Πάνω από 3,5 χρόνια διαρκούν οι διαπραγματεύσεις Ελλάδας-Αλβανίας για τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων στις διμερείς τους σχέσεις. Η πρόσφατη συνάντηση στο Νταβός Τσίπρα-Ράμα και οι συζητήσεις στο ανώτατο επίπεδο δείχνουν πως έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την επίτευξη μιας συμφωνίας. Ελληνικές πηγές κάνουν λόγο για “άνοιγμα του δρόμου για πλήρη εξομάλυνση και αναβάθμιση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες”, ενώ τις εμφανίζουν “έτοιμες για στρατηγική συμφωνία που θα επιλύει κρίσιμες διαφορές και θ” ανοίγει το δρόμο για προώθηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων” (εννοείται στην ΕΕ της γείτονος). Μάλιστα ευελπιστούν η διευθέτηση των ζητημάτων να ολοκληρωθεί εντός της προσεχούς άνοιξης.
Με δηλώσεις του ο ΥΠΕΞ της Ελλάδας Κοτζιάς τονίζει ότι η διευθέτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και γενικότερα των θαλασσίων συνόρων ανάμεσα στις δύο χώρες προχωρά, ενώ υπογραμμίζει ότι όλα τα εκκρεμή θέματα βαίνουν προς επίλυση. Οι συζητήσεις συμπεριλαμβάνουν τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία αλλά και τα δικαιώματα των Αλβανών που ζουν στην Ελλάδα. Ο Κοτζιάς δηλώνει ότι “δεν υφίσταται “Τσάμικο” ζήτημα και δεν αποτελεί αντικείμενο συζήτησης”, ταυτόχρονα η ελληνική πλευρά διαψεύδει (ανεπισήμως) ότι στις συζητήσεις περιλαμβάνεται και το “θέμα των Τσάμηδων”.
Παράλληλα η αλβανική πλευρά προχώρησε σε κινήσεις καλής θέλησης με την έκδοση δύο αποφάσεων που επιτρέπουν την εκταφή των Ελλήνων στρατιωτών του αλβανικού μετώπου, διαδικασία που ξεκίνησε ήδη και αναμένεται να συνεχιστεί επί μακρόν. Σε συνέντευξή του σε τηλεοπτικό σταθμό λίγες μέρες πριν αλλά και στην εφημερίδα Τα Νέα στις 6/2 ο αλβανός πρωθυπουργός τονίζει ότι “εδαφικό ζήτημα δεν μπορεί να σταθεί”, δεν υπάρχουν εδαφικές διεκδικήσεις από πλευράς της χώρας του, ενώ αναγνωρίζει με τη σειρά του ότι μια συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα είναι κοντά. Στην ίδια συνέντευξη, που έτυχε ευρείας δημοσιότητας από πολλά μέσα ενημέρωσης, αναφέρει χαρακτηριστικά: “Συζητάμε όλα τα θέματα. Πρόκειται για κινήσεις σκακιού”.
Ο ίδιος ο Ράμα, ωστόσο, στις δηλώσεις του θέτει ζήτημα Τσάμηδων στην Ελλάδα, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι “οι (Αλβανο)Τσάμηδες είναι αλβανοί πολίτες με δικαιώματα που πρέπει να γίνονται σεβαστά όπως για κάθε πολίτη της ΕΕ”, εστιάζοντας ιδιαίτερα στο “δικαίωμα της ανάμνησης” – όπως το αποκαλεί – όσων “δικαίως ζητούν μνημείο στην Ελλάδα ως ανάμνηση”. Είναι φανερό ότι η αλβανική πλευρά θέλει να τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων το θέμα των Τσάμηδων, της δυνατότητάς τους να διεκδικήσουν δικαστικά περιουσιακά δικαιώματα, “αυτά που μας ανήκουν” (όπως σημειώνει), αρκεί να μη βλάψει τα υπόλοιπα θέματα, όπως λέει.
Από την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων γίνεται φανερό ότι και οι δύο πλευρές επιζητούν μια συμφωνία στα μείζονα θέματα τριβής που αντιμετωπίζουν εδώ και χρόνια. Η ελληνική θα ήθελε μια διευθέτηση στα θαλάσσια σύνορα, μια “κατοχύρωση” των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας, ενώ επ” ουδενί δεν θέλει ν” ακούσει τα περί Τσάμηδων. Κάτι τέτοιο θα της δώσει τη δυνατότητα να επικεντρώσει στα ζητήματα με την ΠΓΔΜ και κυρίως στο “ανατολικό μέτωπο” που ακούει στο όνομα Τουρκία. Η αλβανική ομοίως αναφορικά με τα σύνορα, μια “διασφάλιση” των Αλβανών που ζουν στη χώρα μας και κυρίως την εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα που θ” αποτελέσει εισιτήριο για την ένταξη της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτά στην επιφάνεια. Γιατί στο πολλές φορές αναδυόμενο υπόβαθρο η “Τσαμουριά” και η “Βόρειος Ήπειρος” δίνουν και παίρνουν. Το αν σήμερα πιο πολύ προβάλλουν τα “αιτήματα” των γειτόνων, έχει να κάνει με αυτό που ο ίδιος ο Ράμα χαρακτηρίζει “κινήσεις σκακιού”, κινήσεις δηλαδή τακτικής με βάση συσχετισμούς κι επιδιώξεις. Στο συγκεκριμένο ζήτημα μάλιστα οι αλυτρωτισμοί ένθεν κακείθεν είναι πλειστάκις δεδηλωμένοι, εδραζόμενοι στην κάθε φορά εκτίμηση κάθε αστικής τάξης στις δύο πλευρές των συνόρων περί δυνατοτήτων και ευκαιριών. Αυτών που αναδεικνύουν οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί, για την ακρίβεια αυτών που νομίζει κάθε αστική τάξη ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί.
Σ” ένα γενικότερο πλαίσιο και αναφερόμενοι στην περιοχή μας, η επίσπευση για εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα σε μια σειρά χώρες που “ανήκουν” ή εν δυνάμει “οδεύουν” στους ευρωατλαντικούς συνασπισμούς είναι κάτι παραπάνω από φανερό από ποιόν υπαγορεύεται, στη βάση ποιων σχεδιασμών εντάσσεται. Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί και η Ελληνοαλβανική προσέγγιση που καθόλου δε σημαίνει ότι παραιτούνται οι δύο άρχουσες τάξεις του αλυτρωτισμού τους. Με αυτή την έννοια, τίποτα δεν αποκλείει μια αναζωπύρωση του σωβινισμού και μια επαναφορά του ακόμη και στο επίσημο προσκήνιο, αν κι εφόσον κριθεί σκόπιμο κύρια από τα υπερατλαντικά αφεντικά τους, όσο κι αν σήμερα δεν δείχνει να βρίσκεται σε πρώτη προτεραιότητά τους.
Για τους λαούς Ελλάδας και Αλβανίας η διέξοδος βρίσκεται στους κοινούς τους αγώνες για τα κοινά τους συμφέροντα ενάντια στους κοινούς τους εχθρούς, τις δύο αστικές τάξεις και τους ιμπεριαλιστές-προστάτες τους. Μια άμβλυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις αστικές τάξεις των δυο χωρών, ακόμη κι αν δεν είναι καθόλου στέρεη στη βάση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης κι επιδιαιτησίας αλλά και των εθνικιστικών τους χαρακτηριστικών, μπορεί να δώσει το χρόνο για την ανασυγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού, αντιεθνικιστικού και αντιπολεμικού κινήματος που είναι και το μόνο που μπορεί να θέσει το σύνολο των ζητημάτων στη ταξική διάσταση φιλίας, ειρήνης, αλληλοσεβασμού και αλληλεγγύης των δύο λαών.