Επ’ αόριστον θα ισχύει η νέα συμφωνία για τις αμερικάνικες βάσεις, που επεκτείνονται και αναβαθμίζονται επιχειρησιακά, όπως αναβαθμίζεται και η δυνατότητα των αμερικάνων διοικητών τους να κάνουν κουμάντο επί ελληνικού εδάφους. Αυτό απαιτεί η ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή και τον κόσμο, σε αυτό συναινεί και συντάσσεται με κραυγαλέα ομοθυμία η αστική τάξη. Η κυβέρνηση και όλα τα κόμματα του συστήματος βάζουν όλο και πιο βαθιά το λαό και τη χώρα στο χορό των αμερικανονατοϊκών πολεμικών σχεδιασμών, στο χορό της υποτέλειας.
Επ’ αόριστον όμως θα ισχύει και η πολιτική της υπερεκμετάλλευσης των εργατών, της λεηλασίας της χώρας και του λαού, η πολιτική της συντριβής των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των εργατών και των εργαζομένων. Και επίσης και αυτή η πολιτική ολοένα και θα «αναβαθμίζει» τη βαρβαρότητά της ενάντια σε εργάτες, εργαζόμενους, συνταξιούχους, νεολαίους, πρόσφυγες και μετανάστες. Αυτό απαιτεί το συμφέρον του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου, αυτό επιβάλλουν τα αδιέξοδα του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης, οι άγριοι άνεμοι που φυσάνε στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Η κυβερνητική πολιτική, οι ακατάπαυστες κραυγές των ξένων και ντόπιων κέντρων, οι εξελίξεις στην περιοχή και τον κόσμο δεν επιδέχονται «παρερμηνείες» για την τροχιά των εξελίξεων και όπως αυτές διαμορφώνονται από τους έξω και τους πάνω. Δεν επιδέχονται στρογγυλέματα και υπεκφυγές, αν και αρκετοί συνεχίζουν να τις επιχειρούν. Ξέφτισαν πια οι εικονικές «αντεπιθέσεις» και οι πολιτικές επινοήσεις που παρουσιάζουν στο λαό «λαμπρά και γρήγορα» σχέδια «διεξόδου».
Υπάρχουν όμως δυνάμεις στη γραμμή της αντίστασης και διεκδίκησης, δυνάμεις που αναζητούν όρους συγκρότησης της κατεύθυνσης της αναμέτρησης. Πολύ μικρές, αλλά όχι μειοψηφικές, αν πάρουμε υπόψη μας ότι ακουμπούν στις πραγματικές ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας των μαζών. Κόντρα στις συνήθειες μιας Αριστεράς που εμφάνιζε πάντα το κόλπο ως λύση, οι δυνάμεις αυτές καλούνται να παλέψουν για να συνδεθούν με ευρύτερα κομμάτια των από κάτω. Να δώσουν μάχες και αγώνες για να διαμορφωθούν οι όροι μιας αντίστροφης πορείας για τα δικαιώματα και την προοπτική των εργατών και του λαού. Αυτή η κατεύθυνση είναι κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα και τα παρακλάδια του της ακόμα μεγαλύτερης συμμόρφωσης και προσαρμογής. Γι’ αυτό είναι δύσκολη και απαιτητική. Αλλά γι’ αυτό είναι και αναγκαία! Η υπεράσπιση και η ενίσχυση αυτής της κατεύθυνσης πολιτικά και πρακτικά είναι το κύριο ζήτημα της περιόδου!
Στο άρμα της ηγέτιδας δύναμης…
Με «εντατικές συνομιλίες περίπου πέντε γύρων» (!) μας ενημερώνουν τα πρακτορεία του συστήματος ότι έκλεισε η νέα, χωρίς ημερομηνία λήξης, συμφωνία για τις βάσεις, που υπογράφεται με την επίσκεψη Πομπέο στην Ελλάδα. Δεν έλειψαν και δεν λείπουν από την ελληνική πλευρά οι διακριτικές γκρίνιες, καθώς στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας προσδοκούσε «κάτι παραπάνω» ως αντάλλαγμα από τις ΗΠΑ. Όπως αναφέρεται, ζητούσε κάτι σαν «επιστολή», με ρόλο πολιτικής δέσμευσης, από τους Αμερικάνους για τη στήριξη που θα της παρέχουν έναντι της Τουρκίας! Η επιστολή δεν δόθηκε, η συμφωνία υπογράφεται. Δεν είναι η αποτυχία, αλλά το αξιοθρήνητο του «αιτήματος» αυτό που πρέπει να επισημανθεί! Η …ηγέτιδα τάξη της χώρας αναζητά επιστολή από τον προστάτη της, με την οποία θα εξασφαλίζεται έναντι του ανταγωνιστή της! Τέτοιο και τόσο είναι το …βάθος σκέψης των αστικών επιτελείων! Πιο σωστά, τέτοια και τόσα είναι τα «αυτοτελή» όρια κίνησης της αστικής τάξης, τα ανιστόρητα, υποτελή και αντιδραστικά χαρακτηριστικά της.
Κατά τα «λοιπά», η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα γίνεται πιο ισχυρή και πιο απροκάλυπτη από κάθε άλλη περίοδο, τουλάχιστον από το 1974 και μετά, και η χώρα ανακηρύσσεται σε αμερικάνικη βάση. Από τη Σούδα και το Μαράθι της Κρήτης ως τη Λάρισα, το Βόλο και το νέο «καμάρι» των ΗΠΑ την Αλεξανδρούπολη. Σε «άλλο λογαριασμό» βάζουν την Ανδραβίδα και ποιος ξέρει -πάντως όχι ο λαός- τι άλλο και πού αλλού στήνεται και θα στηθεί! Και βέβαια, εκτός από τις βάσεις και τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, στη χώρα υπάρχουν μια σειρά άλλες πλευρές χρησιμοποίησης και χρήσης της χώρας και των «δικών της» στρατιωτικών δυνάμεων, με βάση τις αμερικάνικες ανάγκες και επιχειρήσεις. Όπως βέβαια υπάρχουν σε μόνιμη εξέλιξη τα εξοπλιστικά προγράμματα με τα ιλιγγιώδη ποσά, ενώ επίσημες ανακοινώσεις για τα πυρηνικά απλώς δεν γίνονται!
Ο αστικός κόσμος, λοιπόν, βάζει στην άκρη τις όποιες γκρίνιες του και πανηγυρίζει γιατί πέτυχε αυτό που είναι το κύριο για τα συμφέροντά του ως τάξης της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης: Να ανανεωθεί και να ενισχυθεί η πρόσδεση της χώρας στο άρμα των ΗΠΑ, να αναβαπτιστεί η χώρα ως αμερικάνικη πλατφόρμα στην περιοχή. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο σαν τη σημερινή, με τις ΗΠΑ να έχουν ανοιχτά μια σειρά μέτωπα στην ευρύτερη περιοχή της χώρας, που με τα μπλοκαρίσματά τους έχουν προκαλέσει ταραχή ακόμα και στους διαδρόμους του Λευκού Οίκου, αυτή η συμφωνία εγκατάστασης και αναβαθμισμένης επικυριαρχίας των φονιάδων του πλανήτη στη χώρα μας πρέπει να προκαλέσει οργή και να βρει σταθερά απέναντι την πάλη του λαού και της νεολαίας.
«Πολλά υποσχόμενη αρχή…»
Με αυτά τα καλά λόγια μιλάει η έκθεση του ΔΝΤ που δημοσιεύτηκε στο τέλος του Σεπτέμβρη για τη νέα κυβέρνηση της χώρας, ανταμείβοντάς την και κυρίως ενθαρρύνοντάς την για όσα ήδη προώθησε και ξεκίνησε. Ωστόσο η έκθεση αξίζει να προσεχθεί, όχι κυρίως για τους επαίνους της, αλλά για τις απαιτήσεις που παράλληλα και πάνω από τους επαίνους προβάλλει. Το ΔΝΤ επισημαίνει λοιπόν ότι «ενώ η κυβέρνηση έκανε μια πολλά υποσχόμενη αρχή με το να απομακρύνει εμπόδια αναφορικά με τις δομικές μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις και με το να προχωρήσει στην εξυγείανση των ισολογισμών των τραπεζών, χρειάζεται άμεσα μεγαλύτερη προσπάθεια σε όλους τους τομείς πολιτικής προκειμένου να καταστεί η Ελλάδα ανταγωνιστική εντός της νομισματικής ένωσης, να εξαλείψει το πλεονάζον χρέος και να επιτεύξει περισσότερη ανάπτυξη βασισμένη στην συμπερίληψη.» Το βάρος πέφτει λοιπόν στην «άμεσα μεγαλύτερη προσπάθεια» που χρειάζεται και που το ΔΝΤ παρακάτω την εξειδικεύει σε μια σειρά στοχεύσεις. Μείωση των συντάξεων, μείωση του αφορολόγητου και νέα ένταση της φοροεπιδρομής, νέες «απελευθερώσεις» στην αγορά εργασίας, μεγαλύτερη ασυδοσία στις ιδιωτικοποιήσεις, μεγαλύτερη μείωση των μισθών και του μη μισθολογικού κόστους, κατάργηση της (όποιας) προστασίας των στεγαστικών δανείων και των ρυθμίσεων με τις δόσεις και αποχαλίνωση των κατασχέσεων είναι μερικά ενδεικτικά από τα άμεσα οφειλόμενα. Στο ίδιο μήκος κύματος υπήρξε τις επόμενες μέρες παρέμβαση από τη γνωστή και καθόλου τυχαία Μ. Ξαφά και έπεται συνέχεια. Όλα αυτά έχει σημασία ότι εξελίσσονται ενώ η κυβέρνηση έχει φέρει για ψήφιση το γνωστό αντεργατικό-αντιλαϊκό τερατούργημα που θα φέρει την «ανάπτυξη», κάνει νόμο στη Βουλή τις τέσσερις συμφωνίες του ΣΥΡΙΖΑ για εξορύξεις στο Ιόνιο και τη δυτική Κρήτη και τα κυβερνητικά στελέχη εμφανίζονται να κρατούν αποστάσεις από τις ντιρεκτίβες για τη συνέχεια του ΔΝΤ και των άλλων κέντρων.
Η ουσία του ζητήματος είναι ότι η λεηλασία εργατών, δικαιωμάτων, πλούτου ποτέ δεν είναι αρκετή! Δεν υπάρχει κάποιο σημείο -ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες κρίσης και ανταγωνισμών- στο οποίο οικειοθελώς το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο θα πουν «φτάνει, αρκετά, σταματάμε εδώ». Οι «τρύπες», ξένες και ντόπιες, ποτέ δεν θα γεμίζουν όσο και αν ληστεύεται ο ιδρώτας των εργατών, όσο και αν λεηλατείται ο λαός και η χώρα. Τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις ποτέ δεν θα φτάνουν και η κυβέρνηση καλείται και θα καλείται διαρκώς να βελτιώσει το «επενδυτικό κλίμα» και την «ανταγωνιστικότητα» της χώρας.
Συνεπώς δεν υπάρχει «μεταμνημονιακή» εποχή στην οποία σταματάει τάχα η επίθεση και σταθεροποιείται έστω σε κάποια επίπεδα η εκμετάλλευση, η φτώχεια, η εξαθλίωση! Και πρέπει να είναι σαφές και φανερό ότι η κυβέρνηση της ΝΔ ήρθε για να συνεχίσει, να βαθύνει και να εντείνει όσα το σύστημα επέβαλλε όλα τα προηγούμενα «μνημονιακά» χρόνια. Υπάρχει μονάχα ένα όριο στην εξέλιξη αυτής της επίθεσης και αυτής της πολιτικής. Αυτό που μπορεί να διαμορφώσει η μαζική αντίσταση, η διεκδίκηση, η πάλη και ο αγώνας των εργατών, του λαού και της νεολαίας. Αυτόν τον παράγοντα έσπευσε να ξορκίσει και να «απαγορεύσει» η προκλητική δήλωση Μητσοτάκη για τις «μειοψηφίες που απεργούν». Μια δήλωση που από τη μια θέλει να εκφράσει βεβαιότητα για το απρόσκοπτο της πολιτικής του, ακόμα και την πρόθεση της πραγματικής απαγόρευσης στις «μειοψηφίες» να αγωνίζονται και να αντιστέκονται. Από την άλλη ωστόσο, η δήλωσή του εμπεριέχει και την ανησυχία -μιας και η κυβέρνηση και το σύστημα συνολικά δεν υποτιμά το λαό όπως η κυρίαρχη αντίληψη στην Αριστερά- μήπως οι «μειοψηφίες παρασύρουν» ευρύτερα τμήματα στην πάλη.
Συγκρότηση-διεύρυνση δυνάμεων πάλης
Βοά η κοινωνική κατάσταση από τη φτώχεια, την ανεργία, τη δουλειά-δουλεία, από τα κάθε λογής αδιέξοδα του λαού και της νεολαίας. Θα λέγαμε ότι είναι αρκετή από μόνη της η συνεχής κτηνωδία που αντιμετωπίζουν πρόσφυγες και μετανάστες μέσα και έξω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να πυροδοτηθούν κινητοποιήσεις και λαϊκοί ξεσηκωμοί. Ωστόσο το εργατικό-λαϊκό κίνημα είναι αποσυγκροτημένο ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά και η πλειοψηφία των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά είναι με γραμμή παραίτησης και υποταγής που επιχειρεί να την συγκαλύψει με κόλπα και ψευδείς εικόνες. Οι αιτίες αυτής της κατάστασης πάνε δεκαετίες πίσω, αφορούν στην ίδια τη διαδρομή του κομμουνιστικού κινήματος, στην ήττα, στα ρεφορμιστικά θεωρήματα που αναπτύχθηκαν και κυριάρχησαν–διάλυσαν το κίνημα όλες αυτές τις δεκαετίες.
Ωστόσο, το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε σε σχέση με αυτές τις πάγιες και αναγκαίες για μας διαπιστώσεις είναι ότι η υπόθεση της ανασυγκρότησης του κινήματος στα μέτρα που απαιτεί η εποχή έχει πραγματική, υλική βάση και αιτίες. Μπορεί και πρέπει να παλευτεί και να γίνει. Στη βάση των σημερινών ζητημάτων και όπως αυτά σήμερα τίθονται.
Το δεύτερο και εξίσου σημαντικό, είναι ότι ενώ δεν είμαστε καθόλου πρόθυμοι να συγκαλύψουμε τα μεγάλα και πραγματικά προβλήματα, να αερολογήσουμε για αντεπιθέσεις και για λύσεις «εδώ και τώρα», δεν είμαστε επίσης καθόλου πρόθυμοι να «αγνοήσουμε» και να υποτιμήσουμε τη «μαγιά» που σήμερα υπάρχει. Για παράδειγμα, το δυναμικό που βρέθηκε στις απεργίες της 24/9 και της 2/10, στις κινητοποιήσεις ενάντια στην επίσκεψη Πομπέο που έγιναν πανελλαδικά αποτελεί μια βάση αναφοράς της πάλης και των προσπαθειών που πρέπει να γίνουν. Προσπάθειες και πρωτοβουλίες που θα επιδιώκουν να μην αφήνουν «στη μέση» την κίνηση και τους στόχους που ξεκίνησαν, γιατί έτσι απαίτησαν π.χ. οι αποφάσεις των εργατοπατέρων, αλλά να τις συνεχίζουν στην κλίμακα και την εμβέλεια που τα σχήματα και οι δυνάμεις αυτές διαθέτουν. Προσπάθειες και πρωτοβουλίες δηλαδή που πρέπει επίμονα να αναδεικνύουν σαφές πολιτικό στίγμα και να υπηρετούν ταυτόχρονα δύο στόχους: Από τη μια, την παραπέρα συγκρότηση αυτού του δυναμικού, την πολιτική και κινηματική αναβάθμιση της εμπλοκής του στην πάλη. Από την άλλη, τη σύνδεση αυτού του δυναμικού με ευρύτερα τμήματα εργαζομένων και νεολαίας.
Σε όλη αυτή την επίμονη και σταθερή προσπάθεια είναι ευνόητο ότι πρέπει να πρωτοστατήσει το δυναμικό των μετωπικών σχημάτων που αναφέρονται στο ΚΚΕ(μ-λ), να ενεργοποιούνται τα σχήματα της ΛΑ-ΑΑΣ και οι Δρόμοι Αντίστασης, με ευελιξία και κριτήριο την πιο μαζική συμμετοχή και απεύθυνση. Είναι προφανές ότι μια τέτοια σταθερή και ανεβασμένη κίνηση και δράση αποτελεί αναγκαίο όρο και προϋπόθεση «θετικού εκβιασμού» της κοινής δράσης δυνάμεων, που σταθερά επιδιώκουμε σε ένα τοπίο πολιτικής σύγχυσης και απροθυμίας. Αλλά επίσης είναι προφανές ότι αυτή η κατεύθυνση της ενεργητικής εμπλοκής με εκδηλώσεις, συσκέψεις, παρεμβάσεις και κινητοποιήσεις όποιας κλίμακας σε σωματεία, συλλόγους, γειτονιές και χώρους δουλειάς και ζωής του λαού έχει σταθερή επιδίωξη την ενεργοποίηση–σύνδεση με ευρύτερα τμήματα και μπορεί να αποτελέσει τη βάση κεντρικών πολιτικών πρωτοβουλιών του ΚΚΕ(μ-λ). Σε κάθε περίπτωση -και αντικειμενικά- αποτελεί συνεισφορά στην προετοιμασία όρων για ευρύτερους λαϊκούς ξεσηκωμούς, που η πολιτική του συστήματος και της κυβέρνησής του τους κάνει όλο και πιο αναγκαίους!