Η κινηματική αρχή της νέας σχολικής χρονιάς, όπως φαινόταν και από τα πρώτα δείγματα, δεν ήταν καλή. Η απεργία που εξάγγειλε η ΔΟΕ στις 15/9 έγινε σε υποτονικό κλίμα. Hταν μια απεργία που έκανε το ΔΣ της ΔΟΕ για να βγει από την υποχρέωση. Με αυτή την οπτική της συμπεριφέρθηκε, με αυτή την οπτική επέλεξε να καλέσει απεργιακή συγκέντρωση έξω από το Υπουργείο Παιδείας, με αυτή την οπτική οι διάφοροι «αιρετοί» σε υπηρεσιακά συμβούλια τροφοδότησαν και ενίσχυσαν την κυβερνητική προπαγάνδα ότι «όλα είναι πολύ καλύτερα από άλλοτε μπροστά στο πρώτο χτύπημα του κουδουνιού των σχολείων».
Αντίστοιχα, συνεχίστηκε το γνωστό για χρόνια παιχνιδάκι ανάμεσα στις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες: Οταν η μία καλεί σε απεργία, η άλλη να μη συντάσσεται – κίνηση, πάντα βέβαια, συνοδευόμενη από άπειρη χαρτούρα περί «πανεκπαιδευτικών μετώπων» και άλλα διαλεχτά παραμύθια. Ετσι, η ΟΛΜΕ κήρυξε τρίωρη στάση εργασίας, την οποία μάλιστα φρόντισε να χαρακτηρίσει «διευκολυντική», μην τυχόν και μπερδευτεί κανένας και νομίζει ότι καλείται να απεργήσει και να κινητοποιηθεί.
Αυτή η πολιτική των Ομοσπονδιών ενίσχυσε το κλίμα μοιρολατρίας και αναπόδραστου της επίθεσης, που υπάρχει έτσι κι αλλιώς στα σχολεία, ως αποτέλεσμα των απογοητεύσεων από την κυβερνητική πολιτική (από έναν κλάδο του οποίου μεγάλο τμήμα είχε ισχυρές αυταπάτες) αλλά και ακόμα περισσότερο της μακρόχρονης πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής αποσυγκρότησης του κινήματος των εκπαιδευτικών. Ετσι, το νέο εργασιακό τοπίο της πολύ αυξημένης πίεσης, της ελαστικοποίησης έως διάλυσης των εργασιακών σχέσεων, της παραβίασης και ανατροπής ωραρίων δημιουργεί αγανάκτηση ή κατήφεια (χαρακτηριστικό είναι ότι μια πρόσφατη χοντροκομμένη απόπειρα τρίωρης έμμεσης αύξησης του ωραρίου μέσω υποχρεωτικής εβδομαδιαίας επιμόρφωσης πέρασε στο ντούκου), οι οποίες, όμως, είτε καταστέλλονται κάτω από το «τουλάχιστον έχουμε μια δουλειά» είτε εκτονώνονται σε ενδοεκπαιδευτικές φαγωμάρες μονίμων – αναπληρωτών, ειδικοτήτων, βαθμίδων κ.λπ.
Σε όλη αυτή την κατάσταση, σημαντικό ρόλο έχει παίξει και όλος αυτός ο «συνδικαλισμός» των ΠΥΣΠΕ/ΠΥΣΔΕ, ο «συνδικαλισμός» της ατομικότητας και της «σωστής και δίκαιης εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου». Η κατάσταση που περιγράφηκε παραπάνω για τον κλάδο των εκπαιδευτικών τροφοδοτήθηκε και ανατροφοδοτεί αυτού του είδους τον «συνδικαλισμό». Τροφοδοτεί, δηλαδή, τη διάλυση και την ήττα. Πάντως, δεν είναι αμελητέα για τη συγκυρία αυτή και η επίδραση που είχε η προπαγανδιστική καταιγίδα της κυβέρνησης («πρώτη φορά κανονικά» κ.λπ.) που λειτούργησε αποτελεσματικά και παραλυτικά σε σχέση με το ενδεχόμενο κίνησης των εκπαιδευτικών. Αλλά και σε αυτή την επικοινωνιακή καταιγίδα δεν είναι τυχαίο το πόσοι έσπευσαν να βρουν «θετικά σημεία» στις αλλαγές στα γυμνάσια, δείχνοντας πόσο ζαλισμένος είναι ο κλάδος (αλλά και η αριστερά). Γιατί μόνο παραζάλη και μεγάλη σύγχυση είναι να βρίσκει κανείς θετικά σημεία σε έναν ορυμαγδό μνημονιακών μέτρων…
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον όσες συνελεύσεις έγιναν ήταν άμαζες, ενώ η απεργία είχε μικρά ποσοστά συμμετοχής. Αντίστοιχα, η απεργιακή συγκέντρωση έξω από το υπουργείο δεν ξεπέρασε τις λίγες εκατοντάδες και το κλίμα ήταν εντελώς υποτονικό.
Οσο προχωράνε, βέβαια, οι μέρες, θα γίνεται όλο και πιο αντιληπτή η εργασιακή επιδείνωση σε δασκάλους και καθηγητές. Καθώς και το γεγονός ότι οι εξετάσεις στα δώδεκα μαθήματα του γυμνασίου που γίνονται τέσσερα, σε τίποτα δε θα μειώσει την ταξικότητα και την πολιτική των φραγμών και των περικοπών.
Αλλωστε, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι η κυβέρνηση και το σύστημα συνολικά έχουν μια σοβαρή εκκρεμότητα με το ζήτημα της ροής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ενώ πάγια κατεύθυνση του συστήματος είναι η μαζικοποίηση της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης, η παραγωγική αποσυγκρότηση της χώρας δεν κάνει καθόλου ελκυστική αυτή την επιλογή για τους μαθητές. Αποτέλεσμα είναι ότι τα ΕΠΑΛ έχουν απομαζικοποιηθεί δραματικά. Εκεί, πρέπει να περιμένουμε ρυθμιστική κυβερνητική παρέμβαση. Με δεδομένη, όμως, την εξαρτημένη φύση του ελληνικού καπιταλισμού αλλά και την κρίση του, η επιλογή της ΤΕ Εκπαίδευσης θα συνεχίσει να είναι απωθητική για τη μαθητική νεολαία. Για αυτό και η κυβερνητική αυτή παρέμβαση δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από μια βίαιη απώθηση μαθητικού δυναμικού (μέσω άγριων φραγμών) είτε προς την ΤΕ Εκπαίδευση είτε προς πιο καθαρόαιμες δομές κατάρτισης. Η αλήθεια είναι ότι το σχέδιο που δημοσιεύτηκε ως «πόρισμα του διαλόγου για την παιδεία» κολλάει ιδιαίτερα με ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μένει να δούμε. Οπως μένει να δούμε και πώς θα εφαρμοστεί ο αυτόματος κόφτης στην παιδεία που περιμένει πανέτοιμος.
Μέχρι, όμως, να τα δούμε αυτά, ο αντίπαλος κερδίζει βήματα ή και άλματα στην εφαρμογή της επίθεσής του. Αμεσα καθήκοντα είναι η αποδόμηση όλης της αποπροσανατολιστικής επικοινωνιακής κυβερνητικής εκστρατείας, το άνοιγμα στους εκπαιδευτικούς όλων των πολιτικών και εκπαιδευτικών ζητημάτων, η κριτική στον ψεύτικο συνδικαλισμό της συνδιοίκησης, των τροπολογιών και του εικονικού κινήματος και η προετοιμασία μεγάλων αγώνων για μόνιμη δουλειά με δικαιώματα, ενάντια στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, για σπουδές για όλους ενάντια στους φραγμούς και τις περικοπές. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αποκρουστεί το όλο και διευρυνόμενο κλίμα διαίρεσης και ανθρωποφαγίας στο εσωτερικό του κλάδου. Γνωρίζοντας, πάντως, ότι πραγματικός φραγμός σε τέτοιο κλίμα μπορεί να μπει μόνο από σοβαρούς αγώνες αντίστασης και διεκδίκησης.