Αξίζει τον κόπο να κάνουμε μια πρώτη εκτίμηση για ένα γεγονός που όλοι παραδέχονται ότι θα έχει μεγάλες επιπτώσεις, μεγάλες συνέπειες, όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά για όλο τον πλανήτη. Και είναι αυτά τα οποία σηματοδοτούν και αυτά τα οποία τροχιοδρομούνται μέσα από την εκλογή του Τραμπ.
Αυτό το οποίο αξίζει να καταθέσουμε είναι πώς, απ’ ό,τι φαινόταν (και φάνηκε ακόμη καλύτερα με το εκλογικό αποτέλεσμα), τα επιτελεία της αμερικάνικης υπερδύναμης δεν είναι και πολύ ικανοποιημένα (έως καθόλου) με τα αποτελέσματα τα οποία είχε η πολιτική τους τα τελευταία τουλάχιστον οκτώ χρόνια, για να μην πάμε παραπίσω. Δηλαδή, ο απολογισμός που αυτά τα κέντρα κάνουνε πρέπει να είναι ένας απολογισμός που έχει αρνητικό πρόσημο σε σχέση με τις πάγιες, αλλά και ειδικότερες, επιδιώξεις στρατηγικής και τακτικής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού όλα αυτά τα χρόνια. Και αν «σκαλίζαμε» λίγο τα πράγματα, θα μπορούσαμε να δούμε καλύτερα αυτόν τον αρνητικό απολογισμό που κάνει η αμερικάνικη υπερδύναμη, και τον οποίο μπορούμε -και εκ του αποτελέσματος- να καταλάβουμε. Δηλαδή, δεν βγαίνει στο κεφάλι της ατμομηχανής του πλανήτη τέτοια πολιτική λύση (με στοιχεία όχι απλά αλλαγής και διαφοροποίησης, αλλά και με στοιχεία ανατροπής -ενδεχομένως- σε κάποιες πλευρές της «κλασικής» αμερικάνικης πολιτικής), εάν δεν υπήρχανε πολύ μεγάλα ζόρια, πολύ μεγάλες αντιθέσεις και πολλά αδιέξοδα στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Η εκλογή Τραμπ, λοιπόν, σηματοδοτεί σίγουρα μια επίσημη παραδοχή από τα κέντρα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ότι η αμερικάνικη υπερδύναμη έχει υποχωρήσει σαφώς τα τελευταία χρόνια σε σχέση με την κραταιά θέση που είχε (ή που φαινόταν ότι είχε) μετά τις ανατροπές του ’89-90. Τότε που φαινόταν ότι -επειδή κανένας πλέον δεν την αμφισβητούσε στο στρατηγικό επίπεδο (έτσι τουλάχιστον πίστευαν)- θα πήγαινε το πράγμα όπως ακριβώς ήθελε και όπως ακριβώς επεδίωκε η αμερικάνικη υπερδύναμη. Και, χοντρικά, αυτό το οποίο ο Τραμπ έλεγε («να κάνουμε την Αμερική ξανά δυνατή») δεν θα πρέπει να το βλέπουμε σαν ένα σλόγκαν χωρίς καμία σημασία. Ανεξάρτητα από το εάν θα καταφέρει να το κάνει, το ότι ένα μέρος της εκστρατείας του, το μεγαλύτερο, το στήριξε πάνω σ’ αυτό, σημαίνει ακριβώς ότι οι απολογισμοί τους και τα «ταμεία» που έχουν κάνει είναι αρνητικά. Και μάλιστα, η λύση Τραμπ, ανεξάρτητα του πώς παρουσιάστηκε, δεν είναι μια επιλογή που έγινε ερήμην βασικών μερίδων του κατεστημένου. Δεν αναδεικνύεται στη θέση του προέδρου της αμερικάνικης υπερδύναμης, μια λύση την οποία επέβαλε ο λαός, ο αγανακτισμένος, ο οργισμένος, ο πληγωμένος. Είναι άλλο θέμα αν ο Τραμπ αξιοποίησε (και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο) την αγανάκτηση και την οργή των αμερικάνικων μεσοστρωμάτων, των -κατά κάποιον τρόπο- θιγμένων. Εξάλλου, δεν είναι μόνο αμερικάνικο σύμπτωμα αυτό που έχει συμβεί με τα μεσοστρώματα, καθώς τα στρώματα αυτά είναι παγκοσμίως θιγμένα μετά την κρίση. Βέβαια, στις ΗΠΑ κοστίζει περισσότερο. Ανεξάρτητα, λοιπόν, αν εκμεταλλεύτηκε ο Τραμπ την αγανάκτηση και την οργή αυτών των τμημάτων και πάτησε πάνω σ’ αυτό, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ΠΙΣΤΩΣΟΥΜΕ σ’ αυτά την εκλογή του Τραμπ. Η εκλογή του Τραμπ είναι μια επιλογή που σπρώχτηκε, επίμονα και για αρκετό διάστημα, από βασικά κέντρα εξουσίας του συστήματος, χωρίς να μπαίνουμε τώρα σε λεπτομέρειες γι’ αυτούς τους διαχωρισμούς που ακούμε ότι γίνονται, ότι δηλαδή πίσω απ’ τη Χίλαρι ήταν τα τάδε κέντρα και πίσω απ’ τον Τραμπ ήτανε άλλα κέντρα κ.λπ. Πάντως, συνοπτικά, η επιλογή Τραμπ απηχεί προσπάθεια διαμόρφωσης μιας καινούριας (εντός ή εκτός εισαγωγικών) ηγετικής πολιτικής ομάδας στις ΗΠΑ. Ομάδα η οποία να ανταποκρίνεται σε αυτό που θέλει να προσπαθήσει, να επιδιώξει και να «τρέξει» ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός παγκοσμίως, αλλά και στο εσωτερικό του. Καταρχάς, αυτή η ομάδα τώρα διαμορφώνεται, γι’ αυτό και δεν έχει ανοίξει ακόμα όλα της τα χαρτιά. Και γι’ αυτό μπορεί κάποια απ’ αυτά που είπε ο Τραμπ να τα αναθεωρήσει. Αυτό το κέντρο που φτιάχνεται τώρα είναι ένα κέντρο υπό διαμόρφωση, ένα κέντρο βασικά υπό στρατολόγηση, και το οποίο σαφώς έχει μεγάλες διαφορές με τους λεγόμενους Δημοκρατικούς. Φαίνεται όμως ότι έχει διαφοροποιήσεις και απ’ αυτό που ξέρουμε ως κλασικό ρεπουμπλικάνικο κόμμα. Έχει στοιχεία καινούρια και σε σχέση με τους Ρεπουμπλικάνους. Γιατί, ακριβώς, ούτε η αμιγής πολιτική των Ρεπουμπλικάνων τα προηγούμενα χρόνια, αλλά ούτε και η αμιγής πολιτική των Δημοκρατικών (αν μπορούμε να μιλάμε για αμιγείς πολιτικές), δεν φαίνεται να έβγαλε τα αποτελέσματα τα οποία ήθελαν. Δηλαδή, ο αρνητικός απολογισμός αγγίζει το σύνολο της πολιτικής που είχε ακολουθηθεί. Άρα, είναι λογικό να επιδιώκεται να διαμορφωθεί μια καινούρια πολιτική ηγετική ομάδα η οποία να μπορέσει να προχωρήσει σε αυτά τα οποία επιδιώκουν και επεδίωκαν.
Μ’ αυτή την έννοια, καινούρια μεν η ομάδα που διαμορφώνεται, αλλά θα είναι λάθος να νομίζουμε ότι έχει μια διαφορετική στρατηγική. Δηλαδή, αυτά που ακούγονται ότι η καινούρια στρατηγική που θα έχει αυτή η ηγεσία θα είναι μία στρατηγική «απομονωτισμού», πέρα απ’ το ότι τα έχουμε ακούσει και επί Μπους, θεωρούμε ότι εντελώς απίθανα, έως και ανερμάτιστα. Δεν μπορείς να είσαι ιμπεριαλιστική δύναμη πρώτης γραμμής και να λες ότι θα απομονωθείς.
Η έννοια του ιμπεριαλισμού είναι σε πλήρη διάσταση με την έννοια του απομονωτισμού. Ο ιμπεριαλισμός είναι υποχρεωμένος να δικτυώνεται, να απλώνεται. Και αυτή τη στιγμή, εκείνο το τρομακτικό «δίχτυ» που έχει φτιάξει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός σ’ όλο τον πλανήτη, είναι ένα «δίχτυ» που τον δεσμεύει. Και δεν έχει καμία διάθεση να παραιτηθεί απ’ αυτό το «δίχτυ». Κι ας ερμηνεύονται οι δηλώσεις του Τραμπ όπως ερμηνεύονται. Βεβαίως, αυτό το παγκόσμιο «δίχτυ», αυτό το πλέγμα, αυτά τα «πλοκάμια» που ξεκινούν από Πεντάγωνο, CIA, στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα και φτάνουνε μέχρι την τελευταία άκρη του πλανήτη, έχει πάρα πολύ μεγάλο κόστος και έχει υποχρεώσει την αμερικάνικη υπερδύναμη σε τακτικές αναδιπλώσεις και υποχωρήσεις. Και ενδεχομένως να την υποχρεώνει και σε άλλες. Ουσιαστικά, όμως, αυτά όλα γίνονται για να μπορέσει η αμερικάνικη υπερδύναμη να ανασυνταχθεί.
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός όσα «μαθήματα» και να πάρει, εάν δε βρεθούν απέναντί του το παγκόσμιο μέτωπο των λαών και η εργατική τάξη να τον βάλουν στο περιθώριο της Ιστορίας, δεν θα πάψει να ονειρεύεται την παγκόσμια κυριαρχία και ηγεμονία, ανεξάρτητα του προσώπου που έχει στην προεδρία του.
Η λύση Τραμπ δεν θα είναι μια λύση πάρα πολύ δύσκολη μόνο (και πρώτα και κύρια) για τον αμερικάνικο λαό. Θα είναι μια λύση η οποία θα αποβεί σε βάρος συνολικά των λαών του πλανήτη. Στην ίδια, βέβαια, ρότα με τους προηγούμενους, αλλά με πλευρές που αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να προδικάσουμε. Ακριβώς γιατί αυτή η ηγετική ομάδα είναι ακόμη στη διαμόρφωσή της. Επομένως, κατά μία έννοια, είναι σωστή η διατύπωση που χρησιμοποιούν διάφοροι σύμφωνα με την οποία ο Τραμπ θα κινηθεί, κατά κάποιο τρόπο, σε νερά «αχαρτογράφητα». Το θέμα, όμως, δεν είναι αν τα νερά είναι αχαρτογράφητα. Μπορεί και να είναι. Το θέμα είναι αν θα ’ναι ήρεμα ή αν θα ’ναι φουρτουνιασμένα. Γιατί μπορεί να είναι αχαρτογράφητα και ήρεμα, μπορεί να είναι αχαρτογράφητα και φουρτουνιασμένα. Κατά τη γνώμη μας, θα είναι σίγουρα φουρτουνιασμένα, και βεβαίως -σε κάποιες πλευρές- θα είναι ενδεχομένως και αχαρτογράφητα.
Κατ’ αρχάς φαίνεται ότι στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με βάση τις όποιες υποχωρήσεις έχει κάνει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και με βάση τα δυο μεγάλα σοκ που πέρασε (το 2001 με τους Δίδυμους Πύργους, αλλά και το 2008 με την εμφάνιση της κρίσης μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ), οι πληγές δεν έχουν ακόμα επουλωθεί. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ όλο αυτό το πλέγμα των στρωμάτων, των μειονοτήτων, των εθνοτήτων κ.λπ. περνάει πάρα πολύ άσχημα, ενώ τα διάφορα κέντρα εκτιμούν ότι θα περάσει ακόμα χειρότερα. Οι ΗΠΑ, για να περνάνε καλά, για να μπορούν να στηρίξουν όλο αυτό το παγκόσμιο δίχτυ, αλλά και να στηρίζουν και αυτό που έχουν δημιουργήσει στο εσωτερικό τους, πρέπει να μπορούν να ξεζουμίζουν όλο τον πλανήτη. Γι’ αυτό το λόγο προετοιμάζεται ένα ολόκληρο, ακόμα πιο φασίζον πλαίσιο, ώστε να προετοιμαστούν και να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενες ανατροπές, ανακατατάξεις, εξεγέρσεις, εκρήξεις κ.λπ. οι οποίες θα έρθουνε και στις ΗΠΑ, αν δεν έχουν έρθει ήδη. Δεν είμαστε, προς το παρόν, έτοιμοι να διατυπώσουμε μια ολοκληρωμένη τοποθέτηση για τις διαδηλώσεις που γίνονται. Περισσότερο είναι αντιδράσεις πολιτικού χαρακτήρα από τμήματα ενδεχομένως των Δημοκρατικών, ενώ ενδιαφέρον έχουν οι αντιδράσεις -μεταξύ άλλων- στον μαθητόκοσμο. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως δεν είναι και λίγο πράγμα, αμέσως μετά την εκλογή νέου προέδρου, να γίνεται τέτοιο «μπάχαλο»..
Το ερώτημα είναι το εξής: Αυτά που λέει ο Τραμπ μπορεί να τα κάνει στο εσωτερικό των ΗΠΑ; Όλα αυτά που λέει ότι έχει βγάλει αρνητικά συμπεράσματα για το πάθημα των ΗΠΑ το 2008, ότι έχει γενικά απορρίψει τη λογική τού να περπατάνε με τη φούσκα, την παγκοσμιοποίηση κ.λπ., και ότι θα κοιτάξει να πατάει το πράγμα πλέον στην πραγματική οικονομία, δεν είναι η πρώτη φορά που τα συζητάμε. Τα συζητούσαμε και όταν γινόταν η «επέλαση» της «παγκοσμιοποίησης». Τώρα έχουμε την «αντιπαγκοσμιοποίηση», τότε είχαμε την επέλαση της «παγκοσμιοποίησης». Και τότε το ΚΚΕ(μ-λ) έλεγε ότι πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τα περί παγκοσμιοποίησης, διότι ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με τον ιμπεριαλισμό, με τις τακτικές του, με τις αναδιπλώσεις του, αλλά και με τις πάγιες επιδιώξεις του. Και ότι ένας ιμπεριαλιστής θέλει να είναι πάντοτε ανοιχτά τα σύνορα των υπολοίπων, ενώ τα δικά του να είναι κλειστά.
Η συζήτηση που γίνεται με αφορμή όλες αυτές τις δηλώσεις «πίστης», από τη μια μεριά, και «αναθέματος», από την άλλη, στην παγκοσμιοποίηση είναι εντελώς αποπροσανατολιστική.
Από νωρίς, εμείς τουλάχιστον, επιχειρήσαμε να απομυθοποιήσουμε και να απογυμνώσουμε τα ιδεολογήματα που ανακαλύπτει το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα προκειμένου να συγκαλύψει και να αποπροσανατολίσει.
Δεν υπήρχε, ούτε υπάρχει και ούτε θα υπάρξει, όσο παραμένουμε στο έδαφος του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, καμία «παγκοσμιοποίηση», καμία ολοκλήρωση, καμία υπέρβαση του έθνους κράτους. Το δίπολο «προστατευτισμός-άνοιγμα» δεν εμφανίστηκε τώρα, αλλά συνοδεύει συνέχεια την ιμπεριαλιστική επέκταση, αλλά και την καπιταλιστική συσσώρευση, με τις δοσολογίες φυσικά να τροποποιούνται με βάση τις εξελίξεις, τους ανταγωνισμούς, την ταξική πάλη. Η ύπαρξη αυτού του δίπολου σε καμία πλευρά του δεν ακυρώνει ούτε την καπιταλιστική συσσώρευση ούτε την έμφυτη τάση του καπιταλισμού να εξαπλώνεται σε ιμπεριαλιστική βάση.
Όσο αποπροσανατολιστική ήταν η φιλολογία για «παγκοσμιοποίηση» τόσο αποπροσανατολιστική είναι και η όλη «αντιπαγκοσμιοποιητική» ανησυχία που έχει καταλάβει ορισμένα ιμπεριαλιστικά κέντρα μετά την εκλογή Τραμπ. Είναι μια ακόμη αναπαραγωγή ψεύτικων αντιθέσεων που έρχονται να συγκαλύψουν τον ταξικό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού-καπιταλισμού, την ταξική πάλη.
Είναι στο ίδιο πλάνο με την «αντίθεση» «ισότητας-ανισότητας», «φιλελευθερισμός-κεϋνσιανισμός». Ψεύτικες αντιθέσεις που έχουν στόχο να συγκαλύψουν τις ενδοϊμπεριαλιστικές-ενδοαστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς.
Πίσω, λοιπόν, από τη φιλολογία για την «αντιπαγκοσμιοποίηση» (και να δούμε πώς θα εξελιχθεί) κρύβονται επιδιώξεις οικονομικών, εμπορικών κέντρων των ΗΠΑ να εντείνουν τον οικονομικο-εμπορικό πόλεμο, την ένταση των εξοπλισμών, την επιδίωξη να γίνει το δολάριο ξανά κυρίαρχο (δεν το θεωρούμε και εύκολο), να αναπροσαρμοστούν οι ενεργειακές οδοί. Κρύβεται η συνέχιση, αλλά και η αναβάθμιση, αυτού που και επί Ομπάμα προωθούνταν.
Ουσιαστικά, είναι μια νέα ομολογία δυσκολιών των ΗΠΑ να κατοχυρώσουν και να διευρύνουν τη θέση τους με βάση τη μέχρι τώρα ακολουθούμενη πολιτική, γι’ αυτό και θέλουν να δοκιμάσουν τη διαφοροποίηση της δοσολογίας. Πίσω από τις θέσεις περί «απομονωτισμού» κρύβεται ίσως μια ομολογία ότι οι ΗΠΑ αγκομαχούν αρκετά περισσότερο για να οδηγήσουν τα πράγματα στο σημείο μηδέν. Κρύβεται μια προσπάθεια επαναχάραξης μιας τακτικής που θα δυναμώσει τις ΗΠΑ για να «επανέλθουν» με καλύτερους όρους.
Βεβαίως, αντιλαμβανόμαστε ότι και η αντίφαση ανάμεσα στην πραγματική οικονομία και στη φούσκα είχε φέρει αυτά τα οποία είχε φέρει. Έχουμε όμως την εντύπωση ότι δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά να καταφέρει η καινούργια ηγεσία των ΗΠΑ να ανατρέψει και να αντιστρέψει όλο αυτό το πράγμα το οποίο εδώ και χρόνια οικοδομείται και το οποίο είναι, αν θέλετε, και η πεμπτουσία σ’ αυτή τη φάση του καπιταλισμού.
Φυσικά και θα παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτής της υπόθεσης, αλλά δεν πρέπει να φανταζόμαστε ότι είναι διαφορετικού χαρακτήρα. Ουσιαστικά, έχει έναν χαρακτήρα απάντησης στις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που έχουνε ισχυροποιηθεί στο οικονομικό επίπεδο, ενώ προσπαθεί να δικαιολογήσει το ότι σε μια επόμενη φάση θα ζητήσει τα κεφάλαια να ’ρθούνε στις ΗΠΑ. Αλλά αν ζητήσει τα κεφάλαια να έρθουν στις ΗΠΑ και να κάνει πάλι το δολάριο ισχυρό, πρέπει -εκτός των άλλων- να υπάρχουν δεδομένα που να εμφανίζονται στην πραγματική οικονομία. Διότι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί αυτό που θέλει με βάση τα όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα. Μ’ αυτή την έννοια, λοιπόν, εμείς έτσι αξιολογούμε χοντρικά αυτές τις πρώτες δηλώσεις σε σχέση με το θέμα της πραγματικής οικονομίας, όπως και όλη αυτή τη φασίζουσα -ή ανοιχτά φασιστική- νοοτροπία και λογική, την οποία βγάζει με τόση άνεση ο Τραμπ.
Δυστυχώς εδώ υπάρχουν όλοι αυτοί οι φόβοι ότι θα σηματοδοτήσει ενδεχομένως μια γενικότερη πολιτική στροφή σ’ όλον τον πλανήτη, στα διάφορα αστικά καθεστώτα, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίον πλέον θα αντιμετωπίζουν τους λαούς και τις αγωνίες, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους. Δεν λέω για τους λαούς που τους αντιμετωπίζουν ήδη με τις επεμβάσεις. Μιλάω για τους λαούς των λεγόμενων αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, οι οποίοι υποτίθεται ότι απολαμβάνουν ορισμένα πράγματα που δεν απολαμβάνουν οι λαοί της περιφέρειας.
Από κει και πέρα, βεβαίως, πρέπει να κάνουμε και μια εκτίμηση. Έχουνε βάση αυτά που λέγονται ότι η καινούργια αμερικάνικη πολιτική προσανατολίζεται στο να αντιμετωπίζει τη Ρωσία σαν συνεργάτη; Η Ρωσία, κατά τη γνώμη μας, θα παραμείνει ο βασικός ανταγωνιστής της αμερικάνικης υπερδύναμης. Δεν μπορεί, δηλαδή, να περάσουμε σε μια φάση όπου η ρώσικη υπερδύναμη θα γίνει συγκυρίαρχος με τις ΗΠΑ, όπου οι δυο τους, περιορίζοντας όλους τους υπόλοιπους ανταγωνιστές, θα αποκτήσουν συγκυριαρχία στον πλανήτη. Μπορεί αυτό να είναι όνειρο της νέας αστικής τάξης στη Ρωσία για δεκαετίες (η συγκυριαρχία με τις ΗΠΑ), όμως οι ΗΠΑ σε καμία περίπτωση δεν καλύπτονται απ’ αυτό.
Αυτή η εκτίμηση αποκλείει κάποιες ανακωχές τακτικού τύπου; Όχι, δεν τις αποκλείει. Και πριν, που όλοι παραδέχονταν ότι οι ΗΠΑ έχουν σαν εχθρό τη Ρωσία και στοχεύουν στην περικύκλωσή της (λες και τώρα θα σταματήσουν!), βλέπαμε ότι μπορούσαν να γίνουν κάποιες ταχτικές συμφωνίες ή ταχτικές ανακωχές. Όμως πρέπει να δούμε ποια είναι η βασική πλευρά. Η βασική πλευρά είναι ότι η Ρωσία θα παραμείνει ο ανταγωνιστής.
Από κει και πέρα, είναι αλήθεια ότι στο ζήτημα των στρατηγικών συμμαχιών η αμερικάνικη υπερδύναμη έχει αντιμετωπίσει προβλήματα και δεν της έχουνε πάει τα πράγματα κατά πώς ήθελε. Είναι αλήθεια ότι η Ρωσία, εκεί που ξεκίνησε το ’90-91 να θεωρείται «ενδοχώρα» για τη Δύση ή (μετά το 2000) το πολύ-πολύ να θεωρείται «μια περιφερειακή δύναμη», ισχυρή κατά κάποιον τρόπο, κατέληξε να είναι σήμερα ένας ισχυροποιημένος ανταγωνιστής ο οποίος, με ένταση και με εμφατικό τρόπο, παρεμβαίνει στις παγκόσμιες εξελίξεις και όχι μόνο στη Συρία.
Βλέπουμε, επίσης, ότι η Κίνα, που στα σχέδια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ήταν μια χώρα στην οποία ποντάριζε και θα ποντάριζε συνέχεια πολλά, σήμερα αυτονομείται αρκετά σε σχέση με τις αμερικάνικες επιδιώξεις και κάνει μια σειρά κινήσεις, οι οποίες είναι, ας πούμε, σε άλλη κατεύθυνση από την κατεύθυνση την οποία λογάριαζε η αμερικάνικη υπερδύναμη. Ιδιαίτερα σε σχέση με το πώς επεξεργάστηκε την πολιτική της απέναντι στην Κίνα και πόσο διαφορετικά την αντιμετώπιζε όλα αυτά τα χρόνια σε σχέση με το πώς αντιμετώπιζε τη Ρωσία. Ο ένας, η Κίνα, ήτανε προνομιούχος, κατά κάποιο τρόπο, στο κλαμπ της «παγκοσμιοποίησης», ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου την καλοδέχτηκε, ενώ με τη Ρωσία, ξέρουμε πολύ καλά ότι τα πράγματα ήταν τελείως, μα τελείως διαφορετικά.
Άρα, λοιπόν, το μεγάλωμα της απόστασης ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς της αμερικάνικης υπερδύναμης, η ισχυροποίηση μιας σειράς ιμπεριαλιστών στο οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό πεδίο, οι απειλές ενός οικονομικού κραχ που δεν λένε να φύγουν από τον ορίζοντα (και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πάρα πολλά ακόμα) οδηγούν την αμερικάνικη υπερδύναμη σε σοβαρές προσπάθειες αναπροσαρμογών ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτές τις πραγματικότητες που, βεβαίως, σε μεγάλο βαθμό, τις έχει δημιουργήσει η ίδια με την απαίτησή της να γίνει ο πλανήτης ένας χώρος στον οποίο θα κυριαρχήσει μόνο αυτή. Πολιτική, η οποία της έχει γυρίσει, σ’ έναν βαθμό, μπούμερανγκ.
• Από κει και πέρα, βεβαίως, βλέπουμε τους τριγμούς και στο θέμα της Ευρώπης, το Brexit,τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση. Βλέπουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Γερμανία βασικά, για να μπορέσει να διατηρήσει όλο αυτό το οικοδόμημα. Ήρθαν κι αυτές οι δύο «σφαλιάρες», οι τελευταίες, της Μολδαβίας και της Βουλγαρίας, που δεν είναι καθόλου ασήμαντες και περιπλέκουν τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Δηλαδή, μέσα σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση με σοβαρά προβλήματα συνοχής και ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων, το να εμφανίζονται αυτά τα δύο κρούσματα (τα οποία σε άλλες συνθήκες θα ήταν μικρής σημασίας) δημιουργεί σοβαρότατες ανησυχίες. Η στάση της Ιταλίας είναι, επίσης, ενδεικτική και χαρακτηριστική της φάσης στην οποία μπαίνουμε.
Μ’ αυτήν την έννοια, λοιπόν, εκτιμάμε ότι αυτή εδώ η επιλογή, είναι επιλογή του κατεστημένου με τέτοια χαρακτηριστικά που αναφέραμε. Μια επιλογή η οποία δεν έχει σκοπό να αναιρέσει τα βασικά επιθετικά χαρακτηριστικά του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αλλά να τα προσαρμόσει, να τα «λαδώσει». Προσπάθεια για την οποία έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις (αλλά θα το δείξει η Ιστορία) κατά πόσο θα καταφέρει να ’χει αποτελέσματα.
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι το μεγάλο πρόβλημα που έχει η αμερικάνικη υπερδύναμη, το ότι δε μπορεί ακόμα να προχωρήσει στο «μηδενικό πλήγμα», είναι κάτι το οποίο θα συνεχίσει να της προσθέτει αντιφάσεις, να της προσθέτει αδιέξοδα, να της προσθέτει αναπροσαρμογές. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα που έχει η αμερικάνικη υπερδύναμη και η προσπάθειά της να το διαχειριστεί της βγάζει όλα αυτά τα επιπλέον προβλήματα. Το γιατί αυτό το πλήγμα δεν μπορεί να δοθεί, ενώ η κατάσταση βοά ότι χρειάζεται ένα συντριπτικό χτύπημα από τη μία πλευρά στην άλλη, είναι φανερό. Γιατί προφανώς δεν είναι έτοιμη η αμερικάνικη υπερδύναμη να το κάνει. Κι αν θέλετε, είναι ένα βασικό σημείο κριτικής που κάνουνε τα διάφορα κέντρα στον Ομπάμα, ο οποίος (δεν ξέρουμε αν το ’θελε ή δεν το ’θελε, μάλλον το ’θελε), ενώ ανέβαζε την ένταση και την αντιπαράθεση με τη Ρωσία, ενώ έφτασε τα πράγματα στο «παραπέντε», φάνηκε ότι δεν ήτανε αποφασισμένος ούτε είχε τις δυνατότητες να προχωρήσει σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Και όταν αυτός που οδηγεί τα πράγματα στην κορύφωση δεν είναι έτοιμος να την προχωρήσει, τότε, αντί να αδυνατίζει τον αντίπαλο, μπορεί και να τον ισχυροποιεί. Δηλαδή, αυτό που λέμε καμιά φορά, πώς ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό, μπορεί να ισχύει και στην περίπτωση αυτή. Και, όντως, όλη αυτή η πίεση (Ουκρανία, Κριμαία, Συρία κ.λπ.), αντί τελικά να φέρει τα αποτελέσματα που επεδίωκε η περικύκλωση, μαζί με την αντιπυραυλική ασπίδα, έχει φέρει, κατά κάποιο τρόπο, αντίθετα αποτελέσματα.
Και αυτή είναι η βασική κριτική απέναντι στον Ομπάμα. Ο Τραμπ μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο σκληρός σ’ αυτό το επίπεδο απέναντι στη Ρωσία και απέναντι σ’ όλο τον κόσμο. Το πρόβλημα είναι ότι ο Ομπάμα χρεώθηκε το ότι βάδισε σε μια κατεύθυνση -ας πούμε- χτυπήματος, βάδισε σε μια κατεύθυνση απομόνωσης της Ρωσίας, βάδισε σε μια κατεύθυνση σπασίματος της όποιας προσπάθειας συμμαχίας Ρωσίας-Κίνας. Και με το Ιράν, επίσης, έφτιαξε τη συμφωνία που, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν πολυαρέσει σε διάφορα κέντρα. Ο ρόλος του Ισραήλ περιορίστηκε· που πάλι, φαίνεται, δεν αρέσει σε πολλούς. Προσπάθησε να κρατήσει την Τουρκία έξω από το παιχνίδι· πάλι αυτό δεν ικανοποιεί διάφορα κέντρα. Κι έτσι, λοιπόν, τίθενται πολλά πράγματα από την παγκόσμια σκακιέρα σε καινούρια συζήτηση.
Εδώ ακούγεται για την Κίνα ότι το σχέδιο του Τραμπ είναι να δει τι θα κάνει μ’ αυτήν την πρώτη ύλη η οποία τροφοδοτεί όλη αυτήν την παγκόσμια βιομηχανία με τα κινητά, τα κομπιούτερ, την πληροφορική και την τεχνολογία. Αυτές οι λεγόμενες σπάνιες γαίες, οι οποίες δεν υπάρχουν στις ΗΠΑ και υπάρχουν στην Κίνα. Και αυτές οι σπάνιες γαίες είναι, αν θέλετε, και το πλεονέκτημα. Δεν είναι μόνο τα φτηνά χέρια της Κίνας τα οποία είναι πλεονέκτημα, είναι και αυτά τα ορυκτά τα οποία έχουν εκείνες οι περιοχές για τις οποίες η αμερικάνικη υπερδύναμη έκανε τους λογαριασμούς της (και όχι μόνο αυτή, αλλά και όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις) ότι «θα πάμε εκεί, για να μην έχουμε τη διαδικασία αυτή να μεταφέρονται όλα στη μητρόπολη, όπως παλιά, και να στήνεται εκεί πέρα η βιομηχανία», «θα πάμε εκεί», «φτηνά χέρια» κ.λπ. κ.λπ. Φάνηκε, όμως, ότι και αυτή η επιλογή, η οποία βαφτίστηκε «παγκοσμιοποίηση», είναι μια κλασική ιμπεριαλιστική πολιτική η οποία τίθεται επίσης σε δοκιμασία.
Τέλος, είναι φυσικό να μας απασχολεί η επίπτωση που θα έχει η επιλογή Τραμπ στα ζητήματα της περιοχής και της χώρας. Καταρχάς, ένα σημείο μονάχα: η μεγαλοαστική τάξη της χώρας μας μάς έχει συνηθίσει στο να σκύβει απέναντι στον ισχυρό. Είναι ευθυγραμμισμένη, με βάση τα χαρακτηριστικά του εξαρτημένου καθεστώτος, και δεν έχει πολλά περιθώρια να πάει κόντρα. Θα ευθυγραμμιστεί σιγά-σιγά και με την πολιτική Τραμπ, όσο χρειάζεται και όπου χρειάζεται. Ανατροπές θα έχουμε στην περίπτωση που η πολιτική των ΗΠΑ επί Τραμπ προκαλέσει -μέσα στα αλλά- ρήγμα στο συμβόλαιο του ’74 ως μια ακόμη έκφραση της όξυνσης της αντίθεσης ΗΠΑ-Γερμανίας. Είναι επίσης πιθανό να δημιουργηθούν προβλήματα στις σχέσεις τής εδώ αστικής τάξης με γειτονικές αστικές τάξεις ή να περιπλακούν (λες και τώρα δεν είναι μπλεγμένα!) τα πράγματα στη σχέση μας με την Τουρκία ή ότι το Κυπριακό μπορεί και να βαλτώσει. Για εμάς είναι σαφές ότι αυτή η εξέλιξη που εδώ οι «δικοί μας» νόμιζαν ότι θα προχωρήσει και η Τουρκία -στριμωγμένη από τα δικά της τα μέτωπα- δε θα βάλει στο Κυπριακό σοβαρά εμπόδια, είναι αστεία πράγματα. Η Τουρκία έτσι κι αλλιώς θα πάταγε πόδι στο Κυπριακό, έτσι κι αλλιώς θα ’βαζε βέτο. Κανένας απ’ όλους αυτούς που συζητάνε τόσο καιρό δεν ανέφερε αν η Τουρκία είναι διατεθειμένη να μαζέψει τα όπλα της και να φύγει από την Κύπρο. Συζητάνε για διάφορα θέματα, αλλά αυτό το θέμα δεν το αγγίζει κανένας. Και πολύ περισσότερο τώρα, βεβαίως, όπου ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι θα ακολουθήσει απέναντι στην Τουρκία μια διαφορετική πολιτική (θα δούμε αν θα το καταφέρει) και ακούγονται διάφορα.
Το σίγουρο είναι, λοιπόν, ότι θα περιπλακούν κάποια πράγματα. Το κυπριακό ενδεχομένως να γνωρίσει καινούριες ταλαντεύσεις και καθυστερήσεις. Όμως, ας δούμε και τη συνέντευξη αυτού του ανερμάτιστου, του Καμμένου. Ο οποίος, βεβαίως, είναι αμετροεπής και ξεπερνάει κάθε φορά τα εσκαμμένα, γιατί μόνο έτσι φαντάζεται ότι μπορεί να επιβιώσει σε μια κυβέρνηση. Όμως, πολλές φορές έχει φανεί ότι κάνει και το «λαγό». Έκανε, λοιπόν, πρόβλεψη (που ανάθεμα αν στέκει) ότι η Ρωσία με την Αμερική θα τα «ψιλοσυμφωνήσουν» στη Συρία και θα κάνουν από κοινού επέμβαση. (Άραγε, αυτό που γίνεται τώρα δεν είναι επέμβαση; Είναι περίπατος;)
Θα γίνει, λοιπόν, επέμβαση. Άραγε, θα συμμετέχει η Τουρκία; Ας πούμε, λοιπόν, ότι καταφέρνουν να βάλουν και την Τουρκία μέσα. Προσέξτε τώρα το πλέγμα: Προϋπόθεση πρώτη: η Ρωσία να συμφωνήσει με την Αμερική. Προϋπόθεση δεύτερη: να εμπλακεί στην επέμβαση και η Τουρκία. Δηλαδή, ο ISIS είναι πια τέτοια δύναμη που για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί πρέπει να συστρατευθεί Αμερική, Ρωσία, και Τουρκία;;;!!!
Προφανώς, το πρόβλημα δεν είναι ο ISIS.Το πρόβλημα, προφανώς, θα είναι η μοιρασιά της λείας ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές και φυσικά το μέλλον του Άσαντ. Ωστόσο, ο Καμμένος (για να δείξει την προθυμία του) είπε ότι αν αυτοί αποφασίσουν να εντείνουν την επιδρομή στη Συρία, εμείς (πέραν του ότι θα χαρούμε πάρα πολύ, γιατί επιτέλους θα χτυπηθεί ο ISIS και θα πέσει ηρεμία στη Συρία και δεν θα έχουμε πρόσφυγες) δεν θα πάμε να πολεμήσουμε, βεβαίως, αλλά οπωσδήποτε προσφέρουμε τη χώρα στη διάθεσή τους.
• Το ταξίδι του Ομπάμα απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχει δώσει και πολλά. Η έλευση Ομπάμα εδώ ήταν μια διαφορετικά προγραμματισμένη κίνηση. Μετά την ήττα των Δημοκρατικών άλλαξε στόχο και επεδίωξε να βάλει κάποια όρια, κάποια δεδομένα στον Τραμπ. Πάντως, αυτό που φάνηκε, πέρα από ένα κήρυγμα που έκανε, είναι ότι οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές δεν μπορούν να δώσουν μια τέτοια λύση για το χρέος όπως τη λέει ο Τσίπρας.
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που προέκυψαν με ιδιαίτερο τρόπο μέσα από το ταξίδι Ομπάμα στην Ευρώπη. Καταρχήν, με τον τρόπο που προωθήθηκε και προβλήθηκε δείχνει την ύπαρξη ενός σοβαρού διχασμού στο εσωτερικό μέτωπο των ΗΠΑ. Αυτό που θα αναμενόταν (και αναμένεται) με βάση τον παγκόσμιο ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ, είναι η μεθόδευση μιας προσπάθειας στο εσωτερικό του κατεστημένου να αμβλυνθεί αυτός ο διχασμός χωρίς να ανακόπτεται η κυριαρχία και πρωτοκαθεδρία της επιλογής Τραμπ και ό,τι έφερε και φέρνει σαν αλλαγές και ανατροπές. Ωστόσο, ΔΕΝ φαίνεται (τουλάχιστον σήμερα) εύκολο και προφανές. Αυτή η αντιφατική προσπάθεια γίνεται ακόμη πιο δύσκολη όσο μεταφέρεται και έξω από τις ΗΠΑ (το οποίο -ας σημειωθεί- αποτελεί κάτι καινούριο στην εξέλιξη των αντιθέσεων που ποτέ δεν έλειψαν στο εσωτερικό του αμερικάνικου κατεστημένο.
Το πρόβλημα είναι ότι μια τέτοια αδυναμία εξομάλυνσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ θα προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη ρευστότητα και αναστάτωση στις παγκόσμιες εξελίξεις. Δεν είναι λίγο να βλέπεις τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ να μεταφέρει στην Ευρώπη όλες τις αντιδράσεις της τάσης Ομπάμα και να υπονομεύει ανοιχτά και προκαταβολικά την επιλογή Τραμπ. Να φτάνει, μάλιστα, να «αναγορεύσει» (άσχετα αν δεν το εννοεί και το λέει εκ του ασφαλούς) ως ηγεσία του παγκόσμιου «ελεύθερου» κόσμου τη Μέρκελ. Δεν είναι λίγο να χρησιμοποιεί ανοιχτά την Ευρώπη για να πλήξει και να προκαταλάβει όλες τις βασικές δεσμεύσεις του Τραμπ (άσχετα από το πόσο και μέχρι ποιου σημείου τις εννοεί ο ίδιος ο Τραμπ).
• Γίνεται, λοιπόν, όλο και πιο φανερή για την ανθρωπότητα η επικινδυνότητα που κρύβεται πίσω από τον πανθομολογούμενο «εκνευρισμό» των ΗΠΑ μπροστά στην αδυναμία τους να δρομολογήσουν τις εξελίξεις κατά πως θέλουν και ευελπιστούν. Έτσι, λοιπόν, αυτή τη στιγμή όλα προαλείφονται σε μια βάση έντασης των κινδύνων, έντασης της επίθεσης.
Και στη χώρα μας αυτό που μένει είναι η μεγάλη υπηρεσία (ακόμα μία) που έχει δώσει αυτή η «Αριστερά» στις δυνάμεις της αντίδρασης, του συστήματος και του ιμπεριαλισμού. Όχι ότι πριν τον Τσίπρα τα αντιαμερικανικά και αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα του λαού μας ήταν στα καλύτερά τους. Εδώ στην Ελλάδα επιχειρείται δεκαετίες, και από την πλευρά του συστήματος και από την πλευρά της Αριστεράς, να υποβαθμιστεί το αντιιμπεριαλιστικό λαϊκό αίσθημα. Εν πάση περιπτώσει, η ουσία είναι ότι οι προσπάθειες αυτές που έκανε επί δεκαετίες το σύστημα είχαν αποτελέσματα.
Και με τη βοήθεια του ΚΚΕ και με τη βοήθεια του τότε Συνασπισμού. Τώρα μη βλέπετε που οι αστοί δημοσιογράφοι τους λένε «στον Κλίντον ήσασταν στο δρόμο». Ποιος ήταν στο δρόμο; Ποιος τους είδε στο δρόμο αυτούς τους τύπους; Ήταν μαζεμένοι σε μια πλατεία κι έκαναν παραστάσεις. Αυτό ήταν ο Συνασπισμός!
Τώρα, όμως, που έγινε κυβέρνηση έχει προσφέρει μια μεγάλη υπηρεσία. Γιατί το να μαζευτούν στην Αθήνα 6, 7, 8 χιλιάδες διαδηλωτές είναι κάτι αρνητικό, άσχημο. Και δείχνει ακριβώς και το δρόμο που έχουμε μπροστά μας να βαδίσουμε, να διανύσουμε.
Ο δρόμος που έχουμε να διανύσουμε είναι ένας δρόμος στον οποίο πρέπει να προσπαθήσουμε πάρα πολύ και με επίμονο και συνεχή τρόπο για να μπορέσουμε μέσα στο λαό να ανεβάσουμε λίγο-λίγο τη διάθεσή του και την απόφασή του να το παλέψει και να μην αποδέχεται μοιρολατρικά όλα αυτά τα οποία του έρχονται.
Κι αυτός ο δρόμος δεν είναι κανείς σε θέση αυτή τη στιγμή να πει πότε θα καταλήξει θετικά. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει άλλος. Ένας δρόμος ο οποίος θα επιδιώξει συνολικά να ευνοήσει μέσα στον κόσμο την κατεύθυνση της αναμέτρησης και να περιορίσει σταδιακά αυτήν την τάση της συνδιαλλαγής και της ηττοπάθειας και του ότι «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, γιατί μας έχουν αφαιρέσει όλα τα όπλα». Είναι αλήθεια ότι ο λαός αυτήν την περίοδο είναι άοπλος. Σ’ αυτήν την φάση που παλεύει και προσπαθεί να συμβάλει, θα πρέπει να αντικρύσει την πραγματικότητα κατάφατσα. Όχι για να απογοητευτεί, αλλά για να μπορέσει να τη διαβάσει και να πάρει δύναμη μέσα από αυτή.