Μέσα στο καλοκαίρι, η κυβέρνηση -πλήρως ευθυγραμμισμένη στις στοχεύσεις των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ- επιχειρεί μια σφοδρή, κατά μέτωπον επίθεση στα φοιτητικά και νεολαιίστικα δικαιώματα, προχωρώντας στις διαγραφές 180.000 φοιτητών. Η τροπολογία/bonus του Λοβέρδου για ευκαιρία δύο εξεταστικών προς τους «ενεργούς» δεν αλλάζει σε τίποτε την ουσία αυτής της εξέλιξης. Πρόκειται για μέτρο-τομή, που κλιμακώνει την επίθεση σε νέα, πρωτόγνωρα επίπεδα.
Το συνολικό πλαίσιο και οι στόχοι του συστήματος στην εκπαίδευση
Η εισαγωγή των ορίων σπουδών στο ελληνικό πανεπιστήμιο, σε σύνδεση με όλα τα υπόλοιπα μέτρα κατάργησης του δημόσιου δωρεάν πλέγματος και την κατάργηση του ασύλου, αποτέλεσε στόχο και όραμα ολόκληρων δεκαετιών για το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο. Όραμα που γεννήθηκε από τα πρώτα σκιρτήματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης τη δεκαετία του ’70 και τη συνολική υποχώρηση του εργατικού, λαϊκού και φοιτητικού κινήματος. Πρόκειται για την ταξική απογύμνωση της εκπαίδευσης από τη μεγάλη μάζα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Στόχος που ενισχύθηκε από την ολοένα και μεγαλύτερη πρόσδεση και εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού στα ιμπεριαλιστικά σχέδια για την περιοχή, τη λεηλασία του πλούτου της χώρας, την αποβιομηχάνιση, το ψαλίδισμα των φιλοδοξιών του ελληνικού κεφαλαίου για «επέκταση» και ρόλο στα Βαλκάνια. Έκτοτε η ταξική επίθεση στην εκπαίδευση ουδέποτε έπαψε, αλλά έβαινε κλιμακούμενη, ώστε να την αντιστοιχίσει στα νέα δεδομένα της παραγωγής και του εργασιακού τοπίου.
Σήμερα, πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, το σύστημα βάζει τόσο βαθιά το μαχαίρι και το φτάνει τόσο κοντά στo κόκαλο. Τα κοινωνικά συμβόλαια του χθες αποτελούν παρελθόν, τα μεσοστρώματα συνθλίβονται ραγδαία και είναι ξεκάθαρο ότι το ταξικό «ξεκαθάρισμα» που επιχειρείται σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη για τους στόχους ντόπιου και ξένου κεφαλαίου και με βάση το προχώρημα τους έχει ήδη «καθυστερήσει». Η κορύφωση της οικονομικής κρίσης μετά το 2008 και η κλιμάκωση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε οικονομικό, πολιτικό, ακόμη και στρατιωτικό επίπεδο, έχει επιταχύνει όλες τις διεργασίες και πιέζει για την προώθηση της επίθεσης απέναντι στις λαϊκές κατακτήσεις. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που προορίζεται να μετατραπεί ολόκληρη σε ειδική οικονομική ζώνη, με προνομιακούς όρους εκμετάλλευσης για το κεφάλαιο, με μισθούς των 400, 300, 200 ευρώ, με ανύπαρκτα εργασιακά δικαιώματα, με στρατιές ανέργων της τάξης του 70% στη νεολαία, η κατάργηση του δικαιώματος στις σπουδές συνδέεται με τη διαμόρφωση μιας ολόκληρης γενιάς ώστε να αποτελέσει το αναλώσιμο υλικό, την ανειδίκευτη, ελαστική, απλήρωτη, άνεργη στρατιά του μέλλοντος, χωρίς «απαιτήσεις», από την παιδική ακόμη ηλικία, όπου η εγκατάλειψη του σχολείου ανάγεται πλέον σε μαζικό φαινόμενο.
Επίθεση σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης
Γι’ αυτό οι ταξικοί φραγμοί δεν αφορούν μόνο την τρίτη βαθμίδα, αλλά τις διαπερνούν όλες. Από τα νηπιαγωγεία και τα σχολεία που ρημάζουν και κλείνουν, μέχρι τους χιλιάδες δασκάλους και καθηγητές που απολύονται. Η τράπεζα θεμάτων ήταν το πρώτο βήμα για το νέο λύκειο και είχε άμεσα αποτελέσματα: άφησε μετεξεταστέους μερικές χιλιάδες μαθητές, αποθάρρυνε άλλους τόσους από την εισαγωγή τους στην α” τάξη του λυκείου ή ή τους οδήγησε σε απευθείας εγκατάλειψη του σχολείου. Και αυτό, την ίδια στιγμή που οι κλάδοι των ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ πετσοκόβονται και τα περιθώρια διεξόδου στην τεχνική εκπαίδευση στενεύουν ασφυκτικά. Την ίδια στιγμή που ακόμη και τα διάφορα κολλέγια, ΙΕΚ και εκπαιδευτήρια έχουν μπει στο στόχαστρο της «εξυγίανσης» και βλέπουνε λουκέτο. Και εδώ πάνε περίπατο οι αναλύσεις που έβλεπαν την επίθεση στη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση να εξελίσσεται δήθεν με κύριο στόχο την άνθηση της ιδιωτικής, χάνοντας τη συνολική εικόνα. Αυτό που ζούμε σήμερα είναι ότι στήνονται οι βάσεις για την εκπαίδευση του μνημονίου, των λίγων και εκλεκτών. Και αυτό είναι θεμελιώδους σημασίας ζήτημα, που ενοποιεί και αφορά άμεσα φοιτητές, μαθητές, εκπαιδευτικούς, αλλά και συνολικότερα το λαϊκό κίνημα.
Οι στόχοι των διαγραφών
Πρόκειται για μια από τις πιο σκληρές διατάξεις του νόμου Διαμαντοπούλου και είναι ποιοτικό βήμα-τομή, που εισάγει το φοιτητικό κίνημα σε νέα κατάσταση πραγμάτων. Το πρόσχημα των «αιωνίων» φοιτητών που λυμαίνονται τα κρατικά κονδύλια μοιάζει -και είναι- γελοίο. Χρησιμεύει στην κυβέρνηση ως μέσο αποδοχής του μέτρου, θέλοντας αρχικά να ενεργοποιήσει ανταγωνισμούς στο εσωτερικό των φοιτητών με το επιχείρημα πως είναι «αξιοκρατικό» και «δίκαιο» για κάποιους να αποβληθούν. Έτσι στοχεύει να ανοίξει τον δρόμο για τη νομιμοποίηση και τη συνολική αποδοχή του μέτρου των διαγραφών. Λειτουργεί στην ίδια λογική με τη λεγόμενη αξιολόγηση, όπου το σύστημα εγκαινιάζει τις μαζικές απολύσεις εκπαιδευτικών, διοικητικών υπαλλήλων κ.λπ. ξεκινώντας δήθεν από τους «νωθρούς» και τους «αντιπαραγωγικούς».
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι διαγραφές δεν στοχεύουν αποκλειστικά και μόνο στους πρώτους 180.000 φοιτητές που διαγράφονται σε μια μέρα (μέγεθος καθόλου αμελητέο, αφού αποτελεί το 1/3 του φοιτητικού σώματος). Το μέτρο αυτό είναι χτύπημα για όλους τους φοιτητές και ειδικά για τα πρώτα έτη που εισάγονται τώρα στην τριτοβάθμια με κίνδυνο να δουν τους όρους σπουδών τους να χειροτερεύουν δραματικά. Γι’ αυτόν τον λόγο τα μικρότερα έτη είναι αυτά που μπορούν και πρέπει να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εναντίωση απέναντι στο μέτρο των διαγραφών. Αποτελούν το υποκείμενο που θα νιώσει στο πετσί του τις επιπτώσεις του μέτρου, ίσως πολύ περισσότερο από μεγάλη μερίδα διαγραμμένων που για πολλαπλούς λόγους έχουν οδηγηθεί εδώ και χρόνια στην εγκατάλειψη σπουδών και έχουν «χαθεί» πια από τις σχολές. Παράλληλα, τα πρώτα έτη είναι αυτά που έχουν πιο ενεργή σχέση με τον σύλλογο και τα συνδικαλιστικά του όργανα. Γι’ αυτό και η απεύθυνση σε αυτά τα έτη (1ο, 2ο, 3ο), πάντα από τη σκοπιά των φτωχότερων σπουδαστών, είναι για μας κύριο συστατικό της απάντησης στο πρόβλημα.
Οι διαγραφές λειτουργούν σε πολλαπλά επίπεδα.
* Αποτελούν βάρβαρο ταξικό φραγμό για τα παιδιά των φτωχότερων στρωμάτων, γι’ αυτά που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο κόστος σπουδών και βγαίνουν σε αναζήτηση εργασίας ή καλούνται να εγκαταλείψουν την πόλη σπουδών τους κ.λπ. Ήδη με μια μονοκονδυλιά αποτελειώνουν την ελπίδα στις σπουδές για δεκάδες χιλιάδες νεολαίους που βρέθηκαν σε αυτή τη θέση. Σε συνδυασμό με την κατάργηση της δωρεάν σίτισης, στέγασης, συγγραμμάτων κ.ά., το ν+2 προορίζεται να «κάψει» πολλαπλάσιους μακροπρόθεσμα. Ταυτόχρονα θα αποθαρρύνει μεγάλο μέρος των σημερινών μαθητών από την εισαγωγή σε ένα πανεπιστήμιο με τέτοιες προοπτικές.
* Οι διαγραφές οδηγούν σε δυσβάσταχτους όρους σπουδών και στην πειθάρχηση του φοιτητικού σώματος, αφού με την απειλή της διαγραφής να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του θα βυθίζεται σε όλο και μεγαλύτερη εντατικοποίηση. Σε συνδυασμό με τα προαπαιτούμενα, τις αλυσίδες, τα υποχρεωτικά μαθήματα, τα τεστάκια και τη συνολικότερη «σχολειοποίηση» των ΑΕΙ-ΤΕΙ, τα φαινόμενα παροπλισμού των φοιτητών, που ήδη αντιμετωπίζουμε στα αμφιθέατρα των σχολών, θα ενταθούν στο πολλαπλάσιο. Έτσι επιτυγχάνεται το πρότυπο του αυριανού εργαζόμενου-δούλου και ταυτόχρονα, δυσκολεύουν οι όροι συγκρότησης φοιτητικού κινήματος.
* Οι διαγραφές δίνουν το άλλοθι για ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση, συγχωνεύσεις, κλεισίματα σχολών. Σύμφωνα με το σχέδιο «Αθηνά» και την αξιολόγηση των ΑΕΙ ΤΕΙ, οι σχολές με μειωμένους σπουδαστές και εισακτέους αποτελούν επιχείρημα για ακόμη πιο μειωμένη χρηματοδότηση, απορρόφηση-συγχώνευση, ως και λουκέτο. Είναι παραπάνω από σίγουρο ότι οι διαγραφές θα συμβάλουν με τη σειρά τους ώστε ο χάρτης της ανώτατης εκπαίδευσης να δεχθεί αλλεπάλληλα κύματα συμπίεσης.
* Οι διαγραφές ανοίγουν τον δρόμο στην κατάτμηση των σπουδών και στη διάλυση του πτυχίου, αφού οι διαγραμμένοι φοιτητές που θα προκύπτουν κατά την πορεία προς την αποφοίτηση ή θα αποβάλλονται από τη σχολή στα ν+2, θα «αποζημιώνονται» με πιστοποιητικά πολλών ταχυτήτων, οδηγώντας στην αποδοχή των credits και του ατομικού φακέλου προσόντων.
* Τέλος, για όλους τους παραπάνω λόγους, οι διαγραφές δεν θα αποτελέσουν μια «ουδέτερη εξέλιξη», αλλά στόχος τους είναι να ανοίξουν τον δρόμο για μια καταιγίδα σφοδρότερων μέτρων που ο νόμος Διαμαντοπούλου περιλαμβάνει, να οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη εντατικοποίηση και στην αποδοχή των διδάκτρων.
Το φοιτητικό κίνημα και η στάση των πολιτικών δυνάμεων
Σήμερα το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται σε φάση αποδιοργάνωσης και υποχώρησης. Αυτό το σύστημα το αντιλαμβάνεται, γι’ αυτό και προχωρεί με τόσο γρήγορους ρυθμούς την επίθεση. Κυριαρχεί η απογοήτευση και είναι φανερές οι επιπτώσεις του χρόνιου εικονικού συνδικαλισμού και της δεξιάς μετατόπισης των πολιτικών δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα, μεγάλο τμήμα του κόσμου έχει αφομοιώσει τα επιχειρήματα του συστήματος περί «δίκαιου ξεσκαρταρίσματος των αιωνίων», ενώ τα αμφιθέατρα των γενικών συνελεύσεων (όπου καταφέρνουν να καλεστούν) εδώ και δύο εβδομάδες παραμένουν άδεια. Εδώ παίζουν τον ρόλο τους απόψεις που αποπροσανατολίζουν και θολώνουν το ζήτημα, ή που έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με την προσπάθεια ανάπτυξης κινήματος.
* Οι κυβερνητικές παρατάξεις ΔΑΠ και ΠΑΣΠ έχουν τον πιο ξεκάθαρο ρόλο: αναπαράγουν εδώ και δεκαετίες τα ιδεολογήματα του συστήματος περί «αξιοκρατίας», απαραίτητης «εξυγίανσης», «αξιολόγησης». Προωθούν τις διαγραφές κάνοντας τη διάκριση μεταξύ ενεργών και ανενεργών φοιτητών και μιλώντας για «διαγραφές με σωστά κριτήρια», σε πλήρη σύμπνοια με τις τοποθετήσεις του υπουργείου Παιδείας, πρυτάνεων και μεγαλοκαθηγητών. Στρέφουν τα πυρά στους «αιώνιους» και παίζουν καταλυτικό ρόλο στη συνολική αποδοχή του μέτρου. Γι’ αυτόν τον λόγο και πρέπει να απομονώνονται και να δέχονται σφοδρή πολεμική στις πολιτικές τους απόψεις, ακόμη και όταν τις συγκαλύπτουν, όπως σε αρκετές περιπτώσεις ψηφίζοντας προτάσεις αριστερών παρατάξεων.
* Η ΑΡΕΝ σε επίπεδο διακήρυξης μπορεί να προβάλλει το «όχι στις διαγραφές», όμως την ίδια στιγμή ποντάρει τα πάντα στο κοινοβουλευτικό πεδίο για την ανάδειξη μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που θα λύσει το ζήτημα. Μια τέτοια «πλάτη» που μετατοπίζεται ραγδαία προς τα δεξιά προμηνύει πολύ χειρότερα, ύστερα και από τη χυδαία δήλωση Κουράκη, που αναγνωρίζει το «δίκαιο» της διαγραφής σε περίπτωση μη εγγραφής για δύο συνεχόμενα εξάμηνα. Ταυτόχρονα, η χλιαρή τοποθέτηση απέναντι στο έκτρωμα Διαμαντοπούλου ότι έχει «προβληματικά σημεία» δείχνει τις διαθέσεις προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στις στοχεύσεις του κεφαλαίου και στον τομέα της εκπαίδευσης.
* Η ΚΝΕ-ΜΑΣ, προβάλλοντας το σύνθημα «να μη διαγραφεί κανένας φοιτητής που θέλει να τελειώσει τις σπουδές του», αναπαράγει τον ίδιο διαχωρισμό μεταξύ ενεργών και ανενεργών που προβάλλει η κυρίαρχη προπαγάνδα. Παρά την ταξική φρασεολογία, προωθεί τοΝ «ρεαλισμό της υποταγής», διασπώντας και εγκλωβίζοντας τους φοιτητές στις κατευθύνσεις της κυβέρνησης. Έφθασε μέχρι του σημείου να ζητήσει την επέκταση της τροπολογίας Λοβέρδου (κάνοντάς την έτσι αποδεκτή) με αίτημα μεγαλύτερο bonus περισσότερων εξεταστικών. Η ίδια λογική αφορά και τον νόμο Διαμαντοπούλου, όπου όχι απλά δεν θέτει θέμα συνολικής ανατροπής του (ποτέ δεν το έθετε άλλωστε), αλλά απομονώνει ορισμένες παραγράφους από το υπόλοιπο σώμα κατευθύνσεων του νόμου.
* Η ΕΑΑΚ, έχοντας χάσει τις παλιότερες δυνατότητές της να κινητοποιεί κόσμο και να δημιουργεί γεγονότα, βρίσκεται αντιμέτωπη με σφοδρό εσωτερικό πρόβλημα, αφού η ρεφορμιστική λογική τού μεταβατικού προγράμματος που διαπερνά τον φορέα τους (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) έχει ακαταμάχητη διάθεση να αγκαλιάσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Η εξέλιξη αυτή έχει πολύ αρνητικές συνέπειες, ενισχύοντας το «κάθισμα» του φοιτητικού κινήματος. Ενώ δεν μπορούν παρά να σταθούν ενάντια στο μέτρο των διαγραφών, εντούτοις τα ΕΑΑΚ δεν έχουν ξεκαθαρίσει πολιτικά τις στοχεύσεις των μέτρων, αποφεύγουν να θέσουν ξεκάθαρα τη διάσταση του ταξικού φραγμού, εστιάζουν λανθασμένα αποκλειστικά σε ζητήματα πειθάρχησης ή προβάλλουν ως αιχμή το μπλοκάρισμα των οργανισμών, δίνοντας γραμμή για αποκλεισμό των γραμματειών ή μπλοκάρισμα των συγκλήτων.
* Η αναρχία/αυτονομία δεν ανοίγει το ζήτημα, ενώ είχαμε και περιπτώσεις όπου χειροκρότησε την τροπολογία Λοβέρδου ως «δίκαιη» λύση. Με τη θολούρα που επικρατεί στο πολιτικό αυτό φάσμα, σε συνδυασμό με την τάση του να απαξιώνει εκπαιδευτικά ζητήματα και να καταγγέλλει το φοιτητικό συνδικαλισμό, δεν αποκλείεται να δούμε και ακόμη πιο δεξιές τοποθετήσεις.
Οι προκλήσεις της περιόδου θέτουν επιτακτικά το ερώτημα: υπάρχει δυνατότητα ανάπτυξης μαζικού αγώνα μέσω των συλλόγων με αιχμή το μέτρο των διαγραφών και πλαίσιο τα ευρύτερα ζητήματα που ανοίγει η αντιλαϊκή επίθεση στην εκπαίδευση και στην εργασία; Υπάρχει απάντηση και είναι «εξαρτάται». Συνδέεται άμεσα με τις υποκειμενικές αδυναμίες, τη μετατόπιση των πολιτικών δυνάμεων και το πολιτικό κενό που έχουν αφήσει. Οι Αγωνιστικές Κινήσεις κινήθηκαν και πρέπει να συνεχίσουν στην κατεύθυνση να αποτελέσουν μέρος μιας θετικής απάντησης. Η πανελλαδικοποίηση της δράσης και το πλάτεμα της παρέμβασης θέτει αναβαθμισμένα καθήκοντα. Με επίγνωση αυτών αλλά και των ορίων εμβέλειάς μας, από τέλη Αυγούστου πήραμε πρωτοβουλίες κοινής δράσης, ανοίγματος στον κόσμο, διοργάνωσης κινητοποιήσεων στις μεγάλες πόλεις.
Τα καθήκοντά μας
Θα πρέπει να εξακολουθήσουμε να κινούμαστε σε ένα διπλό επίπεδο. Να εξαντλήσουμε τις δυνατότητες της δικής μας αυτοδύναμης δράσης για την ανάδειξη του ζητήματος στις φοιτητικές και σπουδαστικές μάζες, με υπομονή και επιμονή και αναδεικνύοντας την ψευτιά των επιχειρημάτων του συστήματος (γνωρίζοντας ότι σημαντικό τμήμα των φοιτητών και των σπουδαστών τα ενστερνίζεται). Ταυτόχρονα δεν πρέπει να αφήσουμε ούτε μια πιθανότητα κοινής δράσης να πάει χαμένη. Γνωρίζοντας τα όρια και τα χαρακτηριστικά των δυνάμεων της Αριστεράς, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως το εργαλείο της κοινής δράσης δεν αθροίζει απλά αλλά πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες κίνησης κόσμου. Η δική μας δράση θα λειτουργεί πιεστικά σε όσες δυνάμεις δεν θέλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους ή αμφιταλαντεύονται, όσο πετυχαίνουμε να ανοιγόμαστε στον κόσμο και να τον ενεργοποιούμε. Εδώ κρίσιμο ρόλο θα παίζει η ενίσχυση των σχημάτων μας, το άπλωμα της εμβέλειας και των απόψεών μας στο φοιτητικό σώμα. Προσπάθειες που θα σφυγμομετρηθούν και στο πανελλαδικό συντονιστικό των Αγωνιστικών Κινήσεων που δίνει ραντεβού στις 25-26 Οκτωβρίου.
Απαιτείται επίμονη ζύμωση στον κόσμο σε συνδυασμό με κινηματική δράση εκεί που το πρώτο επιτρέπει τους όρους για το δεύτερο. Η πολιτική κατεύθυνση συσπείρωσης ευρύτερων δυνάμεων οφείλει να είναι: συνολική εναντίωση στις διαγραφές, συνολική κατάργηση του νόμου Διαμαντοπούλου, η πάλη στα χέρια των φοιτητών και των γενικών τους συνελεύσεων, με στόχο τη μετατροπή κάθε σχολής σε εστία αντίστασης με τους φοιτητές σε πρώτο ρόλο.