Στις 8 Ιούλη, μετά από μια 12ωρη διαδικασία, ολοκληρώθηκε η ανοιχτή συνεδρίαση της Πανελλαδικής Επιτροπής (ΠΕ) της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ, η οποία κατέληξε στην απόφαση που είδη έχει δημοσιευτεί στο διαδίκτυο και αποτελεί την εισήγηση για την Πανελλαδική Σύσκεψη (ΠΣ) που θα πραγματοποιηθεί τέλος Νοέμβρη-αρχές Δεκέμβρη. Από το πλήθος των τοποθετήσεων των συναγωνιστών πάνω στα ζητήματα που προσδιόριζε η προηγούμενη απόφαση της ΠΕ (18-19 Μάρτη), αναπτύχτηκε ένας έντονος αλλά αναγκαίος διάλογος που πρέπει να συνεχιστεί το επόμενο διάστημα με κάθε ευκαιρία και αφορμή, με διάφορες μορφές και σε διάφορα επίπεδα, στα σχήματα, στην ιστοσελίδα, στα όργανα και βέβαια στη ΠΣ. Ένας διάλογος που επικεντρώθηκε κυρίως στη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά που πρέπει να διαμορφώσει η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ και δευτερευόντως σε πολιτικά ζητήματα (ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ελληνοτουρκικά).
Με την απόφαση της ΠΕ ανοίγει (επιτέλους) ο δημόσιος διάλογος στην ιστοσελίδα της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ, ενώ παράλληλα ενσωματώνονται οι ιδρυτικές διακηρύξεις καθώς και η προηγούμενη απόφαση της ΠΕ. Το γεγονός αυτό συμβάλει καθοριστικά ώστε ο απολογισμός της διαδικασίας των δυο συνεδριάσεων της ΠΕ να αποτιμάται με θετικό πρόσημο. Δεν προσπερνάμε τις αρνητικές στιγμές, ακόμη και χτυπήματα κάτω από τη μέση, αλλά και τις γενικότερες δυσκολίες που έχει εμφανίσει το εγχείρημα. Το ότι υπογραμμίζουμε ως σημαντικό και κομβικό το ζήτημα του δημόσιου πολιτικού διαλόγου είναι γιατί τον θεωρούμε συστατικό στοιχείο της φυσιογνωμίας της και το γεγονός ότι τόσο καιρό δεν είχε ανοίξει αποτελούσε μια σοβαρή αδυναμία και έλλειψη.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι ο δημόσιος διάλογος, αλλά και ο διάλογος που διεξάγεται μέσα στις συνελεύσεις των σχημάτων και στα όργανα της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ δεν είναι μια κομματική αντιπαράθεση, όπου οι διαφωνίες αυτές θα λυθούν από τα Πολιτικά Γραφεία και τις Καθοδηγήσεις των δυο Οργανώσεων. Είναι διάλογος στο πλαίσιο ενός μετωπικού πολιτικού σχήματος για το προχώρημά του, για την εξειδίκευση των καθηκόντων και των κατευθύνσεών του, για τη δράση του και τις πρωτοβουλίες κοινής δράσης που πρέπει να αναλάβει ή να συμμετέχει, για τα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία που πρέπει να διαμορφώσει, για τις άμεσες απαντήσεις που πρέπει να δώσει στα μέτωπα της επίθεσης. Ταυτόχρονα, αγκαλιάζει ένα πλατύτερο δυναμικό που συμμετέχει και δραστηριοποιείται μέσα από τα τοπικά σχήματα και που πρέπει να έχει αντίστοιχο χώρο και δικαιώματα. Το σύνολο των συναγωνιστών και πρωτίστως οι οργανωμένες δυνάμεις του εγχειρήματος οφείλουν να αξιοποιήσουν τον διάλογο αλλά και να διαφυλάξουν αυτόν τον χαρακτήρα του.
Το σίγουρο είναι ότι η άποψη που θέλει το εγχείρημα ως μια κλειστή, με διαμορφωμένα χαρακτηριστικά και φυσιογνωμία, οριοθετημένη από την κορφή μέχρι τα νύχια πολιτική συνεργασία των δυο οργανώσεων αντιλαμβάνεται αντίστοιχα και το διάλογο σε κάθε του εκδοχή. Δηλαδή, όπως τέθηκε στη ΠΕ, σαν διάλογο μεταξύ των δυο Οργανώσεων. Έτσι δεν έχει νόημα να διεξάγεται μέσα στην ιστοσελίδα της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ αλλά μέσα από τις κομματικές εφημερίδες, τις κομματικές συγκεντρώσεις, ημερίδες κτλ. Αυτή η άποψη αδικεί τη προσπάθεια, αδικεί και περιορίζει τις υπαρκτές δυνατότητες της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ, αδικεί και υποτιμά το δυναμικό που συσπειρώνεται σε αυτή, μπορεί να επιφέρει επιζήμια αποτελέσματα.
Τη συνολικότερη αντίληψη-άποψη-κατεύθυνσή μας για το εγχείρημα την έχουμε θέσει επανειλημμένα. Τη θέσαμε ανοιχτά και κρυστάλλινα με την αρχική μας πρόταση το φθινόπωρο του 2011 απευθυνόμενοι σε δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ενδιάμεσα στις διαδικασίες της ΠΑΑΣ και αργότερα της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ ως και τη τελευταία ΠΕ, ενώ θα συνεχίζουμε να τη θέτουμε και να την παλεύουμε στο πλαίσιό της, έχοντας τη βαθιά πεποίθηση ότι υπηρετεί τις ανάγκες του κινήματος. Για εμάς, το εγχείρημα παραμένει ανοιχτό όσον αφορά τη συμμετοχή πολιτικών δυνάμεων, συλλογικοτήτων και αγωνιστών που συμφωνούν με τις γενικές κατευθύνσεις του, έστω και αν από τα σημερινά πολιτικά δεδομένα δεν προκύπτει κάτι συγκεκριμένο.
Κανένα ιδρυτικό κείμενο, καμία διακήρυξη, κανένα ντοκουμέντο που υιοθέτησε ή αποφάσισε η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ δεν καθορίζει το εγχείρημα ως μια κλειστή συνεργασία των δυο Οργανώσεων, δεν καθορίζει τη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά της. Δεν θα μπορούσε άλλωστε όταν οι δυο εκκινούσες δυνάμεις διέπονται από τόσο βαθιές διαφωνίες πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί προκαθορισμένο και ληγμένο πέραν από τη γενική πολιτική συμφωνία και στο βαθμό που εκφράζεται στα μέχρι τώρα κείμενα και αποφάσεις της. Το ζήτημα της φυσιογνωμίας και των χαρακτηριστικών που πρέπει και οφείλει να διαμορφώσει παραμένει ανοιχτό, είναι αρμοδιότητα του συνόλου των συναγωνιστών που συμμετέχουν στα σχήματά της, θα καθορίσει το μέλλον και τη προοπτική του εγχειρήματος. Σε αυτή τη κατεύθυνση θεωρούμε ότι μπορεί να συμβάλει ο γόνιμος, εποικοδομητικός και συντροφικός δημόσιος διάλογος «αναπτύσσοντας τη συζήτησή της πάνω στην κοινή πολιτική βάση» και εμβαθύνοντας την θα προσθέσουμε εμείς. Και όχι για τη δημιουργία εντυπώσεων να βαφτίζεται ο διάλογος ως «διαρκής αμφισβήτηση συμφωνημένων πολιτικών θέσεων».
Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δυο συνεδριάσεων της ΠΕ, επιδιώξαμε, στο πλαίσιο της πρώτης απόφασής της, η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ να παρέμβει στα μέτωπα που είχαν αναδειχτεί και ταυτόχρονα να προωθηθεί σε επίπεδο σχημάτων ο διάλογος πάνω στα επίμαχα ζητήματα. Η πρότασή μας για κοινή εισήγηση, με πολιτικό σκέλος που θα καταγράφει τη συμφωνία και με δεύτερο σκέλος τα επίμαχα ζητήματα που θα καταγράφει με σαφήνεια τις δυο απόψεις που έχουν αναδειχτεί, αυτό τον χαρακτήρα είχε. Έξαλλου συμφωνία σε αυτά τα ζητήματα δεν μπορούσε να υπάρξει. Εκτός βέβαια αν η κοινή εισήγηση που πρότειναν οι σύντροφοι του Μ-Λ ΚΚΕ προσέβλεπε στο να βάλουμε κάτω από το χαλί τις διαφωνίες, δηλαδή να προσπεράσουμε την απόφαση του διημέρου της ΠΕ και να πάμε σε ένα πανηγυρικό κλίμα, κάτι που προφανώς δεν μας έβρισκε σύμφωνους. Δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε διαφορετικά την «επίθεση» πάνω στην πρόταση που καταθέσαμε για την εισήγηση με πρόθεση να βοηθηθεί η συζήτηση και όχι να ερχόμαστε αντιμέτωποι με θέσεις και επιχειρήματα που για πρώτη φορά τίθενται με τέτοιο τρόπο.
Δυστυχώς, στο αντίστοιχο διάστημα οι σύντροφοι του Μ-Λ ΚΚΕ προσπάθησαν να διαμορφώσουν τετελεσμένα πάνω στα ζητήματα αυτά αντικαθιστώντας το πολιτικό διάλογο με τον τακτικισμό. Χρησιμοποιώντας την «ομοφωνία» ως βασικό εργαλείο του τακτικισμού, απογυμνωμένο από κάθε πολιτική έννοια και διαδικασία, επιχείρησαν να ανατρέψουν στη πράξη πλευρές των αποφάσεων της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ και ιδιαίτερα της απόφασης της ΠΕ στις 18-19 Μάρτη. Να μπλοκάρουν τη αυτοτελή δράση της αλλά και πρωτοβουλίες κοινής δράσης τις οποίες έπρεπε να προωθήσει η ίδια ή να συμμετέχει. Να προκαθορίσουν στοιχεία των χαρακτηριστικών και της φυσιογνωμίας της, τα οποία κατά τα άλλα θεωρούνται «καθορισμένα». Φάνηκε, επίσης, μέσα από τη δεύτερη συνεδρίαση της ΠΕ, ότι επιδιώχθηκε να «κεφαλαιοποιηθεί» το διάστημα αυτό, που χαρακτηρίστηκε από απανωτά «βέτο», σε επίπεδο κειμένων- ντοκουμέντων της ΠΕ, μέσα από την άποψη «ότι βρισκόμαστε μπροστά στο ξέσπασμα μιας πολιτικής κρίσης στους κόλπους της ΛΑ-ΑΑΣ» και ότι απαιτείται μια «νέα επικαιροποιημένη συμφωνία», η οποία μάλιστα τέθηκε και ως προϋπόθεση για το άνοιγμα του πολιτικού διαλόγου.
Γενικά, οι σύντροφοι του Μ-Λ ΚΚΕ έχτισαν μια κατασκευή χωρίς πολιτικά θεμέλια για να αντιπαρατεθούν στην πολιτική μας άποψη. Το ΚΚΕ(μ-λ), κατ’ αυτούς, θέλει πολιτική συνεργασία με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για το σκοπό αυτό επιδιώκει να ανατρέψει τα συμφωνημένα με βασικά «όπλα» τον δημόσιο διάλογο και την κοινή δράση. Συνεχίζοντας, έθεσαν την άποψη ότι κοινή δράση σημαίνει πολιτική συνεργασία, άρα απορρίπτεται από τη Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ, αφού έχει οριοθετήσει τη σχέση της με τα ρεύματα του ρεφορμισμού ως ανταγωνιστική. Ταυτόχρονα, προκειμένου να απαντήσουν στην αντίφαση, ότι εκεί που διαμορφώνει συνείδηση ο εργαζόμενος, στους εργασιακούς χώρους (όπως στους εκπαιδευτικούς), έχουν κοινά σχήματα με αυτές τις δυνάμεις και μάλιστα συνυπογράφοντας πολιτικά πλαίσια, πολιτικές διακηρύξεις διανθισμένες με μπόλικη ρεφορμιστική προτασεολογία, η απάντηση ήταν ότι στα σωματεία διεξάγεται οικονομικός αγώνας.
Από κει και πέρα, άλλα ζητήματα στα οποία εκφράστηκαν διαφοροποιήσεις αλλά και σοβαρές διαφωνίες ήταν τα εξής: Α) το ζήτημα της αυτοτέλειας των σχημάτων της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ, για το οποίο εκφράστηκε και περιγράφηκε μια λειτουργία που περισσότερο προσεγγίζει κάθετη δομή οργάνωσης παρά οριζόντια. Β) το ζήτημα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών, σε σχέση με το οποίο τέθηκε από ελάχιστες τοποθετήσεις ότι δεν πρέπει να εγκλωβιστούμε σε ένα μονοδιάστατο σχήμα ανάλυσης που θέλει τη Ρωσία βασικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ αλλά να λαμβάνουμε υπόψη την δυναμική του ανταγωνισμού ΗΠΑ- Κίνας και ΗΠΑ- Γερμανίας. Γ) το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αφού ξανατέθηκε με μεγάλη ένταση το σχήμα ανάλυσης επιτιθέμενη-επεκτατική τούρκικη αστική τάξη και ενδοτική-αμυντική ελληνική αστική τάξη, με αναφορές μάλιστα στο «Διεθνές Δίκαιο» και το «δίκαιο» αίτημα της Ελλάδας για τα 12 μίλια. Δ) το ζήτημα τη μη αποδοχής της αντικαπιταλιστικής- αντισυνδιαχειριστικής πάλης, γιατί αλλοιώνουν το πολιτικό περιεχόμενο της Συνεργασίας. Ο μεν αντικαπιταλισμός έχει ανακαλυφθεί-κατοχυρωθεί από τις δυνάμεις του λεγόμενου αντικαπιταλιστικού ρεύματος, ενώ ταυτόχρονα όλα είναι αντιιμπεριαλισμός. Η δε αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση είναι υποσύνολο του αντιρεφορμισμού. Ε) το ζήτημα της αντικατάστασης του αιτήματος για «εθνική ανεξαρτησία» με «ανεξαρτησία».
Μπροστά μας ανοίγεται ένας νέος γύρος βάρβαρης επίθεσης από τη μεριά του συστήματος. Η ολοκληρωτική εφαρμογή του λεγόμενου 4ου Μνημονίου, η νέα κλιμάκωση με την έναρξη της τρίτης αξιολόγησης, το παραπέρα αλυσόδεμα της χώρας και του λαού με τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ οφείλει πρωτίστως να συμβάλλει αποφασιστικά στην οργάνωση και τον προσανατολισμό των λαϊκών αγώνων. Ταυτόχρονα, το δυναμικό της πρέπει να προετοιμάσει τη διαδικασία της ΠΣ, ώστε και μέσα από αυτή η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ να βγει δυναμωμένη. Οι δυνατότητες υπάρχουν και οφείλουμε να τις αξιοποιήσουμε.