28 ΟΚΤΩΒΡΗ 2014

Εισήγηση του Κ.Ο. του ΚΚΕ(μ-λ) μπροστά στην 8η Συνδιάσκεψη

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Ο. ΤΟΥ ΚΚΕ(μ-λ)
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ 8η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ

(Οκτώβρης 2014)

Αυξημένες απαιτήσεις

1. Τα τελευταία χρόνια η μεγάλη όξυνση της επίθεσης, η μεγάλη, με τα όρια και τα χαρακτηριστικά της και οργισμένη λαϊκή αντίδραση, έφεραν στο προσκήνιο ανάγκες και προτεραιότητες που δεν ήταν τόσο εμφανείς τις προηγούμενες δεκαετίες. Χαρακτηριστικά, έφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα μίας άλλης κοινωνίας. Κατά συνέπεια το ζήτημα της σημερινής κοινωνίας και με κεντρικό δίλημμα το αν εξορθολογίζεται ή όχι, το αν ανατρέπεται επαναστατικά ή διορθώνεται.

Χωρίς να είναι πάντα υποκειμενικά ώριμο, αλλά κάτω απ’ την πίεση των πραγμάτων, τέθηκε ξανά πιο φανερά το ζήτημα της προοπτικής και των στρατηγικών στόχων των κινημάτων.

2. Ας σταθούμε όμως πρώτα και κύρια σε μας και τη δική μας οπτική. Το ότι ανέβηκε ο πήχης των απαιτήσεων του κινήματος φαίνονταν από την όλη εικόνα και της δικής μας οργανωμένης προσπάθειας.

Εμείς από την πλευρά μας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με βάση τις απαιτήσεις του κινήματος αλλά και την ανάγκη να διεκδικήσουμε την αναβάθμιση της τάσης που εκπροσωπούμε μέσα στο κίνημα, προσανατολιζόμαστε να προσεγγίσουμε πιο άμεσα ζητήματα που αφορούν την κοινωνική διαστρωμάτωση της χώρας, τον χαρακτήρα των μετωπικών και κοινωνικών συνεργασιών, τον ρόλο και τις δυνατότητες της εργατικής τάξης.

Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια προσπάθεια την αντιμετωπίζει πλέον η οργάνωση όχι σαν μια ακαδημαϊκή φιλολογία αλλά σαν μια απαίτηση των καιρών που θα στηρίζεται σαν αφετηρία σε μια σειρά βασικές μας εκτιμήσεις και κατευθύνσεις που όχι μόνο δεν βρίσκονται στον αέρα αλλά έχουν επιβεβαιωθεί. Τα «θυμίζουμε»:

  • Εξαρτημένος χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού (διπλή εξάρτηση).
  • Χώρα «παράρτημα» που παρά τις ελπίδες της άρχουσας τάξης να περάσει τις προηγούμενες δεκαετίες πάνω από το μέσο ύψος της του ιμπεριαλιστικού καπιταλιστικού συστήματος, οι εξελίξεις την σπρώχνουν κάτω απ’ αυτό το ύψος.
  • Χώρα που δεν έχει απλά σχέσεις «ανισότιμης συνεργασίας» με τους ιμπεριαλιστές της Ευρώπης και των ΗΠΑ αλλά βιώνει, με ότι αυτό συνεπάγεται, ένα στρατηγικό «σφιχταγκάλιασμα» απ” αυτούς.
  • Χώρα προφανώς καπιταλιστική περισσότερο όμως σαν «κακέκτυπο» των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, με διογκωμένα μεσοστρώματα που όμως τα τελευταία χρόνια έχουν τιναχτεί στον αέρα μια σειρά κοινωνικά και πολιτικά τους χαρακτηριστικά, με διευρυμένη φτωχοποίηση που θυμίζουν άλλου είδους «καταστροφές».

Να ενισχύσουμε την κατεύθυνση της ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ

3. Ας έρθουμε όμως σ’ ένα ζήτημα που απασχολεί και μας, αυτό της ταξικής ανάλυσης της ελληνικής κοινωνίας. Για το κομμουνιστικό κίνημα το θέμα αυτό δεν είναι μόνο θέμα θεωρίας αλλά και πράξης.

Χωρίς να υποτιμούμε τη σημασία και την αξία των κοινωνικών πολιτικών αναλύσεων με μαρξιστικά-λενινιστικά εργαλεία προσέγγισης, δεν τους αποδίδουμε εκείνο το «φετιχιστικό» ρόλο που ακούγεται όλο και πιο συχνά τελευταία. Δεν είναι καθόλου αχρείαστο το να αποκτήσεις στην οργάνωση «την φωτογραφία», το «αποτύπωμα» της ταξικής και κοινωνικής διαστρωμάτωσης της φάσης που συζητάμε, ούτε είναι ασήμαντο με όπλο τον ιστορικό υλισμό να μελετήσεις τους όρους και την πορεία διαμόρφωσης της «φωτογραφίας» που «σήμερα» αποτυπώνεις. Ωστόσο το θέμα που μελετάμε είναι ζωντανό, εξελίσσεται προς διάφορες κατευθύνσεις ανάλογα με τη δράση των πολλών υποκειμένων που συνδέονται μ’ αυτό και από «μέσα» και από «έξω».

Είναι επίσης κατανοητό ότι η ανάλυση της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας είναι περισσότερο αξιόπιστη όταν είναι αποτέλεσμα και αποκρυστάλλωμα ενός κομμουνιστικού κόμματος ή μιας οργάνωσης που έχει καταφέρει να συνδεθεί με τμήματα της εργατικής τάξης, με κομμάτια μικροαστών, διανοούμενων, με αγροτικά τμήματα. Γιατί έτσι, μια τέτοια ανάλυση βγαίνει από τα ίδια τα «σπλάχνα» του κινήματος και λιγότερο σαν έκφραση μιας «επιστημονικής» ανάλυσης με στοιχεία τα οποία (απαραίτητα επίσης) σου δίνουν οι ίδιοι οι «θεσμοί» του αστικού κράτους (στατιστικές υπηρεσίες, υπουργεία κ.λπ.)

4. Έχει επίσης καθιερωθεί από την εμπειρία και ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος ότι η ταξική ανάλυση της διαίρεσης μιας κοινωνίας είναι ένα βασικό όπλο που συμβάλλει στη χάραξη της στρατηγικής της επανάστασης. Μ’ αυτή την έννοια έρχεται να την υπηρετήσει. Συνεπώς είναι η βάση του «οδικού χάρτη» της επανάστασης, όπως πρέπει να επικαιροποιείται και να τροποποιείται ανάλογα με το πόσο κοντά βρίσκεται η επανάσταση.

Εμείς πορευτήκαμε και πορευόμαστε με ένα ταξικό περίγραμμα-διάγραμμα που αποτέλεσε και αποτελεί έναν συνδυασμό των συμπερασμάτων της ολομέλειας του ΚΚΕ το 1934, συμπληρωμένο από τις διαπιστώσεις της ΟΜΛΕ στη δικτατορία («Γράμμα από την Ελλάδα») και τις προσεγγίσεις γύρω από το 2ο Συνέδριο του ΚΚΕ(μ-λ). Με αυτό το περίγραμμα ανάλυσης πορευτήκαμε και προσδιοριστήκαμε απέναντι στο σύστημα και στο λαό. Πάνω σ’ αυτό στηρίξαμε τη μέχρι τώρα προσπάθειά μας, διαμορφώσαμε τη φυσιογνωμία και το στίγμα μας.

Στο κείμενο «Ο δικός μας δρόμος» (Οκτώβρης 2012) και στην απόφαση του ΚΟ τον Γενάρη του 2013, θέλουμε, πατώντας σ’ αυτό το ταξικό περίγραμμα, να πάμε παραπέρα. Γιατί, όπως εξηγήσαμε και στη συζήτηση της «Πρότασης Συντονισμού Κοινής Δράσης και Αγώνα» (Οκτώβρης 2011), με βάση την κρίση κυοφορούνται κοινωνικές ανατροπές, σπάσιμο παραδοσιακών συμβολαίων των μεσαίων και αστικών στρωμάτων με την μεγαλοαστική τάξη, μεγάλη κοινωνική κινητικότητα, που αν ιδωθούν μέσα στο πλαίσιο των γενικότερων οξύνσεων και αντιθέσεων, τροφοδοτούν αντιφατικές και εκρηκτικές καταστάσεις μέσα στις μάζες, που απαιτούν ενεργότερη και με προοπτική παρέμβαση από την πλευρά των κομμουνιστών σε μια κατεύθυνση επαναστατικής ανατροπής του συστήματος.

5. Απ’ τη μια ενισχύονται τάσεις άρνησης, αμφισβήτησης, «αποκοπής» από τον καπιταλισμό, και απ’ την άλλη, λόγω ανυπαρξίας κομμουνιστικού κινήματος, λόγω απουσίας σταθερών κοινωνικών συμμαχιών, δεν λείπουν τα παραδείγματα κοινωνικών τμημάτων να δένονται με πολύ αντιδραστικές και καθεστωτικές δυνάμεις που σπρώχνονται «με ασφάλεια» στην αγκαλιά μιας κοινωνίας «τάξης και ηρεμίας».

Ωστόσο η κύρια τάση που οφείλουμε να ενισχύσουμε και εμείς είναι η πρώτη!

Γι’ αυτό και είμαστε πλέον «υποχρεωμένοι», οι όποιες πολιτικές συνεργασίες κάνουμε, μονιμότερες ή πρόσκαιρες, η συμμετοχή μας σε ευρύτερες αντιστάσεις να ενισχύουν μέσα στο κίνημα την κατεύθυνση της ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ κόντρα στην κατεύθυνση της διαπραγμάτευσης.

Σε κάθε περίπτωση η βάση για να προσεγγίσουμε το ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής είναι η συγκρότηση της εργατικής τάξης και ο ηγεμονικός της ρόλος και φυσικά οι κοινωνικές συμμαχίες που πρέπει και μπορούν να συμπηχτούν υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης.

Να συνδεθούμε με την εργατική τάξη

6. Για κάτι που θέλουμε να επιμείνουμε, ανεξάρτητα της τωρινής σύνθεσης της οργάνωσης, είναι ότι έχουμε στο κέντρο της προσοχής την ανάγκη μας να συνδεθούμε με την εργατική τάξη και να αποκτήσουμε σαν οργανωμένη προσπάθεια, σύνδεση και προοπτική που να αναβαθμίζεται και να χτίζεται ακριβώς πάνω στην κυρίαρχη σχέση μας μ’ αυτή την τάξη. Σχέση που δεν θα θολώνει, δεν θα ακυρώνεται, δεν θα θυσιάζεται κάτω από το βάρος της σχέσης που αναπόφευκτα αναπτύσσουν οι κομμουνιστές και με άλλα κοινωνικά στρώματα. Επίσης έχουμε αφομοιώσει (αργά και βασανιστικά) ότι στην χάραξη των κατευθύνσεών μας, στην επιλογή των προτεραιοτήτων μας δε παίζει ρόλο μόνο το τι θέλουμε αλλά και το τι βλέπουμε, τι εκτιμάμε μέσα από τις σχέσεις κυρίως με την κοινωνία και χωρίς παραμορφωτικούς φακούς.

Αν συνοψίσουμε λοιπόν αυτό που έχουμε καταλήξει, θα λέγαμε ότι βρίσκεται στη διατύπωση: «η εργατική τάξη θα συγκροτηθεί κυρίως στην αναμέτρησή της με το κεφάλαιο, ενώ θα αποκτήσει την απαραίτητη ηγεμονία (για τη χώρα μας μιλάμε) στην αναμέτρησή της κυρίως με τον ιμπεριαλισμό». Ίσως κιόλας -όπως θα δούμε- να μην προλάβει να συγκροτηθεί στα πλαίσια του σημερινού συστήματος, αλλά να απαιτηθούν και αρκετά βήματα στα πλαίσια της άλλης κοινωνίας.

Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα και αυτές μας οι διαπιστώσεις-εκτιμήσεις θα δοκιμάζονται και θα κρίνονται όσο αυτή η σύνδεση πραγματώνεται, όσο η οργάνωσή μας συνδέεται με την εργατική τάξη, όσο στις γραμμές μας συγκεντρώνονται πρωτοπόρα εργατικά και προλεταριακά στοιχεία.

7. Αναφερόμαστε στην ανάγκη της συγκρότησης της εργατικής τάξης, όχι μόνο οργανωτικά και συνδικαλιστικά, που είναι και αυτό απαραίτητο και χωρίς αυτό δεν προχωράει, αλλά στην πολιτική της διάσταση. Με την έννοια της αναγνώρισης από μια σειρά κοινωνικά στρώματα αλλά και από την ίδια του πρωτοπόρου επαναστατικού της ρόλου. Βεβαίως η συγκρότηση αυτή πατάει σε μια διαρκώς αναβαθμιζόμενη αυτοεκτίμηση και βάθεμα της συνείδησης της εργατικής τάξης ότι έχει τη δυνατότητα (καθοριστική εδώ η συμβολή του κινήματος σαν σχολείο) όχι μόνο να ηγηθεί της επανάστασης αλλά να αναλάβει στα πλαίσια της άλλης κοινωνίας την οργάνωσή της.

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι τα πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης που θα βάλουν τη σφραγίδα τους στη συγκρότηση και την ηγεμονία της, θα πρέπει να αποκτήσουν -μέσα στην ταξική πάλη και από την ταξική πάλη- τις δυνατότητες, δηλαδή τα απαραίτητα όπλα, για να ανταποκριθούν.

Με βάση τα όσα έχουν προηγηθεί όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, κάνουμε λόγο για μια ολόκληρη πορεία ανασυγκρότησης, αναγέννησης, ξαναχτισίματος του κομμουνιστικού κινήματος και του πρωτοπόρου κόμματος σαν τμήμα της εργατικής τάξης και όχι σαν «ινστρούχτορας» που ξεστραβώνει τους «αμόρφωτους» και τους «καθυστερημένους».

8. Να επισημάνουμε ότι στο δίπτυχο που αναφέραμε (συγκρότηση στην αναμέτρηση με το κεφάλαιο- ηγεμονία στην αναμέτρηση με τον ιμπεριαλισμό) και που γίνεται προσπάθεια να διευκρινιστεί  από την οπτική των καθηκόντων μας απέναντι στην εργατική τάξη η σχέση αντιιμπεριαλιστικού-αντικαπιταλιστικού, οφείλουμε να μην είμαστε απόλυτοι.

Σε ορισμένες ιστορικές φάσεις, η συγκρότηση της εργατικής τάξης πέρασε και μέσα από τη σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό, όπως συνέβηκε ή μπορεί να συμβεί και το «ανάποδο». Να προκύψει η δυνατότητα της εργατικής τάξης να βρεθεί στο τιμόνι, γιατί πήρε σε φάσεις την ευθύνη να συγκρουστεί και να ανατρέψει βάρβαρα μέτρα του κεφαλαίου, όταν άλλα στρώματα που πλήττονται θα έχουν λουφάξει κάτω απ’ το βάρος της επίθεσης.

Σαν στοιχείο εξοπλισμού μας στην αντιπαράθεση με τους ούλτρα «αντικαπιταλιστές», ας μελετήσουμε λίγο περισσότερο την περίοδο 1930-1941 του εργατικού-λαϊκού κινήματος της χώρας μας και θα φωτιστούμε και για ζητήματα σχέσης αντιιμπεριαλιστικού-αντικαπιταλιστικού αλλά και λαϊκού-ταξικού.

Συνεπώς έχουμε ένα ενιαίο πλέγμα (μέσα στην ιδιαίτερη «οντότητά» του το καθένα) να εκτιμήσουμε και να καταλήξουμε, χωρίς όμως να ξεκινάμε απ’ το μηδέν. Ήδη και σ’ αυτή τη Συνδιάσκεψη πρέπει να κάνουμε την «αρχή» έστω και αν μπορεί να χαρακτηριστεί κάπως τολμηρό.

9. Όλα ξεκινούν και καταλήγουν στο πάνω σε ποια βάση θα γίνει η σύνδεσή μας με την εργατική τάξη και στη συνέχεια (και εκ παραλλήλου) με μια σειρά στρώματα λαϊκά, μικροαστικά, νεολαίας κ.λπ.

Την σύνδεση αυτή δεν μπορεί να τη βλέπουμε στατική και φωτογραφικά, υπό την έννοια ότι εμείς ως πρωτοπόροι και κάτοχοι της επαναστατικής αλήθειας κάνουμε το κάλεσμα και «περιμένουμε» την εργατική τάξη να κάνει εκείνη όλη τη διαδρομή και όλα τα βήματα για να μας προσεγγίσει. Της «επιτρέπουμε» δηλαδή να συνδεθεί μαζί μας. «Αν δεν το καταλάβει, τότε κακό του κεφαλιού της».

Ούτε βέβαια θα συμφωνούσαμε με μια άλλη προσέγγιση που την σύνδεση τη βλέπει να γίνεται με τους σημερινούς όρους της υποχώρησης και των αρνητικών συσχετισμών, μιας και έτσι θα ξεδοντιάζονταν όλα τα επαναστατικά στοιχεία αφού θα «πνίγονταν» μέσα στο μέσο όρο της ηττοπάθειας και της μοιρολατρίας.

Όπως το βλέπουμε εμείς, και στη φάση που βρίσκονται τα πράγματα, η σύνδεση που λέμε με την εργατική τάξη θα είναι και πρέπει να είναι μια αμφίδρομη πορεία και σχέση. Και εμείς και η εργατική τάξη έχουν ανάγκη αυτή τη σύνδεση, την επικοινωνία. Τα βήματα σύνδεσης έτσι όπως τα εννοούμε σε πολιτική βάση, και στη λογική της συγκέντρωσης δυνάμεων, θα γίνονται και θα παίρνουν σάρκα και οστά κυρίως στη βάση και στο έδαφος του κινήματος.

Φυσικά, όπως έχουμε ξεκαθαρίσει, οι κομμουνιστές στη φάση που βρίσκονται έχουν ένα σύνθετο πρόβλημα να αντιμετωπίσουν, που συνίσταται στο ότι για να συνδεθούν αποτελεσματικά με την εργατική τάξη πρέπει να το κάνουν σε επίπεδο κινήματος. Άρα πρέπει να πρωτοστατούν και στη δημιουργία κινήματος, που όμως για να το πράξουν πρέπει να έχουν σύνδεση. Μια απάντηση στο δίλημμα αυτό (σύνδεση-κίνημα) αλλά όχι πλήρης, ήταν και είναι η κοινή δράση.

Εφόσον λοιπόν η βάση και το πεδίο της σύνδεσης είναι το κίνημα και η ταξική πάλη, και αφού έχουμε τη δική μας οριοθετημένη αντίληψη για το «αυθόρμητο», το θέμα της σύνδεσης περνάει και μέσα από την χάραξη πολιτικών στόχων και γραμμής πάλης, την οποία ανεξάρτητα αν την «παράγουμε» εμείς δεν την έχουμε για μας αλλά την έχουμε «να την δοκιμάσουμε μέσα στο κίνημα και για το κίνημα».

Η σύνδεση, η στράτευση αγωνιστών στο κίνημα θα αρχίσει να πραγματοποιείται μόνο στο βαθμό που η γραμμή πάλης και οι στόχοι που καταλήγουμε δικαιώνονται στα μάτια των κινημάτων και των αντιστάσεων που τα υιοθέτησαν. Γραμμή που δεν υιοθετείται από τμήματα εργαζομένων, λαού, νεολαίας αλλά και που όταν και όσο υιοθετηθεί δεν ευνοεί τη συγκέντρωση δυνάμεων, την οργάνωση των αγωνιζόμενων, την πολιτικοποίησή τους και την γενικότερη αναβάθμιση, πρέπει να προβληματίζει και να τίθεται σε επανεξέταση και δοκιμασία. Όχι οπωσδήποτε για να αλλάξει ή να ανατραπεί (εδώ στην περίπτωσή μας όπως έχουμε πολλές φορές αναγνωρίσει και απολογιστικά, δεν μπορούμε να παρακάμψουμε τις συνέπειες που υφιστάμεθα επειδή πάμε κόντρα στο ρεύμα) αλλά καταρχάς για να στηριχθεί, να κατανοηθεί και να προωθηθεί με συνέπεια. Συνεπώς μια γραμμή πάλης, μια πρόταση, ένας ενδιάμεσος στόχος, ένας στρατηγικός στόχος πρέπει να έχουν ως κοινό παρονομαστή να πατάνε στα δεδομένα, στους συσχετισμούς, στην όξυνση των αντιθέσεων, στον χαρακτήρα και στο βάθος της συνείδησης αυτών που καλούνται να υιοθετήσουν αυτούς τους στόχους.

Γι αυτό χρειαζόμαστε μελέτη, κατανόηση, συστηματικότερη παρακολούθηση του όλου πλέγματος κοινωνικών, ταξικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Γι’ αυτό χρειάστηκε σε όλη αυτή τη διαδρομή της όξυνσης της ταξικής πάλης να αποσαφηνίσουμε και να κάνουμε πιο ουσιαστικές μια σειρά εκτιμήσεις ιδιαίτερα τα τελευταία τρία χρόνια . Επειδή όπως είπαμε δεν βρισκόμαστε στο μηδέν και απ’ όσα έχουμε αντιληφθεί για την κοινωνία, την οικονομία την ταξική διαστρωμάτωσή της, πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε βήματα τόσο στην καταγραφή όσο και στην εκτίμηση της εργατικής τάξης στον τόπο μας. Σίγουρα σ’ αυτό θα μας βοηθούσε και μια ιστορική αναδρομή σε βασικά σημεία για τους αγώνες, τη συγκρότηση, την συνείδηση του ιστορικού της ρόλου της εργατικής τάξης.

10. Η όλη πορεία της εμφάνισης αλλά και του δυναμώματος της εργατικής τάξης σε μια χώρα σαν τη δική μας έχει αποτελέσει, και πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί κομβική και καθοριστική βάση στήριξης και αναφοράς στις προσπάθειες συγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος.

Στο πλαίσιο του μ-λ κινήματος της χώρας μας έχουν γίνει κάποιες αρχικές προσπάθειες (όπως, για παράδειγμα, τα «60 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ» – σειρά άρθρων στην Προλεταριακή Σημαία), οι οποίες όμως έμειναν ημιτελείς, αν και περιέχουν ορισμένα σωστά και εύστοχα συμπεράσματα που πρέπει να χρησιμοποιούμε. Το κοινό σωστό γνώρισμα σ’ όλες αυτές τις προσπάθειες και όχι άδικα, ήταν η προσπάθεια εκτίμησης και αποτίμησης των δεδομένων που διαμόρφωσε στα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης το κυρίαρχο γεγονός της βαθιάς εξάρτησης της χώρας μας από τους ιμπεριαλιστές και το ξένο κεφάλαιο.

Μόνο όταν και εφόσον το κομμουνιστικό κίνημα άφησε στην άκρη (όσο τα άφησε) τη νοοτροπία αντιγραφής και αναπαραγωγής μοντέλων επανάστασης και έσκυψε στα πραγματικά δεδομένα, μπόρεσε να ανδρωθεί και να παίξει πρωτοπόρο ρόλο. Και αυτό το λέμε επειδή στο σήμερα που βιώνουμε μια μακρά περίοδο ήττας, ζούμε στην παραζάλη, μια σειρά «διανοούμενοι» να ξαναγράφουν την ιστορία και τη διαδρομή της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος, προφανώς για να δικαιολογήσουν τη γραμμή τους για το σήμερα που δεν πατάει πουθενά.

Εμείς λοιπόν δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να χαράξουμε άμεσες, μεσοπρόθεσμες και στρατηγικές κατευθύνσεις πάλης προσπερνώντας τα πολλά και σοβαρά κοινωνικά, πολιτικά, ταξικά δεδομένα που έχει διαμορφώσει η ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Και όχι σαν μια πραγματικότητα που δια μαγείας τελείωσε (έτσι την παρουσιάζει το ΚΚΕ και όσοι προέρχονται από κει) αλλά σαν μια ζώσα και σημερινή πραγματικότητα.

Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να χαράξουμε κατευθύνσεις φαντασιωνόμενοι ότι η εργατική τάξη στη χώρα μας έχει άλλα χαρακτηριστικά, συνείδηση, όρια, απ’ αυτά που πραγματικά έχει διαμορφώσει και χωρίς να αγνοούμε τις επιπτώσεις της ήττας του κομμουνιστικού ταξικού εργατικού κινήματος. Δεν μπορούμε να λύνουμε τα σοβαρά προβλήματα τακτικής, συμμαχιών, στόχων λέγοντας κοινοτοπίες ότι έχουμε καπιταλισμό και άρα τα προβλήματα λύθηκαν. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να περιμένουμε τους εργάτες και τους εργαζόμενους να μας πάρουν στα σοβαρά και να συνδεθούμε μαζί τους όταν κάνουμε ότι δεν βλέπουμε το ρόλο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και παρουσιαζόμαστε ότι η Ελλάδα είναι μια «τυπική» ιμπεριαλιστική χώρα πλέον (έστω δεύτερης ταχύτητας).

11. Θα βγάλουμε σίγουρα λάθος συμπεράσματα αν πέσουμε στην παγίδα να απομονώσουμε την ιμπεριαλιστική εξάρτηση απ’ το κεφαλαιώδες ζήτημα του τι εργατική τάξη έχουμε στη χώρα μας.

Εμείς, όταν μελετάμε την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, το κάνουμε πρώτα και κύρια για να δούμε τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες που διαμορφώνει στην τάξη που θα μπει πρωτοπόρος και ηγεμόνας στην επαναστατική πορεία και όχι για επικεντρώσουμε σε τμήματα της αστικής τάξης και των μικροαστών. Θα έπρεπε να παραδειγματιστούμε από τα παραδείγματα φωτεινών μυαλών όπως του Μπάτση (Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα) αλλά και  πρωτοπόρων κομμουνιστών όπως ο Μπελογιάννης (Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα) καθώς και άλλων διανοούμενων που παρουσίασαν  αξιόλογες δουλειές, οι οποίες βοήθησαν στη συγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και  ανέλυσαν με πολύ ολοκληρωμένο τρόπο τη σχέση και την επίδραση που είχε η ιμπεριαλιστική εξάρτηση, το ξένο κεφάλαιο και οι πολιτικές του ιμπεριαλισμού πάνω στην εργατική τάξη και τα ιδιαίτερα τμήματά της.

Έχουμε αρκετά να δούμε και να πάρουμε υπόψη μας, όχι για λόγους ακαδημαϊκούς, αλλά γιατί με τις αναλογίες τους και τις προβολές τους στο σήμερα συνεχίζουν να παίζουν ρόλο και να καθορίζουν πράγματα όσον αφορά τις στοχεύσεις και τις συμμαχίες της εργατικής τάξης.

• Η σημασία και οι αιτίες της σοβαρής καθυστέρησης στη χώρα μας να εμφανιστεί σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα. Ο ρόλος της Μεγάλης Ιδέας, του ραγιαδισμού, της περιόδου της υποδούλωσης της χώρας στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

• Τα χαρακτηριστικά της αστικής τάξης, έτσι όπως διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού.

• Τους λόγους και τις αιτίες που η όλη καπιταλιστική διαμόρφωση και ανάπτυξη της χώρας έγινε κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο και την ασφυκτική εξάρτηση.

• Την σημασία που σίγουρα είχε στα όρια και τις δυνατότητες της εργατικής τάξης το γεγονός ότι στα πλαίσιά της, μεγάλο ρόλο και βαρύτητα είχαν τα μη βιομηχανικά τμήματά της, έκφραση και αυτό της μεγάλης καθυστέρησης για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας.

• Τα χαρακτηριστικά που κληροδοτούσε στην εργατική τάξη το γεγονός ότι η χώρα για μεγάλη περίοδο ήταν κυρίως αγροτική. Και ας μην υποτιμάμε καθόλου το γεγονός ότι η εργατική τάξη στη χώρα μας έφτιαξε συνείδηση, χωρίς να είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη, με βάση τα χαρακτηριστικά της παραγωγής στη χώρα.

Όλα αυτά θα πρέπει να δούμε (ιδιαίτερα στην περίοδο μέχρι το τέλος του πολέμου, το 1945) πως διαμόρφωσαν μια καθοριστική κατάσταση, η οποία συνεχίστηκε με άλλους όρους και μετά το ’60, όπου η αντίθεση με την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, την ξένη ακρίδα κ.λ.π., «επισκιάζει» την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Φυσικά η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος έστω και καθυστερημένα, αλλά και ο ρόλος που έπαιξε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, βοήθησε στο να βαθύνει η συνείδηση της εργατικής τάξης, αλλά πάντα μέσα στο πλαίσιο που τα πραγματικά δεδομένα αλλά και οι προτεραιότητες της απελευθέρωσης επέτρεπαν.

Αρκετά άλλαξαν μετά το ’55, και ιδιαίτερα μετά το ’60, που επίσης πρέπει να μελετήσουμε. Άλλαξε σταδιακά η σχέση βιομηχανίας-αγροτιάς, υπέρ της πρώτης. Ο προσανατολισμός να αναπτυχθεί η ελληνική κοινωνία με μοχλό την οικοδομή, τροποποίησε αλλά δεν ανέτρεψε την εικόνα μιας εργατικής τάξης όπου το βιομηχανικό-προλεταριακό τμήμα ήταν, ας πούμε, μειοψηφικό.

Είναι πράγματι ενδεικτικό ότι η εργατική τάξη με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της, και χωρίς να έχει τη δυνατότητα να σφυρηλατηθεί στην ταξική σύγκρουση (ιδιαίτερα μετά τη δικτατορία του Μεταξά) υποχρεώνεται να βγει μπροστά στην πολιτική μάχη, με στόχους  παλλαϊκούς. Και αυτό δεν το έκανε μόνο στην περίοδο της απελευθέρωσης αλλά συνέχισε μέχρι τις παραμονές της δικτατορίας των συνταγματαρχών το ’67 (Ιουλιανά κλπ).

Άλλο ενδιαφέρον σημείο που δεν πρέπει να προσπερνάμε όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης, είναι το πώς επέδρασε το όλο εσωτερικό-εξωτερικό ρεύμα μετανάστευσης από επαρχία προς τα έξω αλλά και προς την Αθήνα. Μια διαδικασία που με βάση και την αρχή της υποχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος, μάλλον δεν περιόρισε τις μικροαστικές-συντηρητικές επιδράσεις, που είχε σαν έκφραση την καθυστέρηση της συγκρότησης της εργατικής τάξης.

Μια διαδικασία που η χούντα σαφώς την ανέκοψε, και κράτησε ξανά στο προσκήνιο την αντίθεση του λαού με τους ξένους και τους ιμπεριαλιστές. Ωστόσο, αντικειμενικά, η όλη διαδρομή μετά τον πόλεμο και με βάση τις όποιες αλλαγές στην ασκούμενη ιμπεριαλιστική πολιτική, και ιδιαίτερα μετά το ’70, σαφώς, αν δεν ανέτρεψαν, τουλάχιστον διαφοροποίησαν δεδομένα και όσον αφορά την αγροτική παραγωγή αλλά και τη βιομηχανική. Και φυσικά δίνει την ευκαιρία να διογκωθεί ο τριτογενής τομέας της υπαλληλίας σαν έκφραση της ευρύτερης διόγκωσης των μεσαίων στρωμάτων στη χώρα, που μεταξύ άλλων έφεραν στο προσκήνιο νέα συμβόλαια και συμβιβασμούς αυτών των στρωμάτων που έκφρασε το ΠΑΣΟΚ.

Μέσα στις συνθήκες μιας ευρύτερης λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης, έχουμε τα πρώτα χρόνια της περιόδου της μεταπολίτευσης μια φανερή προσπάθεια συγκρότησης αρκετών βιομηχανικών-εργοστασιακών τμημάτων της εργατικής τάξης που τις προηγούμενες δεκαετίες μετά τον πόλεμο είχαν ανδρωθεί σε βιομηχανικούς τομείς της οικονομίας. Όμως, η ιδιαίτερα αυτή ενδιαφέρουσα διαδικασία δεν είχε, όπως φάνηκε, μεγάλη διάρκεια, συνέχεια και καύσιμα. Σε συνδυασμό με την επέλαση ΠΑΣΟΚ αλλά και την μεγάλη υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος, οι απόπειρες αυτών των τμημάτων (κατ’ ουσίαν προλεταριακών) να συγκροτηθούν και να αποκτήσουν ειδικό βάρος στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες, μένουν ανολοκλήρωτες.

Τα κοινωνικά και ταξικά δεδομένα που διαμορφώθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ’70, συμπληρωμένα από μια εξέλιξη μετά το ’90 (το κύμα μετανάστευσης που δέχτηκε η χώρα), πάνω-κάτω ίσχυαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Στη συνέχεια και με κορύφωση το τέλος της δεκαετίας του 2000, είχαμε μια σειρά νέες κοινωνικές και ταξικές ανατροπές, οι οποίες μας έχουν απασχολήσει και μάλιστα έντονα τα τελευταία χρόνια.

Έχουμε λοιπόν έντονα και αντιφατικά δεδομένα στα οποία το πρόσημο, το δίνει το βάθεμα της εξάρτησης, η παραπέρα επιδείνωση της θέσης της εργατικής τάξης, το σπάσιμο των συμβολαίων, χωρίς όμως αυτό να έχει οδηγήσει σε αντίστροφες εξελίξεις υπέρ της επαναστατικής διαδικασίας και προοπτικής.

Έχουμε ανακατάταξη όχι μόνο στα μεσοστρώματα αλλά και σε τμήματα του μπλοκ των κυρίαρχων μεγαλοαστικών δυνάμεων. Έχουμε επίσης ανατροπές στη μεγάλη αγροτική μάζα με φανερή τη διαδικασία μείωσης του αγροτικού πληθυσμού που σε συνδυασμό με την μεγάλη αύξηση της ανεργίας βάζουν νέα και σπουδαία καθήκοντα.

12. Με όλα αυτά που σύντομα και σε σημεία περιγράψαμε (και που, όπως είπαμε, μέχρι την επόμενη εσωτερική γενική διαδικασία της οργάνωσης πρέπει να προσπαθήσουμε να τα συγκεντρώσουμε, να τα βαθύνουμε και να τα επεξεργαστούμε) θέλουμε να καταγράψουμε την πεποίθησή μας ότι η όλη πολιτική-κοινωνική επαναστατική διαδικασία και η επαναστατική ανατροπή θα καθοριστούν και από τις υποκειμενικές προσπάθειες των επαναστατών-κομμουνιστών, αλλά και από τα συνολικά κοινωνικά-ταξικά δεδομένα.

Δεν θα πρόκειται για μια «αφήγηση» (όπως λέγεται), σαν άσκηση επί χάρτου, αλλά για την υλοποίηση και την εφαρμογή μιας ανάγκης που θα έχει τα δικά της ιδιαίτερα ντόπια χαρακτηριστικά και που δεν είναι άλλη από το να συμβάλλουμε και στη χώρα μας για την ανατροπή που σάπιου καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Όλα όσα περιγράψαμε αποτελούν προσπάθεια ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης και δεν αποτελούν  σκεπτικισμούς και ταλαντεύσεις. Πρέπει να επιμείνουμε στη συγκεκριμένη ανάλυση για να βρούμε τρόπους να συνδεθούμε με τις μάζες και να συμβάλλουμε στην επαναστατική υπόθεση. Τα δεδομένα της περιοχής που ζούμε, αλλά και πιο ιδιαίτερα της χώρας μας, συγκεντρώνουν και διαπλέκουν σωρεία αντιθέσεων και αντιφάσεων, που κάτω από συνθήκες, και κυρίως με την ενεργή παρέμβαση του κομμουνιστικού, ταξικού εργατικού κινήματος, μπορούν να δώσουν σάρκα και οστά στην ανασυγκρότηση του κινήματος. Είμαστε βαθιά πεισμένοι ότι στη χώρα μας, όχι μόνο πρέπει αλλά και μπορεί να γίνει επανάσταση. Να έχουμε εμπιστοσύνη στο λαό και την εργατική τάξη σημαίνει να έχουμε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας και αντίστροφα. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 (θυμηθείτε το σύνθημα για την ώρα των ανατροπών), ο λαός μας κινείται, παλεύει, διαμορφώνει μέχρι και ασαφείς αλλά υπαρκτές μετωπικές συγκλίσεις, με τους όρους που του «επιτρέπονται» από τις συνθήκες και κυρίως από την ανυπαρξία επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα. Τόσο το 2003 όσο και την περίοδο του 2010, ο λαός μας ανέδειξε τα συνθήματα και τους στόχους που μπορούν να τον οδηγήσουν σε ευρεία μετωπική δράση.

Για όσους θέλουν να δουν, και εμείς το είδαμε αρκετά κυρίως από το 2004, ότι ο λαός μπορεί και θέλει να στηρίξει ένα ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ. Όσοι έχουν βγάλει τις ωτοασπίδες αλλά και τους παραμορφωτικούς φακούς, αφουγκράστηκαν και μέσα στις μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις του 2003 αλλά και με τις μεγάλες κινητοποιήσεις του ενάντια στα βάρβαρα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα, έχει ένα καλό δείγμα και μια καλή βάση πάνω στην οποία μπορεί να πατήσει για να διακρίνει καθαρά τους στόχους που μπορεί να έχει ένα ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ. Όπως επίσης μπορεί να δει ότι η κατάσταση στην Ελλάδα είναι τέτοια που μπορεί να κάνει το «όνειρο» πραγματικότητα. Να ανατρέψει δηλαδή την εξουσία της μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού που άρρηκτα τη στηρίζει.

Οι στρατηγικές μας κατευθύνσεις-στοχεύσεις

13. Με βάση τα όσα έχουμε εκτιμήσει και αποκρυσταλλώσει για τον χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, για τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό-καπιταλιστικό σύστημα, για τα χαρακτηριστικά της μεγαλοαστικής τάξης, η πάλη πρέπει να έχει σαν στρατηγικό στόχο την ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ. Με τις δύο αυτές στοχεύσεις, που η πρώτη ανοίγει το δρόμο για την δεύτερη και η δεύτερη με τη σειρά της κατοχυρώνει την πρώτη συνοψίζουμε την στρατηγική μας κατεύθυνση ώστε η εργατολαϊκή συμμαχία να εξασφαλίσει την δυνατότητα στις λαϊκές μάζες να είναι αφέντες στον τόπο τους χωρίς προστάτες, εξαρτήσεις, βάσεις και έξω από συνασπισμούς. Ταυτόχρονα αναδεικνύει αυτό που επίσης έχουμε καταγράψει σαν επιδίωξη, αυτή η εργατολαϊκή συμμαχία να εξασφαλίσει γρήγορο πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Υπ’ αυτό το πρίσμα οι αγώνες που θα ξεσπούν στο έδαφος του καπιταλισμού για την ανατροπή της επίθεσης, των μνημονίων, για την ειρήνη, ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, για την δημοκρατία, για το ψωμί, τη δουλειά, ενάντια στην ανεργία έχουν διπλό στόχο: να συγκροτήσουν την εργατική τάξη και τις ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις, να σφυρηλατήσουν αυτή την εργατολαϊκή συμμαχία και να προετοιμάσουν το έδαφος για την αναμέτρηση, τη σύγκρουση, την επανάσταση.

Αυτή η στρατηγική κατεύθυνση, χωρίς άλματα στο κενό και απογειώσεις, είναι ο ορίζοντας της πάλης της εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων στη φάση που ξανοίγεται μπροστά μας. Είναι ο μόνος δρόμος που φωτίζει την καθημερινή πάλη, τους καθημερινούς αγώνες.

14. Είναι σαφές ότι στην πάλη για ανεξαρτησία και σοσιαλισμό στη χώρα μας καθοριστική σημασία θα έχει ο γενικότερος διεθνής συσχετισμός δυνάμεων. Επομένως, η πάλη αυτή δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπόψη της τη συνολικότερη κατάσταση των λαϊκών κινημάτων παγκόσμια, αλλά και ειδικότερα την γενικότερη ανάπτυξη του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος, να συμβάλλει, να τροφοδοτεί και να τροφοδοτείται από αυτήν.

15. Ας διευκρινίσουμε ότι με τον στόχο της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ φυσικά και δεν εννοούμε ότι η εργατική τάξη σε συμμαχία με κομμάτια της αστικής τάξης διαμορφώνει ένα στάδιο όπου ολοκληρώνεται το έθνος ή ολοκληρώνεται η καπιταλιστική ανάπτυξη που η μεγαλοαστική τάξη ως εξαρτημένη και κομπραδόρικη εγκατέλειψε στην αρχή. Με την κατεύθυνση της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ υπηρετούμε την μια απ’ τη διπλή στόχευση της επαναστατικής ανατροπής. Απ’ την άλλη, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε στις διάφορες καμπές της ταξικής πάλης, η εργατική τάξη ως ηγέτιδα δύναμη (όπως έγινε στο παρελθόν του κινήματος) να χρησιμοποιήσει στοιχεία της εθνικής συνείδησης προκειμένου να διευρύνει τη συμμαχία που θα θέλει να προωθήσει. Η διπλή στρατηγική στόχευση σαν  προσανατολισμός έχει κυρίως την έννοια της προετοιμασίας των λαϊκών δυνάμεων και της εργατικής τάξης ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΕΧΘΡΟΥΣ που θα έχει να αντιμετωπίσει η επανάσταση με βάση τα όσα εκτιμάμε και βλέπουμε σήμερα.

Έχουμε, είχαμε και θα έχουμε αντιρρήσεις αρχειακές στις κατευθύνσεις (πολλών πλευρών) ότι ο δικός μας εχθρός είναι «εδώ» που με τις κοντόθωρες λογικές τους (μικροαστική λογική ευκολίας) επικεντρώνουν αποκλειστικά στην εξουσία της ντόπιας άρχουσας τάξης, στους μηχανισμούς της. Δεν βλέπουν ότι πίσω και πάνω από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και πίσω απ’ τον «εθνικό» στρατό που θα κληθεί να αντιμετωπίσει την επανάσταση αν δεν το κατορθώσουν θα έρθουν τα big boys από τις βάσεις και την αμερικάνικη πρεσβεία να υπενθυμίσουν ενάντια σε ποιους επίσης πρέπει να στραφεί η επαναστατική οργή και προετοιμασία. Όταν οι μπολσεβίκοι μπήκαν στα χειμερινά ανάκτορα σηματοδότησαν την διαδικασία κατάληψης της πολιτικής εξουσίας. Σε χώρες σαν τη δική μας δεν είναι έτσι. Ο λαός έχει να αντιμετωπίσει απανωτά κέντρα εξουσίας όχι αφού πάρει την εξουσία (αυτό μπορεί να συμβεί και αλλού) αλλά ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙ!

Για την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ

16. Παρ” όλο που εμείς “πρώτοι” έχουμε εκτιμήσει ότι η δημιουργία της ΕΕ δεν ήταν μια νομοτελειακή “ολοκλήρωση” και παρ” όλο που από γενική άποψη δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη διάλυσή της ή και την κατάρρευσή της κάτω από το βάρος των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων, φαίνεται ότι το “ξήλωμα του πουλόβερ” θα αποτελέσει προτεραιότητα και στόχο του επαναστατικού ταξικού κινήματος και όχι “μάννα” εξ ουρανού που θα έρθει σαν έκφραση και γενίκευση των αδιεξόδων της κρίσης του συστήματος.

Η πρόσφατη εξέλιξη σε σχέση με την Κύπρο μπορεί να είναι από πολλές απόψεις διδακτική!

Επίσης το πιο πιθανό είναι η συντριβή, η διάλυση ή όπως αλλιώς μπορεί να συμβεί, της ΕΕ (με ζώνες ή χωρίς ζώνες, με ένα ή δύο νομίσματα) δεν θα πραγματοποιηθεί αυτόματα και γενικευμένα σαν δήθεν έκφραση μιας διεθνοποιημένης πανευρωπαϊκής επανάστασης, αλλά με τρόπο ανισόμετρο, μέσα από ποικίλες και διαφορετικές διαδρομές.

Συνεπώς ο στόχος της εξόδου από την ΕΕ, είναι στρατηγικός στόχος του κινήματος!!!

Η αστική τάξη στο σύνολό της δεν είναι σε θέση να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησης διότι είναι σαν να κόβει μέσα στην κοιλιά τον δικό της ομφάλιο λώρο.

Η προοπτική της επαναστατικής ανατροπής στην Ελλάδα συνδέεται με την ανάγκη η επαναστατική λαϊκή εξουσία να απομακρύνει τη χώρα από την ΕΕ και να κόψει άμεσα κάθε δεσμό πολιτικό, οικονομικό στρατιωτικό μ” αυτήν. Η επαναστατική διεθνιστική αλληλεγγύη του λαού μας με άλλους λαούς θα οικοδομηθεί και πάνω στο στόχο της εξόδου της χώρας από την ΕΕ και της διαμόρφωσης, στην πορεία, του δικού τους «δικτύου».

Η παρουσία του ΝΑΤΟ και των βάσεων ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στη χώρα, στα Βαλκάνια και στην περιοχή δεν διεκπεραιώνει μόνο μια εξυπηρέτηση προς τις ΗΠΑ και τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ όταν εξαπολύουν τις ιμπεριαλιστικές τους εξορμήσεις. Οι βάσεις και τα όπλα των ιμπεριαλιστών δεν αποτελούν μόνο ένα «εξωτερικό» γνώρισμα της εξάρτησης που συγκεντρώνει τα πυρά του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στη χώρα μας, μόνο σαν έκφραση αλληλεγγύης του λαού μας και της εργατικής τάξης στους λαούς που πλήττονται από τους ιμπεριαλιστές και τις ονειρώξεις της ντόπιας αστικής τάξης που συντάσσεται και ευθυγραμμίζεται μ’ αυτούς. Ούτε οι βάσεις πρέπει να συγκεντρώνουν τα πυρά του αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος μόνο σαν προσπάθεια ματαίωσης και ανατροπής των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Υπάρχουν για να «διευκρινίζουν» προς κάθε κατεύθυνση ποιος είναι το αφεντικό στην περιοχή και στη χώρα, υπάρχουν για να επέμβουν και να δώσουν τη μεγαλύτερη δυνατή στήριξη και κάλυψη στην υποτακτική αστική τάξη, όταν η εξουσία της κινδυνεύσει σοβαρά από το επαναστατικό κίνημα.

17. Με βάση αυτά, στο συνδυασμό τους, και παρά το ιστορικό προηγούμενο της εξόδου της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (Αύγουστος 1974), θεωρούμε ότι το διώξιμο του ΝΑΤΟ και το κλείσιμο των βάσεων είναι επίσης στρατηγικού χαρακτήρα προσανατολισμοί, μιας και ούτε οι αμερικανονατοϊκοί ιμπεριαλιστές ούτε οι ντόπιοι υποτακτικοί θα ακυρώσουν τα μεταξύ τους συμβόλαια, αν δεν τα ανατρέψει η επαναστατική αντιιμπεριαλιστική δράση.

Εφόσον παραμένουμε χώρα εξαρτημένη και μάλιστα με την εξάρτηση να βαθαίνει, παλεύουμε για ανεξαρτησία. Και εφόσον είμαστε χώρα καπιταλιστική παλεύουμε για το σοσιαλισμό. Η ανεξαρτησία δεν χαρίζεται αλλά κατακτιέται και όχι βοηθητικά για λογαριασμό της άρχουσας τάξεις προκειμένου να συνεχίσει να κυριαρχεί χωρίς δεσμά, αλλά για να μπορέσει η εργατολαϊκή συμμαχία να προχωρήσει στην κοινωνική απελευθέρωση όντας αφέντης στον τόπο της, στη χώρα της. Συνεπώς, θα είναι μια πολιτική πραγματικότητα που θα προκύψει με την ανατροπή της άρχουσας τάξης, που θα κόψει όλα τα δεσμά εξάρτησης και που θα την υπερασπίζεται ο επαναστατημένος και οπλισμένος λαός.

Τα δύσκολα, με την έννοια της αποτίμησης και της απόκτησης εμπειρίας από τα προηγούμενα σοσιαλιστικά εγχειρήματα, αρχίζουν από κει και πέρα όταν αυτή η νέα πολιτική πραγματικότητα και εξουσία προχωρήσει σε άμεσα μέτρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και κοινωνικής απελευθέρωσης. Ας μείνουμε όμως εδώ, εκφράζοντας και μέσα από αυτό το κείμενο την αντίρρησή μας ότι η μοναδική στόχευση που έχουμε είναι ο σοσιαλισμός και ότι αυτός «προηγείται» προκειμένου να διασφαλίσει και την ανεξαρτησία. Αυτή η οπτική είναι τελείως αποπροσανατολιστική διότι για να «πραγματοποιηθεί» πρέπει να δεχτούμε ότι η αναμέτρηση με την άρχουσα τάξη για την ανατροπή θα έχει μόνο «εσωτερικό» περιεχόμενο και «εσωτερικά» εμπόδια. Δηλαδή, αν εννοείται αυτό που λέγεται συνειδητά, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι ο ιμπεριαλισμός κάτω από το βάρος των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αλλά και τη δράση του προλεταριακού κινήματος στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές μητροπόλεις θα υποχρεωθεί να αποσύρει τα πλοκάμια του και τις «δαγκάνες» του από τις εξαρτημένες χώρες και θα σπεύσει πανικόβλητος να περισώσει ό,τι μπορεί, στην εθνική του βάση. Έτσι λοιπόν, το κίνημα στις εξαρτημένες χώρες θα δεχθεί το δώρο και θα προχωρήσει χωρίς εμπόδια και έξωθεν επεμβάσεις στο σοσιαλισμό.

18. Εμείς, «αγαπάμε» και «ενδιαφερόμαστε» γι’ αυτό που εννοούμε πατρίδα με απαραβίαστο συνόρων και κυριαρχικά δικαιώματα. Σαφώς θέλουμε να δίνουμε σ’ αυτά ταξικό και πολιτικό περιεχόμενο από την σκοπιά των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων. Πώς είναι δυνατόν να θέλουμε ένα καλύτερο μέλλον για το λαό, μια σημαντική βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης, μιαν άλλη ανακατανομή του πλούτου και να παρουσιαζόμαστε «αδιάφοροι» και «ουδέτεροι» για το χώρο που μας πέφτει, κατά πώς λέμε. Ας μην ξεχνάμε ότι πιστεύουμε στη δυνατότητα επανάστασης σε μια χώρα. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να βρεθεί ο λαός και η εργατική τάξη σε μια φάση της επανάστασης, να έχει ως μοναδικό της «χτήμα» αυτό τον τόπο, τον αέρα του, τη γη του, το υπέδαφός του, τις θάλασσές του.

Φυσικά και ενδιαφερόμαστε έμπρακτα και για τις άλλες πατρίδες. Είμαστε αλληλέγγυοι και διεθνιστές και δεν θέλουμε να καταστρέφονται οι πατρίδες των «άλλων» για να «ευημερεί» ο δικός μας τόπος. Φυσικά και δεν θέλουμε να καταληστεύεται ο τόπος μας, είμαστε ενάντια σε συρρίκνωση, σε «μπακλαβαδοποίηση» του τόπου μας από ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ή από τυχοδιωκτικές πολεμικές ενέργειες, είτε ξεκινάνε από το εσωτερικό είτε προέρχονται από το εξωτερικό. Ούτε να γίνεται ορμητήριο. Επειδή, λοιπόν, αγωνιούμε γι’ αυτόν τον τόπο θέλουμε να αλλάξουν οι παραγωγικές σχέσεις και οι κοινωνικές σχέσεις γενικότερα σ’ αυτόν. Γι’ αυτό και δεν θέλουμε να οικοδομήσουμε πατριωτικό κίνημα αλλά πολιτικό-ταξικό. Το πατριωτικό κίνημα, έτσι όπως έχει καταγραφεί, ακόμα και αν δεν παίρνει ανοιχτά εθνικιστική και σοβινιστική θέση, αποτελεί κίνημα σωτηρίας στα ίδια πάνω κάτω καπιταλιστικά πλαίσια (πιο ανθρώπινο, πιο φιλικό). Υπ’ αυτό το πρίσμα θέλουμε τη χώρα μας ανεξάρτητη για να έχουμε σαν λαός και κυρίως σαν εργατική τάξη, τη δυνατότητα να οικοδομήσουμε τις νέες παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις ανατρέποντας τις προηγούμενες. Απ’ την άλλη, θέλουμε άλλες σχέσεις για να παραμείνει η χώρα ανεξάρτητη.

Θέλουμε, πατρίδα ανεξάρτητη, με άλλο καθεστώς και άλλη σημαία. Δεν παλεύουμε για συντήρηση και αναπαραγωγή της σημερινής «πατρίδας», ούτε θα αρνηθούμε ότι η σημερινή σημαία έχει ταυτιστεί με μια σειρά αντιδραστικά, φασιστικά, τυχοδιωκτικά και ταυτόχρονα υποτελή χαρακτηριστικά.

Το να εθελοτυφλούμε στη μεγάλη όξυνση της αντίθεσης που παρατηρείται μεταξύ του ιμπεριαλισμού και των λαών, είναι σαν να αυτοκτονούμε και να απομονωνόμαστε από τη μεγάλη μάζα του λαού. Αν η αντίθεση αυτή δεν είχε οξυνθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και αν η ΕΕ δεν είχε ταυτιστεί στα μάτια των πλατιών μαζών με μια λυκοσυμμαχία που ρουφάει αίμα, δεν θα έβρισκαν τόσα πατήματα και ερείσματα μια σειρά εθνικοπατριωτικές απόψεις και πρακτικές που ακριβώς αυτή την αντίθεση εκμεταλλεύονται για να στρέψουν τα πράγματα σε ανώδυνες κατευθύνσεις, κάθε άλλο παρά αντιιμπεριαλιστικές.

19. Δεν είναι καθόλου σωστό να προσπερνάμε την όξυνση της αντίθεσης ιμπεριαλισμού-λαών επειδή οξύνθηκε ταυτόχρονα η αντίθεση κεφάλαιο-εργασία. Ούτε πρέπει να αγνοούμε την όξυνση των αντιφάσεων και των αντιθέσεων στο πλαίσιο της μεγαλοαστικής τάξης και των άλλων μεσαίων αστικών στρωμάτων με μερίδες των ιμπεριαλιστών και με διάφορες διασταυρώσεις. Αντιθέσεις και αντιφάσεις που οδηγούν ή μπορούν να οδηγήσουν και αυτές σε ανακατατάξεις και αναστατώσεις στα πλαίσια του αστικού συστήματος διακυβέρνησης. Δεν σημαίνει ότι, επειδή η Ελλάδα δεν είναι προτεκτοράτο ή υπό ξένη στρατιωτική κατοχή, οι σχέσεις ντόπιων αστών και ντόπιου κεφαλαίου είναι αρμονικές με τον ιμπεριαλισμό όταν αυτός επεμβαίνει με όλα τα μέσα στη χώρα μας, και με το ξένο κεφάλαιο που έχει την οπτική να μετατρέψει τη χώρα σε μια απέραντη Ειδική Οικονομική Ζώνη.

Το ότι η εξάρτηση επέτρεψε μια «ανάπτυξη» του καπιταλισμού στην Ελλάδα και οδήγησε με τους γνωστούς τρόπους στην «ισχυρή» Ελλάδα του Σημίτη, δεν σημαίνει ότι στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται πρέπει να πάψουμε να βλέπουμε όλες τις δραματικές συνέπειες που θα φορτωθεί προοπτικά η χώρα και ο λαός. Ούτε να ξεχνάμε ότι θα τις φορτωθεί σαν «βαρίδια» η όποια επαναστατική προσπάθεια με κορμό την εργατική τάξη.

Το ότι βιώνουμε μια τρομακτική όξυνση όλων των αντιθέσεων και αντιφάσεων του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού δεν υπάρχει θέμα. Το ότι η πολιτική ήττας, υποχώρησης και εγκατάλειψης του λαού που ακολουθούσε και ακολουθεί η Αριστερά «μας» δεν οδηγεί σε λύση των αντιθέσεων αυτών υπέρ του λαού και σε βάρος των εχθρών του λαού, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ευκαιριακά.

Είτε συνεχίσουμε και μπούμε στη συζήτηση περί κύριας και βασικής αντίθεσης είτε μείνουμε σ’ αυτά που έχουμε, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι την πρωτοβουλία για την όξυνση όλων αυτών των αντιθέσεων την έχει κατά βάση το σύστημα. Γι αυτό και με την όξυνση αυτή, μέχρι στιγμής, βγαίνουν νικητές οι άλλοι πόλοι των αντιθέσεων και όχι ο λαός και η εργατική τάξη.

Αναγνωρίζουμε, λοιπόν, την ύπαρξη πατρίδας και το απαραβίαστο των συνόρων, αλλά δεν οικοδομούμε πατριωτικό κίνημα. Αναγνωρίζουμε και προσβλέπουμε σε μια Ελλάδα ανεξάρτητη, αλλά δεν οικοδομούμε εθνικοανεξαρτησιακό κίνημα. Ανάλογα παλεύουμε και διακηρύσσουμε την ειρήνη και την εναντίωσή μας στον πόλεμο. Δεν οικοδομούμε πασιφιστικό κίνημα, δεν μπερδευόμαστε για το ποιος τροφοδοτεί τους πολέμους, τη βία. Και θα κάνουμε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας να ξεσηκωθεί ο λαός υπέρ της ειρήνης και κατά του πολέμου. Και θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας ώστε μέσα σ’ αυτή την πάλη και όσο είναι ζωντανή να οικοδομηθεί μια κομμουνιστική ταξική αντίληψη. Αν θέλουμε να περάσει το κίνημά μας σε άλλη φάση, πρέπει να οχυρωθεί όχι μόνο απέναντι στον κύριο εχθρό που είναι από τα δεξιά, αλλά να κοιτάζεται που και που στον καθρέφτη μήπως και περνάει «αριστερίστικες» ιώσεις.

Σε εποχές σαν τη σημερινή κανένας κομμουνιστής και κανένας αριστερός δεν πρέπει να είναι «μαζεμένος» και «φοβισμένος» μήπως και κατηγορηθεί. Ποιο κομμάτι του λαού θα μας στρέψει την πλάτη αν μας δει να παλεύουμε έμπρακτα για την ειρήνη, αν μας αναγνωρίσει ως δυνάμεις που υπερασπίζονται τη χώρα, τον πλούτο, το λαό από την ιμπεριαλιστική κτηνωδία και την καπιταλιστική απληστία; Ποιο κομμάτι λαού θα μας κοιτάξει καχύποπτα επειδή πρωτοστατήσαμε στον αγώνα για δημοκρατία, για δικαιώματα και ελευθερίες; Όχι, τέτοια κόμπλεξ και τέτοιες αναστολές δεν μας χρειάζονται. Οφείλουμε να τα βάλουμε στην άκρη και να κινηθούμε με γνώμονα τις ανάγκες του λαού και του κινήματος.

20. Αν, λοιπόν, θέλουμε να δούμε τη συσχέτιση, την αλληλοεπίδραση των δύο αντιθέσεων που αναφέραμε, θα διαπιστώσουμε ότι η λύση και των δύο αυτών αντιθέσεων βρίσκεται, πρώτα και κύρια, στην αρμοδιότητα της εργατικής τάξης. Δεν θεωρούμε ότι η λύση της αντίθεσης ιμπεριαλισμός-λαοί προς όφελος των λαών είναι αρμοδιότητα άλλων κοινωνικών στρωμάτων στα οποία η εργατική τάξη οφείλει να υποταχτεί ή να ακολουθήσει. Όχι γιατί δεν εμπλέκονται τέτοια στρώματα σ’ αυτή την αντίθεση (ίσα-ίσα), αλλά γιατί τα άλλα κοινωνικά στρώματα (αγρότες, μεσαία στρώματα) στέκονται απέναντι σ’ αυτήν την αντίθεση με θολό και συγκεχυμένο τρόπο.

Επιμένουμε ότι στη διαδρομή της εξέλιξης της ταξικής και λαϊκής πάλης, η λύση της αντίθεσης ιμπεριαλισμού-λαών «προηγείται» της λύσης της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία, αλλά με αρκετές διαφοροποιήσεις από ό,τι την δεκαετία ’50-60 αλλά και πιο μετά. Και με αρκετά πλέον σημάδια σύμπλευσης της μιας με την άλλη.

Μ’ αυτή την έννοια παραμένουμε στο ότι η πρώτη είναι η κύρια και η δεύτερη η βασική.

Επίσης, σίγουρο είναι ότι εάν η Ελλάδα βρεθεί στη θέση του αδύνατου κρίκου και το εδώ κίνημα σε πρωτοπόρο ρόλο και πιο μπροστά από τα υπόλοιπα κινήματα, η εργατολαϊκή συμμαχία και η πολιτική της εξουσία θα δεχτούν μεγάλες πιέσεις και θα τους μπουν μπροστά πολλά εμπόδια από τους ιμπεριαλιστές έτσι ώστε να υπάρξει πισωγύρισμα και αντεπανάσταση. Πόσα εμπόδια θα είναι αυτά και πόσο υψηλά, δεν μπορούν, από σήμερα, να εκτιμηθούν στο σύνολό τους. Τι παραπέρα επιπτώσεις θα έχει στην οικονομία, στις ταξικές σχέσεις, στον κοινωνικό ιστό, μια τέτοια μεγάλη δοκιμασία του λαού μας σε σύγκρουση με την ντόπια αντίδραση και τους ξένους πάτρωνες που με τίποτα δεν θα χαρίσουν, δεν μπορούν επίσης να προβλεφθούν, σε όλο τους το μέγεθος.

Επίσης, δεν μπορεί να προσδιοριστεί η δύναμη που θα αντλήσει αυτή η εργατολαϊκή συμμαχία από την πάλη των υπόλοιπων λαών και τη συνεργασία με χώρες που θα υποχρεωθούν αν όχι να στηρίξουν τη χώρα μας αλλά τουλάχιστον να ουδετεροποιηθούν.

21. Συνεπώς, ενώ σε επίπεδο διακηρύξεων και στρατηγικής και μπορεί και πρέπει η εργατολαϊκή συμμαχία και η εξουσία της να μετεξελιχθούν γρήγορα σε μπλοκ εξουσίας που θα προχωρήσει σε άμεσους σοσιαλιστικούς μετασχηματισμούς, υπάρχουν πολλά που θα κριθούν εκείνη την περίοδο.

Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε είναι ότι η μεγάλη περίοδος υποχώρησης και ήττας έχει σίγουρα προσθέσει δεδομένα και έχει ακυρώσει άλλα απ” όσα συνάντησαν, ανέτρεψαν, τροποποίησαν οι μέχρι τώρα επαναστάσεις στον 20ό αιώνα.

Σε επίπεδο διακηρύξεων και προθέσεων είμαστε ξεκάθαρα με την σοσιαλιστική επανάσταση. Ακόμα περισσότερο είμαστε υπέρμαχοι  της κομμουνιστικής κοινωνίας, όσο και όπως την έχουμε (έχουν) αντιληφθεί οραματικά. Η ζωή όμως και η ταξική πάλη έχει δείξει ότι έχει τους δικούς της νόμους και ρυθμούς. Γι” αυτό και πρέπει να έχουμε ως σημείο-κλειδί την πορεία, το εύρος, την σύνθεση και την πολιτική έκφραση αυτής της εργατολαϊκής συμμαχίας στις διάφορες καμπές της επαναστατικής διαδρομής που θα εξελιχθεί στο έδαφος του καπιταλισμού, αλλά και στην πρώτη καθοριστική φάση της έναρξης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Το ζήτημα που εξετάζουμε, όπως έχει δείξει η όλη διαδρομή εφόδου, στασιμότητας, υποχώρησης, ήττας, βαδίζει σε μια ισορροπία ανάμεσα στον βολονταρισμό και στα όρια που αποδεικνύει η ζωή ότι έχει.

Η όλη πορεία εξέλιξης και στόχευσης της κοινωνικής συμμαχίας (“μέσος όρος”) είναι απόρροια και των οικονομικών δεδομένων. Δεν είναι όμως μόνο τέτοιο (θα καταλήγαμε στον οικονομισμό). Υπάρχει καθοριστική η συμμετοχή της πολιτικής επιδίωξης μιας σειράς πρωτοπόρων τμημάτων της συμμαχίας αυτής και των πολιτικών της εκφράσεων, στην πορεία που θα πάρουν τα πράγματα. Γι’ αυτό είναι όρος, τουλάχιστον για εμάς, η συγκρότηση της εργατικής τάξης σαν τάξη για τον εαυτό της και η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.

Ο  ορίζοντας των προσπαθειών μας

22. Οι πολιτικές ηγεσίες της Αριστεράς ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να στρέψουν την κινητικότητα και τις ανατροπές που συντελούνται στην κοινωνία σε κατεύθυνση ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ. Είναι εγκλωβισμένες, έχουν ηττοπάθεια γι” αυτό και δεν μπορούν να δημιουργήσουν τέτοια κοινωνικά δεδομένα που να δυναμώσουν μέσα στην κοινωνία τάσεις χειραφέτησης, ριζοσπαστισμού και πολιτικοποίησης. Γι” αυτό και εμείς προσανατολιζόμαστε σε διαμόρφωση των όρων κατά βάση έξω και ανεξάρτητα απ” αυτούς τους πολιτικούς χώρους, προκειμένου να δυναμώσουμε το ειδικό βάρος της εργατικής προοπτικής στο μέτωπο αυτό αλλά και την κομμουνιστική τάση και κόμμα μέσα στην κοινωνία.

Το βέβαιο δηλαδή είναι ότι, στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής μετωπικής συμμαχίας, θα πρέπει οι δυνάμεις της αναμέτρησης να έχουν το πάνω χέρι σε σχέση με τις δυνάμεις της διαπραγμάτευσης. Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο πρόβλεψης αν η εργατική λαϊκή μετωπική συμμαχία θα έχει ένα ενιαίο πολιτικό κέντρο ή πολιτικά κέντρα που θα συντάσσονται και θα συμφωνούν σε ορισμένους βασικούς άξονες.

Το Αριστερό Μέτωπο Αντίστασης, Διεκδίκησης, Αναμέτρησης συνοψίζει και συγκεντρώνει όλη την εμπειρία μέσα από τη συμμετοχή μας στην ταξική πάλη, από την περίοδο του 2004 που πρωτομορφοποιήσαμε την κατεύθυνση-ανάγκη του ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ για ΔΟΥΛΕΙΑ-ΕΙΡΗΝΗ-ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.

Ένα τέτοιο Αριστερό Μέτωπο Αγώνα και Αναμέτρησης είναι μια πολιτική μετωπική σύμπραξη με τα αριστερά, αγωνιστικά, αντιρεφορμιστικά χαρακτηριστικά που η δράση μας όλα τα προηγούμενα χρόνια υπηρετεί. Δεν ταυτίζεται με το ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, αποτελεί όμως ενεργό τμήμα του Μετώπου, που θα συμβάλει στον προσανατολισμό και στην δημιουργία του, και που οι στόχοι του δεν περιορίζονται στους στόχους του ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ.

23. Το ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ φάνηκε ότι αποτελεί και ανάγκη και δυνατότητα, ιδιαίτερα την περίοδο 2010-2011. Πρωτοβουλίες αντίστασης στους χώρους των εργαζομένων και προσπάθειες πρωτοβάθμιας συγκρότησης και συντονισμού. Προσπάθειες ζωντανέματος και στησίματος μορφών λαϊκής οργάνωσης και αλληλεγγύης στις γειτονιές, στους αγρότες, στη νεολαία. Είναι μια κατεύθυνση που θέλουμε να υπηρετήσουμε, και προφανώς η πρότασή μας για ΜΕΤΩΠΙΚΗ σύμπραξη-συντονισμό σ’ αυτή τη γενικότερη τροχιά θέλει να κινηθεί.

Το Αριστερό Μέτωπο θέλουμε να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο, το εφαλτήριο, τον στυλοβάτη, την συνέχεια, το εργαλείο για το τράβηγμα όσο το δυνατόν ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων προκειμένου να στηρίξουν τους στόχους του ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ και να βάλουν σε μία πορεία τις βάσεις συγκρότησης  μιας εργατολαϊκής συμμαχίας με κεντρική επιδίωξη την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.

Μ’ αυτή την έννοια το Αριστερό Μέτωπο,  αποτελεί το πεδίο, το πλαίσιο που θα ευνοήσει το δυνάμωμα και την συγκέντρωση δυνάμεων πολιτικών και κοινωνικών που δεν θα θέλουν να περιοριστούν στους «πρωτόλειους» στόχους ενός ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ που όπως έδειξαν οι εξελίξεις του 2011, γρήγορα έπιασαν τα όριά τους και εκφυλίστηκαν. Οι εξελίξεις και οι αγωνιστικές παρακαταθήκες του 2010-2011, έδειξαν ότι μέσα σ’ αυτό το, ας πούμε, «χύμα» και «ασαφούς» στίγματος ΜΕΤΩΠΟ υπήρξαν δυνάμεις και δυναμικό που, παρά τη διάβρωση που έχει προκαλέσει η ήττα, δεν επιθυμούσαν την κατάληξη του ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ έτσι όπως κατέληξε. Δεν επιθυμούσαν την πολιτική μορφοποίηση και αποκρυστάλλωση στις πολιτικές τάσεις που είδαμε.

  1. Αν θέλουμε λοιπόν να «ξεχωρίσουμε», τα δύο ζητήματα που έχουμε μπροστά μας, αυτά έχουν να κάνουν:

1) Με την επεξεργασία εκτιμήσεων για τους πιθανούς και αναμενόμενους στόχους που μπορεί να πάρει στις σημερινές συνθήκες μια ευρύτερη λαϊκή μετωπική συμπόρευση. Επαναλαμβάνουμε, με βάση τις σημερινές υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες.

Έχουμε ήδη αρκετή εμπειρία για να δούμε κατά πόσο αυτή η μετωπική συμπόρευση μπορεί να αναδείξει, και πόσα, στοιχεία αντιιμπεριαλιστικά, αντικαπιταλιστικά. Πρέπει λοιπόν να καταβάλουμε κάθε δυνατή  προσπάθεια μέσα στο κίνημα, ώστε μια τέτοια ευρεία μετωπική συμπόρευση και ανεξάρτητα του πως θα μορφοποιηθεί, να καταφέρει σοβαρά ρήγματα στην επίθεση και στα ιμπεριαλιστικά στηρίγματα της εξάρτησης.

2) Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι το ζήτημα που μας απασχολεί, η επεξεργασία του δικού μας δρόμου, εξειδικεύεται στην οικοδόμηση των όρων ώστε να μετατρέψουμε την αναγκαιότητα σε πραγματικότητα και να γίνει εφικτή η προώθηση του Αριστερού Μετώπου, που αποτελεί τη δικιά μας κατεύθυνση και που συνοψίζει, συνενώνει όλα τα βασικά καθήκοντα που ιδιαίτερα από την δεκαετία του 2000 αναδείξαμε και επισημάναμε.

Επιχειρεί να συγκεντρώσει την δική μας μεσοπρόθεσμη στόχευση που όμως θα καθορίζει και τα κοντοπρόθεσμα βήματα. Τουλάχιστον θα τα θέτει σαν άμεσα βήματα υπό την κρίση του αν υπηρετούν μια μεσοπρόθεσμη κατεύθυνση.

25. Πιο ειδικά, το μήνυμα αγώνα προς τις ζωντανές αγωνιστικές δυνάμεις του κινήματος, συγκεντρώνει τις βασικές μας κινηματικές κινήσεις και πρωτοβουλίες, ώστε να διαμορφώσουμε όρους ποιοτικά και ποσοτικά πολύ καλύτερους ενόψει των μεγάλων συγκρούσεων και της αναπόφευκτης όξυνσης της ταξικής πάλης!

Δηλαδή:

Α) Το Αριστερό, έτσι όπως εμείς το έχουμε προσδιορίσει από άποψη περιεχομένου και στόχων εμπλουτισμένο με την πείρα που αποκομίσαμε από τις «λαμπρές» επιδόσεις της Αριστεράς «μας» τα τελευταία κρίσιμα χρόνια και ιδιαίτερα από την εποχή της σοβαρής ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ.

Β) Το Μετωπικό, έτσι όπως βλέπουμε εμείς τις μετωπικές συνεργασίες, όχι δηλαδή μόνο σαν πεδίο συνεννόησης και συνάντησης διαφορετικών πολιτικών οντοτήτων και δυνάμεων που εξαντλείται σε επίπεδο κορυφής, αλλά και πεδίο συνάντησης και συνεύρεσης τμημάτων λαού και νεολαίας προκειμένου να πετύχουν στόχους μέσα από νικηφόρες διεκδικήσεις που τόσο έχουμε ανάγκη. Και φυσικά το ΜΕΤΩΠΙΚΟ σαν μια ολάκερη σύνθετη πορεία ενότητας και πάλης που, εκτός του ότι θα δοκιμάζεται στο να διαμορφώσει εστίες αντίστασης όλο και πιο αναβαθμισμένες, θα αποτελεί και το στίβο δοκιμασίας και διαμόρφωσης των κατευθύνσεων και των επιλογών που έχει ανάγκη το κίνημα, κόντρα στα εγκεφαλικά και απογειωμένα κατασκευάσματα.

Γ) Η όλη μας δράση τις προηγούμενες δεκαετίες, σε μικρότερα ή μεγαλύτερα εγχειρήματα και προσπάθειες κοινής δράσης μας έδωσαν μεγάλη πείρα. Το Αριστερό Μέτωπο λοιπόν πρέπει να ιδωθεί και κάτω από το πρίσμα αυτών των εμπειριών.

Η γραμμή της Αντίστασης

26. Υπ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις απανωτές επιθέσεις του συστήματος τα τελευταία χρόνια και τα πολύ αρνητικά δεδομένα που διαμόρφωσαν όσον αφορά τους συσχετισμούς και τα δικαιώματα. Παρ’ όλο που το βάθος της επίθεσης είναι μεγάλο, ήδη μπορούμε να δούμε ότι μας έχουν γυρίσει πολύ πίσω και με την έννοια αυτή, ένα σοβαρό καθήκον (πρώτιστο) του κινήματος με δύο όψεις είναι η αντίσταση-διεκδίκηση.

Το ότι ζούμε την εποχή του πισωγυρίσματος και, όπως χαρακτηριστικά έχουμε αναφέρει, της επιστροφής στο Μεσαίωνα, δεν σημαίνει ότι μια αγωνιστική, ταξική γραμμή αντίστασης ξεπέφτει στο να «διαπραγματεύεται» το πόσο πίσω και πού πίσω, νοσταλγώντας είτε την παπανδρεϊκή εποχή είτε της Μεταπολίτευσης. Με την ίδια έννοια που, όταν διακηρύττουμε την αντίθεσή μας και την αντίστασή μας με αφορμή τη συνεχή υποβάθμιση των υπηρεσιών του κράτους προς τον πολίτη, υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα στη μόρφωση, την Υγεία, την Παιδεία κ.λπ. Δεν αποενοχοποιούμε την προ μνημονίων παιδεία, υγεία, το κράτος, ούτε ξεχνάμε τον ταξικό χαρακτήρα τους και τον προορισμό τους στην αναπαραγωγή της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας.

Συνεπώς, η γραμμή που εμείς επεξεργαζόμαστε σαν γραμμή αντίστασης δεν είναι μια στάση αποδοχής των σημερινών συσχετισμών. Σαφώς και μας απασχολεί η μη χειροτέρευση αυτών των συσχετισμών, αλλά αυτό που ουσιαστικά στοχεύουμε και μέσα από τη γραμμή της αντίστασης είναι η ποσοτική και ποιοτική διαφοροποίηση των συσχετισμών υπέρ των εργαζομένων, του λαού, της εργατικής τάξης. Αυτό που στοχεύουμε σ’ αυτήν τη φάση μέσα από τη γραμμή της αντίστασης είναι μια πρώτη συγκέντρωση δυνάμεων μέσα στους εργαζόμενους, που σαν δυναμικό θα «πιέζει» και θα «σπρώχνει» τις εξελίξεις σε κατεύθυνση ανατροπής των συσχετισμών.

Άλλωστε, η γραμμή της αντίστασης δεν αποκόβεται από τη διεκδίκηση και, τουλάχιστον η δράση μας στην υπηρεσία της αντίστασης, στη διαμόρφωση μορφών αντίστασης, στο ζωντάνεμα των συνδικάτων, στις επιτροπές πόλεων ανέργων, έστω και προπαγανδιστικά, πρέπει να επιμένει για την ανάγκη διεκδίκησης μιας σειράς πραγμάτων, έστω και αν η φαινομενική παντοδυναμία του συστήματος αλλά και η στάση της Αριστεράς «μας» τα κάνουν να φαίνονται «αδύνατα» και «ακατόρθωτα». Η γραμμή της αντίστασης δεν είναι γραμμή ήττας ούτε «διαχείρισης» της υποχώρησης. Η γραμμή της αντίστασης έχει σαν στόχο να αναδεικνύει, μέσα από την ανάπτυξή της και τη δοκιμασία της, αγωνιστές, περήφανους, ανθρώπους που κοιτάζουν το μέλλον και αντικρίζουν τον ταξικό εχθρό στα μάτια. Η γραμμή της αντίστασης δεν έχει στόχο να συγκεντρώσει «τους σύγχρονους ζητιάνους», τους «άνεργους που θα επιδοτούνται», τους «απόμαχους που θα τους ελεημονούν». Στις σημαίες της δικιάς μας αντίστασης, είτε δρούμε στα πλαίσια της σπουδάζουσας νεολαίας είτε στα πλαίσια της υπόλοιπης νεολαίας, είτε στην επιτροπή ανέργων, θα είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα το σύνθημα ΘΕΛΟΥΜΕ ΔΟΥΛΕΙΑ (ίση αμοιβή για ίση δουλειά χωρίς διακρίσεις φύλου, εθνικότητας κ.λπ.).

27. Φυσικά και αυτό το σύνθημα που οδηγεί στην πραγματική αμφισβήτηση με τις λιγότερες αυταπάτες για την επίθεση και τις επιλογές τους συστήματος, δεν θα πρέπει από μια άλλη πλευρά να αποτελεί άλλοθι για το σύστημα και την απαλλαγή του από τις «υποχρεώσεις» που πρέπει να έχει απέναντι σ’ όλους εκείνους που τους έχει οδηγήσει στην ανέχεια, στην αναδουλειά, στην εξαθλίωση. Φυσικά, μια γραμμή αντίστασης δεν αδιαφορεί απέναντι στον άνεργο που του αμφισβητούνται και τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα (υγεία, παιδεία, ασφάλιση) επειδή ακριβώς είναι άνεργος αλλά όχι με δική του ευθύνη. Επίσης όμως (και εδώ ανοίγει άλλη συζήτηση) είμαστε κάθετα αντίθετοι με τις κατευθύνσεις της αναρχίας και της αυτονομίας, έτσι όπως εκφράζονται μέσα από «τεμπελιάδες» και με τη λογική να «κάθομαι και να πληρώνουν» (ποιοι αλήθεια θα «πληρώσουν», ποιους και γιατί;).

Και οι ρεφορμιστές, βέβαια, όταν αναγκαστούν να «πολιτικοποιήσουν» τα τελευταίας κοπής «παντοπωλεία» και «κοινωνικά φαρμακεία» και όλη αυτή την επίθεση «φιλανθρωπίας», αναδεικνύουν και αυτοί το ζήτημα της δουλειάς. Με το δικό τους, όμως, τρόπο που οδηγεί -από άλλη πλευρά υποτίθεται- στη συμπίεση μισθών και συντάξεων. Ο «ορθολογισμός» σε όλο του το μεγαλείο! Δουλειά, παραγωγική ανασυγκρότηση και επενδύσεις. Γιατί δεν γίνονται επενδύσεις; Φταίει η κακιά κυβέρνηση, αλλά και η χαμηλή ελκτικότητα της χώρας. Οπότε, ναι μεν επενδύσεις με δουλειά, αλλά η δουλειά, για να γίνουν οι επενδύσεις, πρέπει να είναι κάτι λίγο παραπάνω από δουλεία προς όφελος των επενδυτών.

Η γραμμή της αντίστασης δεν παλεύει για δουλειά που να αμείβεται με ψίχουλα, που να προϋποθέτει εργαζόμενους ανοργάνωτους, έρμαια στις ορέξεις των κεφαλαιοκρατών, χωρίς συλλογικές συμβάσεις, χωρίς υποχρεώσεις του κράτους και χωρίς εισφορές για τους εργοδότες. Δουλειά που τις απολαβές της δεν θα τις «κουρεύει» η αβάσταχτη φορομπηξία κ.λπ.

Η γραμμή της αντίστασης θέλει δουλειά που να αμείβεται με βάση τις πραγματικές ανάγκες της ζωής, θέλει δουλειά που μαζί της θα διεκδικεί αυξήσεις με βάση τους συσχετισμούς.

Όσο το μαζικό λαϊκό κίνημα συγκροτείται και για να συγκροτείται, θα δοκιμάζεται σε αυτό το δίπολο. Η μαζική και νικηφόρα Αντίσταση θα φέρνει ρήγματα στο αντίπαλο στρατόπεδο και τα ρήγματα αυτά θα τροφοδοτούν τις δυνατότητες της διεκδίκησης που θα κατοχυρώνει τις νέες καταχτήσεις. Συνεπώς θεωρούμε ότι μία τέτοια «διπλή» πορεία συγκρότησης του κινήματος και συγκέντρωσης δυνάμεων θα φέρει αναπόφευκτα μία ριζική διαφοροποίηση των συσχετισμών στο πλαίσιο της κοινωνίας υπέρ των αντικαπιταλιστικών- αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων και στην κατεύθυνση της αναμέτρησης με το σύστημα.

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ – ΣΤΟΧΟΙ ΠΑΛΗΣ

Εισαγωγή

28. Η ταξική πάλη στο έδαφος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αλλά και σε κάθε ταξικό σύστημα, αποτελεί ένα αντικειμενικό γεγονός. Η πάλη των τάξεων δεν εξαρτάται από τις υποκειμενικές διαθέσεις και επιθυμίες, ομάδων, παραγόντων, κομμάτων αλλά καθορίζεται κυρίαρχα από τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των ταξικών αντιθέσεων που σπρώχνουν με ορμή τις εξελίξεις στο πολιτικό-κοινωνικό εποικοδόμημα. Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των ταξικών αντιθέσεων, στον καπιταλισμό πηγάζει απευθείας από τον χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων που έχουν επιβληθεί με την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και την απόσπαση της υπεραξίας από την ζωντανή εργασία. Ιδιαίτερη είναι η συμβολή του αστικού πολιτικού-κοινωνικού εποικοδομήματος που έχει αναπτυχθεί επάνω στις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, στην ενίσχυση των δυνάμεων του κεφαλαίου απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας.

Η ταξική πάλη είναι συνεχής χωρίς διαλείμματα καθόσον την σπρώχνει τόσο η κλοπή της υπεραξίας όσο και η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους.

Ιδιαίτερα στην εποχή μας η ιμπεριαλιστική διάσταση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος αποτελεί την αιτία για ακόμα μεγαλύτερη όξυνση των ταξικών αντιθέσεων καθώς και όλων των υπόλοιπων αντιθέσεων του σύγχρονου κόσμου και ταυτόχρονα ανεβάζει το επίπεδο της ταξικής αντιπαράθεσης.

Ο ιμπεριαλισμός με την κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου δεν επενδύει στην παραγωγική διαδικασία και σπρώχνει την εργατική δύναμη κάτω από το επίπεδο αναπαραγωγής της, οδηγώντας εκατομμύρια στην εξαθλίωση. Η επίθεση των δυνάμεων του ιμπεριαλιστικού συστήματος ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς με στόχο την πλήρη υποταγή τους στο πολιτικό-ταξικό επίπεδο έχει δημιουργήσει δυσμενείς συσχετισμούς για τις εργατικές -λαϊκές δυνάμεις.

Η συγκρότηση των αντιτιθεμένων ταξικών δυνάμεων δεν γίνεται αυθόρμητα, καθώς δεν αποτελεί ζήτημα υποκειμενικής θέλησης αλλά υπακούει και εξυπηρετεί τις κυρίαρχες σχέσεις της οικονομικής βάσης μιας ολάκερης ιστορικής περιόδου.

29. Ο χαρακτήρας της συγκρότησης της κάθε τάξης καθορίζεται απευθείας από το ποιος κυριαρχεί στα μέσα παραγωγής και στο παραγόμενο προϊόν. Αυτός είναι ο λόγος που οι κυρίαρχες, κάθε φορά, τάξεις, έχουν ανώτερη και πιο προωθημένη συγκρότηση από τις καταπιεσμένες. Η ιδιοποίηση των μέσων της παραγωγής δεν αποτελεί ένα στενά οικονομικό γεγονός αλλά επηρεάζει βαθύτατα και σημαντικά κάθε πτυχή της πολιτικής – κοινωνικής ζωής και αποτελεί την αλυσίδα που κρατάει δεμένους τους εκμεταλλευόμενους.

Η καθυστέρηση που παρουσιάζεται στην συγκρότηση των εκμεταλλευόμενων τάξεων αποτελεί και αυτό ένα αντικειμενικό γεγονός που το καθορίζει τόσο η θέση στην παραγωγική διαδικασία όσο και ο αναγκαστικός τρόπος που προσέρχονται σε αυτή, καθώς ο μόνος τρόπος για να ζήσουν είναι να πουλήσουν την παραγωγική τους δύναμη.

Αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα μπορεί να την αμφισβητήσει, να την θέσει σε δοκιμασία και να την ανατρέψει μόνο η συνειδητή οργανωμένη πάλη των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές και καταπιεστές τους.

Η συγκρότηση αυτής της συνειδητής επιλογής δεν προκύπτει από τον «ουρανό», δεν είναι ζήτημα αφηρημένων «ιδεών» αλλά πηγάζει μέσα από τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των ταξικών αντιθέσεων, από την αντιπαράθεση που διεξάγεται στο έδαφος αυτών των αντιθέσεων, από το επίπεδο που κάθε φορά φτάνει αυτή η αντιπαράθεση, από την παρέμβαση των πολιτικών δυνάμεων που υπηρετούν την υπόθεση της χειραφέτησης των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων τάξεων.

Κρίσιμο ζήτημα για την έκβαση της ταξικής πάλης αποτελούν οι ταξικοί-πολιτικοί συσχετισμοί που διαμορφώνονται στα πλαίσιά της και την καθορίζουν τελικά, τόσο στα επιμέρους ζητήματα όσο και συνολικά.

Βασικός παράγοντας που μπορεί να καθορίσει στο που θα γύρει κάθε φορά ο ταξικός ανταγωνισμός αλλά και στην συνολική προοπτική διεξόδου που μπορεί να δοθεί στα αδιέξοδα που έχει συσσωρεύσει το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα αποτελεί η συγκρότηση της εργατικής τάξης σαν τάξης για τον εαυτό της.

Στοιχειακά από την αντίστασή της στην αυθαιρεσία του κεφαλαίου στην παραγωγική διαδικασία έως την ανώτερου επιπέδου οργάνωση και συγκρότηση για την ανατροπή του συστήματος και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Η υπόθεση αυτής της συγκρότησης πηγάζει αντικειμενικά από τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης που γεννιέται στην διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής και από τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνει μέσα σε αυτή την διαδικασία. Η τάξη που παράγει τον πλούτο για όλους, χωρίς να εκμεταλλεύεται καμία άλλη τάξη ή στρώμα, που κατακτάει την εμπειρία και την γνώση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής καθώς αποτελεί τον βασικό κρίκο στον τεράστιο κοινωνικό συνδυασμό-συνεργασία που απαιτείται για την παραγωγή των προϊόντων.

Η κοινωνική διάσταση της παραγωγικής διαδικασίας και ο πρωταγωνιστικός ρόλος μέσα σε αυτή της εργατικής τάξης της δίνουν και την αρμοδιότητα να πρωταγωνιστήσει στο κοινωνικό-πολιτικό πεδίο. Ο βαθμός της συγκρότησής της, το επίπεδο της πάλης της, το εύρος των κατακτήσεών της απέναντι στους ταξικούς-πολιτικούς αντιπάλους της, αποτελούν το μέτρο και δίνουν το ανάλογο πρόσημο στους πολιτικούς-ταξικούς συσχετισμούς.

30. Κεντρικό ζήτημα της ταξικής πάλης αποτελεί η προσπάθεια να ξεφύγει από τα στενά όρια του «κλεφτοπόλεμου» και να περάσει στην συνολική αμφισβήτηση και ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντική η παρέμβαση και η συμβολή των κομμουνιστών και της επαναστατικής- κομμουνιστικής κατεύθυνσης, που γεννιέται μέσα στην πάλη και για την πάλη. Με οργάνωση και δράση στα επίπεδα που απαιτούν τα καθήκοντα μίας δύσκολης αναμέτρησης. Χωρίς την οργανωμένη παρέμβαση των κομμουνιστών η ταξική πάλη δεν μπορεί να βρει απελευθερωτική διέξοδο για τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις. Η δράση των κομμουνιστών, σαν πολιτικό υποκείμενο, μπορεί να συμβάλλει σημαντικά έως και καθοριστικά στην τροποποίηση των συσχετισμών, να ενοποιήσει τους επί μέρους αγώνες και αντιστάσεις, να παίξει καθοριστικό ρόλο στην συγκέντρωση δυνάμεων, να πρωταγωνιστήσει στην πολιτική και ταξική συσπείρωση των εργαζόμενων μαζών, στην τακτική και την στρατηγική της επαναστατικής ανατροπής, να μετασχηματίσει την ταξική συνείδηση σε συνείδηση του ιστορικού-απελευθερωτικού τους λόγου.

Στο έδαφος του καπιταλισμού η συγκέντρωση εργατικών και λαϊκών δυνάμεων για την επαναστατική ανατροπή πραγματοποιείται μέσα από την καθημερινή σύγκρουση και σε όλα τα επίπεδα ενάντια στο κεφάλαιο, τον ιμπεριαλισμό, το αστικό κράτος και τις κυβερνήσεις τους.

Είναι γεγονός ότι σε αυτή τη σύγκρουση την πρωτοβουλία έχουν οι δυνάμεις του συστήματος, τόσο με βάση την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής όσο και με την διάρθρωση και συγκρότηση της πολιτικής εξουσίας τους. Για να περάσει η πρωτοβουλία στις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις απαιτείται ποσοτική και ποιοτική συσσώρευση δυνάμεων τέτοιου μεγέθους, έκτασης και βάθους που θα έχει ταυτόχρονα και σαν αποτέλεσμα να γύρει την πλάστιγγα της ταξικής σύγκρουσης προς όφελός τους.

Η συγκέντρωση δυνάμεων, η πολιτική και κοινωνική συσπείρωση του μεγαλύτερου μέρους των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων απαιτεί οργάνωση και πάλη με στόχους διεκδίκησης για να αποσπάσουν καταχτήσεις και να κατοχυρώσουν δικαιώματα που θα ανυψώσουν το επίπεδο ζωής τους ή θα εμποδίσουν την καταβύθισή του. Η απόσπαση καταχτήσεων και δικαιωμάτων καθώς και η υπεράσπισή τους δεν μπορεί να γίνει σε συνεννόηση ή σε συνδιαχείριση με την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη, το κράτος και τις κυβερνήσεις της, αλλά με σκληρή και παρατεταμένη σύγκρουση, ενάντιά τους.

Το κεφάλαιο και οι ιμπεριαλιστές δεν αναγνωρίζουν κανένα δικαίωμα στην εργατική τάξη και τους λαούς. Σε όλη την ιστορική περίοδο του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος ό,τι κατακτήθηκε και ό,τι κατοχυρώθηκε ήταν αποτέλεσμα σκληρών και πολλές φορές μακροχρόνιων αγώνων που ποτίστηκαν με αίμα και θυσίες. Κανένα δικαίωμα και καμία κατάχτηση στο έδαφος του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος δεν έχει μόνιμο και σταθερό χαρακτήρα, αλλά είναι πάντα υπό την αίρεση της ταξικής πάλης και των συσχετισμών, ώς το σημείο της επαναστατικής ανατροπής που θα ανοίξει μία νέα ιστορική σελίδα για πλήρη και σταθερά δικαιώματα για τους παραγωγούς του πλούτου. Ακόμα και τότε όμως κινδυνεύουν να ανατραπούν από την παλινόρθωση των αστικών και καπιταλιστικών στοιχείων, όπως αποδείχτηκε από την πορεία της ταξικής πάλης, στις σοσιαλιστικές χώρες.

Στο πλαίσιο της ταξικής σύγκρουσης των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων για την απόσπαση καταχτήσεων και δικαιωμάτων, στην διάρκεια των αγώνων αντίστασης ενάντια στην χειροτέρευση των υλικών όρων της ζωής τους, οι καταπιεσμένοι αναγνωρίζουν τους εχθρούς τους, συνειδητοποιούν την δύναμή τους, χειραφετούνται από αντιδραστικές επιρροές, ανακαλύπτουν -άλλες φορές αργά και άλλες φορές πιο γρήγορα- τη μοναδική διέξοδο που υπάρχει απέναντι στη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, την επανάσταση και το σοσιαλισμό.

31. Ο χαρακτήρας της σύγκρουσης καθορίζεται από στόχους πάλης που θέλουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των εκμεταλλευόμενων, να ανυψώσουν την θέση τους, να τροποποιήσουν τους συσχετισμούς προς όφελός τους. Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των ταξικών αντιθέσεων καθορίζει τόσο το περιεχόμενο των διεκδικήσεων όσο και το περιεχόμενο των στόχων πάλης των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων.

Κάθε αίτημα, κάθε διεκδίκηση στο έδαφος του καπιταλισμού και την περίοδο της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας του έχει αμυντικό χαρακτήρα. Γιατί κινείται και στοχεύει στην απόσπαση ενός μόνο μέρους από αυτό που δικαιούται συνολικά η εργατική τάξη και ο λαός. Από την άλλη θέτει σε θέσεις μάχης το εργατικό-λαϊκό κίνημα στην προοπτική της κατάχτησης του στόχου. Κάθε νίκη, κάθε κατάχτηση, κάθε επιτυχία απόκρουσης αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων ανεβάζει το επίπεδο συνειδητότητας, συσπειρώνει και μαζικοποιεί την κατεύθυνση της αγωνιστικής διεκδίκησης, δυναμώνει την επαναστατική-κομμουνιστική κατεύθυνση στο κίνημα.

Ακόμα και οι αγώνες που έχουν σαν στόχο να υπερασπίσουν καταχτημένα δικαιώματα και ελευθερίες, για να είναι νικηφόροι, απαιτούν τη μαζική, παρατεταμένη και οργανωμένη σύγκρουση με τον αντίπαλο. Σε αυτό την σύγκρουση, με την παρέμβαση των κομμουνιστών αναδεικνύονται οι πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις για το μοναδικό επιθετικό στόχο που μπορούν να θέσουν οι εργατικές-λαϊκές δυνάμεις απέναντι στους δυνάστες τους: την επαναστατική ανατροπή, την κατάληψη της εξουσίας, την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Όλη αυτή η περίοδος της συγκέντρωσης δυνάμεων για την ταξική πάλη και μέσα από την πάλη, αποτελεί μία περίοδο αντίστασης και διεκδίκησης, πολιτικής- οργανωτικής συγκρότησης και ανάπτυξης. Το πόσο «σύντομη» ή πόσο «μακριά» θα είναι αυτή η περίοδος βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το επίπεδο συγκρότησης, ανάπτυξης και παρέμβασης των επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων.

Για την εργατική – επαναστατική – κομμουνιστική κατεύθυνση

32. Απέναντι στη βαρβαρότητα και την καταστροφή που φέρνει για την εργατική τάξη και τους λαούς το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα, δεν υπάρχει άλλη πραγματική και συνολική διέξοδος από την επαναστατική ανατροπή του για την οικοδόμηση μίας νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η κατεύθυνση αυτή διαμορφώνεται και αποκτάει ηγεμονία μέσα στο εργατικό-λαϊκό κίνημα όσο προωθείται αποφασιστικά, με μαζικούς όρους και σε αντιπαράθεση με παλιές και νέες οπορτουνιστικές αντιλήψεις για μεταβάσεις κάθε είδους και σκοπού χωρίς ανατροπή. Η επαναστατική –κομμουνιστική κατεύθυνση δεν θεωρεί τα αιτήματα και τους στόχους πάλης ένα απλό συμπλήρωμα της στρατηγικής της, αλλά τους αναγκαίους υλικούς όρους μέσα από τους οποίους θα συγκροτηθεί το κίνημα για την υπεράσπιση και την διεκδίκηση και θα βρει την σύνδεση και την συνέχειά του μέσα από την κόκκινη γραμμή του αγώνα με το αύριο και το μέλλον των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων.

Όσο οι διεκδικήσεις, οι στόχοι πάλης και τα αιτήματα χάνουν την σύνδεσή τους με τα πραγματικά ταξικά συμφέροντα των καταπιεσμένων τόσο περισσότερο μετατρέπονται σε προτάσεις εξωραϊσμού του συστήματος. Η αφυδάτωση των διεκδικήσεων και η μετατροπή τους είτε σε αυταπάτες είτε σε ευκαιρίες για να βγει από αδιέξοδα το σύστημα δεν προέρχεται μόνο από λαθεμένες υποκειμενικές αντιλήψεις κάποιων οργανώσεων ή κομμάτων. Αποτελεί την έκφραση της κυριαρχίας στο εργατικό-λαϊκό κίνημα της «ιδεολογίας» των μεσοστρωμάτων. Από την φύση τους τα στρώματα αυτά είτε όταν απαιτούν την κοινωνική τους ανέλιξη, είτε -κυρίως- όταν επιδιώκουν να βάλουν τέλος στην καταστροφή τους, διαμορφώνουν και ανάλογες προτάσεις προς την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη για διαπραγμάτευση. Οι προτάσεις αυτές έχουν σαν βασική λογική τους να δοθούν λύσεις κρίσιμων ζητημάτων στα πλαίσια του συστήματος. Για την εκπλήρωσή τους δεν απαιτούν μαζικό και οργανωμένο κίνημα αλλά μια ακίνδυνη λαϊκή στήριξη που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να πάρει και μαχητικές μορφές χωρίς όμως να παρακούει στον βασικό κανόνα που είναι να μην θίγονται τα «ιερά και τα όσια» του καπιταλιστικού συστήματος.

33. Η εργατική – κομμουνιστική κατεύθυνση στο κίνημα βρίσκεται σε μόνιμη αντιπαράθεση με όλες τις συμβιβαστικές προτάσεις εξωραϊσμού του συστήματος. Οι προτάσεις αυτές δεν αποτελούν παρά προβολή ταξικών συμφερόντων ξένων προς τα εργατικά–λαϊκά. Γεννιούνται και αναπαράγονται μέσα στα μεσοστρώματα της κοινωνίας και κινούνται στην μικροαστική αυταπάτη του «θετικού κοινωνικού αθροίσματος». Πλάι στις καθαρά συμβιβαστικές προτάσεις εξωραϊσμού και πολλές φορές σε σύμπλευση μαζί τους διατυπώνονται και άλλες με επαναστατικό – δήθεν– περιεχόμενο. Παρουσιάζονται με έντονους επιθετικούς προσδιορισμούς και κάνουν πολλή «φασαρία». Το κύριο χαρακτηριστικό και σε αυτές τις προτάσεις αποτελεί η άρνηση της επανάστασης σαν ζωντανής αναγκαιότητας για τους καταπιεζόμενους. Μιλούν συχνά για τις «ανάγκες» των εργαζόμενων αλλά αποσιωπούν ή υποτιμούν τα πραγματικά ταξικά τους συμφέροντα. Παρουσιάζουν σχέδια και προγράμματα ότι δήθεν οι «ανάγκες» των εργαζομένων μπορούν να εκπληρωθούν στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Λες και οι «ανάγκες» πηγάζουν έξω από τα πλαίσια του συστήματος της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Είναι έτοιμοι για την συνδιαχείριση της τύχης του καπιταλιστικού συστήματος είτε σαν κυβερνητικοί διαχειριστές είτε σαν «ελεγκτές» του.

Σε καμία ταξική κοινωνία δεν υπάρχει «κοινό καλό». Αυτό αποτελεί μία προπαγάνδα των κυρίαρχων και εκμεταλλευτριών τάξεων για να συσκοτίσουν τη βάρβαρη πολιτική τους και να διαιωνίσουν την εξουσία τους. Το «κοινό καλό» δεν μπορούν να το αποδεχτούν είτε σαν μέτρο, είτε σαν λογική που να χαρακτηρίζει την κίνησή τους οι εργαζόμενοι. Όταν τα μέσα παραγωγής, το κράτος και η εξουσία βρίσκονται στα χέρια μίας μειοψηφίας εκμεταλλευτών δεν υπάρχει τίποτα «κοινό». Επιπλέον, από την ιστορική διαδρομή του συστήματος της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, έχει ξεκάθαρα αποκαλυφθεί πώς ό,τι είναι «καλό» για μία τάξη αποτελεί πλήγμα για την αντίπαλη τάξη. Εξάλλου, για ποια «κοινότητα» μπορεί να γίνει λόγος όταν η εργαζόμενη πλειοψηφία προσέρχεται στην παραγωγική διαδικασία με αναγκαστικούς όρους; Αυτή η σχέση ανταγωνισμού και αντιπαλότητας δεν αφορά μόνο τις παραγωγικές σχέσεις αλλά επεκτείνεται και σε όλο το πολιτικό-κοινωνικό εποικοδόμημα, σε κάθε πτυχή του, σε κάθε έκφρασή του.

Η εργατική-κομμουνιστική κατεύθυνση δεν αμφισβητεί και δεν αντιπαλεύει μόνο τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αλλά αμφισβητεί και αντιπαλεύει καθολικά όλο το σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Από αυτή την άποψη δεν μπορεί να μπει σε καμία συζήτηση μαζί του για το πώς «θα μπορούσε» ή «θα έπρεπε» να «είναι» είτε σε κάποιες πλευρές του, είτε ολόκληρο σαν τέτοιο.

Οι διεκδικήσεις της εργατικής τάξης και του λαού αφήνουν το αποτύπωμά τους στην κοινωνία στα δικαιώματα και τις καταχτήσεις που κατοχυρώνονται μέσα από την αντιπαράθεση και την σύγκρουση με τους αντιπάλους τους. Τίποτα δεν καταχτιέται χωρίς οργάνωση και αγώνες και όλα χάνονται χωρίς αυτούς.

34. Στο ζήτημα αυτό ανοίγεται ένα σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στην εργατική–κομμουνιστική κατεύθυνση κόντρα στον παλιό και νέο ρεφορμισμό και την αναρχοαυτονομία στα πλαίσια του κινήματος. Αυτή η αντιπαράθεση είναι μία από τις μάχες που μπορούν να διαφοροποιήσουν τους συσχετισμούς μέσα στο κίνημα.

Το πλεονέκτημα των οπορτουνιστικών απόψεων είναι η «ευκολία» της αποδοχής τους τόσο από μερίδες του λαού και της νεολαίας όσο κυρίως από το ίδιο το σύστημα. Η «ευκολία» αυτή έχει την βάση της ότι δεν αμφισβητεί το σύστημα σαν τέτοιο που είναι, αλλά στο πλαίσιό του, αναζητάει μια καλύτερη θέση «κάτω από τον ήλιο του». Από την άλλη στηρίζεται και τροφοδοτείται από την ήττα του κινήματος και την σύγχυση που αυτή έχει επιφέρει στην εργατική τάξη και τον λαό.

Η αδυναμία των προτάσεων αυτών είναι η ίδια η ουσία τους. Από την στιγμή που διαπιστώνεται ότι η «εναλλακτική» τους δεν μπορεί να απαντήσει στα μεγάλα και κρίσιμα προβλήματα τότε αναδεικνύονται τα αδιέξοδα. Στην περίπτωση αυτή δεν θα στεναχωρηθούμε με τα αδιέξοδα των οπορτουνιστικών αντιλήψεων αλλά με τις επιπτώσεις στην πορεία του εργατικού-λαϊκού κινήματος, την απογοήτευση που σκορπίζουν στους αγωνιστές, τις επιπτώσεις στον ίδιο τον λαό, που θα δεχθεί με ακόμα μεγαλύτερη σφοδρότητα την επίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων, αφοπλισμένος πολιτικά και οργανωτικά.

Το ζητούμενο της εργατικής-κομμουνιστικής κατεύθυνσης είναι η προσπάθειά της να συνδεθεί με μαζικό τρόπο με τους εργάτες και τους εργαζόμενους γενικά. Σε αυτό, καθοριστικό ρόλο παίζουν τα εμπόδια που ορθώνουν οι δυνάμεις του συστήματος για να προστατέψουν το «έχειν» τους. Αρωγοί τους ο παλιός και νέος ρεφορμισμός και κάθε αντίληψη που βλέπει τους καταπιεσμένους όχι σαν υποκείμενο αντίστασης και διεκδίκησης αλλά στην καλύτερη περίπτωση σαν αντικείμενο που μόνος του ρόλος είναι να στηρίξει τις «ιδέες» και τα «σχέδιά» τους.

Όσο όμως η «δυσκολία» της σύνδεσης ξεπερνιέται κάτω από την ένταση των προσπαθειών, τότε αναδεικνύεται η «ευκολία» στην αποδοχή της από σημαντικές μερίδες της εργατικής τάξης του λαού και της νεολαίας και σε κάποιες φάσεις μπορεί να αναδειχθεί πρωταγωνιστική δύναμη στην μαζική δράση.

Η υπεροχή της εργατικής-κομμουνιστικής κατεύθυνσης απέναντι στον παλιό και νέο ρεφορμισμό είναι ακριβώς εκεί όπου ο δεύτερος θεωρεί ότι είναι το δυνατό του σημείο, στα «μετρήσιμα αποτελέσματα», στα δικαιώματα, τις καταχτήσεις, την ανύψωση του επιπέδου ζωής των εργαζόμενων. Τα «κέρδη» του ρεφορμισμού από την κυριαρχία του για δεκαετίες στο εργατικό-λαϊκό κίνημα δεν μετρώνται με τις καταχτήσεις των εργατών αλλά με θέσεις που κέρδισαν οι ίδιοι οι ρεφορμιστές για την συνδιαχείριση του συστήματος, προσφέροντας σαν αντίτιμο την ταξική συνεργασία και την υποταγή. Το σάρωμα των ρεφορμιστικών «κατακτήσεων», μαζί με τις πραγματικές καταχτήσεις και δικαιώματα των εργαζόμενων στο πλαίσιο της ολομέτωπης επίθεσης του συστήματος, έκανε φανερό ότι η ταξική συνεργασία είναι το κάλυμμα της υποταγής των συμφερόντων των εργαζόμενων στους δυνάστες τους. Αποκάλυψε παραπέρα ότι το «μηδενικό κοινωνικό άθροισμα» (ό,τι χάνει ο ένας το κερδίζει ο άλλος) παραμένει ο βασικός κανόνας μίας κοινωνίας χωρισμένης σε τάξεις με ανταγωνιστικά συμφέροντα.

35. Για τους κομμουνιστές σαν οργανωμένο υποκείμενο της ταξικής πάλης και της απελευθερωτικής προοπτικής ένα σοβαρό καθήκον τίθεται μπροστά τους; η ενίσχυση και ανάπτυξη μιας κατεύθυνσης αντίστασης, διεκδίκησης και ανατροπής, που θα είναι ανεξάρτητη από την αστική τάξη και το ρεφορμισμό. Ενός εργατικού-λαϊκού κινήματος που θα συγκροτείται πάνω στα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού, θα στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, στην δική του πολιτική και οργανωτική συγκρότηση, στους δικούς του στόχους πάλης σε μόνιμη και αδιάλλακτη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.

Η εκ νέου συγκρότηση της εργατικής, επαναστατικής κομμουνιστικής κατεύθυνσης μέσα από την καθολική κριτική και απόρριψη του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού μονόδρομου, σε αντιπαράθεση με την ήττα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στις σοσιαλιστικές χώρες, αποτελούν ένα από τα πιο σπουδαία καθήκοντα της περιόδου για τις επαναστατικές και κομμουνιστικές δυνάμεις και αποτελούν τη μοναδική πραγματική διέξοδο για τους καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους.

Η εκ νέου συγκρότηση δεν μπορεί να υπάρξει έξω από την πάλη, δεν μπορεί να «προηγηθεί» της πάλης αλλά είναι υποχρεωμένη να αποτελέσει οργανικό μέρος της. Ιδιαίτερα η συγκρότηση των κομμουνιστικών οργανώσεων και κομμάτων είναι «καταδικασμένη» να αποτελέσει ένα ανώτερο σημείο του επιπέδου της ταξικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης για να την προωθήσει ακόμα περισσότερο. Η σχέση της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων με την κομμουνιστική κατεύθυνση είναι σχέση που οικοδομείται, ανανεώνεται, δοκιμάζεται, σφυρηλατείται μέσα στην ταξική πάλη. Δεν υπάρχει εκ των προτέρων, δεν είναι δεδομένη, δεν είναι έξω και πάνω από τους υλικούς όρους της παραγωγικής διαδικασίας και του πολιτικού-κοινωνικού εποικοδομήματος. Η εργατική-κομμουνιστική κατεύθυνση δεν είναι ακόμα μία «ιδεολογία» που θα επιβληθεί στις μάζες με την προπαγάνδα από τους «μύστες» της. Είναι οδηγός για απελευθερωτική δράση των πραγματικών παραγωγών του κοινωνικού πλούτου από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Οδηγός για την επαναστατική ανατροπή και την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας. Αυτή η συγκλονιστική υπόθεση ή θα γίνει υπόθεση των καταπιεσμένων ή δεν θα υπάρξει.

Ο ρόλος των κομμουνιστών είναι να αναλάβουν την ευθύνη να προχωρήσει η απελευθερωτική δράση μέχρι το τέλος, να μην πισωγυρίσει, να μην μείνει στα μισά, να μην χαθεί στις παγίδες του συστήματος και στις σειρήνες του συμβιβασμού, της παραίτησης και της υποταγής. Το γεγονός ότι η κομμουνιστική οργάνωση ή το κόμμα αποτελούν μία ανώτερη πολιτική συμπύκνωση της ταξικής συνείδησης οφείλει να δοκιμασθεί στο πεδίο από το οποίο προέρχεται σαν τέτοια, των ανειρήνευτων ταξικών αντιθέσεων και της πάλης που διεξάγεται πάνω σε αυτές τις αντιθέσεις. Δεν υπάρχει για τον εαυτό της και μέτρο της δεν μπορεί να είναι η όποια δική της «ανάπτυξη» αλλά τα δικαιώματα και οι καταχτήσεις των εργαζόμενων, η ανάπτυξη και συγκρότηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος που απαιτεί η εποχή μας και η περίοδος.

36. Το ΚΚΕ(μ-λ) αναλαμβάνοντας το βάρος να υπηρετήσει αυτή την κατεύθυνση οφείλει να ενισχύσει τα επαναστατικά και κομμουνιστικά του χαρακτηριστικά μέσα στην πάλη και στη σύνδεσή του με την εργατική τάξη και τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα. Να αποτελέσουν έγνοια του τα βάσανα της φτωχολογιάς, ο βραχνάς της ανεργίας, το μαύρο μέλλον της νεολαίας, η καρατόμηση των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, τα δεσμά της εξάρτησης για τον λαό και τη χώρα. Για να στραφεί η οργή και η αγανάκτηση των εργατών και του λαού ενάντια στους πραγματικούς τους εχθρούς με στόχους πάλης που θα διεκδικούν ΨΩΜΙ- ΔΟΥΛΕΙΑ- ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ- ΕΙΡΗΝΗ -ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ.

Για την κρίση του συστήματος και τον κίνδυνο ενός γενικευμένου πολέμου

37.  Όσον αφορά την ουσία της κρίσης του συστήματος (πολιτική και κοινωνική), έχουμε τοποθετηθεί αρκετές φορές και σε γενικές γραμμές παρακολουθήσαμε την εξέλιξή της (ιδιαίτερα με τα δεδομένα μετά το 1990) βγάζοντας τα σωστά συμπεράσματα και τις σωστές εκτιμήσεις.

Αν θέλουμε σ’ αυτή τη φάση που έχει οδηγηθεί να την περιγράψουμε θα την χαρακτηρίζαμε σαν κρίση αναπαραγωγής του συστήματος. Με τη χρήση αυτής της περιγραφής θέλουμε να αποδώσουμε το συνολικό αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί το παγκόσμιο σύστημα, μετά από τις επιτυχίες του αλλά και την εμφάνιση πολλών παικτών στην παγκόσμια σκακιέρα. Το αδιέξοδο αυτό σημειωτέον, επιτείνεται (όσο και αν φαντάζει αντιφατικό) από την μεγάλη ήττα και υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος. Αδιέξοδο, που δεν σημαίνει ότι το σύστημα δεν αναπαράγεται και δεν κερδοφορεί. Το αντίθετο μάλιστα. Η κρίση που εντοπίζουμε συνίσταται στο ότι η αναπαραγωγή και η κερδοφορία συνεχίζουν να στηρίζονται στους όρους και στις δομές προηγούμενων εποχών και κατά συνέπεια η συνολική αλλά και ειδικότερη προσπάθεια του ιμπεριαλισμού να διασφαλίσει την αναπαραγωγή του προκαλεί μεγάλη όξυνση του συνόλου των αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν το σύστημα.

Οι όροι και οι δομές που έχουν αποκρυσταλλωθεί για την αναπαραγωγή του συστήματος είναι τέτοιοι που στις σημερινές συνθήκες υποχρέωσαν τις κυρίαρχες αστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (ελλείψει και αντίπαλου δέους) να κινηθούν σε μια πορεία εξάντλησης των όλων δεδομένων. Η κρίση που βιώνουμε εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που κατά καιρούς έχουμε επισημάνει. Είναι και κρίση κερδοφορίας, και κρίση υπερπαραγωγής που, όπως έχουμε σωστά εκτιμήσει, υποχρέωναν το σύστημα να αναζητάει τους όρους μιας νέας «πρωταρχικής συσσώρευσης».

Το επιπλέον δεδομένο σ’ αυτό είναι ότι οι όροι, οι προϋποθέσεις, οι δυνατότητες των μεγάλων παικτών είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν όχι μόνο επανάληψη μιας πορείας πρωταρχικής συσσώρευσης όπως βιώθηκε πριν ενάμισι αιώνα, αλλά προκαλούν κρίση και αδιέξοδα στην προσπάθεια για μια «σημερινή» πρωταρχική συσσώρευση που θα εκτινάξει εκ νέου το σύστημα.

38. Έκφραση αυτής της κρίσης είναι και η εξέλιξη του όλου ζητήματος των στρατηγικών συμμαχιών, αλλά και οι αγωνιώδεις αναζητήσεις των ιμπεριαλιστών να πετύχουν έστω επιμέρους και τοπικές εκδηλώσεις αυτής της πρωταρχικής συσσώρευσης (π.χ. περιφερειακοί πόλεμοι) οι οποίες σαφώς δίνουν ανάσες και περιθώρια στους ιμπεριαλιστές αλλά δεν δίνουν διασφαλίσεις με τους παλιότερους όρους των σφαιρών και ζωνών επιρροής.

Ο ιμπεριαλισμός τις τελευταίες δεκαετίες, με τους συσχετισμούς που διαμόρφωσε, ίσως να θεώρησε ότι μπορεί να διασφαλίσει την «αιωνιότητα» χωρίς να καταφύγει στην «έσχατη» των λύσεων, γιατί ακριβώς αυτή η «λύση» τον απειλούσε όχι μόνο αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά και με τη δική του καταστροφή. Δεν είμαστε της άποψης του Αρμαγεδδώνα, ούτε του τέλους της ζωής στον πλανήτη. Ωστόσο ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα (γιατί τέτοιο θα είναι με βάση τους σημερινούς όρους) και όχι τα δήθεν «στοχευμένα» πυρηνικά πλήγματα, ήταν μια προοπτική που όσο αδίστακτοι και αν είναι τρόμαζε και τρομάζει τους ιμπεριαλιστές. Υπ’ αυτό το πρίσμα λοιπόν, η κρίση αναπαραγωγής του συστήματος υπογραμμίζεται από το ότι κανένας ιμπεριαλιστής (με πρώτες τις ΗΠΑ) δεν αισθάνεται έτοιμος και σίγουρος για να πιάσει τα ακραία όρια.

39. Δεν μπορούμε όμως να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ενός νέου γενικευμένου πολέμου. Γι’ αυτό που είμαστε σίγουροι είναι ότι με τις προσπάθειες που κάνουμε και τις προσπάθειες που πρέπει να καταβάλλονται σε όλα τα σημεία του πλανήτη, θα οικοδομηθούν οι όροι ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο ενός τέτοιου πολέμου και θα ανακόψουν την τυχοδιωκτική-καταστροφική τάση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Ας κρατήσουμε λοιπόν τη μια πλευρά της μαοϊκής διατύπωσης ότι «η επανάσταση μπορεί να προλάβει τον πόλεμο» και στη βάση αυτή να καθορίζουμε τις κατευθύνσεις μας και τις στοχεύσεις μας.

Αυτό που μπορούμε να διακρίνουμε είναι ότι τα κρισιακά και αδιέξοδα φαινόμενα που βιώνει με δομικά χαρακτηριστικά το σύστημα, το έχουν φέρει σε μια φάση όπου, εκμεταλλευόμενο τους συσχετισμούς, κερδίζει χρόνο (έστω και αν αυτός είναι δεκαετίες, έστω και αν το τίμημα είναι το αίμα και η καταστροφή), παίρνει ανάσες και καθυστερεί το τέλος του (πόσο όμως;) «αυτοπαγιδευμένο» στα όρια που το ίδιο έχει διαμορφώσει.

Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η όξυνσή τους όπως φαίνεται από την μέχρι τώρα εμπειρία  δεν έφτασαν από μόνοι τους σαν παράγοντες. Ωστόσο το τι έχει μέχρι τα τώρα συμβεί δεν μπορεί να μας εφησυχάζει σε σχέση με το φρικιαστικό ενδεχόμενο.

Αν λοιπόν στην πρώτη πράξη των παγκοσμίων πολέμων βιώσαμε το ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού ο πόλεμος προκύπτει σαν έκφραση της ανάγκης του ιμπεριαλισμού να ανακατανείμει βίαια τις αγορές και τις σφαίρες επιρροής, στη δεύτερη πράξη χωρίς να αναιρούνται τα χαρακτηριστικά του πρώτου πολέμου, η ύπαρξη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και του ισχυρού κομμουνιστικού κινήματος τροποποίησαν τα δεδομένα και τον χαρακτήρα του πολέμου.

Για το αν θα υπάρξει τρίτη πράξη πριν ο ιμπεριαλισμός πνεύσει τα λοίσθια, ας μείνουμε προς το παρόν στις επισημάνσεις που κάναμε και που σίγουρα έχουν τη σημασία τους. Άλλωστε αν δεν την είχαν, πως θα εξηγούσαμε το ότι συμπληρώνονται του χρόνου 70 ολόκληρα χρόνια (πολύ μεγάλο διάστημα για ένα τόσο αδίσταχτο ιμπεριαλιστικό-καπιταλιστικό σύστημα για να εξαπολύσει γενικευμένο πόλεμο) από το τέλος του προηγούμενου παγκόσμιου πόλεμου.

Αυτό που επίσης επισημαίνουμε είναι ότι η επανασυγκρότηση, η επανεμφάνιση στο προσκήνιο ενός νέου ορμητικού κινήματος επαναστατικού θα επιφέρει σίγουρα μεγάλη επιτάχυνση των εξελίξεων και θα τροποποιήσει ριζικά τα δεδομένα.

Για τα μέτωπα πάλης της εργατικής τάξης,

του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας

  1. Η κατάσταση που έχει σήμερα διαμορφωθεί και καθορίζεται από την μία πλευρά από τις επιτυχίες του συστήματος στην διάλυση των εργατικών – λαϊκών καταχτήσεων και δικαιωμάτων και από την άλλη πλευρά από την κινηματική κάμψη-υποχώρηση, αποτελεί ένα πλαίσιο που σπρώχνει τους συσχετισμούς σε βάρος των συμφερόντων, της οργάνωσης και των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης και όλου του εργαζόμενου λαού. Αυτό το πλαίσιο ανατρέπεται μόνο με την οικοδόμηση μαζικού ταξικού κινήματος. Βασικό στοιχείο της δημιουργίας όρων αποτελεί η πολιτική-οργανωτική συγκρότηση των ταξικών και αγωνιστικών δυνάμεων του εργατικού – λαϊκού κινήματος, η ανάλυση, οι θέσεις και οι στόχοι πάλης της περιόδου.

Ο χαρακτήρας της επίθεσης

41. Η αντεργατική επίθεση που ήταν σε εξέλιξη στο σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, πήρε εντελώς νέες διαστάσεις (ένταση, έκταση και βάθος) με το ξέσπασμα της κρίσης του ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συστήματος το 2008. Οι δυνάμεις του κεφάλαιου, στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν την κρίση, επιτέθηκαν χωρίς την παραμικρή αναστολή στην εργατική τάξη. Από τότε, μια πρωτοφανής μεταφορά πλούτου μέσα από τη λεηλασία μισθών και την ισοπέδωση δικαιωμάτων βρίσκεται σε εξέλιξη. Ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, αυτή η διαδικασία έχει παροξυνθεί δημιουργώντας ουρές ανέργων, φέρνοντας φτώχεια, εξαθλίωση και ανασφάλεια στις πλατιές εργατικές μάζες.

Ο ερχομός του ΔΝΤ, η ένταξη της χώρας σε καθεστώς επιτήρησης από την τρόικα, τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί νόμοι που τα συνόδευσαν έχουν επιφέρει συντριπτικά πλήγματα στην εργατική τάξη. Πλήγματα που δεν αφορούν μόνο τον τρόπο και το ποσό με τα οποία πουλά την εργατική της δύναμη, αλλά και τη συνολική δυνατότητά της να διαπραγματεύεται, να διεκδικεί και να αγωνίζεται ενάντια στον ταξικό της αντίπαλο. Δεν είναι λίγοι αυτοί που νοσταλγούν την προ του 2010 περίοδο, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που έχουν αναγάγει την «επιστροφή» σε αυτή σε άμεσο στόχο-αίτημα για το εργατικό κίνημα. Είναι και αυτό μία ακόμη έκφραση της πολιτικής υποχώρησης, της αποσυγκρότησης, της αδυναμίας και των αντιφάσεων που κουβαλούν απόψεις στο χώρο της Αριστεράς οι οποίες, από τη μια, κηρύσσουν την «αντεπίθεση» και, από την άλλη, αναπολούν τις «παλιές καλές μέρες», κατά τη διάρκεια των οποίων κηρυσσόταν πάλι η «αντεπίθεση»!!!

Σε αυτή τη διαδικασία, δεν πλήττεται μόνο η εργατική τάξη. Έχει μεγάλη σημασία ότι σοβαρότατα πλήγματα δέχεται το σύνολο των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αλλά και ότι τα μικροαστικά στρώματα συμπιέζονται βίαια, φτωχοποιούνται, και ένα μεγάλο κομμάτι από αυτά στοιβάζεται ήδη στις ουρές των ανέργων. Και έχει σημασία γιατί η εργατική τάξη έχει έναν ακόμη καθήκον να υπηρετήσει, μέσα από την ανασυγκρότηση του κινήματός της και την υπεράσπιση των ταξικών της συμφερόντων: να αποτελέσει οδηγό για τα στρώματα αυτά, να τους δώσει προσανατολισμό και στόχο στη νέα αυτή θέση που βρίσκονται.

42. Την ίδια στιγμή, σε εξέλιξη βρίσκεται και η επιχείρηση ιδεολογικής και πολιτικής χειραγώγησης της εργατικής τάξης. Ο κίνδυνος κοινωνικών εκρήξεων και μιας γενικότερης κοινωνικής και ταξικής αφύπνισης των μαζών έχει οδηγήσει τα επιτελεία του συστήματος σε μια ιδεολογική επίθεση αντίστοιχη με αυτή που ζήσαμε μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Οι μάζες πρέπει να πειστούν ότι αυτές οι θυσίες είναι απαραίτητες για το «κοινό καλό», πρέπει να πειστούν ότι το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να «αυτορυθμιστεί», ότι μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση του έστω και με επώδυνο προσωρινά τρόπο, ότι η επόμενη φάση ανάπτυξης είναι μπροστά. Και όλα αυτά με τη διαρκή υπενθύμιση της αποτυχίας οποιουδήποτε εναλλακτικού οικονομικού-κοινωνικού μοντέλου, με τη διαρκή απαξίωση της σοσιαλιστικής προοπτικής, των ιδεωδών και των οραμάτων που όπλισαν ιδεολογικά την εργατική τάξη και το κίνημά της για 150 χρόνια και οδήγησαν στην έφοδό της στον ουρανό.

Ουσιαστικά, με όχημα την κρίση, οι δυνάμεις του κεφάλαιου έχουν εξαπολύσει έναν νέο, πιο άγριο κύκλο επίθεσης στρατηγικού χαρακτήρα ενάντια στους εργαζόμενους και την εργατική τάξη. Η έννοια της επιβολής κοινωνικού και εργασιακού μεσαίωνα ως στόχου του κεφάλαιου, θέλει να εκφράσει όλη αυτή την οπισθοδρόμηση, την προσπάθεια παραγραφής από τη συλλογική και ιστορική μνήμη της εργατικής τάξης των στοιχείων εκείνων που την έβαλαν στη θέση της κοινωνικής πρωτοπορίας, που την ταύτισαν με την έννοια της προόδου και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Κάθε μέτρο που παίρνεται, κάθε δικαίωμα που αμφισβητείται, κάθε κατάκτηση που γκρεμίζεται, πέρα από την οικονομική τους διάσταση, περιέχουν και το στοιχείο της αμφισβήτησης αυτής της μεγαλειώδους πορείας και φυσικά της ευθείας αμφισβήτησης ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επαναληφθεί.

43. Επομένως, η απάντηση στην επίθεση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι βαθιά πολιτική. Με κεντρικό στόχο την πολιτική, οργανωτική και ιδεολογική ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος. Με στρατηγικό στόχο την ανατροπή της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της αστικής κυριαρχίας.

Δεν υποτιμούμε καθόλου τη σημασία της συνδικαλιστικής διεκδίκησης, της οργάνωσης του αγώνα για τα «μικρά» και τα «μεγάλα» ενός εργασιακού χώρου, ενός κλάδου αλλά και στο σύνολο των εργατών και των εργαζόμενων. Το αντίθετο μάλιστα. Εκεί εκφράζεται και αναδεικνύεται η αντίθεση εργασίας-κεφάλαιου και εκεί διαμορφώνονται οι πρωταρχικοί όροι της ταξικής συνείδησης. Εκεί θα βρεθούμε με την εργατική τάξη, εκεί θα μας «μετρήσουν» οι εργαζόμενοι, εκεί θα αναμετρηθούμε με τις δυσκολίες και τις ευθύνες. Ωστόσο, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στη σημερινή φάση της ακατάσχετης επίθεσης του ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συστήματος, της παρόξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, η συνδικαλιστική δράση πρέπει να αναβαθμισθεί πολιτικά, να αποκτήσει πολιτική ανάλυση και κατεύθυνση. Για να τεθούν μέσα στους χώρους δουλείας, στις συνελεύσεις, τις συγκεντρώσεις και κινητοποιήσεις τα πολιτικά ζητήματα, πάνω στα οποία να συζητήσουν οι εργαζόμενοι και να αποφασίσουν την κατεύθυνση της πάλης τους. Κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που είναι ανάγκη να τεθούν και να συζητηθούν πλατιά στο εργατικό κίνημα αποτελούν η βαθιά εξάρτηση της χώρας από τα ξένα ιμπεριαλιστικά κέντρα των ΗΠΑ και της ΕΕ, η ασφυκτική ιμπεριαλιστική εποπτεία, η διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας και η μετατροπή της σε διαμετακομιστικό κέντρο και χώρα παροχής υπηρεσιών, η ραγδαία επιδείνωση της θέσης της εργατικής τάξης. Για να ξεπεραστεί ο πολιτικός και ιδεολογικός αφοπλισμός της εργατικής τάξης από τις αυταπάτες και τα ψεύτικα οράματα που καλλιέργησε για δεκαετίες η ρεφορμιστική Αριστερά.

Η αναγνώριση των πραγματικών εχθρών των εργατών και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων που αποτελούν το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, οι αστικές κυβερνήσεις και οι ιμπεριαλιστές αποτελούν το πρώτο αναγκαίο βήμα. Ταυτόχρονα η συνειδητοποίηση του ασυμφιλίωτου χαρακτήρα των ταξικών αντιθέσεων θα σπάσει τις κάθε είδους αυταπάτες, την ταξική συνεργασία-υποταγή, την «κατανόηση» των εργατών στις «δυσκολίες» του κεφαλαίου.

Αγωνιστικά Σκιρτήματα

44. Έξι σχεδόν χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, το τοπίο είναι ακόμη πιο ζοφερό. Η επίθεση των δυνάμεων του συστήματος έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, εντείνεται και επεκτείνεται χωρίς φραγμό, σε μια προσπάθεια να φορτώσει τα βάρη της κρίσης του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού στο λαό και τους εργαζόμενους. Την ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες λαού σπρώχνονται στην ανεργία, στη φτώχεια, την εξαθλίωση και το περιθώριο, το ντόπιο αστικό πολιτικό προσωπικό στήνει σιδερένιους φράχτες και παρατάσσει ορδές καταστολής για να προστατέψει τα συμφέροντα της ντόπιας άρχουσας τάξης και -κυρίως- των ιμπεριαλιστών που την ορίζουν. Το χάσμα ανάμεσα στον λαό και το σύστημα ολοένα και μεγαλώνει, η ανεμπιστοσύνη διευρύνεται και η οργή ξεχειλίζει.

Σε αυτό το τοπίο της διευρυνόμενης αγανάκτησης, εκεί που μέχρι πρόσφατα υπήρχε για το αστικό πολιτικό σύστημα η δυνατότητα ενός στοιχειώδους ελέγχου, σήμερα ξεσπούν αγώνες και αντιστάσεις. Εμφανίζονται προσπάθειες μιας νέας συγκρότησης απέναντι στον εχθρό, με αποδυναμωμένες τις παραμορφωτικές παρεμβολές των κάθε λογής παρατρεχάμενών του, καθώς -ακόμη και γι’ αυτούς- τα περιθώρια στενεύουν και ο ρόλος τους αμφισβητείται.

Οι αγώνες που ξεσπούν σε κάποιους χώρους δουλειάς είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αγωνιστικών σκιρτημάτων. Αγώνες που εκπλήσσουν με τη διάρκεια και την αποφασιστικότητά τους, αλλά και με βάση την πλήρη παράδοση των όπλων από τις ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Με την πλάτη στον τοίχο και με τα πάντα γύρω τους να ισοπεδώνονται, εργαζόμενοι αμφισβητούν όλο και πιο συνειδητά το «μοντέλο» του σύγχρονου δούλου στο οποίο σπρώχνονται να προσαρμοστούν, αρνούνται να παραδώσουν τις ζωές τους, να σκύψουν το κεφάλι. Με βάση το ταξικό τους ένστικτο, αναζητούν τη συλλογικότητα, στρέφονται στο συνάδελφό τους, συζητούν για το πώς θα αντισταθούν. Αναζητούν ξανά τα σωματεία τους, προσπαθούν να στήσουν νέα, ανακαλύπτουν ξανά το συνδικαλισμό. Όχι αυτόν που κυριαρχούσε για δεκαετίες και πελέκησε τα πόδια της εργατικής τάξης, αλλά αυτόν που μπορεί να εξοπλίσει τους εργαζόμενους και να υπηρετήσει την ανάγκη του αγώνα, της αντίστασης, της διεκδίκησης.

45. Δεν είναι χωρίς εμπόδια και προβλήματα αυτή η αναζήτηση. Γιατί το «παλιό», ο υποταγμένος, βολεμένος, εργοδοτικός, κρατικός συνδικαλισμός εξακολουθεί να είναι εδώ, να μπαίνει εμπόδιο μπροστά σε καθετί «νέο».

Πρώτον, γιατί η χρόνια κυριαρχία των αστικών και ρεφορμιστικών αντιλήψεων στο εργατικό κίνημα, η απαξίωση των σωματείων και της ζωντανής, ενεργητικής συμμετοχής των εργαζομένων σε αυτά, η κυριαρχία λογικών ανάθεσης σε κάποιους, δήθεν ειδικούς, της υπεράσπισης των συμφερόντων της εργατικής τάξης, έχουν δημιουργήσει συνολικά μια διαλυτική κατάσταση στο εργατικό κίνημα.

Δεύτερο, γιατί, παρά τα σοβαρά πλήγματα που έχει δεχτεί ο υποταγμένος συνδικαλισμός, φροντίζει να κρατιέται με νύχια και με δόντια στη θέση του. Να υπονομεύει τις εργατικές διαθέσεις, αλλά και τις ίδιες τις εργατικές κινητοποιήσεις. Να αξιοποιεί την επιθετικότητα του συστήματος για να καλλιεργήσει τη διστακτικότητα και το φόβο. Να συντηρεί ένα κύκλωμα πελατειακών σχέσεων. Και, βέβαια, να σπέρνει νέες αυταπάτες για τη δυνατότητα ανάκαμψης αυτού του συστήματος προς όφελος και των εργαζομένων, για τη δήθεν υγιή επιχειρηματικότητα, για την προοπτική ενός «άλλου αέρα» στην ΕΕ κόντρα στους «Μερκελιστές» και άλλα τέτοια. Με κορυφαία αυταπάτη, τη δυνατότητα εκλογικής διεξόδου από αυτό το μεσαίωνα στον οποίο βυθίζει το λαό η καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική επιθετικότητα.

Τρίτον, γιατί η κατάσταση διάλυσης και αποσυγκρότησης ευθύνεται για τη συνδικαλιστική και οργανωτική απειρία των εργαζομένων, και κυρίως των νέων. Το πώς ξεκινά, στήνεται και οργανώνεται ένας αγώνας είναι διαδικασίες άγνωστες για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων. Διαδικασίες τις οποίες καλείται να ανακαλύψει από την αρχή. Και πάνω σε αυτήν την άγνοια και την αποσυγκρότηση (και, φυσικά, πάνω στο γενικότερο αρνητικό συσχετισμό και τα αποτελέσματα της ήττας του λαϊκού-εργατικού κινήματος) πατά η εργοδοσία για να ξεδιπλώσει την αντεργατική της επίθεση. Αξιοποιώντας την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τη διευρυμένη δυνατότητά της να απολύει και να προσλαμβάνει με μηδενικό κόστος, τον τρόμο των εργαζομένων μπροστά στην απόλυση αλλά και το τεράστιο «απόθεμα» ανέργων. Στήνοντας εργοδοτικά σωματεία για να νομιμοποιήσει τις κάθε λογής επιλογές της και να μπλοκάρει τους εργαζόμενους.

46. Ωστόσο, όσοι βρέθηκαν στο ΙΚΕΑ, στη Φόουν Μάρκετινγκ, στο Μετρό και τόσους άλλους εργασιακούς χώρους που κινητοποιήθηκαν, όσοι έζησαν από κοντά την απεργία στη Χαλυβουργία, όσοι στάθηκαν στο πλάι των καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών και στους εργάτες της Coca-Cola και της Cosco κατάλαβαν ότι οι αγώνες αυτοί είναι προϊόν της αυθόρμητης κίνησης των ίδιων των εργαζομένων, της οργής που ξεχείλισε, της ανάγκης που ωρίμασε και στηρίχτηκαν στην αποφασιστική στάση των ίδιων των εργαζομένων. Και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό δείγμα για τις διαθέσεις των εργαζόμενων μαζών. Είναι δείγμα αυτού που έρχεται και το οποίο τόσο πολύ φοβίζει τους παράγοντες του συστήματος, ντόπιους και ξένους. Πολύ περισσότερο δείχνει ότι μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα μπορούν να υπάρξουν νίκες (Cosco) ή να στριμώξουν την κυβέρνηση (καθαρίστριες). Και αποτελεί καθήκον των αγωνιστικών, ταξικών δυνάμεων να βρεθούν κοντά και να στηρίξουν με κάθε τρόπο αυτές τις προσπάθειες. Να συμβάλουν στην πολιτική, ιδεολογική και πολιτική ενίσχυση των εργαζομένων, ώστε να αντιληφθούν τον ταξικό χαρακτήρα της επίθεσης αλλά και τις πραγματικές αναγκαιότητες του αγώνα για την ανατροπή της, την οικοδόμηση ενός πλατιού λαϊκού-εργατικού μετώπου αντίστασης.

Σε αυτούς τους αγώνες οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν σνομπάρισαν την «απ’ έξω» παρέμβαση, αλλά την καλοδέχτηκαν, δείχνοντας ότι αναγνωρίζουν τη δυσκολία και τις ανάγκες της περιόδου, την ανάγκη κάθε αγώνα για πλατιά λαϊκή και εργατική συμπαράσταση. Είναι κάτι που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη, γιατί αναδεικνύει τη δυνατότητα (και άρα την αναγκαιότητα) της «απ’ έξω» δουλειάς στους εργασιακούς χώρους. Από εκεί που δεν υπάρχει καμιά συνδικαλιστική οργάνωση μέχρι εκεί που το σωματείο μπορεί να υπάρχει, αλλά είτε δεν θέλει είτε δεν μπορεί να απαντήσει από μόνο του την επίθεση. Και το σημαντικό είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτή η «απ’ έξω» δουλειά δεν αντιμετωπίζεται απ’ τους εργαζόμενους ως απλή έκφραση αλληλεγγύης, αλλά ως προοπτική κοινής δράσης και κοινού αγώνα.

Διάλυση εργασιακών σχέσεων, επισφάλεια, εργασιακή περιπλάνηση

47. Η επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας είναι πλέον ραγδαία και αφορά τόσο τον ιδιωτικό όσο και το δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ο δε δημόσιος τομέας αποτέλεσε πεδίο δοκιμής για τέτοιου είδους σχέσεις (στέιτζ, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εργολαβίες, ενοικίαση εργαζομένων κ.ά), καθώς η αυταπάτη μελλοντικής μονιμοποίησης που τις συνόδευε ελαχιστοποιούσε τις αντιδράσεις των ελαστικά εργαζόμενων (κάτι αντίστοιχο εφαρμοζόταν για χρόνια με τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς).

Υπάρχουν ολόκληροι κλάδοι στους οποίους η ελαστική εργασία είναι κανόνας και η αμοιβή γίνεται στη βάση του ωρομισθίου. Στους χώρους των τηλεπικοινωνιών υπάρχουν εργαζόμενοι που δουλεύουν με συμβάσεις του ενός μήνα! Αλλά και στους παραδοσιακούς παραγωγικούς κλάδους, στη βιομηχανία και τη μεταποίηση, η μερική απασχόληση, η εκ περιτροπής εργασία, η ενοικίαση και ο δανεισμός εργαζομένων, η διαθεσιμότητα, επεκτείνονται με ταχύτατους ρυθμούς.

Οι κατευθύνσεις του Μάαστριχτ και της Λευκής Βίβλου βρίσκουν την καλύτερη εφαρμογή τους στο έδαφος της κρίσης. Ο στόχος της οργανωτικής αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης και του ιδεολογικού αφοπλισμού της υλοποιείται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από αυτές τις εξελίξεις.

Το κλίμα της ανασφάλειας που κυριαρχεί στους εργαζόμενους, και το οποίο έχει κάθε λόγο να συντηρεί και να καλλιεργεί το κεφάλαιο, δημιουργεί όρους ταξικής επιβολής, δυσχεραίνει το συσχετισμό για την εργατική τάξη. Γεγονός που ασφαλώς επιτείνεται από τις ουρές των ανέργων που μακραίνουν χωρίς τελειωμό.

48. Μέσα απ’ όλα αυτά είναι ξεκάθαρο ότι η οργάνωση του αγώνα ενάντια στην επισφάλεια αποτελεί κομβικό ζήτημα για το εργατικό κίνημα. Και το χειρότερο είναι ότι δεν μπορεί να δοθεί παντού με τους ίδιους όρους. Διαφορετικά αντιμετωπίζεται η περίπτωση της επιβολής νέων σχέσεων εργασίας σε ήδη εργαζόμενους και διαφορετικά η συλλογική οργάνωση των εργαζομένων στα διαφόρων ειδών προγράμματα. Στην πρώτη περίπτωση, ο αγώνας των εργαζομένων δίνεται στη βάση της υπεράσπισης μιας υπαρκτής κατάστασης η οποία -περισσότερο ή λιγότερο- βιώνεται ήδη ως δικαίωμα, και έχει να αντιπαλέψει την πίεση και τις απειλές της εργοδοσίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το αίτημα δεν μπορεί να είναι άλλο από το να μην περάσει καμία χειροτέρευση όρων δουλειάς, καμία μείωση μισθού, καμία απόλυση.

Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, ο αγώνας έχει να αντιμετωπίσει την «ανακούφιση» του ανέργου από την πολύμηνη παραμονή του στην ανεργία και την απελπισμένη αντιμετώπιση τού «ό,τι να ’ναι», να παλέψει ενάντια στον περιορισμένο χρόνο που λειτουργούν τα προγράμματα αυτά και, επιπλέον, να αντιμετωπίσει και το διπλό εργοδότη.

Επιπλέον, το σύστημα έχει διδαχθεί από περιπτώσεις σαν τα στέιτζ και τους συμβασιούχους, όπου η συνεχής παραμονή σε μια θέση δουλειάς στοιχειοθετούσε την έννοια του δικαιώματος και ξεσήκωσε αγώνες. Έμαθε πώς να αντιμετωπίζει την επιχειρηματολογία γύρω από τις «πάγιες και διαρκείς ανάγκες». Γι’ αυτό και το εργατικό κίνημα πρέπει να βρει τους δικούς του τρόπους να απαντήσει.

49. Για μας πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι η διεκδίκηση του δικαιώματος στην πλήρη και σταθερή δουλειά πρέπει να κυριαρχεί και είναι αυτό που μπορεί να αποτελέσει το συνδετικό κρίκο για όλο τον κόσμο της επισφάλειας. Με αυτό σαν άξονα, είναι σημαντικό, για παράδειγμα, να δουλευτεί στους εργαζόμενους των ΚΟΧ η άρνηση αποδοχής της απόλυσής τους όταν λήξει η σύμβασή τους. Να απαιτηθεί η πλήρης ασφαλιστική (ιατροφαρμακευτική και συνταξιοδοτική) κάλυψή τους. Να διεκδικηθεί η αμοιβή με βάση τη σύμβαση που ισχύει στο χώρο που εργάζονται και για την ειδικότητα στην οποία εργάζονται.

Αντίστοιχα, η παρακολούθηση, η στήριξη και η συμμετοχή μας σε κάθε προσπάθειας οργάνωσης των εργαζόμενων σε επισφάλεια πρέπει να θεωρείται αυτονόητη. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι συγκροτήσεις που είτε αφορούν κοινό επαγγελματικό κλάδο, είτε κοινές εργασιακές συνθήκες είτε, φυσικά, κοινό εργοδότη.

Στην περίπτωση της ενοικιαζόμενης εργασίας, των υπεργολαβιών και των φραντσάιζ, η διεκδίκηση -εκ των πραγμάτων- δεν μπορεί να αποφύγει την αντιμετώπιση και των δύο εργοδοτών. Ωστόσο, ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στην αντιπαράθεση με αυτόν στον οποίο πραγματικά παρέχουν έργο οι εργαζόμενοι.

Ο αγώνας ενάντια στην επισφάλεια έχει στην πλάτη του ήδη μια ήττα. Το ότι στους «χώρους υποδοχής» σημαντικών κομματιών των επισφαλώς εργαζομένων οι ήδη εργαζόμενοι δεν κατάφεραν να αποτρέψουν αυτήν την εξέλιξη. Πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς ότι τέτοιοι χώροι -όπως ήδη αναφέραμε- ήταν ο δημόσιος και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας με συγκροτημένη συνδικαλιστική παρουσία. Αυτό δεν το αναφέρουμε ως στοιχείο ματαιοπονίας ενός τέτοιου αγώνα, αλλά για να επισημάνουμε το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις ο αγώνας ενάντια στην επισφάλεια θα χρειαστεί να δοθεί από κοινού με τους εργαζόμενους που ήδη δουλεύουν στο χώρο δουλειάς και φυσικά με το αίτημα από τη μεριά τους για «προσλήψεις με όρους πλήρους και σταθερής δουλειάς».

Για την ανεργία

50. Έξω από την παραγωγική εργασία ο κάθε εργαζόμενος νιώθει και είναι, σήμερα, μόνος, αντιμέτωπος με το βραχνά της επιβίωσης, ευάλωτος σε εκβιασμούς για μαύρη εργασία, ανυπεράσπιστος σε εργασιακές περιπλανήσεις για προσωρινή αντιμετώπιση της κατάστασης. Ο άνεργος εργαζόμενος έχει χάσει το «μαζικό του χώρο», τη δουλειά του, που μέσα σε αυτήν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως παραγωγό, ως συνάδελφο, ως οντότητα που μέσα από συλλογικές διαδικασίες μπορεί να υπερασπίσει το επίπεδο της δικής του ζωής και της οικογένειάς του.

Είναι σημαντικό το στοιχείο που δίνει η έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ότι από το 1991 ως το 2008 δημιουργήθηκαν 1,2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας οι οποίες χάθηκαν μέσα σε τρία χρόνια και έπεται συνέχεια μιας και οι προβλέψεις λένε ότι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας θα συνεχιστούν για τουλάχιστον επτά χρόνια ακόμα. Το μαζικό κύμα απολύσεων όλο το προηγούμενο διάστημα και αυτό που θα ακολουθήσει έχει σαν μόνιμη «αιτιολογία» από τη μεριά του κεφαλαίου την πτώση του τζίρου, των παραγγελιών, τη γενικότερη ύφεση στην οικονομική δραστηριότητα σαν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης του συστήματος.
Βέβαια, πίσω από αυτές τις δικαιολογίες γίνεται προσπάθεια να κρυφτούν και πολλές απολύσεις που γίνονται για καθαρά συνδικαλιστικούς-πολιτικούς λόγους απέναντι σε πρωτοπόρους αγωνιστές του εργατικού κινήματος, έτσι ώστε να καμφθούν οι αντιστάσεις των εργαζόμενων. Η εργοδοσία έχει στοχοποιήσει εκατοντάδες αγωνιστές εργαζόμενους και με διάφορες προφάσεις επιχειρεί την απόλυσή τους με στόχο την εργασιακή τους εξόντωση και τον πολιτικό-συνδικαλιστικό «αφοπλισμό» τους. Η επίκληση της ύφεσης από τη μεριά του κεφαλαίου για το μαζικό κύμα απολύσεων, διαθεσιμοτήτων και της εκ περιτροπής εργασία αποτελεί την ομολογία του ότι δεν μπαίνει στην παραγωγική διαδικασία παρά μόνο στοχεύοντας την κερδοφορία που επιδιώκει. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως η σημερινή περίοδος, δημιουργεί όρους καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων και κυρίως της εργατικής δύναμης με στόχο το γκρέμισμα της τιμής που το κεφάλαιο την πληρώνει, την κατάργηση των κατακτήσεων της εργατικής τάξης, για τη δημιουργία «εύφορου» εδάφους για νέες εξορμήσεις κερδοφορίας. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου κάνουν αναφορά στις «ευκαιρίες που γεννά η κρίση», ενώ άλλοι πιο κυνικοί μιλούν ανοιχτά για τη «δημιουργική καταστροφή» στα ερείπια της οποίας θα οικοδομηθούν νέες περίοδοι ανάπτυξης κερδοφορίας.

51. Στη βάση αυτή δεν έχουμε κανένα λόγο να συμμεριστούμε τις «ανάγκες» του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου να ξεπεράσει την κρίση του στις πλάτες μας, αρνούμαστε ολοκληρωτικά την επίκληση της ύφεσης για τις απολύσεις, αποκαλύπτουμε και καταγγέλλουμε στους εργαζόμενους τις πραγματικές προθέσεις της εργοδοσίας, οργανώνουμε μαζικούς αγώνες για την απόσυρση των απολύσεων και για την επαναπρόσληψη εργαζόμενων, αρνούμενοι να υποταχτούμε στους εκβιασμούς και τα «τετελεσμένα» που προωθούν καθημερινά στους χώρους δουλειάς το κεφάλαιο και οι συνεργάτες του (εργατοπατέρες, ΜΜΕ, αναλυτές κ.ά.). Συνδέουμε την πάλη αυτή με την καταγγελία του πολιτικού εκφραστή του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου, την κυβέρνηση και τα υπόλοιπα αστικά-αντιδραστικά κόμματα που με την πολιτική τους δημιουργούν το πολιτικό «κλίμα» και το αντεργατικό νομικό πλαίσιο για να κλιμακωθεί η επίθεση στις κατακτήσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

52. Η πάλη ενάντια στην κόλαση της ανεργίας ξεκινάει από την πάλη ενάντια στις απολύσεις και χωρίς ένα μαζικό κίνημα εργατικής αντίστασης και αλληλεγγύης οι εργαζόμενοι νιώθουν μόνοι τους και αδύναμοι απέναντι στις ορέξεις του κεφαλαίου.

Οι χιλιάδες άνεργοι εργαζόμενοι έχουν δύο ζωτικής σημασίας προβλήματα. Πρώτα από όλα πρόβλημα επιβίωσης. Η σκληρή λιτότητα στους μισθούς και τα μεροκάματα και η επέλαση της ακρίβειας εξαφάνισε κάθε δυνατότητα στη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων για να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης. Με ένα εξευτελιστικό επίδομα ανεργίας που δεν φτάνει παρά για λίγες μέρες, οι άνεργοι εργαζόμενοι είναι αντιμέτωποι με τον εφιάλτη της πείνας και της εξαθλίωσης. Ταυτόχρονα ο άνεργος εργαζόμενος αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα περίθαλψης μιας και βρίσκεται ανασφάλιστος για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ενώ για τους μετανάστες η ανεργία «ανοίγει» ή το δρόμο της απέλασης, αφού δεν συγκεντρώνονται τα απαραίτητα ένσημα για την «κάρτα», ή το δρόμο της «παράνομης» παραμονής, αντικείμενο ωμών εκβιασμών και μαύρης εργασίας. Οι παραπάνω όροι δημιουργούν ένα εξαιρετικά δυσμενές πλαίσιο για να συγκροτηθεί αυτοδύναμο «κίνημα ανέργων» που θα συγκροτηθεί, θα επεξεργαστεί θέσεις και στόχους και θα ξεδιπλώσει αγώνες για το δικαίωμα στη δουλειά, για δουλειά με δικαιώματα και ελευθερίες. Ενώ ταυτόχρονα θα απαιτεί για όλο το διάστημα ανεργίας και για όλους τους ανέργους επίδομα ανεργίας που να καλύπτει το κόστος της ζωής, για κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη χωρίς προϋποθέσεις και δωρεάν.

Ο αγώνας αυτός είναι συλλογική υπόθεση των εργαζομένων σε κάθε κλάδο και σε ολόκληρη τη χώρα, είναι κοινή υπόθεση των ντόπιων και των μεταναστών εργατών, πρέπει να γίνεται υπόθεση του κάθε πρωτοβάθμιου σωματείου και οι εργαζόμενοι να το επιβάλλουν με τη σύσταση επιτροπών ανέργων κατά κλάδο και εργασιακό χώρο, που θα λειτουργεί στο πλαίσιο του κάθε πρωτοβάθμιου σωματείου και θα απαιτεί αλλά και θα επιβάλλει στη διοίκησή του να μη διαγράφεται κανένας άνεργος από μέλος του, να οργανώνονται αγώνες για τα ζωτικά προβλήματα των ανέργων, να οργανώνονται εκδηλώσεις αλληλεγγύης και στήριξης του άνεργου κόσμου.

Στο βαθμό που οι διοικήσεις των σωματείων αρνούνται, και κατά κανόνα αυτό συμβαίνει και θα συμβεί όπου συγκροτηθούν τέτοιες προσπάθειες, οι επιτροπές ανέργων μπορούν να λειτουργήσουν αυτοδύναμα απευθυνόμενες σε ανάλογες επιτροπές άλλων σωματείων, αλλά και γενικότερα σε εργατικές-λαϊκές επιτροπές και πρωτοβουλίες, για μεγαλύτερο άπλωμα της οργάνωσης και του συντονισμού τους.

Το σημαντικότερο ζήτημα για τους άνεργους εργαζόμενους είναι να διατηρήσουν την πολιτική και οργανωτική τους σύνδεση με το εργατικό κίνημα, με τους συναδέλφους τους, με τους κοινούς αγώνες όλης της εργατικής τάξης ενάντια στην επίθεση κυβέρνησης–κεφαλαίου–ιμπεριαλιστών, γι’ αυτό και η οργάνωσή τους θα πρέπει να διευκολύνει αυτή την κατεύθυνση.
Από την άλλη, όμως, υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων που βρίσκεται είτε σε χώρους όπου δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση είτε σε χώρους όπου δεν είχε σχέση από έλλειψη εμπιστοσύνης και κόντρα με την ξεπουληματική πολιτική των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Τα φαινόμενα αυτά ιδιαίτερα στο χώρο της εργαζόμενης νεολαίας είναι μαζικά και πρέπει να υπάρξουν σοβαρές προσπάθειες οργάνωσης αυτού του κόσμου, με τρόπους και σε σχήματα που θα διευκολύνουν τη συγκρότησή του.

Η σημερινή κατάσταση στο εργατικό κίνημα κάνει τα πράγματα να γίνονται ακόμα δυσκολότερα για την οργάνωση της πάλης όταν οι κυβερνητικοί και εργοδοτικοί εργατοπατέρες έχουν εγκαταλείψει την υπόθεση των ανέργων στην τύχη τους εδώ και χρόνια ενώ τα σωματεία που ελέγχουν δεν παλεύουν για τα δικαιώματά τους. Σαν να μην έφτανε αυτό, διαγράφουν και τους ανέργους από μέλη τους, στερώντας τους με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα της συλλογικής οργάνωσης και πάλης. Ταυτόχρονα η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και των δικτύων που στήνει περιορίζεται στην αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης», μετατρέποντας ένα από τα κύρια πολιτικά-ταξικά ζητήματα από ζήτημα οργάνωσης διεκδίκησης και πάλης σε υπόθεση «αναξιοπαθούντων».

53. Η πάλη ενάντια στην κόλαση της ανεργίας είναι μια πολιτική πάλη για ένα από τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζόμενων ανθρώπων, αυτό της δουλειάς, της δυνατότητας που έχει η εργατική τάξη και όλος εργαζόμενος λαός να ζήσουν, παράγοντας όλα τα αναγκαία κοινωνικά αγαθά. Το δικαίωμα στη δουλειά δεν χαρίζεται αλλά καταχτιέται με αγώνες, δεν μπορεί να τεμαχιστεί σε ελαστική, εκ περιτροπής, ανασφάλιστη, προσωρινή εργασία, αλλά είναι ένα ενιαίο και καθολικό δικαίωμα, όλων των εργαζομένων, που δεν μπορεί να «ανταλλαχτεί» με τις συνθήκες βαρβαρότητας που θέλει να επιβάλει το κεφάλαιο στους χώρους δουλειάς. Είναι στόχος πάλης και διεκδίκησης απέναντι στην κυβέρνηση. Δεν «συμμερίζεται» τους στόχους της «ανταγωνιστικότητας» που θέλουν να οικοδομήσουν ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, κυβέρνηση, ΔΝΤ και ΕΕ πάνω στην εξαθλίωση του κόσμου της δουλειάς.

Η περίοδος είναι εξαιρετικά κρίσιμη και δύσκολη, ταυτόχρονα όμως καθημερινά, μέσα από αντιστάσεις σε χώρους δουλειάς, από μικρές νίκες επαναπρόσληψης εργαζομένων σε κάποιους εργασιακούς χώρους, που έχουν μεγάλη σημασία στις μέρες μας, γίνεται φανερό ότι μπορούν να οικοδομηθούν μαζικοί όροι οργάνωσης και πάλης στο βαθμό που αυτό αποτελέσει κοινή κατεύθυνση και υπόθεση κοινής δράσης ενός μεγάλου και υπαρκτού δυναμικού ταξικών αγωνιστών και αγωνιστικών εργατικών σχημάτων.


Στόχοι πάλης ανέργων, παλιών και νέων

54. Απέναντι στον εκβιασμό της πείνας και της εξαθλίωσης, της ηττοπάθειας, της ατομικής ευθύνης και της ενοχής οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, Έλληνες και μετανάστες, είναι επιτακτική ανάγκη να αποκτήσουν φωνή και να σπάσουν την απομόνωση, να σταθούν αλληλέγγυοι και να ζητήσουν την αλληλεγγύη από όλους τους εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Μα πάνω από όλα να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη δουλειά και την αξιοπρέπεια.

Με οργάνωση:

• Συνελεύσεις και πρωτοβουλίες ανέργων σε κάθε σωματείο και κλάδο, σε κάθε γειτονιά και πόλη,

• Εγγραφή στα συνδικάτα όλων των ανέργων, των συμβασιούχων και των απασχολούμενων με «μπλοκάκι», με ίδια δικαιώματα με τα άλλα μέλη,

• Συντονισμός της δράσης κατά κλάδο και περιοχή.

Αγώνας για:

• Δουλειά για όλους. Με ανθρώπινες συνθήκες και μισθούς που να καλύπτουν τις ανάγκες.

• Επίδομα ανεργίας για όλο το διάστημα της ανεργίας στους άνεργους και υποαπασχολούμενους, που να καλύπτει όλες τις ανάγκες χωρίς όρους και προϋποθέσεις.

•  Προσμέτρηση του χρόνου ανεργίας στα συντάξιμα χρόνια.

• Δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους (άνεργους κα εργαζόμενους) χωρίς προϋποθέσεις.

• Δωρεάν χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, ελεύθερη πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά γνώσης, ψυχαγωγίας και πολιτισμού.

• Κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων που ελαστικοποιούν τις εργασιακές σχέσεις, απελευθερώνουν τις απολύσεις, καταργούν τις συλλογικές συμβάσεις και το βασικό μισθό.

• Διασφάλιση των αμοιβών και των αποζημιώσεων για όλους τους εργαζόμενους που παραμένουν απλήρωτοι, σε επίσχεση εργασίας κ.λπ.

• Να μην περάσουν οι εκβιασμοί των απολύσεων του κράτους και των εργοδοτών.

Νέοι εργαζόμενοι

55. Η είσοδος της νεολαίας στην λεγόμενη αγορά εργασίας έχει αποκτήσει πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με αρκετές διαφοροποιήσεις αλλά και αρκετά κοινά. Τεράστια κομμάτια νεολαίας, άλλα νωρίτερα και άλλα αργότερα, στοιβάζονται στις ουρές των ανέργων, αναζητώντας μια δουλειά σε ένα εργασιακό περιβάλλον το οποίο αναδύει την αίσθηση της ζούγκλας, της ανασφάλειας και της αυθαιρεσίας.

Είτε πρόκειται για παιδιά που έχουν «απορριφθεί» από την εκπαιδευτική διαδικασία (παιδιά δηλαδή που, σπρωγμένα από την ένταση των ταξικών φραγμών στην εκπαίδευση, εγκαταλείπουν το σχολείο πριν καν τελειώσουν το γυμνάσιο-λύκειο), είτε πρόκειται για παιδιά που κατάφεραν να τελειώσουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και απέκτησαν και μια κάποια ειδίκευση, είτε πρόκειται για απόφοιτους ΑΕΙ-ΤΕΙ που είναι σε αναζήτηση δουλειάς, το τοπίο -με μικρές παραλλαγές- είναι το ίδιο. Είναι το τοπίο που διαμόρφωσε η παραγωγική συρρίκνωση της χώρας, η διάλυση-κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η επέκταση της ελαστικής-ανασφάλιστης εργασίας, η αποθράσυνση της εργοδοσίας.

Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το ότι όλη αυτή η μάζα νεολαίας μπαίνει σε ένα χώρο όπου οι «χώροι υποδοχής», τα όργανα του εργατικού κινήματος είναι από ανύπαρκτα έως αποδυναμωμένα, τα οποία ο εργατοπατερισμός έχει φροντίσει να δυσφημίσει ή και να τα μετατρέψει σε εργοδοτικά εργαλεία. Στις νεολαιίστικες συνειδήσεις οι έννοιες του συνδικαλισμού και της συνδικαλιστικής οργάνωσης είναι βαθιά υπονομευμένες, όπως υπονομευμένες είναι και οι έννοιες της Αριστεράς και του κομμουνισμού. Και αυτά είναι ζητήματα στα οποία η οργάνωσή μας πρέπει να εστιάσει, να δώσει απαντήσεις, να ξεκαθαρίσει όσο μπορεί το τοπίο.

56. Με μία έννοια, η ιδεολογική δουλειά στη νεολαία έχει τεράστια σημασία. Η ταξική ανάλυση της κοινωνίας και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η νεολαία, η βοήθεια να ερμηνεύει την πραγματικότητα μέσα από ταξικό πρίσμα και να αναγνωρίσει τη θέση της σε αυτή την κοινωνία, δηλαδή να συνειδητοποιηθεί ταξικά, είναι στοιχεία τα οποία πρέπει να είναι μόνιμα στις αναλύσεις και τις αναφορές μας προς τις νέες και τους νέους..

Είναι ακόμα ένας τρόπος αντιπαράθεσης και αποκάλυψης της «δουλειάς» που κάνουν στη νεολαία διάφορες αντιδραστικές δυνάμεις του συστήματος, μαζί και η Χρυσή Αυγή, εκμεταλλευόμενοι την οργή, τις αγωνίες και τα αδιέξοδά της, αλλά και τη νεανική ορμή της.

Ωστόσο, δεν αρκεί η ιδεολογική δουλειά. Χρειάζεται να απαντήσουμε και σε συγκεκριμένα ζητήματα οργάνωσης και δράσης αυτού του δυναμικού. Κομβικό σημείο σε αυτήν την προσπάθεια είναι το ότι η συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας είτε είναι άνεργη είτε εργάζεται με ελαστικές σχέσεις εργασίας.

57. Η υπεράσπιση της συλλογικότητας και της οργανωμένης δράσης, η ένταξη στα σωματεία (όπου υπάρχουν), η δημιουργία νέων σωματείων (εκεί που δεν υπάρχουν) αλλά και η δημιουργία πλατιών πολιτικοσυνδικαλιστικών σχημάτων είναι ζητήματα που πρέπει να παλευτούν και τα οποία -πέρα απ’ όλα τ’ άλλα- απαντούν και σε ζητήματα κοινωνικοποίησης της νεολαίας, απαντούν στον ατομισμό αλλά και στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να διεξαχθούν αποτελεσματικά οι ταξικοί αγώνες.

Οι Πρωτοβουλίες Νέων Εργαζομένων και Ανέργων αποτελούν προσπάθειες οργάνωσης και συγκρότησης που θα πρέπει να συνδυάζουν τόσο τα εργασιακά ζητήματα όσο και τα ιδιαίτερα ζητήματα της νεολαίας.

Σχετικά με τα αιτήματα:

Το δικαίωμα στην πλήρη και σταθερή δουλειά πρέπει να είναι στην προμετωπίδα κάθε τέτοιας προσπάθειας. Ο νεολαίος πρέπει να πειστεί ότι αυτό το σύστημα είναι ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟ να του παρέχει δουλειά, όπως και σε κάθε εργαζόμενο, από τη στιγμή που έχει με τη βία ιδιοποιηθεί τα μέσα παραγωγής. Να γίνει κατανοητό με μαζικούς όρους ότι αυτό το αίτημα συμπυκνώνει τόσο την αντίθεση στην ανεργία και τη μερική απασχόληση (πολύτιμα όπλα στο οπλοστάσιο του συστήματος), όσο και την αντιπαράθεση με την αστική λογική που δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό. Με τις μαζικές απολύσεις στο Δημόσιο και την κατάργηση της μονιμότητας, επιχειρεί να το συσχετίσει με το αν υπάρχει ή όχι αντίστοιχη θέση εργασίας και άρα να το θέσει στην ευχέρεια της αστικής τάξης. Το δικαίωμα αυτό είναι καθολικό δικαίωμα της εργατικής τάξης, των εργαζόμενων και της νεολαίας και δεν εξαρτάται από το αν υπάρχουν θέσεις εργασίας και πόσες, δεν εξαρτάται από τις εκάστοτε πολιτικές επιλογές της κάθε κυβέρνησης ούτε από τις λεγόμενες αντοχές της οικονομίας.

Η απαίτηση για κατάργηση του μισθολογικού διαχωρισμού με βάση την ηλικία. Η νεολαία δεν πρέπει να δεχτεί να γίνει ο πολιορκητικός κριός για τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων. Επίσης, δεν πρέπει στη βάση της επιχειρηματολογίας «ο άπειρος και ανειδίκευτος δεν μπορεί να αμείβεται όσο ο έμπειρος και ειδικευμένος» να αποδεχτεί την κατάργηση της έννοιας του κατώτερου μισθού. Πρώτον, γιατί η επιχειρηματολογία αυτή μόνο προσχηματικά χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη φάση. Στόχος του κεφάλαιου δεν είναι να αντιστοιχίσει δεξιότητες και μισθούς. Εξάλλου, με δική του πρωτοβουλία, έχουν παγώσει επ’ αόριστον οι μισθολογικές ωριμάνσεις (οι γνωστές ως «τριετίες») και οδεύουν προς κατάργηση, ενώ η υπερεκμετάλλευση -σε εγκληματικό βαθμό- ανειδίκευτων εργαζομένων έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Στόχος του κεφάλαιου μέσα από αυτόν το μισθολογικό διαχωρισμό είναι να συμπιέσει συνολικά τους μισθούς, να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή υπεραξία και είτε να αντικαταστήσει το «παλιό» και «ακριβό» δυναμικό με «νέο, φρέσκο και φτηνό» είτε να ασκήσει το μέγιστο δυνατό εκβιασμό ώστε να μειώσει τους μισθούς των ήδη εργαζόμενων.

Άμεση επιδότηση με ταμείο ανεργίας και πλήρης ιατροφαρμακευτική κάλυψη από την πρώτη στιγμή εγγραφής στις λίστες του ΟΑΕΔ όλων των νέων που αναζητούν δουλειά.

Η πάλη για το δικαίωμα στη δουλειά δεν υποκλίνεται στο σύστημα

58. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι οι σημαίες της εργατικής μας προσπάθειας θα έχουν το σύνθημα του ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ. Πέραν όμως των άλλων επισημάνσεων σε σχέση με το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτού του συνθήματος και πώς εξειδικεύεται θέλουμε να σταθούμε και σε ένα άλλο ζήτημα. Έχει ή δεν έχει λόγο το εργατικό κίνημα, ο λαός κατά προέκταση, στο πεδίο δράσης και κατά πόσο μολύνει, στη χωροταξική οριοθέτηση και κατά πόσο καταστρέφει, των επενδύσεων ή θα ρίχνει πολύ νερό στο κρασί του αφού, έστω και προσωρινά, δημιουργούνται θέσεις εργασίας;

Για να το διευρύνουμε σαν ζήτημα ας δούμε και κάποιες «άλλες» επενδύσεις οι οποίες προκαλούν αντιθέσεις ανάμεσα σε τμήματα του λαού, προβληματίζουν την περιοχή και δημιουργούν συγχύσεις ως προς τη στάση που θα πρέπει να έχει το κίνημα.

α) Επενδύσεις για «μεγάλα» έργα αμφίβολης ή υπαρκτής αναγκαιότητας.

β) Επενδύσεις σε «ενέργεια» έτσι όπως εξυπηρετεί τους ιμπεριαλιστές το μεγάλο κεφάλαιο και την εξάρτηση της χώρας απ’ την τεχνογνωσία των ιμπεριαλιστών και στα πλαίσια της διασφάλισης πολιτικής επιρροής στη χώρα. Ενέργεια, πετρέλαιο φωτοβολταϊκά, φυσικό αέριο, λιθάνθρακας και γενικότερα όλα αυτά τα πεδία που εμπλέκονται με τον ευρύτερο και ιδιαίτερο ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και τους ποικίλους καβγάδες των μεγαλοκαπιταλιστών της Ευρώπης.

γ) Επενδύσεις σε εξορύξεις.

δ) Επενδύσεις για τουρισμό.

ε) Επενδύσεις για σκουπίδια.

στ) Αποβιομηχάνιση.

Αν θέλουμε να είμαστε ένα βήμα μπρος στη στάση μας θα πρέπει να θέσουμε ορισμένα κριτήρια που δεν θα ικανοποιούν μόνο το δικαίωμα στη δουλειά αλλά και τις συνθήκες και σχέσεις εργασίας.

Κριτήριο επίσης πρέπει να είναι και η διασφάλιση μιας σειράς πηγών πλουτοπαραγωγικών και ενέργειας από την όρεξη των κορακιών μιας και στον ορίζοντά μας βρίσκεται η προοπτική να αναληφθεί η διαχείριση και η αξιοποίηση των πηγών αυτών από τη λαϊκή-εργατική εξουσία με γνώμονα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού. Με ότι αυτό συνεπάγεται στον σεβασμό της εργασίας, των συνθηκών, του περιβάλλοντος στην εντατική και εκτατική αξιοποίηση αυτών των πηγών.

Μέχρι στιγμής (ακόμα και όταν εκδηλώσαμε μια στάση μη δέσμευσης όπως π.χ. στην εκτροπή του Αχελώου) τα έχουμε θέσει σωστά και οι αντιδράσεις που ευνοήσαμε και στηρίξαμε ήταν σε γενικές γραμμές δικαιολογημένες. Πρέπει βέβαια να βαθύνουμε περισσότερο αυτή μας τη στάση να την εκλαϊκεύσουμε να την κάνουμε κτήμα ενός κόσμου για να πάρουν αυτές οι αντιδράσεις μαζικά χαρακτηριστικά. Ένα πρόβλημά μας είναι ότι στις μάχες αυτές μπαίνουμε κυρίως για να ευνοήσουμε μια συγκέντρωση δυνάμεων και όχι γιατί έχουμε κατά νου ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης για τον καπιταλισμό. Αυτό όμως δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να συνδέουμε αυτούς τους αγώνες, τους στόχους και τα αιτήματα με την προοπτική της άλλης κοινωνίας. Φυσικά εμείς έχουμε κατά νου ότι ορισμένες φορές όταν δρας στο έδαφος του καπιταλισμού υποχρεούσαι να πάρεις θέσεις που όταν πας να τις προσαρμόσεις δογματικά στα πλαίσια της κοινωνίας που θα διαμορφωθεί μετά την κατάληψη της εξουσίας, να φας τα μούτρα σου. Ωστόσο πρέπει όσο είναι δυνατόν να εντάσσουμε τις αντιδράσεις μας σε κατεύθυνση και λογική που να υπηρετούν την εργατική τάξη και το λαό και στην άλλη κοινωνία.

Πρέπει, αν είναι δυνατόν, αυτές τις μάχες, που αποτελούν και σημαντικό κομμάτι περιεχομένου της συνοικιακής δουλειάς αλλά και της επαρχιακής, να τις αντιλαμβανόμαστε και σαν σχολείο που  «μαθαίνει», «προϊδεάζει», «ετοιμάζει» την εργατική τάξη, τον λαό και εμάς να αντιμετωπίσουμε ανάλογα ζητήματα που θα τα βρούμε μπροστά μας.

Δεν είμαστε ρεφορμιστές. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν διδασκόμαστε ό,τι μπορούμε από τον καπιταλισμό. Και φυσικά δεν έχουμε πολλούς τρόπους να «μάθουμε» (αφού τις «συνδιοικήσεις» και τους «ελέγχους» τους έχουμε απορρίψει) παρά μόνο η εμπεριστατωμένη, αιτιολογημένη συμμετοχή στο κίνημα και αξιοποίηση της εμπειρίας της κίνησης των μαζών. Πιθανότατα σε μια επόμενη φάση, όταν γίνουμε μια πιο μαζική και γειωμένη οργάνωση να αξιοποιήσουμε και μια σειρά άλλα ερείσματα που θα έχουμε αποκτήσει (δήμοι, κοινοβούλια κ.λπ.) για να αποκτήσουμε γνώση και δυνατότητες που ο καπιταλισμός θέλει να κρατήσει στα στενά πλαίσια της ταξικής κυριαρχίας της μεγαλοαστικής τάξης.

Η εργατική τάξη δεν προορίζεται για «ελεγκτής» του καπιταλισμού

59. Μιλώντας λοιπόν για αντίσταση που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια είχαμε τη δυνατότητα κυρίως στο λεκανοπέδιο, αλλά και στην περιφέρεια, να δράσουμε και να έρθουμε σε επαφή και με πιο αυθεντικές αντιδράσεις εργατών του ιδιωτικού τομέα που βεβαίως για πολλούς λόγους δεν χρωμάτισαν την αντίσταση των τελευταίων χρόνων. Πιο ειδικά αναφερόμαστε στη Χαλυβουργία που αποτελεί (ανεξαρτήτως κατάληξης) ένα φωτεινό παράδειγμα για τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο του αγώνα αυτού. Ένας αγώνας που ξεκίνησε και εξελίχθηκε με αιχμή το όλο εργασιακό καθεστώς. Υπάρχουν λοιπόν δυνατότητες για τέτοιους αγώνες και τέτοια αιτήματα. Βέβαια πρέπει να μελετήσουμε ακόμα περισσότερο τις ευθύνες του ΚΚΕ για να βοηθηθούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για την δική μας κατεύθυνση και τις ευθύνες που μπορούμε και πρέπει να αναλάβουμε. Να απαντήσουμε όσο μπορούμε πιο έμπρακτα σε μια άσχημη ατμόσφαιρα που πάει να παγιωθεί ότι όποια αντίσταση και να εκδηλωθεί, είτε προέρχεται απ’ ευθείας από την εργατική τάξη είτε από την ευρύτερη υπαλληλία θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο και αποδοχή της επίθεσης.

Γενικότερα πάντως πρέπει να εξοπλιστούμε με την απαραίτητη αποφασιστικότητα για να προβάλλουμε τη δική μας άποψη ότι η εργατική τάξη, με βάση τη σοσιαλιστική προοπτική και την κομμουνιστική αντίληψη, δεν προορίζεται για να «ελέγχει». Όλο το συνονθύλευμα, ρεφορμιστικό και αναρχοαυτόνομο ξεσηκώνει ολόκληρο θόρυβο γύρω από τον «εργατικό έλεγχο» που δεν είναι τίποτε άλλο από μια παραλλαγή του συνθήματος για καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο και μια έμμεση ομολογία ότι όλος αυτός ο «χυλός» δεν πιστεύει ότι η εργατική τάξη θα μπορούσε να πάρει την εξουσία και τα ηνία ολόκληρης της κοινωνίας στα χέρια της. Έχουνε τώρα και «επιχείρημα» ότι αν γίνει αυτό θα εκφυλιστεί σε κρατισμό, καταπίεση κ.λπ.

60. Ίδια αφετηρία έχουν και οι «επιθετικές» υποτίθεται διεκδικήσεις που «απαντάνε» στα παραπάνω για να «αναλάβουν» οι εργάτες (δεν εννοούμε βέβαια την επίσχεση εργασίας) την διεύθυνση του εργοστασίου μέσα σε ένα καπιταλιστικό και τόσο σκληρό πλαίσιο. Αυτό που δεν γίνεται καταρχάς αντιληπτό, και δείχνει την υποκρισία αυτής της κατεύθυνσης είναι ότι δικαιολογούν την άρνηση του παρσίματος της εξουσίας ολόκληρης της κοινωνίας στο όνομα αποφυγής του εκφυλισμού, ενώ δεν βλέπουν τα πολύ περισσότερα σημάδια εκφυλισμού όταν η «εργατική εξουσία» εμφανιστεί κατά περίπτωση. Τα μυθεύματα ότι η μια διαδικασία είναι «απ’ τα πάνω» και η άλλη «από τα κάτω», απλώς κρύβουν την πρόθεση όσων τα λένε να απαλλαγούν από τους κομμουνιστές και τίποτε άλλο.

Εδώ λοιπόν, αναδεικνύεται και ένα άλλο καθήκον μας που το έχουμε επισημάνει αλλά δεν το προχωρούμε, σημάδι κι αυτό των μεγάλων καθυστερήσεων που μας διακρίνουν. Το καθήκον της αποτίμησης αλλά και της προβολής των κατακτήσεων αλλά και των αρνητικών της εργατικής τάξης σε συνθήκες σοσιαλισμού.

Ας δούμε με πόση φροντίδα οι γνωστοί αντικομμουνιστές προβάλλουν την Αργεντινή για παράδειγμα ενώ οι κομμουνιστές τους παρακολουθούμε απλώς να δηλητηριάζουν μυαλά και συνειδήσεις. Οπωσδήποτε λοιπόν μια συνεισφορά (όχι βέβαια η κύρια) του εργατικού τομέα της οργάνωσης θα ήταν και η προετοιμασία για να κάνουμε βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, για να μην αλωνίζουν όλα τα τροτσκιστικά και αναρχοαυτόνομα ρεύματα.

61. Όταν ένα εργοστάσιο ή μία επιχείρηση κλείνει, οι εργαζόμενοι πρέπει:

α) Να οργανώσουν όσο μπορούν τους αγώνες τους με όποιες μορφές θέλουν για να αποσπάσουν ότι μπορούν περισσότερο (μέσω αποζημιώσεων, επιδομάτων ανεργίας, δωρεάν συγκοινωνίες, δωρεάν περίθαλψη κ.λπ.) από τον συλλογικό καπιταλιστή ή από τον μεμονωμένο που θησαύριζε όλα τα προηγούμενα χρόνια αποσπώντας με χίλιους δύο τρόπους την υπεραξία. Καμία «κατανόηση» προς τους «χρεωκοπημένους» καπιταλιστές ακόμα και όταν είναι μικρότερου μεγέθους και ζητάνε «κατανόηση». Λες και όταν τα αφεντικά θησαύριζαν μοίραζαν δίκαια τα κέρδη!

β) Να οργανωθούν και να οργανώσουν μαζί με άλλα τμήματα της εργατικής τάξης το κίνημα που θα ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ με όλα τα μέσα ΔΟΥΛΕΙΑ με ανθρώπινους όρους και ανθρώπινες αμοιβές. Το κίνημα που θα συσπειρώνει ΑΝΕΡΓΟΥΣ δεν μπορεί να είναι τελείως αποκομμένο από το υπόλοιπο κίνημα εργαζομένων. Ωστόσο τι είδους οργάνωση θα έχει; Όπως φαίνεται πιο αποτελεσματική θα είναι η τοπικής μορφής οργάνωση αλλά αυτό θα κριθεί στην πράξη!

Για τις μέχρι τώρα προσπάθειές μας

62. Ήδη η οργάνωσή μας έχει προσπαθήσει να παρέμβει τόσο στο μέτωπο της ανεργίας όσο και στους νέους εργαζόμενους, ιδιαίτερα σε Περιστέρι, Βόλο και Θεσσαλονίκη, θεωρώντας ότι αποτελούν κρίσιμα πεδία οργάνωσης, πάλης και διεκδίκησης. Τα πρώτα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι αποτελούν σωστές αλλά πολύ δύσκολες επιλογές μιας και αφορούν ένα ολόκληρο δυναμικό έξω από την παραγωγική διαδικασία χωρίς όρους συγκρότησης ή σε συνεχή εργασιακή περιπλάνηση χωρίς μόνιμο χώρο και πολλές φορές χωρίς μόνιμο τόπο εγκατάστασης. Και αυτό φυσικά αφορά και τους συντρόφους μας που παρεμβαίνουν σε αυτούς τους χώρους. Από την άλλη πλευρά η γενικότερη κινηματική υποχώρηση με κύρια ευθύνη της ρεφορμιστικής αριστεράς αφήνει ελεύθερο το πεδίο σε επιρροές λαθεμένων αντιλήψεων και ατομική αντιμετώπιση, ενώ καλλιεργούνται αυταπάτες κάθε είδους. Επί πλέον αντιδραστικές και φασιστικές λογικές βρίσκουν έδαφος να αναπτυχθούν μέσα στην απελπισία, τον αντικομμουνισμό και τα αδιέξοδα. Σημαντικό ζήτημα που χρειάζεται εδώ να επισημανθεί αποτελεί ο κίνδυνος εκτεταμένης «λουμπενοποίησης» σε τμήματα της εργατικής τάξης που για μεγάλο χρονικό διάστημα μένουν εκτός παραγωγικής διαδικασίας, καθώς και σε μεγάλα τμήματα νεολαίας που δεν μπορούν να βρουν μία δουλειά με σχετικά σταθερούς όρους. Το ζήτημα αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά και πολιτικό και σε άμεση συνάρτηση με την παρέμβαση για την συλλογική οργάνωση και την διεκδίκηση του δικαιώματος στην δουλειά και την ζωή, κόντρα στις προσπάθειες του συστήματος να μετατρέψει ένα ολόκληρο ανθρώπινο δυναμικό σε ζητιάνους της κρατικής και ιδιωτικής ελεημοσύνης ή «ωφελούμενους» προγραμμάτων απασχόλησης ή κατάρτισης. Τα μέτωπα αυτά, της ανεργίας και των νέων εργαζόμενων παρά τις αντικειμενικές και υποκειμενικές δυσκολίες παραμένουν σημαντικές κατευθύνσεις της οργάνωσής μας και πρέπει να αντιμετωπιστούν πιο οργανωμένα, πιο συστηματικά, με επιμονή και συνέπεια. Να αποτελέσουν υπόθεση της οργάνωσης πανελλαδικά και όχι μόνο τοπικές πρωτοβουλίες.

Για τους μετανάστες

63. Το ζήτημα των μεταναστών έρχεται κατά καιρούς στο προσκήνιο και, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, με δραματικό τρόπο. Ωστόσο, μετά το ξέσπασμα της κρίσης το ζήτημα αυτό έχει πάρει άλλες διαστάσεις και έχει τροφοδοτήσει τις πιο ακραίες φωνές του συστήματος με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φασιστική Χρυσή Αυγή. Βέβαια, η ενίσχυση της Χρυσής Αυγής δεν είχε να κάνει μόνο με το ζήτημα των μεταναστών, αλλά η αλήθεια είναι ότι το ζήτημα αυτό αποτέλεσε κομβικό στοιχείο για την ανάδειξή της.

Στην ουσία ο ακραίος ρατσιστικός τρόπος με τον οποίο τίθεται σήμερα το ζήτημα των μεταναστών από την πλευρά του συστήματος, δεν είναι παρά μια ευθεία βολή στα αμβλυμένα ταξικά αντανακλαστικά της εργατικής τάξης. Τι πιο εύκολο για το κεφάλαιο από το να εκθρέψει και να υποβοηθήσει αντιλήψεις και «επιχειρήματα» που δημιουργούν αποδιοπομπαίους τράγους προκειμένου να αποτινάξει από πάνω του τις ευθύνες για την ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Τι πιο εύκολο για έναν εργαζόμενο που βυθίζεται στην εξαθλίωση και υφίσταται καθημερινά την ταπείνωση, αδύναμος να στηριχτεί στις δυνάμεις του και στην ίδια του την τάξη, από το να δαιμονοποιήσει τους πιο αδύναμους, να τους φορτώσει τις ευθύνες για τη δική του αδυναμία και κατάντια. Πόσο μάλλον όταν σε αυτή του την «προσπάθεια» βρίσκει εύφορο έδαφος που στρώνουν πρόθυμοι «σύμμαχοί» του και νομιμοποιούν τα πιο επίσημα χείλη του συστήματος και των ΜΜΕ.

Τα γεγονότα της Μανωλάδας, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών και οι καθημερινές επιχειρήσεις-σκούπα σε βάρος τους βοούν για την ανάγκη το εργατικό-λαϊκό κίνημα να ξαναδούν πιο προσεκτικά και αποτελεσματικά το ζήτημα των μεταναστών.

64. Η αλήθεια είναι ότι σε επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης των μεταναστών λίγα πράγματα έχουν γίνει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Βασική ευθύνη γι’ αυτό έχει η ίδια η κατάσταση του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων στη χώρα. Όταν δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των ντόπιων εργαζομένων, όταν είχαν ήδη υποστείλει τις σημαίες της ταξικής πάλης ή χρησιμοποιούσαν τα συνδικάτα ως όργανα ελέγχου των εργαζομένων ή κομματικά παραρτήματα, ήταν φυσικό να αδυνατούν να ανταποκριθούν και στο ταξικό καθήκον της υπεράσπισης των μεταναστών. Κορυφαίο παράδειγμα της αδυναμίας των συνδικάτων (και των ρεφορμιστικών) να χαράξουν μια άλλη ταξική γραμμή στο κίνημα ήταν και η απροθυμία τους να πάρουν θέση σε σχέση με τους λεγόμενους λαθρομετανάστες, δηλαδή με τους μετανάστες που εργάζονταν χωρίς χαρτιά, και να τους εγγράψουν στα σωματεία. Ουσιαστικά, βέβαια, πήραν θέση, υποτασσόμενοι στην αστική νομιμότητα και τα «θέσφατα» του νόμου 1264/82 που ορίζει τα περί «νόμιμου συνδικαλισμού».

Δεν βγάζουμε έξω από το λογαριασμό και τη στάση των ίδιων των μεταναστών οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις (ειδικά αυτοί που προέρχονταν από τα κοντινά Βαλκάνια και λειτουργούσαν με την αίσθηση της προσωρινότητας και έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού τους την επιστροφή στις χώρες τους) απέφευγαν να εμπλακούν σε ζητήματα συνδικαλιστικής οργάνωσης και λόγω του φόβου προς το αφεντικό και το κράτος, αλλά και λόγω της γενικότερης έλλειψης προοπτικής που είχε σημαδέψει παγκόσμια το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, για το οποίο εξάλλου πολλοί από αυτούς είχαν ήδη μια αρνητική προδιάθεση από τα καθεστώτα των χωρών τους.

Εάν τα πράγματα για την προσέγγιση των μεταναστών και την ένταξή τους στην γενικότερη υπόθεση της ενότητας της εργατικής τάξης ήταν δύσκολα πριν από 10-15 χρόνια, σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Και αυτό γιατί η ένταση της κρίσης και η συρρίκνωση της παραγωγής έχει οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη κινητικότητα τους μετανάστες. Ήδη, ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών έχει εγκαταλείψει τη χώρα μετά την «καθίζηση» της οικοδομικής δραστηριότητας και την επέλαση της ανεργίας, ενώ ο φόβος που επικρατεί ανάμεσα σε αυτούς που ζουν και δουλεύουν εδώ λειτουργεί πολλές φορές παραλυτικά για οποιαδήποτε προσπάθεια.

Ωστόσο, η κατεύθυνση πολιτικής προσέγγισης και οργανικής ένταξης των μεταναστών στην υπόθεση του εργατικού κινήματος πρέπει να είναι σε μόνιμη βάση και να παλεύεται μέσα από κάθε δίοδο και ευκαιρία. Η ισότιμη ένταξη όλων των μεταναστών στα σωματεία και τις εργατικές ενώσεις είναι βασικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας. Ακόμη και η επιλογή μεταναστών να συγκροτήσουν δικές τους εργατικές ενώσεις, επιδίωξή μας θα πρέπει να είναι οι ενώσεις αυτές να έχουν οργανική σχέση και σύνδεση με τα υπόλοιπα σωματεία της χώρας.

65. Επομένως, οι προσπάθειες προσέγγισης των μεταναστών και ένταξής τους στη γενικότερη εργατική υπόθεση πρέπει να κινούνται σε δύο επίπεδα:

Πρώτον, στην ανάδειξη όλων εκείνων των αιτημάτων που έχουν στόχο την άρση του καθεστώτος φόβου και ανασφάλειας που βιώνουν σήμερα οι μετανάστες: «Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών και των προσφύγων», «Δουλειά για όλους τους εργάτες, Ελληνες και ξένους, με ίσα και πλήρη δικαιώματα».

Δεύτερον, στην ανάδειξη εκείνων των πρωτοπόρων μεταναστών που μπορούν να αντιληφθούν και να προωθήσουν την έννοια του κοινού ταξικού αγώνα. Αυτό φυσικά απαιτεί επίμονη και υπομονετική δουλειά, απαιτεί πολιτική στήριξη και καθημερινή ενασχόληση, χωρίς άγχος και βιασύνες, με επίγνωση της ευαισθησίας των ζητημάτων (ακόμη και των κοινωνικο-πολιτισμικών).

Ας μην υποτιμήσουμε την απήχηση που μπορεί να έχουν οι αντιφασιστικές-αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες και δράσεις σε τμήματα μεταναστών και της δυνατότητας προσέγγισής τους μέσα και από αυτές. Ωστόσο, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι στέρεη βάση συγκρότησης της ταξικής ενότητας ντόπιων και μεταναστών δεν μπορεί να προκύψει στη βάση της πάλης ενάντια στο φασισμό και το ρατσισμό, αλλά στη βάση της κοινής πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό-καπιταλισμό, στη βάση της πάλης για την κοινή προοπτική για μια άλλη κοινωνία, σοσιαλιστική, κομμουνιστική.

Δουλειά στους μαζικούς χώρους

66. Το καθεστώς ανασφάλειας και τρομοκρατίας που επικρατεί στους χώρους δουλειάς έχει ήδη γενικευτεί και αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στη συγκρότηση αντιστάσεων. Ακόμη πιο έντονο είναι το φαινόμενο αυτό στις μικρές επιχειρήσεις και τα μικρομάγαζα, όπου η παρουσία του αφεντικού είναι συνεχής και ασφυκτική. Πολύ περισσότερο δε, που στη βάση της γενικότερης συμπίεσης των μεσοστρωμάτων και των μικροεπιχειρήσεων, οι επιπτώσεις της κρίσης σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις είναι πραγματικές και εμφανείς, δυσκολεύοντας την αντιπαράθεση με το αφεντικό και -κυρίως- την απεύθυνση στους συναδέλφους. Σε αυτού του μεγέθους επιχειρήσεις, μετά το ξέσπασμα της κρίσης οι αυταπάτες ότι «όλοι μαζί παλεύουμε από κοινού για να κρατηθεί η επιχείρηση» έγιναν ακόμη πιο έντονες και διαδεδομένες, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο τη συνδικαλιστική δουλειά.

Με αυτήν την έννοια, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η δραστηριοποίηση στους μαζικούς χώρους δουλειάς. Εκεί όπου η ταξική σχέση αφεντικού-εργαζομένου είναι πιο ξεκάθαρη, εκεί όπου ο αριθμητικός συσχετισμός είναι τέτοιος που οδηγεί πιο εύκολα στην αναζήτηση συλλογικής απάντησης και συνδικαλιστικής οργάνωσης. Και βέβαια εκεί που ήδη υπάρχουν σωματεία.

Με βάση τα στοιχεία του ΙΚΑ, τον Ιούνιο του 2013 υπήρχαν στη χώρα 3.284 επιχειρήσεις που απασχολούσαν 51-300 εργαζόμενους η καθεμιά (συνολικά 362.992 εργαζόμενους) και 499 επιχειρήσεις που απασχολούσαν περισσότερους από 300 εργαζόμενους η καθεμιά (συνολικά 466.388 εργαζόμενους). Δηλαδή, συνολικά, 829.380 εργαζόμενοι (περισσότεροι από τους μισούς σε σύνολο 1.589.221 εργαζομένων) εργάζονταν σε 3.783 μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, την ώρα που οι υπόλοιποι (759.841 εργαζόμενοι) ήταν διασπαρμένοι σε 194.584 επιχειρήσεις!

Από μόνα τους τα στοιχεία αυτά είναι αρκετά για να κατανοήσουμε τη σημασία της δουλειάς στους μαζικούς χώρους. Στη δυνατότητα που συνεχίζει να ενυπάρχει στη συγκέντρωση εργαζομένων, παρά την υποχώρηση του συνδικαλισμού. Δεκάδες ή και εκατοντάδες αγώνες έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια σε εργασιακούς χώρους. Ωστόσο, αυτοί που δημιούργησαν αίσθηση, αυτοί που δημιούργησαν πραγματικό πρόβλημα ή και κλυδωνισμούς στην αστική τάξη και τα κυβερνητικά επιτελεία, ήταν οι αγώνες στους μαζικούς χώρους δουλειάς. Χαλυβουργία, Άλτερ, Ελευθεροτυπία, ΙΚΕΑ, Φόουν Μάρκετινγκ, ναυτεργάτες, ΜΕΤΚΑ, Κόντι, Ελληνικά Πετρέλαια, Γουίντ, Ιντρακόμ, Cosco είναι μερικοί από τους χώρους αυτούς στον ιδιωτικό τομέα, όπου δόθηκαν μάχες σοβαρές, πολύμηνες και με πολύτιμα συμπεράσματα για τη φάση του εργατικού κινήματος, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του. Εάν σε αυτά προσθέσουμε το μετρό, τις αστικές συγκοινωνίες ή τους ΟΤΑ και τόσους άλλους, θα διαπιστώσουμε ακόμη πιο έντονα τη σημασία της δουλειάς στους μαζικούς χώρους.

67. Με βάση τα παραπάνω, η παρέμβαση στους χώρους δουλειάς δείχνει να είναι πιο αποτελεσματική με εργαλείο τα πολιτικο-συνδικαλιστικά σχήματα. Σχήματα δηλαδή στα οποία θα συσπειρώνονται εργαζόμενοι που συμφωνούν στις βασικές κατευθύνσεις μας και τη λογική που θέτουμε. Τα σχήματα αυτά θα πρέπει να επιδιώκουν τον συνδυασμό συζήτησης, απόφασης και δράσης, την συμμετοχή τη δική τους αλλά και όσο το δυνατό περισσότερων εργαζόμενων στη ζωή του σωματείου, την μαζικοποίησή τους, την συγκέντρωση, ανάλυση και επικοινωνία συγκεκριμένων στοιχείων για το χώρο δουλειάς, την πολιτική συζήτηση για όλα τα ζητήματα, την υλική και πολιτική στήριξη στις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων. Η σχέση των σχημάτων με το σωματείο θα πρέπει να επιζητά το δυνάμωμά του, τη δημοκρατική του λειτουργία, τη διενέργεια γενικών συνελεύσεων, τη δυνατότητα και αναγκαιότητα οργάνωσης της εργατικής τάξης, την υπεράσπιση της -καθόλα ανεξάρτητης από την εργοδοσία- συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης, την ανάπτυξη της αλληλεγγύης και συναδελφικότητας μεταξύ των συναδέλφων αλλά και μεταξύ των εργαζόμενων στο χώρο με τους υπόλοιπους εργαζόμενους της χώρας (ακόμα και των άλλων χωρών).

Ένα τέτοιο σχήμα θα πρέπει να αποτελεί οργανικό κομμάτι των εργαζόμενων και η ανάλυση των συγκεκριμένων ζητημάτων του χώρου θα του επιτρέπει να τον γνωρίζει καλύτερα, να σπάει τα επιχειρήματα της εργοδοσίας, να κερδίζει την εμπιστοσύνη των υπόλοιπων εργαζόμενων, να συγκροτεί όρους βελτιωμένης θέσης των εργαζόμενων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από σημαντικές μάχες με την εργοδοσία. Η σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους είναι ανάγκη να είναι συναγωνιστική και ειλικρινής, χωρίς φαινόμενα ελιτισμού και αναχωρητισμού, αλλά με την αναγκαία προσοχή. Γενικά, η κατάσταση σε όλους τους χώρους εργασίας είναι τέτοια που, ειδικά στα πρώτα βήματα στησίματος μιας προσπάθειας, η δουλειά θα πρέπει να γίνεται με όρους προφύλαξης. Η εργοδοσία, με την κρατική στήριξη ειδικά για τις κρίσιμες για το κεφάλαιο επιχειρήσεις, έχει μόνιμα την ανάγκη να αναγνωρίζει και να καταστέλλει όποιες προσπάθειες μπορούν να την απειλήσουν και για το λόγο αυτό έχει στήσει πολυπλόκαμους μηχανισμούς και εργαλεία, με φορείς τμήματα της ιεραρχίας, «απλούς» εργαζόμενους, ακόμα και συνδικαλιστές: στοχοποίηση, απομόνωση, τρομοκρατία, διοικητικά μέτρα μέχρι και ομαδικές απολύσεις έχουν καταγραφεί και στο παρελθόν και σήμερα. Από την άλλη βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μόνο η στήριξη των υπόλοιπων συναδέλφων μπορεί να προστατέψει αποτελεσματικά έναν αγωνιστή απέναντι στην επίθεση της εργοδοσίας.

68. Η Ταξική Πορεία (πολιτικο-συνδικαλιστική παράταξη, με μέλη της να συμμετέχουν και σε ευρύτερα σχήματα) μπορεί να αποτελέσει σημείο συνάντησης εργαζόμενων και ανέργων με πιο συγκροτημένη άποψη και ανώτερο επίπεδο συμφωνίας για την από κοινού διαμόρφωση κατευθύνσεων, τακτικής και δράσης. Μπορεί να επιτρέψει την ενιαιοποίηση της δράσης, το συντονισμό στην ανάδειξη ζητημάτων και δίνει τη δυνατότητα «απ” έξω» παρέμβασης σε χώρους δουλειάς.

Η ενίσχυση και το άπλωμα της Ταξικής Πορείας με την συγκρότηση σχημάτων σε εργασιακούς χώρους και την σύνδεση με αγωνιστές εργαζόμενους αποτελεί μία σημαντική κατεύθυνση της δουλειάς μας και ευθύνη όλων των τομέων της οργάνωσης.

Για τους διαχωρισμούς των εργατών στους χώρους δουλειάς

69. Ιδιαίτερα στους μαζικούς χώρους οι «ενοικιαζόμενοι» ή «εργολαβικοί» ή «απολογιστικοί» εργαζόμενοι αποτελούν σημαντικό και ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζόμενων. Χρησιμοποιούνται κύρια σε «περιφερειακές» εργασίες είτε εξ ολοκλήρου (πχ. καθαριότητα, φύλαξη) είτε πλάι σε εργαζόμενους αορίστου χρόνου με τους οποίους έχουν το ίδιο αντικείμενο, κάνουν την ίδια δουλειά. Στην ουσία, πρόκειται για χρησιμοποίηση εργατικής δύναμης από έναν κεφαλαιοκράτη με χειρότερους όρους από τους ως τότε δεδομένους, δηλαδή χωρίς τους περιορισμούς που βάζει η ΣΣΕ, με δυνατότητα απόλυσης χωρίς δεσμεύσεις και αντιδράσεις, με περιθώριο «μαύρης» εργασίας ανασφάλιστης ή απλήρωτης (συνήθως οι υπερωρίες πληρώνονται -όταν πληρώνονται- «μαύρα»). Επιπλέον, πετυχαίνει το διαχωρισμό και τη διαμόρφωση εργαζόμενων πολλών ταχυτήτων. Με αυτούς τους σκοπούς λοιπόν, ο κεφαλαιοκράτης αποδέχεται να πληρώνει τρίτους προκειμένου να παριστάνουν τους εργοδότες των εργαζόμενων αυτών, ακόμα κι αν βραχυπρόσθεσμα το μοντέλο αυτό μπορεί να κοστίζει περισσότερο ή να εμφανίζει προβλήματα στην παραγωγή. Με γνωστές τις αντιφάσεις, τα πλεονεκτήματα για τον κεφαλαιοκράτη μεσοπρόθεσμα είναι τέτοια που δεν αμφισβητούν την επιλογή της εργολαβοποίησης, έστω κι αν δεν μπορεί να την εφαρμόσει σε ολόκληρη την παραγωγική διαδικασία και αναγκάζεται να διατηρεί έναν «πυρήνα» ως δικούς του εργαζόμενους. Τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι που δουλεύουν κάτω από αυτό το καθεστώς έχουν τεράστια δυσκολία αντίστασης και οι όποιες προσπάθειες προχώρησαν έγιναν σε συνεργασία και με τη στήριξη του επιχειρησιακού σωματείου. Πριν από κάποια χρόνια, τα κλαδικά σωματεία μπορούσαν να παίξουν επίσης ρόλο, πλέον όμως η κατάσταση είναι διαφορετική. Ένα από τα συμπεράσματα είναι ότι οι αγώνες σε ένα χώρο δουλειάς πρέπει να δίνονται από κοινού από όλους τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από την τυπική σχέση εργασίας τους. Αυτή η κατεύθυνση υπηρετείται καλύτερα με τη μόνιμη συμμετοχή όλων των εργαζόμενων (κάθε «είδους») στο σωματείο, χωρίς υποχώρηση από το αίτημα για προσλήψεις με όρους πλήρους και σταθερής δουλειάς, κοινούς για όλους τους εργαζόμενους σε ένα αφεντικό.

70. Στην οπτική μας οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα και στον ιδιωτικό είναι, στη δυναμική των πραγμάτων, σύμμαχα στρώματα. Δεν ήταν -ή τουλάχιστον δεν φαίνονταν- έτσι σε άλλες φάσεις εξέλιξης της εξαρτημένης Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια, όμως, ο καπιταλισμός με την αγριάδα του ευνοεί αντικειμενικά το πλησίασμα αυτών των στρωμάτων. Αυτό που πρέπει, βέβαια, να υποσημειώσουμε είναι ότι στη σχέση-αντίθεση αυτή τα μικροαστικά στρώματα, με δεδομένη την επίθεση του συστήματος δεν μπορούν και δεν πρέπει να παρακολουθούν αδιάφορα τη συμπίεση της εργατικής τάξης. Πολύ δε περισσότερο να έχουν απέναντι στο σύστημα μια παλιότερη συμπεριφορά στηρίγματος του καθεστώτος, με συνέπεια να επιδιώκουν να επωφεληθούν από την αισχρή εκμετάλλευση και σύνθλιψη της εργατικής τάξης, του προλεταριάτου (ανεξαρτήτως εθνότητας).

Συνεπώς, για τη φάση που ξανοίγεται, τα παλιά κοινωνικά συμβόλαια της μεγαλοαστικής τάξης με τα διάφορα μικρά και μεσαία στρώματα της πόλης, για όσο μπορούμε να δούμε μπροστά μας, είναι ανέφικτα. Συνεπώς, τα μικροαστικά στρώματα εξ αντικειμένου δεν έχουν σχεδόν τίποτε να ωφεληθούν από τη μεγαλοαστική τάξη, ενώ θα έχουν συμφέρον (έστω στη δυναμική τους) κοιτάζοντας προς την εργατική τάξη. Αν αυτή η εξέλιξη καθυστερεί, είναι διότι τα υποκειμενικά εμπόδια είναι πολλά, η δύναμη αδράνειας τόσων δεκαετιών μεγάλη, η αίσθηση ότι ο καπιταλιστικός μονόδρομος δεν εγκαταλείπεται ακόμα παγιωμένη. Και το κυριότερο είναι ότι κόμματα, οργανώσεις και αγωνιστές που αναφέρονται στην Αριστερά και που τα βασικά τους ερείσματα βρίσκονται σ’ αυτά τα μικροαστικά στρώματα και επιδιώκουν να τα εκφράσουν πολιτικά, συντηρούν τις αυταπάτες για τη δυνατότητα αυτών των στρωμάτων να επαναδιαπραγματευτούν με το σύστημα παρά να «ακουμπήσουν» στην «πλέμπα» και τους «άξεστους» εργάτες. Βοηθάει βέβαια σ’ αυτή την αρνητική εξέλιξη και η καθυστέρηση της συγκρότησης της εργατικής τάξης.

Εκτιμάμε λοιπόν, και αυτό πρέπει να συνειδητοποιηθεί, ότι το ξεδίπλωμα, το στέριωμα του κινήματος αντίστασης της εργατικής τάξης με τα πολιτικά χαρακτηριστικά, όσο και εφόσον ξεδιπλώνονται, θα λειτουργήσει θετικά και για την έκφραση αντίστασης της υπαλληλίας (ιδιωτικού-δημόσιου τομέα) και γενικότερα των μικροαστικών στρωμάτων.

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, με ορόσημο τις κινητοποιήσεις του 2001 ενάντια στο ασφαλιστικό και παρά την υποχώρηση των πιο δυναμικών κομματιών εργαζόμενης υπαλληλίας (εκπαιδευτικοί, τράπεζες) άρχισε μια διαδρομή συμπίεσης της υπαλληλίας, που οδήγησε σε σημαντικά ξεσπάσματα τα οποία βιώσαμε τα τρία τέσσερα τελευταία χρόνια. Στα ξεσπάσματα αυτά η συμμετοχή και βαρύτητα των κομματιών εργατικής τάξης και προλεταριάτου ήταν σαφώς υποβαθμισμένη, γεγονός που βοήθησε στην καλλιέργεια αντιθέσεων. Αντιθέσεις που το ΚΚΕ με την πολιτική του όχι μόνο δεν άμβλυνε αλλά όξυνε με την «αριστερίστικη» (στην ουσία δεξιά) πρακτική των αποκομμένων εργατικών κινητοποιήσεων του ΠΑΜΕ (που και σ’ αυτές το στοιχείο της υπαλληλίας και της νεολαίας κυριαρχούσαν).

Πώς, όμως, πρέπει να αντιμετωπίζει η εργατική τάξη τα μικρά και μεσαία στρώματα που συνθλίβονται, που προλεταριοποιούνται; Είναι λίγο-πολύ γνωστή η μαρξιστική αλλά και λενινιστική αντιμετώπιση του ζητήματος έτσι όπως το ενέτασσαν και το ερμήνευαν στα πλαίσια της πρωταρχικής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου (εδώ βέβαια περιλαμβάνονται και τα μικροαστικά αγροτικά στρώματα, οι αυτοαπασχολούμενοι κ.λπ.) Καθοριστικός παράγοντας, θέλουμε να πιστεύουμε, σ’ αυτή την «ουδέτερη» αντιμετώπιση της προλεταριοποίησης και εξαθλίωσης, ήταν η όλη πραγματικότητα του τότε καπιταλισμού αλλά και του κράτους που τον υπηρετούσε. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην προσέγγιση που έβλεπε σ’ όλες αυτές τις μάζες που «ξεπατώνονταν» να αυξάνονται οι νεκροθάφτες του καπιταλισμού, έπαιξε και ο επαναστατικός ταξικός προσανατολισμός της ανατροπής του καπιταλισμού που είχε ωριμάσει. Σχηματικά, δηλαδή, το «κέρδος» απ’ όλη αυτή την καταστροφή ήταν πολλαπλασιασμός των στρατιών της προλεταριακής επανάστασης και της άλλης ζωής που υποσχόταν με ρεαλιστικό τρόπο να πραγματώσει. Η ελπίδα, δηλαδή, και η βεβαιότητα των κομμουνιστών της εποχής ότι το τέλος του καπιταλισμού πλησιάζει γοργά δημιουργούσαν σε πλατιά μαζική κοινωνική κλίμακα μια τελείως άλλη «θετική» ψυχολογία αλλά κυρίως πρακτική κοινωνικών συμμαχιών.

Σήμερα, η εργατική τάξη (που αντιμετωπίζει πρώτα και κύρια το «δικό» της πρόβλημα) και το κομμουνιστικό κίνημα (που βιώνει τις «δικές» του αγωνίες ανάπτυξης) πρέπει να διαφοροποιήσουν τη στάση τους και να προτείνουν διευρυμένο κίνημα αντίστασης στην επίθεση, αφού πολλές πλευρές της επίθεσης, έχοντας ως στόχο τη διεύρυνση της σφαίρας δράσης του κεφαλαίου, διαμορφώνουν ένα «νεκροταφείο» δικαιωμάτων που σίγουρα επιβαρύνουν τη θέση και τη βαρύτητα της εργατικής τάξης.

Έχει, λοιπόν, και η εργατική τάξη ανάγκη να μην υποκύψει στις κραυγές για «κηφήνες» και «χαρτογιακάδες», μιας και η επίθεση αποδόμησης των τομέων Υγείας-Παιδείας κ.λπ. δεν στρέφεται μόνο ενάντια στους εργαζόμενους στο Δημόσιο, αλλά και εναντίον της και των παιδιών της σαν τάξη. Έχει κάθε συμφέρον η εργατική τάξη να απλώσει χέρι αλληλεγγύης και στήριξης στα μικροαστικά στρώματα υπαλληλίας, ακριβώς για να διευρύνει το μέτωπο αντίστασης στην επίθεση και τη διάλυση δικαιωμάτων.

Η πάλη για συλλογικές συμβάσεις

71. Η δια νόμου κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων αποτέλεσε ένα καίριο πλήγμα στην εργατική τάξη και έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα στην εργοδοσία για ένα νέο, ξέφρενο γύρο επίθεσης, με αναβαθμισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων είχε μπει στο στόχαστρο του ντόπιου κεφάλαιου εδώ και χρόνια, ενώ αυξάνονταν και οι πιέσεις από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα γι’ αυτήν την ελληνική «παραφωνία». Ένα από τα πρώτα, τρανταχτά δείγματα χτυπήματος των συλλογικών συμβάσεων έδωσε η Ελληνική Ένωση Τραπεζών η οποία από το 2008 κιόλας, επικαλούμενη ότι δεν αποτελεί εργοδοτική ένωση και δεν εξουσιοδοτείται από τα μέλη της, αρνιόταν να συνυπογράψει νέα κλαδική συλλογική σύμβαση με την ΟΤΟΕ. Τελικά και για το 2008 και για το 2009, που επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό, η λύση δόθηκε μέσω του ΟΜΕΔ με βάση τη μονομερή προσφυγή σε αυτόν από την ΟΤΟΕ. Ουσιαστικά όλη αυτή η αντιπαράθεση αποτελούσε το προανάκρουσμα των ρυθμίσεων των Μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων που τα συνόδευαν. Ρυθμίσεις που έβαλαν τις συλλογικές συμβάσεις στο απόσπασμα για να οδηγήσουν στην πιο πρόσφατη εξέλιξη του καθορισμού του κατώτατου μισθού με κυβερνητική απόφαση.

Σε συντομία, τα μέτρα που σταδιακά οδήγησαν στην ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων ξεκινούσαν από το πρώτο ήδη Μνημόνιο και περιλάμβαναν:

- Κατάργηση της αρχής της «ευνοϊκότερης ρύθμισης», δηλαδή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης για τους εργαζόμενους συλλογικής σύμβασης σε περίπτωση που η σχέση καθορίζεται από περισσότερες ισχύουσες συμβάσεις.

- Την απαγόρευση μισθολογικών αυξήσεων πέραν αυτών που όριζε η ΕΓΣΣΕ 2010-2012 και κατάργηση όσων συμβάσεων εγκρίθηκαν από τον ΟΜΕΔ ξεφεύγοντας από αυτόν τον κανόνα.

- Θεσμοθέτηση της έννοιας της «ένωσης προσώπων» οι οποίες μπορούν να υπογράφουν επιχειρησιακές ΣΣΕ χωρίς χρονικό περιορισμό.

- Υπερίσχυση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων από τις κλαδικές.

- Κατάργηση της κήρυξης μίας κλαδικής ΣΣΕ ως γενικώς υποχρεωτικής για όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου.

- Πάγωμα μισθολογικών ωριμάνσεων (τριετίες, πενταετίες, πολυετίες) μέχρι η ανεργία να πέσει στο 10%!

- Νομοθετική επιβολή οριζόντιας, γενικευμένης μείωσης των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων κατά 22% και για τους νέους κάτω των 25 ετών κατά 32%.

- Παράλληλα, γίνονται μια σειρά παρεμβάσεις στη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του ΟΜΕΔ (μάλιστα μεσολάβησε και πολύμηνη αναστολή λειτουργίας του) για να καταλήξει σήμερα στην κατάργηση της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.

Όλες αυτές οι εξελίξεις απέδειξαν με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του όχι μόνο δεν είναι ουδέτεροι αλλά είναι σαφέστατα προσανατολισμένοι ταξικά με τη μεριά του κεφάλαιου. Στη φάση της γενικευμένης συστημικής κρίσης, το αστικό κράτος παύει να έχει την πολυτέλεια να κάνει το ρυθμιστή-ισορροπιστή και τάσσεται ανοιχτά με τις δυνάμεις του κεφάλαιου και της επίθεσης. Ωστόσο, δεν μένει μόνο σε αυτό. Οι ραγδαίες εξελίξεις που επέβαλλαν οι μνημονιακοί νόμοι αντέστρεψαν και μια ακόμη κατάσταση: μέχρι το 2010 οι διάφοροι αντεργατικοί νόμοι συμπύκνωναν και νομιμοποιούσαν καταστάσεις που ήδη εφαρμόζονταν άτυπα και παράνομα, στην πράξη, στον ιδιωτικό τομέα. Από το 2010 και μετά, ήταν οι μνημονιακοί νόμοι που έδωσαν ώθηση στην αντεργατική επίθεση, που έστρωσαν το έδαφος για τη γενικευμένη εργοδοτική αυθαιρεσία. Βέβαια, σε αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο η ιμπεριαλιστική παρέμβαση, η «τεχνογνωσία» στην εκμετάλλευση που μετέφεραν οι «αρχιερείς» της τρόικας.

Σημαντικό στοιχείο, που δεν πρέπει να υποτιμάμε, είναι και το ότι μέσα σε αυτήν την εξέλιξη δέχτηκαν σοβαρότατα χτυπήματα και οι συλλογικές συμβάσεις στις ΔΕΚΟ με πιο σοβαρή την κατάργηση της μονιμότητας σε αυτές.

Η σημασία της κατάργησης των ΣΣΕ είναι προφανής και μεγάλη: το κεφάλαιο στοχεύει στη διάσπαση της εργατικής τάξης και στην εξουδετέρωσή της. Μέσα από την άρνηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης θέλει να χτυπήσει την οργανωτική και πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης, το δικαίωμά της να διεκδικεί μαζικά και συλλογικά ενάντια στον κοινό εχθρό.

72. Είναι φανερό ότι το εργατικό κίνημα βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή. Η αντιπαράθεσή του σε αυτήν την εξέλιξη δεν θα κρίνει μόνο το ύψος των μισθών ή τις διάφορες θεσμικές κατακτήσεις που περιλαμβάνονται σε κάθε συλλογική σύμβαση, αλλά θα κρίνει συνολικά τη δυνατότητά του να σταθεί μπροστά στον ταξικό αντίπαλο και τη σαρωτική επίθεσή του. Η υπεράσπιση των συλλογικών συμβάσεων και η διεκδίκηση νέων είναι ζήτημα ουσίας και όρος ύπαρξης για το εργατικό κίνημα. Ο αγώνας που θα δώσει για την υπεράσπισή τους και οι όροι με τους οποίους θα τον δώσει (και φυσικά το εάν θα μπορέσει να τον δώσει) θα κρίνουν την πορεία του από δω κι εμπρός.

Και, φυσικά, ως υπεράσπιση των συλλογικών συμβάσεων δεν μπορεί να εννοηθεί η εκβιαστική αποδοχή μειώσεων στους μισθούς με «αντάλλαγμα» την αναγνώριση των επιδομάτων ή με στόχο τη διατήρηση της συλλογικής σύμβασης. Καθόλου δεν βοηθήθηκαν οργανωτικά ή πολιτικά οι ομοσπονδίες που δέχτηκαν να υπογράψουν τέτοιες συμβάσεις, όπως για παράδειγμα η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων, η ΟΜΕ-ΟΤΕ κ.ά. Γιατί στην ουσία αποτελούν «συμφωνίες υποταγής», μαρτυρία αδυναμίας απάντησης στην εργοδοτική επιθετικότητα. Και ως τέτοιες όχι μόνο δεν δημιουργούν καλύτερους όρους για το εργατικό κίνημα, όρους υπεράσπισης δικαιωμάτων και διεκδίκησης, αλλά προδιαγράφουν ακόμη χειρότερες εξελίξεις.

Δεν δίνουν χρόνο για την ανασύνταξη των εργατικών δυνάμεων, αλλά αναπαράγουν τη λογική του μικρότερου κακού, αποδεικνύουν την απροθυμία και την αδυναμία των συνδικαλιστικών ηγεσιών να οργανώσουν τους εργαζόμενους και τις αντιστάσεις τους μπροστά στη λαίλαπα που εξελίσσεται. Στηρίζονται στην αυταπάτη ότι με τους όρους του παρελθόντος, της ανάθεσης, της συνδιαλλαγής αλλά και της ανοχής του κεφάλαιου, θα αντιμετωπίσουν τη σφοδρή ταξική επίθεση των δυνάμεων του κεφάλαιου που αποτελεί κορυφαία στρατηγική του επιλογή. Στηρίζονται στη χρόνια απραξία του εργατικού κινήματος, στην ιδεολογική και πολιτική αποσυγκρότησή του και τη διαιωνίζουν.

Γι’ αυτό και όσοι θεωρούν ότι με αυτήν την τακτική, διασφαλίζονται τα εργατικά δικαιώματα, δίνουν -ηθελημένα ή άθελά τους- χρόνο στο σύστημα να επεκτείνει την επίθεσή του, να διαλύσει και τα τελευταία ψήγματα συγκρότησης του αντιπάλου του, της εργατικής τάξης, να την καθυποτάξει ολοκληρωτικά, να την υποδουλώσει.

73. Η πάλη για την υπεράσπιση και τη διεκδίκηση-επανακατάκτηση των συλλογικών συμβάσεων είναι μάχη του σήμερα, μια κορυφαία πολιτική μάχη. Πρέπει να τη δώσει το εργατικό κίνημα άμεσα και μαζικά. Με τους όρους και τη λογική που απαιτεί μια ταξική αναμέτρηση κορυφαίας σημασίας. Με τα σωματεία και τις ομοσπονδίες σε διάταξη μάχης. Με τους εργαζόμενους συσπειρωμένους και αποφασισμένους να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Με τη συγκρότηση σωματείων εκεί που δεν υπάρχουν. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, όπως και πριν από τέσσερα-πέντε-δέκα χρόνια, έτσι και τώρα (και πολύ περισσότερο τώρα), το ζήτημα αυτό δεν θα κριθεί στο πόσο, άλλα στο πώς. Στο εάν σε αυτόν το στόχο θα συστρατευθούν πλατιά στρώματα εργαζομένων στη βάση του κοινού ταξικού τους συμφέροντος. Και εάν αυτό επιτευχθεί, τότε και το πόσο θα είναι πολύ πιο εντυπωσιακό απ’ όσο κάποιοι φαντάζονται.

Και αυτό το λέμε διότι φαίνεται να επανακάμπτει το ζήτημα της αγωνιστικής πλειοδοσίας σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ύψους των μισθών. Επανέρχεται εκείνη η στείρα αντιπαράθεση που εξελισσόταν προ μνημονίων για τα 1.200, 1.400 (και βάλε) ευρώ κατώτερου μισθού, η οποία γινόταν στο όνομα των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης και των σύγχρονων δυνατοτήτων του καπιταλισμού και η οποία ηττήθηκε κατά κράτος, ακριβώς γιατί δεν υπολόγιζε ότι στις σύγχρονες δυνατότητες του καπιταλισμού εντάσσεται και η δυνατότητά του να ισοπεδώσει τα δικαιώματα που αναγκάστηκε να αναγνωρίσει δεκαετίες πριν στην εργατική τάξη.

Επαναφορά του κατώτερου μισθού στο προ-των-μνημονίων ύψος των 751 ευρώ ζητάει το ΠΑΜΕ, (όπως και οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ), 900 ευρώ ζητάει ο Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση το ερώτημα παραμένει: Τι επέβαλε αυτήν την «αναπροσαρμογή» του στόχου και μάλιστα σε τόσο δραματικό βαθμό; Μήπως και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και τότε που έμπαιναν οι στόχοι των 1.200 – 1.400 ευρώ, έχουμε την προσαρμογή των στόχων στη βάση των αντοχών της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι των σύγχρονων εργατικών και λαϊκών αναγκών, όπως διακηρύσσεται; Και αν δεν είναι αυτό, τότε τι είναι; Μήπως η αναγνώριση των συσχετισμών και των δυνατοτήτων του κινήματος; Και γιατί, άραγε, το κίνημα μπορεί σήμερα να διεκδικήσει αυξήσεις της τάξης του 28% (γιατί αυτό σημαίνει το 751 ευρώ) ή της τάξης του 53,6 %; Τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στο εργατικό κίνημα και από εκεί που δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τις ΣΣΕ και το ύψος των μισθών σήμερα θα μπορέσει να διεκδικήσει τέτοιες αυξήσεις; Γιατί ο συσχετισμός, που σίγουρα έχει αλλάξει, είναι χειρότερος.

Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και οι ταξικοί συσχετισμοί

74. Υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ των επιχειρησιακών, των κλαδικών και της γενικής συλλογικής σύμβασης. Οι επιχειρησιακές ΣΣΕ διαμορφώνονται με βάση τους συγκεκριμένους συσχετισμούς στο χώρο δουλειάς, τη συγκρότηση και τη συλλογικότητα των εργαζόμενων, τη σχέση μεταξύ σωματείου (του οποίου η ύπαρξη είναι προϋπόθεση για υπογραφή επιχειρησιακής ΣΣΕ) και εργαζόμενων, τη διάθεση και την αποφασιστικότητα της ηγεσίας του σωματείου και των ίδιων των εργαζόμενων. Όταν αυτά συμπίπτουν, όταν δηλαδή η ηγεσία του σωματείου έχει διάθεση διεκδίκησης και αντιπαράθεσης με την εργοδοσία και οι εργαζόμενοι (με την ενεργή στήριξη της ηγεσίας) έχουν μια μόνιμη συμμετοχή στη συζήτηση, τις αποφάσεις και τη δράση του σωματείου, τότε οι δυνατότητες πραγματικής σύγκρουσης και ακόμα και νίκης, δηλαδή βελτίωσης των όρων δουλειάς των εργαζόμενων, είναι υπαρκτές. Έχουν όμως και κάποια όρια. Τα ίδια όρια καθορίζουν και τη δυνατότητα των εργαζόμενων να ξεπεράσουν την ηγεσία του σωματείου όταν αυτή δεν θέλει ή δεν μπορεί να καθοδηγήσει τον αγώνα μέχρι την -όποια- νίκη.

Τα όρια των δυνατοτήτων προσδιορίζονται από το γενικότερο συσχετισμό στην κοινωνία και εκδηλώνονται με διάφορες μορφές: εργατική νομοθεσία, κρατική καταστολή (τόσο με την αστυνομία όσο και με εισαγγελείς και δικαστές), προπαγάνδα μέσω ΜΜΕ, δυνατότητα των εργαζόμενων να ζητήσουν και να βρουν αλληλεγγύη από άλλους εργαζόμενους, εμπλοκή των δευτεροβάθμιων οργάνων στην αντιπαράθεση κ.ά. Αυτός ο γενικότερος συσχετισμός, ο οποίος είναι στην πραγματικότητα πολιτικός, κάνει πιο καθαρά την εμφάνισή του στο ζήτημα των κλαδικών συμβάσεων και ακόμα πιο καθαρά στη γενική συλλογική σύμβαση εργασίας. Η σχέση αυτή, δηλαδή η σημασία των κλαδικών και της γενικής σύμβασης στη διαμόρφωση των επιχειρησιακών συμβάσεων ήταν ξεκάθαρη παλιότερα, οπότε από τη μία αποτελούσαν το κατώτατο όριο αμοιβών και από την άλλη λειτουργούσαν ως πρότυπο για το επίπεδο των αυξήσεων. Το γεγονός ότι ο συσχετισμός πλέον είναι τόσο συντριπτικά υπέρ του κεφαλαίου που τους έχει επιτρέψει να καταργήσουν την υποχρεωτική εφαρμογή των κλαδικών συμβάσεων έως και την πλήρη κατάργησή τους, δεν αναιρεί την πραγματικότητα της σχέσης μεταξύ του γενικού συσχετισμού και του συγκεκριμένου. Από την άλλη μεριά, όπως έχουμε εκτιμήσει, η συγκρότηση των εργαζόμενων στο πρωτοβάθμιο σωματείο, εκεί όπου η συμμετοχή στον αγώνα μπορεί να γίνει με μαζικούς όρους, να δείξει φίλους και εχθρούς, να αναπτύξει συλλογικότητα, αλληλεγγύη, εμπιστοσύνη στις δυνάμεις, μέχρι και να δώσει απτά αποτελέσματα (υπό όρους), με τη σειρά της επηρεάζει το γενικό συσχετισμό. Ταυτόχρονα, έχουμε ήδη την πεποίθηση ότι υπάρχει μια στενή διαλεκτική σχέση μεταξύ της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και της κομμουνιστικής κατεύθυνσης, η οποία αναπόφευκτα περνά από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και τη συμμετοχή σε αυτή όσων θέλουν να γίνουν φορείς αυτής της κομμουνιστικής κατεύθυνσης.

Ο αγώνας για συλλογικές συμβάσεις υπηρετεί συνολικότερα την υπόθεση του συλλογικού αγώνα και της συλλογικής διεκδίκησης. Με αυτήν την έννοια, κάθε συλλογική σύμβαση (είτε επιχειρησιακή είτε κλαδική) που επιτυγχάνεται μέσα από αγωνιστικές κινητοποιήσεις είναι μεγάλο κέρδος για την εργατική τάξη.

Σε αυτό το πλαίσιο παλεύουμε για:

- Νέα γενική ΣΣΕ με αυξήσεις στους μισθούς και τα μεροκάματα.

- Συλλογικές συμβάσεις σε κάθε κλάδο ή χώρο δουλειάς με υπερίσχυση της ευνοϊκότερης.

- Ανατροπή του καθεστώτος των ατομικών συμβάσεων.

- Κατάργηση του νέου πλαισίου καθορισμού του κατώτερου μισθού.

- Επανενεργοποίηση των μισθολογικών ωριμάνσεων (τριετιών, πολυετιών κ.ο.κ.) και των επιδομάτων.

Για το ζήτημα της οργάνωσης των εργαζόμενων

75. Το μέγεθος της υποχώρησης του εργατικού κινήματος, η επιθετικότητα του συστήματος και η έκταση των ανατροπών, σε συνδυασμό με τη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών και τον αρνητικό συσχετισμό στα συνδικάτα και τις ομοσπονδίες, έχει οδηγήσει κατά καιρούς -και σήμερα επίσης- σε αντιλήψεις που κήρυσσαν είτε το τέλος των σωματείων είτε την αποκήρυξη αυτών που ήδη υπάρχουν και την αναζήτηση-συγκρότηση νέων τα οποία θα υπηρετούσαν -υποτίθεται- την υπόθεση του κινήματος από καλύτερη θέση και με καλύτερους όρους.

Στον πυρήνα αυτών των αντιλήψεων κρύβεται η υποτίμηση του πραγματικού προβλήματος της αποσυγκρότησης του εργατικού κινήματος και μία συνολικότερη αμφισβήτηση της εργατικής τάξης ως φορέα και πρωτοπορίας της επαναστατικής ανατροπής.

Έγινε φανερό ότι η πρωτοβάθμια οργάνωση της εργατικής τάξης μέσα από τα σωματεία, κλαδικά ή επιχειρησιακά, τις επιτροπές κ.ά., εξακολουθεί να αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο για τη συσπείρωση, την ενεργοποίηση και τη συμμετοχή των εργαζομένων με έναν ουσιαστικό τρόπο στις διαδικασίες του κινήματος. Επιπλέον, η βαρύτητα και η απήχηση που εξακολουθούν να έχουν τα απεργιακά καλέσματα της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και η δυνατότητά τους να δημιουργούν πολιτικά γεγονότα όχι μόνο δεν έχουν αμφισβητηθεί από κανέναν, αλλά έχουν αναγκάσει ακόμη και το ΠΑΜΕ να κινείται πίσω τους. Αυτό αποδεικνύει και την ανάγκη που έχουν οι εργαζόμενοι να αισθάνονται ότι οι αγώνες τους εντάσσονται σ” ένα γενικότερο πλαίσιο διεκδίκησης με μαζικά και κεντρικά πολιτικά χαρακτηριστικά, το οποίο κανείς μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να το καλύψει.

Επανέρχεται λοιπόν ξανά και ξανά το ίδιο ζήτημα: αυτό που λείπει από το εργατικό κίνημα δεν είναι μία άλλη οργανωτική δομή, αλλά η πολιτική και ιδεολογική του συγκρότηση, η ενεργοποίηση των εργαζόμενων μαζών, η μαζική και ουσιαστική τους συμμετοχή στα σωματεία και τις διαδικασίες τους. Αυτό δεν θα γίνει μέσα από επικλήσεις αλλά μέσα από την καθημερινή επίμονη δουλειά, την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση, τη δημιουργία εστιών αντίστασης, τους αγώνες.

Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρέπει να υπερασπιστούμε και να προωθήσουμε κάθε μορφή οργάνωσης των εργαζόμενων που τους δίνει τη δυνατότητα, με την άμεση δική τους συμμετοχή, να συζητήσουν, να αποφασίσουν και να δράσουν. Έχοντας πάντα σαν βασική κατεύθυνση, ότι τα εργαλεία πάλης ανήκουν σε αυτούς που είναι τα υποκείμενα της πάλης αυτής και όχι σε κάποιους «ειδικούς».

Η μέχρι τα σήμερα «θεσμοθετημένη» συγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, στα τρία επίπεδα, αποτελεί ταυτόχρονα τόσο αγωνιστική παρακαταθήκη μίας προηγούμενης αγωνιστικής και μαχητικής περιόδου διεκδικήσεων, όσο και την «παρακαταθήκη» του σύγχρονου εργατοπατερισμού της ταξικής υποταγής και της ανάθεσης. Σε συνδυασμό με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, γίνεται φανερό, ότι θα σπάσουν ακόμη περισσότερο οι «συνεκτικοί κρίκοι» που ένωναν τους εργαζόμενους με την υπάρχουσα δομή του εργατικού συνδικαλισμού. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να «ανακαλύψουμε την Αμερική» για την οργάνωση του κόσμου της δουλειάς. Αυτό που θα ενώσει τον κόσμο για την πάλη είναι οι στόχοι -σε αυτούς πρέπει να δοθεί το κύριο βάρος- με όσες μορφές έχει κατακτήσει το εργατικό κίνημα στην σχεδόν δύο αιώνων πορεία του.

76. Σημαντικό και κρίσιμο ζήτημα είναι η πρωταρχική συγκρότηση, με μαζικούς όρους και άμεση συμμετοχή, στις μεγάλες επιχειρήσεις, στα εργοστάσια, στις υπηρεσίες.

Η βάση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, η ραχοκοκαλιά του, βρίσκεται στους χώρους της μεγάλης συγκέντρωσης εργαζομένων. Στους χώρους αυτούς, η ταξική αναμέτρηση καθορίζει σημαντικά την εξέλιξη τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και στους υπόλοιπους χώρους. Για αυτό τον λόγο και το σύστημα, σε όλες τις μορφές του, είτε σαν εργοδοσία είτε σαν αστικό κράτος, απλώνει ένα τεράστιο δίχτυ «προστασίας» σε αυτούς τους χώρους, είτε με την ωμή τρομοκρατία, είτε με την εξαγορά, είτε με την προώθηση των «πρόθυμων» υποταγμένων εργατοπατέρων.

Για όλους τους εργασιακούς χώρους και κλάδους, η πρωτοβάθμια συγκρότηση, σε οποιαδήποτε μορφή μπορεί να επιτευχθεί, από την επιτροπή δράσης μέχρι την συγκρότηση σωματείου, οφείλει να αποτελεί την κύρια πλευρά της παρέμβασης των ταξικών αγωνιστών του κινήματος. Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί το να κατακτηθεί πραγματικά ο οριζόντιος συντονισμός όλων των μορφών συγκρότησης του εργατικού κινήματος, είτε σε κλαδικό είτε σε τοπικό επίπεδο, για να ενισχύσει τις δυνατότητες πάλης και διεκδίκησης μέσα από την συγκέντρωση δυνάμεων και την ανάπτυξη της αγωνιστικής αλληλεγγύης. Ιδιαίτερο και κομβικό ζήτημα αποτελεί η οργάνωση των ανέργων, είτε κλαδικά είτε τοπικά. Η οργάνωση και η πάλη των ανέργων θα αποτελέσει σημαντικό στήριγμα πρώτα από όλα για τους ίδιους αλλά και για όλο το εργατικό κίνημα, οπότε οφείλει να στηριχτεί και από αυτό.

Όλα τα παραπάνω δεν αντιμετωπίζουν σαν άμεσο ζήτημα τα άλλα δύο επίπεδα της συνδικαλιστικής οργάνωσης, δευτεροβάθμιο-τριτοβάθμιο, όχι γιατί δεν αποτελούν κρίσιμα ζητήματα για την οργάνωση και την ενιαία δράση των εργαζόμενων, αλλά γιατί αποτελούν ζήτημα μίας συνολικής μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών στα πλαίσια του κινήματος. Αυτοί οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν ξεπερνιούνται με «σχέδια επί χάρτου» και οπορτουνισμούς κάθε είδους αλλά με συνεπή και συστηματική παρέμβαση στους μαζικούς χώρους.

77. Δεν υποτιμάμε καθόλου την απαξίωση του συνδικαλισμού στα μάτια των μαζών ως αποτέλεσμα της δράσης των εργατοπατέρων και των τεράστιων ευθυνών του ρεφορμισμού. Απαξίωση την οποία σκόπιμα και με επιμονή τροφοδοτούν και οι δυνάμεις του συστήματος μέσα από τα ΜΜΕ, αξιοποιώντας όλο το πλαίσιο εξάρτησης του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού από το αστικό κράτος και τα φαινόμενα διαφθοράς που γέννησε αυτό το πλαίσιο. Αυτή η απαξίωση εντάθηκε ακόμη περισσότερο από τη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών στη διάρκεια των αγώνων του τελευταίου τρίχρονου, όπου, αντί να οργανώσουν τις αντιστάσεις των εργαζομένων (και όταν δεν τις υπονόμευαν), αυτό που κυρίως τους απασχολούσε ήταν η διάσωσή τους ως στρώμα, η προσαρμογή του ρόλου τους στα νέα δεδομένα, το καλύτερο πλασάρισμα στο αστικό πολιτικό σκηνικό. Είναι χαρακτηριστική η εμπλοκή της ΓΣΕΕ ως εργοδότη στα χρηματοδοτικά προγράμματα της ΕΕ.

Ωστόσο, αυτή η απαξίωση δεν μπορεί να παλευτεί παρά μέσα από την εμπλοκή εργαζομένων στην υπόθεση του κινήματος, από την ανάδειξη των πραγματικών στόχων της αντίστασης και της διεκδίκησης που πρέπει να έχει το εργατικό κίνημα, από το σαφή διαχωρισμό με την πολιτική και την πρακτική των εργατοπατέρων, αλλά πάντα με στόχο την υπεράσπιση της οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης και όχι τον αναχωρητισμό.

78. Αναφερθήκαμε προηγουμένως στο ζήτημα του οριζόντιου συντονισμού στα πλαίσια του εργατικού κινήματος. Είναι ένα στοιχείο πολύ σημαντικό, κρίσιμο, και θα μας απασχολεί όλο και περισσότερο στο ξεδίπλωμα των αγώνων της εργατικής τάξης και όλων των εργαζόμενων είτε στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα.

Λέγοντας συντονισμό, λοιπόν, εννοούμε τη συνεννόηση, συμπόρευση, κοινή δράση, μορφών οργάνωσης του εργατικού κινήματος (σωματεία, επιτροπές κ.λπ.) με στόχο την ανάδειξη ενός ζητήματος, την οργάνωση ενός αγώνα κ.λπ. Ουσιαστικά, στόχος ενός τέτοιου συντονισμού είναι να δημιουργήσει καλύτερους όρους για το ξεδίπλωμα ενός αγώνα. Αντικειμενικά, η ανάδειξη της ανάγκης συντονισμού αποτελεί μία πρώτη απάντηση στην απραξία ή και εχθρική στάση των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών συγκροτήσεων. Σε μια ιδανική κατάσταση, αυτόν το ρόλο θα μπορούσαν να τον αναλάβουν οι ομοσπονδίες ή τα εργατικά κέντρα. Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση πολύ απέχει από το ιδανικό και γι’ αυτό η αναζήτηση της μεγαλύτερης δυνατής συγκέντρωσης δυνάμεων αποτελεί ζητούμενο.

Ο συντονισμός είναι μια διαδικασία που, πρώτα απ’ όλα, εμπλέκει τη βάση των σωματείων και υπηρετεί αναγκαιότητες που έχουν προκύψει από την ίδια της την κίνηση. Δεν αφορά συμφωνίες κορυφής των συνδικαλιστικών ηγεσιών, δεν μπορεί να γίνει σε κενό αγώνων. Δεν μπορεί να γίνει με όρους συνεργασίας πολιτικών οργανώσεων ή με όρους συγκρότησης παράταξης. Με αυτήν την έννοια, ούτε το ΠΑΜΕ ούτε κακέκτυπά του, όπως ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων, κινούνται στη βάση του οριζόντιου συντονισμού.

Ο πραγματικός συντονισμός μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά δεδομένα για το εργατικό κίνημα. Γι’ αυτό και είναι επικίνδυνος. Ήταν αυτό που αναδείχτηκε ως ανάγκη, δυνατότητα και μαζική διάθεση στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς στην απεργία του Μετρό. Γι’ αυτό και αντιπαλεύτηκε με νύχια και με δόντια από τις κυβερνητικές (και όχι μόνο) συνδικαλιστικές παρατάξεις. Είναι αυτό που αναδεικνύεται ως ανάγκη στους χώρους του Δημοσίου εναντίον των χιλιάδων απολύσεων όπου οι συνδικαλιστικές ηγεσίες λειτουργούν σαν να μην τρέχει τίποτα. Είναι αυτό που αναδεικνύεται στους χώρους της υγείας και της παιδείας με τα κλεισίματα, τις συγχωνεύσεις. Και είναι αυτό που αναδεικνύεται μπροστά στην έξαρση των συνδικαλιστικών διώξεων και της ποινικοποίησης των αγώνων και της συνδικαλιστικής δράσης.

79.  Μέσα από μια τέτοια διαδικασία μπορούμε να δούμε και το ξεπέρασμα των ορίων του σημερινού συνδικαλισμού, όπως αναδείχτηκαν από τη σφοδρότητα της επίθεσης και τα νέα δεδομένα που αυτή έχει θέσει. Όρια τα οποία ταυτίζονται με τα όρια που θέτει η αστική νομιμότητα.

Το ζήσαμε χαρακτηριστικά με τις επιστρατεύσεις απεργών και τη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών οι οποίες υποτάχτηκαν χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Το ζούμε με την επίκληση του νόμου 1264/82 για τον αποκλεισμό σωματείων που βάζουν μια άλλη λογική (συμμετοχή στα σωματεία συμβασιούχων, εργαζόμενων με μπλοκάκι κ.λπ.).

Το ζήτημα είναι ότι τα όρια που θέτει η αστική νομιμότητα είναι όλο και πιο στενά. Η φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής, όπως ήταν φυσικό, άγγιξε και τη συνδικαλιστική δράση και θα το κάνει με μεγαλύτερη συχνότητα και πιο προκλητικά. Πλέον, δεν γίνονται ανεκτές ούτε καν οι «θεαματικές ενέργειες». Και ο όποιος «διάλογος» έχει -πριν καν αρχίσει- ως όριό του τις απαιτήσεις της «δημοσιονομικής προσαρμογής».

Η κυβέρνηση Σαμαρά προετοιμάζει γενική επίθεση στην συνδικαλιστική συγκρότηση της εργατικής τάξης και όλων των εργαζόμενων με νέο αντισυνδικαλιστικό νόμο που θα αντικαταστήσει τον 1264/82. Στόχος το οριστικό κτύπημα των εργατών στην οργάνωση, τον αγώνα, την διεκδίκηση. Ο καθορισμός «νόμιμης» λήψης απόφασης για απεργία από το 50% συν ένα των μελών του σωματείου. Το «δικαίωμα» στην επιχείρηση να κηρύσσει λοκάουτ (ανταπεργία). Η αλλαγή του τρόπου της χρηματοδότησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων και η αλλαγή του καθεστώτος των συνδικαλιστικών αδειών, αποτελούν τα βασικά στοιχεία αυτού που έρχεται. Η κυβέρνηση, το κεφάλαιο και οι ιμπεριαλιστές της τρόϊκας από την μία θέλουν να βάλουν ταφόπλακα σε κάθε προσπάθεια αγωνιστικής συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης που να υπηρετεί τα ταξικά συμφέροντα των εργαζόμενων και από την άλλη να ορίσουν τον τρόπο λειτουργίας του «επίσημου» συνδικαλισμού των εργοδοτικών και κυβερνητικών εργατοπατέρων. Μετά από μία ολόκληρη περίοδο καταδικαστικών αποφάσεων από τα δικαστήρια εναντίον απεργιών, μετά τις επιστρατεύσεις απεργών, την ενίσχυση των μηχανισμών απεργοσπασίας και την ωμή βία των μηχανισμών καταστολής, ο νέος νόμος θα επιχειρήσει και αυτός να βάλει «τέλος στην ταξική πάλη» μέσα και έξω από τους χώρους δουλειάς και σε όλους τους κλάδους.

Η προώθηση του νέου απεργοκτόνου νόμου αποτελεί συνέπεια της γενικότερης υποχώρησης του εργατικού – λαϊκού κινήματος απέναντι στην επίθεση, δίνοντας έτσι την δυνατότητα στην κυβέρνηση και συνολικά στις δυνάμεις του συστήματος να γκρεμίσουν όσα δικαιώματα και καταχτήσεις έχουν απομείνει. Η ανεργία, η εκτεταμένη φτώχεια και εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης και του λαού, αποτελούν εκβιαστικούς παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην αγωνιστική αφύπνιση του εργατικού – λαϊκού παράγοντα. Καθοριστικό όμως ρόλο, για την οπισθοχώρηση του κινήματος παίζει ο υποκειμενικός πολιτικός παράγοντας και η πολιτική κατεύθυνση είτε της «κυβερνώσας αριστεράς» του ΣΥΡΙΖΑ, είτε ο αναχωρητισμός του ΚΚΕ. Η ρεφορμιστική αριστερά και από κοντά τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αντί να «βάλουν πλάτη» για την αγωνιστική ανάταξη του κινήματος και το ξεπέρασμα της ηττοπάθειας και της απογοήτευσης, που φέρνει κάθε νέο γκρέμισμα δικαιωμάτων και καταχτήσεων, σπέρνουν νέες αυταπάτες, υψώνουν διαχωρισμούς και γενικότερα κάνουν ότι μπορούν για να διευκολύνουν την κυβέρνηση και τις δυνάμεις του συστήματος στην επίθεσή τους στον εργαζόμενο λαό.

Η παρατεταμένη οπισθοχώρηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος από το 2012 (εκλογές) έως τα σήμερα και το πέρασμα κάθε νέου αντεργατικού – αντιλαϊκού μέτρου και νόμου από την μεριά της κυβέρνησης, χωρίς τις αντιστάσεις και τις κινητοποιήσεις της προηγούμενης περιόδου, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα αλαζονείας σε Σαμαρά-Βενιζέλο σε σημείο που να πανηγυρίζουν για το «τέλος της τελευταίας σοβιετικής χώρας του κόσμου».

80. Μπαίνουμε σε μια φάση σκληρών ταξικών αναμετρήσεων. Η σύγκρουση με τις δυνάμεις του κεφάλαιου είναι πλέον μονόδρομος. Και δεν μπορεί να γίνει με τους όρους και τις «κανονικότητες» του παρελθόντος. Δεν μπορεί να γίνει δια αντιπροσώπων. Δεν μπορεί να γίνει αν δεν αλλάξει ριζικά η σημερινή κατάσταση στο εργατικό κίνημα.

Δεν μπορεί να γίνει με συνδικαλιστικές ηγεσίες οι οποίες όλα τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσαν το μακρύ χέρι της εκάστοτε κυβέρνησης, έστρωναν το δρόμο γι’ αυτό που ζούμε σήμερα, κρατούσαν τους εργαζόμενους στο περιθώριο προάγοντας αταξικές θεωρίες και αναπαράγοντας την αστική επιχειρηματολογία περί «διαλόγου», «κοινωνικών εταίρων», «υπευθυνότητας». Ηγεσίες οι οποίες έμαθαν τον εργατόκοσμο να «τα ακουμπάει» στη μια ή στην άλλη κυβερνητική ηγεσία, οι οποίες μετέτρεψαν τα σωματεία (και ιδιαίτερα των ΔΕΚΟ και του Δημοσίου) σε κομματικά παραμάγαζα, σε χώρους βολέματος και «τακτοποίησης» των δικών τους ανθρώπων.

Δεν μπορεί να γίνει με σωματεία τα οποία δεν συγκροτούνται στη βάση της αναγκαιότητας του ταξικού αγώνα και της διεκδίκησης, αλλά στη βάση της συνδιαλλαγής με το αστικό σύστημα και τους εκπροσώπους του. Που αναφορά τους δεν είναι η υπηρέτηση των εργατικών αντιστάσεων, αλλά το τάδε ή το δείνα βουλευτικό γραφείο. Που, σε μια ανοιχτά συντεχνιακή και μικροπολιτική βάση, καλλιεργούσαν και συνεχίζουν να καλλιεργούν αυταπάτες για την «ιδιαιτερότητα» του κάθε κλάδου, για τις δυνατότητες «εξαίρεσης» από το τάδε ή το δείνα μέτρο.

Δεν μπορεί να γίνει με μια Αριστερά κρατικοδίαιτη, υποταγμένη στην αστική νομιμότητα, μαθημένη να αρκείται σε μικροβελτιώσεις και μικροπαραχωρήσεις που είχε τη δυνατότητα να κάνει το σύστημα, αφοπλίζοντας ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά την εργατική τάξη. Μια Αριστερά η οποία αδυνατούσε -με βάση τις ίδιες της τις καταβολές, ιδεολογικές και πολιτικές- να χαράξει μια άλλη γραμμή για το κίνημα, πραγματικά επαναστατική. Η οποία αποσιωπούσε την ήττα και την υποχώρηση (για τις οποίες ήταν συνυπεύθυνη), λοιδορούσε τη γραμμή της αντίστασης (χαρακτηρίζοντάς την «λίγη» και «αμυντική») και κήρυσσε την «αντεπίθεση» σε μια περίοδο που το εργατικό-λαϊκό κίνημα δεχόταν το ένα χτύπημα μετά το άλλο, χωρίς να μπορεί να υπερασπιστεί ούτε τα στοιχειώδη. Μια Αριστερά η οποία δεν δίσταζε να ψέγει το λαό και τους εργαζόμενους για τις δικές της αποτυχίες, να τους φορτώνει τις δικές της ευθύνες.

Δεν μπορεί να γίνει με μια Αριστερά που εξακολουθεί να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, να βαφτίζει τις ήττες «νίκες», να προσπαθεί να ξορκίσει την ηττοπάθεια αντί να προσπαθεί να την αντιμετωπίσει, να θεωρεί ότι η αγωνιστική ανάταση θα γίνει στη βάση επικοινωνιακών τακτικών και «κόλπων» και όχι στη βάση του ιδεολογικού και πολιτικού ανεβάσματος των εργαζομένων, της πλατιάς εμπλοκής και συμμετοχής όλων των εργαζομένων, κόντρα στη διαχείριση και τη συνδιαλλαγή. Γι’ αυτό και οι λογικές «ταχύρρυθμης ανάπτυξης» ευδοκιμούν ακόμη και σήμερα. Γι’ αυτό και περισσεύουν οι «επαναστατικοί», «ταξικοί» βερμπαλισμοί.

Σε αυτή τη δύσκολη και απαιτητική συγκυρία η εργατική τάξη χρειάζεται κάθε δυνατή στήριξη. Να κερδίσει τη χαμένη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της και στη δύναμη του αγώνα. Να οργανώσει την πάλη της με τον καλύτερο τρόπο. Να αποτινάξει τη μοιρολατρία και το φόβο. Να τελειώνει με τις αυταπάτες και τους στρουθοκαμηλισμούς. Να συμμετέχει με τους όρους και τη θέση που πραγματικά της αντιστοιχούν στη συγκρότηση του Μετώπου Αντίστασης και Διεκδίκησης

Στόχος της δικής μας οργάνωσης πρέπει να είναι η συμβολή σε αυτήν την κατεύθυνση. Η συμβολή με κάθε τρόπο στους μικρούς και μεγάλους αγώνες. Με όσο το δυνατόν καλύτερους και μαζικότερους όρους. Από καλύτερες θέσεις και με πιο επεξεργασμένη γραμμή και στόχους. Με συντονισμένες και καθοδηγημένες προσπάθειες πανελλαδικά.

Κοινωνική ασφάλιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση

81. Η κυβέρνηση συνεχίζοντας την ολομέτωπη επίθεση απέναντι στα δικαιώματα των εργαζόμενων και της νεολαίας προχωράει σε νέα «μεταρρύθμιση» στο ασφαλιστικό γκρεμίζοντας ότι έχει απομείνει από τις προηγούμενες αντι-ασφαλιστικές επιδρομές. Με την απόσυρση του αστικού κράτους από την λεγόμενη τριμερή χρηματοδότηση και με «εγγύηση» στο ποσό των 360 ευρώ καταργώντας έτσι κάθε κοινωνικό χαρακτήρα που είχε κατακτηθεί στην ασφάλιση των εργαζόμενων τόσο για την υγειονομική περίθαλψη όσο και για την συνταξιοδότηση. Ο πλήρης ανταποδοτικός χαρακτήρας της ασφάλισης όσων έχουν δουλειά αποτελούσε μακροχρόνιο στόχο του συστήματος και των αστικών κυβερνήσεών του και σήμερα θεωρεί ότι έχει την δυνατότητα να το πετύχει, εκμεταλλευόμενη την συγκυρία και την αποσυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί συνέχεια και κλιμάκωση της επίθεσης τόσο στην περίθαλψη όσο και στην εκπαίδευση με στόχο την απόσυρση του αστικού κράτους από κάθε κοινωνικό τομέα που απαιτεί δαπάνες υψώνοντας έτσι ακόμα μεγαλύτερους ταξικούς φραγμούς στην πρόσβαση του λαού. Η αντιλαϊκή αυτή επίθεση έχει δύο βασικούς στόχους. Πρώτα πολιτικό, γκρεμίζοντας κάθε δικαίωμα του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Να σταματήσει να θεωρείται υποχρέωση του αστικού κράτους και των κυβερνήσεων η εξασφάλιση περίθαλψης, σύνταξης, εκπαίδευσης στον λαό και τη νεολαία σαν αναφαίρετο δικαίωμα αλλά να αποτελεί ατομική υπόθεση και βάρος του κάθε εργαζόμενου και νεολαίου. Να διαγραφεί μία για πάντα από την συλλογική συνείδηση ότι στην καπιταλιστική κοινωνία και ιδιαίτερα σε μία χώρα κάτω από ιμπεριαλιστική εξάρτηση υπάρχει χώρος για δικαιώματα και καταχτήσεις σταθερά και μόνιμα. Δεύτερον, ο οικονομικός στόχος της επίθεσης έχει δύο πλευρές. Η μία αποτελεί την «δημοσιονομική προσαρμογή» και τα «μηδενικά ελλείμματα» του αστικού κράτους και των κυβερνήσεων από κοινωνικές υπηρεσίες με σκοπό την αποπληρωμή του χρέους στους ιμπεριαλιστές δανειστές ενώ από την άλλη η επέλαση του κεφαλαίου στους τομείς αυτούς μπορεί να του δώσει νέες ευκαιρίες κερδοφορίας.

Για την επέλαση των ιδιωτικοποιήσεων και την πρόσβαση του λαού στα κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες

82. Η ψήφιση του νόμου για την πώληση της «μικρής ΔΕΗ» και η μόνιμη στόχευση για την πώληση της εκμετάλλευσης της παροχής νερού αποτελούν ένα επί πλέον στοιχείο της αντιλαϊκής επέλασης σε όλα τα κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες που έχει ανάγκη η εργατική-λαϊκή οικογένεια για μία ανθρώπινη και αξιοπρεπή διαβίωση.

Στο έδαφος του καπιταλισμού η υπόθεση της πρόσβασης σε όλα τα κοινωνικά αγαθά χωρίς φραγμούς δεν είναι αυτονόητο δικαίωμα αλλά ζήτημα σύγκρουσης και διεκδίκησης. Η διεκδίκηση της χωρίς όρους πρόσβασης σε αυτά, αναδεικνύει την αντίληψη της εργατικής-κομμουνιστικής κατεύθυνσης για το καθολικό και μόνιμο δικαίωμα των παραγωγών του κοινωνικού πλούτου όσο και των αυτών των κοινωνικών αγαθών και αποτελεί ένα σημαντικό προγραμματικό στοιχείο της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η διεκδίκηση της χωρίς όρους πρόσβασης σήμερα δεν έχει αυταπάτες για τους ταξικούς φραγμούς, που συνεχώς θα βάζει το σύστημα απέναντι στην εργατική τάξη και τον λαό, σε κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες, τα οποία είτε τα εμπορευματοποιεί ή τα στερεί από τον λαό για να τον υποτάσσει καλύτερα και πιο εύκολα. Η χωρίς όρους πρόσβαση είναι απαγορευμένη στον καπιταλισμό ακόμα και στις «καλές» του περιόδους, πολύ περισσότερο σε περιόδους βαθιάς οικονομικής του κρίσης. Επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει η ειδική μεταχείριση που έχει το σύστημα σε κάθε κοινωνικό αγαθό ξεχωριστά. Η μεταχείριση αυτή συναρτάται τόσο με τον χαρακτήρα του αγαθού, όσο και των ευρύτερων στόχων του συστήματος. Ιδιαίτερα σήμερα στην χώρα μας, που βρισκόμαστε σε περίοδο γενικού ξεπουλήματος – ιδιωτικοποιήσεων και μεταφοράς πραγματικών αξιών από τον λαό στο κεφάλαιο και από την χώρα στους ιμπεριαλιστές δανειστές.

83. Ένα επί πλέον ζήτημα της διεκδίκησης της χωρίς όρους πρόσβασης, αποτελεί και ο χαρακτήρας του φορέα της παροχής του κοινωνικού αγαθού και της υπηρεσίας. Αποτελεί θέμα που δημιουργεί προβλήματα στο πλαίσιο του κινήματος καθώς αποτελεί πεδίο πάνω στο οποίο αναπτύσσονται όλες οι αυταπάτες για τον χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος και του αστικού κράτους που το υπηρετεί. Ποτέ και πουθενά η πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά στον καπιταλισμό δεν γίνεται χωρίς αντάλλαγμα. Έτσι, πάντα, η πρόσβαση ήταν συνάρτηση με το εισόδημα που μπορούσαν να αποσπάσουν οι εργαζόμενοι με την πάλη τους. Και είναι γεγονός ότι όσο υποχωρεί η μάχη για το μεροκάματο και τον μισθό, όσο το κεφάλαιο μπορεί να επιβάλλει χωρίς αντίσταση τους όρους του στους χώρους δουλειάς, η πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά γίνεται δύσκολη. Πολύ περισσότερο όταν είμαστε σε μία περίοδο ολομέτωπης επίθεσης του συστήματος, όπου η στέρηση των κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών δεν έχει μόνο οικονομικό χαρακτήρα αλλά αποτελεί μέτρο πλήρους ταξικής επιβολής.

Όταν διεκδικούμε την δωρεάν πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά δεν έχουμε την αυταπάτη ότι σαν εργαζόμενοι μπορούμε να έχουμε κάτι χωρίς αντάλλαγμα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Γνωρίζουμε όμως επίσης πολύ καλά ότι για τα πάντα που μας παρέχονται έχουμε πληρώσει με την δουλειά μας, την κλεμμένη υπεραξία, τις ασφαλιστικές εισφορές, με την άμεση και έμμεση φορολογία. Διεκδικούμε την δωρεάν πρόσβαση γιατί την έχουμε ήδη πληρώσει. Σημαντικό επίσης στοιχείο της διεκδίκησης αποτελεί η καθολική, χωρίς όρους και προϋποθέσεις δυνατότητα όλου του εργαζόμενου λαού να έχει πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά σαν στοιχειώδες δικαίωμα της ανθρώπινης υπόστασης. Η απόσπαση δικαιωμάτων από το σύστημα για την εργατική τάξη και τον λαό διαμορφώνει καλύτερους όρους για την συνολική πάλη τους ενάντιά του.

Το ΚΚΕ(μ-λ) έχει ξεκάθαρο ότι δεν παλεύει για έναν κρατικό καπιταλισμό όπου έχει στην κατοχή του και εκμεταλλεύεται όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες, αλλά για την ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της εξάρτησης. Δεν έχουμε καμία αυταπάτη για τον χαρακτήρα του αστικού κράτους σαν «συλλογικού» καπιταλιστή, που διαχειρίζεται τα ζητήματα με άξονα το συνολικό ταξικό συμφέρον του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Συνεχίζουμε με επιμονή να αντιτασσόμαστε στην ρεβιζιονιστική-ρεφορμιστική πολιτική κατεύθυνση ότι τάχα αποτελεί θετική ή και προοδευτική εξέλιξη η πλήρης ανάληψη όλων των παρεχόμενων κοινωνικών αγαθών, η παραγωγή και το εμπόριο από το αστικό κράτος. Από την άλλη πλευρά κάθε διεύρυνση της πρόσβασης, κάθε πτώση των ταξικών φραγμών, έχει συνδεθεί με την ανάληψη ευθύνης παροχής του από το αστικό κράτος (δημόσιο) και τις αστικές κυβερνήσεις.

Η κυβέρνηση Σαμαρά κάτω από τις επιταγές των ιμπεριαλιστών προχωρά με γοργούς ρυθμούς, στο ξεπούλημα-ιδωτικοποίηση της ΔΕΗ, του νερού, λιμανιών, δρόμων, αεροδρομίων, ανοικτών χώρων. Είμαστε ενάντιοι σε αυτή την πολιτική γιατί σημαίνει πρώτα από όλα χιλιάδες απολύσεις εργαζόμενων, χειροτέρευση των αμοιβών και των συνθηκών δουλειάς τους, προς χάριν της περιβόητης ανταγωνιστικότητας. Ταυτόχρονα σημαίνει περισσότερους ταξικού φραγμούς στην πρόσβαση για το σύνολο των εργαζόμενων μέσα από τις συνεχείς αυξήσεις των τιμών τους. Ενώ το πέρασμα είτε ολόκληρων είτε κομματιαστά μίας σειράς επιχειρήσεων στον απόλυτο έλεγχο του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου μέσω του ξεπουλήματος, θα στερήσει από σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους που μπορεί να θέσει στον έλεγχό του ο εργαζόμενος λαός όταν καταφέρει να πάρει την εξουσία.

84. Παλεύουμε ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τα ξεπουλήματα στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο. Γιατί οδηγούν σε χειροτέρευση των όρων δουλειάς για τους εργαζόμενους σε αυτές και ευρύτερα, αλλά και γιατί δυσκολεύουν τους όρους μαζικής, συλλογικής διεκδίκησης. Γιατί δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την πρόσβαση του λαού σε κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες. Παλεύουμε για το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, για την χωρίς όρους και προϋποθέσεις πρόσβαση όλου του λαού στην κοινωνική ασφάλιση, την περίθαλψη, την εκπαίδευση και σε κάθε κοινωνικό αγαθό και υπηρεσία που σχετίζεται με την ανθρώπινη διαβίωση. Δεν έχουμε αυταπάτες ότι στο πλαίσιο αυτού του συστήματος θα σταματήσει κάθε αγαθό και υπηρεσία να έχει την ταξική σφραγίδα της τάξης που κυριαρχεί στα μέσα παραγωγής και έχει το κράτος στα χέρια της. Δεν θα σταματήσουν τα ναυπηγεία, η ΔΕΗ, η ΕΥΔΑΠ να είναι καπιταλιστικές επιχειρήσεις εάν τις έχει στα χέρια του το αστικό κράτος.

Πολύ περισσότερο είμαστε ενάντιοι στις λογικές του δήθεν «εργατικού ελέγχου» αυτών των επιχειρήσεων, που σπρώχνει, όπως έχει αποδειχθεί, στην συνδιαχείριση-συνδιοίκηση και οδηγεί στην υποταγή των εργαζόμενων. Η εργατική τάξη και ο λαός δεν έχουν κανένα συμφέρον να μοιραστούν την εξουσία με το κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Τα αν και κατά πόσο στην ανάπτυξη του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος δημιουργηθούν συνθήκες «δυαδικής εξουσίας» έχουμε σίγουρο και ξεκάθαρο ότι αυτό θα είναι προσωρινό, οι «εξουσίες» αυτές θα είναι αντίπαλες και όχι μόνο δεν θα συνδιαχειρίζονται τις τύχες της χώρας αλλά θα κινούνται σε εντελώς αντίθετες και ανταγωνιστικές κατευθύνσεις.

Για την εργατική-λαϊκή αλληλεγγύη

85. Η εκτεταμένη φτώχεια και εξαθλίωση που κυριαρχεί σε μεγάλα τμήματα του εργαζόμενου λαού είναι αποτέλεσμα της ολομέτωπης επίθεσης των δυνάμεων του συστήματος μέσα και έξω από την χώρα. Αποτελεί κατάσταση που διαμορφώθηκε από τους δυσμενείς ταξικούς συσχετισμούς που συνεχίζουν να κυριαρχούν σε βάρος των καταχτήσεων και των δικαιωμάτων της μεγάλης εργαζόμενης πλειοψηφίας. Η αντιμετώπιση του φαινομένου αποτελεί κατ’ εξοχήν ζήτημα πολιτικής πάλης και διεκδίκησης, για να μπορέσει ο λαός να «σταθεί στα πόδια του» από κάθε άποψη. Με αγωνιστικό πολιτικό προσανατολισμό και συλλογική οργάνωση θα δοθεί η μάχη ενάντια στην φτώχεια και την εξαθλίωση. Καμία «δομή κοινωνικής αλληλεγγύης» από αυτές που φτιάχνει ο ΣΥΡΙΖΑ ή άλλοι, κανένα «εναλλακτικό νόμισμα» ή «αγορά χωρίς μεσάζοντες» δεν μπορεί να προσφέρει πραγματική ανακούφιση και πρόσβαση σε βασικά και αναγκαία κοινωνικά αγαθά, όπως η περίθαλψη, η ιατροφαρμακευτική κάλυψη, το ρεύμα, το νερό, η τροφή.

Εάν χαθεί η κρίσιμη μάχη των δικαιωμάτων και των καταχτήσεων στο πεδίο της ταξικής σύγκρουσης όλα τα παραπάνω δεν θα αποτελούν τίποτα άλλο παρά την «φροντίδα» των χορτασμένων στους εξαθλιωμένους.

Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να οικοδομήσουμε την αγωνιστική εργατική-λαϊκή αλληλεγγύη για την ενίσχυση της πάλης του λαού απέναντι στους δυνάστες του. Η συλλογή τροφίμων και φαρμάκων αλλά και κάθε άλλη μορφή αλληλεγγύης μπορούν να αποτελέσουν ενισχυτικούς παράγοντες και έχουν μεγάλη σημασία στο πλαίσιο των αγώνων αντίστασης και διεκδίκησης, των εργαζόμενων και της νεολαίας. Μπορούν να αποτελέσουν πραγματική ενίσχυση του αγώνα και να καθορίσουν και την νίκη, είτε σε επί μέρους είτε σε πιο συνολικούς αγώνες. Μπορούν να οικοδομήσουν και να ενισχύσουν κοινωνικές συμμαχίες στα πλαίσια του εργατικού-λαϊκού παράγοντα, να ανεβάσουν το επίπεδο της πολιτικής συνειδητότητας και συγκρότησης.

Οφείλουμε να πρωτοστατήσουμε στην δημιουργία απεργιακών ταμείων των σωματείων και των συλλόγων, στην δημιουργία πλατιών και μαζικών επιτροπών αλληλεγγύης, δίπλα από κάθε αγωνιστική κινητοποίηση εργαζόμενων για την στήριξη της πάλης τους. Να έχουμε μόνιμο πολιτικό προσανατολισμό την διεκδίκηση από την κεντρική εξουσία και την κυβέρνηση της κάλυψης των αναγκών του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας.

Να αρνηθούμε την λογική ενός λαού υποταγμένου που απλώνει το χέρι του για ελεημοσύνη, είτε από «φιλάνθρωπους», είτε από την εκκλησία, είτε από «συμπονούντες» είτε από διάφορες «δομές».

Σφιγμένη γροθιά, κανένα χέρι απλωμένο.

Για το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης και πάλης του λαού

86. Για την οργάνωσή μας αποτελεί κεντρικό πολιτικό ζήτημα και άμεσο καθήκον η προώθηση της οργάνωσης του λαού με στόχο να παλέψει ενάντια στην επίθεση των δυνάμεων του συστήματος και ακόμη παραπέρα να αναπτύξει αγώνες διεκδίκησης ενάντιά του. Πολύ περισσότερο αποτελεί κεντρική μας κατεύθυνση η οικοδόμηση των πολιτικών και οργανωτικών όρων για την συγκρότηση ενός εργατικού-λαϊκού κινήματος που θα διατάξει τις δυνάμεις του σε συνολική αντιπαράθεση και σύγκρουση με την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη, τον ιμπεριαλισμό και το πολιτικό τους προσωπικό, στην κατεύθυνση της ανατροπής του συστήματος της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, για μια ανεξάρτητη Ελλάδα με την εργατική τάξη και τον λαό αφέντες στον τόπου τους.

Η μακροχρόνια κυριαρχία των ρεβιζιονιστικών-ρεφορμιστικών δυνάμεων στα πλαίσια του εργατικού-λαϊκού κινήματος, αποτέλεσε στην ουσία κυριαρχία της αστικής τάξης στο κίνημα και τον εμποτισμό του σε πολύ μεγάλο βάθος με τις «αξίες» του συμφιλιωτισμού και της υποταγής στον ταξικό αντίπαλο που έφεραν σαν αποτέλεσμα την πολιτική και οργανωτική αποσυγκρότηση του κινήματος.

Οι νίκες των δυνάμεων του συστήματος τόσο σε διεθνές όσο και σε τοπικό επίπεδο οφείλονται καθοριστικά στην αποσάθρωση και απομαζικοποίηση όλων των επιπέδων συγκρότησης του εργατικού-λαϊκού κινήματος, παρά τις εκρήξεις, τις εστίες αντίστασης και τα αγωνιστικά σκιρτήματα.

87. Από την άποψη αυτή μπορούμε να καθορίσουμε την περίοδο στην οποία βρισκόμαστε, σαν περίοδο πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής ανασυγκρότησης του εργατικού-λαϊκού κινήματος στα επίπεδα που απαιτεί η σύγκρουση με τις δυνάμεις του συστήματος, στην εποχή μας.

H κίνηση των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την οργάνωσή τους. Αυτή η οργάνωση για είναι δυνατή και μαζική οφείλει να είναι σε άμεση σχέση με το επίπεδο συνειδητότητας και συμφωνίας αυτών που συμμετέχουν. Και κυρίως να είναι στα χέρια αυτών που παλεύουν. Να έχουν τον έλεγχο, να αποφασίζουν οι ίδιοι για όλα τα ζητήματα που τους αφορούν. Σε κάθε επίπεδο πολιτικής συμφωνίας και στόχευσης αντιστοιχεί και ένα ανάλογο επίπεδο οργάνωσης του λαού.

Η πλούσια σε αγώνες και θυσίες πορεία του εργατικού, επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος, τόσο διεθνώς όσο και στην χώρα μας έχει αναδείξει μια μεγάλη εμπειρία τόσο ως προς τον χαρακτήρα όσο και ως προς την μορφή της εργατικής-λαϊκής οργάνωσης για την πάλη. Τα σωματεία, τους συλλόγους, τις πολιτικοσυνδικαλιστικές παρατάξεις, τις πρωτοβουλίες κοινής δράσης, τις πολιτικές συνεργασίες-μέτωπα, την κομμουνιστική οργάνωση και το κομμουνιστικό κόμμα.

Αυτό που καθορίζει τον χαρακτήρα κάθε μορφής οργάνωσης του εργατικού-λαϊκού κινήματος είναι η μαζική και άμεση συμμετοχή των εργαζόμενων και της νεολαίας. Η μαζική παρουσία και συμμετοχή θέτει στο επίκεντρο τα πραγματικά ζητήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπη η εργατική τάξη και ο λαός και θέτουν-απαιτούν με άμεσο τρόπο την λήψη αποφάσεων για την κατεύθυνση της πάλης.

Η πλατιά μαζική οργάνωση του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές και πόλεις, στους χώρους σπουδών, σε τοπικό ή πανελλαδικό επίπεδο είναι αναγκαία στην σημερινή περίοδο για να υπηρετήσει τους στόχους πάλης για την αντίσταση, την διεκδίκηση και την ανατροπή. Μία τέτοια μορφή και χαρακτήρα οργάνωσης δεν μπορεί να εξυπηρετήσει όσους έχουν σαν στόχο τον εξωραϊσμό και την διαχείριση του συστήματος καθώς και όσους θέλουν μία «ελεγχόμενη ταξική πάλη» στα όρια και τα μεγέθη του κομματικού τους χώρου. Για αυτό είναι συχνό το φαινόμενο τέτοιες μαζικές μορφές οργάνωσης είτε να απομαζικοποιούνται είτε να διαλύονται εφόσον δεν εξυπηρετούν την κατεύθυνση ρεφορμιστικών δυνάμεων που τυχαίνει να κυριαρχούν σε αυτές. Αυτή είναι μία πρακτική των ρεφορμιστών από την εποχή των λεσχών της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, την δεκαετία του’60, μέχρι τις μέρες μας σε σωματεία και συλλόγους εργαζόμενων και νεολαίας, σε τοπικές πρωτοβουλίες κατοίκων κ.α.

Η δράση των ρεφορμιστών όταν συναντά την ισχυρή αντίσταση από την βάση των εργαζόμενων και της νεολαίας παίρνει ανοικτά πραξικοπηματικά και απεργοσπαστικά χαρακτηριστικά, γίνεται πέρα για πέρα αντιδραστική και δυναμιτίζει τόσο την οργανωτική υπόσταση του κινήματος όσο και την πολιτική στόχευσή του.

Στην βάση αυτή είναι αναγκαίο μέσα στους μαζικούς χώρους δουλειάς, σπουδών και ζωής να υπάρξουν πολιτικά κέντρα αγώνα με την συμμετοχή τόσο πολιτικοσυνδικαλιστικών σχημάτων, αριστερών και κομμουνιστικών οργανώσεων και ταξικών αγωνιστών με αντιρεφορμιστικό- αντισυνδιαχειριστικό χαρακτήρα για να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στην οργάνωση όσο και στην πάλη των εργαζόμενων και της νεολαίας. Να εμποδίσουν τον πολιτικό και οργανωτικό εκφυλισμό του κινήματος. Να αναλάβουν ευθύνες και καθήκοντα που απαιτεί η εποχή μας και η σύγκρουση με τις δυνάμεις του συστήματος.

Για την παρέμβασή μας στις γειτονιές!

88. Το μεγαλύτερο κομμάτι του λαού βρίσκεται στα αστικά κέντρα και είναι καταδικασμένο από το σύστημα να ζει σε γειτονιές-τσιμεντουπόλεις. Επιπρόσθετα η παρατεταμένη οικονομική κρίση έχει περιορίσει και σε ορισμένες περιπτώσεις έχει καταργήσει τις μικρές αποδράσεις οπότε, η γειτονιά εκτός από χώρος κατοικίας ξαναγίνεται χώρος κοινωνικής συνεύρευσης.

Στην γειτονιά συγκεντρώνονται πολλά στοιχεία της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης – σύγκρουσης, καθώς οι γειτονιές αποτελούν χώρο οικονομικής δραστηριότητας, εκπαιδευτικής διαδικασίας, υποδομών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, υποδομών άθλησης κ.λπ.

Οταν, λοιπόν, σε κλίμακα πόλης συγκεντρώνονται βασικές πλευρές των ζητημάτων που απασχολούν τον λαό και την εργατική τάξη, τότε η παρέμβασή μας στις γειτονιές δεν μπορεί να περιοριστεί στα λεγόμενα τοπικά προβλήματα των «κατοίκων» αλλά οφείλει να απασχοληθεί με τα ζητήματα της εργατικής τάξης, των εργαζόμενων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, οφείλει να αφουγκραστεί και να δεθεί με τα προβλήματα και τις αγωνίες της νεολαίας που κινδυνεύει να βυθιστεί κοινωνικά από τις δίνες της ανεργίας και της επαγγελματικής ανασφάλειας.

89. Α’.  Οι γειτονιές αποτελούν μαζικούς χώρους της πολιτικής ζύμωσης πάνω στα κεντρικά πολιτικά ζητήματα της πάλης του λαού απέναντι στους δυνάστες του. Αυτή μας η διαπίστωση παράγει το καθήκον η παρέμβασή μας στις γειτονιές να μην περιορίζεται μόνο σε κάποια «τοπικά ζητήματα» αλλά είναι ανάγκη να διευρύνεται συνέχεια και να απασχολείται με όλα τα μέτωπα αντιπαράθεσης του λαού με το σύστημα. Αυτός ο διευρυμένος χαρακτήρας πολιτικής και κινηματικής παρέμβασης στις γειτονιές μπορεί να συμβάλει στην πολιτικοποίηση του κινήματος και παράλληλα να ενισχύει τόσο την κεντρική μας πολιτική παρέμβαση όσο και τις παρεμβάσεις μας σε χώρους δουλειάς και σπουδών.

Δεν αγνοούμε ούτε σνομπάρουμε τοπικά ζητήματα, προβλήματα και ιδιαίτερα οξυμένες καταστάσεις σε κάθε περιοχή ή γειτονιά. Αλλά και δεν ξεχνάμε ότι η παρέμβαση μας στις γειτονιές πρέπει να είναι βασικός μοχλός ανάπτυξης της συνολικής μας παρέμβασης στον λαό και το κίνημα, να έχει κυρίως πολιτικά χαρακτηριστικά, βασισμένα στις θέσεις και τους στόχους πάλης της οργάνωσης.

Εχουμε καθήκον να εντάξουμε την παρέμβασή μας στις γειτονιές στην συνολική κατεύθυνση ενίσχυσης των εστιών αντίστασης και πάλης του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Στην συγκρότηση ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας ενάντια σε κυβέρνηση-κεφάλαιο- ιμπεριαλιστές. Στην ενίσχυση και την ανάπτυξη της εργατικής-κομμουνιστικής κατεύθυνσης στον λαό και το κίνημα.

90. Β’. Η παρέμβασή μας στις γειτονιές πρέπει να έχει διπλό χαρακτήρα. Της αποκάλυψης άλλα και της μαζικής αντίστασης. Αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της παρέμβασής μας να αποκαλύπτουμε στο λαό τις επιδιώξεις της κυβέρνησης και του συστήματος της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης. Να αποκαλύπτουμε το ρόλο των καλλικρατικών δημοτικών αρχόντων.  Να πούμε -από την λαϊκή, εργατική σκοπιά- τι σημαίνουν τα νέα ρυθμιστικά σχεδία των πόλεων, το κλείσιμο σχολείων και νοσοκομείων, οι απολύσεις εργαζόμενων από δήμους και εκπαίδευση, η τσιμεντοποίηση ανοικτών χώρων, το ξεπούλημα «φιλέτων», το κλείσιμο και η υποβάθμιση όσων και όπως υπάρχουν κοινωνικών υποδομών (παιδικοί σταθμοί, παιδικές χαρές, χώροι άθλησης κ.λπ), η καταστροφή του περιβάλλοντος.

Η παρέμβασή μας στις γειτονιές δεν μπορεί να μένει μόνο στο πεδίο της αποκάλυψης. Επειδή το σύστημα “δεν σταματά αν δεν το σταματάμε” οφείλουμε να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη κινήματος αντίστασης, να δημιουργήσουμε όρους που να ευνοήσουν την μαζική συμμετοχή κόσμου, να ενισχύσουμε στους αγώνες που αναπτύσσονται την αντικαπιταλιστική-αντιιμπεριαλιστική-αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση και να τους  πολιτικοποιήσουμε, με την γενική έννοια και σημασία.

91. Γ’. Το εύρος των ζητημάτων που απασχολούν τους χώρους των λαϊκών γειτονιών είναι πολύ μεγάλο και αυτό μπορεί να δημιουργήσει προβληματισμό, αναβλητικότητα ή ακόμα και παραλυτικά φαινόμενα στην δράση μας, με το ερώτημα «που, πως παρεμβαίνουμε και γιατί».

Το κριτήριο για τον χαρακτήρα της παρέμβασής μας και ανάλογα με τις δυνάμεις μας δεν μπορεί να είναι άλλο από το ποιο ζήτημα είναι κύριο κάθε φορά.

Για να είμαστε “μέσα στα πράγματα” πρέπει να έχουμε οδηγό την κεντρική πολιτική-ταξική σύγκρουση και τα μέτωπα πάλης που αυτή αναδεικνύει. Πρέπει να αναγνωρίζουμε το πραγματικό μέγεθος και τον χαρακτήρα του κάθε «τοπικού» προβλήματος. Και βέβαια πρέπει να προωθούμε τις κατευθύνσεις και τους στόχους της οργάνωσής μας.

Η εκτίμηση για το ποιο είναι το κύριο κάθε φορά ζήτημα ή πρόβλημα που πρέπει να προωθήσει η παρέμβασή μας είναι σε άμεση συνάρτηση με τον βαθμό σύνδεσής μας με την εργατική τάξη, το λαό, τη νεολαία και τα προβλήματά τους καθώς και με το επίπεδο της δικής μας πολιτικής συγκρότησης και λειτουργίας.

Χωρίς το κριτήριο αυτό η παρέμβασή μας κινδυνεύει  να ξεκοπεί από την συνολική πολιτική μας κατεύθυνση και να πάρει «ακτιβίστικα» ή «τοπικιστικά» χαρακτηριστικά με λαθεμένες απόψεις και πρακτική, αλλά κινδυνεύει επίσης, και από την «υπεροψία» μίας γενικής πολιτικής παρέμβασης που δεν θέλει να την αποπροσανατολίσουν κάποια «δευτερεύοντα» ζητήματα.

92. Δ’. Ζητήματα της παρέμβασής μας

Η παρέμβασή μας στις γειτονιές έχει καθήκον να προωθήσει την κατεύθυνση της οργάνωσης στα πεδία της ταξικής σύγκρουσης και της αντιιμπεριαλιστικής πάλης αλλά συγχρόνως οφείλει να ασχοληθεί και με ιδιαίτερα ζητήματα που δημιουργούνται από την γενικευμένη και ολομέτωπη επίθεση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος και επηρεάζουν άμεσα τον λαό και την ζωή του.

Από την άποψη αυτή είναι σημαντικό η οργάνωση να έχει ένα «σώμα θέσεων», αυτό που μπορεί να συγκροτήσει σήμερα, για την ενιαία παρέμβασή της.

  • · Για το Περιβάλλον

Η βαρβαρότητα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος στο ζήτημα αυτό αποκαλύπτεται σε όλη του την ωμότητα. Ιδιαίτερα σήμερα, το περιβάλλον και τα πλουτοπαραγωγικά αποθέματα από τα οποία μπορούν να ζήσουν οι λαοί αποτελούν έναν από τους κεντρικούς στόχους καταλήστευσης και ιδιοποίησης του κεφαλαίου. Η καταστροφή του περιβάλλοντος και ότι στοιχείο το συνιστά (νερό, αέρας, γη), δεν αποτελεί αποτέλεσμα της «ανθρώπινης παρέμβασης» γενικώς, όπως προσπαθούν να μας πείσουν διάφοροι «πράσινοι», αλλά συνδέεται στενά με το δοσμένο σύστημα της λεηλασίας των φυσικών πόρων για την ενίσχυση της κερδοφορίας του. Ιδιαίτερα στις εξαρτημένες από τον ιμπεριαλισμό χώρες, όπως η δική μας, η λεηλασία αυτή παίρνει καταστροφικές διαστάσεις τόσο για το περιβάλλον αλλά πρωταρχικά, για τους εργαζόμενους και τον λαό.

93. Το σύνθημα ότι η κοινωνία της μόλυνσης δεν καθαρίζεται αλλά ανατρέπεται οφείλει να προσδιορίζει ακόμα περισσότερο και να συνδέσει την μόλυνση με την εκμετάλλευση, την καταπίεση, την ληστρική ιμπεριαλιστική εξάρτηση για να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο.

Παραμένει βασική μας κατεύθυνση ότι στα πλαίσια αυτού του συστήματος η πολιτική που ασκείται από τους πολιτικούς εκπροσώπους και τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών δεν μπορεί να εξωραϊστεί, πολύ περισσότερο δεν μπορούν να βρεθούν «κοινά αποδεκτές λύσεις».

Οι εργαζόμενοι και ο λαός έχουν το δικαίωμα να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σε ένα περιβάλλον που δεν θα καταστρέφει την υγεία και την ζωή τους και δεν θα λεηλατούνται οι φυσικοί πόροι που μπορούν να τους εξασφαλίσουν την διαβίωσή τους. Η διεκδίκηση αυτού του δικαιώματος, στο πλαίσιο του δοσμένου σημερινού συστήματος, αποτελεί ζήτημα πάλης και σύγκρουσης ενάντια στην κυβέρνηση, τους φορείς της «τοπικής αυτοδιοίκησης», το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο και κάθε άλλο παράγοντα του συστήματος που προωθεί την καταστροφή του φυσικού πλούτου και της ζωής.

Από την άλλη πλευρά είμαστε υποχρεωμένοι να αντιπαρατεθούμε με όλες τις αστικές, φυσιολατρικές, πράσινες και ρεφορμιστικές απόψεις και πρακτικές γύρω από το ζήτημα. Κοινή βάση αυτών των απόψεων η απόκρυψη του ταξικού χαρακτήρα της καταστροφής του περιβάλλοντος και η ανάδειξη της «ευθύνης του ανθρώπινου παράγοντα». Ακόμα παραπέρα, προωθείται, και στο πεδίο αυτό, η ταξική συνεργασία πάνω στην οποία υποτίθεται ότι μπορούν να βρεθούν «λογικές» ή «έξυπνες» λύσεις που να περιορίζουν τα πιο οξυμένα φαινόμενα. Στην βάση αυτή διαμορφώνονται προτάσεις επί προτάσεων για την διαχείρισή του περιβάλλοντος, κάποιες από τις οποίες υιοθετούνται από το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του καθώς μπαίνουν σε νέα πεδία κερδοφορίας, όπως στην περίπτωση των ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) και φορτώνουν τους εργαζόμενους και τον λαό τόσο με οικονομική λεηλασία (αυξήσεις τιμολογιων ΔΕΗ ) όσο και με επιπτώσεις στο περιβάλλον (ερημοποίηση από ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά κ.α).

Αυτό που είναι ξεκάθαρο για εμάς είναι ότι στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, οι εργαζόμενοι και ο λαός δεν θα σταματήσουν να αντιστέκονται, να παλεύουν και να διεκδικούν ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και την ιμπεριαλιστική λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Αυτές οι αντιστάσεις και οι αγώνες όσο περισσότερο συνδέονται με την συνολική πάλη του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας απέναντι στους κοινούς εχθρούς τους τόσο περισσότερο θα δυναμώνουν, θα πετυχαίνουν νίκες και θα ανοίγουν  δρόμους και προοπτικές για το εργατικό – λαϊκό κίνημα.

  • · Για τα σκουπίδια

94. Τα σκουπίδια για το καπιταλιστικό σύστημα αποτελούν μία πάμφθηνη πρώτη ύλη την οποία θέλει να αξιοποιήσει όσο περισσότερο μπορεί για να μειώσει το κόστος της ενέργειας από άλλες πηγές ενώ ταυτόχρονα μέσω της ανακύκλωσης μέρους των σκουπιδιών, μπορεί να προχωρήσει σε χαμηλού κόστους και υψηλής κερδοφορίας παραγωγική διαδικασία.

Ταυτόχρονα, μέσα από την πολιτική που ασκεί, διαφημίζει την «ευαισθησία» του για την προστασία του περιβάλλοντος και την «οικονομία» που κάνει στους διαθέσιμους φυσικούς πόρους. Παράλληλα «συντονίζει» τους πολιτικούς του υπαλλήλους στο κράτος καθώς και τους «διαθέσιμους» φορείς της «τοπικής αυτοδιοίκησης» για να αξιοποιήσει τόσο την συλλογή όσο και την απόρριψη των σκουπιδιών είτε με την παραχώρηση του τομέα της καθαριότητας από τους δήμους στο ιδιωτικό κεφάλαιο είτε με την κατασκευή τεράστιων φαραωνικών εγκαταστάσεων για τον διαχωρισμό ή την «ταφή» ή την καύση τους.

Η πολιτική του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του στο ζήτημα των σκουπιδιών δεν είναι άλλη από την καπιταλιστική κερδοφορία με την αξιοποίηση των απορριμάτων στο μέγιστο βαθμό και σε βάρος της υγείας των εργαζόμενων, του λαού και του φυσικού περιβάλλοντος.

Είναι απόλυτα σωστή η καχυποψία και η αντίθεση που εκφράζεται από τον λαό, σε κάθε περιοχή της χώρας κάθε φορά που ανακοινώνεται ένα νέο σημείο συγκομιδής, απόρριψης, ταφής ή καύσης σκουπιδιών και δεν είναι εκδήλωση τοπικιστικής υστεροβουλίας όπως το σύστημα και τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ προπαγανδίζουν. Ο λαός γνωρίζει από την πείρα του ότι κάθε νέα εγκατάσταση θα φέρνει όλο και πιο κοντά του την μόλυνση και την υποβάθμιση της ζωής του.

95. Δεν συμμεριζόμαστε καθόλου τους «πονοκέφαλους» των πολιτικών εκπροσώπων του συστήματος για του που, «επιτέλους, θα πάνε τα σκουπίδια καθώς κανένας δεν τα θέλει». Αποτελεί σκέτη υποκρισία που έρχεται να καλύψει το γεγονός ότι οι επιλογές του συστήματος τόσο για τον τόπο όσο και για τον τρόπο είναι στενά συνδεδεμένες με τα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου κεφάλαιου που θέλει πιστά να εξυπηρετήσει.

Δεν είμαστε συνδιαχειριστές αυτού του συστήματος, πόσο μάλλον που θέλουμε και την ανατροπή του, και δεν έχουμε σκοπό να υποδείξουμε σχέδια και προτάσεις είτε στην κυβέρνηση είτε στους «τοπικούς άρχοντες» για την καλύτερη και προς όφελος των εργαζόμενων και του λαού, διαχείριση των σκουπιδιών.

Η θέση μας αυτή έρχεται σε κόντρα και με την αστική προπαγάνδα για δήθεν συνυπευθυνότητα του λαού και τις αυταπάτες που σκορπίζουν αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια διαχείριση και μάλιστα ότι πρέπει να την «διεκδικήσουμε».

Το σύστημα της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης γνωρίζει πολύ καλά, καλύτερα από εμάς, τρόπους διαχείρισης των σκουπιδιών που να μην επιβαρύνουν την υγεία του κόσμου και να μην έχουν μεγάλες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Εάν αναγκασθεί να οδηγηθεί σε τέτοιες επιλογές αυτό δεν θα γίνει επειδή πιέσθηκε να αποδεχτεί το α ή το β σχέδιο αλλά επειδή το κίνημα με την αντίστασή του και την πάλη του δεν του άφησαν άλλη επιλογή. Μία τέτοια εξέλιξη μπορεί να είναι μόνο αποτέλεσμα μίας μαζικής και παρατεταμένης αντιπαράθεσης, χωρίς αυταπάτες και αποπροσανατολισμούς.

Σε περιοχές υποψήφιες για δημιουργία χωματερών και χώρων διαχείρησης σκουπιδιών όπου έχουμε ή φιλοδοξούμε να αποκτήσουμε παρέμβαση είναι απαραίτητο να προσδιορίσουμε τα όρια κοινής δράσης με την λεγόμενη τοπική αυτοδιοίκηση και τους τοπικούς φορείς.  Η σχέση μας με αυτούς πρέπει να είναι μέχρι εκεί που υπηρετείται το λαϊκό αίτημα π.χ. για την αποτροπή δημιουργίας χωματερής ή ενός εργοστάσιου συλλογής ή καύσης των σκουπιδιών, και να στέκεται κριτικά σε λογικές ενσωμάτωσης και διαχείρισης. Αν αυτό μπορεί να υπηρετηθεί με μια ιδιαίτερη μορφοποίηση που θα πλαισιώνεται με ντόπιο κόσμο, για να ενισχύεται, στο πλαίσιο της κοινής δράσης, η γραμμή της αντίστασης και όχι της συνδιαχείρησης, να το τολμάμε!

  • ·  Ρυθμιστικά και άλλα σχέδια

96. Με παραπάνω από τον μισό πληθυσμό της χώρας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τα προβλήματα των εργαζομένων στα μεγάλα αυτά αστικά κέντρα οξύνονται δραματικά. Το αβίωτο αυτών των πόλεων προστίθεται στα τόσα που περνά ο λαός μας από την τεράστια σε κλίμακα επίθεση που εξαπέλυσε το κεφάλαιο και οι ξένοι προστάτες ενάντια στη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία.

Η κυβέρνηση προωθεί νομοσχέδια που αφορούν τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, τα ρυθμιστικά σχέδια Αθήνας-Αττικής και Θεσσαλονίκης, για τα δάση, τον αιγιαλό και τις παραλίες. Νομοσχέδια που ταιριάζουν γάντι και λύνουν τα χέρια στο θεσμικό εργαλείο ξεπουλήματος, στο Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιούσιας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ).

Σε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης, με την αστική τάξη της χώρας σε πολύ δυσμενή θέση και τις οξυμένες αντιθέσεις των ιμπεριαλιστών να μην αφήνουν περιθώρια ελιγμών και να δυσχεραίνουν την αναζήτηση αυτοδύναμης θέσης και ρόλου του ντόπιου κεφαλαίου ακόμα και στον ελλαδικό χώρο, τα νομοσχέδια αυτά έρχονται να επικυρώσουν τη βαθιά εξάρτηση της στριμωγμένη ντόπιας αστικής τάξης, από το ξένο κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές.

Η ντόπια οικονομική και πολιτική ελίτ έχει εναποθέσει τις ελπίδες της όποιας «ανάπτυξης», στην αξιοποίηση της στρατηγικής θέσης της χώρας για διαμετακομιστικό και ενεργειακό κόμβο, υπό την αιγίδα των ιμπεριαλιστών, της ευρύτερης περιοχής της ΝΑ Μεσογείου και έτσι νομοθετεί με στόχο τη διαμόρφωση των απαραίτητων προϋποθέσεων που να υπηρετούν αυτήν την κατεύθυνση.

Παράλληλα προωθεί ρυθμίσεις που να εξυπηρετούν χρήση χώρων για υπηρεσίες που θα προκύψουν από την παραπάνω κατεύθυνση όποτε και με όποια μορφή και απαιτήσεις προκύψει.

Επίσης, στον τομέα της «ανάπτυξης» δίνει ιδιαίτερο βάρος στην προσέλκυση του εφοπλιστικού κεφαλαίου, ευελπιστώντας ο Πειραιάς να γίνει ναυτιλιακό κέντρο, και (ξανά) στον τουρισμό, δημιουργώντας το απαραίτητο νομικό πλαίσιο ώστε οικόπεδα-φιλέτα της χώρας να παραχωρηθούν στην κυριολεξία για τη δημιουργία τουριστικών μονάδων, κυρίως από ξένα κεφάλαια.

Ενα δείγμα των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής είναι οι εξελίξεις στο λεγόμενο παραλιακό μέτωπο της Αττικής και το ξεπούλημα από το ΤΑΙΠΕΔ του φιλέτου του Ελληνικού (έκταση διπλάσια και από αυτή του ΗydePark του Λονδίνου), που πωλείται σε τιμή μικρότερη των 100 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο στην Lamda Development (συμφερόντων Λάτση), με την υποστήριξη του Global Investment Group, που απαρτίζεται από την εταιρεία AlMaabar από το Abu Dhabi, από τον κινέζικο όμιλο Fosun Group, καθώς και από ευρωπαϊκά κεφάλαια.

Τι κάνει στην ουσία η κυβέρνηση με τις παραπάνω νομοθετικές πρωτοβουλίες; Φτιάχνει, να το πούμε κυνικά, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο. Ενα προσπέκτους προσέλκυσης επενδυτών, όπου στις ιλουστρασιόν σελίδες του αναφέρει ξεδιάντροπα και ξεκάθαρα ότι προσφέρει άφθονα και σε καλή τιμή οικόπεδα, λιμάνια, συγκοινωνιακές οδούς και κόμβους, αλλά και παραλίες, δάση και υπέδαφος διά πάσα χρήση και πως οι προσφορές συνοδεύονται από πάσης φύσεως διευκολύνσεις, ώστε ο επενδυτής άκοπα, χωρίς γραφειοκρατίες και περιβαλλοντικούς και άλλους πονοκεφάλους, να αφοσιωθεί σε άμεσης κερδοφορίας επενδύσεις αξιοποιώντας βεβαίως και το φθηνό, χωρίς δικαιώματα αλλά και αποκαμωμένο από την ανεργία, εργατικό δυναμικό.

Η κυβέρνηση επαναδιατυπώνει τον  χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό ολόκληρης της χώρας. Το σχέδιο αυτό αποτελεί τον μπούσουλα, δίνει τον βασικό προσανατολισμό, είναι το γενικό θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο που στη συνέχεια εξειδικεύεται από τα ρυθμιστικά σχέδια ανά περιφέρεια και πόλη. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στο νέο χωροταξικό σχεδιασμό προβλέπεται η κατάρτιση Ειδικών Χωρικών Σχεδίων που δίνουν τη δυνατότητα σε διάφορες περιοχές να θεωρηθούν -ενώ δεν ήταν παλαιότερα- κατάλληλες για επιχειρηματικές δραστηριότητες και για την πραγματοποίηση προγραμμάτων και παρεμβάσεων που είναι μεγάλης κλίμακας και χαρακτηρίζονται στρατηγικής σημασίας. Επίσης το νέο χωροταξικό καταργεί την έννοια της «αμιγούς κατοικίας» και σε κατοικημένες περιοχές επιτρέπει τη δημιουργία και λειτουργία εκθεσιακών κέντρων, ξενοδοχείων, καταστημάτων εστίασης και διασκέδασης, χώρων στάθμευσης, πρατηρίων καυσίμων κ.λπ. Για να ανοίξει ο δρόμος για την χωροθέτηση και δημιουργία εγκαταστάσεων ανακύκλωσης και καύσης απορριμμάτων και ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά κ.λπ.), μέσα στον οικιστικό ιστό, τις χαρακτηρίζει «Εγκαταστάσεις Αστικών Υποδομών Κοινής Ωφέλειας», όταν μέχρι τώρα ήταν στην κατηγορία της «υψηλής όχλησης». Αίρει κάθε περιορισμό για εμπορικές δραστηριότητες και αντίστοιχες υποδομές σε περιοχές που βρίσκονται πάνω σε οδικές αρτηρίες που έχουν εμπορική σημασία, πριμοδοτεί νέα κατάληψη γης, με την παραπέρα στη συνέχεια απαίτηση για νέα φαραωνικά οδικά έργα στις μεταφορές.

Απέναντι στην επιδείνωση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής, το νέο ΡΣ Αθήνας αφαιρεί και άλλους ελεύθερους και πράσινους χώρους από το σώμα της πόλης. Όσα προβλέπονται για τη ριζική αλλαγή του χαρακτήρα του Ελαιώνα και μετατροπή του σε υποδοχέα βαρέων χρήσεων, τα σχέδια για το Ελληνικό, τα σχέδια σε όλο το μήκος του παραλιακού μετώπου των νότιων συνοικιών της Αττικής για ανέγερση μεγάλων τουριστικών μονάδων και δημιουργία μαρινών για υπερπολυτελή σκάφη, η καταπάτηση του άλσους στη Νέα Φιλαδέλφεια για τις δραστηριότητες του Μελισσανίδη, η εμπορευματοποίηση κομματιών του Πάρκου Τρίτση είναι μερικά δείγματα της «αειφόρου ανάπτυξης» που προωθεί η συγκυβέρνηση μαζί με τα συμφέροντα που πιστά υπηρετεί και που θα κάνουν τη ζωή του εργαζόμενου λαού ακόμα χειρότερη.

Το ΡΣ Θεσ/κης δεν αποδίδει το σύνολο των χώρων των πρώην στρατοπέδων σαν αποκλειστικών χώρων πράσινου. Υπάρχει πρόβλεψη για δημιουργία επιχειρηματικών κέντρων στους Λαχανόκηπους και στο Αλλατίνη, με ειδικούς όρους δόμησης και ΣΔΙΤ. Υπάρχει η αποδοχή της καύσης των απορριμμάτων. Υπάρχει η φωτογραφική αναφορά για τις εξορύξεις χρυσού στη Χαλκιδική και στο Κιλκίς, με θεσμική κάλυψη των καταστροφικών και μη αναστρέψιμων περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους, καθώς και για τις αρνητικές συνέπειές τους για τις άλλες οικονομικές δραστηριότητες της περιοχής.

Εκτάσεις δημόσιας γης συνολικής επιφάνειας περίπου 20 εκατομμυρίων στρεμμάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται κυρίως χορτολιβαδικές, βραχώδεις, πετρώδεις και άλλες μέχρι τώρα μη αξιοποιήσιμες, συγκεντρώνονται σε μια νέα κατηγορία εκτάσεων, τις «δημόσιες γαίες».

Γι’ αυτές τις εκτάσεις, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% της συνολικής επιφάνειας της χώρας, δεν θα ισχύει το καθεστώς αυστηρής προστασίας της δασικής νομοθεσίας. Ετσι, δεν θα κηρύσσονται αναδασωτέες και θα προσφέρονται με τυπικούς περιβαλλοντικούς όρους για πλήθος επιχειρηματικές δραστηριότητες, με αιχμή τον τουρισμό, τη βιομηχανία και τα μεταλλεία για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου.

Με το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό προωθούν την πλήρη εμπορευματοποίηση, ιδιωτικοποίηση και τσιμεντοποίηση εκτεταμένων παράκτιων περιοχών της χώρας. Προωθούν την άρση όλων των αναφορών για την υποχρέωση ελεύθερης και απρόσκοπτης πρόσβασης του λαού στον αιγιαλό, καθώς και την άρση της απαγόρευσης της παραχώρησης της αποκλειστικής χρήσης αιγιαλού και παραλίας. Ποιος νοιάζεται για τα μπάνια του φτωχού λαού!

Οι μαζικές αντιστάσεις που απαιτούνται για την ανατροπή πολιτικών που προωθούνται μέσα από τα ΡΣ , όπως στο Ελληνικό, τη Ν. Φιλαδέλφεια, τη Χαλκιδική, οι διεκδικήσεις για ελεύθερες παραλίες, για περισσότερο πράσινο κ.ά., απαιτούν μαζικές, λαϊκές κινηματικές δράσεις πάνω σε πλατφόρμες που δεν θα απομονώνουν το ζήτημα αλλά θα το εντάσσουν στη γενικότερη επίθεση του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, και των εργασιακών και άλλων προβλημάτων που συνεπάγεται αυτή η επίθεση, για να διασφαλίζεται το ταξικό, αντικυβερνητικό και αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο της πάλης.

Η δράση μας γι” αυτά τα τόσο σοβαρά ζητήματα πρέπει να θέτει στο κέντρο της την ανάγκη για αγώνες, αντιστάσεις, διεκδικήσεις και όχι για εναλλακτικές προτάσεις και προγράμματα και ρυθμιστικά σχέδια διεξόδου, δήθεν, από την κρίση.

  • · Για τα Εισιτήρια και τα Διόδια

97. Για τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία που στενάζουν από την λιτότητα και την ανεργία τα εισιτήρια, των κάθε είδους μεταφορικών μέσων, αποτελούν έναν ακόμη βραχνά στην αλυσίδα των προβλημάτων που τους έχει φορτώσει το σύστημα. Οι μεγάλες αυξήσεις των εισιτηρίων, που επέβαλε η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της μνημονιακής επίθεσης, αποτέλεσε ακόμη μία αφαίμαξη στο ρημαγμένο από τις περικοπές εισόδημα των λαϊκών στρωμάτων. Η αυθόρμητη και αναγκαστική αντίδραση ενός μέρους του κόσμου της δουλειάς, συνταξιούχων και νέων, να μην πληρώνουν εισιτήρια, ενίσχυσε τους μηχανισμούς ελέγχου και προστίμων στα μέσα μεταφοράς, μετατρέποντας τους ελεγκτές σε «κυνηγούς κεφαλών» με καθημερινές σκηνές βίας και κάποιες φορές καθαρές δολοφονικές ενέργειες, όπως σχετικά πρόσφατα του νεολαίου στο Περιστέρι.

Το δικαίωμα όλων -των εργαζόμενων, των συνταξιούχων, των ανέργων, των νέων-, για δωρεάν μετακίνηση με τα μαζικά μέσα μεταφοράς, πρέπει να αποτελέσει στόχο πάλης του εργατικού-λαϊκού κινήματος με μαζικούς όρους. Τέτοιοι όροι μπορούν να δημιουργηθούν και στις γειτονιές τόσο από εργαζόμενους και συνταξιούχους όσο και από νεολαίους.

Η αγωνιστική μαζική διεκδίκηση για δωρεάν μετακίνηση δεν μπορεί να υποκατασταθεί από «ακτιβίστικες» ενέργειες που μένουν ξεκομμένες από τον λαό και λειτουργούν σαν «παραδειγματικές ενέργειες» για να «ξυπνήσουν συνειδήσεις». Αντίθετα μαζικές εκδηλώσεις διεκδίκησης δωρεάν μετακίνησης από σωματεία, συλλόγους γειτονιάς, συλλογικότητες νεολαίας, αποτελούν μορφές πάλης που μπορούν να  ξεδιπλώσουν ένα ολόκληρο κίνημα αντίστασης στην κυβερνητική πολιτική.

98. Το ξεπούλημα των αυτοκινητόδρομων της χώρας από τις αστικές κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και λοιπών στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο συνοδεύτηκε από την εγκατάσταση αμέτρητων, πλέον, διοδίων σε κάθε περιοχή της χώρας, φορτώνοντας με ένα ακόμα χαράτσωμα την μετακίνηση σε εργαζόμενους, αγρότες, επαγγελματίες. Προκαλώντας ακόμα και θανάτους από δεκάδες ατυχήματα στους παράδρομους των εθνικών οδών στην προσπάθεια πολύ κόσμου να αποφύγει την πληρωμή των διοδίων. Το κίνημα «δεν πληρώνω», που αναπτύχθηκε για κάποιο διάστημα με σχετικά μαζικούς όρους, υποχώρησε σημαντικά, όταν η κυβέρνηση ποινικοποίησε το σήκωμα της μπάρας από τους οδηγούς. Το σύστημα μας «διαπαιδαγώγησε» για άλλη μια φορά ότι σε παλλαϊκά ζητήματα η ατομική στάση και δράση δεν μπορεί να αποτελέσει διέξοδο και απάντηση για τον λαό. Πολύ περισσότερο σήμερα που η οπισθοχώρηση του κινήματος στα κεντρικά μέτωπα πάλης επηρεάζει αρνητικά και τα υπόλοιπα μέτωπα.

Η εναντίωση του λαού στο ξεπούλημα των αυτοκινητοδρόμων και η διεκδίκησή του  για δωρεάν και ασφαλή μετακίνηση στους εθνικούς δρόμους είναι απαραίτητο να συνδεθεί με την συνολική πάλη του ενάντια στην πολιτική που καταστρέφει την ζωή του.

Η πάλη απέναντι στο αστικό κράτος, τον συλλογικό καπιταλιστή, για περισσότερες παροχές έχει ως στόχο να πάρει ο λαός πίσω όσα περισσότερα μπορεί από αυτά που του αρπάζει το κράτος για να τα διοχετεύσει, τελικά, στις τσέπες των κεφαλαιοκρατών. Σε αυτό το φόντο, ένα πλαίσιο στόχων πάλης για τα ζητήματα των εισιτηρίων και των διοδίων μπορεί να είναι:

Καμία αύξηση στα εισιτήρια! Δωρεάν, δημόσιες συγκοινωνίες για όλο το λαό!

Κατάργηση όλων των διοδίων!

Συχνά δρομολόγια που θα εξυπηρετούν την ανάγκη του λαού για μετακίνηση!

Οχι στην κατάργηση γραμμών! Οχι στην ιδιωτικοποίηση των ΜΜΜ!

  • · Για τις δομές αλληλεγγύης στις γειτονιές

99. Παλεύουμε για αλληλεγγύη ή με αλληλεγγύη; Η αλληλεγγύη είναι για το λαϊκό κίνημα ένα  συστατικό στοιχείο της συγκρότησής του. Ένα μέρος του συναγωνιστικού – συντροφικού δεσμού που βιώνουν οι αγωνιστές και τα προοδευτικά λαϊκά στοιχεία μεταξύ τους. Που δυναμώνει κουράγιο για να περπατηθεί ο ανήφορος της ταξικής σύγκρουσης. Οι δεσμοί αλληλεγγύης είναι καταρχήν δεσμοί αγώνα. Είναι σχέση αμφίπλευρη, αλληλοτροφοδοτούμενη ανάμεσα σε ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων που αγωνίζονται σε κοινή κατεύθυνση.

Τα «δίκτυα αλληλεγγύης» που έχουν στηθεί στις γειτονιές κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τέτοιου χαρακτήρα αλλά αναπαράγουν τη λογική της ανάθεσης, στις πλατιές λαϊκές μάζες, αντικαθιστώντας στο ρόλο του σωτήρα την Εκκλησία και τις ΜΚΟ, με την «αριστερά». Τα «δίκτυα αλληλεγγύης» αυτής της λογικής παρουσιάζονται σαν πανάκεια και λύση για το λαό «εδώ και τώρα». Τα όρια αυτών των προσπαθειών σκόπιμα αποκρύβονται από τους εμπνευστές τους που συνήθως τις ντύνουν με «θαυματουργές ιδιότητες». Αποσιωπάται πως στην πραγματικότητα ΔΕΝ μπορούν να καλυφτούν οι ανάγκες του κόσμου με αυτό τον τρόπο. Πως και με τις καλύτερες ακόμα προθέσεις αν ξεκινάν, το πολύ-πολύ να παίξουν παρηγορητικό, παρά ουσιαστικό ρόλο στα προβλήματα του κόσμου. Οσο η επίθεση του συστήματος προχωράει, οι άνεργοι αυξάνονται και η φτώχεια εξαπλώνεται, τόσο περισσότερο θα μένουν στην «παρηγοριά» προς τον άρρωστο παρά στη «θεραπεία», αυτές οι προσπάθειες. Η αλληλεγγύη δεν είναι ούτε μπορεί να αποτελεί στόχο πάλης για το κίνημα. Η αλληλεγγύη είναι ένα μέσο για να ενισχύεται η πάλη που συγκροτείται πάντα σε πολιτική βάση. Στους χώρους της αναρχοαυτονομίας, αλλά και σε κάποιους της αριστεράς, ακούμε πολλές φορές τις «συλλογικές κουζίνες» και τα «παζάρια» να προτείνονται ως στόχοι, που μάλιστα πλασάρονται και σαν πιο «προωθημένοι» από τους πολιτικούς στόχους πάλης. Στην πραγματικότητα επιχειρούν να προσπεράσουν την πολιτική σύγκρουση με το σύστημα. Ετσι αποτελούν υποταγή στην κυριαρχία του συστήματος, καλυμμένη κάτω από το πέπλο μιας «φυγής προς τα εμπρός» και της «άμεσης λύσης» που δήθεν θα στερήσει από το σύστημα την κυριαρχία του μέσα από τις εναλλακτικές μορφές διαχείρισης, στυλ ζωής κλπ.

Όσο περισσεύει στις μέρες μας η συζήτηση και οι αναφορές στην «αλληλεγγύη», τόσο περισσότερο λείπει η αλληλεγγύη από το λαϊκό και εργατικό κίνημα. Όσο περισσότερο διαστρεβλώνεται το περιεχόμενο της έννοιας και βρίθουν οι προτάσεις για τα «εναλλακτικά», τόσο μεγαλύτερη δυσκολία υπάρχει στη συγκρότηση πραγματικών, πλατιών πρωτοβουλιών αλληλεγγύης. Τόσο καθυστερεί το να παίξει η αλληλεγγύη το ρόλο της αποτελεσματικής στήριξης αγώνων και αγωνιστών. Να γίνει η συγκολλητική ουσία που θα ενώνει τους αγωνιστές ενάντια στο σύστημα της εκμετάλλευσης και απέναντι στην επίθεση που έχει εξαπολύσει στο λαό και την εργατιά, ακόμα κι ανεξάρτητα από ιδεολογικοπολιτικές διαφορές και διαφωνίες, στα πλαίσια πάντα του κινήματος. Στη βάση του κοινού λαϊκού και ταξικού συμφέροντος που οι μάζες πρέπει να «ανακαλύψουν» μέσα στην ιδεολογική συσκότιση που το σύστημα έχει επιβάλλει. Αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να υπηρετούμε χωρίς αναστολές ακόμα κι αν για μια μακρά, μάλλον, περίοδο θα κινούμαστε κόντρα στο ρεύμα της υπόλοιπης αριστεράς.

  • · Φασιστικές προκλήσεις – πως απαντάμε

100. Η δράση της Χρυσής Αυγής στις γειτονιές και γενικότερα η εμφάνιση του φασιστικού κινδύνου, δεν οφείλεται στις «φιλάνθρωπες-φιλελληνικές» πρωτοβουλίες της, αλλά πριμοδοτείται από τη βάρβαρη, αντιδραστική και πολλές φορές στα όρια της αστικής δημοκρατίας, πολιτική της Τρόικας και των ντόπιων πολιτικών υπηρετών της. Η Χρυσή Αυγή χρησιμοποιείται ως εργαλείο και εφεδρεία ενός συστήματος που το ίδιο κεντρικά φασιστικοποιεί τη δημόσια ζωή όχι μόνο με τη σύλληψη, την τρομοκρατία, την καθημερινή καταστολή αγώνων και τις διώξεις των αγωνιστών αλλά και με την ίδια την αντεργατική-αντιλαϊκή πολιτική του.

Η δράση μας στις γειτονιές πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη αγώνων και κινημάτων αντίστασης και διεκδίκησης γιατί αυτή είναι η καλύτερη απάντηση και στην άνοδο των φασιστών. Η αντίσταση στην πολιτική των απολύσεων, της ανεργίας, στις μειώσεις μισθών και συντάξεων, στην πλήρη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, στην πολιτική της εξάρτησης από ΕΕ-ΗΠΑ, η ανάπτυξη κινήματος υπεράσπισης των δικαιωμάτων και ελευθεριών του λαού κόντρα στη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής θα αποκαλύπτει, πέρα απ’ όλα τα άλλα, και το ρόλο των φασιστών ως το μακρύ χέρι του κεφαλαίου, αναγκάζοντάς τους να αποκαλύψουν πίσω από το προσωπείο τους τα, υπέρ του κεφαλαίου και ιμπεριαλισμού, πραγματικά χαρακτηριστικά τους.

Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμούνται και οι πλατιές αντιφασιστικές πρωτοβουλίες, τις οποίες και πρέπει να στηρίζουμε όπου υπάρχει ανάγκη και δυνατότητα και με λογική μαζικού κινήματος και όχι κλεφτοπολέμου και “στρατιωτικών” αντιπαραθέσεων.

Για την πολιτική – οργανωτική μορφή της παρέμβασής μας

101. Η πολιτική – οργανωτική μορφή της παρέμβασής μας στους χώρους της γειτονιάς μπορεί να έχει κατά βάση τρεις πλευρές.

  • · Την αυτοτελή κομματική παρέμβαση.
  • · Tην συγκρότηση τοπικών συνελεύσεων της Λαϊκής Αντίστασης- ΑΑΣ.
  • · Tην συμμετοχή σε σχήματα κοινής δράσης με τοπικές συλλογικότητες και φορείς.

Η κάθε πλευρά δεν αποκλείει και δεν μπορεί να υποκαταστήσει την άλλη αλλά πρέπει να την ενισχύει τόσο πολιτικά όσο και οργανωτικά.

Έχουμε υποχρέωση και καθήκον να προβάλλουμε με τον πιο πλατύ τρόπο και με αποφασιστικότητα όσα ζητήματα αποφασίζουμε σαν οργάνωση ότι πρέπει να τεθούν στις γειτονίες. Είμαστε εκτός από κάτοικοι και μέλη του ΚΚΕ(μ-λ) και οφείλουμε να εντάξουμε την παρέμβασή μας στις γειτονιές στην συνολική κατεύθυνση συγκρότησης ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας ενάντια σε κυβέρνηση-κεφάλαιο- ιμπεριαλιστές. Οφείλουμε να παρεμβαίνουμε για την ενίσχυση και την ανάπτυξη της εργατικής-κομμουνιστικής κατεύθυνσης στον λαό και το κίνημα.

Δίνουμε νέα ώθηση όπου υπάρχουν και συγκροτούμε νέες -όπου μπορούν να διαμορφωθούν πολιτικές και οργανωτικές δυνατότητες- τοπικές συνελεύσεις της Λαϊκής Αντίστασης- ΑΑΣ. Η πραγματική τους υπόσταση θα κριθεί από το πως θα ριζώσουν μέσα στον λαό και το κίνημα. Ετσι, ιδιαίτερη πρέπει να είναι η προσπάθειά μας για την συγκρότηση τοπικών σχημάτων που να λειτουργούν, να συνδέονται με τον κόσμο της γειτονιάς και να παρεμβαίνουν στην περιοχή τους για την ανάδειξη των λαϊκών προβλημάτων και την δημιουργία όρων μαζικού κινήματος αντίστασης.

Συμμετέχουμε σε σχήματα κοινής δράσης και κινούμαστε μέσα από πλατιές, δημοκρατικές και ανοιχτές μορφές λαϊκής οργάνωσης όπως πρωτοβουλίες, μαζώξεις, επιτροπές κατοίκων, εργαζομένων, ανέργων. Συμπορευόμαστε στο πλαίσιο μιας κινηματικής λογικής, που εντάσσει το πρόβλημα στη γενικότερη επίθεση του συστήματος και προσπαθούμε να διασφαλίσουμε το ταξικό και αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο της πάλης. Παλεύουμε με τον κόσμο και στον κόσμο άμεσα και δημοκρατικά, για να καταξιώσουμε την αγωνιστική και λαϊκή προοπτική με εστίες αντίστασης.

102. Αυτό που πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο είναι ότι οι « προτεραιότητες» των περισσότερων δυνάμεων της  αριστεράς είναι σε άλλη κατεύθυνση από την δική μας και αυτό αποτελεί μαζί με την επίθεση του συστήματος έναν σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για την συγκρότηση κινήματος στους χώρους των γειτονιών. Το είδαμε στην πράξη να εκδηλώνεται με την μετατροπή τοπικών σχημάτων σε παραρτήματα είτε του «αλληλεγγύη για όλους» είτε «λεσχών».

Έχουμε σε εξέλιξη φαινόμενα υπολειτουργίας αλλά και διάλυσης σχημάτων σε γειτονιές και πρωτοβουλιών εργαζόμενων – ανέργων. Αυτά είναι τα αποτελέσματα των πολιτικών στοχεύσεων μιας σειράς δυνάμεων στην αριστερά, στοχεύσεων που πλέον δεν αφορούν το κίνημα στις γειτονιές και την μαζική δράση του εργατικού-λαϊκού παράγοντα αλλά τις κεντρικές κομματικές προκρίσεις, δηλαδή, τις εκλογικές διαδικασίες.

Οφείλουμε να αντιταχθούμε τόσο στα παραλυτικά φαινόμενα που εμφανίζονται στο κίνημα, όσο και στην μετατροπή ενός αγωνιστικού δυναμικού αλλά και νέων ανθρώπων, ανέργων και εργασιακά περιπλανώμενων, σε εθελοντές των «δομών αλληλεγγύης» κάθε είδους και απόχρωσης. Αν θέλουμε ο νέος κόσμος της ανεργίας και της εργασιακής περιπλάνησης να μην γίνει βορά στα νύχια των φασιστών πρέπει να ενισχύσουμε την αγωνιστική διεκδίκηση και αλληλεγγύη του λαού και της νεολαίας σαν της μόνης κατεύθυνσης που μπορεί να φέρει νίκες και να ανοίξει προοπτικές για την απόκρουση της επίθεσης!

Για την Λαϊκή Αντίσταση-Αριστερή Αντιιμπεριαλιστική Συνεργασία

103. Η πανελλαδική συγκρότηση της Λαϊκής Αντίστασης – ΑΑΣ τον Οκτώβρη του 2013 μέσα από μία διήμερη πανελλαδική σύσκεψη, με την συμμετοχή εκατοντάδων εργαζόμενων και νεολαίων, αποτέλεσε ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός για το ξεκίνημα μίας προσπάθειας που έχει στόχο να συμβάλλει στην ανασυγκρότηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, για το δυνάμωμα της πάλης απέναντι στις δυνάμεις του συστήματος.

Η υπόθεση της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ έχει μόλις ξεκινήσει και οφείλει να ανταποκριθεί με συνέπεια και συνέχεια τόσο στο πολιτικό πλαίσιο συγκρότησής της όσο και στους στόχους πάλης που έχει θέσει. Καθοριστικός παράγοντας η σύνδεση με τον εργαζόμενο λαό μέσα από την συμμετοχή στην πάλη του, από πρωτοβουλίες για οικοδόμηση όρων μαζικής αντίστασης στην επίθεση κυβέρνησης, κεφαλαίου και ιμπεριαλιστών.

Την διαδικασία της σύνδεσης μπορούν να την ενισχύσουν κοινές προσπάθειες των σχημάτων εργαζόμενων και νεολαίας στους χώρους τους καθώς και η συγκροτημένη παρουσία και παρέμβαση σε γειτονιές και πόλεις με κεντρικό άξονα τα λαϊκά προβλήματα.

104. Η ενίσχυση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης αποτελεί ένα κρίσιμο μέγεθος για την αλλαγή των συσχετισμών στο πλαίσιο του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Ιδιαίτερα σε μία περίοδο σαν την σημερινή όπου οι κυρίαρχες ρεφορμιστικές δυνάμεις της αριστεράς είτε έχουν υποταχθεί στο αστικό δόγμα του «ανήκουμε στην Δύση», είτε θέλουν να αποφύγουν την πραγματική σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστές μέσα από θεωρίες «ιμπεριαλιστικών πυραμίδων» και «αλληλεξάρτησης».

Η προώθηση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης απαιτεί από την Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ, ιδιαίτερες προσπάθειες καθώς αποτελεί σήμερα τον μοναδικό συγκροτημένο αριστερό χώρο που μπορεί να πάρει πρωτοβουλίες, τόσο μέσα στον λαό όσο και στο υπόλοιπο χώρο της αριστεράς σπάζοντας τις «υγειονομικές ζώνες» που έχουν στήσει οι ρεφορμιστές κάθε είδους στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα.

Ιδιαίτερης σημασίας ζήτημα αποτελεί η πάλη ενάντια στην φασιστικοποίηση της δημόσιας και πολιτικής ζωής που προωθούν η κυβέρνηση, οι κρατικοί μηχανισμοί και οι αντιδραστικές δυνάμεις του συστήματος. Η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ πρέπει να συνδυάσει την πάλη ενάντια στην κρατική καταστολή και τρομοκρατία, την πάλη ενάντια στο κτύπημα των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών του εργαζόμενου λαού που συνεχώς κλιμακώνεται με την πάλη ενάντια στον φασισμό έτσι όπως σήμερα εμφανίζεται στην χώρα μας.

105. Η ενίσχυση της λειτουργίας όλων των οργάνων της Λαϊκής Αντίστασης- Αριστερής Αντιιμπεριαλιστικής Συνεργασίας, ιδιαίτερα του Πανελλαδικού Συντονιστικού και των Τοπικών Συνελεύσεων θα βοηθήσει σημαντικά τόσο στην πανελλαδική παρουσία της όσο και την ενδυνάμωσή της με νέους συναγωνιστές. Η λειτουργία των οργάνων (συζήτηση, απόφαση, δράση) με την ολόπλευρη συμμετοχή τόσο των οργανωμένων όσο και των ανένταχτων αγωνιστών θα τους δώσει ουσιαστικό ρόλο και περιεχόμενο.

Στόχο πρέπει να αποτελέσει η μαζική διεύρυνση της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ με εργατικό, λαϊκό και νεολαιίστικο δυναμικό αγωνιστών στη βάση μιας πλατιάς συμφωνίας με το πολιτικό της πλαίσιο, τους στόχους πάλης και κυρίως μέσα από τη δράση και τις παρεμβάσεις της στα μέτωπα αντίστασης και διεκδίκησης.

Πρέπει να συνεχίσουμε στην κατεύθυνση αξιοποίησης ενός ευρύτερου δυναμικού που βρίσκεται στον περίγυρό μας με στόχο τη συγκρότησης πρωτοβουλιών και σχημάτων κοινής δράσης.

106. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ στις διεργασίες και τις ανακατατάξεις που εξελίσσονται στον κόσμο της Αριστεράς καθώς οι διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις, διαφοροποιούν δεδομένα, σπάνε αντιλήψεις αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν νέες αυταπάτες και μονόδρομους. Η κινηματική υποχώρηση με κύρια ευθύνη των δυνάμεων της ρεφορμιστικής αριστεράς, η κάθε μία με τον τρόπο και την στάση της και χωρίς να υπολείπονται σε ευθύνες και δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο από το οποίο αναζητούν διέξοδο πολλοί αγωνιστές. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες και συσχετισμούς αναδεικνύεται ένα αγωνιστικό δυναμικό που δεν φαίνεται διατεθειμένο να υποταχτεί στην επίθεση του συστήματος είτε προς χάριν της «κυβερνώσας αριστεράς» του ΣΥΡΙΖΑ, είτε της αναχώρησης του ΚΚΕ, είτε των «μεταβατικών» ασκήσεων προσαρμογής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Στην βάση αυτών των δεδομένων πρέπει να ενταθούν οι πρωτοβουλίες κοινής δράσης από την μεριά της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ τόσο σε τοπικό όσο και σε κεντρικό επίπεδο στα ανοικτά μέτωπα πάλης. Ώστε να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή της κινηματικής ανασυγκρότησης που απαιτεί η περίοδος σε αντικαπιταλιστική-αντιιμπεριαλιστική- αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση.

Η πάλη ενάντια στη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής και το φασισμό

107. Όσο κλιμακώνεται η επίθεση στα δικαιώματα και την ζωή του εργαζόμενου λαού, όσο σφίγγουν τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης από την αντιλαϊκή κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ τόσο κλιμακώνεται η καταστολή των κινητοποιήσεων, οι διώξεις αγωνιστών, οι επιστρατεύσεις απεργών, τα πογκρόμ κατά των μεταναστών.

Η επιχείρηση της «εξάρθρωσης» της ΧΑ από την μεριά της κυβέρνησης έχει ήδη αποκαλύψει τους πραγματικούς της στόχους που αφορούν, το δυνάμωμα της ολομέτωπης επίθεσης με κεντρικό άξονα την ίδια την κυβέρνηση και τους κρατικούς μηχανισμούς απέναντι στις λαϊκές οργανώσεις, την αριστερά και τον αγωνιζόμενο λαό. Η δράση του φασιστικού μορφώματος της ΧΑ με την στήριξη και ενίσχυση μερίδων του κεφαλαίου, μηχανισμών του κράτους και του συστήματος, στο έδαφος της αντιλαϊκής επίθεσης και της κινηματικής οπισθοχώρησης έχει δημιουργήσει ανθεκτικά ερείσματα σε μερίδες εργαζόμενων και νεολαίας όπως έδειξαν και οι πρόσφατες εκλογές για δήμους, περιφέρειες και ευρωβουλή, κάνοντας φανερό ότι δεν έχουμε ξεμπερδέψει με αυτό το φασιστικό μόρφωμα και ότι αυτό κουβαλάει.

Η πάλη ενάντια στον ζόφο της φασιστικοποίησης της δημόσιας ζωής και του φασισμού δεν μπορεί παρά να είναι κομμάτι της ενιαίας πάλης του λαού ενάντια στην φτώχεια, την ανεργία, την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Ενάντια στα παλιά και νέα βάρβαρα- αντιλαϊκά μέτρα. Η υπεράσπιση του δικαιώματος του λαού να οργανώνεται και να παλεύει ενάντια στους καταπιεστές του, η υπεράσπιση της συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης στους χώρους δουλειάς και παντού όπου ζει, δουλεύει και σπουδάζει αποτελεί κορυφαίο πολιτικό ζήτημα διεκδίκησης.

Η αντιλαϊκή κυβέρνηση, το αστικό κράτος, οι ιμπεριαλιστές κλιμακώνουν την επίθεσή τους στον «εχθρό λαό» με όλα τα μέσα και τους τρόπους και θα συνεχίσουν να αξιοποιούν το φασισταριό, στην κατεύθυνση αυτή.

Οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες προασπίζονται και καταχτιούνται μέσα από την αντίσταση και την πάλη, σε άμεση συνάρτηση με τους πολιτικούς-ταξικούς συσχετισμούς που διαμορφώνει το επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Στην κατεύθυνση αυτή σε κοινή δράση με ένα ευρύτερο δυναμικό αγωνιστών, οργανώσεων, κινήσεων μπορούν να δημιουργηθούν κινήσεις και πρωτοβουλίες με πλατύ δημοκρατικό αντιφασιστικό χαρακτήρα, με στόχο την μαζική κινητοποίηση του λαού, την αλληλεγγύη σε αγώνες και αγωνιστές, την ενημέρωση, την συζήτηση, την αποκάλυψη και την καταγγελία της πολιτικής της φασιστικοποίησης.

Να δημιουργήσουμε μαζικούς όρους καταγγελίας των φασιστικών δυνάμεων και της δράσης τους, με έντονο το στοιχείο της προάσπισης και της περιφρούρησης αγώνων, αγωνιστών και οργανώσεων από την φασιστική βία.

 Για το αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο πάλης του λαού

108. Η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση αποτελεί συστατικό στοιχείο του συνολικότερου αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού για την απελευθέρωσή τους.

Η υπόθεση της πάλης ενάντια στα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης από Αμερικάνους και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές συνδέεται άρρηκτα με την πάλη για την κοινωνική χειραφέτηση και απελευθέρωση από τα καπιταλιστικά δεσμά.

Η κεφαλαιοκρατική αστική τάξη της χώρας έχει συνδέσει την κυριαρχία της με το ξεπούλημα της χώρας και του λαού στους ιμπεριαλιστές. Τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης αποτελούν για την άρχουσα τάξη τους απαραίτητους όρους για εξασφάλιση «βιωσιμότητας» και «ανάπτυξης» και προπαντός της δικής της κερδοφορίας. Όσο και αν της έχει «κοστίσει», και συνεχίζει να της «κοστίζει», ο εξαρτημένος και μεταπρατικός χαρακτήρας της, έχει συνδέσει στρατηγικά την τύχη της με τους ιμπεριαλιστές,προσφέροντας τον λαό και την χώρα λεία στις ορέξεις τους. Καμία μερίδα του κεφαλαίου δεν αμφισβητεί αυτή την στρατηγική επιλογή παρά τις κατά καιρούς «κορώνες» για «εθνική κυριαρχία» και «αξιοπρέπεια» που αποτελούν το προκάλυμμα για την διαπραγμάτευση με τους ιμπεριαλιστές του ρόλου και της θέσης του ντόπιου κεφαλαίου τόσο στο εσωτερικό όσο και ευρύτερα στην περιοχή.

109. Τα μεσοστρώματα στην χώρα μας που σήμερα συνθλίβονται από την πολιτική της επίθεσης και της παράδοσης της χώρας στους τροϊκανούς ιμπεριαλιστές δείχνουν κατά καιρούς διαθέσεις αντίθεσης και αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Η αντιδραστική συμμαχία τους με την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη ήδη από την δεκαετία του ’80, με πολιτικό διαμεσολαβητή το ΠΑΣΟΚ, τα οδήγησε κατά μεγάλη πλειοψηφία να αποδεχθούν την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και ιδιαίτερα από τους ευρωπαίους σαν στοιχείο και της δικής τους ανέλιξης. Με μεγάλη ευκολία αποδέχονται τα εθνικιστικά κηρύγματα και γίνονται φορείς αντιδραστικών ξενοφοβικών πρακτικών καθώς από την φύση τους, θεωρούν ότι αποτελούν τον «κορμό» της κοινωνίας και του έθνους. Η εναντίωση στην υποβάθμισή τους, στην σημερινή περίοδο της κρίσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, κάτω από το βάρος της επίθεσης, δεν επιδιώκεται να συνδεθεί με τις αντιστάσεις και την πάλη του εργαζόμενου λαού αλλά να επιβληθεί πάνω σε αυτόν και να τον χρησιμοποιήσει σαν μοχλό πίεσης και διαπραγμάτευσης, τόσο με την αστική τάξη όσο και με τους ιμπεριαλιστές, για τα δικά τους συμφέροντα. Η αντιιμπεριαλιστική πάλη δεν μπορεί να στηριχτεί ούτε μπορεί να αναπτυχθεί από τα μεσοστρώματα τα οποία μονίμως ταλαντεύονται και στο ζήτημα αυτό καθώς κινούνται από μία ρηχή εναντίωση στον ιμπεριαλισμό έως σε πλήρη υποταγή σε αυτόν, ανάλογα με τις περιστάσεις.

110. Για την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό ο ιμπεριαλισμός και η πολιτική οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση από τους ιμπεριαλιστές αποτελούν θανάσιμους εχθρούς για τα συμφέροντά τους, για την ίδια τους τη ζωή.

Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να αποδεχθούν μία ρημαγμένη, από την ιμπεριαλιστική λεηλασία, χώρα, με εξαντλημένους τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους που θα μπορούσαν να έχουν στον έλεγχό τους, με την κατάληψη της εξουσίας, για μία αυτοδύναμη παραγωγική ανάπτυξη. Αποτελεί θανάσιμη απειλή η μετατροπή της χώρας σε βάση εξόρμησης των ιμπεριαλιστών ενάντια στους λαούς και τις χώρες της περιοχής αλλά και χωροφύλακα του λαού μας. Και όσο η πολιτική ζωή της χώρας καθορίζεται από τις επιλογές των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων τους ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις τους, με ένα αστικό πολιτικό προσωπικό υποταγμένο τόσο η επίθεση στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις θα κλιμακώνεται και η φτώχεια και η εξαθλίωση του εργαζόμενου λαού θα εξαπλώνεται.

Συνεπή και μέχρι τέλους αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστές μπορεί να δώσει μόνο η εργατική τάξη και ο λαός στην προοπτική κατάχτησης της ανεξαρτησίας της χώρας από τα πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά δεσμά. Να οικοδομήσει μέτωπο αλληλεγγύης, συνεργασίας και φιλίας με την εργατική τάξη και τους λαούς της περιοχής, ιδιαίτερα των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τους πολέμους και τις σφαγές των λαών. Για το ξεπέταγμα των ιμπεριαλιστών από κάθε περιοχή για να ζήσουν οι λαοί λεύτεροι και ανεξάρτητοι.

Η αντιμπεριαλιστική πάλη είναι εργατική υπόθεση και η ανεξαρτησία της χώρας δεν μπορεί παρά να έχει κόκκινο χρώμα.

111. Η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση στην χώρα μας έχει υποστεί σημαντική υποχώρηση σε συνάρτηση με την γενικότερη κινηματική οπισθοχώρηση, κάτω από το βάρος της επίθεσης των δυνάμεων του συστήματος αλλά και της δεξιάς μετατόπισης του μεγαλύτερου μέρους των δυνάμεων της αριστεράς.

Η συστηματική προσαρμογή στις επιλογές της ντόπιας αστικής τάξης που συνοδεύεται πολλές φορές από έναν κούφιο αντικαπιταλισμό δεν έχει σκοπό να απειλήσει τα «ιερά και τα όσια» του συστήματος της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Γίνεται συστηματική προσπάθεια να υποβαθμιστεί η αντιιμπεριαλιστική πάλη σαν «εθνικοκεντρική» απόκλιση ή να είναι προσανατολισμένη μόνο σε κάποια «εξωτερικά γνωρίσματα» του ιμπεριαλισμού, πολέμους, επεμβάσεις, εισβολές. Καμία σύνδεση με τα οικονομικά και πολιτικά στοιχεία του καπιταλισμού που γεννούν τις ιμπεριαλιστικές φρικαλεότητες σε χώρες και λαούς. Ελάχιστη έως μηδαμινή αναφορά και σύνδεση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για κυριαρχία, με την οικονομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος.

Παλιοί και νέοι ρεβιζιονιστές-ρεφορμιστές έχουν «σκαρώσει» ολόκληρες θεωρίες για να επενδύσουν πολιτικά και να δικαιολογήσουν την βαθιά τους υποτακτική επιλογή. Από τις αστικές θεωρίες της παγκοσμιοποίησης έως αυτές περί ιμπεριαλιστικής Ελλάδας έχουν σαν κοινό τους παρανομαστή τον εξοβελισμό από τους στόχους του εργατικού-λαϊκού κινήματος την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό γενικά και την πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση στην χώρα μας ειδικότερα. Η στάση αυτή των ρεβιζιονιστών-ρεφορμιστών δεν είναι καινούρια πάει πολύ πίσω στον χρόνο, συνδέεται με την κυριαρχία των αντεπαναστατικών αντιλήψεων στο κίνημα και έχει εκφραστεί κατά καιρούς με διάφορους τρόπους. Κεντρικός πυρήνας της αντίληψής της η αδυναμία της να δει την προοπτική της εργατικής τάξης και του λαού σε μία ανεξάρτητη χώρα, κυρίαρχους στον τόπο τους .

Η απαξίωση – υποτίμηση της ιμπεριαλιστικής διάστασης του καπιταλιστικού συστήματος ή η διαστρέβλωση της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό, ότι όπου υπάρχει μονοπωλιακό κεφάλαιο, υπάρχει και ιμπεριαλισμός δεν αποτελούν παρά αναπαραγωγή των θεωριών του Κάουτσκι για τον «υπερ-ιμπεριαλισμό», την συνεχή, αδιάκοπτη επέκταση-ανάπτυξη του καπιταλισμού και την «ολοκλήρωσή» του. Οι θεωρίες αυτές σε συνάρτηση με τις εκτιμήσεις για «πρώιμη» επανάσταση του Οκτώβρη ή τις απόψεις ότι η επαναστατική διαδικασία αποτελεί «μονόπρακτο», αποτελούν ομολογία ότι ο καπιταλιστικός-ιμπεριαλιστικός μονόδρομος δεν μπορεί να ανατραπεί αλλά μόνο να εξωραϊστεί. Μάλιστα δεν έχουν διστάσει να γίνουν και νεροκουβαλητές ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και συμφερόντων στην χώρα άλλος των ευρωπαίων, και άλλος των σοσιαλιμπεριαλιστών υποδεικνύοντας στη ντόπια αστική τάξη ανάλογες κατευθύνσεις.

112. Οι σημερινοί πολιτικοί, οικονομικοί, γεωστρατηγικοί όροι που καθορίζουν την ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας αποτελούν και το έδαφος της σύγκρουσης της εργατικής τάξης και του λαού με τις δυνάμεις του συστήματος. Για το εργατικό –λαϊκό κίνημα οι στόχοι της αντιιμπεριαλιστικής πάλης είναι άρρηκτα δεμένοι με την πάλη για κοινωνική απελευθέρωση και από την άποψη αυτή έχουν στρατηγικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα η εναντίωση στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση συνδέεται με την καθημερινή πάλη του λαού ενάντια στην επίθεση του συστήματος. Αποκαλύπτει πραγματικούς εχθρούς της εργατικής τάξης και του λαού και οικοδομεί όρους για την πάλη ενάντια στην βάρβαρη πολιτική τους.

  • · Πάλη για έξοδο από την ιμπεριαλιστική ΕΕ, για να σπάσουν τα δεσμά της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές που φέρνουν φτώχεια και ανεργία για την εργατική τάξη και τον λαό.
  • · Πάλη για έξοδο από το ΝΑΤΟ και διώξιμο των αμερικανονατοϊκών βάσεων από κάθε περιοχή της χώρας.

Οι στόχοι αυτοί έχουν ιδιαίτερη σημασία για την τακτική του κινήματος καθώς συνδέονται άμεσα με τους όρους που καθορίζουν την οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας και του εργαζόμενου λαού και αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της επίθεσης του συστήματος.

113. Η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση και πάλη δεν μπορεί να περιοριστεί στα πλαίσια της χώρας αλλά αποτελεί πολιτικό ζήτημα για όλους τους λαούς των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, ιδιαίτερα σήμερα που ο παροξυσμός των παρεμβάσεων και του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστών φέρνει το αιματοκύλισμα λαών και την καταστροφή χωρών. Ενάντια στους εθνικισμούς και τους κάθε είδους αλυτρωτισμούς που προωθούν οι ντόπιες αστικές τάξεις και οι ιμπεριαλιστές.

Οι λαοί έχουν κοινό συμφέρον να οικοδομήσουν ένα ενιαίο μέτωπο πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τους ντόπιους υποτακτικούς του. Να δημιουργήσουν ισχυρούς δεσμούς, φιλίας, συνεργασίας και αλληλεγγύης, αρνούμενοι να μπουν κάτω από ξένες σημαίες και να γίνουν υποχείρια του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστή, της μίας ή της άλλης αστικής τάξης.

Στην κατεύθυνση αυτή οφείλουμε να ενισχύσουμε την πάλη για μία ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρο, χωρίς εξάρτηση από Αμερικάνους και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, χωρίς στρατούς κατοχής και βάσεις, με τον λαό της, ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους, πραγματικό αφέντη στον τόπο τους. Ενάντια σε παλιά και νέα σχέδια των ιμπεριαλιστών που μοναδικό στόχο έχουν να μετατρέψουν το νησί σε «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» για την προώθηση των συμφερόντων τους στην ευρύτερη περιοχή.

Να οικοδομήσουμε την φιλία και την αλληλεγγύη με τον λαό της Τουρκίας, ενάντια στα αντιδραστικά σχέδια και τους γεωστρατηγικούς στόχους των ντόπιων αστικών τάξεων, των κυβερνήσεών τους, που καθορίζονται από τις επιδιώξεις, τους στόχους αλλά και τον σκληρό ανταγωνισμό Αμερικάνων και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών.

Να αντιταχτούμε στην πολιτική της ντόπιας αστικής τάξης της χώρας μας και των κυβερνήσεών της που συμμετέχει σε κάθε πολεμική εξόρμηση και παρέμβαση των ιμπεριαλιστών ενάντια σε χώρες και λαούς τόσο στην ευρύτερη περιοχή όσο και γενικότερα

114. Η πολιτική υποτέλειας της αστικής τάξης και των κυβερνήσεών της έχει, εκτός των άλλων, στόχο να αποσπάσει την εύνοια των ιμπεριαλιστών για τις δικές της επιδιώξεις στην περιοχή, για πιο αναβαθμισμένο ρόλο και θέση και αναζωπύρωση δικών της διεκδικήσεων απέναντι σε γειτονικές χώρες.

Να αντιταχτούμε σε κάθε αλλαγή συνόρων στην περιοχή μας και ευρύτερα καθώς αποτελεί στόχο των ιμπεριαλιστών που ικανοποιεί τις επιδιώξεις τους για διεύρυνση της κυριαρχίας τους και φέρνει δυστυχία και ποταμούς αίματος για τους λαούς. Τους διχάζει, τους αποπροσανατολίζει από τους πραγματικούς τους εχθρούς και την πάλη για τα δικά τους συμφέροντα.

Συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε την σύνθετη ονομασία της ΠΓΔΜ με γεωγραφικό προσδιορισμό ενάντια σε αλυτρωτισμούς και εθνικισμούς κάθε είδους και από πολλές αντιδραστικές πλευρές. Ενάντια στις παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστών που υποθάλπουν στην περιοχή εθνοτικά και μειονοτικά ζητήματα για να μπορούν να παρεμβαίνουν σαν επιδιαιτητές των διαφορών.

Παραμένουμε σταθεροί στην κατεύθυνση «δεν παρεμβαίνουμε, δεν διεκδικούμε» εκφράζοντας τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα που είναι αντίθετα σε κάθε προσπάθεια των ντόπιων αστικών δυνάμεων και των ιμπεριαλιστών να αναδιαμορφώσουν τον χάρτη της κυριαρχίας τους στην περιοχή σκορπώντας τον μίσος και την αλληλοσφαγή των λαών. Ταυτόχρονα είμαστε ενάντιοι σε κάθε προσπάθεια των ιμπεριαλιστών να λεηλατήσουν τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας, είτε με ειδικές ζώνες, είτε με συνεκμεταλλεύσεις ή οποιοδήποτε άλλο τρόπο.

115. Το ΚΚΕ (μ-λ) θέλοντας να υπηρετήσει την εργατική κομμουνιστική κατεύθυνση της πάλης του λαού μας και των λαών της περιοχής οφείλει να συμβάλλει στην οικοδόμηση αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού μετώπου πάλης του λαού μας, στην οικοδόμηση μετώπου πάλης των λαών των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Να εντείνει τις προσπάθειές του για την οικοδόμηση σχέσεων με αριστερές και κομμουνιστικές οργανώσεις και κόμματα της περιοχής έτσι ώστε μέσα για κοινές πρωτοβουλίες και δράσεις ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο και τον εθνικισμό.

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr