Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 890)
Πάνω από 80% η αποχή των εκπαιδευτικών από τις διαδικασίες αυτοαξιολόγησης
Ζητούμενο η συγκρότηση κεντρικής αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική
Τους δύο τελευταίους μήνες περίπου, ένα νέο πολιτικό δεδομένο έχει κάνει την εμφάνιση του: η έμπρακτη εκδήλωση της οργής και της αντίστασης του λαού με κύριο κορμό τμήματα της νεολαίας, φοιτητικής και όχι μόνο. Αυτό αποδεικνύουν οι μαζικές διαδηλώσεις -που ακόμα επιμένουν- ενάντια στο τερατούργημα Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη και ενάντια στην κρατική τρομοκρατία, την καταστολή και τη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής.
Αντανάκλαση αυτού του κλίματος αποτυπώθηκε και στο χώρο της Α΄ βάθμιας και Β΄ βάθμιας εκπαίδευσης, για το ζήτημα της αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων, με τα συντριπτικά ποσοστά αποχής. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι εξομοιώνουμε τις δίμηνες μαζικές κινητοποιήσεις, τη μαζική πάλη νεολαίας-λαού με την απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών. Τονίζουμε, ωστόσο, ότι το υπόβαθρο είναι κοινό, δηλαδή η αντίθεση με την πολιτική της κυβέρνησης σε όλα τα μέτωπα, ενώ έχουμε πλήρη επίγνωση ότι οι όροι εκδήλωσής της σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάσταση που υπάρχει σε κάθε χώρο.
Πέρα, λοιπόν, από αυτό το κοινό υπόβαθρο, εκφράστηκε η έντονη δυσαρέσκεια δασκάλων και καθηγητών απέναντι στην αξιολόγηση, αλλά και σε όλη την αντιδραστική επίθεση που εξαπέλυσε η κυβέρνηση μέσα στην πανδημία, με μεγάλο θράσος και ατιμία, για να συντρίψει το δικαίωμα του λαού στις σπουδές και να διαλύσει τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών. Ταυτόχρονα, έπαιξε ρόλο και η υποτιμητική στάση Κεραμέως-κυβέρνησης, που θεωρούσαν ανίκανους τους εκπαιδευτικούς να αντιδράσουν στην επίθεση που δέχονταν.
Το θετικό βήμα της απόρριψης της αυτοαξιολόγησης γίνεται περισσότερο κατανοητό αν σκεφτούμε ότι έγινε με τα περισσότερα σχολεία κλειστά, χωρίς συνελεύσεις και συζητήσεις και ενώ το σύστημα έχει κάνει σοβαρά βήματα νομιμοποίησης της αξιολόγησης στις συνειδήσεις των εκπαιδευτικών, μετά από τόσα χρόνια αξιολογικής περικύκλωσής τους. Τέλος, επιβαρυντικός παράγοντας ήταν και το γεγονός ότι η μάχη αυτή δόθηκε μέσα στους συλλόγους διδασκόντων, δηλαδή στα θεσμικά όργανα του αντιπάλου… Παρόλα αυτά, δόθηκε ένα πρώτο χαστούκι στην κυβέρνηση και στάλθηκε ένα θετικό μήνυμα αντίστασης για το λαό.
Αυτό το θετικό βήμα που έγινε αποτελεί δεδομένο και παρακαταθήκη που πρέπει να αξιοποιηθεί. Να αξιοποιηθεί, όμως, από ποιον, σε ποια κατεύθυνση και με ποιο σκοπό; Το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο για κάθε αγωνιστή που θέλει να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του λαού μέσα αλλά και έξω από το χώρο της εκπαίδευσης.
Παρόλο που ΟΛΜΕ και ΔΟΕ προσπάθησαν να οικειοποιηθούν τη μάχη αυτή, η αλήθεια είναι ότι οι ηγεσίες τους (μέσω της πλατιάς και απρόσκοπτης συμπαράταξης ΣΥΝΕΚ/ΕΡΑ – ΠΕΚ/ΔΗΣΥ – ΠΑΜΕ και με την εξαίρεση-ξεδιάντροπη τοποθέτηση της ΔΑΚΕ ως γραφείου Τύπου της κυβέρνησης) έκαναν το ελάχιστο καλώντας τον κλάδο «να συμμετέχει σε έναν αγώνα που είναι καθόλα νόμιμος και ο οποίος δεν έχει κανένα κόστος»! Σε αυτή την αποθέωση της «εξυπνάδας» της απεργίας–αποχής ως μορφή πάλης, συμπαρατάχθηκαν χωρίς επιφυλάξεις και οι Παρεμβάσεις, οι οποίες μόνο όπου δέχονταν σοβαρή πίεση από τη θέση των Αγωνιστικών Κινήσεων άνοιγαν τη συζήτηση της αναγκαιότητας «επόμενου βήματος».
Η πρόταξη της νομιμότητας δεν αποτέλεσε μία λανθασμένη τακτική της ΟΛΜΕ-ΔΟΕ για να διευρυνθεί το μέτωπο του αγώνα, αλλά ήταν μία δήλωση νομιμοφροσύνης προς το σύστημα. Το μικρό όχι που είπαν ήταν μία προσπάθεια να ξεπλύνουν την ατιμωτική συνθηκολόγησή τους, που όλο το προηγούμενο διάστημα δεν κούνησαν το δάχτυλό τους ενάντια στην κυβερνητική επίθεση (τηλε-“εκπαίδευση”, τράπεζα θεμάτων-μείωση εισακτέων, νόμος για την επαγγελματική εκπαίδευση). Ακόμη, αυτή η στάση των υποταγμένων στο σύστημα ηγεσιών ήταν έκφραση της δυσαρέσκειάς τους απέναντι στην άγαρμπη κίνηση της κυβέρνησης να τους απαξιώσει εντελώς ως μηχανισμό παζαριών και διαμεσολάβησης, πετάγοντάς τους έξω από τα όργανα συνδιοίκησης.
Και αυτό που αποδεικνύει περίτρανα τον υπονομευτικό ρόλο ΟΛΜΕ-ΔΟΕ είναι το γεγονός ότι, ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση θα επιχειρήσει με κάθε τρόπο να περάσει την αξιολόγηση και όλη την αντιδραστική της πολιτική, οι ηγεσίες αυτές προτείνουν το απόλυτο τίποτα, σπέρνοντας συνειδητά τον εφησυχασμό, τον αποπροσανατολισμό και την ηττοπάθεια. Ούτε συνελεύσεις, ούτε προετοιμασία για απεργία, ούτε καν κουβέντα για συνέχιση του αγώνα. Ούτε, φυσικά, στοιχειώδης προετοιμασία δασκάλων και καθηγητών ότι ο αγώνας δεν θα είναι στιγμιαίος, αλλά χρειάζεται διάρκεια, μαζικότητα, αποφασιστικότητα. Ουσιαστικά, ΟΛΜΕ και ΔΟΕ κάλεσαν τους εκπαιδευτικούς σε έναν αγώνα “της μίας ριξιάς”, σε μία ξεκομμένη κίνηση χωρίς καμία συνέχεια και προοπτική, επιβεβαιώνοντας για ακόμη μία φορά το ρόλο τους ως νεροκουβαλητές της συστημικής πολιτικής.
Η δημιουργία προϋποθέσεων και όρων για τη συγκρότηση κεντρικής αντιπαράθεσης είναι καθήκον όλων των πραγματικά αγωνιστικών δυνάμεων, όλων των αγωνιστών που θέλουν να υπερασπιστούν και να διευρύνουν τα λαϊκά δικαιώματα στην εκπαίδευση και όχι μόνο. Με τα σωματεία μας, που είναι ανάγκη να ανασυγκροτηθούν σε όργανα πάλης, μέσα από γενικές συνελεύσεις και θέτοντας την αναγκαιότητα μαζικού και δυναμικού απεργιακού αγώνα οι ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ προσπαθούν να συμβάλλουν στην παραπάνω κατεύθυνση, συσπειρώνοντας όσες περισσότερες δυνάμεις για τη αναγκαία και σίγουρα όχι εύκολη συνέχιση του αγώνα.