάντια στην εργατική τάξη και για την επαναθεμελίωση της ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου και της αστικής τάξης θα συνεχιστεί και θα κλιμακωθεί χωρίς όριο.

Μια τέτοια κατεύθυνση συνδέεται με την ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος, τις στρατηγικές του επιλογές, εννοείται από την οπισθοχώρηση του κινήματος και τροφοδοτείται από την παρόξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αυτή η κατεύθυνση «συνενώνει» το σύνολο των αστικών τάξεων και των σχηματισμών του κεφαλαίου σ’ όλο τον κόσμο.

Αυτός είναι και ο λόγος που ταυτόχρονα προωθούνται μια σειρά μέτρα ελέγχου, καταπίεσης και καταστολής. Το κεφάλαιο γνωρίζει πολύ καλά ότι οι εργαζόμενοι θα αντιδράσουν, ότι η αντίστασή τους θα δυναμώνει και προετοιμάζεται για την πιο σκληρή αντιμετώπιση και ακριβώς επειδή σκοπεύει να επιμείνει σε μια τέτοια πολιτική.

 

Η εκστρατεία επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου θα συνεχιστεί, θα ενταθεί, θα πάρει ακόμη και τις πιο βάρβαρες μορφές. Μας περιμένουν ακόμη κι άλλες Γιουγκοσλαβίες κι άλλα Αφγανιστάν κι άλλα Ιράκ.

Αυτή η προοπτική συνδέεται και πάλι με τη φύση του καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού συστήματος με το γεγονός ότι το σύστημα δεν μπορεί να σταθεί να λειτουργεί, να αναπαραχθεί χωρίς μια πλατιά βάση εκμετάλλευσης.

Εδώ βρίσκεται η βάση της αντιμετώπισης του κόσμου από τους ιμπεριαλιστές ως «ιδιοκτησίας» τους και ακριβώς επειδή το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν μπορεί να υπάρχει αν δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τον κόσμο σαν ιδιοκτησία του.

Εδώ βρίσκεται η εξήγηση της πιο αδυσώπητης αντιμετώπισης των μικρότερων χωρών και των λαών τους, της αντιμετώπισης των χωρών σαν οικόπεδα που μπορούν να κομματιάσουν και να διαμοιράσουν και τους λαούς σαν δουλοπάροικούς τους πάνω στους οποίους θεωρούν έως και πως έχουν «δικαίωμα» ζωής και θανάτου.

Στην ίδια κατεύθυνση θα συνεχίσουν ενόσω οι οδυνηρές συνέπειες της ήττας εξακολουθούν να καθορίζουν τους ρυθμούς ανασυγκρότησης του κινήματος και με την ίδια λογική κινείται το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ο ανταγωνισμός τους δεν αναιρεί αυτή την κατεύθυνση, αντίθετα παροξύνει την τάση κατάκτησης ζωνών επι-κυριαρχίας της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης. Αυτός ο ανταγωνισμός σίγουρα δημιουργεί περιπλοκές ως προς την μοιρασιά της λείας, αναδείχνει αντιφάσεις του συστήματος αλλά δεν αλλάζει τις θέσεις και τους ρόλους δυνάστη και καταπιεζόμενου.

 

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θα συνεχιστεί και θα οξύνεται και με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Είναι κι αυτό ένα φαινόμενο σύμφυτο της ύπαρξης και λειτουργίας του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Κανείς ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να «αρκεστεί» σ’ αυτά που έχει. Αυτό όχι μόνο από απληστία (που αποτελεί «πολιτιστικό» φαινόμενο της λειτουργίας του) αλλά επειδή μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει. Ή προχωρεί ή υποχωρεί και παρακμάζει. Και επειδή αυτές οι ιδιότητες χαρακτηρίζουν τον κάθε ιμπεριαλιστικό σχηματισμό και ο «χώρος» την «κάθε στιγμή» πεπερασμένος, ο ανταγωνισμός, η σύγκρουση γίνονται κι αυτά οργανικά στοιχεία της ύπαρξης και λειτουργίας του.

Ακόμα και η όποια ανάπτυξη στα πλαίσια αυτού του συστήματος όχι μόνο δεν αμβλύνει αλλά αντίθετα οδηγεί στην όξυνση των αντιθέσεων στο βαθμό που μεγαλώνει τις απαιτήσεις του κάθε ιμπεριαλιστή. Μια τάση που τροφοδοτείται και εντείνεται από την ανισόμετρη ανάπτυξη που από τη μια δυναμώνει ορέξεις και από την άλλη δημιουργεί «κενά» που σπεύδουν να τα καλύψουν όσοι είναι ή θεωρούν ότι είναι ικανοί για κάτι τέτοιο. Αυτοί είναι και οι βασικοί παράγοντες που η «διανομή» δεν γίνεται με «όρους αγοράς» όπως λέγεται (παρά μόνο σε μια ορισμένη κλίμακα ποιοτική και χρονική) αλλά στη βάση συσχετισμών ισχύος. Αυτή είναι η βάση τού ότι το κύριο όργανο «διανομής» του κόσμου είναι τα πραξικοπήματα, οι στρατιωτικές επεμβάσεις, οι αναμετρήσεις, ακόμη και οι γενικευμένοι πόλεμοι (η κατεξοχήν διαδικασία αναδιανομής και διαμόρφωσης συσχετισμών και «ιεραρχίας» ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις).

Ας μην υπάρχει καμιά αυταπάτη ότι στην ίδια κατεύθυνση και με τους ίδιους τρόπους θα κινηθούν και στο επόμενο διάστημα.

 

Στα πλαίσια αυτού του ανταγωνισμού οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- να κινούνται στην κατεύθυνση ανάδειξής τους σε κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο. Αυτή είναι μια τάση που ενυπάρχει -ως «επιθυμία»- σε κάθε ιμπεριαλισμό και έρχεται στην επιφάνεια, ενεργοποιείται όταν οι συνθήκες τού επιτρέψουν (ή όπως συνηθέστερα συνέβηκε στην ιστορία, θεωρήσει ότι του επιτρέπουν) να διεκδικήσει έναν τέτοιο ρόλο.

Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά το ’89-’91 τις αντιμετώπισε σαν την «ιστορική ευκαιρία» για να θέσει στην ημερήσια διάταξη το «παλιό όνειρο» κατάκτησης της παγκόσμιας κυριαρχίας. Κινούμενος σε μια τέτοια τροχιά όλο αυτό το διάστημα, αναδείχτηκε σε μεγαλύτερο εχθρό των λαών. Υπήρξε η ατμομηχανή της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη. Αποτέλεσε την θωρακισμένη δύναμη κρούσης της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας επανακατάκτησης του κόσμου. Επιδιώκοντας την παγκόσμια κυριαρχία προκάλεσε την παρόξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων οδηγώντας την στα πιο επικίνδυνα επίπεδα. Έτσι ή αλλιώς, ένας τέτοιος στόχος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά με έναν μονάχα τρόπο. Τη συντριβή, υποταγή κάθε δύναμης που μπορεί να τους αντιπαρατεθεί, που μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία τους. Από την άποψη αυτή οι ΗΠΑ αναδείχτηκαν στην κύρια πηγή πολέμου και στον μεγαλύτερο κίνδυνο συνολικά για την ανθρωπότητα.

 

Γενικότερα διαμορφώνεται μια κατάσταση όπου όλες οι δυνάμεις και εκφράσεις του συστήματος κινούνται σε μια τροχιά:

– Έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων μαζών και στα όρια της εξαθλίωσης.

– Χτυπήματος των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των λαών.

– Κατάπνιξης του δικαιώματος ανεξαρτησίας χωρών και λαών.

– Πραγματοποίησης αιματηρών επεμβάσεων και κομματιάσματος χωρών και λαών.

– Προώθησης της βαρβαρότητας, καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, μόλυνσης του περιβάλλοντος, προσβολής του ίδιου δικαιώματος των ανθρώπων στη ζωή.

– Συνολικά το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα διαμορφώνεται ολοένα και περισσότερο σε δύναμη καταστροφής που η συνέχιση της κυριαρχίας του αποτελεί απειλή για την ανθρωπότητα, τη φύση, τον πλανήτη.

 

Γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη να υψωθούν φραγμοί σε μια τέτοια αντιδραστική κατεύθυνση.

– Να αναστραφεί αυτή η καταστροφική εξέλιξη.

– Να διαμορφωθούν οι όροι μιας άλλης πορείας για τον κόσμο.

Αυτό είναι ένα έργο που μπορεί να αναλάβουν και να φέρουν σε πέρας μόνο οι λαοί με την πάλη τους.

Επειδή αυτούς αφορά μια τέτοια ή αλλιώτικη πορεία των πραγμάτων, την δική τους ζωή, το δικό τους μέλλον.

Επειδή μόνο οι λαοί έχουν την δύναμη να αντιπαλέψουν την βαρβαρότητα του συστήματος, επειδή μέσα στα δισεκατομμύρια των ανθρώπων αυτού του πλανήτη υπάρχει η δύναμη που μπορεί να αναπτυχθεί, η δυναμική που μπορεί να αναστρέψει την τροχιά των εξελίξεων.

Επειδή στη δική τους δουλειά, στο δικό τους μόχθο στηρίζεται η ύπαρξη και οι κατακτήσεις της ανθρωπότητας και επειδή στις άπειρες δυνατότητές τους, στην απελευθέρωση της δικής τους δημιουργικότητας μπορεί να στηριχθεί η οικοδόμηση ενός διαφορετικού μέλλοντος για τον κόσμο.

 

Απέναντι σε όλα αυτά, οι λαοί ήδη εκφράζουν την αντίθεση, την οργή, την αγανάκτησή τους.

Αντιδρούν στην επίθεση που δέχονται οι κατακτήσεις τους.

Αντιστέκονται στην κατάργηση των δικαιωμάτων τους.

Υπερασπίζονται τις ελευθερίες τους.

«Αφυπνίζονται» και παίρνουν ξανά το δρόμο της πάλης ενάντια στην βαρβαρότητα του συστήματος και για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη ζωή.

 

Η’ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΑΖΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΔΕΙΧΝΕΙ

 

Απέναντι στην πολιτική και την πραγματικότητα του συστήματος οι λαοί αντιστέκονταν, αγωνίζονταν και συνεχίζουν να αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους. Το νέο και ελπιδοφόρο είναι πως μετά και παρά την απογοήτευση από την ήττα και την ματαίωση ελπίδων και προσδοκιών παρατηρείται μια νέα αφύπνιση των μαζών, μια έξαρση αγωνιστικών διαθέσεων που τροφοδοτεί και ενισχύει τάσεις ανάκαμψης της πάλης των λαών.

 

Η εργατική τάξη εκδηλώνει την αντίθεσή της και αναπτύσσει την αντίστασή της στην επίθεση του κεφαλαίου. Σ’ όλο τον κόσμο, σε φάμπρικες, σε εργοτάξια, σε ορυχεία ξεπηδούν εστίες αντίστασης, ξεσπούν απεργιακοί αγώνες, πραγματοποιούνται εργατικές κινητοποιήσεις. Αρχίζουν ξανά να ενεργοποιούνται τα ταξικά αντανακλαστικά του προλεταριάτου απέναντι και ενάντια στην αστική τάξη και το κεφάλαιο.

 

Ξεσηκώνεται η αγροτιά σε διάφορες περιοχές της γης, ακόμη και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, υπερασπίζεται τη δουλειά της, τον μόχθο της, διεκδικεί τα δικαιώματά της στη ζωή απέναντι στις ληστρικές διαθέσεις του συστήματος.

 

Τα ξεσπάσματα της νεολαίας, από τις παραγκουπόλεις του τρίτου κόσμου μέχρι τα γκέτο των μητροπόλεων δείχνουν την άρνησή της να συμβιβαστεί με την αθλιότητα της πραγματικότητας που βιώνει. Σηματοδοτούν την διάθεσή της να διεκδικήσει το μέλλον της και προϊδεάζει για τη στάση της απέναντι στις εξελίξεις.

 

Αμφισβητούνται από όλο και ευρύτερες μάζες η πολιτική και οι επιλογές των δυνάμεων του συστήματος ακόμη και μέσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Η εκδήλωση αυτής της αντίθεσης σε εκλογές, σε δημοψηφίσματα κ.ά. είναι ένα πρώτο βήμα σε μια διαδικασία μεγαλύτερης ενεργοποίησής της.

 

Εκατομμύρια ανθρώπων πλημμύρισαν τους δρόμους του κόσμου στη διάρκεια των αντιπολεμικών διαδηλώσεων, δίνοντας έτσι την παγκόσμια διάσταση της αντίθεσης, της οργής και των αγωνιστικών διαθέσεων των λαϊκών μαζών ενάντια στα σχέδια και την πολιτική των ιμπεριαλιστών.

 

Αληθινές και καθολικές λαϊκές εξεγέρσεις εκδηλώνονται σε χώρες της Λατινικής Αμερικής κ.α. ανατρέποντας κυβερνήσεις-ανδρείκελα των ιμπεριαλιστών και όργανα του κεφαλαίου, ανοίγοντας δρόμους για πιο αποφασιστικά βήματα.

 

Συνεχίζουν να αναπτύσσονται αντάρτικα επαναστατικά κινήματα στη ζώνη των θυελλών. Ανασυγκροτούνται, κινούνται πιο αποφασιστικά όσα συνέχιζαν τον αγώνα τους, γεννιούνται νέα με μεγαλύτερη ορμή. Από το Περού μέχρι τις Φιλιππίνες, από την Κολομβία μέχρι τις Ινδίες κι από την Παλαιστίνη μέχρι το Νεπάλ.

 

Τεράστιας σημασίας η αντίσταση του Ιρακινού λαού απέναντι στον σιδηρόφραχτο αμερικανικό ιμπεριαλισμό, τον μεγαλύτερο εχθρό των λαών. Μια αντίσταση που ήδη μεταδίδει τη φλόγα της στο Αφγανιστάν, που οιστρηλατεί συνολικά τη νεολαία και τους λαούς του αραβικού κόσμου, που εμπνέει τις αγωνιστικές διαθέσεις των λαών της γης. Μια αντίσταση που στις δύσκολες σημερινές συνθήκες, σε μια περίοδο των πιο αρνητικών συσχετισμών αποδεικνύει έμπρακτα πως ακόμη και η πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη δεν είναι ανίκητη. Μια αντίσταση που δείχνει πόση δύναμη «κρύβει» μέσα του ένας λαός και ποια τεράστια δύναμη μπορεί να αναπτύξουν τα δισεκατομμύρια των κολασμένων της γης.

 

Όλα αυτά είναι ελπιδοφόρα, δείχνουν τις πραγματικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών, τις τάσεις που αναπτύσσονται, τις προοπτικές που διαγράφονται. Δείχνουν ότι οι λαοί συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο την μοίρα που τους επιφυλάσσει το σύστημα, δείχνουν ότι ωριμάζει μέσα τους η απόφαση να πάρουν αυτή την μοίρα στα δικά τους χέρια.

 

Προβλήματα και αδυναμίες

Από την άλλη μεριά είναι πραγματικό γεγονός ότι αυτή η πάλη, συνεχίζει να παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες, να αντιμετωπίζει προβλήματα, να εμφανίζει μεγάλες ελλείψεις.

Εμφανίζεται συχνά αποσπασματική, κατακερματισμένη, χωρίς συνέχεια και συνέπεια.

Εκδηλώνεται χωρίς να ‘χει, και στον αναγκαίο βαθμό αναπτυγμένες, ρίζες στον λαό και στήριξη σ’ αυτόν, ώστε να λειτουργεί σε πλήρη και διαρκή σύνδεση με τα προβλήματα, τις διαθέσεις και τις δυνατότητες των λαϊκών μαζών.

Πολλές φορές εμφανίζεται «αμήχανη» μπροστά στα πραγματικά, μεγάλα και σύνθετα προβλήματα και δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει.

Συχνά χωρίς σαφή ιδεολογικό, πολιτικό προσανατολισμό και κατεύθυνση και αντίστοιχη συγκρότηση.

Συνολικά, μια κατάσταση που αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στην οργάνωση, συγκρότηση και αποτελεσματικότητα της λαϊκής πάλης.

Ακόμη περισσότερο, διαμόρφωση συνθηκών που δημιουργούν έδαφος για παρεμβάσεις αποπροσανατολισμού της πάλης των μαζών ή και χειραγώγησής της από αστικές δυνάμεις και μηχανισμούς των ιμπεριαλιστών.

Από τα πιο σοβαρά και κρίσιμα προβλήματα, είναι η χαμηλή ανάπτυξη της διεθνούς διάστασης του κινήματος, απόρροια και έκφραση άλλωστε των συνολικότερων αδυναμιών του. Αυτό δίνει την δυνατότητα στους ιμπεριαλιστές να απομονώνουν ένα κίνημα σε μια χώρα, να το συκοφαντούν, να συγκεντρώνουν δυνάμεις ενάντιά του και απερίσπαστοι να το τσακίζουν.

 

Αυτές οι υπαρκτές αδυναμίες και με ιδιαίτερο τρόπο το χαμηλό ακόμη επίπεδο αποτελεσματικότητας των αγώνων, δημιουργούν απογοητεύσεις, ενισχύουν τάσεις αδρανοποίησης, οδηγούν έναν κόσμο στην παθητική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Το κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των λαϊκών μαζών στις δικές τους δυνάμεις, στην αξία και τις δυνατότητες της αυτόνομης, οργανωμένης λαϊκής πάλης. Αυτό αποτελεί και την βάση ενίσχυσης των τάσεων και των δυνάμεων που αναζητούν «ρεαλιστικές» δήθεν λύσεις, ενίσχυσης των κινδύνων εκτροπής αυτής της πάλης ή ακόμα και χειραγώγησής της από δυνάμεις εχθρικές για τους λαούς και τα συμφέροντά τους.

Βρίσκουν έτσι έδαφος να δράσουν οι κήρυκες όλων αυτών των αυταπατών, από αυτές της υποστήριξης «εφικτών» αλλαγών στα πλαίσια του συστήματος, μέχρι της στήριξης σε αστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, μέχρι ακόμη της αναζήτησης λύσης ανάμεσα στα «γεράκια» και τις «περιστέρες» των ηΠΑ.

 

Η ύπαρξη αυτών των αδυναμιών, ούτε «παράξενο» ούτε «ανεξήγητο» φαινόμενο είναι. Χαρακτήριζαν και χαρακτηρίζουν πάντα (σ’ αυτόν ή εκείνο τον βαθμό) την πάλη των λαών και θα συνεχίσουν να την χαρακτηρίζουν. Η σημερινή τους ωστόσο -και σοβαρή- διάσταση, έχει συγκεκριμένες αιτίες.

Οι βασικότερες από αυτές συνδέονται με την οπισθοχώρηση των τελευταίων δεκαετιών του λαϊκού κινήματος σ’ όλο τον κόσμο και πάνω απ’ όλα την οπισθοχώρηση του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος. Αναπόφευκτες συνεπώς οι δυσκολίες, τα προβλήματα, οι αδυναμίες.

Ταυτόχρονα ωστόσο, αναγκαία και κρίσιμη η προσπάθεια, η πάλη για το ξεπέρασμά τους.

Δεν είναι κάτι εύκολο, κι ούτε μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη.

Χρειάζεται επίμονος, διαρκής και αποφασιστικός αγώνας σε όλα τα μέτωπα. Το θεωρητικό, το ιδεολογικό, το πολιτικό, το οργανωτικό και πάνω απ’ όλα την συγκεκριμένη «πρακτική» προώθηση αυτού του αγώνα στα μέτωπα αντίστασης και πάλης.

Το πρώτο ζήτημα, όπως παντού και πάντα, είναι η «αναγνώριση της κατάστασης» η εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων, τάσεων, δυνάμεων και προοπτικής των εξελίξεων στον κόσμο.

Αποφασιστικής σημασίας η αναγνώριση, ο προσδιορισμός των αντιθέσεων στον κόσμο, αυτές που ορίζουν τα μέτωπα, τις τάσεις που βρίσκονται στη βάση της κίνησης των πραγμάτων, τις δυνάμεις που κινούνται στη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Σε συνάρτηση με αυτό, κρίσιμο χαρακτήρα έχει ο προσδιορισμός εχθρών και φίλων. Πολύ περισσότερο που σ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα είναι που καλλιεργούνται οι μεγαλύτερες και οι πιο επικίνδυνες αυταπάτες.

Διαρκές και μαχητικό ιδεολογικό-πολιτικό μέτωπο ενάντια στις κυρίαρχες σήμερα αστικές αντιλήψεις που αποπροσανατολίζουν, δημιουργούν συγχύσεις και απογοητεύσεις που δηλητηριάζουν κυριολεκτικά τον κόσμο. Ένα μέτωπο που πρέπει να περιλαμβάνει και την πάλη ενάντια στον σοβινισμό, την θρησκοληψία, τις διάφορες παραλλαγές των ρεφορμιστικών αντιλήψεων που δεν αποτελούν παρά διαφορετικές, τροποποιημένες και συγκαλυμμένες μορφές της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Με επιμονή, διάρκεια και αποφασιστικότητα και ταυτόχρονα με πλήρη επίγνωση ότι η ανάδειξη, η αποσαφήνιση των προβλημάτων που τίθενται, η αντιμετώπιση και το ξεπέρασμά τους δεν είναι ζήτημα μιας ή μερικών «μαχών» αλλά μια ολάκερη διαδικασία πάλης.

Μια διαδικασία που στη διάρκειά της και ενόσω αντιμετωπίζονται τα ζητήματα, θα ενισχύεται αντίστοιχα, πολιτικά και οργανωτικά η αποτελεσματικότητα της λαϊκής πάλης και με τη σειρά της αυτή η ενίσχυση θα διαμορφώνει καλύτερους όρους αντιμετώπισης των προβλημάτων σε μια διαρκή αμφίδρομη διαλεκτική σχέση.

 

Για τα μέτωπα πάλης

Το πρώτο και εκείνο που πρέπει να είναι καθαρό πριν και πάνω από οτιδήποτε άλλο, είναι πως η ανάπτυξη του κινήματος είναι μια διαδικασία πάλης.

Μια διαδικασία που μπορεί να υπάρχει, να εξελίσσεται, να αναπτύσσεται με τον καλύτερο τρόπο στα μέτωπα των αγώνων που διεξάγουν καθημερινά οι λαϊκές μάζες. Μόνο σ’ αυτό το πεδίο μπορούν να εκδηλωθούν, να πάρουν συγκεκριμένη μορφή και υπόσταση οι διαθέσεις των μαζών.

Μόνο σε μια τέτοια διαδικασία μπορούν να «στρατολογηθούν», να διαμορφωθούν αγωνιστικά, να εξελιχθούν πολιτικά και σε μαζική κλίμακα λαϊκές δυνάμεις. Μόνο σ’ ένα τέτοιο «εργαστήρι» μπορεί να δοκιμαστούν ιδέες, αντιλήψεις, πρακτικές, να αναδειχτούν οι σωστές και αποτελεσματικές, να ξεκαθαριστούν οι λαθεμένες, οι αποπροσανατολιστικές, οι καιροσκοπικές.

Μόνο μέσα από μια τέτοια συνολική και σύνθετη -και ανεξάρτητα από το πόσες προσπάθειες και χρόνο θα απαιτήσει αυτό- διαδικασία μπορούν να ξεπεραστούν οι αδυναμίες και να προχωρήσει το κίνημα στο δρόμο της συνολικής του ανασυγκρότησης.

 

Αποφασιστικής σημασίας λοιπόν ζήτημα, άμεσο, πολιτικό και «πρακτικό», ο προσδιορισμός των μετώπων πάλης. Η συγκέντρωση δυνάμεων και προσπαθειών στο άνοιγμα αυτών των μετώπων. Η ενίσχυση, η διεύρυνση, ο πολλαπλασιασμός των εστιών αντίστασης. Η ανάπτυξη, η πολιτικοποίησή τους, η συνένωσή τους σε ρεύματα αντιπαράθεσης με την πολιτική του συστήματος, η συγκρότησή τους σε μέτωπα πάλης ενάντια συνολικά στο σύστημα.

 

Άμεσο, καθημερινό και ήδη ανοιχτό το μέτωπο της αντίστασης στην επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στις εργαζόμενες μάζες. Για το δικαίωμα στη δουλειά, τα εργασιακά, τα ασφαλιστικά, τα γενικότερα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων, τα συνδικαλιστικά, τα πολιτικά. Παραπάνω από αναγκαία η συνεχής προσπάθεια για ανάπτυξη των εστιών αντίστασης. Κεντρικό ζήτημα εδώ η επίτευξη κοινής δράσης των εργαζομένων πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και διεκδικήσεις και στην προοπτική ενότητας της εργατικής τάξης στη βάση των ταξικών της συμφερόντων και των ιδιαίτερων δικών της γενικότερων στόχων.

 

Πάλη ενάντια στον πόλεμο και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, οικοδόμηση του πλατύτερου δυνατού μετώπου των εργαζόμενων μαζών και της νεολαίας για την υπεράσπιση του δικαιώματος ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης λαών και χωρών.

Ενίσχυση των τάσεων και κατευθύνσεων που στρέφονται ενάντια στον μεγαλύτερο εχθρό των λαών, τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστικό συνασπισμό (ΝΑΤΟ, ΕΕ, κ.ά.). Ανάδειξη και σταθεροποίηση μέσα από αυτή την πάλη του αντιιμπεριαλιστικού της χαρακτήρα και κατεύθυνσης.

Πάλη στο μέτωπο της δημοκρατίας και στην πλατύτερη δυνατή βάση. Αν το σύστημα παίρνει μια σειρά μέτρα ελέγχου καταπίεσης και καταστολής αυτό το κάνει για να στηρίξει την επίθεσή του ενάντια στην εργατική τάξη, τη νεολαία, τις ευρύτερες εργαζόμενες μάζες και συνολικά τους λαούς. Αυτό σημαίνει ότι η πάλη στο μέτωπο της δημοκρατίας και στη βάση τής πιο πλατιάς συνένωσης-συμπαράταξης των κοινωνικών δυνάμεων που θίγονται και αντιδρούν σ’ αυτά τα μέτρα, αποτελεί έναν αποφασιστικό όρο για την αντιμετώπιση της συνολικής επίθεσης του συστήματος.

 

Ταυτόχρονα πάλη σε όλα τα μέτωπα που ανοίγει ο χαρακτήρας, η πολιτική και η επίθεση των δυνάμεων του συστήματος, ενεργή υποστήριξη όλων των εστιών αντίστασης που ξεπηδούν απέναντι και ενάντια σ’ αυτή την πολιτική. Από το ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος μέχρι τα δικαιώματα των γυναικών και από την πάλη για την ποιότητα ζωής μέχρι το πολιτικό μέτωπο και σειρά άλλων. Όσο μας αφορά σαν οργάνωση, είναι ένα ζήτημα, το αν μπορούμε να ανταποκριθούμε στο σύνολο των ζητημάτων που τίθενται και των μετώπων που ανοίγονται και ένα άλλο το ότι δεν πρέπει να υποτιμείται καμιά εστία αντίστασης, καμιά προσπάθεια ανθρώπων που εκδηλώνουν την αντίθεσή τους -αυτής ή εκείνης της κλίμακας- στην βαρβαρότητα του συστήματος.

 

Ιδιαίτερα κρίσιμη, άμεσα -και προοπτικά πολύ περισσότερο- η σημασία του ζητήματος που θέτει το φαινόμενο των εκατομμυρίων εργαζομένων που «διακινούνται» κυρίως από τις πιο φτωχές χώρες προς τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικά.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για φαινόμενο σύγχρονου δουλεμπόριου. Χρειάζεται να σταθούμε ιδιαίτερα σ’ αυτό, αφού «κλείσουμε» αυτό το κεφάλαιο με την αναφορά μας σε ένα ακόμη ζήτημα.

 

Όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα, ιδιαίτερα οδυνηρά αποτελέσματα έχουν οι αδυναμίες που σχετίζονται με την διεθνή διάσταση της πάλης των λαών. Αυτές οι αδυναμίες έχουν την βάση τους βέβαια στα προβλήματα ανάπτυξης που εμφανίζει αυτή η πάλη στο εθνικό πεδίο. Γιατί η ανάπτυξη σ’ αυτό το πεδίο είναι που κατά βάση δημιουργεί τους όρους και τις προϋποθέσεις σύνδεσης των διαφόρων κινημάτων και τελικά -σε μια πορεία- σύνθεσής τους σε παγκόσμιο μέτωπο πάλης των λαών.

Από την άλλη μεριά ωστόσο, είναι επίσης γεγονός ότι η ανάπτυξη της διεθνούς διάστασης της πάλης, στον όποιο βαθμό μπορεί αυτή να αναπτυχθεί σήμερα, αποτελεί σημαντικό παράγοντα ενίσχυσης της πάλης και στο εθνικό πεδίο. Οι μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο, οι κινητοποιήσεις αλληλεγγύης σε λαούς που αποτέλεσαν θύματα ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, μια σειρά κινήσεις και κινητοποιήσεις διεθνιστικού χαρακτήρα, έδειξαν και δείχνουν, ότι η πάλη σ’ αυτό το πεδίο αποτελεί:

Σοβαρό παράγοντα ενίσχυσης της αντίστασης και πάλης που διεξάγεται σε οποιοδήποτε πεδίο και σε οποιαδήποτε χώρα.

Συστατικό στοιχείο της διαδικασίας συνολικής ανασυγκρότησης του κινήματος, οικοδόμησης του μετώπου πάλης των λαών.

 

Για το σύγχρονο δουλεμπόριο

Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν, και ας σταθούμε λίγο περισσότερο στο ζήτημα της «διακίνησης» εργαζομένων, αυτού του σύγχρονου δουλεμπόριου. Κατά την άποψή μας, είναι κι αυτό ένα φαινόμενο που η ύπαρξή του συνδέεται άμεσα με την φύση και τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος ενώ η σημερινή του μορφή και διάσταση είναι κι αυτή ένα από τα αποτελέσματα των ανατροπών στους παγκόσμιους συσχετισμούς, όπως ολοκληρώθηκαν στα ’89-’91.

Της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη, της εκστρατείας επανακατάκτησης του κόσμου από τον ιμπεριαλισμό. Της καταλήστευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών των εξαρτημένων χωρών, της καταστροφής των παραγωγικών δομών και δυνατοτήτων τους, της οικονομικής τους ερημοποίησης.

Αυτή η πολιτική έχει ταυτόχρονα ένα ακόμα αποτέλεσμα το οποίο όλο και περισσότερο αναδείχνεται σε μια κύρια επιδίωξή του.

 

Αφαιμάζονται οι εργατικές χώρες από ένα μεγάλο τμήμα του εργατικού παραγωγικού τους δυναμικού, ενώ δημιουργείται τάση «φυγής» ακόμη και τεχνικο-επιστημονικού δυναμικού. Έτσι ρημάζουν ακόμη περισσότερο αυτές οι χώρες, παγιώνονται οι όροι της καθυστέρησής τους. Από την άλλη μεριά το κεφάλαιο στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις διασφαλίζει άφθονο και φθηνό εργατικό δυναμικό το οποίο μάλιστα στερείται κάθε δικαιώματος και δυνατότητας αντίστασης ή έστω διαμαρτυρίας.

Ταυτόχρονα, διαμορφώνει έτσι όρους υποταγής και της «γηγενούς» εργατικής τάξης, διαμόρφωσης ενός συνολικού πλέον πλαισίου εργασιακών σχέσεων προσαρμοσμένου στο κατώτατο επίπεδο εργατικών δικαιωμάτων.

 

Αυτή η εξέλιξη έχει και ορισμένες ακόμα συνέπειες οι οποίες υποστηρίζονται επίσης από το κεφάλαιο άλλοτε άμεσα και άλλοτε πιο «διακριτικά» αλλά πάντα ελεγχόμενα.

Αναπτύσσεται μια φιλολογία ότι δήθεν για την ανεργία «φταίνε οι ξένοι εργάτες», ότι αυτοί «ρίχνουν τα μεροκάματα», «μας παίρνουν τις δουλειές» κ.λπ., κ.λπ.

Αναπτύσσονται και τροφοδοτούνται φαινόμενα ρατσισμού, ξενοφοβίας, σοβινισμού.

Αν οι πιο ανοιχτοί και προκλητικοί φορείς και διακινητές τέτοιων αντιλήψεων είναι οι διάφοροι Λεπέν και Καρατζαφέρηδες, η ευρύτερη βάση στήριξης αυτής της φιλολογίας βρίσκεται σ’ ένα σύνολο μηχανισμών και εκφράσεων του συστήματος.

Γιατί το συνολικό αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αντιδραστικοποίηση γενικότερα του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος, μια εξέλιξη που ξεκάθαρα ευνοεί την πολιτική και τα συμφέροντα του συστήματος. Τα πρόσφατα γεγονότα στη Γαλλία η ανάδειξη του Σαρκοζί ως «σωτήρα» η ενίσχυση ακόμη και του Λεπέν, αποτελούν ένα μάθημα ως προς αυτό.

Το πιο σημαντικό, το πιο μεγάλης σημασίας αρνητικό αποτέλεσμα. Η διάσπαση του μετώπου πάλης των εργαζομένων, η διαιώνιση του διαχωρισμού της εργατικής τάξης σε «γηγενείς» και «ξένους» μια κατάσταση που σχεδόν εκμηδενίζει την δυνατότητα της εργατικής τάξης να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στο κεφάλαιο.

 

Η πραγματικότητα είναι βέβαια και όπως πάντα σχεδόν, διαφορετική από το όπως εμφανίζεται. Πρώτον, δεν είναι οι «ξένοι» εργάτες που μετακινούνται «κρυφά». Το κύριο εδώ είναι πως το κεφάλαιο είναι που θέλει να μετακινούνται «κρυφά». Και εδώ ας μην υπάρχουν αυταπάτες. Αν το κεφάλαιο δεν τους ήθελε, δεν θα μπορούσαν να περάσουν ούτε κρυφά ούτε φανερά.

Με τον τρόπο αυτό το κεφάλαιο των μητροπολιτικών χωρών, εφοδιάζεται με ένα ακμαίο εργατικό δυναμικό, για την «παραγωγή» του οποίου δεν έχει ξοδέψει δεκάρα και ταυτόχρονα δεν μπορεί να του απαιτηθεί από κανέναν η αναγνώριση ενός τέτοιου κόστους.

Απαλλάσσεται από κόστη μεταφοράς. Ταυτόχρονα διαμορφώνει έτσι σχέσεις ομηρίας των «ξένων» εργαζομένων, ώστε να τους εκβιάζει με την απειλή της απέλασης και να επιβάλλει έτσι όλους τους όρους του.

Αυτό το σώμα εργαζομένων αποτελεί μια τεράστια πηγή πλούτου για το κεφάλαιο και τις χώρες «υποδοχής».

Η κλίμακα στην οποία παρακρατείται υπεραξία από αυτή την κατηγορία εργαζομένων είναι ασύγκριτα ψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη εδώ και πολλές δεκαετίες. Να το πούμε απλά και «λαϊκά». Τους «ξένους» εργάτες δεν τους «ταΐζουμε». Μας «ταΐζουν».

Σωρεύονται έτσι μεγάλοι όγκοι κεφαλαίων. Κεφάλαια που επενδύονται ή τουλάχιστον θα μπορούσαν να επενδυθούν, δημιουργώντας έτσι πολλές νέες θέσεις. Ή και για να το πούμε πάλι «λαϊκά». Οι μετανάστες, δεν «κλέβουν» θέσεις εργασίας, δημιουργούν θέσεις εργασίας. Είναι άλλο ζήτημα βέβαια αν οι καπιταλιστές, τα κεφάλαια που σωρεύουν τα επενδύουν παραγωγική ή τα μετατρέπουν σε γιώτ και σε σαλέ στις Άλπεις. Αλλά γι’ αυτό απ’ τους μόνους που δεν μπορεί να ζητηθεί λογαριασμός είναι οι εργαζόμενοι.

 

Αποτελούν -οι αλλοδαποί εργάτες- τμήμα της ενιαίας εργατικής τάξης της χώρας στην οποία εργάζονται. Εδώ είναι το κρίσιμο και αποφασιστικής σημασίας ζήτημα. Η εργατική «ιθαγένεια» δεν κρίνεται ούτε από την προέλευση ή την γλώσσα, δεν κρίνεται από το χρώμα ή το θρήσκευμα και δεν κρίνεται βέβαια από τα «χαρτιά» που έχει ή δεν έχει ο εργαζόμενος. Κρίνεται με βάση το σε ποιον οικονομικό σχηματισμό προσφέρει την εργατική του δύναμη, ποιο μπλοκ κεφαλαιοκρατών σωρεύει την υπεραξία που παράγει, ποια οικονομία, ποια χώρα ωφελείται από την δουλειά του.

Από την άλλη μεριά, καμιά εργατική τάξη, δεν μπορεί να διεκδικήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά της, αν δεν συνενωθεί και συγκροτηθεί σε ενιαία και ταξική βάση. Αν δεν συνενώσει όλα τα τμήματά της που λειτουργούν στα πλαίσια τού αντίστοιχα ενιαίου καπιταλιστικού σχηματισμού. «Τρίβουν τα χέρια τους» από ευχαρίστηση οι κεφαλαιοκράτες με αυτή την κατάσταση. Γιατί όσο η εργατική τάξη παραμένει διασπασμένη, όσο «διεκδικεί» διαχωρισμένη σε τμήματα, τόσο θα μπορούν οι κεφαλαιοκράτες να παίζουν με διαφορές και «αντιθέσεις» και να καθυποτάσσουν την εργατική τάξη στο σύνολό της πλέον. Η θεώρηση λοιπόν των μεταναστών εργατών, σαν αναπόσπαστο και οργανικό τμήμα της ενιαίας εργατικής τάξης της χώρας στην οποία εργάζονται είναι η μόνη βάση στην οποία μπορεί και πρέπει να αντιμετωπισθεί το ζήτημα. Κάθε άλλος τρόπος είναι αποπροσανατολιστικός ακόμα κι αν έχει στην αφετηρία του τις πιο αγαθές των προθέσεων. Ας εξηγηθούμε ως προς το τελευταίο.

Δεν έχουμε καμιά διάθεση να υποτιμήσουμε ή πολύ περισσότερο να απαξιώσουμε προσπάθειες που γίνονται και έχουν ανθρωπιστικά, αντιρατσιστικά κ.λπ. κίνητρα. Ίσα ίσα. Θεωρούμε πως ο κόσμος που κινείται έτσι, θέτει προβλήματα, έχει μια θετική συμβολή στην εν γένει αντιμετώπιση του ζητήματος. Αλλά θέλουμε να υπογραμμίσουμε, να τονίσουμε και να κάνουμε πεντακάθαρο, ότι ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, σαν κριτήριο αξιολόγησης, όλο και περισσότερο θα αναδεικνύεται το αν η κάθε κίνηση ενισχύει, ή αποδυναμώνει, υπονομεύει αυτή την κατεύθυνση. Την κατεύθυνση της ενιοποίησης της εργατικής τάξης. Από την άποψη αυτή μπορούμε να πούμε, ότι αν ο ένας άξονας μιας τέτοιας προσπάθειας αφορά την δουλειά στους μετανάστες, ο άλλος, και ίσως ο πιο αποφασιστικός, αφορά την δουλειά στους …«γηγενείς».

Τέλος, κλείνοντας -όχι το ζήτημα που παραμένει ανοιχτό- αλλά αυτή την τοποθέτηση, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι έχουμε επίγνωση των δυσκολιών που παρουσιάζει μια τέτοια προσπάθεια. Πέρα από τα προβλήματα και τα εμπόδια που θέτει το σύστημα, υπάρχουν και άλλα που συνδέονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μεταναστών. Ας τα συνοψίσουμε και χάριν συντομίας σε ένα και μόνο. Αυτοί οι εργάτες, αποτελούν τμήμα της εργατικής τάξης της χώρας που δουλεύουν, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν (και θα αποτελούν για καιρό) και τμήμα του λαού της χώρας από την οποία προέρχονται. Αυτό έχει κατ’ αρχάς το πλεονέκτημα, ότι στα πλαίσια αυτού του σώματος εργαζομένων εκφράζεται, μπορεί να εκφραστεί τόσο η αντικαπιταλιστική όσο και η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση. Από την άλλη μεριά ωστόσο μπορεί να εμφανίσει προβλήματα και περιπλοκές, ως προς το πώς οργανώνονται, ιεραρχούνται, κατανέμονται καθήκοντα, πώς διαμορφώνονται κατευθύνσεις. Δεν θα επιχειρήσουμε καμιά απάντηση σ’ αυτό το ζήτημα. Έχουμε την άποψη πως μόνο σε μια πορεία θα αναδειχτούν τα δεδομένα στη βάση των οποίων μπορούν να διαμορφωθούν πιο συγκεκριμένες απόψεις πάνω σ’ αυτό. Το βέβαιο είναι πως για να …υπάρξουν αυτά τα δεδομένα πρέπει να τεθεί σε κίνηση αυτή η διαδικασία.

 

Να γνωρίζουμε τους εχθρούς μας

Το άλλο μεγάλο κεφάλαιο αφορά όπως αναφέρθηκε, την αναγκαιότητα προσδιορισμού εχθρών και φίλων. Με ποιες δυνάμεις μπορούμε να ενωθούμε και να συμπαραταχθούμε. Ενάντια σε ποιες δυνάμεις διεξάγεται ο αγώνας των λαών. Γενικότερα, πώς χαρακτηρίζονται και αξιολογούνται οι διάφορες δυνάμεις στην κοινωνία και τον κόσμο.

Η αναγκαιότητα αποσαφήνισης σ’ αυτό το πεδίο είναι καθοριστικής σημασίας για την αντιμετώπιση αποπροσανατολιστικών αντιλήψεων, την απόρριψη αυταπατών, τον προσανατολισμό της πάλης των λαών ενάντια στους εχθρούς μας.

 

«Γεράκια» και «περιστέρες»

Οι λαοί και οι δυνάμεις που αγωνίζονται οφείλουν να έχουν ξεκαθαρισμένο ότι δεν έχει κανένα νόημα για τον αγώνα τους η διάκριση της ηγεσίας των ΗΠΑ σε «γεράκια» και «περιστέρες». Είναι αλήθεια ότι οι αυταπάτες πάνω σ’ αυτό το ζήτημα δεν βρίσκονται σε πρώτο πλάνο το τελευταίο διάστημα, μια και αυτό που δεσπόζει στις εξελίξεις είναι η απροκάλυπτα ωμή και επιθετική πολιτική της διοίκησης Τσένι-Μπους. Ωστόσο είναι ένα ζήτημα που ανακινήθηκε τόσο με αφορμή τις δύο τελευταίες αμερικανικές προεδρικές εκλογές όσο και με άλλες ευκαιρίες. Εδώ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για να καταδείξουμε ότι τόσο οι μεν όσο και οι δε υπηρετούν όσο καλύτερα μπορούν τα αντιδραστικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Ότι και οι δύο πλευρές μπορούν να προωθήσουν με τον ίδιο αδίστακτο τρόπο αυτή την πολιτική. Ότι αν ο Μπους εισέβαλε στο Ιράκ και το Αφγανιστάν ήταν ο Κλίντον που βομβάρδισε και κομμάτιασε την Γιουγκοσλαβία. Μας ενδιαφέρει περισσότερο ο προσδιορισμός του εδάφους πάνω στο οποίο παράγεται και αναπαράγεται αυτή η φιλολογία και στη βάση του οποίου μέλλει να επανεμφανιστεί.

Κατά κύριο λόγο και αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ, η διάσταση στο ηγετικό επίπεδο των ΗΠΑ συνδέεται με το ζήτημα των στρατηγικών συμμαχιών, και βασικά της σχέσης τους με τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Μια ρύθμιση των σχέσεών τους υπολογίζεται ότι θα έδινε ενισχυμένο ρόλο στους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, θα δημιουργούνταν περιθώρια ύπαρξης και για κάποιες αστικές δυνάμεις που συμπιέζονται σήμερα από τις εξελίξεις, και ίσως και «περίσσευε» κάτι για τους απανταχού ρεφορμιστές. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που η σχετική φιλολογία ανθεί ακριβώς σε αυτούς τους ευρωπαϊκούς, αστικούς, ρεφορμιστικούς κύκλους.

Το θέμα βεβαίως είναι το τι μπορούν να περιμένουν οι λαοί από κάτι τέτοιο. Γιατί είναι φανερό πως αυτό που μπορεί να δώσει μια τέτοια πιθανή εξέλιξη δεν είναι τίποτε άλλο από μια ιμπεριαλιστική συμμαχία παρόμοια αντιδραστική και αντιλαϊκή και εξίσου -αν όχι περισσότερο- επικίνδυνη για τους λαούς. Είναι φανερό συνεπώς ότι το περιεχόμενο και οι στόχοι της σχετικής φιλολογίας δεν είναι απλά αποπροσανατολιστικοί, αλλά βαθιά αντιδραστικοί.

 

Επικίνδυνοι και «ακίνδυνοι» ιμπεριαλιστές

Σε ανάλογη βάση, οφείλεται να είναι ξεκαθαρισμένο, ότι δεν μπορούν να περιμένουν τίποτε από καμιά άλλη ιμπεριαλιστική δύναμη. Αναφερθήκαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο στο ζήτημα αυτό. Θα θέλαμε ωστόσο να κάνουμε όσο γίνεται πιο σαφές, ότι δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» ιμπεριαλιστές, «ειρηνόφιλοι» και πολεμοχαρείς. Επικίνδυνοι και αδύναμοι. Είναι όλοι τους όρνεα της αρπαγής και του πολέμου. Αυτό δεν αλλάζει ποτέ. Υπάρχει ακόμα και όταν οι συνθήκες και οι συσχετισμοί το αναγκάζουν να υποτονίσει σαν ενεργό χαρακτηριστικό μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης. Δεν απαλείφεται, ωστόσο, συνεχίζει να υπάρχει μέσα στη φύση του ιμπεριαλισμού και ενεργοποιείται στην πρώτη ευκαιρία. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στο σύνολό τους, αποτέλεσαν και αποτελούν τους κύριους φορείς της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη.

Συμμετέχουν ενεργά όλες στην εκστρατεία επανακατάκτησης του κόσμου.

Ταυτόχρονα ανταγωνίζονται λυσσαλέα μεταξύ τους για την λεία.

Ως προς αυτό, ένα πράγμα οφείλεται να είναι καθαρό. Οι ιμπεριαλιστές είτε θα «συμφωνήσουν» να μοιράσουν τον κόσμο μεταξύ τους και σε βάρος των λαών, είτε θα αναμετρηθούν για την λεία με το αίμα των λαών σαν αναλώσιμη ύλη. Τρίτη εκδοχή δεν υπάρχει.

 

Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα συμβαίνει να υπάρχουν και δυνάμεις που υποστηρίζουν διαφορετικές ή και αντίθετες απόψεις. Ανοιχτά ή συγκαλυμμένα. Από δυνάμεις του συστήματος, από υποτίθεται «ουδέτερες» φωνές ακόμη και από κάποιες που θέλουν να εμφανίζονται σαν «αριστερές». Κατά κύριο λόγο, δεν αμφισβητούν τα αρνητικά χαρακτηριστικά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά προσπαθούν (άμεσα ή έμμεσα) να αναδείξουν υποτιθέμενες «αγαθές» πλευρές της ύπαρξης αυτών των δυνάμεων, του ρόλου τους στα πράγματα, της επίδρασής τους στις εξελίξεις.

Δεσπόζουσα κατεύθυνση σ’ αυτό το πεδίο, είναι αυτή που θέλει να προβάλλει, αναδείξει τον θετικό ρόλο της ΕΕ δηλαδή των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Πιο «διακριτικά» προβάλλεται ο ρόλος της Ρωσίας (κύρια σαν αντίβαρο στις ΗΠΑ) ενώ υπάρχουν δυνάμεις που συνεχίζουν να θεωρούν «σοσιαλιστική» την Κίνα και «κομμουνιστή» τον Ζουγκάνοφ.

Όλοι αυτοί «ξεχνούν» και παρακάμπτουν το ότι οι διαφωνίες των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών με τις ΗΠΑ συνδέονται με την επιδίωξή τους να αναδειχθούν σε συγκυρίαρχους του κόσμου.

Ότι ο «πολυπολικός κόσμος» που προβάλλουν Ρωσία, Κίνα (και Ιαπωνία) είναι η συγκαλυμμένη διατύπωση της άποψης για μια «δίκαιη» μοιρασιά του κόσμου ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για μια συγκεκριμένη διανομή χωρών και λαών που θα κατέχει, εκμεταλλεύεται και δυναστεύει η κάθε μια από αυτές.

 

Το να συστρατευτούν οι λαϊκές δυνάμεις πίσω από μια ή κάποιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενάντια σε άλλες, είναι ό,τι πιο ολέθριο και καταστροφικό για την υπόθεση του λαϊκού κινήματος και τα συμφέροντα των λαών.

Μια τέτοια σχέση, υποτάσσει και εναποθέτει τις λαϊκές διεκδικήσεις και προσδοκίες στην «καλή θέληση» του α ή β ιμπεριαλιστή. Μόνο που τέτοια θέληση δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ και ούτε πρόκειται να υπάρξει. Οι ιμπεριαλιστές, όποιες τακτικές επιλογές κι αν κάνουν στη βάση του ανταγωνισμού τους, η σταθερά στην στάση τους είναι να στρέφονται ενάντια στους λαούς, όποιες διαφορές και αν είχαν μεταξύ τους, με όποιο τρόπο κι αν τις έχουν «λύσει». Από αυτή την αντιμετώπιση, δεν απαλλάσσεται κανένας λαός και καμιά μικρή χώρα, όποια στάση κι αν κρατήσει, με όποιον ιμπεριαλιστή κι αν έχει συνταχθεί.

Προβάλλεται από ορισμένες πλευρές, το ότι στην ιστορία έχουν υπάρξει -σπάνιες- περιπτώσεις, όπου σε βάση συγκυριών τα «παιχνίδια» των ιμπεριαλιστών ευνόησαν μια εθνότητα ή μια χώρα (π.χ. σήμερα η περίπτωση των Κοσοβάρων ή των Κούρδων του Ιράκ). Το θέμα ωστόσο είναι αν ένας λαός επιλέξει να παίξει την τύχη του στο λόττο ποντάροντας στις -λίγες- πιθανότητες να βρεθεί στη θέση του ευνοημένου απέναντι στις πολλές τού να βρεθεί στην θέση του αναλώσιμου. Γιατί στις περιπτώσεις που αναφέραμε η τελική κατάληξη είναι ζητούμενο. Αρκετά διαφωτιστικό είναι να θυμηθούμε τα «δικά μας». Η συνθήκη των Σεβρών αντιμετωπίστηκε σαν «θρίαμβος της ελληνικής διπλωματίας». Μόνο που ακολούθησε η καταστροφή του 1922. Σε ποια βάση λοιπόν, και με ποια κατάληξη θα παζαρέψουν οι ιμπεριαλιστές μεταξύ τους αλλά και με τοπικούς «παίκτες» (Τούρκους, Ιρακινούς, Ιρανούς στη μια περίπτωση και Βαλκάνιους στην άλλη) την τύχη των Κούρδων και των Κοσοβάρων δεν το γνωρίζουμε ακόμη. Το αν αυτό που τους περιμένει είναι μια συνθήκη των Σεβρών ή το δικό τους ’22 μένει να το δούμε. Αλλά ακόμη κι αν υποθέσουμε μια ευνοϊκή κατάληξη για τους εν λόγω, το αντάλλαγμα είναι πάντα η διαμόρφωση σχέσεων εξάρτησης και επικυριαρχίας, η αλλαγή ενός δυνάστη με έναν άλλον.

Αν το δούμε λίγο συνολικότερα, θα διαπιστώσουμε ότι το κύριο, το σταθερό και το χαρακτηριστικό μιας τέτοιας επιλογής, είναι η αποδοχή της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, της «αιωνιότητας» του συστήματος, της «αδυναμίας» των λαών να ορίσουν την μοίρα τους, της παραίτησης από την κατεύθυνση της αυτοδύναμης οργάνωσης και πάλης των λαών.

Αυτού του είδους οι αντιλήψεις εκφράζονται και σε διάφορες άλλες παραλλαγές. Με την λογική του «μικρότερου κακού». Την διαστρεβλωμένη αντιμετώπιση του ζητήματος του «κύριου εχθρού». Της αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Των συμμαχιών. Μάλιστα ορισμένοι φτάνουν στο σημείο να επιστρατεύουν τον Λένιν (που είπε πως «συμμαχούμε ως και με τον διάβολο αν χρειαστεί») ενάντια στον Στάλιν, τον Στάλιν ενάντια στον Μάο ή και τον Μάο ενάντια και στους δύο.

Τα ανακατεύουν όλα για να σερβίρουν την σούπα τους, «ξεχνώντας» να προσθέσουν σ’ αυτήν πως αυτοί στους οποίους αναφέρονται ότι είπαν και ότι έπραξαν ήταν πάντα στη βάση πολύ συγκεκριμένων όρων, προϋποθέσεων και συνθηκών.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται απλά για ανοησίες αν δεν γνωρίζαμε ότι αυτό που ισχύει δεν είναι το τεκμήριο της ανοησίας αλλά του καιροσκοπισμού. Όχι γιατί δεν έχουν ένα νόημα κάποιες έννοιες, κάποιοι πολιτικοί όροι και πιθανές αντίστοιχες επιλογές. Αλλά επειδή, και όπως κιόλας αναφέραμε, το κάθε τι μπορεί να έχει νόημα και ισχύ μόνο στη βάση συγκεκριμένων όρων.

Λ.χ. ποιος «λογικός» άνθρωπος δεν θα προτιμούσε να αποφύγει ένα μεγάλο κακό, με κάποιες έστω μικρές απώλειες; Μόνο που καθώς μας έχει δείξει πολλές φορές η ιστορία, στην ταξική πάλη και στο πεδίο των πολιτικών αγώνων η λογική του μικρότερου κακού, όχι μόνο έφερνε το μεγαλύτερο, αλλά και την καταστροφή.

 

Δεύτερο και ως προς το ζήτημα κύριου εχθρού, μια πολιτική έννοια που κι εμείς την υιοθετούμε θεωρητικά και πολιτικά, πρακτικά.

Μόνο που είναι ένα ζήτημα να συγκεντρώνει κανείς τα κύρια πυρά του ενάντια σ’ αυτόν που θεωρεί κύριο εχθρό και ένα άλλο να αφήνεις στο απυρόβλητο τους άλλους ιμπεριαλιστές, τους άλλους εχθρούς. Με αυτόν τον τρόπο δεν τους «χαρίζεσαι» απλώς. «Νομιμοποιείς» την ύπαρξη, το ρόλο και την δράση τους. «Στέλνεις κόσμο» στις γραμμές και την υπηρεσία τους. Όταν χρειαστεί -και θα χρειαστεί οπωσδήποτε- να στραφεί αποφασιστικά το κίνημα και ενάντια σ’ αυτούς θα αντιμετωπίσει τεράστιες δυσκολίες να πείσει τον κόσμο, θα χρειαστεί να οικοδομήσει «απ’ την αρχή» και σ’ όλα τα στοιχεία του το μέτωπο αντιπαράθεσης και πάλης.

 

Τρίτο και ως προς την αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ή και των συμμαχιών. Σ’ αυτά τα ζητήματα είναι κυρίως που κάποιοι «επιστρατεύουν» τον Λένιν, Στάλιν, Μάο κ.λπ. Αναφερθήκαμε ήδη ότι τέτοιου είδους ζήτημα μπορεί να τεθεί μόνο στη βάση πολύ συγκεκριμένων όρων.

Πρώτον να …υπάρχεις. Να έχεις υπόσταση.

Δεύτερον, κανένα «δεύτερον» δεν μπορεί να τεθεί προς συζήτησιν αν δεν απαντηθεί το πρώτο. Με βάση λοιπόν την δοσμένη κατάσταση και το επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος είναι το λιγότερο αστείες τέτοιες απόψεις. Είμαστε λοιπόν και παραμένουμε στο πρώτο. Στην φάση και διαδικασία οικοδόμησης κινήματος. Μόνο που κίνημα, από τότε που υπάρχει κόσμος και ταξική πάλη, γεννιέται και αναπτύσσεται μόνο στη βάση αγώνα με συγκεκριμένες διεκδικήσεις σε συγκεκριμένα μέτωπα και απέναντι σε συγκεκριμένους εχθρούς. Διαμορφώνει τα «υλικά» του, τα ιδεολογικά και πολιτικά του χαρακτηριστικά, συγκροτείται οργανωτικά μόνο μέσα από μια τέτοια διαδικασία. Κι αν πιστεύει κανείς ότι μπορούν να διαμορφωθούν τέτοια «υλικά» και συνεπώς κίνημα με υπόσταση, σε μια λογική στήριξης σε κάποιον ιμπεριαλιστή, τότε απλώς δεν έχει καταλάβει τίποτα από την ταξική πάλη μήτε καν από την πραγματικότητα μέσα στην οποία βρίσκεται και κινείται.

Τέλος και ως προς τις συμμαχίες «ακόμη και με το διάβολο» και για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς αυτό το σχήμα υπερβολής του Λένιν, η πρώτη και η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση είναι το να είσαι σε θέση να ελέγξεις τον «διάβολο». Διαφορετικά είναι βέβαιο ότι θα βρεθείς στο καζάνι με την πίσσα για να αναρωτιέσαι «τι διάβολο» σου συνέβη.

Στην περίοδο που διανύουμε, είχαμε δυο τρανταχτές περιπτώσεις προσπαθειών «αξιοποίησης» των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων (ή και «άτυπων» προσωρινών «συμμαχιών») και μάλιστα από δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές και με πολύ περισσότερο υπολογίσιμη υπόσταση, από ό,τι διάφορες οργανώσεις και κινήματα. Τόσο η Σερβία με τον Μιλόσεβιτς όσο και το Ιράκ με τον Σαντάμ (και το 1991 και τελευταία) κινήθηκαν ευελπιστώντας ότι μπορούν να «ελιχθούν» αποτελεσματικά και να «αξιοποιήσουν» τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε. Το μάθημα, που πλήρωσαν πανάκριβα (και συνεχίζουν να το πληρώνουν) οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας και του Ιράκ, είναι πρόσφατο και διατίθεται πλέον «δωρεάν». Για όσους θέλουν να διδαχθούν.

 

Η γραμμή διαχωρισμού με την αστική τάξη

Η εργατική τάξη, οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες της κάθε χώρας, δεν νοείται να εναποθέτουν τις διεκδικήσεις τους στην αστική τάξη, δεν μπορούν να στηρίζουν τον αγώνα τους στην αστική τάξη της χώρας τους.

Αυτές τις δύο πλευρές τις χωρίζουν πολύ μεγάλες διαφορές και αντιθέσεις και σε τελευταία ανάλυση αγεφύρωτες.

Η κάθε αστική τάξη οφείλει την ύπαρξη, τη θέση και τον ρόλο της στην εκμετάλλευση και καταπίεση των εργαζόμενων λαϊκών μαζών. Αυτό δεν αλλάζει σε καμιά περίπτωση και αυτό αποτελεί τη βάση θεώρησης του ζητήματος παντού και πάντα. Το σύνολο των αστικών τάξεων του πλανήτη είναι που συγκροτούν τη βάση, το «σώμα» της επίθεσης που έχει εξαπολυθεί ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τις εργαζόμενες μάζες. Το σύνολο των αστικών τάξεων συνδέεται με την ιμπεριαλιστική διάσταση του συστήματος είτε ως οι κατεξοχήν φορείς της (οι των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων) είτε ως μικροί «εταίροι»-κολαούζοι, είτε ευθυγραμμιζόμενοι και ευελπιστώντας να «προαχθούν» στην προηγούμενη κατηγορία.

 

Είναι γεγονός, ότι η γενικότερη ανατροπή των συσχετισμών έχει θίξει και συμφέροντα αστικών δυνάμεων (βασικά στις εξαρτημένες χώρες, αλλά και μεσαίων αστικών δυνάμεων στις μητροπόλεις). Έχει μειώσει τα περιθώρια ελιγμών τους και κύρια έχει ενισχύσει τις τάσεις και δυνατότητες αντιμετώπισής τους (από τους ιμπεριαλιστές) ως «αναλώσιμες». Είναι γεγονός ότι κάποιες αντιδράσανε έντονα και στη βάση των ιδιαίτερων συμφερόντων και επιδιώξεών τους (π.χ. Ιράκ, Γιουγκοσλαβία) με αποτέλεσμα να χτυπηθούν αμείλικτα από τους ιμπεριαλιστές.

Είναι επίσης γεγονός ότι και κάποιες ακόμη χώρες έχουν μπει στο στόχαστρο του ιμπεριαλισμού με βάση ανάλογες τάσεις ή και διατήρησης «παρωχημένων» (κατά την κυρίαρχη σήμερα άποψη) μορφών συγκρότησης (περίπτωση Κούβας, Β. Κορέας).

Υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις (όπως λ.χ. στη Βενεζουέλα και άλλες λατινοαμερικανικές χώρες) όπου αστικές δυνάμεις προωθούν ένα είδος συμπαράταξης με τον λαό για την προώθηση των συμφερόντων τους στο διεθνές πλέγμα. Μπορούμε ακόμη να αναφερθούμε σε φαινόμενα όπου αστικές δυνάμεις, μαζί με φεουδαρχικές επιβιώσεις (κύρια στο χώρο της Μ. Ανατολής) πριμοδοτούν (όχι ανοιχτά) μορφές δράσης ενάντια σε ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και με στόχο να «εξαναγκάσουν» τους ιμπεριαλιστές σε μια διαπραγμάτευση της θέσης τους.

 

Όλα αυτά είναι υπαρκτά, αποτελούν δεδομένα της σημερινής κατάστασης και ασφαλώς πρέπει να παίρνονται υπόψιν από το κίνημα όπως και κάθε άλλο στοιχείο της πραγματικότητας που αντιμετωπίζουμε. Ωστόσο θα πρέπει επίσης να είναι καθαρά κάποια πράγματα.

Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο ηγετικός ρόλος, η αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων και διαμόρφωσης κατεύθυνσης, ανήκει στις αστικές δυνάμεις. Όποια κι αν είναι η μορφή των σχέσεων, συνεργασίας, συμπαράταξης ή απλώς αμοιβαίας «ανοχής» η βασική κατεύθυνση και περιεχόμενό τους είναι η εξυπηρέτηση των αστικών συμφερόντων.

Οι αστικές δυνάμεις όποια ρητορεία και αν χρησιμοποιούν, όποιες τακτικές κινήσεις κι αν κάνουν, είναι πάντα έτοιμες να διαπραγματευτούν με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εάν και εφόσον αυτές τους διασφαλίζουν την θέση, το ρόλο και τα συμφέροντά τους.

Στην ίδια βάση και λογική, οποτεδήποτε κι αν τους τεθεί το δίλλημα -ένα δίλλημα που οπωσδήποτε θα τεθεί κάποια στιγμή- με τον ιμπεριαλισμό ή με το λαό, αυτές θα επιλέξουν τον ιμπεριαλισμό όπως πολλές φορές έχει δείξει η ιστορία.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η αντίθεση της αστικής τάξης-εργατικής τάξης θα τεθεί κάποτε προς λύση, θα φέρει αντιμέτωπες τις δύο τάξεις για το ποιος ποιον.

 

Όλα αυτά σημαίνουν κάποια πράγματα.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όποιες τακτικές επιλογές κι αν χρειαστεί να κάνει ένα κίνημα, το μόνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να εναποθέσει τις τύχες του στην αρμοδιότητα της αστικής τάξης.

Αυτό σημαίνει πρώτον. Αδιαπραγμάτευτος και αμετακίνητος όρος και κατεύθυνση είναι η αυτοδύναμη, ανεξάρτητη συγκρότηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων στη βάση των ιδιαίτερων δικών τους συμφερόντων και επιδιώξεων.

Ότι σε κάθε περίπτωση συνεχίζει να προωθεί τα λαϊκά συμφέροντα και διεκδικήσεις ακόμη και αν αυτές στρέφονται (άλλωστε δεν υπάρχει άλλη εκδοχή) ενάντια και σε συμφέροντα της αστικής τάξης.

Σταθερή και μόνιμη επιδίωξη είναι η διαμόρφωση όρων, η επιδίωξη για κατάκτηση της πρωτοβουλίας κινήσεων, του ηγετικού ρόλου στις εξελίξεις. Θα πρέπει να είναι καθαρό και αναλόγως να αντιμετωπίζεται το ότι η αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό μπορεί να είναι αποτελεσματική και να πάει «μέχρι το τέλος» μόνο και εφόσον ηγούνται σ’ αυτήν οι λαϊκές δυνάμεις (το αν σε μια τέτοια περίπτωση «συρθούν» ή όχι και κάποιες αστικές δυνάμεις, αυτό δεν μπορεί να προκαθοριστεί).

Με επίγνωση του ότι αργά ή γρήγορα θα τεθεί στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της αναμέτρησης με την αστική τάξη, θα πρέπει να είναι καθαρό, ότι η ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία γι’ αυτήν δεν είναι ζήτημα του μέλλοντος αλλά ξεκινάει από την πρώτη στιγμή συγκρότησης ενός κινήματος (οργάνωσης, κόμματος κ.λπ.) και προσδιορίζει τα πρωταρχικά και θεμελιώδη συστατικά του στοιχεία.

 

Απόρριψη της ρεφορμιστικής κατεύθυνσης

Η πορεία του λαϊκού αγώνα, για να προσανατολισθεί στην κατεύθυνση που απαιτείται αλλά και για να αρχίσει να «παίρνει τις στροφές της» θα πρέπει να υπερβεί, να απορρίψει τις απόψεις και την επιρροή του ρεφορμισμού. Εδώ θα θέλαμε κατ’ αρχάς να διευκρινίσουμε ορισμένα βασικά ζητήματα.

Έχουμε την άποψη ότι το ξεκαθάρισμα στα τρία προηγούμενα ζητήματα-μέτωπα (σε σχέση με το ζήτημα των «περιστερών», των «ακίνδυνων» ιμπεριαλιστών και του ρόλου των αστικών δυνάμεων) αφοπλίζει σε καθοριστικό βαθμό από πολιτική άποψη τον ρεφορμισμό. Αν σε τελευταία ανάλυση ο ρεφορμισμός είναι η κατεξοχήν έκφραση της υποταγής, του συμβιβασμού και της συνδιαλλαγής με αυτές τις δυνάμεις, η οικοδόμηση ενός ασυμβίβαστου μετώπου αντιπαράθεσης σ’ αυτές αφαιρεί το έδαφος πολιτικής επιρροής του ρεφορμισμού.

Στην πραγματική ζωή ωστόσο δεν εμφανίζονται με την «καθαρότητα» με την οποία μπορούν να εκτεθούν σ’ ένα κείμενο. Οι αντιλήψεις στη βάση των οποίων προωθούνται αυτές οι πολιτικές κατευθύνσεις, συντίθεται από μια απειρία αστικών και ρεφορμιστικών ιδεών, απόψεων, προτάσεων, οι οποίες εκφράζονται και διαπερνούν το σύνολο των εκδηλώσεων της κοινωνικής ζωής, της ταξικής πάλης των πολιτικών δρώμενων. Το πιο συνηθισμένο δεν είναι μια ανοιχτή υποστήριξη απόψεων (περί συμπαράταξης, ας πούμε, με τις αμερικανικές «περιστέρες» ή συνδιαλλαγής με την αστική τάξη κ.λπ.) αλλά προτάσεις περί της αναγκαιότητας λ.χ. πάλης «για μια άλλη Ευρώπη» ή της προώθησης σε πρώτο πλάνο της πάλης ενάντια στη «νεοφιλελεύθερη πολιτική των κυβερνήσεων» και άλλες παρόμοιες. Έχουμε αναφερθεί κιόλας σ’ αυτά και στην μεγάλη σημασία της πολιτικής αντιπαράθεσης σε τέτοιου είδους προτάσεις και δεν θα επιμείνουμε σ’ αυτό. Θα σημειώσουμε μόνο δύο πράγματα.

 

Πέρα από την άμεση πολιτική σημασία που έχει η προώθηση ή απόρριψη μιας πολιτικής πρότασης έχει και μια ευρύτερη ιδεολογική διάσταση. Κάθε πολιτική πρόταση κουβαλάει -ακόμα και όταν αυτό δεν είναι εμφανές- ένα ολάκερο «φορτίο» ιδεών, απόψεων, αντιλήψεων, οι οποίες περνάν στον κόσμο, ενισχύουν και «σταθεροποιούν» μια ορισμένη λογική και φιλοσοφία αντιμετώπισης των πραγμάτων. Αντίθετα, η απόρριψη μιας τέτοιας πρότασης και ιδιαίτερα αν αυτό έρχεται και σαν αποτέλεσμα και της -«πρακτικής»- προώθησης μιας διαφορετικής πολιτικής πρότασης, δρα καταλυτικά για την αποκάλυψη και απόρριψη μιας σειράς λαθεμένων αντιλήψεων, «εκθέτει» τις δυνάμεις που προωθούν αυτές τις προτάσεις, τις διαθέσεις και τους πραγματικούς στόχους τους.

Το δεύτερο που θα θέλαμε να θέσουμε, είναι η αναγκαιότητα ενός διαρκούς μετώπου ιδεολογικής-πολιτικής αντιπαράθεσης στις κυρίαρχες σήμερα αστικές και ρεφορμιστικές ιδέες και αντιλήψεις. Ενός μετώπου που είχε υποτονίσει και σχεδόν εκλείψει τις τελευταίες δεκαετίες. Η κύρια αιτία (και ευθύνη) για την κατάρρευση του μετώπου αντιπαράθεσης στην αστική ιδεολογία βρίσκεται βασικά στην κυριάρχηση του ρεβιζιονισμού-ρεφορμισμού στο κίνημα. Έχει ωστόσο και το δικό της «μερτικό» και η αδυναμία των κομμουνιστικών μαρξιστικών λενινιστικών δυνάμεων να οικοδομήσουν και να στηρίζουν αποτελεσματικά ένα τέτοιο μέτωπο.

 

Για την υποτίμηση-απαξίωση των λαϊκών αγώνων

Όχι συμπτωματικά οι προτάσεις και οι θέσεις των ρεφορμιστών συνοδεύονταν και από μια διαρκή προσπάθεια υποτίμησης, απαξίωσης, απόρριψης έως και συκοφάντησης λαϊκών αγώνων, στο όνομα -υπαρκτών πράγματι- αδυναμιών, ανεπαρκειών ή και σοβαρών λαθών που χαρακτήριζαν αυτούς τους αγώνες.

Η πολιτική αυτή δεν είναι καθόλου άσχετη αλλά αποτελεί την άλλη πλευρά της πολιτικής στάσης με την οποία δικαίωναν τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τη συντριβή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών στο όνομα του αντιδραστικού πράγματι χαρακτήρα των κυβερνήσεων των αντίστοιχων χωρών.

Έτσι αυτό που «βλέπαν» στην αντίσταση του Σερβικού λαού στην ιμπεριαλιστική επέμβαση ήταν η «υπεράσπιση» του Μιλόσεβιτς. Με ανάλογη λογική θεώρησαν αναγκαία την επιδρομή στο Αφγανιστάν «για να παραπεμφθεί, λέει, στη δικαιοσύνη ο Μπιν Λάντεν» για το χτύπημα των δύο πύργων. Στην ίδια βάση αναπαράγουν τις συκοφαντίες (προσχήματα προετοιμασίας επέμβασης) των ιμπεριαλιστών για τις σχέσεις των ανταρτών της Κολομβίας με τους εμπόρους κοκαΐνης (συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο).

Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουν την Ιρακινή Αντίσταση «βλέποντας» σ’ αυτήν «μόνο» τις «δολοφονίες αθώων». Η ίδια αντίληψη είναι που ανέδειξε σε πρώτο πλάνο την «τυφλή καταστροφική» διάσταση στην εξέγερση των κολασμένων της Γαλλίας, κ.λπ., κ.λπ.

Το ακόμα χειρότερο είναι ότι σ’ αυτή την λογική κατάφεραν να σύρουν και διάφορες εν συγχύσει ευρισκόμενες ομάδες (ριζοσπαστικές έως και «επαναστατικές» κατά τα άλλα) και να επηρεάσουν έναν κόσμο.

 

Όταν τους αντιπαρατίθεται κανείς ότι με μια τέτοια στάση αφήνουν στο απυρόβλητο τον ιμπεριαλισμό, εξισώνουν θύτες και θύματα, υπονομεύουν την δυνατότητα ανάπτυξης κινήματος, απαντούν με θεία αφέλεια. «Μα δεν πρέπει να γίνεται κριτική»;

Για το αν αυτή η πολιτική στάση συνιστά κριτική ή ολοκληρωτική παράδοση στις κυρίαρχες αστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, έχουμε αναφερθεί κιόλας αρκετά και δεν θα επιμείνουμε. Εδώ θα σταθούμε στο ζήτημα της κριτικής αυτό καθ’ αυτό.

Όσο μας αφορά σε καμιά περίπτωση δεν απαλλοτριώνουμε το δικαίωμα κριτικής και αυτό όχι μόνο γιατί το θεωρούμε δικαίωμά μας (όπως και του καθένα) αλλά και υποχρέωσή μας απέναντι στο κίνημα. Δεν χαριστήκαμε ποτέ και δεν έχουμε σκοπό να χαριστούμε σε τίποτε και σε κανέναν και για κανέναν λόγο.

Ωστόσο, μιλώντας από την μεριά της κομμουνιστικής άποψης θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε ένα σοβαρό ζήτημα. Σαν κομμουνιστές «πριν» κάνουμε (και θα κάνουμε) την κριτική μας στα λάθη, τις αδυναμίες, τις παρεκκλίσεις ή ακόμα και τις στρεβλώσεις που εμφανίζει η πάλη των λαών στις διάφορες σημερινές της εκφράσεις, έχουμε και οφείλουμε να κάνουμε την αυτοκριτική μας.

Αυτό που εμείς έχουμε καθαρό, είναι πως τα περισσότερα, αν όχι το σύνολο των αδυναμιών και προβλημάτων που εμφανίζει σήμερα το κίνημα, συνδέονται με την οπισθοχώρηση, την ήττα του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος. Των δυνάμεων δηλαδή εκείνων, που για έναν περίπου αιώνα αποτέλεσαν τον βασικό κορμό και την καθοδηγητική δύναμη της πάλης των λαών ενάντια στους δυνάστες τους.

Στο ότι εδώ και δεκαετίες και παρά τον αγώνα κινημάτων, κομμάτων, οργανώσεων και αγωνιστών δεν έγινε δυνατό να ανακοπεί η οπισθοχώρηση, να αναστραφεί η καθοδική πορεία, να δημιουργηθούν όροι ανάκαμψης.

Στο ότι σε μια τέτοια καθοδική πορεία, είχαμε το καταστροφικό φαινόμενο της αποσυγκρότησης του προλεταριάτου σαν τάξης για τον εαυτό της, της δύναμης κορμού της λαϊκής πάλης. Της δύναμης εκείνης που διασφαλίζει τη συνέχεια, τη συνέπεια, τον σταθερό προσανατολισμό της.

Στο ότι είχαμε την -ουσιαστική- διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος, της καθοδηγητικής ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά, δύναμης του κινήματος. Είχαμε δηλαδή με την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης και την διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος, την απώλεια εκείνων των παραγόντων, που στην διαλεκτική τους σχέση αποτέλεσαν την μεγαλύτερη μέχρι σήμερα κατάκτηση των λαών στο δρόμο για την απελευθέρωσή τους.

Καθοριστικό ρόλο σε μια τέτοια αρνητική εξέλιξη έπαιξε η κυριάρχηση της ρεβιζιονιστικής κατεύθυνσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και η επιβολή ρεφορμιστικών απόψεων και αντιλήψεων στο κίνημα. Γενικότερα, οι αυταπάτες που δημιουργήθηκαν ακόμη και σ’ έναν κόσμο αγαθών προθέσεων για τους δρόμους που μπορούσε και έπρεπε να ακολουθήσει για την εκπλήρωση στόχων και προσδοκιών.

Ταυτόχρονα και η αδυναμία των κομμουνιστών που αντιδρούσαν σε μια τέτοια εξέλιξη, να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά, να βρουν τις απαιτούμενες απαντήσεις, να ανοίξουν τον επαναστατικό δρόμο στις νέες συνθήκες.

Το αποτέλεσμα ήταν ο συνολικός ιδεολογικός, πολιτικός και οργανωτικός αφοπλισμός της λαϊκής πάλης. Η ολοκλήρωση της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, έφερε παραπέρα απογοήτευση, δυσπιστία, αδρανοποίηση και καθήλωση των μαζών.

Με αυτούς τους όρους άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για την επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και την ιμπεριαλιστική επέλαση ενάντια στους λαούς. Για τις συνολικότερες αιτίες μιας τέτοιας αρνητικής εξέλιξης δεν θα μιλήσουμε εδώ. Διευκρινίζουμε μόνο, πως τις κυρίες αιτίες δεν σκοπεύουμε να τις αναζητήσουμε πουθενά αλλού παρά πρώτα και κύρια στις δικές μας ανεπάρκειες και αδυναμίες.

 

Ειδικότερα για την Ιρακινή Αντίσταση

Για να σταθούμε λίγο σ’ ένα ζήτημα γύρω από το οποίο έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση. Για την ιρακινή αντίσταση και γενικότερα τον αγώνα των λαών της Μ. Ανατολής, τις μορφές πάλης που χρησιμοποιούν κ.λπ.

Είχαμε και συνεχίζουμε να έχουμε την άποψη ότι η κύρια αντίθεση στην περιοχή ήταν και παραμένει αυτή που αντιπαραθέτει τους λαούς από τη μια και τον ιμπεριαλισμό από την άλλη. Στο «ενδιάμεσο» αστικές και φεουδαρχικές δυνάμεις που καταπιέζονται και αυτές από την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία αλλά που ταυτόχρονα είναι εξίσου ή και περισσότερο εχθρικές απέναντι στους λαούς, και που κατά κανόνα «φοβούνται» περισσότερο τους λαούς τους απ’ ό,τι τον ιμπεριαλισμό.

Με αυτό το πλαίσιο, αν η κυρία αντίθεση μένει ίδια, η μορφή ωστόσο που παίρνει επηρεάζεται καθοριστικά από την διαμόρφωση εσωτερικών σχέσεων και συσχετισμών. Τόσο η διαμόρφωση αυτών των συσχετισμών όσο και η μορφή που παίρνει η αντίθεση φέρουν τα «ίχνη», τα χαρακτηριστικά γεγονότων και εξελίξεων που σφράγισαν την πορεία των πραγμάτων εδώ και δεκαετίες.

Της στήριξης που έδωσε η ΣΕ στις εθνικιστικές μικροαστικές δυνάμεις, σε βάρος της αριστερής εργατικής κατεύθυνσης. Των αδιεξόδων που εμφάνισε αυτή η κατεύθυνση. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε στην πορεία το χτύπημα των παλαιστινιακών δυνάμεων. Τον «Μαύρο Σεπτέμβρη» του 1970 από τον …Ιορδανικό στρατό. Το 1976 στο μαρτυρικό Τελ Αλ Ζαατάρ και πάλι από αραβικές στρατιωτικές δυνάμεις, της Συρίας αυτή τη φορά. Το τελικό χτύπημα δίνεται από το Ισραήλ το 1982 στον Λίβανο. Η συνθηκολόγηση του Αραφάτ στην Βηρυτό και η διάλυση του Παλαιστινιακού Λαϊκού Στρατού, σφραγίζει το τέλος της αριστερής κατεύθυνσης όχι μόνο για το παλαιστινιακό κίνημα αλλά για ολάκερο τον αραβικό κόσμο και για μια ολάκερη ιστορική περίοδο.

Η ανάδειξη της φονταμενταλιστικής κατεύθυνσης σαν διεξόδου για τους Αραβικούς λαούς έρχεται σαν συνέπεια της ήττας της αριστερής κατεύθυνσης. Ταυτόχρονα ενισχύεται καθοριστικά από δύο, ιστορικού χαρακτήρα και αντιθετικών από μια άποψη, εξελίξεις. Την Ιρανική επανάσταση του 1979 που «ξηλώνει» ένα στρατηγικό έρεισμα των ΗΠΑ στην περιοχή και την Αφγανική αντίσταση στην σοβιετική κατοχή την δεκαετία του ’80.

Μέσα από ένα πλέγμα αντιφατικών εξελίξεων και συγκυριών, όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών αλλά και αξιοποιώντας την λαϊκή αντίθεση και πάλη των λαών ενάντια στους εχθρούς τους, ο φονταμενταλισμός κατορθώνει να αναδειχθεί σαν η δύναμη που μπορεί να δώσει νικηφόρα διέξοδο στις διαθέσεις και προσδοκίες των λαών. Ωστόσο το αδιέξοδο και αυτής της κατεύθυνσης δεν ήταν μακριά και με βάση ακριβώς τις αντιφάσεις και τις αντινομίες, τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά τόσο αυτής καθ’ αυτής, όσο και των δυνάμεων που κινούνται στα πλαίσιά της. Ένα αδιέξοδο που οξύνει τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις σ’ όλο το πλέγμα των αστικών και φεουδαρχικών δυνάμεων του αραβικού κόσμου που αναδείχνει τάσεις και δυνάμεις που διεκδικούν ανακατανομές ρόλων και εξουσίας. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, η αντίθεση στον ιμπεριαλισμό συμπλέκεται με τον οξύτατο αγώνα που διεξάγεται στα πλαίσια αυτών των δυνάμεων. Οι «ανορθόδοξες» μορφές πάλης είναι έκφραση αυτού του αδιεξόδου, αυτής της «εμπλοκής» αλλά και της περιθωριοποίησης του λαϊκού παράγοντα, της απόρριψης του λαϊκού επαναστατικού αγώνα.

Τώρα το πόσο «τρομοκρατούνται» οι ιμπεριαλιστές (άσχετο με τι καμώνονται) από τέτοιου είδους εγχειρήματα ή κατά πόσο διατίθενται να διαπραγματευτούν και σε ποια βάση με κάποιες δυνάμεις, η απάντηση έχει κιόλας δοθεί.

Έτσι ή αλλιώς πάντως τα φαινόμενα αυτά εντείνονται με την εκστρατεία των ΗΠΑ στην Μ. Ανατολή, την κατάληψη του Ιράκ και με την προώθηση του σχεδίου «δημοκρατικής αναμόρφωσης» της περιοχής δηλαδή της αναδιάταξης δυνάμεων που επιχειρείται.

 

Εδώ όμως αυτό που μας ενδιαφέρει κύρια είναι ένα νέο φαινόμενο και που δεν προβλεπόταν από τους σχεδιασμούς κανενός.

Αναφερόμαστε στην αντίσταση του Ιρακινού λαού και όλα όσα αυτή σημαίνει αλλά και φέρνει στο προσκήνιο. Η επίθεση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και η κατάκτηση του Ιράκ, φέρει σε πρώτο πλάνο την αντίθεση ιμπεριαλισμού-λαού. Αυτό όσο και αν επικαλύπτεται από τον τρόπο θεώρησης και παρουσίασής του τόσο από την μεριά των ιμπεριαλιστών όσο και δυνάμεων που αντιτίθενται στην κατοχή, έχει έναν αντικειμενικό χαρακτήρα που δύσκολα μπορεί να παρακαμφθεί. Έχει μια δική του δυναμική και όσο περισσότερο συνεχίζεται σε μαζική κλίμακα η αντίσταση του Ιρακινού λαού, τόσο περισσότερο θα αναδείχνεται.

Η μορφή της κατοχής είναι ο πιο ωμός, ο πιο βάρβαρος, ο πιο απροκάλυπτος τρόπος κατάργησης των δικαιωμάτων ενός λαού. Όλων των δικαιωμάτων από τα πολιτικά μέχρι της στοιχειώδους ελευθερίας, ακόμη το ίδιο το δικαίωμα ζωής. Ταυτόχρονα είναι μια προσβολή που ασκείται καθημερινά, κάθε ώρα και κάθε λεπτό και σ’ όλο το λαό, από τα μικρά παιδιά μέχρι τους γέρους, σε άνδρες και γυναίκες. Αυτή είναι η βάση του μαζικού λαϊκού χαρακτήρα της αντίστασης.

Ο μαζικός λαϊκός αγώνας έχει, πέραν των άλλων, ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Όσο περισσότερο παρατείνεται τόσο αναπτύσσει τα πολιτικά στοιχεία που αντιστοιχούν στον χαρακτήρα που αντικειμενικά έχει. Ταυτόχρονα, και αυτό είναι μια κρίσιμη παράμετρος, οδηγεί στην χειραφέτηση των λαϊκών μαζών, ένα χαρακτηριστικό που δεν το έχει (το αντίθετο μάλλον) καμιά από τις μορφές πάλης που υποκαθιστούν την μαζική δράση. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που ο μαζικός λαϊκός χαρακτήρας της αντίστασης είναι ανεπιθύμητος από διάφορες δυνάμεις, ακόμη και από αντίθετες πλευρές. Από τους ιμπεριαλιστές επειδή είναι η μόνη μορφή πάλης που μπορεί να τους υποχρεώσει σε ήττα και επειδή ήδη έχει αναδείξει την κρίση στρατηγικής των ΗΠΑ, αλλά και από άλλες δυνάμεις, και όχι μόνο αυτές που συνεργάζονται με τους κατακτητές. Βεβαίως υπάρχουν -και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς- και οι αδυναμίες, ακόμη και οι αρνητικές πλευρές.

Η πιο αρνητική και αυτή που τείνει να αναδειχτεί στο πιο μεγάλο εμπόδιο στην ανάπτυξη της πάλης του Ιρακινού λαού, οι τάσεις διαχωρισμού ανάμεσα στις τρεις βασικές εθνοθρησκευτικές ομάδες. Σιίτες, Σουνίτες, Κούρδους. Η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσά τους, που τροφοδοτείται τόσο από τους ιμπεριαλιστές όσο και από άλλες δυνάμεις. Υπάρχουν βεβαίως και σειρά άλλων αδυναμιών αλλά δεν θα πρόσθετε τίποτε να επισημάνουμε αυτό. Εκείνο που θέλουμε να υπογραμμίσουμε με αυτές τις αναφορές είναι πως στο Ιράκ και στα πλαίσια της αντίστασης ενάντια στον κατακτητή διεξάγεται ταυτόχρονα και μια εσωτερική πάλη. Όλες οι διαφορετικές ή και αντιθετικές απόψεις, αντιλήψεις, κατευθύνσεις, πρακτικές «αναμετρώνται» μεταξύ τους σε μια διαδικασία που το τελικό της αποτέλεσμα ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε να προδικάσουμε. Έχουμε πολύ καθαρό ότι η απάντηση στο πρόβλημα μπορεί να δοθεί μόνο «εκεί». Αν λ.χ. η αριστερά, οι κομμουνιστές του Ιράκ δεν συμμετάσχουν αποφασιστικά στον αγώνα, αν σε μια πορεία δεν αποδείξουν έμπρακτα (και πρώτη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να πετάξουν στα σκουπίδια τους δήθεν «κομμουνιστές») ότι τους ανήκει ο πρώτος ρόλος και λόγος, τότε είναι βέβαιο ότι τα πράγματα θα κινηθούν στην τροχιά που θα καθορίσουν άλλες δυνάμεις. Όσον αφορά εμάς και τον καθένα που τον απασχολεί η υπόθεση του κινήματος, ο ρόλος μας δεν είναι να στείλουμε ένα γράμμα (ή ένα e-mail στο πιο σύγχρονο) με τις «ορθές κατευθύνσεις». Ο ρόλος μας συνίσταται στην ολόπλευρη και ενεργητική συμπαράσταση του αγώνα του Ιρακινού λαού και πάντα η αποφασιστική προώθηση της πάλης στη χώρα μας -στην κάθε χώρα. Το τελευταίο είναι και ο πιο αποφασιστικός παράγοντας τόσο για τη διαμόρφωση γενικότερων όρων και συσχετισμών που θα ευνοούν την πάλη όλων των λαών (συνεπώς και του Ιρακινού) όσο και προϋποθέσεων ενίσχυσης της αντιιμπεριαλιστικής, αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης της πάλης.

 

Το κίνημα και πώς αναπτύσσεται

Επεκταθήκαμε κάπως στο θέμα της Ιρακινής Αντίστασης μια και θεωρούμε ότι βρίσκεται σήμερα στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος και ταυτόχρονα εμφανίζει -όχι τυχαία- μια σειρά πλευρές και χαρακτηριστικά που αφορούν συνολικά το κίνημα και τον προβληματισμό που αναπτύσσεται για σειρά προβλημάτων που αντιμετωπίζει.

Ταυτόχρονα και πέρα από τη δυνατότητα αυτής καθ’ αυτής της άποψής μας για το ζήτημα του Ιράκ, αυτό που θέλουμε είναι να δώσουμε τη συνολική μας άποψη για το ζήτημα που θέσαμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου. Των αδυναμιών που εμφανίζει το κίνημα, των αιτιών τους, το πώς τις αντιμετωπίζουμε, της στάσης μας γενικότερα απέναντί του.

Η άποψή μας δεν καθορίζεται από το ότι «δεν βλέπουμε» λ.χ. ή υποτιμούμε αυτές τις αδυναμίες. Τις βλέπουμε και μάλλον καλύτερα από πολλούς που τις έχουν κάνει σημαία για να συντάσσονται (κρύβονται) από πίσω τους. Αλλά, γιατί θεωρούμε πως τα κινήματα (και το κίνημα συνολικά) δεν προκύπτουν από παρθενογέννεση, άσπιλα και αμόλυντα. Ούτε ακόμη αποτελούν προϊόντα ενός σχεδιασμού γραφείου που αφού ετοιμαστούν παραδίδονται στις μάζες γωνιασμένα και ευθυγραμμισμένα. Το κίνημα γεννιέται μέσα στο …κίνημα. Διαμορφώνεται μέσα στην πάλη και μέσα από την πάλη. Με τα λάθη, τις αδυναμίες, ακόμη και τις στρεβλώσεις του. Αναπτύσσεται μέσα σ’ αυτή και μέσα από αυτά. «Διορθώνεται» απ’ αυτήν, αναδείχνει, διαμορφώνει τα χαρακτηριστικά του, μορφοποιεί την κατεύθυνση του προσανατολισμού του, συγκροτείται μέσα σ’ αυτήν και μόνο μέσα σ’ αυτήν. Κάθε άποψη (και πολιτική δύναμη) που θεωρεί πως βρίσκεται «έξω» και «υπεράνω» αυτής της διαδικασίας, δεν είναι απλά και μόνο λανθασμένη. Είναι μια άποψη που «φοβάται» το κίνημα και το φοβάται για έναν βασικό λόγο.

Επειδή (και άσχετα αν το συνειδητοποιεί πλήρως ή σε υπολανθάνουσα μορφή) δεν λειτουργεί στη βάση τού να θέτει τον εαυτό της στην υπηρεσία του κινήματος, αλλά το κίνημα στην υπηρεσία των ιδιαίτερων (και οπορτουνιστικών) επιδιώξεών της. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως εμείς θεωρούμε ότι τα πράγματα εξελίσσονται μόνα τους, «αυθόρμητα» ή μέσα από την «αυτενέργεια των μαζών» (άλλη στρέβλωση αυτή) και χωρίς κανενός άλλου είδους παρέμβαση. Αλλά επειδή θεωρούμε ότι και οι δυνάμεις παρέμβασης δεν προκύπτουν απ’ το πουθενά, δεν έρχονται από το φεγγάρι, ούτε έχουν ένα τέτοιο «εξ αποκαλύψεως» χάρισμα. Αποτελούν και αυτές γέννημα και εκφράσεις του κινήματος, της διαρκούς ταξικής πάλης που αναδείχνει τα στοιχεία της (ιδέες, αγωνιστές, μορφές οργάνωσης) σε διάφορα επίπεδα, μορφές και κλίμακα. Αν αυτές οι δυνάμεις -και θα λέγαμε οι πρωτοπόρες αν δεν είχαν καταφέρει να απαξιώσουν τον όρο διάφοροι κάπηλοι- δεν αποτελούν εκφράσεις μιας τέτοιας διαδικασίας, τότε δεν είναι τίποτα. (Στην καλύτερη περίπτωση ζουν «στον κόσμο τους»).

Εδώ βρίσκονται και οι βασικοί λόγοι που από τη μεριά μας επιμένουμε στην κατεύθυνση της ανάπτυξης της αντίστασης, της πάλης για την ενίσχυσή τους, των προσπαθειών για πολλαπλασιασμό των εστιών αντίστασης.

Αυτό είναι το έδαφος για την ανάπτυξή του, για την διαμόρφωση των προσανατολισμών του για την συγκρότησή του, για την αποτελεσματική προώθηση των λαϊκών επιδιώξεων.

Και για τους ίδιους πάντα λόγους θεωρούμε ότι η ενεργοποίηση των εργαζόμενων λαϊκών μαζών στη χώρα μας και στον κόσμο σε μια σειρά εστίες και μέτωπα αντίστασης, αποτελεί «αυτό που αλλάζει», τροφοδοτεί την τάση αφύπνισης των λαών. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους θεωρούμε απαράδεκτη έως αντιδραστική (με την πολιτική έννοια του όρου) την πολιτική δυνάμεων που τόσο με τις θέσεις τους όσο και την πρακτική τους στάση υπονομεύουν τις δυνατότητες ενεργοποίησης ενός κόσμου σε εστίες και μέτωπα αντίστασης που εμφανίζονται ή και στα περισσότερα που μπορεί να δημιουργηθούν.

Ένα κρίσιμο ζήτημα

Θα θέλαμε να σταθούμε κάπως ιδιαίτερα στο τελευταίο ζήτημα μια και το θεωρούμε καίριας σημασίας και να κλείσουμε μ’ αυτό.

Ας διευκρινίσουμε πρώτα κάτι. Η -αναγκαστικά- συνοπτική παρουσίαση κάποιων απόψεων, αντιλήψεων κ.λπ., ίσως «αδικήσει» κάποιες απ’ αυτές αλλά και την δική μας συνολική θεώρηση για τις ίδιες. Αλλά αυτή η ενδεικτική παρουσίαση κάποιων εκφράσεων αυτών των αντιλήψεων, μας είναι αναγκαία για να θέσουμε ένα ζήτημα που θεωρούμε πως έχει ιδιαίτερη σημασία.

Παρατηρούμε λοιπόν, να προωθούνται στο πολιτικό γίγνεσθαι ρεφορμιστικές ιδέες και προτάσεις εξόφθαλμα ανεδαφικές παρά τον υποτιθέμενο «ρεαλισμό» που υποστηρίζουν πως χαρακτηρίζει την λογική τους, οι φορείς τους. Και άντε αυτοί είναι ρεφορμιστές.

Υπάρχουν όμως και δυνάμεις που διαμορφώνουν και προβάλουν ολάκερα προγράμματα «Λαϊκής Εξουσίας» αλλά που όλες οι «εξειδικεύσεις» της γενικής τους πολιτικής γραμμής συναγωνίζονται τις πιο «παραδοσιακές» εκφράσεις του πιο προχωρημένου ρεφορμισμού.

Άλλες δυνάμεις που προβάλουν σαν φορείς τής «καθαρά κομμουνιστικής» άποψης και γραμμής, με την πιο ακραία «επαναστατική» ρητορεία που ωστόσο φροντίζουν να την συνοδεύουν με εξόφθαλμα ρεφορμιστικά «παραρτήματα» γραμμής.

Συνολικά έχουμε ένα φαινόμενο δυνάμεων που κινούνται με πάσα άνεση από τις πιο ντούρες επαναστατικές, κομμουνιστικές ιδέες μέχρι τις πιο ρεφορμιστικές και καμιά φορά αστικές

Σ’ ένα άλλο πεδίο έχουμε δυνάμεις, με έκδηλη την διάθεση συνεργασίας με αστικές πολιτικές δυνάμεις και μάλιστα στη βάση απόψεων και επιδιώξεων των αστικών δυνάμεων.

Από την άλλη έχουμε και δυνάμεις, που την ίδια στιγμή που διαχωρίζονται «κάθετα» με τις προηγούμενες -ρεφορμιστικές- δυνάμεις, ταυτόχρονα διαγκωνίζονται «σκληρά» με αυτές για το ποια θα έχει το ρόλο του «ευνοούμενου συνομιλητή» των αστικών δυνάμεων.

Έχουμε ακόμη και δυνάμεις που με θρησκευτική προσήλωση διαφυλάττουν στην «κιβωτό» τους την πιο «καθαρά εργατική» πεντάτευχο, αλλά που στον «κοσμικό» τους (πολιτικό) βίο κινούνται κατά κανόνα στην ουρά ρεφορμιστικών ή και αστικών δυνάμεων.

Άλλες που συνεχίζουν να έχουν στο εικονοστάσι τους την κομμουνιστική, μαρξιστική λενινιστική τους ταυτότητα (πού ξέρεις, μπορεί να χρειαστεί κι αυτή) αλλά που συμπράττουν σε ρεφορμιστικά μορφώματα (με αστικό φόντο) αυταπατώμενες ότι κάνουν «πολιτική». Συνολικά έχουμε και σ’ αυτό το πεδίο αριστερές δυνάμεις μέχρι και «ασυμβίβαστα» και «αδιαπραγμάτευτα» «κομμουνιστικές»-«αντικαπιταλιστικές» που ωστόσο φροντίζουν με περισσή επιμέλεια την καλή κατάσταση των διαύλων «επικοινωνίας» τους με αστικές δυνάμεις.

Όλες αυτές οι δυνάμεις είναι βεβαίως υπέρ της ανάπτυξης του κινήματος.

Όλες τους υιοθέτησαν τελικά (όσο και όπως και αφού λοιδόρησαν για χρόνια την αντίστοιχη θέση του ΚΚΕ(μ-λ), την θέση της αντίστασης.

Όλες τους επίσης και με τον ίδιο «περιπετειώδη» τρόπο υιοθέτησαν την θέση της «κοινής δράσης».

Ταυτόχρονα ωστόσο έχουμε εδώ δυνάμεις που αυταπατώνται (αν μόνο αυταπατώνται) ότι μπορεί να αναπτυχθεί κίνημα στη βάση ρεφορμιστικών, φιλοαστικών απόψεων, θέσεων που δεν έχουν καμιά σχέση με τα πραγματικά λαϊκά προβλήματα, τα μόνα που μπορούν να κινήσουν έναν κόσμο.

Έχουμε όμως και δυνάμεις που σταθερά απορρίπτουν κινηματικές διαδικασίες έχοντας επιλέξει να κινούνται (όσο και όπως) μόνο σε κομματοκεντρική βάση.

Στην ίδια βάση και την ίδια στιγμή που μιλούν για την αναγκαιότητα της αντίστασης, αδιαφορούν, υπονομεύουν ή και σαμποτάρουν ανοιχτά την ανάπτυξη εστιών αντίστασης όταν δεν μπορούν να τις υποτάξουν σ’ αυτή τη λογική.

Με τον ίδιο τρόπο και την ίδια πάλι στιγμή που προπαγανδίζουν την αναγκαιότητα κοινής δράσης, απορρίπτουν κάθε κοινή δράση και ακριβώς επειδή οποιαδήποτε κοινή δράση βρίσκεται εξ ορισμού έξω από την κομματοκεντρική τους λογική.

Το τραγελαφικό μάλιστα είναι πως αν η στάση αυτών των δυνάμεων αποτελεί ένα είδος «τραγωδίας» για το κίνημα, οι απόπειρες απομίμησης από δυνάμεις που δεν έχουν στο ελάχιστο την «πρακτική» δυνατότητα για κάτι τέτοιο, δεν αποτελεί παρά μια θλιβερή φάρσα.

Στο ίδιο πεδίο έχουμε δυνάμεις που αρνούνται, υπονομεύουν, απορρίπτουν τη στήριξη μιας εστίας ή ενός μετώπου αντίστασης μέσω της αναγκαίας για κάτι τέτοιο κοινής δράσης, στο όνομα των γενικότερων ιδεολογικών και πολιτικών τους διαφορών με άλλες δυνάμεις.

Έχουμε ακόμα δυνάμεις που θέτουν ως όρο (πρόσχημα στην ουσία) την υιοθέτηση -και στο ακέραιο μάλιστα- από τους άλλους της συνολικής ιδεολογικής-πολιτικής τους πλατφόρμας. Κάποιες «προχωρούν» ακόμα περισσότερο θέτοντας ως όρο τον προκαταβολικό αποκλεισμό κάποιας άλλης (ή άλλων) πολιτικής δύναμης πριν καν τεθεί ζήτημα συμφωνίας ή διαφωνίας ως προς το ζητούμενο. Αλλά, καλοί μου, αν δεν υπήρχαν αυτές οι διαφορές δεν θα υπήρχε καν θέμα κοινής δράσης. Αν όλοι είχαν τις ίδιες απόψεις τότε δεν θα μιλούσαμε για «κοινή δράση» αλλά απλώς και μόνο για «δράση».

Η αναγκαιότητα της κοινής δράσης, σύμπηξης μετώπων πάλης κ.λπ. υπάρχει ακριβώς επειδή υπάρχουν δυνάμεις με διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις.

Είναι τόσο δύσκολο να κατανοηθούν αυτά τα στοιχειώδη; Φαίνεται πως είναι δύσκολο. Το ζήτημα πλέον είναι να δούμε σε τι συνίσταται αυτή η «δυσκολία».

Τι σημαίνουν αλήθεια όλα αυτά. Βεβαίως οι ρεφορμιστικές αντιλήψεις, θέσεις και πρακτικές, συνολικά η ύπαρξη και ο ρόλος του ρεφορμισμού, δεν είναι κάτι νέο στο κίνημα. Η ύπαρξη διαφορετικών απόψεων και αντιλήψεων είναι κάτι το απόλυτα φυσιολογικό και όσο μας αφορά δεν περιμέναμε ποτέ και ούτε περιμένουμε μια ομαλή, απρόσκοπτη και ευθύγραμμη πορεία επίλυσης των διαφορών και αντιμετώπισης των προβλημάτων του κινήματος. Ακόμα και οι συγχύσεις, οι εντελώς αποπροσανατολισμένες αντιμετωπίσεις των ζητημάτων, φαινόμενα ιδιαίτερα έντονα τα τελευταία χρόνια είναι ως ένα βαθμό αναπόφευκτες συνέπειες μιας τέτοιων διαστάσεων ιστορικής ήττας.

Όπως κι αν θεωρήσει πάντως κανείς το όλο θέμα, νομίζουμε πως υπάρχει μια κοινή αφετηρία, μια κοινή νοητή γραμμή που διαπερνάει όλες αυτές τις διαφορετικές κατά τα άλλα αντιλήψεις, απόψεις, τάσεις και πρακτικές.

Να το πούμε ευθέως, απλά και καθαρά. Το κοινό στοιχείο, είναι η δυσπιστία, ή ακόμη και η παραίτηση ως προς τη δυνατότητα ανάπτυξης κινήματος, αυτόνομου, ανεξάρτητου, στηριγμένου στις λαϊκές και μόνο δυνάμεις και ταυτόχρονα ικανού να αναμετρηθεί αποτελεσματικά με το σύστημα.

Ας εξηγηθούμε περισσότερο. Με βάση την ήττα, την ολοκληρωτική ανατροπή των συσχετισμών στα ’89-’91, οι δυνάμεις του συστήματος, πέρα από την πολιτική πέρασαν και στην κλιμάκωση της ιδεολογικής τους επίθεσης. Υπήρξε ένας συνεχής ανηλεής βομβαρδισμός των συνειδήσεων, για την «αποτυχία και το τέλος του σοσιαλισμού», για «το τέλος των ουτοπιών», το «τέλος της Ιστορίας». Η κοινωνία, ο κόσμος επανερχόταν κατ’ αυτούς, στην «φυσιολογική» του κατάσταση, στην «αιώνια διάσταση» του καπιταλιστικού συστήματος. Αποκαθιστόταν η «φυσική τάξη πραγμάτων» στα πλαίσια της οποίας δεν έχουν πλέον νόημα οι διάφοροι «-ισμοί», είναι «παρωχημένη» υπόθεση η ύπαρξη κινήματος, είναι άνευ αντικειμένου οι αγώνες. Ο καπιταλισμός είναι «μονόδρομος». Αυτό είναι το πιο ισχυρό ιδεολογικοπολιτικό μήνυμα που θέλει να εκπέμψει το σύστημα και η λογική που θέλει να επιβάλλει. Αυτή είναι πλέον η «μόνη πραγματικότητα» και μόνο μέσα στα πλαίσια αυτής της πραγματικότητας και με όρους αποδοχής και συμμόρφωσης σ’ αυτήν μπορεί να είναι νοητή, οποιαδήποτε κριτική, διεκδίκηση, πρόταση, κίνηση.

Ταυτόχρονα είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι εξελίξεις είχαν διαμορφώσει ένα αρκετά ευνοϊκό έδαφος για την προώθηση αυτών των αντιλήψεων.

Η ήττα, η παλινόρθωση, η απογοήτευση και αδρανοποίηση των μαζών, η υποχώρηση του κινήματος, ο ιδεολογικός, πολιτικός και οργανωτικός αφοπλισμός της λαϊκής πάλης αποτελούσαν έτσι ή αλλιώς οδυνηρές πραγματικότητες.

Θεωρούμε λοιπόν πως αυτή η κατάσταση επέδρασε καθοριστικά σε όλες αυτές τις δυνάμεις, στις απόψεις, την πολιτική και πρακτική στάση τους. Βεβαίως και όπως κιόλας αναφέραμε η αναλυτική και ολοκληρωμένη παρουσίαση του πώς επέδρασαν όλα αυτά σε κάθε τάση και δύναμη και ποιες ειδικότερες εκφράσεις είχαν σε κάθε περίπτωση, είναι ένα ζήτημα που ξεφεύγει από τα όρια αυτής της τοποθέτησης.

Έχουμε ωστόσο την άποψη, ότι «συνέκλιναν» στην διαμόρφωση μιας γενικής στάσης, δυσπιστίας, απέναντι στην δυνατότητα ανάπτυξης κινήματος. Την υιοθέτηση μιας «μοιραίας» στάσης «αποδοχής της πραγματικότητας» και τη στροφή σε μια λογική «αυτοσυντήρησης» που ήταν και παραμένει τέτοια, ακόμη κι όταν συνοδεύεται από την πιο βροντερή «επαναστατική» και «κομμουνιστική» ρητορεία. Μια πολιτική στάση, που όχι απλώς δεν συμβάλλει αλλά αποτελεί και εμπόδιο, ορθώνει φραγμούς στην ανάπτυξη κινήματος, στο βαθμό που κάθε προσπάθεια σε μια τέτοια κατεύθυνση «απειλεί» να τους «βγάλει απ’ τη σειρά τους».

Αποτελεί λοιπόν βασική αναγκαιότητα το «σπάσιμο» αυτού του φραγμού, η ανατροπή μιας τέτοιας κατάστασης. Από τη μεριά μας εδώ, θα θέλαμε να πούμε, να υπογραμμίσουμε και να τονίσουμε ιδιαίτερα ένα πράγμα.

Η δυσπιστία, η παραίτηση και η υπονόμευση των δυνατοτήτων ανάπτυξης κινήματος είναι ταυτόσημη με την αποδοχή της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, της «αιωνιότητας» του συστήματος, της «αδυναμίας» του λαϊκού κινήματος να διεκδικήσει άλλη διέξοδο, έξω από τα πλαίσια του καπιταλιστικού «μονόδρομου».

Έχουμε άλλη άποψη.

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr