Δημοσιεύτηκαν οι θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ μπροστά στο 20ό Συνέδριο του κόμματος. Το θέμα του Συνεδρίου του ΚΚΕ, όπως η ίδια η ΚΕ του το ορίζει, είναι η «ολόπλευρη ισχυροποίηση του ΚΚΕ μπροστά στο καθήκον της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και της ανάπτυξης της κοινωνικής συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, στην πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, για την εργατική εξουσία». Αυτό και μόνο το θέμα αποτελεί συμπύκνωση της πολιτικής λογικής του ΚΚΕ, όπως θα αναφέρουμε και παρακάτω, το οποίο σε συνθήκες ξεδιπλώματος των πιο μαύρων και αντιδραστικών εξελίξεων επιλέγει την περιστροφή γύρω από τον εαυτό του και τη διεξαγωγή συνεδρίου εσωτερικής, ουσιαστικά, κατανάλωσης.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μόνο ένα από τα τέσσερα κεφάλαια των θέσεων, εκείνο που αφορά τον απολογισμό και την κομματική οικοδόμηση, καταλαμβάνει τα δύο τρίτα του κειμένου. Δεν ξέρουμε αν το στοιχείο αυτό είναι «υπεύθυνο» και για ένα άλλο χαρακτηριστικό του κειμένου: ότι οι θέσεις είναι πολιτικο-ιδεολογικά «λίγες», δεν περιέχουν εκτιμήσεις, ξεπερνάνε τα «επικίνδυνα» ζητήματα επιφανειακά, ανοίγουν τα όποια ζητήματα σαν «από σπόντα» και, συνολικά, μάλλον αντιστοιχούν σε επίπεδο μιας κομματικής σύσκεψης και σίγουρα όχι στην κορυφαία διαδικασία ενός κόμματος, που είναι το συνέδριο. Αυτός είναι και ο λόγος που η αναφορά μας θα είναι σύντομη και θα εστιαστεί βασικά στα τρία κεφάλαια που αποτελούν τις πολιτικές εκτιμήσεις.
Συνολικά, λοιπόν, για το κείμενο των θέσεων σημειώνουμε τα εξής:
- Χαρακτηρίζεται από αμηχανία, η οποία προκύπτει από την απόρριψη της λενινιστικής ανάλυσης για τον ιμπεριαλισμό. Οι θέσεις (Κεφ. 1) αντιγράφουν την τρέχουσα ειδησεογραφία για τις διεθνείς εξελίξεις και περιγράφουν απλώς τις κινήσεις των «ΗΠΑ – Κίνας και άλλων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών» (αλήθεια, γιατί μόνο αυτών και όχι όλων των χωρών, όπως θα έπρεπε με βάση την… ανισότιμη αλληλεξάρτηση;), ενώ διακατέχονται και από μια (τουλάχιστον) υπόνοια για ενδεχόμενη «δυναμική καπιταλιστική ανάκαμψη» που για την ώρα «καθυστερεί». Ενώ, ταυτόχρονα (;!) «αυξάνει αντικειμενικά ο κίνδυνος πιο εκτεταμένων ιμπεριαλιστικών πολεμικών αναμετρήσεων» (Θ.2)… Δηλαδή η ανάπτυξη μπορεί και να έρθει, μπορεί και να μην έρθει, πόλεμοι μπορεί να έρθουν, μπορεί και να μην έρθουν. Ή, όπως λέει ο λαός μας, «ή θα βρέξει ή θα χιονίσει ή καλό καιρό θα κάνει»! Μόνο που αυτό δεν είναι ούτε εκτίμηση ούτε θέση.
- Σε σχέση με το προηγούμενο, το κείμενο χαρακτηρίζεται επίσης από οικονομίστικη μονομέρεια στην ανάλυση των εξελίξεων. Οι θέσεις κρίνουν ότι «οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονται ως αποτέλεσμα της αντιφατικής κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας». Η γεωπολιτική, το ξαναμοίρασμα του κόσμου, η κρίσιμη επιδίωξη συνολικού (στρατιωτικού, πολιτικού, οικονομικού) ελέγχου περιοχών του πλανήτη από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η «ανάγκη» ανεβάσματος της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης αλλά και τα αδιέξοδα που ανατροφοδοτεί το στόμωμά της έχουν εξοβελιστεί από την ανάλυση του ΚΚΕ. Αντίστοιχα έχει υποβαθμιστεί έως εξοβελιστεί και το καθήκον αντιιμπεριαλιστικού μετώπου των λαών (Θ2, Θ.14). Η «προετοιμασία για το ενδεχόμενο ενός πιο γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου» και η αντιπαράθεση «στις εθνικιστικές κραυγές» σε κάθε χώρα είναι μισά λόγια και ανάπηρες πράξεις αν δεν συνοδεύονται από την ενίσχυση αντιιμπεριαλιστικού αντιπολεμικού κινήματος όχι για όταν γίνει ο πόλεμος, αλλά για να τον αποτρέψει.
- Ενώ το κείμενο σημειώνει σωστά ότι διευρύνονται οι ταξικές ανισότητες στον κόσμο (Θ.7), αγνοεί ότι διευρύνονται και οι ανισότητες ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και στις εξαρτημένες χώρες.
- Οι θέσεις (Κεφ.1) υποτιμούν τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό αλλά και τον ρώσικο και, άρα, και τη μεταξύ τους αντίθεση. Το αμερικάνικο όνειρο για παγκόσμια κυριαρχία αλλά και τα αδιέξοδά του, το γεγονός ότι η αμερικάνικη επιδίωξη περικύκλωσης του βασικού στρατηγικού της αντιπάλου (της Ρωσίας) αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες παραγωγής έντασης και συγκρούσεων. Αντίστοιχη αδυναμία υπάρχει στην εξήγηση των αδιεξόδων της ΕΕ. Η «δοκιμασία διατήρησης της συνοχής της ΕΕ» δεν δημιουργήθηκε λόγω του βρετανικού δημοψηφίσματος, αντίθετα στο δημοψήφισμα αυτό (όσο και σε πολλά ακόμα γεγονότα) αποτυπώθηκε το αδιέξοδο μιας νομοτελειακά καθόλου… ενωμένης ΕΕ. Αυτές είναι οι δυσκολίες για όποιον, ακόμα και σήμερα –σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής καταστροφής- πιστεύει σε ολοκληρώσεις και αειφόρες αναπτύξεις του καπιταλισμού.
- Η ΚΕ του ΚΚΕ βλέπει στα μνημόνια μόνο την πλευρά των αντιλαϊκών μέτρων και αγνοεί παντελώς το σοβαρό ζήτημα της όξυνσης της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας, της επιτήρησης και της κατάργησης κάθε έννοιας ανεξαρτησίας. Είναι το επακόλουθο της κοσμοπολίτικης «ανάλυσης» περί ανισότιμης αλληλεξάρτησης. Δεν θα αναφερθούμε σε αυτό μιας και έχουμε αναφερθεί ξανά στο παρελθόν. Θα σημειώσουμε ωστόσο κάτι: Αν το ΚΚΕ δεν βγάλει και τον Μπελογιάννη και τον Ζαχαριάδη που αντιπαρετίθεντο στην ξένη εξάρτηση οπορτουνιστές, θα πρέπει να μας εξηγήσει σε ποια ιστορική διαδρομή η τότε εξαρτημένη ελληνική αστική τάξη κατέκτησε την ανεξαρτησία. Σε ποια ακριβώς φάση επιτέλεσε αυτόν τον προοδευτικό ιστορικά ρόλο.
- Σε αντιστοιχία με το παραπάνω ζήτημα, το κείμενο των θέσεων δεν αντιλαμβάνεται ότι τα αδιέξοδα του αστικού πολιτικού συστήματος προκύπτουν όχι στη βάση των ψύχραιμων σχεδιασμών μιας αστικής τάξης που έχει φιλοδοξίες για το μέλλον, αλλά στη βάση του συνεχούς υποβιβασμού της στο πλαίσιο της διπλής εξάρτησής της από ιμπεριαλιστικά κέντρα με δικές τους αντιθέσεις. Και, βέβαια, δεν μπορεί να βολευτούν τα πάντα σε αντιφατικές φράσεις που από τη μία περιγράφουν «προσπάθεια γεωστρατηγικής αναβάθμισης» και από την άλλη «αποκατάσταση των θέσεων που έχουν υποστεί πλήγμα»! (Θ.27). Στην ίδια κατεύθυνση το κείμενο παρουσιάζει στα σοβαρά τις συστημικές προβλέψεις ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες απλώς κατά το ΚΚΕ χαρακτηρίζονται από… «αβεβαιότητα» (Θ.22)! Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο (Θ.19), η ΚΕ του ΚΚΕ περιγράφει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ ούτε λίγο ούτε πολύ ως μια κυβέρνηση… αστικού εκσυγχρονισμού. Όλα κι όλα… Μπορεί το ίδιο το σύστημα να θεωρεί γελοίες τις αισιόδοξες προβλέψεις του, αλλά το ΚΚΕ τις ψιλοπιστεύει! Αφήνουμε κατά μέρος, μιας και θεωρούμε ότι στερούνται σοβαρότητας, τις εκτιμήσεις ότι τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης είναι κοντά στην Κίνα και τη Ρωσία. Και μάλιστα τμήματα με τέτοιο ειδικό βάρος, που «οξύνουν τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης» (Θ.27).
- Πριν κλείσουμε για τα κεφάλαια αυτά, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε το εξής «παράξενο» αλλά και πολύ αποκαλυπτικό: Σε ένα σημείο όπου οι θέσεις περιγράφουν τη σχέση–αντίφαση ανάμεσα στην τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου και στην εθνοκρατική συγκρότηση της καπιταλιστικής οικονομίας, πετάνε σφυρίζοντας αδιάφορα και τη φράση: (… το εθνικό αστικό κράτος…) «παραμένει ισχυρό πεδίο της ανειρήνευτης ταξικής πάλης ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο» (Θ.2)! Στα μουλωχτά και σε άσχετο θέμα, η ΚΕ του ΚΚΕ επαναφέρει ανερυθρίαστα τη γνωστή θεμελιακή ιδεολογική θέση του ρεφορμισμού κάθε είδους, μια θέση που αποτελεί τη βάση για τον «ειρηνικό δρόμο», για το μεταρρυθμισμό και τον κυβερνητισμό. Τη βάση για την απόρριψη της λενινιστικής θέσης για το «τσάκισμα του αστικού κράτους» και την αντικατάστασή της από το καθήκον της μετακίνησης του κράτους (κάτω από την πίεση της ταξικής πάλης, υποτίθεται), του μετασχηματισμού του και της χρησιμοποίησής του από την εργατική τάξη. Τ’ είχες Γιάννη, τ’ είχα πάντα…
Θα αναφέρουμε πολλά ακόμα προβληματικά σημεία, αλλά δεν θα τα αναλύσουμε μιας και έχουμε πολλές φορές αναφερθεί μέσα από τις στήλες της «Π.Σ.»: τα ελληνοτουρκικά και η ανάλυσή τους πάνω στη λογική της επιθετικότητας της τούρκικης αστικής τάξης, η αλλαγή της θέσης του ΚΚΕ για το Κυπριακό χωρίς να δοθεί πουθενά λογαριασμός για την προηγούμενη αντίστοιχη, η γνωστή θέση για «τον απεγκλωβισμό και την ασφαλή μεταφορά των προσφύγων στις χώρες προορισμού τους», η προβολή της ελληνόκτητης ναυτιλίας και η αντίστοιχη παράκαμψη του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της (για να προβληθούν έτσι οι σούπερ δυνατότητες της ελληνικής αστικής τάξης), η εκτίμηση ότι οι ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχουν για να λειτουργήσουν ως… ανάχωμα στο ΚΚΕ κ.ο.κ.
Και θα κλείσουμε με δύο στοιχεία για το τέταρτο κεφάλαιο των θέσεων, αυτό που αφορά τον απολογισμό και τα καθήκοντα του ΚΚΕ με κέντρο (για να μην πούμε αποκλειστικό επίδικο) την κομματική του υπόσταση.
Το πρώτο στοιχείο είναι ότι το ΚΚΕ δεν κάνει ουσιαστικό απολογισμό για την κατάσταση του εργατικού και ευρύτερα του λαϊκού κινήματος, για την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική συγκρότηση της εργατικής τάξης, για το επίπεδο συγκρότησής της ως τάξη για τον εαυτό της, για την κατάσταση των εργατικών σωματείων αλλά και του συνδικαλιστικού κινήματος σύμμαχων στην εργατική τάξη λαϊκών στρωμάτων. Ακόμα και οι υπαρκτές αναφορές για την «εικόνα της συνολικής υποχώρησης, της αναδίπλωσης, της γενικευμένης ανασφάλειας κ.ο.κ.» υποβαθμίζονται de facto και ισοφαρίζονται ουσιαστικά από εκτιμήσεις ότι «οι κινητοποιήσεις μέσα στο 2016 έδωσαν ζωντανά παραδείγματα για τη δύναμη που μπορεί να αποκτήσει η εργατική τάξη»!
Όμως, κατά την άποψή μας, η κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα δεν σηκώνει ωραιοποιήσεις. Στα συνδικάτα είναι απολύτως κυρίαρχες οι αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις, με αποτέλεσμα μια διαλυτική κατάσταση, μια αποθέωση της λογικής της ανάθεσης και της μετατροπής τους σε παραγωγείς ψηφισμάτων (μπορεί καλών κατά περίπτωση) ή γραφεία νομικών συμβουλών και προσφυγών. Οι μαζικές διαδικασίες δεν είναι καθόλου… μαζικές, οι συνελεύσεις δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που θα έπρεπε να είναι μια εργατική–λαϊκή συνέλευση και γενικότερα η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή. Οι υπαινιγμοί ότι αυτό που φταίει είναι η «υπεροχή των ρεφορμιστικών–οπορτουνιστικών δυνάμεων» θέλει να παρακάμψει ότι και στα σωματεία που ελέγχει το ΠΑΜΕ τα πράγματα δεν είναι και πολύ διαφορετικά. Απλώς εκεί ένα καθοδηγητικό απαράτ κινείται με ιδιαίτερη κιόλας κλίση σε θεαματικές τηλεοπτικού τύπου ενέργειες – οι εργαζόμενοι όμως είναι το ίδιο απόντες. Είναι λογικός αυτός ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας, γιατί αν δεν υπήρχε αυτός, θα χρειαζόταν αυτοκριτική. Θα χρειαζόταν να εξηγηθεί πώς συμβαίνει η εργατική τάξη να είναι αποσυγκροτημένη αλλά να… έχει κόμμα, να εξηγηθεί πώς τα σωματεία που αποτελούσαν την ταξική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης και ελέγχονταν από το ΚΚΕ οδηγήθηκαν στη σημερινή θλιβερή κατάσταση, να εξηγηθεί το πώς από τα «1.400 ευρώ κατώτερο μισθό» και τα «εδώ υπάρχει ΠΑΜΕ, δεν είναι Ιρλανδία», το εργατικό κίνημα οδηγείται από ήττα σε ήττα… Και παρακάμπτουμε, βεβαίως, και πάλι για λόγους σοβαρότητας τις δηλώσεις ότι «το ΠΑΜΕ δεν είναι παράταξη του ΚΚΕ στο συνδικαλιστικό κίνημα» και ότι «το κοινό πλαίσιο πάλης ΠΑΜΕ – ΠΑΣΕΒΕ – ΠΑΣΥ – ΟΓΕ – ΜΑΣ, που διαμορφώθηκε το 2010 ως απάντηση σε μια ανάγκη, αποτέλεσε αφετηρία στον σχετικά καλύτερο συντονισμό της δράσης»!
Το δεύτερο στοιχείο είναι φυσιολογική συνέπεια του πρώτου. Το ΚΚΕ δεν προτείνει τίποτα στην κατεύθυνση απάντησης του παραπάνω προβλήματος πέρα από την ισχυροποίηση του ΚΚΕ και μάλιστα μέσω… ιδεολογικών φροντιστηρίων: Στους αγρότες πρέπει «να βαθαίνει ο αντιμονοπωλιακός προσανατολισμός σε σχέση με τον άλλο δρόμο ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής, της σύνδεσης του παραγωγικού συνεταιρισμού με την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία, το κρατικό εμπόριο και ό,τι αυτό συνεπάγεται σε τιμές, υποδομές, προστασία από φυσικά φαινόμενα», στην εκπαίδευση «το βασικό καθήκον του Κόμματος στους χώρους της εκπαίδευσης είναι η ενίσχυση της ιδεολογικής – μορφωτικής προσπάθειας, μέσα από έναν πολύμορφο και πολυθεματικό άξονα με επίκεντρο την εκλαΐκευση της πρότασης του Κόμματος για την παιδεία στο σοσιαλισμό»! Και να διεκδικείται από το κίνημα «πρωταρχικά ριζικά διαφορετικό περιεχόμενο αυτών των βιβλίων, ριζικά διαφορετικές μεθόδους και μορφές διδασκαλίας με στόχο την ολόπλευρη διαπαιδαγώγηση των παιδιών», στον καπιταλισμό βεβαίως. Ή, αλλιώς, αυτή είναι η εξειδίκευση κατά χώρους της θέσης περί αστικού κράτους – πεδίου ταξικής πάλης…
Όπως και να ’χει, οι θέσεις δεν νιώθουν την ανάγκη να εξηγήσουν γιατί και σε χώρους που έχει ενισχυθεί το ΚΚΕ δεν παρουσιάζεται καμία άνοδος των λαϊκών αντιστάσεων. Γιατί τα «δεκάδες εργατικά κέντρα και τα εκατοντάδες σωματεία» που ελέγχει και περιφέρει σε πρωτοβουλίες προτάσεων νόμου δεν συμβάλλουν στην όξυνση της ταξικής πάλης. Κουνάει το δάχτυλο και έχει άπειρες συμβουλές για τα στελέχη του, με στόχο όμως την κομματική του οικοδόμηση. Δεν βλέπει καμία ανάγκη φουντώματος εστιών αντίστασης και συνάντησής τους σε ένα μέτωπο αντίστασης με βάση κεντρικούς στόχους (ανατροπή νόμων, πάλη για συλλογικές συμβάσεις κ.λπ.). Ούτε αντιλαμβάνεται ότι η συγκρότηση δυνάμεων στην κατεύθυνση της αναμέτρησης δεν μπορεί παρά να γίνει ΜΕΣΑ σε αυτή την όξυνση της ταξικής πάλης που θα δημιουργούν οι λαϊκές και εργατικές αντιστάσεις.
Πριν κλείσουμε τη σύντομη αναφορά μας, δεν μπορούμε παρά να πούμε δυο λόγια για το κεφάλαιο των θέσεων που αφορά το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Το ΚΚΕ, λοιπόν, υποστηρίζει ότι «το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση, δυσκολεύεται να αντιδράσει στην επίθεση του ταξικού αντιπάλου… Σε πολλές περιπτώσεις ο ταξικός αντίπαλος έχει καταφέρει να ‘αλώσει’ από τα μέσα τα Κομμουνιστικά Κόμματα», ενώ εκτιμάει ότι έχει πραγματοποιηθεί «η καπιταλιστικοποίηση της Κίνας». Και πού ήταν το ΚΚΕ όλα αυτά τα χρόνια που προωθούνταν η… άλωση του κομμουνιστικού κινήματος από τον αντίπαλο; Ποια ήταν τα ρεύματα που αντιπαρετίθεντο και πού ανήκε το ΚΚΕ; Και πότε πραγματοποιήθηκε η καπιταλιστικοποίηση της Κίνας; Τότε (επί επάρατου Μάο) που το ΚΚΕ δεν είχε σχέσεις με το ΚΚΚ; Αργότερα, όταν κατίσχυσε η δεξιά γραμμή στο κινέζικο κόμμα και το ΚΚΕ απέκτησε (τότε!) όχι μόνο επαφές αλλά συνυπήρξε για χρόνια σε φόρα, συναντήσεις και συσκέψεις με τους κινέζους ρεβιζιονιστές–καπιταλιστές; Και πώς υπάρχει καπιταλιστικοποίηση όταν άρθρα περιβάλλοντος ΚΚΕ υπαινίσσονται (αντιγράφοντας τις πιο χυδαίες τροτσκιστικές «αναλύσεις») ότι στην Κίνα ποτέ δεν υπήρξε σοσιαλισμός;
Κλείνοντας: Οι λαοί και η εργατική τάξη βρίσκονται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια σε δεινή θέση και θα βρεθούν σε ακόμα δεινότερη. Οι συνέπειες της αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης και της παράλληλης ήττας του επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος σε συνδυασμό με το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης και της κρίσης αναπαραγωγής των όρων λειτουργίας και κυριαρχίας του ιμπεριαλιστικού συστήματος γενικότερα είναι παρούσες. Οι συνέπειες αυτές συναντιούνται και αντιπαλεύουν με την πρόθεση των μαζών να αντισταθούν, να μη δεχτούν το μέλλον που τους ετοιμάζουν οι αντιδραστικές δυνάμεις ακόμα κι όταν, ακόμα και αν (εξαιτίας των προαναφερόμενων συνεπειών) οι λαοί και οι εργάτες του κόσμου δεν είναι σε θέση να κάνουν αποτελεσματικότερη την πάλη τους. Αυτό είναι το πεδίο, όμως, που θα κριθούν όσοι προσπαθούν να είναι ή όσοι θέλουν να δηλώνουν κομμουνιστές. Οι εντυπωσιασμοί για κόμματα «παντός καιρού», οι οποίοι δηλώνονται ερήμην της εξέλιξης της ταξικής πάλης, αποτελούν εκκωφαντικές κενότητες που λειτουργούν τελικά ενάντιά της – γιατί εξωραΐζουν την πραγματικότητα αλλά και τις ευθύνες.
Τα ζητήματα είναι δύσκολα, τα ερωτήματα είναι δύσκολα. Γίνονται εύκολα μόνο για όσους νιώθουν ότι μπορούν κάνουν οτιδήποτε, να αλλάζουν θέσεις σαν πουκάμισα χωρίς να δίνουν λογαριασμό πουθενά…