Το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη του 2015 αποτέλεσε το «κύκνειο άσμα» του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος της κυβερνητικής διαχείρισης, του συμβιβασμού με αστική τάξη και ιμπεριαλισμό και του ρεφορμισμού, με το πέρασμά του στις δυνάμεις της επίθεσης ενάντια στον λαό, τις κατακτήσεις και τα δικαιώματά του. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συναντώντας αδιέξοδο στη διαπραγμάτευση, για λογαριασμό της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας, με τους Ευρωπαίους και Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, προχωράει στην κήρυξη δημοψηφίσματος επιχειρώντας, από τη μία, να ενισχύσει την θέση του σαν πολιτικού «πυλώνα» του συστήματος και από την άλλη να εγκλωβίσει τον λαό σε ένα ψευτοδίλημμα. Με ένα ΟΧΙ, που σε μία νύχτα μετατράπηκε σε ένα βροντερό ΝΑΙ όλου του αστικού πολιτικού κόσμου, διαμορφώθηκε το νέο αντιλαϊκό πλαίσιο που καθορίζει τις εξελίξεις μέχρι τα σήμερα.
Στον εγκλωβισμό του λαού στα ψεύτικα διλήμματα του δημοψηφίσματος συμμετείχαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και αριστερές δυνάμεις που είτε πίστεψαν ότι αποτελούσε μία «ευκαιρία» για να πάνε τα πράγματα «μέχρι τέλους» είτε ήθελαν ένα δημοψήφισμα, που τόσα χρόνια ζήταγαν αλλά με το «σωστό ερώτημα». Καμία πρωτοβουλία για τον απεγκλωβισμό του λαού, πλήρης αποδοχή και εν τέλει υποταγή στις πρωτοβουλίες των δυνάμεων του συστήματος. Αν θέλαμε να πούμε κάτι παραπάνω από την συντριβή των αυταπατών που συνόδεψε τις εξελίξεις με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, θα ήταν ακριβώς αυτό. Ότι οι πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά, τον κομμουνισμό και ότι άλλο, έδειξαν και σε αυτή την περίοδο ανίκανες να σταθούν στο πλευρό του λαού, να ενισχύσουν τις διαθέσεις του, να στηρίξουν το άνοιγμα ενός άλλου δρόμου αντίστασης και σύγκρουσης με τις δυνάμεις του συστήματος, ντόπιες και ξένες.
Η στάση αυτή περικλείει όλη την ουσία του προβλήματος, με την αριστερά «μας» τόσο εκείνη την περίοδο και πριν από αυτή όσο και σήμερα. Μία αριστερά που δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη της σύγκρουσης με το σύστημα και αναζητεί «ευκαιρίες», πάντα εκλογικού χαρακτήρα, για να αποδράσει από το πρόβλημα. Ταυτόχρονα με τις «ευκαιρίες», αναζητά και τα πολιτικά «οχήματα» πάνω ή, πιο σωστά, πίσω από τα οποία θα συρθεί. Και αν κάποιες δεκαετίες πριν ήταν το ΠΑΣΟΚ, στα χρόνια των μνημονίων η «ελπίδα» εναποτέθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα επιχειρούν να καλύψουν αυτή τους την στάση βάζοντας μπροστά τις διαθέσεις αλλά και τις επιλογές των εργαζόμενων και γενικότερα του λαού, βγάζοντας οι ίδιοι τον εαυτό τους από τον «λογαριασμό» της ταξικής αντιπαράθεσης, έτσι ώστε να εμφανίζονται ότι ακολουθούν το «λαϊκό αίσθημα». Αφού λοιπόν έχουν φροντίσει πρώτα να αφοπλίσουν πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά τον εργαζόμενο λαό, στη συνέχεια επικαλούνται τη στάση και τις επιλογές του για να δικαιολογήσουν τη δική τους στάση και τις δικές τους επιλογές. Σκορπούν έτσι απογοήτευση και ηττοπάθεια, διάλυση και υποχώρηση, με σοβαρές συνέπειες για το εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Βασική αρχή της αριστεράς «μας», στις διάφορες εκδοχές της, είναι ότι κανένα πάθημα δεν γίνεται μάθημα. Η αυτοκριτική και η ουσιαστική αποτίμηση μιας περιόδου είτε γίνονται για να βγουν από την υποχρέωση είτε για να «επιβεβαιωθεί», για άλλη μια φορά, η κυρίαρχη αντίληψή τους και να συνεχίσουν με «μία από τα ίδια». Αυτό βέβαια γίνεται αντιληπτό, όσο και να υποτιμούνται, από τους εργαζόμενους, που όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν ότι είναι μόνοι τους απέναντι στην αδυσώπητη επίθεση του συστήματος και των αντιδραστικών δυνάμεών του. Και αυτό μπορεί να εξηγήσει, σε μεγάλο βαθμό, τη βαθιά ύφεση των εργατικών και λαϊκών αντιδράσεων και κινητοποιήσεων, παρά τα επιμέρους ξεσπάσματα, όπως αυτά των συμβασιούχων εργατών καθαριότητας.
Το πολιτικό ζήτημα με το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπος ο λαός στο δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη και με τις εξελίξεις που ενεργοποίησε, είναι αυτό της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής εξάρτησης από τους ιμπεριαλιστές και στη βάση αυτή η «οικοδόμηση» μίας χώρας από τη ντόπια κεφαλαιοκρατία και τους πολιτικούς της εκπροσώπους που δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα αν της «κατεβάσουν τον διακόπτη». Απέναντι σε αυτό το ζήτημα δεν υπήρξε ούτε πριν ούτε σήμερα ουσιαστική απάντηση από τις δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά. Το ΚΚΕ επιμένει ότι δεν υπάρχει ζήτημα ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και παραπέμπει όλα τα ζητήματα στο απώτερο μέλλον, ενώ ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ βλέπουν «ευκαιρίες» για απεγκλωβισμό από ευρώ και ΕΕ, εντός συστήματος, συντηρώντας με αυτό τον τρόπο νέες αυταπάτες για τον χαρακτήρα της εξάρτησης. Όλοι τους και ο καθένας από την μεριά του, αντιμετωπίζουν την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, σαν ένα «εξωτερικό» γνώρισμα του ντόπιου καπιταλισμού και όχι σαν οργανικό στοιχείο του. Στη βάση αυτή, διαμορφώνουν μία ανάλογη πολιτική γραμμή, που είτε υποτιμάει την εξάρτηση είτε την αντιμετωπίζει σαν τεχνικό-οικονομικό ζήτημα που με ένα δημοψήφισμα θα μπορούσε να απαντηθεί.
Η πολιτική αυτή γραμμή ευνόησε τον ΣΥΡΙΖΑ και την περίοδο του δημοψηφίσματος και την τρέχουσα περίοδο, δίνοντάς του την δυνατότητα τόσο να εγκλωβίζει τις λαϊκές διαθέσεις όσο και να ενισχύει τα ιμπεριαλιστικά δεσμά, χωρίς ουσιαστική απάντηση από τον εργατικό-λαϊκό παράγοντα. Σε κάθε περίπτωση, αυτός που ευνοείται από μία τέτοια κατάσταση είναι οι δυνάμεις του συστήματος και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, για τους οποίους αποτελεί «τίτλο τιμής» η εξυπηρέτηση, η προσαρμογή και η υποταγή στα ιμπεριαλιστικά κελεύσματα.