«Σε μία περίοδο πλήρους νομοθετικής απαγόρευσης, για διαπραγμάτευση οιουδήποτε οικονομικού όρου άπτεται του πεδίου της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, η ΓΣΕΕ στάθηκε γι’ άλλη μια φορά στο ύψος της ευθύνης και του καθήκοντος που οι εργαζόμενοι της έχουν αναθέσει και με την υπογραφή της στη νέα ΕΓΣΣΕ κράτησε ζωντανό το θεσμό, διασώζοντας προηγούμενες συλλογικές ρυθμίσεις και θεσμικά δικαιώματα των εργαζομένων».
Έτσι ξεκινά η σύντομη δήλωση του εργατοπατέρα της ΓΣΕΕ, Γιάννη Παναγόπουλου, για την υπογραφή της νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) στις 28 Μάρτη. Για μια ακόμη φορά, η συνυπογραφή με τους εκπρόσωπους του κεφάλαιου μιας προδοτικής συλλογικής σύμβασης παρουσιάζεται από τους εργατοπατέρες ως κατόρθωμα, ως σωτήρια για τους εργαζόμενους κίνηση που διασώζει δικαιώματα και κατακτήσεις.
Φυσιολογικά, θα υπέθετε κανείς ότι ένα τέτοιο «κατόρθωμα» (και μάλιστα σε μια περίοδο ασταμάτητης αντεργατικής επέλασης των δυνάμεων του συστήματος) είναι το αποτέλεσμα σοβαρών εργατικών αγώνων που κίνησε η ΓΣΕΕ και τα συνδικάτα. Όμως, όχι! Κανένας απολύτως τέτοιος αγώνας δεν έγινε! Η υπογραφή και αυτής της συλλογικής σύμβασης έγινε στα μουλωχτά και με πλήρη την απουσία των εργαζομένων και των αγώνων τους. Ξεχάστηκε ακόμη και η «Πανεθνική Ημέρας Δράσης» (η οποία, μάλιστα, θα περιλάμβανε και απεργία!) που εξήγγειλε στις αρχές του Φλεβάρη για να σκεπάσει τις ευθύνες της για την πλήρη απραξία της τον Γενάρη, όταν ψηφιζόταν το αντεργατικό νομοσχέδιο που χτυπούσε -μεταξύ άλλων- και το δικαίωμα στην απεργία.
Αυτό, λοιπόν, που διέσωσε η ΓΣΕΕ με αυτήν της την υπογραφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θέση της στο πλευρό του κεφάλαιου, ως πολύτιμου συνεργάτη των βιομηχάνων και των εργοδοτών στη συνέχιση και το βάθεμα της επίθεσής τους ενάντια στους εργαζόμενους.
Έχοντας μάλιστα βγει και από τη δύσκολη θέση να διαπραγματεύεται το ύψος του μισθού, δηλαδή να διεκδικεί έστω και αυτές τις ελάχιστες αυξήσεις που υπέγραφε παλιότερα, τώρα έχει την άνεση να λειτουργεί πλήρως ως συνέταιρος με το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του.
Έτσι, στη φετινή ΕΓΣΣΕ βάζει για τα καλά πλώρη για τη συμμετοχή της στη διαμόρφωση των επόμενων χτυπημάτων στην ασφάλιση. Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε η περσινή ΕΓΣΣΕ, συστήνει από κοινού με την εργοδοσία «τεχνικές ομάδες μελέτης» για την προώθηση του Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης. Χωρίς να αναφέρονται λεπτομέρειες, πρόκειται για τον γνωστό «δεύτερο πυλώνα» των αντιασφαλιστικών σχεδίων που έχει κατά καιρούς προωθήσει το σύστημα με στόχο να συρρικνώσει το δικαίωμα στην ασφάλιση, να αφαιρέσει από πάνω του κάθε ευθύνη διασφάλισης των συντάξεων και να παρέχει στο κεφάλαιο ένα ακόμη πεδίο κερδοφορίας. Κατεύθυνση που έχει χαραχτεί τόσο από την ΕΕ όσο και από τον ΟΟΣΑ, και η οποία εφαρμόζεται ήδη σε μεγάλο τμήμα της ΕΕ αλλά και στις ΗΠΑ. (Δείτε και το σχετικό άρθρο στην ΠΣ, αρ.φ. 800/29-4-2017).
Οι εργατοπατέρες, όμως, δεν σταματάνε εδώ. Με τη νέα ΕΓΣΣΕ επιδιώκουν και μία ακόμη «θεσούλα» στο πλευρό του κράτους και του κεφάλαιου προκειμένου να παζαρέψουν με τις ζωές των εργαζομένων. Έτσι, εργατοπατέρες και εργοδότες «συμφωνούν να ζητήσουν με κοινό τους υπόμνημα την προσθήκη συμμετοχής στο Εθνικό Συμβούλιο για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (του άρθρου 44 του ν.4414/2016) ενός κοινού εκπροσώπου των εργοδοτικών οργανώσεων, που υπογράφουν την ΕΓΣΣΕ, και ενός εκπροσώπου της ΓΣΕΕ». Ουσιαστικά, οι εργατοπατέρες γίνονται πρόθυμοι συνένοχοι σε μία ακόμη μεθόδευση των δυνάμεων του κεφάλαιου με την οποία σκοπεύουν να αξιοποιήσουν την ανάγκη για χαμηλότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ως αφορμή για νέα επίθεση στα εργατικά δικαιώματα και απολύσεις.
Και δεν έχει τέλος η λογική της ταξικής υποταγής («συνεργασία» και «κοινωνικό διάλογο» την ονομάζουν), καθώς οι «κοινές δράσεις» με το κεφάλαιο επεκτείνονται σε ζητήματα όπως «Επανεκκίνηση επιχειρήσεων – Διάσωση θέσεων εργασίας», «Κατευθυντήριες γραμμές για αποτελεσματικές συλλογικές διαπραγματεύσεις», «το Μέλλον της Εργασίας» και «Επαγγελματική Κατάρτιση».
Αυτοί, λοιπόν, που τόσα κοινά βρίσκουν να έχουν με το κεφάλαιο («συγκινητικότατο» το συλλυπητήριο μήνυμα της ΓΣΕΕ για τον θάνατο του… Σκλαβενίτη, ενός από τα «καλά» αφεντικά) απαξιώνουν πλήρως κάθε δυνατότητα των εργαζομένων να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής και δουλειάς. Και δεν έχουν τίποτε κοινό με την καθημερινή αγωνία των εργαζομένων για το μεροκάματο.
Και πιο αποκαλυπτικό για την πλήρως υποταγμένη (αστική, ουσιαστικά) αντίληψη των εργατοπατέρων της ΓΣΕΕ είναι το τέλος της δήλωσης του Παναγόπουλου, στην οποία αναφερθήκαμε ξεκινώντας το άρθρο:
«Μέχρι οι συνθήκες να το επιτρέψουν, οι κοινωνικοί διαπραγματευτές αναζήτησαν και θα συνεχίσουν να αναζητούν νέους τρόπους και πεδία διαπραγμάτευσης για την βελτίωση της κοινωνικοασφαλιστικής θέσης των πιο αδύναμων και απροστάτευτων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα». (Η υπογράμμιση δική μας.)
Δηλαδή, ποιοι ορίζουν τις συνθήκες που θα «το επιτρέψουν»; Ποιον πρέπει να περιμένουν οι εργαζόμενοι να ορίσει τις καλύτερες συνθήκες; Τα επιτελεία των ιμπεριαλιστών; Τους νόμους του καπιταλισμού; Το ΔΝΤ, τον ΟΟΣΑ, την ΕΕ;
Τι άλλο αποτελεί η δήλωση αυτή παρά πλήρη αποκήρυξη της αγωνιστικής, εργατικής, ταξικής διεκδίκησης και διακήρυξη της ακόμη μεγαλύτερης περιθωριοποίησης του κινήματος της εργατικής τάξης;
Τι άλλο δείχνουν όλα αυτά παρά το ότι η συνδικαλιστική ηγεσία της ΓΣΕΕ υπηρετεί ανοιχτά πλέον τα ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης και του μεγάλου κεφάλαιου και ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τη βάλουν στην άκρη ξεδιπλώνοντας τους δικούς τους ταξικούς αγώνες.
Και βέβαια όχι με «συμβολικές» κινήσεις, όπως η «κατάληψη» του κτιρίου της ΓΣΕΕ από στελέχη του ΠΑΜΕ (και μάλιστα λιγοστά) ως ένδειξη καταγγελίας της νέας ΕΓΣΣΕ, ή οι αποσπασματικές κλαδικές κινητοποιήσεις για να τηρούνται τα προσχήματα, αλλά με πραγματικούς αγώνες. Γιατί η αλήθεια είναι ότι όσο απουσιάζει η εργατική τάξη από το προσκήνιο, όσο δεν υπάρχουν μαζικοί αγώνες αντίστασης και διεκδίκησης, τόσο θα βρίσκουν πεδίο σε βάρος της οι διάφοροι καλοθελητές: είτε οι «υπεύθυνοι» αυλοκόλακες είτε οι «αγωνιστές» των εικονικών αγώνων και των κάθε είδους ακτιβισμών. Που θα αρέσκονται στο να οργανώνουν και να προβάλλουν «κινητοποιήσεις επί κινητοποιήσεων» που θα ξεκινούν από τους ίδιους και θα καταλήγουν στους ίδιους, και κυρίως χωρίς να δημιουργούν το παραμικρό πρόβλημα στο σύστημα και στην άρχουσα τάξη.