Ο Τραμπ, όπως ανακοίνωσε ο Λ. Οίκος, θα πραγματοποιήσει –εκτός απροόπτου– την πρώτη περιοδεία του ως πρόεδρος των ΗΠΑ. Θα συμμετάσχει στις 25 του Μάη στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και στο διάστημα 26-27 Μάη στη Σικελία στη σύνοδο των G7. Στη συνέχεια θα επισκεφθεί Ισραήλ και Σαουδική Αραβία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκέλος των επισκέψεων στην Ευρώπη, αν και δεν αναμένεται να ξεκαθαρίσει τόσο εύκολα ποια πολιτική θα ακολουθήσει στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη στα μεγάλα διεθνή ζητήματα αλλά και στις εστίες κρίσης.
Για τη σύνοδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στις 25 Μαΐου, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Στόλτενμπεργκ, αφού υπογράμμισε τη σημασία της, δήλωσε ότι θα συζητηθούν «ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας, οι διατλαντικές σχέσεις και ο επιμερισμός του βάρους». Στη σύνοδο αυτή θα συμμετάσχει και το Μαυροβούνιο (που είναι σε διαδικασία ένταξης) για να δοθεί ένα ηχηρό μήνυμα σε ό,τι αφορά τις διατλαντικές σχέσεις και την αποφασιστικότητα της Συμμαχίας για …διεύρυνση.
Αν εξαιρέσουμε το θέμα της «τρομοκρατίας», που είναι μόνιμο σε κάθε Σύνοδο, τα άλλα δύο έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μια και φαίνεται κάτι να αλλάζει στην πολιτική Τραμπ με βάση όσα διαδραματίστηκαν στη διάρκεια δύο βδομάδων στις αρχές του προηγούμενου μήνα. Η «ρήξη με Ρωσία» επισημοποιείται με την επίσκεψη του Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Στόλτενμπεργκ στο Λευκό Οίκο στις 12 Απριλίου, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Τίλερσον, στην Μόσχα και τις συναντήσεις του με Πούτιν και Λαβρόφ, έξι μέρες μετά την πυραυλική επίθεση των ΗΠΑ στη βάση Σαϊράτ της Συρίας. Βέβαια, δεν πέρασε απαρατήρητο ότι στο ίδιο διάστημα η διοίκηση Τραμπ παρουσίασε διαφορετικές και αντικρουόμενες θέσεις σχετικά με τη Συρία και τον Άσαντ.
Εξελίξεις που αμβλύνουν τις ανησυχίες των Ευρωπαίων οι οποίες είχαν κορυφωθεί στη «Διάσκεψη για την Ασφάλεια» που έγινε στο Μόναχο στις 19 Φεβρουαρίου, όταν αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν να κάνουν με έναν προεκλογικό Τραμπ. Εκεί, και παρά τις προσπάθειες του υπουργού Άμυνας Mattis και του αντιπροέδρου Pence να καθησυχάσουν τους συμμάχους με τοποθετήσεις υπέρ του ΝΑΤΟ, το μήνυμα δεν ήταν ξεκάθαρο.
Είναι γεγονός πως ο Τραμπ επανειλημμένα υποστήριξε πως το ΝΑΤΟ είναι παρωχημένο, κατηγορώντας ταυτόχρονα τους ευρωπαίους συμμάχους πως δεν «καταβάλλουν το μερίδιο που τους αναλογεί» και μάλιστα ότι χρωστούν και…. αναδρομικά! Σήμερα διορθώνει κάποιες διατυπώσεις γύρω από το «παρωχημένο», αλλά διατηρεί στο ακέραιο το ζήτημα των δαπανών. Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες προσεγγίσεις αμερικανών αναλυτών, ο όρος «παρωχημένο ΝΑΤΟ» –τουλάχιστον στη σημερινή του μορφή– υποδηλώνει και ουσιαστικότερους προβληματισμούς διάφορων κέντρων εξουσίας των ΗΠΑ. Αφού δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίσει προβλήματα ανταγωνισμού με τη Σοβιετική Ένωση με όρους και σε συνθήκες που σήμερα είναι παρωχημένες.
Από την άλλη, η επίμονα επανερχόμενη απαίτηση του Τραμπ σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες της Ευρώπης, αν και λογικά κατανοητή, δείχνει να υποκρύπτει βαθύτερους στόχους. Και αυτό επειδή το ουσιαστικό πρόβλημα του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να βρίσκεται σε κάποια ανεπάρκεια, ή και αδυναμία, διάθεσης περισσότερων πόρων. Με άλλα λόγια, δεν είναι το ύψος του ποσού που οι χώρες της Ευρώπης αφιερώνουν στην εθνική τους ασφάλεια. Μάλλον το πρόβλημα είναι ο ορισμός της αποτελεσματικότητας αυτής της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ, σε συνάρτηση και με τους κυριαρχικούς τους στόχους.
Από μια πιο γενική σκοπιά, θα μπορούσε να πει κανείς πως το να αναγκαστεί η ίδια η Ευρώπη να χρηματοδοτήσει περισσότερο το βάρος της άμυνάς της έχει κάποιο νόημα εφόσον αυτό επιτρέψει στις ΗΠΑ να μεταφέρουν πόρους σε άλλα πεδία εξελίξεων, όπως η Ασία. Αλλά και αυτό στην ουσία δεν είναι θέμα πόρων.
Τελικά, η συνεχής γκρίνια για τον καταμερισμό των βαρών μάλλον αποπροσανατολίζει από σοβαρότερες προκλήσεις που απειλούν τις διατλαντικές σχέσεις. Και με δεδομένο ότι η πιο «εμφανής και παρούσα» στρατιωτική απειλή που αντιμετωπίζει η Δύση σήμερα είναι η αναγεννημένη Ρωσία, είναι σοβαρή πρόκληση η έλλειψη πειστικής στρατηγικής αντιμετώπισης αυτής της απειλής. Άλλωστε οι αποστολές του ΝΑΤΟ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (Αφγανιστάν, Λιβύη κ.ά.) δεν τα έχουν πάει και πολύ καλά ως προς τη σημερινή τους εξέλιξη. Από την άλλη, δεν αποτελούν μικρότερη πρόκληση οι κλυδωνισμοί στην ΕΕ, ειδικά μετά το 2008, την κρίση στην ευρωζώνη και το Brexit. Προφανέστατα, το να εγείρεται ζήτημα αυτοχρηματοδότησης της ασφάλειας στην Ευρώπη στις σημερινές συνθήκες αποτελεί σοβαρότατη πολιτική πίεση.
Πιο διαφωτιστικός ο στρατηγός Σκαπαρότι –επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Διοίκησης των ΗΠΑ (EUCOM)– που, μιλώντας πρόσφατα σε επιτροπή της Γερουσίας των ΗΠΑ, υποστήριξε: «Σήμερα αντιμετωπίζουμε το πιο δυναμικό ευρωπαϊκό στρατηγικό περιβάλλον στην πρόσφατη ιστορία (…) στα ανατολικά, μια αναζωπυρωμένη Ρωσία μετατρέπεται σε ανταγωνιστή, καθώς επιδιώκει να επαναβεβαιωθεί ως παγκόσμια δύναμη».
Άρα, «επιστρέφουμε (οι ΗΠΑ) στον ιστορικό μας ρόλο… έχοντας μόνιμη εντολή πολέμου».
Χ.Β.