Ξανά λοιπόν το «Μακεδονικό ζήτημα», που δεν είναι βέβαια μόνο μακεδονικό. Συνδέεται άμεσα με τις γεωπολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια αλλά και τις επιδιωκόμενες αναδιατάξεις δυνάμεων και συμμαχιών στην περιοχή. Και βεβαίως σε πλήρη διασύνδεση με τον ευρύτερο ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό στο πλαίσιο της συνολικής αναδιάταξης δυνάμεων που συντελείται στην εποχή μας.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι κινήσεις, οι βλέψεις, οι φιλοδοξίες αλλά και οι αγωνίες των αστικών δυνάμεων της περιοχής. Κινήσεις τις οποίες προσπαθούν να εναρμονίσουν με τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ευελπιστώντας ότι έτσι θα βρεθούν στην πλευρά των κερδισμένων και όχι των «αναλώσιμων». Μάταιος κόπος. Η εμπλοκή στα γρανάζια των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και ανταγωνισμών μόνο χαμένους έχει. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους λαούς που έτσι ή αλλιώς πληρώνουν πάντα το μεγαλύτερο κόστος (ακόμη και σε αίμα) στις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις. Αναφέρομαι και στις αστικές τάξεις που καλούνται και αυτές να καταβάλουν τις δικές τους «εισφορές» στον ιμπεριαλιστικό Μολώχ. Απ’ εκεί και πέρα, λιγότερα ή περισσότερα κόστη για την καθεμία, είναι ζήτημα συγκυριών και των κάθε φορά ιεραρχήσεων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Υπάρχει βέβαια και ο παράγοντας λαοί, των οποίων τα πραγματικά συμφέροντα και προσδοκίες βρίσκονται έξω και ενάντια τόσο στις επιδιώξεις και τις μανούβρες των αστικών τάξεων όσο και εκείνες των ιμπεριαλιστικών πατρώνων τους. Μόνο που εδώ υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Αυτό που συνδέεται με την αδυναμία του λαϊκού παράγοντα να παρέμβει στις εξελίξεις άμεσα, αποτελεσματικά και στη βάση των δικών του συμφερόντων και επιδιώξεων.
Μια αδυναμία που συνδέεται με την ήττα του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, την ήττα των λαών. Αυτή που είχε σαν συνέπειά της τον ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό αφοπλισμό των λαϊκών μαζών. Που έδωσε τη δυνατότητα στις αστικές δυνάμεις να μανουβράρουν και να χειραγωγούν τις λαϊκές διαθέσεις. Που άνοιξε το δρόμο στις πιο αντιδραστικές αντιλήψεις και δυνάμεις, έως και τις φασιστικές. Που διαμόρφωσε εκείνους τους όρους και συνθήκες με βάση τις οποίες οι ιμπεριαλιστές προωθούν σχεδόν ανεμπόδιστα τους εγκληματικούς τους σχεδιασμούς. Την καθυπόταξη χωρών και το ματοκύλισμα των λαών, όπως ήδη το είδαμε να πραγματοποιείται στη γειτονιά μας, τα Βαλκάνια, τα προηγούμενα χρόνια. Όπως συνεχίζουμε να το βλέπουμε να συμβαίνει στη Μ. Ανατολή και σε άλλες περιοχές του πλανήτη.
Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο ζήτημα, εδώ και η απάντηση. Στην ανασύνταξη, ανασυγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων. Έτσι ώστε να αναδειχτούν ξανά οι λαοί σε ενεργό υποκείμενο των εξελίξεων και όχι σε παθητικό αποδέκτη των ρυθμίσεων που επιβάλλουν οι δυνάμεις του συστήματος ή, ακόμη χειρότερα, να σύρονται αποπροσανατολισμένοι σε αντιδραστικές κατευθύνσεις. Σ’ αυτό καλούνται να απαντήσουν οι δυνάμεις που διατίθενται να αντιπαλέψουν τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Με τις θέσεις τους, τις αντιλήψεις που προωθούν, με τους αγώνες που οφείλουν να αναπτύξουν. Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα το πώς τίθεται το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ, ποιος ο ρόλος και οι επιδιώξεις των δυνάμεων που εμπλέκονται σ’ αυτό.
Το γενικότερο πλαίσιο
Το γενικότερο πλαίσιο ορίζεται από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ειδικότερα ανάμεσα στις δυνάμεις της «Δύσης» με εκείνες της «Ανατολής», χωρίς να παραγνωρίζουμε την ύπαρξη αντιθέσεων τόσο ανάμεσα σε ΗΠΑ και ευρωπαϊκές δυνάμεις όσο και μεταξύ Ρωσίας και Κίνας.
Όσον αφορά τα Βαλκάνια, είχαμε μετά τις ανατροπές του 1989-1991 την επιδρομή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Δύσης και με στόχο την ένταξη του συνόλου των βαλκανικών χωρών στη δική τους σφαίρα επιρροής. Αυτή την επιδίωξη υπηρετούν και οι σημερινές τους κινήσεις. Μόνο που υπάρχει μια σημαντική διαφορά σε σχέση με ό,τι ίσχυε τη δεκαετία του 1990. Η Ρωσία του Πούτιν δεν είναι πλέον η Ρωσία του Γέλτσιν που παρακολουθούσε παθητικά τις ΗΠΑ να κομματιάζουν τη Γιουγκοσλαβία. Αντίθετα, επιχειρεί να «επιστρέψει» σε μια περιοχή στην οποία είχε σημαντικά ερείσματα για πολλά χρόνια. Αυτό άλλωστε είναι που ωθεί τις ΗΠΑ και τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές να επιταχύνουν το «κλείσιμο» ζητημάτων έτσι ώστε να διασφαλίσουν τον έλεγχό τους στην περιοχή. Ειδικότερα σε σχέση με το «Μακεδονικό», αυτό που επιδιώκουν είναι η ένταξη της ΠΓΔΜ σε ΝΑΤΟ και ΕΕ ώστε να «κλειδώσει» η πρόσδεσή της στη δυτική σφαίρα επιρροής και κυριαρχίας.
Στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση οι κινήσεις του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Στη ματαίωση μιας διευθέτησης που θα υπηρετεί τους σχεδιασμούς των ανταγωνιστών του και θα παρεμβάλει έτσι πρόσθετα εμπόδια στη δική του προσπάθεια «επιστροφής» στα Βαλκάνια.
Σε σχέση με αυτά, ορισμένες κατ’ αρχάς παρατηρήσεις. Οι πιέσεις σε ΠΓΔΜ και Ελλάδα για αμοιβαίες υποχωρήσεις με αυτούς τους σχεδιασμούς έχουν να κάνουν και καθόλου με το ζήτημα του «ονόματος» αυτό καθεαυτό. Οι ιμπεριαλιστές θα μπορούσαν να αποδεχτούν οποιαδήποτε ονομασία αρκεί να διευκολύνεται η προώθηση των επιδιώξεών τους. Ούτε βέβαια ενδιαφέρονται για μια πραγματική και ουσιαστική επίλυση των διαφορών ανάμεσα στις δύο χώρες. Αντίθετα, την ύπαρξη διαφορών και αντιθέσεων ανάμεσα σε χώρες και λαούς τη θέλουν, την υποθάλπουν, την καλλιεργούν για να μπορούν να τις χρησιμοποιούν στη χειραγώγησή τους. Με αυτούς τους όρους, οποιαδήποτε «λύση» επιβληθεί αλλά και «μη λύση» προκύψει αφενός θα εμπεριέχει τη σφραγίδα της ιμπεριαλιστικής επιδιαιτησίας και επικυριαρχίας και αφετέρου και σε οποιαδήποτε των εκδοχών του πράγματος θα παροξύνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με όσα αυτό συνεπάγεται.
Ταυτόχρονα, σημαντική αρνητική εξέλιξη αποτελεί η επίδραση των τεκταινόμενων στην ανάδειξη και ενίσχυση αντιδραστικών, σοβινιστικών δυνάμεων στις χώρες τις περιοχής.
Ρόλος και διαθέσεις των αστικών τάξεων
Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε (και έχει) η στάση και ο ρόλος που έπαιξαν οι αστικές δυνάμεις της περιοχής. Χρειάζεται εδώ να είναι καθαρό ένα πράγμα. Οι ιμπεριαλιστές χρησιμοποίησαν (και συνεχίζουν να χρησιμοποιούν) συγκεκριμένα «ποδάρια» για να πατήσουν στα Βαλκάνια. Τις αστικές δυνάμεις των χωρών της περιοχής ή σημαντικών τμημάτων τους . Δυνάμεις που χαρακτηρίζονταν από εκείνο το «μείγμα» εθελοδουλίας από τη μια και φιλοδοξιών στα όρια πολλές φορές του τυχοδιωκτισμού από την άλλη.
Τα φαινόμενα μεγαλοϊδεατικών σοβινιστικών παραληρημάτων την ίδια στιγμή που συμμορφώνονται στις πιο ταπεινωτικές ιμπεριαλιστικές υπαγορεύσεις αποτελούν έκφραση αυτών των χαρακτηριστικών. Ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που χρησιμοποίησαν οι ιμπεριαλιστές για να ρημάξουν τη Γιουγκοσλαβία και να επιβάλουν την κυριαρχία τους στα Βαλκάνια και τα ίδια συνεχίζουν να αξιοποιούν.
Όσον αφορά ειδικότερα την αστική τάξη της χώρας μας: Σε μια πρώτη φάση μετά τις καταρρεύσεις του 1989-1991 θεώρησε ότι θα μπορούσε να αναλάβει έναν ρόλο γκαουλάιτερ των Βαλκανίων για λογαριασμό των ιμπεριαλιστών της Δύσης. Αυτό ανάμεσα σε άλλα καθόρισε και τη στάση της απέναντι στην ΠΓΔΜ, την άρνησή της στην ουσία να αποδεχτεί την ύπαρξή της.
Στην πορεία αναγκάστηκε να δει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι και ότι ο ρόλος της (γιατί είχε κάποιον ρόλο) δεν είναι αυτός που φανταζόταν. Με βάση αυτή τη μεταστροφή οδηγήθηκε στην αποδοχή της σύνθετης ονομασίας το 2008, η οποία ωστόσο δεν οδήγησε σε λύση καθώς συνάντησε την άρνηση της ΠΓΔΜ.
Για την ελληνική αστική τάξη
Πώς έχει πλέον το ζήτημα. Η ελληνική αστική τάξη προσανατολίζεται στη λύση του ζητήματος. Η στάση της αυτή καθορίζεται κατ’ αρχάς από την κατεύθυνση συνολικής ευθυγράμμισης με τους αμερικανικούς-δυτικούς σχεδιασμούς. Μια κατεύθυνση που υπηρετήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι τα σήμερα και που με ιδιαίτερη ζέση ανέλαβε να προωθήσει παραπέρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με πληθώρα κινήσεων και εκδουλεύσεων στους ιμπεριαλιστές.
Ταυτόχρονα, μια τέτοια κατεύθυνση εναρμονίζεται με τις φιλοδοξίες της για ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό ρόλο στην περιοχή των Βαλκανίων. Η Ελλάδα παρά την κρίση και τα μνημόνια παραμένει η πιο ισχυρή οικονομική και στρατιωτική δύναμη των Βαλκανίων (αν θεωρήσουμε την Τουρκία ως μη βαλκανική χώρα). Το ελληνικό κεφάλαιο έχει διεισδύσει όχι μόνο στην ΠΓΔΜ αλλά και σε άλλες χώρες της περιοχής. Το ότι σε καθοριστικό βαθμό έχει λειτουργήσει σαν «πρόσκοπος» ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών οικονομικών οργανισμών δεν αναιρεί το ότι έχει και αυτό το μερτικό του.
Ταυτόχρονα, με βάση τους συσχετισμούς και το κλίμα που διαμορφώθηκαν μετά το 1989-1991, η ελληνική πλευρά αξιοποίησε και αξιοποιεί το ότι ήταν μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, της ΟΝΕ. Με αυτούς τους όρους εκτιμάται ότι η εξάλειψη των όποιων «εκκρεμοτήτων» (με ΠΓΔΜ, Αλβανία κ.λπ.) ανοίγει το δρόμο για ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό ρόλο της στην περιοχή.
Με βάση αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε το άνοιγμα της διαδικασίας για την επίλυση του ζητήματος. Συνάντησε ωστόσο και συναντά αντιδράσεις. Τόσο εκείνες που εστιάζουν στο όνομα και το Σύνταγμα κ.λπ. της ΠΓΔΜ όσο και άλλες που αρνούνται κάθε λύση καθώς αντιμετωπίζουν την ίδια την ύπαρξη της ΠΓΔΜ σαν «απειλή» για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Έχουν καμιά υπόσταση αυτοί οι «φόβοι»; Κατά πόσο δηλαδή μπορεί να αντιμετωπισθεί σοβαρά η άποψη που θέλει την ΠΓΔΜ να αποτελεί απειλή για την Ελλάδα, με δεδομένο τον συντριπτικό και σε όλα τα πεδία συσχετισμό ανάμεσά τους. Περισσότερο στέκει η ακριβώς αντίθετη άποψη, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε τα ερείσματα που συνεχίζει να έχει η αντίληψη (κυρίαρχη το 1992) πως η μόνη «λύση» είναι η διάλυση του «θνησιγενούς κρατιδίου».
Αν υπάρχουν κίνδυνοι (και υπάρχουν) και όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά συνολικά για τους λαούς των Βαλκανίων, αυτοί βρίσκονται αλλού. Βρίσκονται στο ρόλο και τις διαθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αλλά και στην «προθυμία» που επιδεικνύουν αστικές δυνάμεις της περιοχής να κινηθούν με βάση τις ιμπεριαλιστικές υποδείξεις. Αλλά σ’ αυτό θα αναφερθώ και παρακάτω.
ΠΔΓΜ – Αγωνίες και «διέξοδοι»
Όσον αφορά την αστική τάξη της ΠΓΔΜ: Σε μια πρώτη φάση και καθώς διαφαινόταν αναπόφευκτη η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας από την ιμπεριαλιστική επέμβαση, ακολούθησε και αυτή το ρεύμα της ανεξαρτητοποίησης. Η τότε ηγεσία (Γκλιγκόροφ), έχοντας επίγνωση της αδύναμης θέσης της χώρας της, έδειχνε πρόθυμη να αποδεχτεί έναν συμβιβασμό με την Ελλάδα και όχι μόνο για το «όνομα». Η άρνηση της Ελλάδας και η επιθετική αντιμετώπιση της ΠΓΔΜ από την ελληνική πλευρά διαμόρφωσαν άλλα δεδομένα και ενίσχυσαν άλλες τάσεις. Τάσεις που ενισχύθηκαν με την αναγνώριση σε μια πορεία της ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα («Δημοκρατία της Μακεδονίας») από μια σειρά χώρες και ανάμεσά τους τις Ρωσία και ΗΠΑ.
Τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε ο Γκλιγκόροφ μετά την απόπειρα δολοφονίας του (που ποτέ δεν διαλευκάνθηκε) τον οδήγησαν σε παραίτηση και την ενίσχυση άλλων τάσεων και δυνάμεων. Δυνάμεις που ιδιαίτερα με την άνοδο του Γκρουέφσκι στην εξουσία επιχείρησαν να στερεώσουν το έθνος-κράτος τους στη βάση ενός αφηγήματος που ξεκινούσε από την αρχαία Μακεδονία, περνούσε μέσα από τη βυζαντινή περίοδο, έφτανε στο Ίλιντεν και από εκεί στο 1945, για να καταλήξει στο σήμερα. Ένα αφήγημα στο οποίο ευδιάκριτες ήταν και οι αλυτρωτικές τάσεις και διαθέσεις.
Αντιμετώπιζαν ωστόσο σοβαρά προβλήματα. Κεντρικό ζήτημα, ότι στην ΠΓΔΜ διαβιούσε μια ισχυρή αλβανική μειοψηφία που διεκδικούσε τον ιδιαίτερο ρόλο της στα δρώμενα της χώρας. Μια αντίθεση που οδήγησε έως και σε ένοπλες συγκρούσεις. Την πίεση της ελληνικής πλευράς που έβαλε φραγμούς σε επιδιώξεις και φιλοδοξίες τους. Τις βουλγαρικές βλέψεις που συνεχίζουν να θεωρούν τους Σλαβομακεδόνες, Βούλγαρους. Αξιοσημείωτο είναι το ότι ενώ η Βουλγαρία ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν αναγνώριζαν την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους».
Ταυτόχρονα αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Γενικότερα μια κατάσταση που έβαζε και βάζει έως και πρόβλημα ύπαρξης για το νεοσύστατο κράτος. Σαν διέξοδο σε όλα αυτά η ιθύνουσα τάξη της ΠΓΔΜ έβλεπε την ένταξη της χώρας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Μια ένταξη που για λόγους που ήδη αναφέρθηκαν την ήθελαν και την προωθούσαν και οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και ΕΕ. Το πρόβλημα βρισκόταν στην αντίθεση της ελληνικής πλευράς και στη δυνατότητά της (βέτο) να μπλοκάρει το προχώρημα της σχετικής διαδικασίας. Αυτή η κατάσταση οδήγησε στην ισχυροποίηση τάσεων που προσέβλεπαν σε μια πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Έτσι, σε συνεργασία με την αλβανική πλευρά και κατά κύριο λόγο με την καταλυτική ιμπεριαλιστική παρέμβαση, τα πράγματα οδηγήθηκαν στην ανατροπή του Γκρουέφσκι.
Ταυτόχρονα, ανάλογες πιέσεις ασκήθηκαν και στην ελληνική πλευρά ώστε να ξεμπλοκάρει μια διαδικασία που θα οδηγήσει στην ένταξη της ΠΓΔΜ σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Όπως ωστόσο και στη χώρα μας έτσι και στην ΠΓΔΜ οι εσωτερικές αντιθέσεις παραμένουν και το μέχρι πού μπορούν να φτάσουν και τι να αποδεχτούν μένει να το δούμε.
Από ποιους και από τι κινδυνεύουμε
Το ότι οι αντιδράσεις ορισμένων παραγόντων στη χώρα μας έχουν εμφανή πολιτικάντικο χαρακτήρα (θα αναφερθώ σ’ αυτό) είναι η μια πλευρά του ζητήματος. Το κύριο ερώτημα πάντως βρίσκεται στο αν οι όποιες ανησυχίες (ή και «ανησυχίες») έχουν κάποια βάση και με τι συνδέονται. Κεντρική θέση σ’ αυτό έχουν εκείνες που αφορούν το ζήτημα της εδαφικής ακεραιότητας. Άλλωστε, και τα όποια άλλα ζητήματα έχουν τεθεί αποκτούν την όποια σημασία και βαρύτητά τους κατά κύριο λόγο στη σύνδεσή τους με αυτό το ζήτημα. Υπάρχουν τέτοιοι κίνδυνοι και αν ναι από πού προέρχονται;
Οι όποιοι κίνδυνοι (και όχι μόνο για τη χώρα μας) προέρχονται κυρίως από την πολιτική, τους σχεδιασμούς, τον ανταγωνισμό και τις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μια πολιτική που, όπως έχει καταδειχτεί επανειλημμένα, μπορεί να φτάσει μέχρι το κομμάτιασμα χωρών, τον επανασχεδιασμό συνόρων και κρατών και μέσα από το ματοκύλισμα των λαών τους. Σε πρώτο πλάνο ο ανταγωνισμός Δύσης-Ρωσίας (και σ’ ένα βαθμό και Κίνας) καθώς Αμερικάνοι-Δύση επιχειρούν να «δέσουν» συνολικά τα Βαλκάνια στο άρμα τους, να αποτρέψουν την «επιστροφή» της Ρωσίας αλλά και να περιορίσουν, ελέγξουν την οικονομική διείσδυση της Κίνας στην περιοχή.
Σε δεύτερο πλάνο οι αντιθέσεις ΗΠΑ-ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, οι οποίες μπορεί κατά περιπτώσεις να επικαλύπτονται από την αντίθεση συνολικά της «Δύσης» με την «Ανατολή», δεν παύουν ωστόσο να υπάρχουν και να δημιουργούν δεδομένα.
Σε τρίτο πλάνο βρίσκεται το «έδαφος» πάνω στο οποίο κινούνται οι ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις, τα ζητήματα, τα δεδομένα, τα όργανα που χρησιμοποιούν-αξιοποιούν για την πραγματοποίησή τους. Αυτό, δηλαδή, που συντίθεται κατά πρώτο λόγο από τα χαρακτηριστικά των «ηγέτιδων» αστικών δυνάμεων των χωρών της περιοχής: το κράμα εθελοδουλίας και μωροφιλοδοξιών που τις χαρακτηρίζει. Αυτό που «αξιοποιείται» από τους ιμπεριαλιστές για την προώθηση έως και ολέθριων για τους λαούς και τις χώρες τους σχεδιασμών.
Οι «κληρονομιές» της ιστορίας
Στο «έδαφος» αυτό χρειάζεται να συνυπολογιστούν και οι αντιθέσεις που έχουν «κληρονομηθεί» από την ιστορία ανάμεσα στις χώρες της Βαλκανικής. Ας γίνω πιο συγκεκριμένος. Ο χάρτης της Βαλκανικής συνολικά όσο και σε σχέση με τον μακεδονικό χώρο διαμορφώθηκε ως ένα βαθμό στη βάση ιστορικών και πληθυσμιακών, εθνολογικών δεδομένων. Εκείνο ωστόσο που είχε τον αποφασιστικό και τελικό λόγο στη χάραξη των συνόρων ήταν η έκβαση συγκεκριμένων πολεμικών αναμετρήσεων:
Των Βαλκανικών πολέμων του 1912-1913, του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, του Ελληνοτουρκικού του 1920-1922, του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και της αμερικανονατοϊκής επέμβασης της δεκαετίας του 1990. Ειδικότερα, η περιοχή της Μακεδονίας και στη βάση αυτών των όρων διανεμήθηκε ανάμεσα σε Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία. Μια διανομή που άφησε απ’ έξω τους Σλαβομακεδόνες. Η δική τους απόπειρα να βγουν στο ιστορικό προσκήνιο μέσα την επανάσταση του Ίλιντεν το 1903 συντρίφτηκε από τα οθωμανικά στρατεύματα. Μια εξέλιξη που αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά τόσο από την ελληνική όσο και από τις άλλες βαλκανικές πλευρές, καθώς η καθεμιά είχε τις δικές της βλέψεις. Ωστόσο, ο κόσμος αυτός συνέχισε να… υπάρχει. Ακόμη περισσότερο και μέσα από τη φωτιά της αντίστασης στη γερμανοβουλγαρική κατοχή αναζήτησε και βρήκε τη δική του υπόσταση με τη δημιουργία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.
Όπως συνήθως συμβαίνει, καμιά πλευρά δεν έμεινε πλήρως ικανοποιημένη καθώς προσέβλεπε σε περισσότερα. Έτσι ή αλλιώς, πάντως, η ιστορία προχώρησε διαμορφώνοντας και σταθεροποιώντας (όσο) τα δικά της δεδομένα. Σε σχέση με όλα αυτά ανακύπτουν δύο ερωτήματα. Πρώτο, το αν αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να θεωρούνται αμετακίνητα ή, όπως ανοιχτά ή συγκαλυμμένα διατείνονται ορισμένες πλευρές (σε όλες τις χώρες), είναι αναγκαία μια «δικαιότερη» επαναχάραξη των συνόρων και φυσικά προς όφελος της δικής του πλευρά ο καθένας.
Σ’ αυτό το ζήτημα δεν χωράνε μισόλογα. Κατά την άποψή μας, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να ανοίξει τέτοιο ζήτημα, καθώς είναι βέβαιο ότι οι συνέπειες θα είναι ολέθριες για όλους τους λαούς της περιοχής. Αυτή η άποψη αποτελεί άλλωστε και θεμελιακή αφετηρία για το πώς αντιμετωπίζουμε το σύνολο των πλευρών του ζητήματος που έχει τεθεί. Το δεύτερο ερώτημα αφορά το αν ο «ιστορικός χρόνος» που έχει μεσολαβήσει στο μεταξύ είναι επαρκής ώστε να καθιστά τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί σταθερά και απρόσβλητα από κάθε αμφισβήτηση. Η απάντηση συναρτάται με το ποιος και πώς αντιμετωπίζει συνολικά το ζήτημα. Η μια απάντηση είναι αυτή που δόθηκε στις μόλις προηγούμενες γραμμές για τις ολέθριες συνέπειες που θα έχει η έμπρακτη αμφισβήτηση των δεδομένων που έχει διαμορφώσει η ιστορία.
Η άλλη συναρτάται από το πώς «ερμηνεύουν» την ιστορία οι ιμπεριαλιστές ανάλογα με τους κάθε φορά σχεδιασμούς τους. Πολύ περισσότερο όταν μπορούν να αξιοποιούν τις μωροφιλοδοξίες, τον τυχοδιωκτισμό των εξαρτημένων από τον ιμπεριαλισμό αστικών δυνάμεων της περιοχής.
Φιλοδοξίες ακραίας επικινδυνότητας
Πιο συγκεκριμένα, οι δυνάμεις αυτές είναι: Η ελληνική αστική τάξη με την εμφανή φιλοδοξία της να αναδειχτεί στον προνομιούχο και με ηγεμονικό ρόλο εντολοδόχο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή.
Η αλβανική ηγετική κλίκα που, ενθαρρυμένη από τις αβάντες που πήρε τα τελευταία χρόνια από τους ιμπεριαλιστές, ονειρεύεται τη «Μεγάλη Αλβανία».
Η βουλγαρική, που «διακριτικά» για την ώρα παρακολουθεί τις εξελίξεις αλλά που διατηρεί ενεργό το «ενδιαφέρον» της για τους «ομοεθνείς» της, όπως θεωρεί τους Σλαβομακεδόνες.
Η τουρκική, που παρότι δεν αποτελεί ακριβώς βαλκανική χώρα, εκδηλώνει έντονα τις διαθέσεις της να έχει λόγο και ρόλο στις περιοχές της πάλαι ποτέ οθωμανικής -της- αυτοκρατορίας.
Ακόμη και η σερβική, που παρότι έχει πιο άμεσα και ζέοντα προβλήματα (Κόσοβο, Βοσνία) δεν πρόκειται να μείνει αμέτοχη αν ανακατευτεί η τράπουλα. Έως και η «απομακρυσμένη» Ρουμανία εκδηλώνει το δικό της «ενδιαφέρον» για την τύχη των «ομοεθνών» της, όπως θεωρεί τους Βλάχους της περιοχής.
Σ’ αυτό το πιθανό «ανακάτωμα», αν το υποθέσουμε, η ΠΓΔΜ και οι όποιες ανάλογες τάσεις στο εσωτερικό της δεν μπορούν να έχουν παρά το μικρότερο βάρος και ρόλο. Για την ακρίβεια, αν επιχειρούσαμε να διακρίνουμε το ποιοι μπορούν να αντιμετωπιστούν από τους ιμπεριαλιστές σαν οι πλέον «αναλώσιμοι», η ΠΓΔΜ βρίσκεται κατά το μάλλον στην πρώτη σειρά των υποψηφίων για κάτι τέτοιο. Όσο για τους «φόβους» μήπως ευνοηθεί η ΠΓΔΜ σε βάρος της Ελλάδας (και της «εδαφικής» της ακεραιότητας), μπορούν να κριθούν σαν αβάσιμοι. Είναι γεγονός ότι οι ιμπεριαλιστές μπορούν να θυσιάσουν, λ.χ., ένα «άλογο» για να σώσουν τη «βασίλισσα», αλλά κανείς καλός σκακιστής δεν θυσιάζει τον «αξιωματικό» του (όπως είναι η Ελλάδα) για να σώσει ένα… πιόνι. Και αυτό ισχύει οποιοδήποτε όνομα κι αν έχει η ΠΓΔΜ σε περίπτωση τέτοιας κρίσης και σε οποιοδήποτε συμβιβασμό έχει έρθει ή δεν έχει έρθει με την ελληνική πλευρά.
Εδώ χρειάζεται να αναφερθεί αυτή που αποτελεί τη χειρότερη εκδοχή των πραγμάτων στο συγκεκριμένο ζήτημα. Στη χώρα μας (και όχι μόνο στη χώρα μας) εξακολουθούν να έχουν ερείσματα απόψεις οι οποίες θεωρούν ότι η μόνη «λύση» είναι η διάλυση της ΠΓΔΜ και συνακόλουθα η «διανομή» της ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία, Βουλγαρία, στις οποίες ευδοκιμούν ανάλογες απόψεις. Σ’ αυτή την άποψη αντιτίθεται μια άλλη -ρεαλιστική- αντίληψη που υποστηρίζει ότι είναι λιγότερο επικίνδυνο για τη χώρα μας η ύπαρξη της ΠΓΔΜ παρά η επέκταση της αλβανικής και βουλγαρικής επικράτειας στα βόρεια σύνορά μας.
Ένα ζήτημα είναι εδώ ο απερίγραπτα απεχθής κυνισμός με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι τύχες ενός ολάκερου λαού. Μόνο που υπάρχει εδώ και κάτι άλλο, που η κρισιμότητά του πάει ακόμη παραπέρα, καθώς αυτός ο κυνισμός συνοδεύεται και από μια εμφανή πολιτική «τύφλωση». Αλήθεια, τι φαντάζονται όλοι αυτοί; Ότι θα κάτσουν σε ένα τραπέζι και θα μοιράσουν την ΠΓΔΜ με όρους αβρότητας;
-Μα, πάρτε, σας παρακαλώ, αυτό το κομμάτι.
-Σας παρακαλώ, μετά από εσάς…
Μια τέτοια εξέλιξη (διάλυση της ΠΓΔΜ) θα αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα τον πυροκροτητή μιας συνολικότερης ανάφλεξης που οι φλόγες της θα μπορούσαν να κατακάψουν και τις δικές τους χώρες.
Για το ζήτημα του αλυτρωτισμού
Όπως ήδη αναφέρθηκε, από την κρισιμότητα αυτού του ζητήματος (του «εδαφικού) κατά κύριο λόγο παίρνουν την όποια βαρύτητά τους και τα άλλα ζητήματα που τίθενται. Ας τα δούμε πιο συγκεκριμένα.
Την πιο άμεση σχέση με αυτό εμφανίζει το ζήτημα του αλυτρωτισμού. Τέτοιου χαρακτήρα τάσεις υπάρχουν σε όλες τις χώρες που αναφέρθηκαν. Το ζήτημα είναι: Πρώτο, το αν αποτελούν διακηρυγμένη κρατική πολιτική. Δεύτερο, το αν αποτελούν βασικό στοιχείο της πολιτικής των κύριων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων μιας χώρας. Σε σχέση με αυτά και με δεδομένο ότι επισήμως διακηρύσσεται από όλες τις πλευρές η αποκήρυξη τέτοιων βλέψεων, το ζήτημα βρίσκεται στην εκτίμηση των πραγματικών προθέσεων της κάθε πλευράς.
Ως προς αυτό και ειδικότερα σε σχέση με την ΠΓΔΜ: Είναι γεγονός ότι στην πρώτη περίοδο της ύπαρξής της (Γκλιγκόροφ) δεν έβρισκαν και πολύ έδαφος απόψεις τέτοιου χαρακτήρα. Αντίθετα, στην περίοδο Γκρουέφσκι εκδηλώθηκαν πιο έντονα και ενισχύθηκαν. Παρέμεναν ωστόσο ενεργές οι αντιθέσεις σ’ αυτή την πολιτική, όχι μόνο από την πλευρά της αλβανικής μερίδας αλλά και σλαβομακεδονικών δυνάμεων. Στην πορεία και με την καταλυτική, όπως ήδη αναφέρθηκε, παρέμβαση των ιμπεριαλιστών είχαμε την ανατροπή Γκρουέφσκι και την επαναφορά των αντιλήψεων της περιόδου Γκλιγκόροφ. Το κυριότερο ωστόσο και αυτό που έχει αποφασιστικό χαρακτήρα είναι άλλο: το ότι για λόγους που ήδη αναφέρθηκαν τέτοιου είδους τάσεις δεν μπορούν να αποκτήσουν πραγματική υπόσταση και ανάλογη επικινδυνότητα στο έδαφος μιας χώρας με το μέγεθος της ΠΓΔΜ.
Για το θέμα του Συντάγματος
Σε σχέση με το Σύνταγμα, ειδικότερα αν αυτό περιλαμβάνει διατυπώσεις αλυτρωτικού χαρακτήρα. Ο γράφων δεν το γνωρίζει και συνεπώς δεκτή και χρήσιμη κάθε διευκρίνιση. Οπωσδήποτε και από όποια σκοπιά κι αν αντιμετωπίζει κανείς το ζήτημα, τέτοιου χαρακτήρα διατυπώσεις και εφόσον υπάρχουν δεν μπορεί να γίνονται αποδεκτές. Απ’ εκεί και πέρα, το πώς θα διαμορφώσει και συντάξει το Σύνταγμά του ένας λαός είναι δική του και μόνο δική του υπόθεση και κανενός άλλου.
Με ανάλογο τρόπο τίθεται και το ζήτημα του «ονόματος». Η βαρύτητά του συναρτάται με το κατά πόσο συνδέεται με το «εδαφικό» και με αλυτρωτικές τάσεις. Για να το θέσω κάπως παραστατικά, ουδέναν θα απασχολούσε αν η ΠΓΔΜ βρισκόταν σε μια απομακρυσμένη περιοχή. Ουδέναν θα απασχολούσε (μάλιστα οι «υπερπατριώτες» θα το χαιρετίζανε) αν λ.χ. στους Κάλας του Πακιστάν τους ερχόταν να ονομάσουν την περιοχή τους π.χ. «Νέα Μακεδονία». Όπως κανένα πρόβλημα δεν βάζει η ύπαρξη της Νέας Ζηλανδίας, της Νέας Γουιάνας ή, αν θέλετε, της Νέας Υόρκης και του Νέου Μεξικού.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: Όπως είναι γνωστό και πέρα από κάθε αμφισβήτηση, η Μακεδονία δεν είναι «μία». Ο χώρος της Μακεδονίας έχει ιστορικά διαχωριστεί στην ελληνική, τη σλαβομακεδονική (πρώην γιουγκοσλαβική και πρώην σερβική) και τη βουλγαρική. Αυτή είναι η πραγματικότητα και η αποτύπωση αυτής της πραγματικότητας και το όνομα αποτελεί έναν κατ’ αρχάς στοιχειώδη αποτρεπτικό παράγοντα για την εκδήλωση αλυτρωτικών διαθέσεων, σε αντίθεση με την αποκλειστική χρήση του ονόματος από μία και μόνο πλευρά.
Για το ζήτημα του έθνους
Τη δική του ιδιαιτερότητα αλλά και τη σχέση του με τα προηγούμενα έχει και το ζήτημα του έθνους. Στη σχετική φιλολογία παρατηρείται η ύπαρξη πλήθους δημοσιευμάτων, μελετών και αναλύσεων. Πολλές μάλιστα με φιλοδοξίες επιστημονικότητας περί του αν και υπό ποιους όρους ένας λαός μπορεί να χαρακτηριστεί ως έθνος κ.λπ. κ.λπ. Ο γράφων δεν έχει τέτοιες φιλοδοξίες «επιστημονικής» υφής. Για τη δική μου απλή (ή «απλοϊκή», αν θέλετε) αντίληψη πραγμάτων, αν ένας λαός θέλει να αυτοχαρακτηρίζεται ως έθνος, αυτό αποτελεί δική του υπόθεση και δικαίωμα και δεν αφορά ούτε εμένα ούτε κανέναν άλλον.
Μπορεί ωστόσο εδώ να υπάρξουν και κάποιες ενστάσεις; Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί. Κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύσει μόνο στην περίπτωση που η εθνικότητα που επιλέγεται «εφάπτεται» με άλλες και κυρίως αν μπορεί να συνδεθεί με αλυτρωτικές εδαφικές βλέψεις. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: το ερώτημα που έχει τεθεί είναι το αν υπάρχει «μακεδονικό έθνος» και μάλιστα με την έννοια ότι περιλαμβάνει το σύνολο των Μακεδόνων. Σε σχέση μ’ αυτό διατυπώνονται απόψεις που ανατρέχουν στην περίοδο που στην υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία διαβιούσε ένας πληθυσμός με πληθώρα διαφορετικών εθνολογικών, θρησκευτικών γλωσσικών χαρακτηριστικών. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην εξέγερση του Ίλιντεν (1903) και διατυπώνονται υποθέσεις σε σχέση με το ποια θα μπορούσε να είναι η εξέλιξη αν η εξέγερση πετύχαινε τους στόχους της. Το ότι δηλαδή μια νικηφόρα εξέλιξή της θα οδηγούσε στην απελευθέρωση όλων αυτών, πράγμα που έδινε τη δυνατότητα να συγκροτηθούν σε κράτος και σε μια πορεία να διαμορφωθούν σε έθνος (μακεδονικό). Λαμπρά! Μόνο που κάτι τέτοιο δεν συντελέστηκε ποτέ. Εκείνο που συντελέστηκε και με βάση την καταλυτική επίδραση της διανομής του μακεδονικού χώρου ήταν η σε σημαντικό βαθμό ένταξη των διαφόρων εθνοτικών ομάδων στα αντίστοιχα έθνη-κράτη.
Σε σχέση με αυτό, το ότι οι Σλαβομακεδόνες, που διαμοιράστηκαν και αυτοί ανάμεσα στις τρεις χώρες, μπόρεσαν τελικά να «βρουν» τον δικό τους χώρο και τη δική τους ταυτότητα στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας αποτελεί αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη της όλης υπόθεσης. Δεν μπορούν ωστόσο ούτε αυτοί ούτε κανείς άλλος να προσπερνάνε αυτό που συντελέστηκε στο διάβα της Ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, το ότι υπάρχουν πολλοί Μακεδόνες (και ίσως περισσότεροι απ’ όσους διαβιούν στην ΠΓΔΜ) που έχουν άλλη εθνικότητα (π.χ. ελληνική) και που ούτε θέλουν ούτε είναι νοητό να συμπεριλαμβάνονται στην έννοια του «μακεδονικού έθνους».
Για τα ζητήματα γλώσσας και ιστορίας
Από τα πιο καθαρά (τουλάχιστον για τον υπογράφοντα) είναι το ζήτημα της «γλώσσας». Και εδώ υπάρχει πληθώρα μελετών και αποφάνσεων περί του αν έχει μεγαλύτερη συγγένεια με τη βουλγαρική ή τη σερβοκροατική γλώσσα ή οποιαδήποτε άλλη. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι από τους «αναλυτές» αυτό που επιχειρούν είναι να αμφισβητήσουν (μέσω και του «γλωσσικού) την ιδιαιτερότητα και το δικαίωμα ύπαρξης αυτού του λαού.
Ο γράφων δεν είναι «γλωσσολόγος». Γι’ αυτό την επιστημονική (ή «επιστημονική») πλευρά του θέματος την αφήνει στους ειδικούς. Όσον αφορά την ουσία του πράγματος, θα εκφραστώ και πάλι απλά. Η γλώσσα αυτή υπάρχει – και όχι μόνο επειδή έχει αναγνωριστεί επίσημα από τον ΟΗΕ (θα είχα την ίδια άποψη ακόμη και αν δεν είχε γίνει αυτό). Υπάρχει για τον απλούστατο λόγο ότι… υπάρχει. Ότι αποτελεί τη γλώσσα με την οποία επικοινωνούν και λειτουργούν οι Σλαβομακεδόνες.
Όσον αφορά το ζήτημα της ιστορίας που «μας την κλέβουν», όπως εξανίστανται ορισμένοι στη χώρα μας: Υπάρχουν διάφορες πλευρές του ζητήματος, όχι πάντα της ίδιας σημασίας και βαρύτητας. Το πρώτο που θα μπορούσε να παρατηρηθεί είναι ότι το «ιστορικό αφήγημα» όλων των χωρών ή αλλιώς ο «εθνικός τους μύθος» βρίθει… μύθων. Αποτελεί την απαραίτητη συνεκτική ύλη για τη διαμόρφωση, στερέωση του έθνους-κράτους. Από την άποψη αυτή, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση η ΠΓΔΜ.
Το σημαντικό σε κάθε περίπτωση βρίσκεται στο κατά πόσο αυτό το «αφήγημα» περιορίζεται στην «εσωτερική του χρήση» ή προεκτείνεται και χαρακτηρίζει και την εξωτερική πολιτική και τις βλέψεις μιας χώρας.
Ειδικότερα στην περίπτωση της ΠΓΔΜ αυτό που υποστηρίζεται (όχι με τον ίδιο τρόπο από όλες τις πλευρές) είναι ότι οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Μακεδονίας γύρω στα 500-700 μ.Χ. συγχωνεύτηκαν σε μια πορεία με τους γηγενείς Μακεδόνες. Μόνο που ακόμα και αν δεχόταν κανείς πως έχει μια ορισμένη βάση μια τέτοια άποψη, δεν μπορεί να παραγνωρίζεται ότι κάτι τέτοιο συντελέστηκε (όσο και όπως) σε μια ορισμένη κλίμακα. Ακόμη περισσότερο, το ότι υπήρξε και ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού του μακεδονικού χώρου που «δεν συγχωνεύτηκε» με τους Σλάβους. Μόνο έτσι άλλωστε εξηγείται η πανσπερμία που χαρακτήριζε τον μακεδονικό χώρο για εκατονταετίες. Απ’ εκεί και πέρα, αυτό που έχει την κύρια σημασία είναι το πώς αντιμετωπίζονται (ή χρησιμοποιούνται) τα δεδομένα του ζητήματος.
Σε μια πρώτη φάση (περίοδος Γκλιγκόροφ) το όλο θέμα αντιμετωπιζόταν σε μια ρεαλιστική βάση. Ο ίδιος ο Γκλιγκόροφ δήλωνε πως οι Σλαβομακεδόνες είναι Σλάβοι που δεν διεκδικούν παρά τη δική τους ταυτότητα. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να αντιμετωπίσει σαρκαστικά όσους ομοεθνείς του αναζητούσαν τις ρίζες τους στον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Σε παραπλήσια αντιμετώπιση του ζητήματος κινείται και η σημερινή ηγεσία της ΠΓΔΜ, ενώ στην «ενδιάμεση» περίοδο Γκρουέφσκι επιχειρήθηκε η αξιοποίηση αυτής της εκδοχής τόσο για τη διαμόρφωση, στερέωση του εθνικού μύθου της ΠΓΔΜ όσο και στη βάση «κληρονομικών δικαιωμάτων». Είναι γεγονός, όπως έχει κιόλας εξηγηθεί, ότι το μέγεθος και οι δυνατότητες της ΠΓΔΜ δεν είναι τέτοιες ώστε να εμπνέουν ιδιαίτερες ανησυχίες.
Ανεξάρτητα πάντως απ’ αυτό, τέτοιου είδους αντιλήψεις («κληρονομικών δικαιωμάτων»), που -ας σημειωθεί- ευδοκιμούν σε όλες σχεδόν τις χώρες (και στη δική μας), είναι έως και επικίνδυνες. Αποτελούν το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι εθνικισμοί και ανάλογου τύπου ονειρώξεις και διεκδικήσεις. Από εκεί και πέρα και όσον αφορά την άλλη, την «ακαδημαϊκή» -ας το πούμε έτσι- πλευρά του ζητήματος, θα μπορούσαμε και να την προσπεράσουμε, αφήνοντας το θέμα στους καθ’ ύλην αρμόδιους ιστορικούς. Βεβαίως και σ’ αυτό το πεδίο η αντιμετώπιση της ιστορίας χαρακτηρίζεται από κάθε είδους σκοπιμότητες και ιδεοληψίες, ενώ συστηματικές είναι και οι παρεμβάσεις και υπαγορεύσεις από τις δυνάμεις εξουσίας σε κάθε χώρα και για λόγους που συνδέονται με τα όσα προαναφέρθηκαν. Αλλά ας σταματήσουμε εδώ.
Για τους Σλαβομακεδόνες στη χώρα μας
Τέλος, υπάρχει και το πολύ σημαντικό ζήτημα των Σλαβομακεδόνων που βρίσκονται έξω από τα σύνορα της ΠΓΔΜ και ειδικότερα αυτών που διαβιούν στη χώρα μας. Είναι το άλλο κρίσιμο θέμα (μαζί με το εδαφικό και τον αλυτρωτισμό) που αποτελούν τα πλέον επίμαχα και που, όπως αναφέρθηκε, με αυτά συναρτάται σε σημαντικό βαθμό η βαρύτητα και των άλλων ζητημάτων που έχουν τεθεί. Πιθανότατα μάλιστα να είναι αυτό που αποτελεί τον κύριο παράγοντα των «ανησυχιών» της ελληνικής πλευράς και κατά το μάλλον θα το δούμε να αναδεικνύεται στην πορεία των διαπραγματεύσεων και των όποιων συμφωνιών γίνουν ή δεν γίνουν. Πάνω στο ζήτημα αυτό και ακριβώς λόγω της σημασίας του επιχειρείται για χρόνια μια συστηματική συσκότιση της πραγματικότητας.
Στην πανσπερμία που χαρακτήριζε την περιοχή της οθωμανικής κυριαρχίας, οι Σλαβομακεδόνες κατά το μάλλον αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος (ίσως και πλειοψηφικό) του αγροτικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα αποτελούσαν έναν κόσμο που δεχόταν την πίεση και επιρροή των ήδη σχηματισμένων εθνών-κρατών της περιοχής. Έτσι, ανάμεσά τους είχαμε και τους ελληνίζοντες, τους βουλγαρόφρονες και εκείνους (κύρια στο πιο βόρειο τμήμα) που υπόκεινταν στη σερβική επιρροή.
Η συντριβή της εξέγερσης του Ίλιντεν αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο τις καθεαυτές σλαβομακεδονικές τάσεις και δυνάμεις. Λίγα χρόνια μετά είχαμε τη διατομή του χώρου της Μακεδονίας ανάμεσα στους νικητές των Βαλκανικών πολέμων του 1912-1913. Αυτό που ακολούθησε και στα τρία κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία) ήταν μια πολιτική αφομοίωσης και ενσωμάτωσης των Σλαβομακεδόνων στον αντίστοιχο εθνικό κορμό τόσο με ειρηνικούς όσο και κυρίως με βίαιους τρόπους. Παρόλα αυτά, ο κόσμος αυτός συνέχισε να υπάρχει. Όπως ήδη αναφέρθηκε, διατήρησε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, αναζήτησε την «ταυτότητά» του και τη «βρήκε» μέσα από τη φωτιά της αντίστασης. Κορυφαία έκφραση αυτού του αγώνα, η δημιουργία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.
Όσον αφορά την πορεία του ζητήματος στη χώρα μας: Σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε η έλευση των προσφύγων μετά το 1923 που -όχι τυχαία- διοχετεύτηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στην περιοχή της Μακεδονίας. Το αποτέλεσμα ήταν η διαφοροποίηση σε καθοριστικό βαθμό της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής. Ταυτόχρονα ασκήθηκε μια πολιτική αφομοίωσης των Σλαβομακεδόνων τόσο με ειρηνικό όσο και με βίαιο τρόπο. Ιδιαίτερα έντονα στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, όπου ανάμεσα σε άλλα είχαμε και την απαγόρευση της -κατά τα άλλα «ανύπαρκτης»- σλαβομακεδονικής γλώσσας.
Στην περίοδο της κατοχής, με την ανοχή και στήριξη των Γερμανών, η φασιστική τότε Βουλγαρία επιχειρεί τον βίαιο εκβουλγαρισμό των Σλαβομακεδόνων και με στόχο την προσάρτηση και της ελληνικής Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος. Η πάλη του ΕΑΜ -σε μάχιμη συνεργασία με τους Σλαβομακεδόνες- ήταν εκείνη που απέτρεψε μια τέτοια εξέλιξη. Στη διάρκεια του εμφυλίου οι Σλαβομακεδόνες συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα του ελληνικού λαού και με στόχο και τη δική τους χειραφέτηση στο πλαίσιο μιας λαϊκής δημοκρατίας της Ελλάδας. (Η εποποιία στο Γράμμο-Βίτσι οφείλει πολλά στην αυτοθυσία των σλαβομακεδόνων μαχητών).
Αυτό είχε και τις συνέπειές του. Τόσο στη διάρκεια του εμφυλίου όσο και μετά την ήττα του 1949 εξαπολύθηκε ενάντιά τους η πιο άγρια και αιματηρή τρομοκρατία. «Πάνω στην μειονότητα αυτή ασκήθηκε η μεγαλύτερη καταπίεση και τρομοκρατία που ασκήθηκε επί ελληνικού εδάφους από συστάσεως του ελληνικού κράτους («Π.Σ.» Νο 28, 26-08-1983). Μια σημαντική συνέπεια όλων αυτών ήταν ένα μεγάλο μέρος αυτού του κόσμου να καταφύγει στις όμορες βαλκανικές χώρες και ένα άλλο να μεταναστεύσει σε Καναδά, Αυστραλία κ.α.
Μια αξιοσημείωτη εξέλιξη στο θέμα υπήρξε το 1983 με την απόφαση της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να «επιτρέψει» τον «ελεύθερο επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων που είναι «Έλληνες το γένος», με ολοφάνερη την πρόθεση να αποκλείσει από το μέτρο τους Σλαβομακεδόνες (με αφορμή άλλωστε αυτή την εξέλιξη γράφτηκε το προαναφερόμενο άρθρο). Μια απόφαση που εξέφραζε τη διάθεση της αστικής τάξης της χώρας μας να «κλείσει» οριστικά και αμετάκλητα αυτό το ζήτημα. Αυτή είναι και σήμερα η διάθεσή της καθώς και των πολιτικών της εκφραστών, μια στάση που ουσιαστικά στηρίζεται και από «αριστερές» δυνάμεις, έως και το ΚΚΕ.
Ποντάροντας στο ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του κόσμου έχει ξενιτευτεί, ευελπιστώντας από την άλλη ότι η διαδικασία αφομοίωσης και εξελληνισμού έχει προχωρήσει σε καθοριστικό βαθμό, συνυπολογίζοντας και τις ισχυρές ακόμα «μνήμες καταπίεσης», κηρύσσει το ζήτημα «λυμένο» και τον κόσμο αυτόν «εν ανυπαρξία». Μόνο που δεν είναι έτσι. «Μάτωσε πολύ αυτός ο κόσμος, έσκυψε το κεφάλι και ”έμαθε” να σωπαίνει», όπως σημειώνεται στο ίδιο άρθρο. Δεν έπαψε όμως να υπάρχει (στο όποιο ποσοστό και με όποιον τρόπο πλέον). Να υπάρχει και να δικαιούται όσα απορρέουν από την ιδιαιτερότητα της ύπαρξής του.
Το σημερινό ερώτημα
Όσον αφορά πλέον τις σημερινές εξελίξεις, αναδεικνύεται ένα σημαντικό ερώτημα. Ο υπό την αιγίδα των ιμπεριαλιστών κυοφορούμενος συμβιβασμός ανάμεσα σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ αν και πώς θα αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα. Είναι πολύ δύσκολο για την ελληνική πλευρά να γίνει αποδεκτή μια αναγνώριση της ύπαρξης των Σλαβομακεδόνων της χώρας μας και των δικαιωμάτων τους. Άλλο τόσο δύσκολο είναι για την ηγεσία της ΠΓΔΜ να αποδεχτεί μια ρύθμιση που θα «εξαφανίζει» το ζήτημα και μαζί του τους Σλαβομακεδόνες της χώρας μας. Υπάρχει βέβαια και η πιθανότητα -στο όνομα του «ιερού σκοπού» (της εισόδου της ΠΓΔΜ σε ΕΕ και ΝΑΤΟ) και κάτω από την πίεση των ιμπεριαλιστών- να αφεθεί το ζήτημα «στην άκρη». Όπως και να ’χει, η θέση των κομμουνιστών αλλά και κάθε προοδευτικού ανθρώπου δεν μπορεί παρά να είναι μία και μόνο. Αυτή που θα θέτει ως καθήκον την αναγκαιότητα της πάλης για τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα δίνουν τη δυνατότητα σ’ αυτόν τον κόσμο να εκφράσει αβίαστα τις πραγματικές του διαθέσεις, να διεκδικήσει το δικαίωμα της ιδιαίτερης ύπαρξής του μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους και με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό.
Η «κυριαρχία της Αριστεράς» και άλλα ανέκδοτα
Μια σοβαρή εξέλιξη των καιρών αποτελεί η μετατόπιση όλου του πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά αλλά και συνολικά των πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών. Αυτή η μετατόπιση δεν αφορά μόνο τη χώρα μας αλλά το σύνολο των βαλκανικών χωρών και όχι μόνο των βαλκανικών. Μια εξέλιξη που δεν συνδέεται μόνο με το βαλκανικό ή το «μακεδονικό» ζήτημα, αλλά έχει πίσω της μια διαδρομή δεκαετιών. Κατά βάση συνδέεται με την ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών σε βάρος των λαών ως αποτέλεσμα της ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος.
Αναφέρεται πολλές φορές από παράγοντες της Δεξιάς (Βορίδης λ.χ.) ότι το βασικό πρόβλημα (και αιτία των δεινών) για τη χώρα μας είναι η «κυριαρχία της Αριστεράς» στην ιδεολογία, την πολιτική κ.λπ. Από την άλλη μεριά, πολλοί «προοδευτικοί» παράγοντες αναφέρονται στις εκλογικές νίκες της «Αριστεράς» σε διάφορες χώρες σαν ένδειξη ελπιδοφόρων προοπτικών. (Είναι άλλωστε κάτι τέτοιες «νίκες» που τροφοδοτούν τις ψευδαισθήσεις «μεταβατικών» τάσεων και δυνάμεων). Δεν θα σταθώ εδώ στο ότι αυτές οι «νίκες» συνοδεύονται κατά κανόνα και από μια σημαντική άνοδο ακροδεξιών έως και φασιστικών δυνάμεων.
Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα είναι πως είτε με «δεξιές» είτε με «αριστερές» κυβερνήσεις αυτό που κυριαρχεί είναι μια πολιτική στην υπηρεσία του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Με αυτά τα δεδομένα, το να μιλάει κανείς για «κυριαρχία της Αριστεράς» αποτελεί απλώς κακόγουστο ανέκδοτο.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στη χώρα μας. Το ότι οι παραδοσιακά αστικές πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται εκτός διακυβέρνησης μπορεί να δυσαρεστεί τις ίδιες, ελάχιστα ωστόσο έως καθόλου ενοχλεί -για την ώρα τουλάχιστον- το κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο, και τα «υπερκείμενα» ιμπεριαλιστικά κέντρα, στο βαθμό που η «αριστερή μας» κυβέρνηση προωθεί με ζήλο περισσό τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντά τους. Τόσο αυτά που αφορούν την εκμετάλλευση του λαού και της χώρας από το κεφάλαιο όσο και τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Αυτή είναι η βάση του ζητήματος, πάνω σ’ αυτήν πατούν οι πιο αντιδραστικές των εξελίξεων ή και οι πιο δυσοίωνες προοπτικές που διαγράφονται στον ορίζοντα. Στην ίδια βάση και η πιθανότητα να «κληθούν» να υπηρετήσουν αυτή την πολιτική και δυνάμεις πιο «κατάλληλες» για οποιεσδήποτε εκφάνσεις της κριθεί αναγκαίο να προωθηθούν.
Ο κάλπικος «πατριωτισμός» και τα κίνητρά του
Μια τέτοια διαδικασία εξελίσσεται και στις μέρες μας με αφορμή το «Μακεδονικό» και με γενικό φόντο τα συνολικότερα ζητήματα που προαναφέρθηκαν. Μια διαδικασία με αντιφατικά χαρακτηριστικά, καθώς συμπλέκονται από τη μια η «πατριωτική» έξαρση των «μακεδονομάχων» και από την άλλη η… Novartis και το… FBI.
Ας τα δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα. Αυτό που ιδιαίτερα έντονα χαρακτήρισε αυτό το διάστημα είναι το ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών δυνάμεων, ακόμη και εκείνων που διαμόρφωσαν την «εθνική γραμμή» του 2008, εμφανίστηκαν να σύρονται και να πριμοδοτούν την εθνικιστική υστερία. Από κοντά και οι υποτίθεται «κεντροαριστερές» δυνάμεις κινούνται ταλαντευόμενες ανάμεσα στο ρεαλισμό και τη διάθεση να μην πάνε κόντρα στο ρεύμα που δημιούργησαν τα συλλαλητήρια. Δεν θα μπορούσε βέβαια να λείπει και η εκκλησία, όντας σταθερός και αμετακίνητος εκφραστής των πιο σκοταδιστικών απόψεων, μόνιμος εταίρος του κεφαλαίου στην εκμετάλλευση και καθυπόταξη των λαϊκών μαζών.
Σ’ αυτή τη βάση μόνο έκπληξη δεν προκαλεί η «εν θεώ» συμπόρευσή της με τους φασίστες στο μαύρο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) μέτωπο που εμφανίστηκε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας κ.α. Άλλωστε στο συγκεκριμένο ζήτημα έχει και ιδιαίτερα «εκκλησιαστικά» ενδιαφέροντα όσον αφορά τις αρμοδιότητες (επί του παγκαρίου) των πατριαρχείων και των διαφόρων «αυτοκέφαλων εκκλησιών». Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ενέσκηψε και ο ανεκδιήγητος Μίκης, στην πιο θλιβερή ως τα σήμερα εμφάνιση της μεγαλομανίας και του καιροσκοπισμού του. Με όλα αυτά διαμορφώθηκε ένα άκρως ευνοϊκό κλίμα για τις σοβινιστικές, ακροδεξιές έως και φασιστικές δυνάμεις ώστε να αναβαπτιστούν ως «πατριωτικές».
Αξίζει μια αναφορά στα πραγματικά κίνητρα όλων αυτών που σπεκουλάρουν πάνω στα αισθήματα ενός αποπροσανατολισμένου κόσμου: Πρώτα και πάνω απ’ όλα να κερδίσουν πόντους και να πλασαριστούν με καλύτερους όρους στο πολιτικό παιχνίδι. Το ότι οι κινήσεις τους χαρακτηρίζονται από τον πιο ελεεινό πολιτικαντισμό μόνο έκπληξη δεν προκαλεί. Ιδιαίτερα εμφανές αυτό στην περίπτωση της ΝΔ και του αρχηγού της, που με τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο να «μη δυσαρεστήσει» τους μεγάλους προστάτες και τη φιλοδοξία του να γίνει και αυτός πρωθυπουργός, παρόλο που η στάση του αντιφάσκει με τις θέσεις που διαμόρφωσε και προώθησε το ίδιο το κόμμα του (2008) – κι από κοντά και στο ίδιο μοτίβο όλοι οι άλλοι.
Πέρα από το προηγούμενο, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας τέτοιας στάσης είχε και το ότι όλοι αυτοί αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο ζήτημα και σαν την ευκαιρία που τους δίνεται για να «ξεπλύνουν» τις αμαρτίες τους. Να αναδειχτούν σε «υπέρμαχους του έθνους» όλοι εκείνοι που όχι μόνο λάκισαν όταν χρειάστηκε αλλά και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στον εχθρό. Οι απόγονοι των δωσιλόγων, των ταγμάτων ασφαλείας, των μαυραγοριτών.
Να εμφανιστούν σαν υπερασπιστές της πατρίδας εκείνες οι δυνάμεις που αποτέλεσαν και αποτελούν πρόθυμο όργανο του ξεπουλήματος της χώρας στους ιμπεριαλιστές. Να πλασαριστούν σαν φιλολαϊκές δυνάμεις εκείνες που ο ρόλος τους δεν είναι άλλος από το να υπηρετούν (με το αζημίωτο) το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο στην εκμετάλλευση των εργαζομένων της χώρας μας. Να μοστράρουν σαν δυνάμεις που «ακούνε» και «σέβονται» τη λαϊκή θέληση τα όργανα της καταπίεσης του λαού, εκείνοι που αδίστακτα μπορούν να χτυπήσουν το λαό με τον πιο βάρβαρο ή και αιματηρό «αν χρειαστεί» τρόπο.
Ταυτόχρονα, ευδιάκριτα αν και σχετικά συγκαλυμμένα εμφανίζεται και η τάση που προσέβλεπε στο ρόλο του γκαουλάιτερ των Βαλκανίων. Το ότι αυτή η τάση έχει αποδυναμωθεί με βάση τις εξελίξεις και έχει τροποποιηθεί προσαρμοζόμενη επί το ρεαλιστικότερον στα πραγματικά δεδομένα δεν σημαίνει ότι έχει εξαφανιστεί ή ότι χαρακτηρίζει μόνο τις βλέψεις ακραίων-φασιστικών δυνάμεων. Το αφήγημα για τις «χαμένες πατρίδες» που «πρέπει να ανακτηθούν» δεν αποτελεί υπόθεση μόνο των ακραίων και φασιστικών δυνάμεων, αλλά βρίσκεται «στο πίσω μέρος του μυαλού» πολύ περισσότερων. Ταυτόχρονα, το ότι αυτές οι τάσεις εμφανίζονται προκλητικά (όσο και όπως) απέναντι στον αδύναμο (ΠΓΔΜ) εμπεριέχει και τα δύο στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αστική μας τάξη και τους εκφραστές της. Και αυτό των ορέξεων και φιλοδοξιών της αλλά και εκείνο της επίγνωσης των ορίων της.
Ένα κρίσιμο ζήτημα
Το ιδιαίτερα ανησυχητικό στην όλη ιστορία βρίσκεται στο ότι ένας κόσμος εμποτίζεται και δηλητηριάζεται με εθνικιστικές, αντιδραστικές αντιλήψεις που του πλασάρονται ως «πατριωτικές». Καμιά υποτίμηση και κανένας εφησυχασμός απέναντι σ’ αυτό καθώς αυτή η αρνητική εξέλιξη δεν αφορά μόνο και δεν «σταματάει» στο «μακεδονικό» ζήτημα. Δημιουργεί ένα πρόβλημα που θα το έχουμε μπροστά μας καθώς μέσα στη γενικότερη σύγχυση και αποπροσανατολισμό προεκτείνεται και επιδρά συνολικότερα στη διαμόρφωση πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων και διεργασιών.
Προς αναδιαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού
Γενικότερα οι εξελίξεις έθεσαν ανάμεσα σε άλλα και ένα ζήτημα αναδιαμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού. Η «ευκαιρία» στην οποία προσέβλεπαν (με βάση το «Μακεδονικό») οι δυνάμεις της παραδοσιακής Δεξιάς ήρθε να βραχυκυκλωθεί με την παρέμβαση του FBI (ΗΠΑ), που με το σκάνδαλο Novartis στοχοποίησε επιφανείς παράγοντες αυτής της πλευράς, έως και έναν πρώην πρωθυπουργό όπως ο Αντώνης Σαμαράς. Το μήνυμα σαφές. Κανείς δεν μπορεί να παρεμβάλλει εμπόδια στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ χωρίς κόστος.
Ταυτόχρονα, όπως ήταν αναμενόμενο, ο ΣΥΡΙΖΑ άδραξε την ευκαιρία για να κάνει την αντεπίθεσή του. Δεν μπορούμε να προδικάσουμε την εξέλιξη, παρά μόνο να προσδιορίσουμε ορισμένες βασικές παραμέτρους του όλου ζητήματος.
Πρώτο, το ότι έχει ανοίξει μια διαδικασία αναδιαμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού της χώρας. Δεύτερο, το ότι σ’ αυτήν καθοριστικός θα είναι ο ρόλος των ιμπεριαλιστών και ειδικότερα των ΗΠΑ. Τρίτο, το ότι θα έχει από άποψη ουσίας δεξιόστροφα χαρακτηριστικά και ανεξάρτητα από το ποια ετικέτα θα έχει η «λύση» που θα προκύψει (δεξιά – κεντροαριστερή – αριστερή). Τέταρτο, το ότι η εκκαθάριση του σκανδάλου Novartis θα φτάσει μέχρι εκεί που θέλουν οι ΗΠΑ και ανάλογα τον βαθμό προώθησης των σχεδίων τους. Πέμπτο, η όποια «λύση» του «Μακεδονικού» θα φέρει το αποτύπωμα της ιμπεριαλιστικής παρέμβασης και κύρια της αμερικανικής.
Οι εκδοχές των πραγμάτων
Το ότι η πολιτική της αστικής μας τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων εμφανίζεται σε ορισμένες -κρίσιμες μάλιστα- περιπτώσεις ως περίπου ανερμάτιστη συνδέεται με την -όπως αναφέρθηκε- ιδιότυπη σύμφυση των φιλοδοξιών της με τον εξαρτημένο χαρακτήρα της. Κάτι ανάλογο παρατηρούμε και στις μέρες μας όπου η συνάντηση του ρεαλισμού, που ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια, με τον τυχοδιωκτισμό, που ξανασηκώνει κεφάλι, μας έδωσε χαρακτηριστικές εκφράσεις έως και πολιτικής «τύφλωσης». Ας τις παρακολουθήσουμε μέσα από τις εκδοχές των πραγμάτων.
Το ισχυρό σενάριο είναι να προχωρήσει ο συμβιβασμός ανάμεσα σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ. Μια τέτοια εκτίμηση συνδέεται με τις διαθέσεις που έχουν εκδηλώσει οι αστικές τάξεις των δύο χωρών και ιδιαίτερα με τις προθέσεις των ιμπεριαλιστών της Δύσης να τον επιβάλουν. Είναι σαφές ότι οι ιμπεριαλιστικές πιέσεις και στις δύο χώρες θα συνεχιστούν και θα πάρουν διάφορες μορφές, ανάλογα και με το ποια πλευρά εμφανίζεται ως η πλέον «δύστροπη».
Όσον αφορά την πλέον αδύναμη πλευρά (ΠΓΔΜ), πέρα από τα άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, ιδιαίτερο βάρος έχει η παρουσία της αλβανικής πλευράς. Ένας παράγοντας που ήδη χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης τέτοιας, που υπό ορισμένους όρους μπορεί να θέσει έως και ζήτημα ύπαρξης για την ΠΓΔΜ. Αλλά και στην απ’ εδώ πλευρά τα όργανα που παίζουν εδώ και καιρό ανεβάζουν την έντασή τους. Την προειδοποίηση του αμερικανού πρεσβευτή για «κίνδυνο ατυχήματος» στο Αιγαίο μόνον ανόητοι μπορούν να την προσπερνούν ελαφρά τη καρδία. Ταυτόχρονα, η συνταγή που χρησιμοποιήθηκε για τον παραμερισμό του Γκρουέφσκι στην ΠΓΔΜ (μέσω σκανδάλων) κρίθηκε επιτυχής και δοκιμάζεται ήδη και στα καθ’ ημάς (Novartis).
Ανεξάρτητα πάντως από το πώς θα εξελιχθεί και τι θα αποδώσει αυτή η υπόθεση, υπάρχουν ορισμένα δεδομένα που κανείς δεν μπορεί να προσπερνάει. Οι πρόσφατες βρετανικές δηλώσεις για αναγκαιότητα εισόδου της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ ανεξαρτήτως ονόματος προειδοποιούν γι’ αυτό που θα έπρεπε να είναι στα υπ’ όψιν από καιρό.
Ας δούμε ωστόσο κάποια στοιχεία του ζητήματος και στη βάση του οποίου «διαρρέουν» διάφορα σενάρια. Είναι δεδομένο ότι πάνω από εκατό χώρες και ανάμεσά τους ΗΠΑ, Ρωσία έχουν αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα. Αναμένεται να γίνουν πολύ περισσότερες, ιδιαίτερα στην περίπτωση που οι ευθύνες για το ναυάγιο της διαπραγμάτευσης αποδοθούν στην ελληνική πλευρά. Είναι πολύ πιθανό να διαμορφωθεί εκείνο το κλίμα ώστε με την υποστήριξη των ΗΠΑ-Δύσης (πιθανά και Ρωσίας, Κίνας) η ένταξη της ΠΓΔΜ στον ΟΗΕ να γίνει πλέον με το συνταγματικό της όνομα. Στη βάση του ίδιου κλίματος θα ενταθούν οι πιέσεις και θα αναζητηθούν τρόποι (που πάντα μπορούν να βρεθούν) παράκαμψης των ελληνικών αντιρρήσεων για είσοδο της ΠΓΔΜ σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Κοντολογίς, αυτοί που είναι ικανοί να κόψουν τον Γόρδιο Δεσμό στον οποίο αναφέρθηκε ο Κοτζιάς δεν είναι ο ίδιος αλλά οι ιμπεριαλιστές.
Συνοψίζοντας
Βασικοί παράγοντες του ζητήματος είναι: Οι ιμπεριαλιστές με τους σχεδιασμούς και τις επεμβάσεις τους. Ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους για τον έλεγχο των Βαλκανίων. Οι αστικές τάξεις της περιοχής με την εξάρτηση αλλά και τις φιλοδοξίες τους. Ο αποπροσανατολισμός των λαϊκών μαζών. Η αδυναμία του κινήματος να παρέμβει ουσιαστικά και στη βάση των δικών του όρων.
Με αυτές τις συνθήκες, διαμορφώνεται μια δύσκολη, σύνθετη και περίπλοκη κατάσταση, που δεν προσφέρεται για εύκολες απαντήσεις. Είναι καθαρό πως η «λύση» που προωθείται φέρει τη σφραγίδα των ιμπεριαλιστών της Δύσης και εντάσσεται στους σχεδιασμούς συνολικού ελέγχου των Βαλκανίων. Σαν τέτοια και όποια «ειρηνευτική» ετικέτα κι αν φέρει, θα αποτελεί παράγοντα όξυνσης του ανταγωνισμού στην περιοχή.
Το ιδιότυπο της περίπτωσης βρίσκεται στο ότι και η «μη λύση» θα έχει ανάλογα αποτελέσματα. Πέρα από το ότι αποτελεί επιδίωξη του άλλου ιμπεριαλιστικού πόλου (Ρωσία), η ένταση των ανταγωνισμών θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και σ’ αυτή την εκδοχή των πραγμάτων.
Ταυτόχρονα, με βάση τους όρους με τους οποίους τίθεται το ζήτημα και τους παράγοντες που το κινούν, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και σε οποιαδήποτε περίπτωση η έξαρση των εθνικισμών και με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Αυτή η περίπλοκη κατάσταση είναι που κατ’ αρχάς δημιουργεί συγχύσεις. Συγχύσεις που επιτείνονται από την απουσία ενός βασικού «κρίκου» των εξελίξεων, του παράγοντα κίνημα, ο οποίος θα μπορούσε να θέσει το ζήτημα σε άλλη βάση. Χρειάζεται να σταθούμε λίγο περισσότερο σ’ αυτό.
Στη φάση που διανύουμε δεν είναι ούτε οι λαοί ούτε το κίνημα που μπορούν να δώσουν τη λύση ή έστω να επιδράσουν αποφασιστικά και αποτελεσματικά σε μια ορισμένη κατεύθυνση. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να παραμένει αδιάφορο στο τι συντελείται ή να αρκεστεί στο ρόλο του ουδέτερου παρατηρητή. Αυτό που μπορεί και οφείλει να πράξει είναι να διατυπώσει με σαφήνεια τις θέσεις του για όλες τις πλευρές και εκφράσεις του ζητήματος. Να προσδιορίσει τα μέτωπα πάλης. Να αγωνιστεί με τις όποιες δυνατότητες διαθέτει ώστε οι απόψεις αυτές να φτάσουν και να γίνουν κτήμα όσο δυνατόν περισσότερου κόσμου. Να είναι κατανοητό ότι μέσα από μια τέτοια προσπάθεια, έναν τέτοιο αγώνα διαμορφώνονται τόσο οι όροι αντιμετώπισης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε όσο και οι δυνατότητες του ίδιου του κινήματος να θέτει τα ζητήματα με άλλες προϋποθέσεις.
Σε μια τέτοια λογική: Είμαστε ενάντιοι στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις όποια μορφή κι αν παίρνουν, απ’ όποια πλευρά κι αν προέρχονται, καθώς μόνο δεινά φέρνουν στους λαούς. Είμαστε ενάντιοι στο σοβινισμό των αστικών τάξεων της περιοχής, που αποτελούν έκφραση και όργανο των πιο αντιδραστικών και αντιλαϊκών σχεδιασμών και κατευθύνσεων. Είμαστε και παραμένουμε υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας των λαών της Βαλκανικής, υπέρ της ειρηνικής επίλυσης των όποιων διαφορών τους σε βάση ισοτιμίας και αμοιβαίου σεβασμού, χωρίς ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, πιέσεις, διαμεσολαβήσεις και υπαγορεύσεις.
Ειδικότερα σε σχέση με αυτά. Είναι αδιανόητο να μην τίθεται στην πρώτη γραμμή η εναντίωση στις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Των δυνάμεων που αδίστακτα κομματιάζουν λαούς και χώρες. Είναι αδιανόητη η υποβάθμιση αυτής της πλευράς του ζητήματος με οποιοδήποτε πρόσχημα, όπως λ.χ., της αναγκαιότητας της πάλης ενάντια στο σοβινισμό.
Ας είναι καθαρό ότι δεν μπορούμε να αντιπαλέψουμε αποτελεσματικά το σοβινισμό χωρίς να βάλουμε στο στόχαστρο τον ιμπεριαλισμό που τον κανοναρχεί. Χωρίς να στραφούμε ενάντια σ’ εκείνον τον παράγοντα που ενθαρρύνει και πριμοδοτεί δυνάμεις σοβινιστικού χαρακτήρα και ακριβώς επειδή αυτές τις δυνάμεις αξιοποιεί, χρησιμοποιώντας τις για τις επεμβάσεις του.
Άλλο τόσο αδιανόητο το να μην αντιμετωπίζεται σαν ζήτημα κρίσιμης σημασίας η αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στο σοβινισμό. Όχι απλά και μόνο των δυνάμεων που εμφανίζονται ως «ακραίες», αλλά συνολικά των αστικών τάξεων που αποτελούν το θερμοκήπιο που τις θρέφει και τις εκκολάπτει. Και ας είναι επίσης καθαρό ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε πραγματικά τον ιμπεριαλισμό χωρίς να «πριονίσουμε» τα «ποδάρια» που χρησιμοποιεί για τις επεμβάσεις του.
Στην ίδια πάντα λογική, δεν μπορούμε να ευελπιστούμε στη δυνατότητα οικοδόμησης Μετώπου των βαλκανικών λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τις εξαρτημένες απ’ αυτόν αστικές τάξεις αν δεν αντιστρατευτούμε στις βλέψεις και τις φιλοδοξίες της καθεμιάς από αυτές. Αν δεν αγωνιστούμε για την εξάλειψη των αντιθέσεων που δηλητηριάζουν τις σχέσεις ανάμεσα στους λαούς και διαμορφώνουν το πρόσφορο έδαφος για τη χειραγώγησή τους και αν δεν υπερασπιστούμε τα δικαιώματα όλων των καταπιεζόμενων σε κάθε χώρα.
Β.Σ.