Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 892)
Μεγάλη δημοσιότητα έλαβαν σε όλα σχεδόν τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ τόσο το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού Κ. Σημίτη (αναδημοσίευση στα «ΝΕΑ» περυσινού άρθρου του στην ίδια εφημερίδα) όσο και η απάντηση του επίσης πρώην πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή που τον είχε τότε διαδεχτεί. Ελσίνκι, λοιπόν, ή Βρυξέλλες; Πρόκειται για τις πόλεις όπου διεξήχθηκαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Δεκέμβρη του 1999 και το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ το Δεκέμβριο του 2004 αντίστοιχα. Οι γράφοντες επιχειρούν να καταδείξουν τη “διαφορά στρατηγικής” που ισχυρίζονται πως έχουν οι δύο πολιτικές στάσεις που οι κυβερνήσεις τους κράτησαν. Αντιπαρερχόμαστε το βαρύγδουπο της έκφρασης, μιας και η ιστορία διδάσκει ότι χώρες και αστικές τάξεις εξαρτημένες, που δεν ελέγχουν το σύνολο των δεδομένων, αδυνατούν να χαράξουν ακόμη και τακτική, πόσο μάλλον στρατηγική. Ας θυμηθούμε, ωστόσο, ορισμένα πράγματα.
Το Γενάρη του 1996, αμέσως μετά τα γεγονότα στα Ίμια, ο Σημίτης (ένας από τους 4 σε επίπεδο κορυφής της φιλοευρωπαϊκής τάσης μέσα στο ΠΑΣΟΚ, που αμφισβητούσε ανοιχτά τον φιλοαμερικανικό προσανατολισμό του Ανδρέα Παπανδρέου - οι άλλοι τρεις ήταν ο Π. Αυγερινός, η Β. Παπανδρέου και ο Θ. Πάγκαλος) αναγκάζεται να εκστομίσει το διαβόητο “ευχαριστούμε τις ΗΠΑ”. Αναγνώρισε γλαφυρά τότε ποιος ήταν ο παίκτης που έκανε κουμάντο στην περιοχή του Αιγαίου και όχι μόνο. Θεωρεί, λοιπόν, μεγάλη επιτυχία όσα καταγράφηκαν στο Ελσίνκι, αφού αποσυνδέθηκε η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ από τη λύση του κυπριακού ζητήματος (που έγινε μέλος μαζί με άλλες εννέα χώρες αργότερα) και συνδέθηκε η εκκίνηση ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στην ΕΕ με την προηγούμενη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Καταλογίζει στον Κ. Καραμανλή ανατροπή αυτής της πολιτικής πέντε χρόνια αργότερα στις Βρυξέλλες σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της Τουρκίας. Παράλληλα, υπενθυμίζει ότι στο Ελσίνκι γίνεται μνεία για δυνατότητα επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών ακόμη και μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η επόμενη κυβέρνηση Καραμανλή θεώρησε τα συμφωνηθέντα στο Ελσίνκι επιζήμια και τετελεσμένα, από τα οποία χρειαζόταν άμεση “απεμπλοκή”. Βασικός λόγος ήταν η αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, όπως λέει σήμερα ο πρώην πρωθυπουργός, που προέκυπτε από τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη Χάγη της Τουρκίας για όποιο ζήτημα έκρινε, ακόμη και για το καθεστώς νησιών και βραχονησίδων, αφού η χώρα μας συνομολόγησε τη δικαιοδοσία αυτή. Κατηγορεί τον Κ. Σημίτη ότι είχε ανάλογα σχέδια στο μυαλό του ήδη από τη Συμφωνία της Μαδρίτης (Ιούλιος ΄97), ενώ του χρεώνει την αναγνώριση νόμιμων, ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο, χωρίς η Ελλάδα να μπορεί να ασκήσει μονομερώς κανένα δικαίωμά της (π.χ. επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.), ούτε καν με ανταλλάγματα (π.χ. άρση του casus belli). Η νέα “στρατηγική” τής τότε κυβέρνησής του ήταν η μετατροπή των ελληνοτουρκικών σε ευρωτουρκικά ζητήματα. Η επιδοθείσα ρητή δήλωση στον ΟΗΕ της μετέπειτα κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου περί μη αναγνώρισης της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Δ.Δ. Χάγης σε θέματα εδαφικής κυριαρχίας ήρθε προς επίρρωση αυτής της πολιτικής.
Ο καθένας καταλαβαίνει ότι όλα τα παραπάνω ζητήματα, όσο κι αν έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν, είναι ζητήματα του σήμερα. Και πρέπει να τα “διαβάσει” πέρα από την υπαρκτή υστεροφημία των πρωτοκλασάτων αυτών αστών πολιτικών. Μάλιστα αποδεικνύεται ότι γίνονται ίσως και κυρίαρχα στο πώς θα αντιμετωπιστούν οι σύγχρονες προκλήσεις στη βάση των σημερινών, όχι και τόσο ανεξάρτητων με το τότε, διακυβευμάτων. Το γεγονός ότι, ιδιαίτερα μετά τη δήλωση προθέσεων επανέναρξης μετά από χρόνια των λεγόμενων διερευνητικών επαφών, μια ανάλογη συζήτηση επαναλήφθηκε χωρίς να έχει καταλαγιάσει στους αστικούς κύκλους είναι ενδεικτικό. Καθαρά αστικές μερίδες θέτουν το ζήτημα “τι ακριβώς πάμε να κάνουμε εμπλεκόμενοι σ’ αυτές τις συνομιλίες”. Γιατί μπορεί η αστική τάξη να είναι το “καλό παιδί” της Δύσης και ιδιαίτερα των Αμερικάνων, να τρέφει φρούδες ελπίδες ότι θα της “ρίξουν” οι ιμπεριαλιστές δίκιο, ταυτόχρονα, ωστόσο, διαπιστώνει ότι δεν έφτασε ακόμη (με ερώτημα αν κάποια στιγμή θα φτάσει) η ώρα να τα “σπάσει” ο δυτικός παράγοντας με την Τουρκία. Είναι αυτό που χαρακτηρίζουν, έξω από συσχετισμούς και χαμηλόφωνα, ως πολιτική κατευνασμού του Ερντογάν από τη Δύση που πρέπει να πάψει.
Εξίσου, βέβαια, αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι διαμορφώνεται μια κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις-αντιθέσεις που θα την ονομάζαμε κατά το κοινώς λεγόμενο «μπρος βαθύ και πίσω ρέμα». Και αυτή η ενδοαστική κόντρα μερίδων του κεφαλαίου, όπως εμφανίζεται σε ανώτατο επίπεδο, απηχεί κυρίως τους φόβους και δευτερευόντως τις φιλοδοξίες σε αυτή τη φάση. Τα ζητήματα στην περιοχή χοντραίνουν και οι “κόκκινες γραμμές” ένθεν κακείθεν του Αιγαίου μπορούν ανά πάσα στιγμή να ξεθωριάσουν, αν αυτό επιτάξουν τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Τότε είναι σίγουρο ότι θ’ ακούσουμε πιο βαριές κουβέντες ανάμεσα στους διαγκωνιζόμενους - ποιος μπορεί να ξεχάσει τις κατά καιρούς αστικές αλληλοκατηγορίες περί εθνικής μειοδοσίας - που θα κάνουν το σημερινό “σφάξιμο με το βαμβάκι” να ωχριά. Επειδή, όμως, όλοι οι αστοί πολιτικοί έχουν “λερωμένη τη φωλιά” σε πλευρές των ψευδώς λεγόμενων εθνικών ζητημάτων διαχρονικά, προσπαθούν όλοι να ισορροπήσουν σ’ αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν “εθνική γραμμή”, το μοναδικό δηλ. θέμα προς συζήτηση και λύση με την απέναντι πλευρά, που δεν είναι άλλο από την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ.
Μέσα από τους ενδοαστικούς καβγάδες αναδύονται οι πραγματικοί ρυθμιστές των εξελίξεων, που είναι, βέβαια, οι ΗΠΑ και η ΕΕ. Είναι αυτός ο ρόλος που με κάθε τρόπο θα αποφύγει να κατονομάσει κάθε συνεπής με τα συμφέροντα της τάξης που εκπροσωπεί πολιτικός. Μόνο που, με τη σχετική “αποκρυπτογράφηση” των λεγομένων από λαϊκή σκοπιά, δεν μπορεί να κρυφτεί. Οι Αμερικάνοι εδώ και χρόνια - πολύ περισσότερο σήμερα - πιέζουν να “πέσουν οι τόνοι” μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ χρειάζεται τις δύο χώρες στοιχισμένες πολιτικά και στρατιωτικά απέναντι στον αντίπαλο (Ρωσία) και τους συμμάχους του. Η προσφυγή στη Χάγη στο τέλος τέλος θα ήταν μια ευκταία γι’ αυτούς λύση. Ούτως ή άλλως αυτοί θα είχαν τον τελευταίο λόγο. Συν το γεγονός της “άνευ όρων” ευθυγράμμισης στις επιδιώξεις τους. Από την άποψη αυτή, δίνεται και ένα μέτρο τού ποιος πριμοδοτεί όλη αυτή τη συζήτηση που αναπαράγεται και από τις δύο άρχουσες τάξεις στις δύο πλευρές του Αιγαίου περί Χάγης. Με τις υποσημειώσεις που, βέβαια, θέτει η κάθε πλευρά και με την “προετοιμασία” ζητημάτων κι επιχειρηματολογίας γι’ αυτό. Σημίτης και Καραμανλής έχουν σ’ αυτό το επίπεδο τις… “εμμονές” τους.
Η εμπλοκή της ΕΕ, επίσης, δεν είναι αξιοκαταφρόνητη, με βάση την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας. Αποτελεί ένα χαρτί στα χέρια των ιμπεριαλιστικών χωρών της για προσαρμογή και των δύο πλευρών στις επιθυμίες τους. Ανοιγοκλείνουν “στρόφιγγες” πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές, όπως ακριβώς η Τουρκία το προσφυγικό-μεταναστευτικό, πιέζοντας για μεγαλύτερα οφέλη. Το δίλημμα για την ελληνική αστική τάξη είναι αδυσώπητο. Να συναινέσει τελικά στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, κινδυνεύοντας να πάθει ό,τι και με το ΝΑΤΟ, που και οι δύο χώρες είναι από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μέλη του, χωρίς να αποτρέπει την “επιθετικότητα και τις βλέψεις τής απέναντι πλευράς”, όπως ισχυρίζεται; Ή να βάζει συνεχώς προσκόμματα, προσβλέποντας ότι αυτή η τακτική θα πιέζει την Άγκυρα και θα βγει τελικά σε όφελός της; Θα ήθελε να κάνει το δεύτερο, αλλά γνωρίζει ότι προσκρούει στα υψηλά συμφέροντα που καθορίζουν τις κινήσεις της. Σ’ αυτό το επίπεδο, Καραμανλής και Σημίτης δεν είναι διόλου “διαφωτιστικοί”.
Οι ελληνοτουρικές σχέσεις, όσο κανοναρχούνται από τους ιμπεριαλιστές και στην εξουσία βρίσκονται οι δύο αντιδραστικές άρχουσες τάξεις, έχουν να περάσουν από συμπληγάδες. Το γνωρίζει αυτό το αστικό πολιτικό προσωπικό. Το ίδιο και οι λαοί των δύο χωρών που πρέπει να σφυρηλατήσουν τη φιλία και την αλληλεγγύη τους. Να δυναμώσουν το αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο πάλης τους. Για να αφήσουν όσους λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο μετέωρους!