(προδημοσίευση από τη Προλεταριακή Σημαία που θα κυκλοφορήσει αύριο)
Επικράτησε το «Leave» («Φεύγουμε») στο βρετανικό δημοψήφισμα και ξεκινούν οι διαδικασίες του Brexit. Μέχρι τη στιγμή που έκλεισαν οι κάλπες προδικαζόταν από πολλές μεριές ότι το αποτέλεσμα θα ήταν θετικό, και ίσως με διαφορά, για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ. Μόνο ο αμερικανός υποψήφιος πρόεδρος, Τραμπ, δεν πειθόταν και δεν ανέβαλε το ταξίδι του στη βρετανική πρωτεύουσα για να πανηγυρίσει με τους οπαδούς τού Brexit. Παρά το κλίμα που διαμορφώθηκε τις τελευταίες μέρες από τα διεθνή και βρετανικά οικονομικά κέντρα (αλλά και τα γραφεία στοιχημάτων) που με τη συμπεριφορά τους πρόδιδαν προς τα πού ήθελαν να οδηγηθεί το αποτέλεσμα, η κάλπη έδωσε το αντίθετο αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό του πολωτικού κλίματος είναι ότι και τη μέρα της ψηφοφορίας οι προεκλογικές καμπάνιες, με ένα τρόπο, συνεχίζονταν. Τελικά, όπως αποδείχθηκε, οι συσχετισμοί της τελευταίας στιγμής δεν επηρεάστηκαν σημαντικά ούτε με τη δολοφονία της Τζο Κοξ, βουλευτίνας των Εργατικών και υπέρμαχης του «μέσα», ούτε από τη γενικότερη κινδυνολογία του Σίτι.
Το μείζον πολιτικό γεγονός όλο αυτό το διάστημα αποτέλεσε το ότι η ΕΕ βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη διαδικασία και μάλλον είναι απροετοίμαστη για την επόμενη μέρα, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα από τον Σόιμπλε ότι «η ΕΕ μπορεί και χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο». Πολλά πράγματα, ωστόσο, λέγονταν με την ελπίδα ότι δεν θα χρειαστεί να μπει σε εφαρμογή η διαδικασία αποχώρησης.
Η προσέγγιση και των δύο ενδεχομένων αναδεικνύει και κάποιες άλλες πλευρές που σχετίζονται με τη διαδικασία αυτή καθαυτή. Δηλαδή, το «πώς» και το «γιατί» τίθεται και απλώνεται στο «εκλογικό σώμα» ένα ζήτημα που συναρτάται με πλευρές στρατηγικών επιλογών της αστικής τάξης. Είναι ένα ζήτημα που θα απασχολήσει στη συνέχεια και ανάλογα με την τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις με το δεδομένο πλέον της επικράτησης του Brexit. Ο θεσμός του δημοψηφίσματος δεν είναι συνηθισμένος στο βρετανικό πολιτικό σύστημα που παραδοσιακά στηρίζεται στην κυριαρχία του Κοινοβουλίου. Σε εθνικό επίπεδο έχει χρησιμοποιηθεί μόνο δύο φορές: τον Ιούνιο του 1975, όταν η τότε κυβέρνηση των Εργατικών οργάνωσε δημοψήφισμα για τη συμμετοχή (και πάλι) της Βρετανίας στην ΕΟΚ, και το Μάιο του 2011, για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Πέραν αυτών των «παμβρετανικών» δημοψηφισμάτων, περιφερειακά δημοψηφίσματα έχουν πραγματοποιηθεί και στην Σκοτία και Ουαλία για την εκεί εφαρμογή του θεσμού της αποκέντρωσης (και στη Σκοτία πέρυσι για την ανεξαρτητοποίηση της χώρας), καθώς και στη Β. Ιρλανδία για την επικύρωση της ειρηνευτικής διαδικασίας.
Η συζήτηση για το συγκεκριμένο δημοψήφισμα είχε αρχίσει ήδη από το 2012. Τότε ο πρωθυπουργός Κάμερον είχε διαψεύσει τα περί δημοψηφίσματος, αλλά δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο διεξαγωγής του στο μέλλον -που τώρα έφτασε- για τη θέση της Βρετανίας στην ΕΕ. Τελικά, ο Κάμερον υπόσχεται δημοψήφισμα εφόσον κέρδιζε τις εκλογές του 2015, ύστερα από πιέσεις κύρια των δικών του βουλευτών. Τα πράγματα στη πορεία έγιναν πολύ περισσότερο σύνθετα. Η αντιπαράθεση διαμέλισε τις πολιτικές ταυτότητες όχι μόνο των Συντηρητικών και των Εργατικών αλλά και των υπόλοιπων κομμάτων δημιουργώντας την ψευδαίσθηση συμμαχιών που κανένας δεν θα φανταζόταν πριν. Η Αριστερά, η οποία καταδικάζει τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της ΕΕ, ζητά την παραμονή της χώρας σε αυτήν. Το Lexit (η «αριστερή εκδοχή της εξόδου από την ΕΕ) όχι μόνο ξεχάστηκε, αλλά έδωσε τη θέση του στο αντι-Brexit, όχι λόγω αρχών, αλλά γιατί αυτό κυριαρχείται από την ξενοφοβική Δεξιά. Το ότι θέλεις να επηρεάσεις τις εξελίξεις με οποιοδήποτε τρόπο δεν σημαίνει πως θα αποφύγεις τον επηρεασμό από αυτές!
Το «πώς» και το «γιατί» τα πράγματα έφτασαν ως εδώ, θα αποτελέσει αντικείμενο αναλύσεων για μακρύ διάστημα. Ωστόσο, στο φόντο όσων έγιναν (και πολύ περισσότερο όσων θα ακολουθήσουν) βρίσκονται τα σύνθετα προβλήματα του βρετανικού ιμπεριαλισμού σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον με έντονα μεταβαλλόμενες συνθήκες. Δεν είναι οι σχέσεις γενικά με την ΕΕ, αλλά με την ΕΕ στην οποία απλώνεται ολοένα και περισσότερο η γερμανική κυριαρχία. Είναι προφανές πως ο διχασμός δεν αφορά το πλατύ εκλογικό σώμα, αλλά και σημαντικά τμήματα της αστικής τάξης, πράγμα που υποδηλώνει πως δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σχέδιο και για τις δύο εκδοχές. Το πρόβλημα, άλλωστε, δεν αφορά διαφωνίες τακτικών επιλογών αλλά στρατηγικών τέτοιων και σε ευρύτερο ορίζοντα. Ωστόσο, το γεγονός ότι με την παραμονή στην ΕΕ συντάχθηκε, πέρα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, και ένα σημαντικό τμήμα του οικονομικού και στρατιωτικού κατεστημένου, δείχνει ότι στους εσωτερικούς συσχετισμούς βαραίνουν ιδιαίτερα οι διεθνείς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται σήμερα από πολύ λεπτές ισορροπίες.
Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι πως απέναντι από τη Μάγχη επικρατούσε ηρεμία τις τελευταίες μέρες. Βέβαια, σε κάθε περίπτωση η γενικότερη στάση των Βρυξελών χαρακτηριζόταν όλο αυτό το διάστημα από «άμυνα» μιας και οι πρωτοβουλίες ανήκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και μάλλον αυτό θα συμβεί και στο πρώτο διάστημα μετά το δημοψήφισμα.
Σε ό,τι αφορά την τυπική πλευρά, ανοίγει μια μεταβατική περίοδος που θα πρέπει να ολοκληρωθεί το αργότερο σε δύο χρόνια, αφού διευθετηθούν μια σειρά ζητήματα με όλες τις χώρες της ΕΕ, μιας και δεν υπάρχει προηγούμενο. Ωστόσο, η μεταβατική περίοδος και ο ρόλος της Βρετανίας σε αυτήν είναι αρκετά περίπλοκο θέμα. Υπάρχει και η περίπτωση το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο -και η Βρετανία- να «αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής». Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, υποστήριξε πρόσφατα ότι οι διαπραγματεύσεις και η αποχώρηση μπορεί να κρατήσουν έως και επτά χρόνια! Δεν είναι ξεκάθαρο, επίσης, κατά πόσον και οι δύο πλευρές θα ήθελαν ή όχι μια παρατεταμένη περίοδο πριν το οριστικό διαζύγιο, ωστόσο τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν είναι όντως σημαντικά και σύνθετα. Δεν είναι, επίσης, απίθανο, πριν την αποχώρηση και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η (ίδια ή άλλη) βρετανική κυβέρνηση να προκαλέσει νέο δημοψήφισμα με το επιχείρημα π.χ. ότι οι προτάσεις της ΕΕ για τις σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ είναι ιδιαίτερα αρνητικές για τους Βρετανούς. Σε περίπτωση που το δεύτερο δημοψήφισμα αποβεί θετικό, η Βρετανία δεν θα έχει αποχωρήσει από την ΕΕ.
Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι ότι κανένα κράτος δεν έχει αποχωρήσει από την ΕΕ. Δεν είναι καν το θέμα συνθηκών (η Συνθήκη της Λισσαβόνας προέβλεψε ρητά αυτό το δικαίωμα). Ούτε είναι πως το αποτέλεσμα αυτό παράγει νομικά προβλήματα και από τις δύο πλευρές της Μάγχης. Το ζήτημα είναι ότι αποτελεί μια πολιτική επιλογή που οδηγεί σε αχαρτογράφητα νερά όλες τις πλευρές.
Το πολιτικό ερώτημα που τίθεται αφορά όχι μόνο το τι θα συμβεί στην ΕΕ με το Brexit, αλλά και το ποιες διαδικασίες ανοίγει και για το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό καθαυτό το δημοψήφισμα δεν παράγει νομικά αποτελέσματα. Συνιστά απλώς πολιτική επιλογή που πρέπει να περιβληθεί χαρακτηριστικά νόμου από το Κοινοβούλιο (είτε στο ξεκίνημα είτε στο τέλος της διαδικασίας αποχώρησης). Τυπικά, επειδή το δημοψήφισμα δεν είναι δεσμευτικό, είναι δυνατό το Κοινοβούλιο (το παρόν ή το επόμενο, μετά από τυχόν νέες εκλογές) να το αγνοήσει. Αν παρακάμψουμε, ως μια εξαιρετικά παρακινδυνευμένη πολιτική κίνηση, αυτό το σενάριο, εκείνο που έχει σημασία είναι οι πολιτικές και θεσμικές εσωτερικές επιπτώσεις που θα ακολουθήσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Υπήρχε ασάφεια για την πορεία που θα ακολουθήσουν οι τοπικές κυβερνήσεις, πλην της Σκοτίας η οποία δηλώνει δια του πρωθυπουργού της ότι θα επαναφέρει το θέμα της ανεξαρτητοποίησής της. Πάντως, η κυβέρνηση Κάμερον και ο ίδιος προσωπικά είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσουν να κυβερνούν, πυροδοτώντας αλυσιδωτές πολιτικές εξελίξεις. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΕ, και βασικά η Γερμανία, φαίνεται να έχει περιθώρια να μελετήσει τις κινήσεις της. Ωστόσο, η γενική αβεβαιότητα που προκύπτει πλέον αποτελεί το κρισιμότερο στοιχείο όλων των συνεπικουρούμενων εξελίξεων.
Σε τελική ανάλυση, όποια και να ήταν τα «ρεαλιστικά»επιχειρήματα, όποιες και να ήταν οι προειδοποιήσεις και οι απειλές από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, και με δεδομένο πλέον το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, το μόνο βέβαιο είναι ότι η επόμενη ημέρα για το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα είναι ίδια με την προ-δημοψηφίσματος εποχή. Ίσως τη Βρετανία του «μέσα» αλλά και του «έξω», και στο επίπεδο της αστική τάξης, να την ενδιέφερε να αλλάξουν απλά κάποιες ισορροπίες στην ΕΕ. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή δρομολογεί πιθανά τη συνολικότερη ανατροπή τους.
Οι απαντήσεις στα πολλά ερωτήματα που έχουν τεθεί με αυτήν την εξέλιξη για το «τι» πρόκειται να ακολουθήσει ή για το «πώς» θα επηρεαστεί η καθημερινότητά των Βρετανών αλλά και των άλλων Ευρωπαίων, θα απαντηθούν όχι την επόμενη μέρα, αλλά το επόμενο διάστημα. Για ένα πράγμα, όμως, πρέπει να είμαστε σίγουροι: η ΕΕ δεν θα είναι ποτέ πια ίδια. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τα κράτη-μέλη, μιας και η προδιαγραφόμενη εξέλιξη θα αποτελέσει την αρχή μιας σειράς θεσμικών και πολιτικών παρεμβάσεων στην ΕΕ με στόχο να αρθούν οι όποιες παρενέργειες που σίγουρα θα επηρεάσουν το υφιστάμενο πολιτικό και οικονομικό «στάτους», αλλά και τους γενικότερους σχεδιασμούς των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών.
Χ.Β.