Κατά την πρακτική κάθε νέας προεδρίας, ο «Λευκός Οίκος», μέσω του προέδρου Τραμπ, έδωσε στη δημοσιότητα στις 18 του περασμένου Δεκέμβρη την έκθεση της «Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας» (National Security Strategy statement, NSS), με βασική αναφορά στη διεθνή διάσταση της πολιτικής των ΗΠΑ.
Για κάποιους είναι ένα κείμενο ρήξης που προδιαγράφει τις κινήσεις της Ουάσιγκτον στην προοπτική «της ριζικής αναδιάρθρωσης του διεθνούς συστήματος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία ήδη έχει ξεκινήσει». Κατ΄ άλλους, δεν ανακοινώνεται τίποτα το καινούργιο, εκτός από μια (ακαθόριστη) συμμαχία με την Αυστραλία, την Ινδία και την Ιαπωνία, που θα περιορίσει την Κίνα και θα κατατροπώσει τη Β. Κορέα! Σε κάθε περίπτωση αποτελεί κείμενο που πατά πάνω σε βασικά στοιχεία της προεκλογικής γραμμής Τραμπ.
Από μια γενική θεώρηση φαίνεται να δίνεται έμφαση στους «αντιπάλους», Κίνα και Ρωσία, και στο σημείο αυτό το κείμενο, όπως επισημαίνεται, δεν διαφέρει και πολύ από προηγούμενα ανάλογα. Ωστόσο το επίπεδο της αντιπαράθεσης που προκύπτει από το κείμενο εμφανίζει τους δύο «στρατηγικούς αντιπάλους» σε ίδιο επίπεδο με τις ΗΠΑ, σηματοδοτώντας την αρχή μιας νέας προσέγγισης που δεν έχει ως βάση το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, παρ’ όλη την επιφανειακή ομοιότητά της και τη ρητορική μιας δικομματικής παράδοσης της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας, η νέα NSS, στον πυρήνα της, δείχνει να υπονομεύει τις στρατηγικές που διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Αν είναι έτσι, το εσωτερικό πρόβλημα είναι έντονο, γιατί, ενώ ο στόχος των στρατηγικών των ΗΠΑ διαχρονικά είναι και παραμένει ο ίδιος, η διαμόρφωσή τους συνδέεται με ιδιαίτερα συμφέροντα κύκλων και κέντρων εξουσίας.
«Η νέα μας στρατηγική βασίζεται σε έναν ρεαλισμό αρχών, καθοδηγείται από το ζωτικής σημασίας εθνικό συμφέρον και έχει τις ρίζες της στις διαχρονικές αξίες μας». Μπορεί σ’ αυτό το τελευταίο τμήμα της η NSS να υπερθεματίζει στις «αμερικανικές αξίες», «το κράτος δικαίου», τη «δημοκρατία και την ελευθερία», αλλά το όλο κείμενο δεν αφήνει αμφιβολίες για τις προτεραιότητες της διοίκησης Τραμπ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι βασίζεται σε μια αυστηρή ανάλυση των διεθνών προκλήσεων που πρέπει να τις πάρει στα σοβαρά το σύνολο της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ. Ωστόσο, όποια και να είναι η διοίκηση του Λ. Οίκου δεν μπορεί να αγνοεί τι είναι αυτό που έκανε την Αμερική μεγάλη! Η φράση «Πρώτα η Αμερική» του προεκλογικού Τραμπ έμοιαζε να παραπέμπει στους «απομονωτιστές» του μεσοπολέμου, αλλά η στρατηγική του «America first» που αναδεικνύεται στην NSS κάθε άλλο παρά είναι απομονωτική. Συνδέει τα συμφέροντα των ΗΠΑ με όλες τις περιοχές του κόσμου.
Η νέα NSS, περιγράφοντας ένα σύνολο απειλών από τζιχαντιστές και οργανώσεις, ανταγωνιστικές δυνάμεις (Κίνα και Ρωσία) και κακές δικτατορίες (Ιράν και Βόρεια Κορέα), θέτει τέσσερις ζωτικούς (vital) στόχους-συμφέροντα για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, που σε γενικές γραμμές είναι: «Η προστασία της πατρίδας και του «αμερικανικού τρόπου ζωής», η «προώθηση της ευημερίας», η «διατήρηση της ειρήνης μέσω της ισχύος» και η προώθηση της αμερικανικής επιρροής σε όλο τον κόσμο.
Εκτός από τα προσχηματικά λόγια για την «ευημερία του αμερικάνικου λαού», την «ειρήνη και τη δημοκρατία», πολλά ζητήματα που τίθενται στη νέα NSS εμφανίζονται και σε NSS προηγούμενων διοικήσεων με παρόμοια επιχειρηματολογία και ρητορική. Ωστόσο, από τις τέσσερις προτεραιότητες ιδιαίτερη σημασία δίνεται σε δύο ζητήματα. Το ένα αφορά τόσο την επαναδιαπραγμάτευση των Διεθνών Εμπορικών Συμφωνιών (International Trade Agreements) όσο και κάθε άλλης πολυμερούς συμφωνίας όπου εμπλέκονται οι ΗΠΑ. Το άλλο αφορά την ουσιαστική ενίσχυση της στρατηγικής ισχύος με τη ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και στόχο τη δημιουργία ενός στρατεύματος για επιχειρήσεις σ’ όλο το «φάσμα του πολέμου» (full spectrum war). Σύμφωνα με το κείμενο, η αμερικανική διπλωματία για να είναι ανταγωνιστική (Competitive Diplomacy) και σε ηγετική θέση (forward Presence) προς δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για τα αμερικανικά συμφέροντα θα πρέπει να βασιστεί στην ενδυνάμωση της στρατιωτικής ισχύος.
Η νέα NSS κάνει σαφείς αναφορές στην επαναφορά του ανταγωνισμού των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ως χαρακτηριστικό της νέας εποχής, αποδίδοντας τον όρο του Στρατηγικού Ανταγωνιστή (Strategic Competitor) των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο στην Κίνα και στη Ρωσία. Κίνα και Ρωσία φωτογραφίζονται από την πρώτη κιόλας παράγραφο ως κύριες ανταγωνιστικές δυνάμεις. Η μεν Κίνα με την επιδίωξη ηγεμονίας στην περιοχή του Ειρηνικού, η δε Ρωσία για την αναβίωση της δικής της σφαίρας επιρροής στην Ευρασία, καθιστώντας σαφές πως η αντιπαράθεση με αυτές θα είναι οικονομική, στρατιωτική, ιδεολογική και μακροχρόνια.
Ιδιαίτερα για την Κίνα παρατηρεί ότι «επιδιώκει να αποκλείσει τις ΗΠΑ από την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, για να επεκτείνει την εμβέλεια του κρατικού επιχειρηματικού της μοντέλου και να αναδιοργανώσει την περιοχή προς όφελός της». Δεν αποκλείει ωστόσο την πιθανότητα συνεργασίας με αυτούς, αλλά μόνο «από ισχυρή θέση»! Να σημειωθεί πως επί διακυβέρνησης Ομπάμα η Κίνα χαρακτηρίζεται ως σημαντικός στρατηγικός εταίρος (strategic partner) και η Ρωσία ως δυνητικός περιφερειακός ανταγωνιστής (regional competitor).
Για την Ευρώπη, ευνοεί μια ευρω-ατλαντική σχέση στη λογική της ισόποσης κατανομής των βαρών, ενώ στο μέτωπο της Μ. Ανατολής διαμορφώνει έναν άξονα δυνάμεων με αιχμή το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία για την καταπολέμηση του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Για τη Μ. Ανατολή έχουμε δύο νέες προσεγγίσεις. Παρά την απόφαση για την Ιερουσαλήμ, το κείμενο κινείται με βάση τη λογική ότι το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι το Ισραήλ με τους Άραβες αλλά οι τζιχαντιστές και η απειλή του Ιράν.
Υπάρχει και ένα παράξενο χωρίο στο κείμενο που δηλώνει ότι «οι ΗΠΑ θα συνεργαστούν με τους συμμάχους και εταίρους τους για να αποτρέψουν και να εμποδίσουν άλλες ομάδες που απειλούν την πατρίδα». Εδώ κάνει καθαρό ότι η «συνεργασία» αφορά συμμάχους που συμμερίζονται τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά δεν δείχνει να εννοεί, και να ευνοεί, την τοποθέτηση αυτών των συμφερόντων μέσα σε πλαίσια ευρύτερων πολυεθνικών συμφωνιών!
Οι γενικότερες στοχεύσεις για την αντιμετώπιση απειλών από «διεφθαρμένα καθεστώτα» (rogue regimes), όπως η Β. Κορέα και το Ιράν, μοιάζουν με τη ρητορική των ανάλογων κειμένων της διοίκησης του Κλίντον και είναι πολύ κοντά στη γραμμή της διοίκησης του πατέρα Μπους, περί προετοιμασίας και πρόληψης. Ωστόσο, η γενικότερη στάση των ΗΠΑ σε περιφερειακό επίπεδο θέτει μια σειρά από ερωτήματα σε σχέση με τη διαφαινόμενη αναδιάταξη ισορροπιών ισχύος και προδιαθέτει για εξελίξεις που ενδέχεται να διαμορφώσουν νέα δυναμικά αποτελέσματα.
Πέρα από τις ομοιότητες με ανάλογα παλαιότερα κείμενα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαφοροποιήσεις. Το κείμενο βασίζεται στην παραδοχή ότι η σημερινή ισορροπία δυνάμεων στο διεθνές σύστημα έχει μετακινηθεί αρνητικά για τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον! Σύμφωνα με τον Τραμπ και τους συμβούλους του, η χώρα έχει εφησυχάσει από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μπροστά στους «αυξανόμενους πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς ανταγωνισμούς». Και για την «αξιοποίηση των ευκαιριών του μέλλοντος», θα πρέπει πρώτα «να κατανοηθούν αποτυχίες του παρελθόντος». Γενικότερα τοποθετεί το εθνικό συμφέρον ως ασύμβατο με τις αμερικανικές πολιτικές των προηγούμενων δύο δεκαετιών, οι οποίες βασίζονταν στη λογική της «υποστήριξης» (engagement) «ανταγωνιστικών» προς τις ΗΠΑ χωρών «μέσω της συμμετοχής τους στους πολυμερείς θεσμούς».
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στοιχείο της NSS αποτελεί η ταύτιση της έννοιας της οικονομικής ασφάλειας με την έννοια της εθνικής ασφάλειας:«η οικονομική δύναμη είναι το κλειδί της στρατιωτικής ισχύος και των τιθέμενων στρατηγικών στόχων». Στο ζήτημα αυτό ο έλεγχος των ενεργειακών πόρων και δρόμων αποτελεί βασικό συστατικό της νέας εθνικής στρατηγικής της κυβέρνησης Τραμπ, για τη διατήρηση του υφιστάμενου αμερικανικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε όλους τους τομείς (η Κίνα αναγνωρίζεται ως ο υπ’ αριθμόν ένας κίνδυνος και σε αυτό το κεφάλαιο).
Συμπερασματικά: Η νέα αμερικανική στρατηγική εθνικής ασφαλείας υιοθετεί μια επιθετική στρατηγική προσέγγιση (offensive strategic approach) αναφορικά με την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ ,θεωρώντας ότι έτσι θα αναστρέψει τη διαμορφούμενη απώλεια πρωτοκαθεδρίας της αμερικανικής υπερδύναμης στον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος τις προσεχείς δεκαετίες. Ο στρατηγός ΜακΜάστερ, που θεωρείται το βασικό μυαλό πίσω από αυτή τη στρατηγική, περιγράφει γλαφυρά το μέλλον. «Η γεωπολιτική επέστρεψε, και επέστρεψε εκδικητικά μετά από διακοπές που κάναμε… στην αποκαλούμενη μεταψυχροπολεμική περίοδο». Αυτό, πέρα απ΄ όλα, επαναβεβαιώνει μια περισσότερο κλασική realpolitik, όπως αυτή του Κίσινγκερ. Ο ισχυρισμός ότι οι ΗΠΑ, αν και δεν είναι πλέον η μόνη υπερδύναμη, παραμένουν ακόμα από τις πιο ισχυρές (τα ανάλογα έγγραφα των θητειών του Μπους του νεότερου και του Ομπάμα βασίζονταν στην υπόθεση ότι οι ΗΠΑ ήταν η μόνη υπερδύναμη στον κόσμο) επιβάλλει ότι ο κεντρικός στόχος της ασφάλειας πρέπει να περνά από την αποφασιστική ενίσχυση της στρατιωτικής υπεροχής.
Η διοίκηση Τραμπ δείχνει ότι επιδιώκει ρήξη με το πρόσφατο αρνητικό (όπως το χαρακτηρίζει) παρελθόν, και αυτό διαπερνά τη νέα NSS. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το παιχνίδι γίνεται με νέους όρους και θα είναι σκληρό. Όπως παρατηρείται, η ασάφεια στην περιφερειακή στρατηγική υπονομεύει τη συγκεκριμενοποίηση τακτικών στόχων και επιπλέον τίποτα δεν δείχνει ότι οι κύριοι θεσμοί και μηχανισμοί των ΗΠΑ (και βασικά ο στρατός) θα εφαρμόσουν απρόσκοπτα αυτή τη νέα αντίληψη στους τομείς τους. Άλλωστε οι προτεραιότητες και οι ουσιαστικές κινήσεις δεν περνούν αναγκαστικά μέσα από τέτοιες εκθέσεις.
Σημαντικό, επίσης, πως η όλη συζήτηση για τη νέα NSS γίνεται εν μέσω της συνεχιζόμενης και εντεινόμενης αμφισβήτησης του Τραμπ, το περιβάλλον του οποίου προειδοποιεί ότι: εκτός από το «Σχέδιο Α» που αφορά τη «ρωσική παρέμβαση», εξυφαίνεται το «Σχέδιο Β» που αποβλέπει στη δημιουργία μιας πλειοψηφίας του υπουργικού συμβουλίου του Τραμπ, για να τον κηρύξει ακατάλληλο για το αξίωμά του σύμφωνα με την 25η τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ και, ως τελική εφεδρεία, αναφέρεται και το «Σχέδιο C», που φτάνει και στη φυσική του εξόντωση.
Χ.Β.