Προδημοσίευση από την Προλεταριακή Σημαία 5/12/2015
Βρισκόμαστε καταμεσής μιας ταραγμένης και ζοφερής εποχής, ασύλληπτης ιστορικής οπισθοδρόμησης και βαρβαρότητας. Τα γεγονότα σε διεθνές και εσωτερικό επίπεδο είναι από κάθε άποψη κρίσιμα, ορίζουν μια νέα κατάσταση, ζητούν απαντήσεις, αναβαθμίζουν τις απαιτήσεις για το σύνολο των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά και το κίνημα.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, παρατηρείται τον τελευταίο καιρό μια αναθέρμανση της συζήτησης για το ζήτημα της κοινής δράσης στο πλαίσιο πολιτικών χώρων και τάσεων του κινήματος. Διάφορα καλέσματα και πρωτοβουλίες έχουν κάνει την εμφάνισή τους, όλα με επίκληση στην ανάγκη κοινής δράσης, αλλά και μόνιμων συντονισμών ή μετωπικών συγκροτήσεων. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, λοιπόν, θα θέλαμε να επισημάνουμε ορισμένα στοιχεία και να εκθέσουμε κάποιες πλευρές της δικής μας άποψης. Αφορμή παίρνουμε από τις δύο συσκέψεις που κάλεσε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 9 και 30 Νοέμβρη, στις οποίες παρευρεθήκαμε, και οι οποίες κατά τη γνώμη μας ανέδειξαν αρκετά προβληματικά στοιχεία.
Χωρίς να μπορούμε επουδενί να το εξαντλήσουμε, θα προσπαθούσαμε να συνοψίσουμε την άποψή μας για την κοινή δράση σε κάποιους βασικούς άξονες:
1) Κοινή δράση σημαίνει συγκέντρωση δυνάμεων γύρω από κοινούς στόχους που αναδεικνύουν τα μέτωπα της επίθεσης του συστήματος και η ταξική πάλη. Ο σκοπός της είναι να ευνοήσει την εκδήλωση εστιών αντίστασης, πολλαπλασιάζοντας στην πραγματικότητα τις διαθέσιμες δυνάμεις, και όχι απλώς αθροίζοντάς τις, αφού όταν αποκτάει υπόσταση προσφέρει τη δυνατότητα εμπλοκής σε κινηματικά γεγονότα ενός ευρύτερου δυναμικού αγωνιστών που δεν έχει απαραίτητα κάποια πολιτική στέγη.
2) Δεν έχει ως προαπαιτούμενο το σύνολο μιας πολιτικής γραμμής, αναπτύσσεται σε ισότιμη βάση και χωρίς ηγεμονισμούς.
3) Δεν είναι προθάλαμος ενότητας, δεν αφορά της συγκρότηση κάποιου «πόλου», δεν άπτεται της οικοδόμησης μόνιμων πολιτικών συνεργασιών και «μετώπων». Όλα αυτά προϋποθέτουν ανώτερες πολιτικές συμφωνίες, οι οποίες για εμάς δεν μπορούν παρά να περικλείουν τον αναγκαίο αντιιμπεριαλιστικό-αντικαπιταλιστικό-αντισυνδιαχειριστικό προσανατολισμό του κινήματος και οι οποίες οικοδομούνται και επιβεβαιώνονται στην πράξη. Τέτοιες αφετηρίες ή βλέψεις κατά την εμπλοκή κάποιου στην υπόθεση αυτή, μόνο ζημιά μπορούν να της προκαλέσουν.
4) Από την άλλη, δεν μπορεί να κουκουλώνει τις πραγματικές διαφορές που υπάρχουν. Ίσα-ίσα, απαιτεί την ιδεολογική-πολιτική διαπάλη στους κόλπους της.
5) Παίρνει σάρκα και οστά μέσα στην πραγματική κίνηση πάνω σε κάποιο επίδικο, και δεν είναι καμπάνια επί παντός επιστητού.
6) Δεν αποτελεί συγκυριακή επιλογή, μια επιλογή τακτικής, η οποία εξυπηρετεί την εκάστοτε μικροκομματική αναγκαιότητα, αλλά μια επιλογή που αντιλαμβάνεται και θέλει να υπηρετήσει τις αναγκαιότητες μιας ολόκληρης πολιτικής φάσης στην οποία βρίσκεται το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Μια φάση υποχώρησης (ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής) όπου ο συσχετισμός είναι συντριπτικός σε βάρος της εργατικής τάξης και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.
Με αυτήν την έννοια, δεν είμαστε διατεθειμένοι να βάλουμε πλάτη σε σχέδια περί νέων διακηρύξεων «για το ζήτημα της Αριστεράς» για χάρη της ΛΑΕ.
Νομίζουμε ότι στρεβλές, ως προς τα παραπάνω, στάσεις αναπαράγονται σε διάφορα εγχειρήματα και, εν προκειμένω, αναδείχτηκαν και στις συσκέψεις που κάλεσε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ιδιαίτερα στη δεύτερη από αυτές.
Ένα βασικό πρόβλημα είναι η αδυναμία ιεράρχησης και πρόκρισης αυτού που στις μέρες μας αναδύεται ως το πιο κρίσιμο ζήτημα των εξελίξεων. Αυτό που έχει τεθεί εκ των πραγμάτων με τον πιο επιτακτικό τρόπο είναι η ανάγκη συγκρότησης αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος ενάντια στην κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή και την απειλή πολεμικού ολέθρου, που ορθώνεται όλο και πιο πελώρια στο έδαφος της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Με τη χώρα να εμπλέκεται όλο και πιο βαθιά, να προσδένεται όλο και πιο ισχυρά στο αμερικανονατοϊκό άρμα. Δεν είναι ένα ζήτημα που τίθεται «παρεμπιπτόντως», «μεταξύ άλλων», απλώς σαν μια πλευρά της δράσης μας. Επικαθορίζει τα πάντα. Από εκεί προέκυψε και η πρότασή μας για την πραγματοποίηση διαδηλώσεων ενόψει της φημολογούμενης επίσκεψης του Κέρι και όχι σαν κάποια «υποχρέωση» που πρέπει να βγει.
Δεν προσπερνάμε το ότι ο προβληματισμός για αυτά τα ζητήματα είναι υπαρκτός πλέον στις αναλύσεις των άλλων δυνάμεων, από εκεί που στο παρελθόν μπορεί και να ξορκιζόταν. Βέβαια, παραμένει το γεγονός ότι επί της ουσίας είναι εμβόλιμος σε ένα σώμα αντιλήψεων και θέσεων που δεν τον χωράει και προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες του με σχήματα ανάλυσης που δέχονται σοβαρές πιέσεις από την πραγματικότητα, όπως η άποψη περί «ολοκληρώσεων». Ενδεικτικός, πάντως, είναι ο τρόπος αντιμετώπισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού, όπου δίνεται δυσανάλογο βάρος σε ζητήματα όπως η «Ευρώπη-φρούριο» και ο φράχτης στον Έβρο (χωρίς να μειώνει κανείς τη σημασία τους).
Όσον αφορά την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα, αναδείχτηκε ότι είναι αδύνατη η παραγνώριση των διαφορετικών πολιτικών γραμμών υπό το πρίσμα των οποίων αντιμετωπίζεται η σαρωτική επίθεση κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ. Κάτι που γίνεται φανερό στο πώς η κάθε δύναμη χαράζει τους πολιτικούς της στόχους. Στο μέτωπο του ασφαλιστικού, για παράδειγμα, δεν γίνεται να υπάρξει κοινή δράση, αν προηγουμένως δεν ξεκαθαριστεί το αν θα αναπαράγεται μια λογική που συμμερίζεται την επιχειρηματολογία της αστικής τάξης για τη «βιωσιμότητα των ταμείων», παράγοντας αιτήματα για την «επαναφορά των κλεμμένων», ή αν -αντί αυτού- επικρατήσει μια διεκδικητική λογική που προτάσσει την υπεράσπιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, χωρίς λογιστικές αναζητήσεις.
Τις χειρότερες υπηρεσίες προσφέρουν, επίσης, οι προσπάθειες επαναφοράς των «κέντρων αγώνα» με τη μορφή του «συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων». Λες και δεν έχει βγει κανένα συμπέρασμα από το πώς χρεοκόπησαν ένα προηγούμενο διάστημα οι απόπειρες παράκαμψης του πολιτικού προβλήματος της αποσυγκρότησης του εργατικού κινήματος μέσα από οργανωτικές «ομπρέλες», τύπου ΠΑΜΕ. Ενώ μόνο αδιέξοδες λογικές αναδεικνύει μια αγωνία για την πραγματοποίηση εντυπωσιακών ακτιβισμών τηλεοπτικού χαρακτήρα, που υπήρχε σε μεγάλο βαθμό στις τοποθετήσεις των εκπροσώπων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ.
Πέραν αυτών, θεωρούμε ιδιαίτερα αρνητική τη δυστοκία στο να οριστεί συγκεκριμένη στάση ενόψει των πορειών της 6ης του Δεκέμβρη, με σαφή οριοθέτηση απέναντι στις πρακτικές και τον σχεδιασμό του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου. Παραμένουν μάλλον ενεργές οι πρακτικές χαϊδέματος αυτιών και συμβιβασμού με τη διαλυτική επίδραση που έχει η δράση των συγκεκριμένων κομματιών στην ανάπτυξη του κινήματος.
Η οργάνωσή μας έθεσε στις συσκέψεις αυτές όλα τα παραπάνω ζητήματα, με πραγματική διάθεση συζήτησης και συνεννόησης και κυρίως για να θέσουμε ξανά την άποψή μας για την κοινή δράση πάνω στα επίδικα της περιόδου. Ήμασταν αρκετά επιφυλακτικοί γιατί έχουμε ξαναγίνει αποδέκτες αντίστοιχων προτάσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και για τις οποίες έχουμε τοποθετηθεί. Ωστόσο, δεν μπορούσαμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ήταν η πρώτη φορά που τέτοια πρόταση δεν γινόταν σε προεκλογική περίοδο. Επίσης, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την πίεση που αισθάνονται όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς από το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, από το μετεκλογικό τοπίο, το νέο γύρο της επίθεσης και τη γενικότερη επιδείνωση της διεθνούς πολιτικής κατάστασης. Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να προσπεράσουμε με ευκολία προτάσεις που αφορούν το κίνημα σε αυτή τη νέα περίοδο. Γιατί αφορούν ένα ευρύτερο δυναμικό αγωνιστών, οργανωμένο ή μη, το οποίο αναζητά διέξοδο μέσα σε ένα περιβάλλον σύγχυσης, απογοήτευσης και αυταπατών.
Εδώ να σημειώσουμε ότι αντιμετωπίζουμε με θετικό τρόπο την «απόσυρση» της πάγιας απαίτησης του παρελθόντος για την αποδοχή του «μεταβατικού, αντικαπιταλιστικού προγράμματος» ως απαράγραπτης προϋπόθεσης για την οποιαδήποτε κοινή δράση. Το αν αυτή η «απόσυρση» είναι ειλικρινής ή προσχηματική μέλλει να αποδειχθεί.
Αντίθετα, επισημάναμε ότι εκτιμούμε ως προσχηματική την απεύθυνση της πρότασης αυτής προς το ΚΚΕ όταν στα ζητήματα που έμπαιναν ήταν, για παράδειγμα, ο «συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων» και η «απεργιακή συγκέντρωση στο Μουσείο». Επίσης, στην πρόταση για κινήσεις «συντονισμού» σε ζητήματα δημοκρατικών δικαιωμάτων, υπενθυμίσαμε τον απαράδεκτο τρόπο με τον οποίο σταμάτησε η λειτουργία της ΚΕΔΔΕ, χωρίς τον παραμικρό πολιτικό απολογισμό.
Γενικότερα, στην πλειοδοσία «συντονισμών» η οργάνωσή μας αντιπαράθεσε την αναγκαιότητα της πραγματικής κίνησης μαζών πάνω σε συγκεκριμένους κάθε φορά στόχους.
Σε κάθε περίπτωση, εμείς δεν κλείνουμε καμία πόρτα σε ειλικρινείς προσπάθειες ανάπτυξης κοινής δράσης και θα συνεχίσουμε να επιμένουμε σε αυτήν την κατεύθυνση, τόσο με τις προτάσεις που απευθύνουμε, όσο και στο πλαίσιο της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ.