Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 896)
Είναι γεγονός ότι η επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Αθήνα λίγο θύμιζε την επεισοδιακή και σε ζωντανή μετάδοση συνάντηση Δένδια-Τσαβούσογλου στην Άγκυρα πριν από σχεδόν δύο μήνες. Ακόμα και οι αναφορές του Τούρκου ΥΠΕΞ, κατά την επίσκεψή του «ως ιδιώτης» στην Θράκη, στην μειονότητα δεν χρησιμοποιήθηκαν ως αφορμή για μια επανάληψη του τότε σκηνικού. Φανερά και οι δύο πλευρές, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, επιθυμούν μια ανάπαυλα της αναμεταξύ τους έντασης, αν και γνωρίζουν πόσο επισφαλής μπορεί να αποδειχθεί μια τέτοια προσδοκία. Πίσω και πάνω από την «επιθυμία» αυτή βρίσκονται φυσικά οι προτεραιότητες κυρίως των ΗΠΑ και δευτερευόντως της ΕΕ, παρά τις διαφοροποιήσεις και τις αντιθέσεις τους. Διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις εντός της Δύσης, που όμως μπορούν να βραχυκυκλώσουν ξανά και ξανά τις προσπάθειες που καταβάλλονται και που σε κάθε περίπτωση, σε συνδυασμό με τον άγριο ανταγωνισμό που μαίνεται στην περιοχή με τη Ρωσία (αλλά και την Κίνα), δημιουργούν ένα απόλυτα ρευστό και συνάμα επικίνδυνο περιβάλλον και έδαφος, στο οποίο δεν είναι εύκολο να μακροημερεύσει οποιαδήποτε τέτοια κατεύθυνση.
Η αστική τάξη της Ελλάδας και η κυβέρνηση της ΝΔ δεν θα ήθελε να βρεθεί ξανά μπροστά στο παρατεταμένο σκηνικό της σχεδόν σύγκρουσης που εκτυλίχθηκε από τον περσινό Ιούνιο. Επιπλέον, η κυρίαρχη θεώρηση εξακολουθεί να προσβλέπει στο κέρδισμα χρόνου για την ενίσχυση της στρατιωτικής της ικανότητας και με το νου σε μια άλλη ευνοϊκότερη για την ίδια συγκυρία. Την τακτική αυτή, μιας αργής και μακρόσυρτης διαδικασίας, ενισχύει το γεγονός ότι παραμένουν ισχυρές οι ενστάσεις (σε μερίδες της άρχουσας τάξης, κάτι που αντανακλάται και διαπερνά οριζόντια όλα τα κόμματα του εξαρτημένου αστισμού) για την δυνατότητα και το βάθος ενός συμβιβασμού με την Άγκυρα καθώς και τις επιπτώσεις και συνέπειες από μια τέτοια εξέλιξη. Μαζί με αυτά, φαίνεται να χρησιμοποιείται η σημερινή φάση ώστε η άρχουσα τάξη, συνεχίζοντας και αναβαθμίζοντας τις εκδουλεύσεις στον αμερικανικό παράγοντα όσον αφορά την ρυμούλκηση της Τουρκίας, να εμφανίζεται προς τις ΗΠΑ και την Δύση συνολικά ως η «ήρεμη δύναμη» που «επιλέγει» τον διάλογο. Βέβαια, το Βερολίνο, με τον δεύτερο αποκλεισμό της Ελλάδας από την εξαγγελθείσα διάσκεψη για την Λιβύη, δείχνει και αυτό την μεγάλη ενόχλησή του από αυτές τις εκδουλεύσεις και τα πολλά φιλοαμερικανικά κλικ της ελληνικής κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης.
Η άρχουσα τάξη της Τουρκίας, και οι ιδιαίτερα οι κυρίαρχες μερίδες της που συνεχίζουν να πριμοδοτούν τον Ερντογάν, έχει μάλλον περισσότερους λόγους για μια «αλλαγή κλίματος» μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας. Τους τελευταίους μήνες έχει μεγαλώσει σημαντικά η πίεση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, με φανερό στόχο να σταματήσουν τα «πάρε-δώσε» της Τουρκίας με την Ρωσία (κυρίως οι S-400, αλλά και ο Turkish Stream και το πυρηνικό εργοστάσιο). Με ανοιχτά τα μέτωπα σε όλη τη ζώνη περικύκλωσης της Ρωσίας, από τη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο και την Βόρεια Αφρική μέχρι τα Βαλκάνια, την Μαύρη Θάλασσα και την Ουκρανία, η προεδρία Μπάιντεν απαιτεί πιο έντονα από ποτέ την συμμόρφωση της Τουρκίας. Η προγραμματισμένη συνάντησή τους στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14-15 Ιουνίου και η τετ α τετ συνάντηση Μπάιντεν–Πούτιν την επόμενη της Συνόδου, αυτό θα έχει σαν κύριο, αν όχι αποκλειστικό «μενού». Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά την ευνοϊκά διακείμενη προς την Άγκυρα στάση της Γερμανίας, φαίνεται να συντονίζεται με τις ΗΠΑ στην άσκηση πίεσης προς την προεδρία Ερντογάν. Η ΕΕ ανησυχεί τόσο όσον αφορά τα άπλωμα των ποδιών της Άγκυρας στην περιοχή, όσο και την συνεχή αναστάτωση που δημιουργείται στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία. Το τελευταίο δεν επιδρά μόνο στην τραυματισμένη συνοχή της, αλλά διευρύνει τα περιθώρια παρεμβάσεων της Ουάσιγκτον στην περιοχή, υποβαθμίζοντας την ίδια ως παίχτη. Διόλου τυχαίες δεν είναι οι συνεχείς αναφορές αξιωματούχων της ΕΕ στο γεγονός ότι η διαμόρφωση μιας «θετικής ατζέντας» στις ευρωτουρκικές σχέσεις ενόψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις 24-25 Ιουνίου, θα είναι συνεχώς υπό αίρεση, αναλογική των πράξεων της Άγκυρας και αναστρέψιμη. Όπως τυχαία δεν είναι και η προσπάθεια Ερντογάν, εκτός από το να εκμεταλλευτεί την «ειδική» σχέση με την Γερμανία, να επαναπροσεγγίσει την Γαλλία. Εκ παραλλήλου, και σε ισχυρή αλληλεπίδραση με τα προβλήματα στις σχέσεις της Άγκυρας με τις ΗΠΑ και την Δύση, οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας είναι δυσοίωνες για τον κυβερνητικό συνασπισμό, ενώ συνεχώς προστίθενται στοιχεία και «αποκαλύψεις» που δυναμώνουν την αμφισβήτηση του Ερντογάν («σκάνδαλο Πεκέρ»).
Στη βάση των παραπάνω εξηγείται λοιπόν και η προσπάθεια που καταβλήθηκε από τις δύο πλευρές να μην υψωθούν οι τόνοι, αλλά και οι συμφωνίες που τελικά προέκυψαν. Κατά πρώτον κλείδωσε το ραντεβού Μητσοτάκη–Ερντογάν στο περιθώριο της ΝΑΤΟϊκής Συνόδου στις 14-15 Ιουνίου, που έως την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχει αλλάξει. Αυτό, όπως και η συνάντησή τους στην Αθήνα, θεωρείται από την αστική αντιπολίτευση στην χώρα μας ως δώρο στον Ερντογάν, που επιχειρεί να «αποβάλλει» από πάνω του την ρετσινιά του «ταραξία» που του έχει φορτώσει η ελληνική πλευρά. Μια σημαντική πλευρά των συμφωνιών, που μένει να δούμε αν και κατά πόσο τελικά θα υλοποιηθεί, αφορά το μορατόριουμ για «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο τους καλοκαιρινούς μήνες, ώστε να μην έχουμε ξανά επανάληψη του σκηνικού με τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού των δύο χωρών παραταγμένα το ένα απέναντι στο άλλο. Η προαναγγελία μιας νέας εξόδου του «Γιαβούζ» στην κυπριακή ΑΟΖ δεν γνωρίζουμε εάν αποτελεί «απάντηση» στην δήλωση Αναστασιάδη πως θεωρεί αδιανόητο να δώσει την θετική ψήφο στην κατάργηση του καθεστώτος βίζας για την Τουρκία ή αν αποτελεί συνάμα και γενικότερη επιλογή της Άγκυρας να υπενθυμίζει τα «χαρτιά» και τις δυνατότητες που έχει απέναντι στην Αθήνα, αλλά αντικειμενικά μπορεί να δημιουργήσει ευρύτερες περιπλοκές. Ως προέκταση του προηγούμενου (μορατόριουμ), συζητήθηκε η διαμόρφωση μιας ατζέντας όσον αφορά τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που να περιλαμβάνουν μορατόριουμ και για τις πτήσεις και τις εκατέρωθεν παραβιάσεις στο Αιγαίο. Ένα ακόμη σημείο αφορά την αμοιβαία αναγνώριση των πιστοποιητικών εμβολιασμού για τον COVID-19, ενώ οι υπόλοιπες συμφωνίες ήταν «χαμηλών πτήσεων» και αφορούσαν έναν κατάλογο θεμάτων οικονομικής συνεργασίας.
Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν, κάθε άλλο, ότι και σ΄ αυτές τις συναντήσεις η κάθε πλευρά δεν έθεσε τα ζητήματα από τη μεριά της. Ο Τσαβούσογλου έθεσε το σύνολο των ζητημάτων (από τις ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και το Κυπριακό μέχρι την μειονότητα στη Θράκη, το μεταναστευτικό-προσφυγικό) επιμένοντας στην κατεύθυνση μιας συνολικής πολιτικής διαπραγμάτευσης, ενώ στις αποσκευές του «κουβαλούσε» και πρόταση διεθνούς διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο. Ο Δένδιας επέμενε στην κατεύθυνση των διερευνητικών επαφών «στη βάση του Διεθνούς Δικαίου» και με περιεχόμενο τα επίδικα που αναγνωρίζει ως τέτοια η ελληνική πλευρά. Κατευθύνσεις που, πίσω από τις διπλωματικές διατυπώσεις, κρύβουν τις διαφορετικές προσεγγίσεις και προπαντός τις βαθιές αντιθέσεις και την ανταγωνιστική σχέση των δύο εξαρτημένων αστικών τάξεων, σε μια εποχή μάλιστα που οι διεθνείς εξελίξεις «μυρίζουν» αστάθεια και μπαρούτι. Γι’ αυτό και αποτελεί διακινδύνευση οποιαδήποτε εκτίμηση για μια ομαλή διαδικασία προσέγγισης των δύο πλευρών, έστω και με την μέθοδο του να παραπέμπονται για το μέλλον τα ακανθώδη ζητήματα.