Το εκλογικό αποτέλεσμα στη Βαυαρία -και οι πιθανές εξελίξεις που θα πυροδοτήσει- είναι το βασικό θέμα στη Γερμανία. Οι αναλύσεις του γερμανικού Τύπου συμφωνούν στο προφανές! Οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Τίθενται πολλά ερωτήματα σχετικά με τον αντίκτυπο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια να αποκωδικοποιηθεί η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και η συσχέτισή της με μελλοντικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Γεγονός είναι πως το 37,4% του CSU είναι τεράστια ήττα για ένα κόμμα που από το 1958 που κατέχει την εξουσία στη Βαυαρία κυβερνούσε με άνετη αυτοδυναμία, με ποσοστά γύρω στο 50-60%. Το αυτό ισχύει και για τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), που υποδιπλασίασαν το ποσοστό τους, μένοντας στο 9,7%. Από την άλλη, η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) -η οποία συμμετείχε πρώτη φορά σε βαυαρικές εκλογές- αν και ξεπέρασε το 10% και εκπροσωπείται πλέον σε 15 από τα 16 κοινοβούλια ομόσπονδων κρατιδίων, δεν βίωσε το εκλογικό αποτέλεσμα ως επιτυχία. Και αυτό όχι τόσο γιατί στόχευε σε μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά λόγω των… Πράσινων, οι οποίοι υπερδιπλασίασαν τα ποσοστά τους, πλησιάζοντας το 20%, και αναδείχθηκαν δεύτερο κόμμα σε μεγάλη απόσταση από το AfD.
Τέλος, οι «Φιλελεύθεροι» κατάφεραν τελικά να μπουν στην τοπική Βουλή με ποσοστό 5,1% και πιθανά μαζί με τους «Ελεύθερους Ψηφοφόρους» (τοπικό κόμμα προερχόμενο από το CSU) να συμμαχήσουν με το CSU για τη νέα κυβέρνηση. Εκτός Κοινοβουλίου, όπως αναμενόταν, μένει «η Αριστερά», με 3,2%.
Θα κρίνει το αποτέλεσμα στη Βαυαρία το πολιτικό μέλλον της σημερινής κυβέρνησης Μέρκελ και κατ΄ επέκταση της ίδιας; Όλα είναι ανοιχτά και «θα έχουμε πολλές συζητήσεις»,
δήλωσε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του ο πρόεδρος της Βουλής και πάντα ψύχραιμος Σόιμπλε, λέγοντας ότι ο ρόλος της Μέρκελ «δεν είναι πλέον αδιαμφισβήτητος». Όσο για τους Σοσιαλδημοκράτες, δήλωσε ότι: «δεν θα χαλάσει ο κόσμος» αν αποχωρήσουν από την κυβέρνηση! Πάντως, τα συγκυβερνώντα κόμματα δεν θέτουν ακόμη τα ζητήματα στο τραπέζι και δεν αναμένονται άμεσες «διορθωτικές» κινήσεις. Ο απολογισμός μετατίθεται για μετά τις εκλογές στο κρατίδιο της Έσσης, στις 28 Οκτωβρίου. Σε περίπτωση που επαναληφθούν τα αποτελέσματα της Βαυαρίας, τότε ενδεχομένως να τεθούν σε αμφιβολία πολλά πράγματα στο εσωτερικό της συγκυβέρνησης, ακόμα και η επανεκλογή της Μέρκελ στην προεδρία του κόμματος στο συνέδριο των Χριστιανοδημοκρατών τον ερχόμενο Δεκέμβριο.
Αν και η θέση της Μέρκελ είναι ήδη κλονισμένη, αφού οι απώλειες του CSU αποτελούν πλήγμα και για την ίδια, προς το παρόν δεν φαίνεται να τίθεται θέμα για το πολιτικό της μέλλον. Κάποιες προσεγγίσεις μάλιστα εκτιμούν ότι η ενδεχόμενη αποκαθήλωση του Ζεεχόφερ από την προεδρία του CSU ίσως να αποτελέσει ένα καλό δώρο στη Μέρκελ, κάμπτοντας την πίεση κάποιων «αντιμερκελικών» που ζητούν να μιμηθεί τις τακτικές των Ζέντερ-Ζεεχόφερ. Η πίεση που της ασκούνταν για μια τέτοια μετατόπιση εκτιμάται ότι θα μειωθεί, ιδιαίτερα αν οι Πράσινοι και το SPD έχουν καλά αποτελέσματα στην Έσση. Άρα, από την πλευρά της η Μέρκελ «καθόλου δεν θα ανησυχήσει για την καριέρα του Ζεεχόφερ»!
Είναι γεγονός πως η γενικότερη αναστάτωση που προκάλεσε στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας η εμφάνιση της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (ΑfD) εξακολουθεί να αποτελεί πονοκέφαλο για CSU/CDU. Ο Ζεεχόφερ, ως ηγέτης του CSU επί σειρά ετών, πρωθυπουργός της Βαυαρίας μέχρι πέρσι και ομοσπονδιακός υπουργός Εσωτερικών από το Μάρτιο, οπότε συγκροτήθηκε ο νέος «μεγάλος συνασπισμός», πρωταγωνίστησε σε πολλά επεισόδια σύγκρουσης με την καγκελάριο Μέρκελ, συνήθως με αιχμή τη μεταναστευτική πολιτική. Ο Ζεεχόφερ μπορεί ακόμα και τώρα να επιμένει ότι θα συνεχίσει το έργο του στο υπουργείο, ωστόσο πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί το πιθανότερο αυριανό «θύμα» των βαυαρικών εκλογών. Δεν είναι καθόλου εύκολο πλέον να ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει τη «φωνή της Βαυαρίας», όταν εκπροσωπεί το 37%. Τόσο το CDU όσο και το SPD θα μπορούσαν να επωφεληθούν, αναφέρει σε άρθρο του το Spiegel, «προσπαθώντας να κυβερνήσουν πιο ενεργά από όσο τους επέτρεψε η ηγεσία του CSU, στο μεγαλύτερο διάστημα αυτής της συγκυβέρνησης». Ωστόσο, η κατάσταση περιπλέκεται από το συνεχές εκλογικό κατρακύλισμα των Σοσιαλδημοκρατών, πράγμα που γεννά ανησυχίες σε όλο το πολιτικό σύστημα για «αντιδράσεις πανικού» από τους Σοσιαλδημοκράτες, κάτι που δεν μπορεί πλέον να αποκλειστεί!
Οι εκλογές στα κρατίδια, που κάθε λίγο σημαδεύουν το γερμανικό πολιτικό σκηνικό, με τη γενικότερη συμβολή τους στο πολιτικό σκηνικό, έχουν διττή σημασία και χρησιμότητα! Βασικά αποτελούν μια βαλβίδα εκτόνωσης σε τοπικό επίπεδο των γενικότερων προβλημάτων σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Σε συνάρτηση με αυτό, τα εκλογικά αποτελέσματα είναι ενδεικτικά των τάσεων που καταγράφονται στο εκλογικό σώμα, διαμορφώνοντας και την ανάλογη αντιμετώπισή τους στο ομοσπονδιακό επίπεδο. Δύσκολα λοιπόν θα μπορούσε κανείς να τις υποβαθμίσει.
Σήμερα στη Βαυαρία οι ψηφοφόροι (που ο γερμανικός Τύπος εκτιμά ότι αντιπροσωπεύουν σε σημαντικό βαθμό και τους υπόλοιπους Γερμανούς) έδειξαν πόσο εύκολα αποκηρύσσονται πολιτικές δυνάμεις που λειτουργούν δεκαετίες τώρα ως ένα αδιαμφισβήτητο δεδομένο, κάτι σαν «πολιτικό καρτέλ». «Το παλιό CSU πέθανε» και «ένα ακόμη κεφάλαιο της γερμανικής μεταπολεμικής ιστορίας έχει τελειώσει», γράφει το Spiegel στην ηλεκτρονική του έκδοση και εκτιμά ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα επηρεάσει όλη τη Γερμανία, ότι είναι μια τάση σε παγγερμανικό επίπεδο. Το ερώτημα είναι, ωστόσο, πού οδηγεί αυτή η τάση; Όσο σίγουρο είναι ότι δεν συνεπάγεται, με γραμμικό τρόπο, κάποια κατάληξη προς «άκρα» για την επόμενη περίοδο άλλο τόσο δείχνει ξεκάθαρα ότι είναι πλέον πολύ δύσκολο τα αποτελέσματα που παράγει να τα «σπρώξουν κάτω από το χαλί».
Πάντως ο κατακερματισμός της γερμανικής πολιτικής σκηνής αποτυπώνει κάτι πολύ ευρύτερο στην πολιτική ζωή της Γερμανίας. Σίγουρα όχι το ποιος θα χρεωθεί την «ιστορικών διαστάσεων» ανατροπή στη Βαυαρία: ο Ζεεχόφερ, ο Ζέντερ ή η Μέρκελ. Κατά συνέπεια, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι αν θα αναζωπυρωθεί στο CSU η κουβέντα για την ηγεσία ή κατά πόσον οι ηττημένοι θα επιρρίψουν την ευθύνη στο Βερολίνο και στην επτάμηνη διακυβέρνηση του νέου «μεγάλου συνασπισμού», που η βιωσιμότητά του τίθεται σε αμφιβολία από τη γέννησή του. Είναι το πού οδηγεί το «τέλος μιας εποχής» και η αρχή μιας νέας, με τα πολλά ανοιχτά μέτωπα της Γερμανίας τόσο στο πεδίο του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού όσο και παγκόσμια.
Οι σημερινοί κλυδωνισμοί στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας μπορούμε να πούμε ότι συνδέονται μόνο επιφανειακά με τη Μέρκελ και την πολυετή διακυβέρνησή της. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, είναι συνυφασμένοι με τους ίδιους τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης, οι οποίοι μεταπολεμικά είναι διχασμένοι ανάμεσα στην απλή διατήρηση των «παραδοσιακών οικονομικών» αξιών της και σε ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο για την ποιοτική αναβάθμιση των στόχων του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Η πόλωση στη Γερμανία δεν έχει φτάσει στο ίδιο επίπεδο, όπως έχει συμβεί σε άλλες δυτικές κοινωνίες. Αλλά η πολιτική τάξη της Γερμανίας πόσο καλά είναι προετοιμασμένη για όλα αυτά τα σενάρια που πλέον τίθενται εκ των πραγμάτων;
ΧΒ