Τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας έχουμε μια ραγδαία μείωση-συρρίκνωση του πρωτογενή τομέα. Η Ελλάδα από αγροτο-βιομηχανική χώρα στα χρόνια πριν και αμέσως μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο, πέρασε σιγά-σιγά σε βιομηχανο-αγροτική ενώ τα τελευταία χρόνια έχουμε μια συνεχή διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών (τριτογενής τομέας) ο οποίος κερδίζει διαρκώς έδαφος σε βάρος τόσο της αγροτικής παραγωγής (πρωτογενής τομέας) όσο και του δευτερογενή τομέα (μεταποίηση, ενέργεια, κατασκευές).
Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται πολύ χαρακτηριστικά στο ΑΕΠ του αγροτικού τομέα που ως ποσοστό επί του συνολικού ΑΕΠ της χώρας παρουσιάζει μια φθίνουσα πορεία:
χρονιά |
Συμμετοχή του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ |
1981 |
17% |
1995 |
9,9% |
2000 |
7,3% |
2005 |
5,2% |
2007 |
3,2% |
2011 |
2,5% |
Με στοιχεία του 2015, το μερίδιο κάθε τομέα στη συνολική νέα παραγωγή είναι:
Πρωτογενής τομέας: |
4% |
Δευτερογενής τομέας: |
15% |
Τριτογενής τομέας: |
81% |
Σαν αποτέλεσμα του προσανατολισμού και των δεσμεύσεων που επιβάλλονται στη χώρα μας από την ΕΕ μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), έχουμε μείωση της αγροτικής παραγωγής, τόσο σε όγκο όσο και σε αξία. Η μείωση της συμμετοχής του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ δεν είναι σχετική αλλά απόλυτη. Δεν έχουμε δηλ. μια ποσοστιαία και μόνο μεταβολή που αντανακλά τη γενικότερη οικονομική τάση που συνοδεύει την καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη (δηλ. ανάπτυξη του δευτερογενή και τριτογενή τομέα σε βάρος του πρωτογενή) αλλά έχουμε καθαρή μείωση της αγροτικής παραγωγής που σε σταθερές τιμές σήμερα βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα του 2000. Στην περίοδο 2005-2012 είχαμε μείωση της ακαθάριστης αξίας παραγωγής κατά -1,7% κατά μέσο όρο έναντι αύξησης 3,1% στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ. Την περίοδο 2005-2008 η μείωση της συμμετοχής του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ προήλθε από την απόλυτη μείωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του και όχι από την βραδύτερη αύξησή της σε σχέση με τους άλλους τομείς της οικονομίας που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «φυσιολογική αναπτυξιακή διαδικασία». Αλλά και τα επόμενα χρόνια 2009-2016, λόγω της βαθύτερης ύφεσης στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα έχουμε αύξηση της συμμετοχής του πρωτογενούς στο ΑΕΠ (από 2,8% σε 4,1%) που επίσης ένδειξη κρίσης αποτελεί παρά «φυσιολογική αναπτυξιακή διαδικασία».
Συνεχή μείωση τα χρόνια αυτά έχουμε και στο αγροτικό εισόδημα. Έπειτα από μια περίοδο αύξησης στη δεκαετία του 1980, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 παρουσιάζει μια μείωση του ρυθμού αύξησης και από το 1995 και μετά έχουμε μείωση του αγροτικού εισοδήματος και σε πραγματικές (αποπληθωριστικές) τιμές, σε αντίθεση με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ όπου το αγροτικό εισόδημα αυξάνεται. Για παράδειγμα στο διάστημα 2006-2011 το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 16% ενώ το ίδιο διάστημα στην ΕΕ-27 αυξήθηκε κατά 19% και στις χώρες της ευρωζώνης κατά 5%!
Μετά το 1981, χρονιά της πλήρους ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ), η χώρα από πλεονασματική σε αγροτικά προϊόντα, μετατρέπεται σταδιακά σε ελλειμματική. Το ισοζύγιο αγροτικών συναλλαγών, ενώ ήταν θετικό (πλεονασματικό) πριν την ένταξη στην ΕΟΚ, (το 1975 το πλεόνασμα ανέρχονταν σε 105 εκατ. δολάρια U.S.) σταδιακά μετατρέπεται σε αρνητικό, με το έλλειμμα να κυμαίνεται στα 2-3 δισ. ευρώ ανά έτος. Από 1,029 δισ. ευρώ έλλειμμα το 2000, φτάσαμε στα 2,998 δισ. ευρώ το 2007 που συνεχίζει να κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα μέχρι και σήμερα. Αθροιστικά στη δεκαετία 2001-2011 το έλλειμμα ξεπέρασε τα 23 δισ. ευρώ.
Το χτύπημα της αγροτικής παραγωγής-αγροτικού εισοδήματος αφορά όλα σχεδόν τα βασικά διατροφικά προϊόντα και έχει σαν συνέπεια την ενίσχυση της διατροφικής εξάρτησης της χώρας. Η Ελλάδα είναι ελλειμματική (καλύπτει τις ανάγκες της με εισαγωγές) στα βασικότερα είδη διατροφής όπως κρέας, γάλα, αυγά, ζώντα ζώα, δημητριακά, ζάχαρη, μέλι, καφές, ποτά, δέρμα, ξυλεία, κ.ά. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία (2017) πάνω από το 70% των συναλλαγών σε αγροτικά προϊόντα γίνεται με τις χώρες της ΕΕ και το 100% του ελλείμματος προκύπτει από αυτές τις συναλλαγές. Θετικό ισοζύγιο (εξαγωγές περισσότερες από εισαγωγές) υπάρχει μόνο σε προϊόντα που λόγω εδαφοκλιματολογικών κλπ συνθηκών δεν παράγονται στις χώρες του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της ΕΕ όπως βαμβάκι, οπωροκηπευτικά, λάδι, καπνός, ιχθυοκαλλιέργειες.
Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (έρευνες ζωικού κεφαλαίου) προκύπτει καθαρά η πορεία στασιμότητας-συρρίκνωσης της ντόπιας κτηνοτροφίας, τόσο σε αριθμό ζώων όσο και σε αριθμό εκμεταλλεύσεων:
είδος ζώου |
αριθμός ζώων |
||||
1991 |
2000 |
2010 |
2015 |
2016 |
|
βοοειδή |
594.183 |
652.386 |
685.157 |
582.176 |
553.805 |
Χοιρινά |
975.848 |
969.852 |
1.118.686 |
876.929 |
743.228 |
πρόβατα |
8.269.691 |
8.752.668 |
9.791.046 |
8.852.398 |
8.738.618 |
Αίγες |
5.188.044 |
5.327.201 |
4.462.034 |
4.017.171 |
3.887.902 |
είδος εκμετάλλευσης |
αριθμός εκμεταλλεύσεων |
||||
1991 |
2000 |
2010 |
2015 |
2016 |
|
εκτροφής βοοειδών |
53.070 |
28.325 |
17.047 |
15.609 |
15.168 |
εκτροφής χοιρινών |
32.296 |
36.251 |
19.795 |
18.455 |
17.957 |
εκτροφής προβάτων |
160.560 |
128.551 |
92.899 |
88.761 |
87.505 |
εκτροφής αιγών |
202.720 |
138.251 |
72.945 |
68.766 |
67.820 |
Ανάλογη είναι η εικόνα και όσον αφορά το βαθμό/ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε κρέας και γάλα (στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, Ιούνης 2017):
είδος |
αυτάρκεια |
βόειο κρέας |
20% |
χοιρινό κρέας |
30% |
αιγοπρόβειο κρέας |
88% |
αγελαδινό γάλα |
40% |
πρόβειο γάλα |
94% |
|
|
Παράλληλα με τη ραγδαία μείωση της συμμετοχής του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ έχουμε στα χρόνια αυτά και ραγδαία μείωση του αγροτικού πληθυσμού:
χρονιά |
% αγροτών επί του ενεργού πληθυσμού |
1971 |
41% |
1981 |
29% |
1991 |
27% |
2001 |
13% |
2011 |
…% |
Όμως, παρά τη μείωση, το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού, ακόμα και σήμερα παραμένει από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Έτσι, με στοιχεία του 2016 (EUROSTAT και ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, Β’ 3μηνο 2016) το ποσοστό απασχολούμενων στη γεωργία είναι 11,6% στην Ελλάδα όταν στην ΕΕ-28 είναι 3,6%.
Αυτή η μείωση του αγροτικού πληθυσμού δεν συντελέστηκε βίαια και απότομα όπως στην Ευρώπη στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης αλλά έχουμε μια πολύχρονη και αργόσυρτη διαδικασία που κυρίως έχει να κάνει με τη χαμηλή βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας μας και την αδυναμία του δευτερογενή τομέα (βιομηχανία) να απορροφήσει τα εργατικά χέρια που ξωπετάγονται από την αγροτική παραγωγή. Αλλά και ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες) ο οποίος έχει να κάνει βασικά με τον τουρισμό, επίσης δεν προσφέρει μια μόνιμη και σταθερή αλλά μια ολιγόμηνη και εποχιακή απασχόληση. Σαν συνέπεια αυτών έχουμε τη διαμόρφωση ενός μεγάλου στρώματος αγροτο-εργατών ή εργατο-αγροτών που παράλληλα με άλλες δραστηριότητες (τουρισμός, εποχιακές βιομηχανίες, μικροεπαγγελματίες, κλπ) διατηρούν και την αγροτική τους ενασχόληση είτε ως κύριο είτε ως συμπληρωματικό εισόδημα. Παρόλα αυτά, από το 2010 και μετά και ως συνέπεια της μνημονιακής πολιτικής των τελευταίων χρόνων, η συμπλήρωση του αγροτικού εισοδήματος από την πολυαπασχόληση έχει και αυτή περιοριστεί οξύνοντας παραπέρα τα προβλήματα του αγροτόκοσμου.
Παράλληλα, πέρα από τους ενεργούς αγρότες υπάρχει ένα επίσης διευρυμένο στρώμα (αστοί, ετεροεπαγγελματίες, δημοσιοϋπαλληλία κλπ) που διατηρεί «οικονομικούς δεσμούς» με τον αγροτικό χώρο κυρίως μέσω των επιδοτήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πρώτα χρόνια καταγραφής των «δικαιωμάτων» της ενιαίας ενίσχυσης που προέβλεπε η ΚΑΠ 2009-2014, καταγράφηκαν ως δικαιούχοι αγροτικών ενισχύσεων πάνω από 1.120.000, δηλ. περίπου το 25% του ενεργού πληθυσμού της χώρας. Βέβαια, τα επόμενα χρόνια με μια σειρά αντιαγροτικά μέτρα (πχ διαγραφή 90.000 μικροαγροτών που εισέπρατταν μικροενισχύσεις κάτω από 250 €, αποκλεισμός συνταξιούχων κλπ) χιλιάδες δικαιούχοι ή απορρίπτονται ή παραιτούνται για φορολογικούς και ασφαλιστικούς λόγους από τις ενισχύσεις για να φτάσουμε στους 740.000 δικαιούχους το 2017 που θα πέσουν κάτω από τους 650.000 το 2017.
Μέτρο σε βάρος των φτωχομεσαίων και σε όφελος των μεγαλοαγροτών είναι και ο διαχωρισμός των αγροτών σε επαγγελματίες και μη επαγγελματίες μέσα από το κακόφημο «μητρώο αγροτών». Σύμφωνα με τον μνημονιακό νόμο 4389/2016 (σχετικές διατάξεις υπήρχαν και στον παλιότερο νόμο 3874/2010) κατά κύριο επάγγελμα αγρότες θεωρούνται όσοι 1) πάνω από το 50% του εισοδήματός τους είναι από αγροτική δραστηριότητα, 2) πάνω από το 30% του ετήσιου χρόνου εργασίας τους είναι σε αγροτικές δραστηριότητες 3) τηρούν λογιστικά βιβλία κλπ. Έτσι, χιλιάδες μικροί και μεσαίοι αγρότες που δεν τα βγάζουν πέρα μόνο με το αγροτικό εισόδημα και αναζητούν και κάποια συμπληρωματική απασχόληση (εποχιακοί εργάτες, μικρομαγαζάτορες κλπ), χαρακτηρίζονται «μη επαγγελματίες αγρότες», αποκλείονται από επιδοτήσεις, από φοροαπαλλαγές και άλλες ελαφρύνσεις και οδηγούνται στην εγκατάλειψη καλλιεργειών και στο ξεκλήρισμα. Με στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, από τους 751.509 αγρότες που το 2014 αιτήθηκαν ενιαία ενίσχυση, μόνο οι 296.174 χαρακτηρίστηκαν κατ’ επάγγελμα αγρότες! Που και αυτοί μειώθηκαν σε 263.243 το 2017 (δηλώσεις υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Λ. Αποστόλου στις 21.6.2017)!
Η μείωση του αγροτικού πληθυσμού-αγροτικού εισοδήματος φαίνεται και από τα στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών για την 5ετία 2011-2015:
|
2011 |
2012 |
2013 |
2014 |
2015 |
|
αριθμός φορολογικών δηλώσεων με αγροτικό εισόδημα: |
369.627 |
374.750 |
389.735 |
282.222 |
276.161 |
|
συνολικό δηλωθέν αγροτικό εισόδημα: |
3.712.495.252 |
3.398.522.324 |
3.122.027.536 |
2.787.052.506 |
2.608.803.585 |
Συμπερασματικά, από την ένταξη της χώρας μας το 1981 στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ) και μέσω της ΚΑΠ επιβλήθηκαν μια σειρά αντιαγροτικές πολιτικές που συρρίκνωσαν τον πρωτογενή τομέα και οδήγησαν στη διατροφική εξάρτηση της χώρας, στο ξεπάτωμα παραδοσιακών καλλιεργειών, στην καταστροφή της κτηνοτροφίας, στη μείωση-ξεκλήρισμα της αγροτιάς, σε ελλειμματικό αγροτικό ισοζύγιο και στη μετατροπή της χώρας μας σε εισαγωγέα-καταναλωτή αγροτικών προϊόντων όταν πριν την ένταξη είχαμε θετικό αγροτικό ισοζύγιο και οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων υπερκάλυπταν τις εισαγωγές. Στα χρόνια αυτά ο ενεργός αγροτικός πληθυσμός μειώθηκε στο 9% (από 29% που ήταν το 1981) ενώ το αγροτικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε στο 4% του συνολικού ΑΕΠ (από 17% που ήταν το 1981)! Στα χρόνια αυτά αποδείχτηκε ότι η ΚΑΠ δεν αποτελεί «εργαλείο» για την ανάπτυξη χωρών όπως η Ελλάδα αλλά αντίθετα ήταν και είναι το βασικό εργαλείο για την καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας μας, το ξεκλήρισμα της αγροτιάς και την παραρτηματοποίηση της ελληνικής οικονομίας. Αποδείχτηκε ότι η ΚΑΠ δεν σχεδιάστηκε για να βοηθήσει περιφερειακές και εξαρτημένες χώρες σαν την Ελλάδα αλλά αντίθετα για να υπηρετήσει τα συμφέροντα των χωρών του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία κλπ) που εκτός από τη βιομηχανία είναι παγκόσμιες υπερδυνάμεις (παραγωγοί-εξαγωγείς) και στα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα. Γι αυτό και θέλουν τον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα μη αναπτυγμένο αλλά σε ρόλο «παραπληρωματικό», τη χώρα μας καταναλωτή και όχι παραγωγό, χώρα εισαγωγέα και όχι εξαγωγέα αγροτικών προϊόντων, χώρα-πελάτη, διατροφικά εξαρτημένη, στην οποία θα διοχετεύουν τις δικές τους υπερπαραγωγές, τα «βουνά από βούτυρα-τυριά και λίμνες από γάλα» που πλεονάζουν στις χώρες αυτές.
***
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) αποτέλεσε και αποτελεί το βασικό εργαλείο με το οποίο προωθείται η πολιτική της ΕΕ στον αγροτικό χώρο. Η ΚΑΠ διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται με βάση τις ανάγκες, τους προσανατολισμούς, τους στόχους και τα συμφέροντα των ισχυρών της ΕΕ. Άρχισε να σχεδιάζεται και να εφαρμόζεται από τα πρώτα βήματα συγκρότησης της ΕΕ (1957: Συνθήκη της Ρώμης, 1962: θέσπιση της πρώτης ΚΟΑ) και αποτελεί μέχρι σήμερα την πρώτη, τη πιο ολοκληρωμένη και τη μοναδική πραγματικά κοινή τομεακή πολιτική που ασκείται στα πλαίσια της ΕΕ. Από τη στιγμή που ένα κράτος εντάσσεται στην ΕΕ δεν μπορεί να ασκήσει εθνική αγροτική πολιτική. Παρά τα σχετικά «παραθυράκια» που αφήνει η κοινοτική νομοθεσία, στην πράξη, σχεδόν όλα τα εθνικά μέτρα και πολιτικές καταργούνται και η κρατική πολιτική στην Γεωργία περιέρχεται σχεδόν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της ΕΕ. Αποτελεί την σημαντικότερη τομεακή πολιτική της ΕΕ από θεσμική, κανονιστική και δημοσιονομική άποψη: Πάνω από το 50% του «κοινοτικού κεκτημένου» αφορά στη νομοθεσία της ΚΑΠ (αποφάσεις, κανονισμοί, οδηγίες κλπ) ενώ -παρά τις συνεχείς μειώσεις- εξακολουθεί να απορροφά το μεγαλύτερο μέρος του κοινοτικού προϋπολογισμού (περίπου 80% στη δεκαετία του ’70, 70% στη δεκαετία του ’80 και με διαδοχικές μειώσεις πέφτει στο 38% μέχρι το 2020).
Βασικός μοχλός υλοποίησης της ΚΑΠ αποτελεί ο μηχανισμός των αγροτικών επιδοτήσεων. Οι αγροτικές επιδοτήσεις αποτελούν το μεγάλο προπαγανδιστικό όπλο των υποστηριχτών της ΕΕ. Με σημερινά στοιχεία, οι εισοδηματικές ενισχύσεις της ΚΑΠ που μοιράζονται στους αγρότες της χώρας μας κάθε χρονιά ανέρχονται σε 2,7 δισ. ευρώ και καλύπτουν πάνω από το 50% του ετήσιου αγροτικού εισοδήματος (4,9 δισ. ευρώ). Όσο μας αφορά, δεν έχουμε καμιά αυταπάτη ούτε για τους ισχυρούς της ΕΕ ούτε για το ρόλο που παίζουν οι επιδοτήσεις. Δεν θεωρούμε τους δυτικοευρωπαίους ιμπεριαλιστές «κουτόφραγκους» ή «κορόιδα» που τάχα μας μοιράζουν χρήμα. Όσα μας δίνουν με τα να χέρι, μας τα παίρνουν διπλά και τριπλά με το άλλο χέρι (με το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, με την καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας μας, με την παραρτηματοποίηση της οικονομίας, το βάθεμα της εξάρτησης κλπ).
Η στήριξη του πρωτογενή τομέα με επιδοτήσεις, δεν είναι απόδειξη της «φιλοαγροτικής» πολιτικής της ΕΕ. Η επιδότηση του πρωτογενή τομέα αποτελεί κοινή πρακτική κάθε οικονομίας, είτε «κεϋνσιανής» είτε «μονεταριστικής» απόκλισης, ένθεν (ΚΑΠ) κακείθεν (farm Bill) του Ατλαντικού. Για μια σειρά λόγους -όχι μόνο οικονομικούς- στα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη, η επιβίωση ανεπτυγμένου πρωτογενή τομέα εξαρτάται αποκλειστικά από τη στήριξή του με (έμμεσες ή άμεσες) επιδοτήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2000, η μέση κατά κεφαλή δαπάνη στήριξης των αγροτών ήταν 338 δολάρια για τις ΗΠΑ και 276 δολάρια για την ΕΕ. Παρά τις κατά καιρούς μειώσεις, το μοντέλο του επιδοτούμενου πρωτογενή τομέα θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια: Με βάση τον εθνικό φάκελο της ΚΑΠ (Πυλώνας Ι) και το ΠΑΑ (Πυλώνας ΙΙ), την περίοδο 2014-2020 θα διατεθούν στην ελληνική αγροτική οικονομία περίπου 19,6 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 14,9 δισ. ευρώ άμεσες επιδοτήσεις και τα 4,7 δισ. ευρώ μέσω του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης.
Ειδικά για την ΕΕ (πρώην ΕΟΚ): Οι αρχικοί σχεδιασμοί για στήριξη-ενίσχυση-επιδότηση του αγροτικού τομέα μέσω της ΚΑΠ γεννήθηκαν από την ανάγκη αύξησης της παραγωγής γεωργικών-κτηνοτροφικών προϊόντων ώστε να αρθούν οι συνέπειες από τις ζημιές (καταστροφές υποδομών, ερήμωση υπαίθρου κλπ) του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Απέβλεπαν στο να εξασφαλιστεί η διατροφική επάρκεια του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της ΕΕ ώστε να απεξαρτηθούν από τις αμερικάνικες, ρωσικές, κλπ εισαγωγές αγροτικών προϊόντων. Η εξασφάλιση διατροφικής επάρκειας με την ύπαρξη ενός ανεπτυγμένου πρωτογενή τομέα αποτελούσε και αποτελεί όρο «εκ των ων ουκ άνευ» για κάθε ιμπεριαλιστική πολιτική.
Αντίθετα, για την Ελλάδα οι επιδοτήσεις σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα μέτρα της ΚΑΠ (περιορισμοί σε καλλιέργειες, πλαφόν σε παραγωγές αγροτικών προϊόντων, πρόστιμα «συνυπευθυνότητας» κλπ) χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της αγροτικής οικονομίας, για την συρρίκνωση-καταστροφή της γεωκτηνοτροφικής παραγωγής και την εξάρτηση της χώρας μας από τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων (κυρίως από χώρες της ΕΕ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κτηνοτροφία που αποτελεί ραχοκοκαλιά του πρωτογενή τομέα, αφενός διότι διασφαλίζει τα βασικά προϊόντα διατροφής (κρέας, γάλα, βούτυρο κλπ) και αφετέρου διότι είναι η βάση για να αναπτυχθούν και άλλες παραγωγές (δημητριακά, αραβόσιτος, μηδική, ζωοτροφές κλπ): με τις ντιρεκτίβες της ΚΑΠ οδηγηθήκαμε σε στασιμότητα-συρρίκνωση της ντόπιας κτηνοτροφίας και εξάρτηση από τις εισαγωγές κτηνοτροφικών-γαλακτοκομικών προϊόντα από χώρες της ΕΕ που φτάνουν ή ξεπερνούν σε αξία τις εισαγωγές πετρελαίου!
Μια άλλη πλευρά είναι το ποιοι καρπώνονται αυτές τις επιδοτήσεις. Σύμφωνα με παλιότερα στοιχεία το 20% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, που αντιστοιχούν στο 59% των εκτάσεων και στο 25% των θέσεων απασχόλησης, λαμβάνουν το 73% των άμεσων ενισχύσεων. Κατανοητό, ότι αυτό το 20% είναι οι μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις της δυτικής Ευρώπης. Με παλιότερα στοιχεία (αφορούν την ΕΕ των 15 κρατών μελών), οι περισσότερο ωφελημένοι από τη βοήθεια στο γεωργικό τομέα δεν είναι οι λιγότερο βιομηχανικές και περισσότερο αγροτικές χώρες του Νότου αλλά εκείνες του Βορρά: Η Ελλάδα με σύνολο αγροτικού πληθυσμού ίσο με το 10,5% του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της ΕΕ εισέπραξε μόλις το 6,7% των ενισχύσεων! Αντίθετα η Γαλλία με το 15% του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της Ε.Ε. εισέπραξε το 22,5% των επιδοτήσεων, η Αγγλία με το 7,1% εισέπραξε το 10,8%, η Δανία με 1,7% εισέπραξε το 3%, η Ιρλανδία με το 3% εισέπραξε το 5% κοκ Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ο «αγρότης» που εισπράττει τις περισσότερες επιδοτήσεις της ΕΕ είναι η βασίλισσα της Αγγλίας (!) ως ιδιοκτήτης απέραντων αγροτικών εκτάσεων και αμέτρητων κοπαδιών! Αλλά και στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι καλύτερα: με την ισχύουσα ΚΑΠ, το 10% των αγροτών παίρνει το 50% των επιδοτήσεων ενώ το 50% των αγροτών μοιράζεται μόνο το 10% των επιδοτήσεων! Οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ κατευθύνονται κυρίως προς τους ισχυρούς της ΕΕ και προς τους μεγαλοαγρότες.
Τελικοί «αποδέκτες» των επιδοτήσεων δεν είναι οι αγρότες. Η επιδότηση της αγροτικής παραγωγής είναι έμμεση επιδότηση του βιομηχανικού κεφαλαίου. Επιδοτώντας την αγροτική παραγωγή εξασφαλίζεται φτηνή πρώτη ύλη για τις βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων (βαμβάκι, καπνός, γάλα, κλπ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λεγόμενη «συμβολαιακή γεωργία» που μέσω των τραπεζών, με πρωτοπόρα την τράπεζα Πειραιώς (πρώην ΑΤΕ), εξαπλώνεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Με τη «συμβολαιακή γεωργία» χρηματοδοτείται ο αγρότης για τα καλλιεργητικά του έξοδα (σπόροι, λιπάσματα, φάρμακα κλπ) με την υποχρέωση να τα αγοράσει από συμβεβλημένα με την τράπεζα καταστήματα αγροτικών εφοδίων καθώς και να πουλήσει την παραγωγή του σε συμβεβλημένες με την τράπεζα βιομηχανίες (εκκοκκιστήρια, ελαιουργεία, οινοποιεία κλπ). Η τράπεζα εξοφλεί το κατάστημα αγροτικών εφοδίων και στη συνέχεια εξοφλεί και τον αγρότη για την παραγωγή που παρέδωσε στη βιομηχανία, αφού πρώτα παρακρατήσει τα καλλιεργητικά έξοδα που χρωστάει ο αγρότης συν τους τόκους. Η εξόφληση της τράπεζας θα γίνει με την πώληση του τελικού προϊόντος από τη βιομηχανία. Ουσιαστικά δηλ. μιλάμε για χρηματοδότηση από την τράπεζα του έμπορα και του βιομήχανου με κεφάλαιο κίνησης, αφού σε όλο αυτό ο κύκλωμα, ούτε ο έμπορας ούτε ο βιομήχανος βάζουν εγγυήσεις γι αυτό το κεφάλαιο κίνησης που χρηματοδοτούνται και μόνη εγγύηση είναι οι επιδοτήσεις που δικαιούνται να εισπράξουν οι συμβεβλημένοι αγρότες. Έτσι, για παράδειγμα, αν μια βιομηχανία πάρει φωτιά και καταστραφούν οι α’ ύλες της (δηλ. τα προϊόντα που αγόρασε από αγρότες) καθώς και τα προϊόντα που παρήγαγε, δηλ. δεν θα έχει έσοδα από πωλήσεις για να εξοφλήσει την τράπεζα, η τράπεζα θα εξοφληθεί παρακρατώντας τις επιδοτήσεις των αγροτών.
Παράλληλα, ο μηχανισμός των επιδοτήσεων χρησιμοποιείται για να «συμπιεστούν» οι τιμές των αγροτικών προϊόντων που παράγονται σε τρίτες χώρες, εκτός ΕΕ. Έτσι, μέσω των επιδοτήσεων, «επιβλήθηκαν» στην παγκόσμια αγορά (όχι μόνο από την ΕΕ αλλά και από τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες: ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδά κλπ) μειωμένες τιμές στα αγροτικά προϊόντα, τιμές κάτω του κόστους παραγωγής και – φυσικά – κάτω του κόστους ζωής, με «θύματα» τις υπό ανάπτυξη χώρες του τρίτου κόσμου (που έχουν οικονομίες κατά βάση αγροτικές) και «κερδισμένους» το βιομηχανικό κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών χωρών. Μια πολιτική που καταλήγει σε μπούμερανγκ, αφού πλήττονται και οι αγρότες της ΕΕ που πλέον αναγκάζονται να συμπιέζουν τις τιμές των προϊόντων τους για να μπορέσουν να συναγωνιστούν τις μειωμένες τιμές των εκτός ΕΕ ανταγωνιστών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το βαμβάκι: Οι επιδοτήσεις των πλουσίων χωρών, κυρίως των ΗΠΑ που είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας βαμβακιού, είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση της παγκόσμιας τιμής του βαμβακιού κατά 50% από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά.
***
Όσον αφορά την κεφαλαιοκρατική συγκέντρωση, παρά τα όσα ισχυρίζονται διάφορες θεωρίες ότι αυτή δεν ισχύει στην αγροτική οικονομία, τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι και στον αγροτικό χώρο έχουμε ανάλογες διαδικασίες. Παρά τις ιδιαιτερότητες της αγροτικής οικονομίας όπου η συγκέντρωση-συγκεντροποίηση δεν είναι τόσο εμφανής και ξεκάθαρη όπως πχ στη βιομηχανία, εντούτοις και στον αγροτικό χώρο βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία συγκέντρωσης γης και μέσων παραγωγής στα χέρια μεγαλοαγροτών και μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων. Οι αντιαγροτικές πολιτικές έχουν σαν αποτέλεσμα την καταστροφή-ξεκλήρισμα των φτωχομεσαίων αγροτών που «καταβροχθίζονται» από μεγαλοϊδιοκτήτες. Χιλιάδες μικρομεσαίοι εγκαταλείπουν την παραγωγή και χιλιάδες στρέμματα περνούν στα χέρια σύγχρονων νεοτσιφλικάδων, όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα:
Μέγεθος κλήρου (στρέμματα) |
1991 |
1999-2000 |
Μεταβολή 1991/2000 |
2010 |
Μεταβολή 2000/2010 |
|||
εκμεταλλεύσεις |
% |
εκμεταλλεύσεις |
% |
εκμεταλλεύσεις |
% |
|||
0-50 |
668.088 |
77,5% |
627.188 |
76,8% |
-6,12% |
550.975 |
76,9% |
-12,1% |
50-100 |
123.783 |
14,4% |
109.004 |
13,3% |
-11,9% |
87.773 |
12,2% |
-19,5% |
100-200 |
53.174 |
6,2% |
52.669 |
6,4% |
-0,95% |
45.581 |
6,4% |
-13,5% |
200 + |
16.578 |
1,9% |
28.198 |
3,5% |
+70,1% |
32.494 |
4,5% |
+15,2% |
σύνολο |
861.623 |
100% |
817.059 |
100% |
|
716.823 |
100% |
|
Ένα άλλο συμπέρασμα που προκύπτει από τον πίνακα είναι ότι παράλληλα με την αύξηση των μεγάλων εκμεταλλεύσεων, στη χώρα μας εξακολουθεί να διατηρείται ένα ευρύ στρώμα μικρομεσαίας αγροτιάς και ο κλήρος παραμένει μικρός και πολυτεμαχισμένος με τη μέση εκμετάλλευση στην Ελλάδα να είναι 48-50 στρέμματα όταν στην ΕΕ-28 είναι πάνω από 260 στρέμματα.
Η διαδικασία συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης στην αγροτική οικονομία εκφράζεται σε πολλαπλά επίπεδα, με διάφορους τρόπους και διαφορετικά ανά κλάδο και όχι αποκλειστικά και μόνο με τον «κλασσικό» τρόπο της συγκεντροποίησης (εξαγορά, συνένωση) αγροτικής γης. Έτσι, για παράδειγμα, πιο εμφανής και έντονη είναι στην κτηνοτροφία (χοιροτροφία, πτηνοτροφία κλπ) όπου κυριαρχούν μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες εντατικής (σταβλισμένης) εκτροφής και λιγότερο στη φυτική παραγωγή εξαιτίας της άμεσης σύνδεσης της με τη γεωργική γη, του μεγαλύτερου επιχειρηματικού ρίσκου («το χωράφι είναι ξεσκέπαστο μαγαζί») κ.α. Το ίδιο και στην αλιεία με μεγάλη συγκέντρωση-συγκεντροποίηση στις ιχθυοκαλλιέργειες όπου κυριαρχούν μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες με κάθετη οργάνωση και λιγότερο στην παράκτια αλιεία όπου κυριαρχεί η παραδοσιακή οικογενειακή επιχείρηση.
Παράλληλα με την εξαγορά αγροτικής γης, έχουμε συγκέντρωση-συγκεντροποίηση της και μέσω της ενοικίασης χωραφιών που τα τελευταία χρόνια παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Υπολογίζεται ότι σήμερα πάνω από το 1/3 της καλλιεργούμενης έκτασης αφορά μισθωμένα χωράφια. Τα τελευταία χρόνια με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ (φορολογία στην ακίνητη περιουσία), πολλοί μεγαλοαγρότες επιλέγουν προσωρινά αντί για εξαγορά την μίσθωση χωραφιών η οποία ουσιαστικά είναι ένα βήμα πριν την εξαγορά.
***
Αναφερόμενοι στην αγροτιά, είναι κατανοητό ότι δεν μιλάμε για μια τάξη με ενιαία χαρακτηριστικά και κοινά ταξικά συμφέροντα. Σε παλιότερα μαρξιστικά εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας η αγροτιά περιγράφεται ως «ενδιάμεση» τάξη, κατάλοιπο προηγούμενων κοινωνικών σχηματισμών που σταδιακά συρρικνώνεται, προλεταριοποιείται και αντικειμενικά πυκνώνει τις γραμμές της εργατικής τάξης. Σήμερα, ουσιαστικά μιλάμε για κοινωνικό στρώμα παρά για τάξη, με έντονα τα μικροαστικά στοιχεία (μικροϊδιοκτησία κλπ) και εμφανή κοινωνική διαστρωμάτωση. Είναι κατανοητό ότι διαφορετικά συμφέροντα έχει ο φτωχομεσαίος αγρότης των 20-30-50 στρεμμάτων που πασχίζει για την επιβίωσή του και πως να περισώσει το χωραφάκι του και διαφορετικά ο μεγαλοαγρότης των 500 και 1000 στρεμμάτων που ουσιαστικά είναι επιχειρηματίας και προσβλέπει να μεγαλώσει την περιουσία του εποφθαλμιώντας το χωράφι του γείτονα. Διαφορές υπάρχουν ακόμα και σε αγρότες με τον ίδιο κλήρο όπως πχ 100 στρέμματα κηπευτικά θερμοκηπίου που διασφαλίζουν πολύ μεγαλύτερο εισόδημα από 100 στρέμματα με σιτάρι.
Τα τελευταία χρόνια, σαν αποτέλεσμα των πολιτικών φτωχοποίησης και ξεκληρίσματος των φτωχομεσαίων αγροτών, έχουμε παραπέρα ενίσχυση της κοινωνικής διαφοροποίησης, βάθεμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και ένταση των κοινωνικών-ταξικών αντιθέσεων μέσα στην αγροτιά. Μια «φωτογραφία» αυτής της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην αγροτιά είναι τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) από τις φορολογικές δηλώσεις:
ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ & ΔΗΛΩΘΕΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ (βάσει φορολογικών δηλώσεων 2016 για τα εισοδήματα του 2015) |
|||||
κλιμάκια εισοδήματος |
αριθμός φορολογούμενων (φορολ.δηλώσεων) |
% |
δηλωθέν εισόδημα (οικογενειακό) |
% |
|
0-10.000 |
390.071 |
93,41% |
593.659.167 |
47,48% |
|
10.001-20.000 |
16.830 |
4,03% |
232.874.069 |
18,63% |
|
20.001-30.000 |
5.211 |
1,25% |
126.748.771 |
10,14% |
|
30.001-50.000 |
3.620 |
0,87% |
137.259.172 |
10,98% |
|
50.001 & άνω |
1.835 |
0,44% |
159.619.584 |
12,77% |
|
Σύνολο |
417.567 |
100% |
1.250.160.762 |
100% |
|
(*) www.aade.gr |
|||||
Από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ διαπιστώνουμε ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών (στο 93,41%) αντιστοιχεί μόνο το 47,48% του συνολικού αγροτικού εισοδήματος και αντίθετα σε μια μειοψηφία του 2,56% των αγροτών αντιστοιχεί το 33,89% του συνολικού αγροτικού εισοδήματος!
Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε γενικά και αόριστα για αγροτιά. Η αγροτιά δεν είναι ενιαία, δεν έχει κοινά συμφέροντα, δεν μπορεί να έχει κοινά αιτήματα. Για παράδειγμα: Το αίτημα «τιμές που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής» δεν μπορεί να καλύπτει συνολικά την αγροτιά διότι άλλο κόστος παραγωγής έχει ο μεγαλοαγρότης με τα πολλά ιδιόκτητα στρέμματα, τα ιδιόκτητα αγροτικά μηχανήματα και τις οικονομίες κλίμακας που επιτυγχάνει και διαφορετικό κόστος παραγωγής έχει ο μικρομεσαίος αγρότης, με μισθωμένα στρέμματα, χωρίς ιδιόκτητα μηχανήματα κλπ. Με την έννοια αυτή και από την πλευρά των ταξικών συμμαχιών της εργατικής τάξης, τα αιτήματα πρέπει να διαμορφώνονται με κριτήριο τα συμφέροντα της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς και όχι γενικά και αόριστα της αγροτιάς. Έτσι, για το παραπάνω παράδειγμα, στο αίτημα «τιμές που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής» αντιπαραβάλλουμε το «τιμές-εισόδημα που να καλύπτει το κόστος της ζωής», αίτημα το οποίο εκφράζει καλύτερα τους φτωχομεσαίους αγρότες.
Οι φτωχομεσαίοι αγρότες με βάση την κοινωνική τους θέση, τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν και μπροστά στο ξεκλήρισμα-προλεταριοποίηση που τους οδηγεί η πολιτική του κεφάλαιου, έχουν συμφέροντα που αντικειμενικά είναι κοντά με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αντίθετα, οι μεγαλοαγρότες, η αστική τάξη του χωριού, ταυτίζονται περισσότερο με τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Πολλά απ’ όσα αναφέρονται σ’ αυτό το κείμενο δεν είναι μόνο δικές μας διαπιστώσεις. Παρόμοιες διαπιστώσεις πχ για το αγροτικό ισοζύγιο, την μείωση του αγροτικού πληθυσμού, τον μικρό μέσο κλήρο κλπ βρίσκουμε και σε αναλύσεις άλλων πολιτικών χώρων, ακόμα και συστημικών κομμάτων. Μόνο που όλοι αυτοί αναζητούν τη λύση στα πλαίσια της ΕΕ και της ΚΑΠ, εντός δηλαδή των πλαισίων της εξάρτησης και της παραρτηματοποίησης που ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση. Ακόμα και σε κείμενα της «αντισυστημικής» Χρυσής Αυγής βλέπουμε αναφορές σε «αυτάρκεια», «εθνική παραγωγή» κλπ χωρίς όμως την παραμικρή αναφορά στην ΕΕ και την ΚΑΠ που ευθύνονται για το ξεκλήρισμα των φτωχομεσαίων. Από τη μια γενικόλογες αναφορές στον «έλληνα αγρότη» και από την άλλη συγκάλυψη των ταξικών διαφορών και «πλάτη» στους μεγαλοαγρότες-νεοτσιφλικάδες και το κεφάλαιο.
Από ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και άλλα συστημικά κόμματα, σαν απάντηση στα προβλήματα επιβίωσης της αγροτιάς (πέρα από την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων κλπ) προβάλλεται ο συνεργατισμός. Είτε με την παραδοσιακή μορφή του Αγροτικού Συνεταιρισμού είτε με νέες μορφές όπως Ομάδες Παραγωγών, Αγροτικές Συμπράξεις κλπ Οι αγρότες βέβαια είναι «κουμπωμένοι» σ’ όλα αυτά μιας και από την πείρα τους γνωρίζουν το ρόλο που έπαιξαν οι συνεταιρισμοί τα προηγούμενα χρόνια. Και τέλος πάντων, όλη αυτή η αρνητική πορεία που και παραπάνω αναφέραμε, έγινε σε μια περίοδο που είχαμε πολλούς και μεγάλους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Γιατί άραγε σήμερα, να περιμένουμε μια αντίστροφη πορεία με διαφορετικά αποτελέσματα; Και άραγε, η διάλυση-χρεοκοπία των συνεταιρισμών είναι ζήτημα μόνο «κακής διαχείρισης», όπως θέλουν κάποιοι να το παρουσιάζουν;
Κατά τη γνώμη μας, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί από πολύ νωρίς απώλεσαν τον αρχικό τους ρόλο και από «αμυντικά» οικονομικά όργανα των αγροτών απέναντι στην εκμετάλλευση του κεφάλαιου, των εμπόρων και των μεσαζόντων γρήγορα μετατράπηκαν στο μόνο που θα μπορούσαν στα πλαίσια αυτού του συστήματος: σε «καπιταλιστικά μαγαζιά» που λειτουργούσαν με τους κλασσικούς κεφαλαιοκρατικούς όρους. Ο όποιος παρεμβατικός τους ρόλος, κυρίως στην αγορά και εμπορία αγροτικών προϊόντων, εξαντλούνταν στην ωραιοποίηση της αντιαγροτικής πολιτικής της ΕΕ και στην εξυπηρέτηση κυβερνητικών σχεδιασμών, άλλοτε του ΠΑΣΟΚ και άλλοτε της ΝΔ.
Ο νόμος 4015/2011, με τον οποίο οι Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών διαλύονται και μετατρέπονται σε πρωτοβάθμιους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς δεν ήρθε τόσο να «εκσυγχρονίσει» το θεσμικό πλαίσιο όσο να επιταχύνει διοικητικά τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κυρίως της αγροτικής παραγωγής (μέσω Ομάδων Παραγωγών κλπ) σύμφωνα και με τις απαιτήσεις της ΚΑΠ. Ο νέος νόμος για τους συνεταιρισμούς (Ν.4384/2016) που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κινείται στην ίδια κατεύθυνση. Μια κατεύθυνση που δεν έρχεται σε αντίθεση με τις επιλογές της ΕΕ-ΚΑΠ. Μια κατεύθυνση που δεν ανατρέπει ούτε ανακόπτει τις αντιαγροτικές πολιτικές. Άλλωστε δεν είναι ότι η ΕΕ «δεν θέλει» συνεταιρισμούς. Ίσα-ίσα στις χώρες της ΕΕ υπάρχουν πολλά παραδείγματα με συνεταιρισμούς-μεγαθήρια όπως πχ η ΝΟΥΝΟΥ που είναι ο μεγαλύτερος συνεταιρισμός γαλακτοκομικών στον κόσμο. Μόνο που θέλουν συνεταιρισμούς-κεφαλαιουχικές εταιρείες, συνεταιρισμούς-ΑΕ που θα εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγαλοαγροτών σε βάρος της φτωχομεσαίας αγροτιάς. Και φυσικά σε ρόλο δεύτερο-παραπληρωματικό σε σχέση με το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Κυβέρνηση και κόμματα του κεφάλαιου επιχειρούν να πείσουν-αποπροσανατολίσουν τους αγρότες ότι η απάντηση στα προβλήματά τους βρίσκεται με μια διαφορετική, συνεταιριστικού τύπου, οικονομική διαχείριση. Η πάλη των φτωχομεσαίων αγροτών ενάντια στις αντιαγροτικές πολιτικές ΕΕ-κυβέρνησης περνά μέσα από τα διεκδικητικά τους όργανα που είναι οι αγροτικοί σύλλογοι και όχι μέσα από οικονομικά όργανα όπως είναι οι συνεταιρισμοί. Χωρίς να καταγγέλλουμε τις διάφορες συνεταιριστικές προσπάθειες που γίνονται στον αγροτικό χώρο, οφείλουμε από την άλλη να έχουμε ξεκάθαρο ότι αυτές έχουν κυρίως αμυντικό χαρακτήρα. Οι σημερινοί Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, Ομάδες Παραγωγών κλπ, είναι «καπιταλιστικά μαγαζιά» που λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια στη βάση των νόμων της αγοράς και δεν μπορούν να αποτελέσουν την «απάντηση» της φτωχομεσαίας αγροτιάς στην αντιαγροτική πολιτική.
Είμαστε λοιπόν με τους αγροτικούς συλλόγους. Μ’ αυτό το πρωτοβάθμιο ζωντανό κύτταρο-όργανο που συσπειρώνει τους αγρότες στη βάση, με χαρακτήρα ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ και με κριτήρια τόσο χωροταξικά (ένας σε κάθε χωριό) όσο και κοινωνικά-ταξικά (σύλλογος της φτωχομεσαίας αγροτιάς). Εδώ η κατάσταση είναι πολύ άσχημη. Ενώ στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 μιλούσαμε για χιλιάδες αγροτικούς συλλόγους σήμερα έχουμε μια εικόνα διάλυσης, με ανύπαρκτους αγροτικούς συλλόγους ή με συλλόγους-σφραγίδες, χωρίς διαδικασίες βάσης (συνελεύσεις κλπ), που συσπειρώνουν ελάχιστους αγρότες. Η ίδια εικόνα διάλυσης και αποσυγκρότησης εκφράζεται και στα δευτεροβάθμια όργανα, στις Ομοσπονδίες Αγροτικών Συλλόγων (ανά νομό) όπου ελάχιστες είναι αυτές που υφίστανται, ακόμα πιο λίγες είναι αυτές που διατηρούν μια στοιχειώδη λειτουργία (διαδικασίες ΔΣ, ΓΣ κλπ) και σχεδόν καμία που να εκπροσωπεί πραγματικά τη μάζα της φτωχομεσαίας αγροτιάς. Όσο για το τριτοβάθμιο επίπεδο, εδώ πια μιλάμε για την απόλυτη διάλυση με πλήρη ανυπαρξία πολιτικοσυνδικαλιστικής έκφρασης σε τριτοβάθμιο επίπεδο. Έτσι, από κει που μια παλιότερη περίοδο είχαμε μια άσχημη κατάσταση κατακερματισμού και πολυδιάσπασης με δύο και τρεις αγροτικούς συλλόγους σε κάθε χωριό («πράσινους», «μπλε» και «ροζ»), δύο ομοσπονδίες σε κάθε νομό και δύο τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα σε πανελλαδικό επίπεδο – από τη μια η ΓΕΣΑΣΕ των ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ και από την άλλη τη ΣΥΔΑΣΕ της ΝΔ – περάσαμε στη σημερινή ακόμα χειρότερη κατάσταση της πλήρους διάλυσης και αποσυγκρότησης.
Και μπορεί να διαλύθηκαν οι «πράσινοι», «μπλε» και «ροζ» αγροτικοί σύλλογοι αλλά σήμερα αναπαράγεται μια ανάλογη κατάσταση με τα «πράσινα», «μπλε» και «ροζ» μπλόκα-συντονιστικά-επιτροπές. Η ανυπαρξία συνδικαλιστικής οργάνωσης επιτρέπει στα κόμματα να καπελώνουν και να «αλωνίζουν» το χώρο και στους ποικιλόχρωμους κομματάρχες να το παίξουν αγροτοπατέρες. Βλέπουμε έτσι στις περιόδους των αγροτικών κινητοποιήσεων «εν μια νυκτί» και μακριά από τους αγρότες να στήνονται «πανελλαδικά»-«συντονιστικά»-«επιτροπές» κλπ που δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά κομματικά παραμάγαζα. Από την άλλη, η πραγματική κατάσταση στον αγροτικό συνδικαλισμό δεν έχει καμιά σχέση με την εικόνα που αφήνουν οι αγροτοπατέρες να πλανάται. Ακόμα και στην «εμβληματική» Ενωτική Ομοσπονδία Αγροτικών Συλλόγων της Καρδίτσας μιλάμε για μια Ομοσπονδία που συσπειρώνει όλο κι όλο 10 με 15 αγροτικούς συλλόγους, με ένα ΔΣ που σπάνια συνεδριάζει σε απαρτία και οι όποιες αποφάσεις παίρνονται από τον στενό κομματικό περίγυρο. Αυτός ο κομματικός «εναγκαλισμός»-καπέλωμα διώχνει παρά συσπειρώνει τους αγρότες, οδηγεί σε ασφυξία και τελικά απονεκρώνει τους συλλόγους. Και αν οι αγροτοπατέρες έτσι θέλουν τους αγροτικούς συλλόγους και τις ομοσπονδίες, δηλαδή «σφραγίδες», χωρίς διαδικασίες και χωρίς συμμετοχή του κόσμου ώστε να τις ελέγχουν, το σίγουρο είναι ότι αυτό δεν βοηθάει την αγροτιά και ούτε συγκροτεί πραγματικό κίνημα για την ανατροπή της αντιαγροτικής πολιτικής.
Ο αγροτικός σύλλογος για να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει δεν μπορεί να είναι ένα «στενό» συνδικαλιστικό όργανο που ασχολείται μόνο με «καθαρά» αγροτικά ζητήματα. Ο αγροτικός σύλλογος συσπειρώνει τη φτωχομεσαία μάζα του χωριού, αγρότες και αγρότισσες και παλεύει για όλα τα ζητήματα, μικρά και μεγάλα, που απασχολούν τη τοπική κοινωνία. Από τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, τις αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ, το κόστος παραγωγής, την αγροτική φορολογία, τον ΤΟΕΒ, τον ΕΦΚΑ κλπ μέχρι το σχολείο που δεν έχει δάσκαλο, τον αγροτικό γιατρό που δεν υπάρχει, τον δήμαρχο που φορτώνει χαράτσια, τις συντάξεις που είναι χαμηλές, το γειτονικό εργοστάσιο που ρυπαίνει το ποτάμι κλπ Ένας αγροτικός σύλλογος που «ζει» όλο το χρόνο και όχι μόνο την περίοδο των μπλόκων. Ένας αγροτικός σύλλογος χωρίς κομματικές ταμπέλες, με ευρύτερη κοινωνική, πολιτιστική κλπ παρέμβαση που θα αναδειχτεί σε πόλο συσπείρωσης και εστία αντίστασης συνολικά της φτωχομεσαίας αγροτιάς του χωριού.
Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η αρνητική κατάσταση διάλυσης-οπισθοχώρησης-ανυπαρξίας του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος αποτελεί έκφραση και αντανάκλαση της γενικότερης κατάστασης αποσυγκρότησης και οπισθοχώρησης του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Και είναι επίσης ξεκάθαρο ότι μια αντίστροφη πορεία συγκρότησης και ανάπτυξης του αγροτικού κινήματος, επηρεάζει και επηρεάζεται από τις αντίστοιχες εξελίξεις στο ευρύτερο εργατικό-λαϊκό κίνημα. Σ’ αυτή την πορεία η πάλη ενάντια στην εξάρτηση (εξάρτηση πολιτική-οικονομική-στρατιωτική-διατροφική κλπ) είναι κρίκος που συνδέει την φτωχή αγροτιά με την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους.
Παράλληλα, η πάλη ενάντια στη φτωχοποίηση αποτελεί επίσης συνδετικό κρίκο της φτωχομεσαίας αγροτιάς με την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους. Βασικό αίτημα της φτωχομεσαίας αγροτιάς είναι να ζει με αξιοπρέπεια από τη δουλειά της. Να έχει εισόδημα ώστε να συνεχίσει να καλλιεργεί, να μην εγκαταλείψει τα χωράφια, να μην οδηγηθεί στην εξαθλίωση και στο ξεκλήρισμα. Μαζί με την ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ λοιπόν στα αντιαγροτικά μέτρα που προωθούνται από κυβέρνηση-ΕΕ και στην αντιαγροτική επίθεση που συνεχώς κλιμακώνεται, είναι και η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ για ΤΙΜΕΣ-ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΠΟΥ ΝΑ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Ένα αίτημα γενικό μεν, που σίγουρα χρειάζεται παραπέρα ανάλυση και εξειδίκευση, αλλά που όμως δίνει καλύτερα το στίγμα μας σε σχέση με άλλα αιτήματα όπως «κατώτερες εγγυημένες τιμές στα προϊόντα», «μείωση του κόστους παραγωγής» κ.α. που έχουν διαφορετικό νόημα-περιεχόμενο για τον μεγαλοαγρότη και διαφορετικό για τον μικρό και μεσαίο, δηλαδή ευνοούν ξεκάθαρα τους μεγάλους και δεν αποτρέπουν το ξεκλήρισμα των φτωχομεσαίων.
Υπάρχουν λοιπόν – δεν θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά – διαφορετικά αιτήματα, διαφορετικοί στόχοι πάλης, διαφορετικές πολιτικές γραμμές μέσα στην αγροτιά. Διαφορετικά συμφέροντα έχουν οι μεγαλοαγρότες και διαφορετικά οι φτωχοί και μεσαίοι. Σε αντίθεση με τη φτωχή αγροτιά που θέλει και παλεύει να ζήσει από τη δουλειά της, η αστική τάξη του χωριού (μεγαλοαγρότες) επιδιώκει υπερκέρδη και μεγάλες αποδόσεις από τις καλλιέργειες-επενδύσεις που κάνει. Οι φτωχομεσαίοι παλεύουν ενάντια στο ξεκλήρισμα πασχίζοντας να επιβιώσουν από τις καλλιέργειες και να μείνουν στα χωράφια και στην παραγωγή. Από την άλλη οι μεγαλοαγρότες επιζητούν κοινωνική ανέλιξη, ξεκόβουν από την παραγωγή και μετατρέπονται σε επιχειρηματίες-αγρότες ή αγρότες-επιχειρηματίες με λιγότερη ή καθόλου προσωπική εργασία, περισσότερο ως εργοδότες εποχιακών ή και μόνιμων εργατών γης με εκατοντάδες ιδιόκτητα ή νοικιασμένα στρέμματα και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ επενδύσεις σε εργαλεία, μηχανήματα και εγκαταστάσεις.
Οι θιασώτες της ΕΕ (και εδώ η γκάμα έχει μεγάλο εύρος…) αυτό που προτείνουν στους αγρότες είναι… περισσότερη ΕΕ. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, «έβαλαν πλάτη» για να περάσει η αντιαγροτική πολιτική. Υλοποίησαν μέχρι κεραίας την αντιαγροτική ΚΑΠ, εκχώρησαν την όποια «εθνική» αγροτική πολιτική στα διευθυντήρια των Βρυξελών, εφάρμοσαν κατά γράμμα τις ΕΟΚικές ντιρεκτίβες, αποδέχτηκαν πλαφόν και περιορισμούς στην αγροκτηνοτροφική παραγωγή, επέβαλαν τα κακόφημα πρόστιμα και ποινές «συνυπευθυνότητας»… Φέρουν τη κύρια και βασική ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση. Και επιμένουν στον ίδιο δρόμο, στην ίδια χρεοκοπημένη πολιτική προβάλλοντας σαν διέξοδο ξανά την… ΚΑΠ, την «αξιοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων», διάφορες «εναλλακτικές» καλλιέργειες, ομάδες παραγωγών, συμβολαιακές γεωργίες κλπ
Από την άλλη, διάφορα ρεφορμιστικά αιτήματα όπως «ενιαίος δημόσιος φορέας τροφίμων», «εθνικοποίηση-κρατικοποίηση των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας του αγροτοδιατροφικού τομέα», «Δημόσια τράπεζα και κέντρα σποροπαραγωγής, λιπασματοβιομηχανίες, βιομηχανίες ζωοτροφών», «παραγωγικοί συνεταιρισμοί» «δωρεάν επιστημονική επιμόρφωση» κτλ που προβάλλονται από ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και λοιπούς της αριστεράς «μας» δεν βοηθάνε σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αποπροσανατολίζουν το κίνημα και υπονομεύουν τους αγώνες. Οι αγώνες της φτωχομεσαίας αγροτιάς έχουν ανάγκη από ΣΤΟΧΟΥΣ ΠΑΛΗΣ που θα κοντράρουν-ανατρέπουν την αντιαγροτική πολιτική – έστω επιμέρους πλευρών της – και όχι από «αιτήματα» εντός των πλαισίων του συστήματος (που κάλλιστα υιοθετούνται και από μεγαλοαγρότες). Αιτήματα που άλλωστε δοκιμάστηκαν και στο παρελθόν και χρεοκόπησαν: «Δημόσια τράπεζα» υπήρχε (η ΑΤΕ) που αφαίμασσε παρά στήριζε τους αγρότες με την τοκογλυφική της πολιτική. «Δημόσια κέντρα σποροπαραγωγής ή λιπασματοβιομηχανίες κλπ» υπήρχαν και παλιότερα, που όμως δεν ανέκοψαν την αντιαγροτική επέλαση και ούτε σήμαινε ότι είχαμε φιλοαγροτική πολιτική. Όπως υπήρχαν και Συνεταιρισμοί που αντί να βοηθήσουν τους αγρότες χρησιμοποιήθηκαν ακριβώς για να προωθηθούν οι αντιαγροτικές αναδιαρθρώσεις της ΕΕ-ΚΑΠ και να υπονομευτεί-διαλυθεί ο όποιος αγροτικός συνδικαλισμός. Όσο για τους «παραγωγικούς συνεταιρισμούς» (που κατά κόρον προβάλλονται από ΚΚΕ και λοιπούς): Αναφέραμε και πριν, το τονίζουμε και τώρα ότι η υπεράσπιση των συμφερόντων της φτωχομεσαίας αγροτιάς περνά μέσα από την ενίσχυση των πολιτικοσυνδικαλιστικών οργάνων της (αγροτικοί σύλλογοι) και όχι από όργανα οικονομικού χαρακτήρα όπως είναι οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί που έχουν αμυντικό χαρακτήρα και «κοντά ποδάρια» στον καπιταλισμό. Άλλωστε και εδώ τους πρόλαβε η ΕΕ και η κυβέρνηση που ήδη νομοθέτησαν και προωθούν (με επιδοτήσεις, κίνητρα κλπ) τις «ομάδες παραγωγών».
Για τους φτωχομεσαίους αγρότες η πάλη τους δεν μπορεί να έχει στόχο μια «άλλη οργάνωση» της αγροτικής παραγωγής, ένα «άλλο μοντέλο» πρωτογενούς τομέα εντός της ΕΕ-ΚΑΠ ή/και εντός του ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συστήματος. Οι αγώνες της φτωχομεσαίας αγροτιάς έχουν στόχο την ανατροπή της αντιαγροτικής πολιτικής σαν κομμάτι του συνολικότερου αγώνα που δίνει η εργατική τάξη και ο λαός μας για ανατροπή της επίθεσης, για δουλειά και ζωή με δικαιώματα, για συνολική ανατροπή του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης, για μια άλλη κοινωνία με τον εργαζόμενο λαό αφέντη στον τόπο του. Για ανεξαρτησία και σοσιαλισμό.
(*) Εργάτες γης-μετανάστες: Πραγματικά «της γης οι κολασμένοι», που μοιάζουν «ανύπαρκτοι» μιας και κατά χιλιάδες είναι διασκορπισμένοι ανά την επικράτεια σε πτηνοτροφία, βουστάσια, στάνες, θερμοκήπια, ιχθυοκαλλιέργειες, χωράφια κλπ. Μιλάμε για το πιο καταπιεσμένο, εξαθλιωμένο και ανοργάνωτο κομμάτι της εργατικής τάξης. Αποτελεί κυρίως κομμάτι της παρέμβασής μας στην εργατική τάξη (μιας και είναι αναπόσπαστο μέρος της) και δευτερευόντως στην αγροτιά, που – εκτός των άλλων – θα μας φέρει σε αντίθεση όχι μόνο με τους μεγαλοαγρότες, αλλά και με πολλούς μεσαίους παραγωγούς. Στα «δύσκολα» της όποιας παρέμβασης πρέπει να συνυπολογίσουμε τις διαφορετικές καταγωγές-γλώσσες, τα δουλεμπορικά κυκλώματα διάφορων ντόπιων και αλλοδαπών, τα κλειστά γκέτο, τον όχι μόνιμο τόπο εργασίας (περιπλάνηση από περιοχή σε περιοχή ανάλογα με τις ανάγκες εργατικών χεριών) κλπ Παρά τις δυσκολίες, είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούμε να κάνουμε πως δεν υπάρχουν.
Πηγές: