Σύντομο βιογραφικό
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε στην Πολωνία, που ήταν τότε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, το Μάρτη του 1871 (συμπτωματικά τις μέρες της Παρισινής Κομμούνας). Ήταν παιδί εβραίων μικροαστών. Σε μικρή ηλικία περνά μια αρρώστια η οποία θα της αφήσει μια μόνιμη αναπηρία στο ένα της πόδι. Η πολιτική της δράση -παράνομη φυσικά- ξεκινά από τα εφηβικά της χρόνια στην Βαρσοβία. Στα 1889, για να αποφύγει τη σύλληψη, αναγκάζεται να καταφύγει στην Ελβετία, όπου και σπουδάζει νομικά και πολιτική οικονομία. Το 1898 παίρνει το διδακτορικό της δίπλωμα, παντρεύεται τον Γκούσταφ Λύμπεκ, αποκτά τη γερμανική υπηκοότητα και εγκαθίσταται στο Βερολίνο. Εκεί γίνεται μέλος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Σύντομα θα έρθει σε ρήξη με τον Μπερνστάιν και τις ρεφορμιστικές απόψεις που κυριαρχούσαν τότε στο κόμμα.
Το 1904 συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε τρεις μήνες φυλακή και την επόμενη χρονιά επιστρέφει στην Πολωνία όπου παίρνει μέρος σε εξέγερση των Πολωνών ενάντια στη ρωσική κατοχή. Εκεί θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί για δεύτερη φορά. Την ίδια χρονιά μεταβαίνει στη Γερμανία και οργανώνει το Λαϊκό Πανεπιστήμιο, το λεγόμενο Σχολείο του Κόμματος. Εκεί διδάσκει πολιτική οικονομία. Συλλαμβάνεται και πάλι και φυλακίζεται για άλλους δύο μήνες.
Τα επόμενα χρόνια θα πάρει μέρος σε πολλά διεθνή συνέδρια. Τάσσεται με τις απόψεις του Λένιν και ασκεί πολεμική ενάντια στην ρεφορμιστική ηγεσία του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Για μια αντιπολεμική της ομιλία στη Φραγκφούρτη το 1913 θα καταδικαστεί και πάλι σε ένα χρόνο φυλακή που θα την εκτίσει δύο χρόνια μετά. Στα 1914 μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ και άλλους ηγέτες της αριστερής τάσης του κόμματος παίρνει σαφή θέση ενάντια στην ηγεσία του σχετικά με το ζήτημα του πολέμου. Στα 1916 δημιουργεί την ομάδα του Σπάρτακου. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα την ξανακλείσουν στη φυλακή για δύο χρόνια.
Το Νοέμβρη του 1918 παίρνει μέρος στην εξέγερση των Σπαρτακιστών. Ο γερμανικός λαός γρήγορα επικρατεί, καταλαμβάνονται κυβερνητικά κτίρια και το παλάτι. Δημιουργούνται Σοβιέτ και το Βερολίνο βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία των εργατών. Όμως η δεξιά σοσιαλδημοκρατία καταφέρνει, με ψεύτικες υποσχέσεις, να αποσπάσει σημαντικές εξουσίες στο Συμβούλιο των Λαϊκών Αντιπροσώπων. Έτσι, η κυβέρνηση αποφασίζει την καταστολή της εξέγερσης.
Στις αρχές Γενάρη, με πρωτοβουλία της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ οι Σπαρτακιστές θα ενωθούν με άλλες κομμουνιστικές και σοσιαλιστικές ομάδες και θα ιδρύσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Αποφασίζεται η συνέχιση της εξέγερσης και η έναρξη του ένοπλου αγώνα. Στις 15 Γενάρη του 1919 η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ συλλαμβάνονται και δολοφονούνται. Το πτώμα της Λούξεμπουργκ θα βρεθεί σε μια διώρυγα αρκετούς μήνες μετά. Η καταστολή της εξέγερσης θα συνεχιστεί μέχρι το Μάρτη οπότε και συντρίβεται.
Αναφορά στο συγγραφικό της έργο
Το έργο της «Η πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία» αποτελείται από μια σειρά διαλέξεων που έδωσε η Λούξεμπουργκ στο Σχολείο του Κόμματος. «Αναζητώντας τα ίχνη που μαρτυρούν την ύπαρξη της πρωτόγονης κομμουνιστικής κοινωνίας», παρουσιάζει με απλό και κατανοητό τρόπο ιστορικά γεγονότα σχετικά με αυτή την πρωταρχική βαθμίδα στην εξέλιξη των κοινωνιών του ανθρώπου. Πώς δημιουργήθηκε, ποιες ήταν οι σχέσεις παραγωγής, ποιος ο ιστορικός της ρόλος και πώς φτάσαμε στην αποσύνθεσή της και την μετάβαση στις ταξικές κοινωνίες. Καταρρίπτει διάφορες αντιδραστικές θεωρίες σχετικές με τη φύση του ανθρώπου, εξηγεί τη λυσσαλέα αντίδραση της αστικής τάξης στη θεωρία του πρωτόγονου κομμουνισμού και αναφέρεται εκτεταμένα σε έναν από τους πρωτεργάτες της θεωρίας αυτής, τον Μόργκαν, που έζησε πολλά χρόνια ανάμεσα σε πρωτόγονους Ινδιάνους και μελέτησε τον τρόπο ζωής τους.
Ένα από τα βασικότερα έργα της με το οποίο συνέβαλλε σημαντικά στην υποστήριξη του μαρξισμού ως επαναστατικής θεωρίας, γράφτηκε το 1899 και είναι το «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση». Αντίστοιχη θεματολογία είχε και μια σειρά άρθρων της που αποτυπώθηκαν στο έργο «Η σοσιαλδημοκρατία στο εδώλιο». Μέσα από αυτά υπερασπίζεται την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας, κόντρα στο ρεφορμισμό της Β’ Διεθνούς και τον αναθεωρητισμό του Μπερνστάιν που τάχθηκε υπέρ των μεταρρυθμίσεων, της ταξικής συνεργασίας και της συμμετοχής των εργατικών κομμάτων σε αστικές κυβερνήσεις. Η Λούξεμπουργκ ξεκαθάρισε ότι είναι υπέρ εκείνων των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν τη θέση των εργαζομένων και ότι ο αγώνας για αυτές τις μεταρρυθμίσεις είναι το μέσο για τον στρατηγικό στόχο της κοινωνικής ανατροπής.
Στα 1906, όταν βρίσκεται για σύντομο χρονικό διάστημα στη Φινλανδία, θα γράψει το έργο «Μαζική απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα» που ασκεί σφοδρή κριτική στις αρτηριοσκληρωτικές συνδικαλιστικές ηγεσίες και αναδεικνύει τον καταλυτικό ρόλο της πλατιάς μάζας των εργατών στην εξέλιξη των κοινωνικών αγώνων.
Αξιοσημείωτη φυσικά ήταν η συνεισφορά της στο επίπεδο της οικονομικής ανάλυσης. Το σύγγραμμα «Τι είναι η πολιτική οικονομία» περιέχει διαλέξεις που έδωσε στο «Σχολείο του Κόμματος» σχετικά με τις οικονομικές θεωρίες και την πολιτική οικονομία. Το χαρακτηριστικό της ήταν η απλότητα και η ικανότητά της να γίνεται εύληπτη ακόμα και για περίπλοκες έννοιες. Εξηγεί αναλυτικά τις αιτίες των οικονομικών κρίσεων, καταρρίπτει το μύθο της «εθνικής οικονομίας» και επιχειρεί να προσεγγίσει τον σοσιαλισμό ως μια ιστορική αναγκαιότητα και ως προϊόν εξέλιξης των προηγούμενων οικονομιών.
Μια ακόμα αξιόλογη εργασία της ήταν «Η συσσώρευση του Κεφαλαίου» η οποία, αν και κατέληγε σε μερικά λανθασμένα συμπεράσματα που εντοπίστηκαν από τον Λένιν, δεν παύει να είναι μια σοβαρή ιστορική και οικονομική μελέτη σχετικά με τη μετάβαση από τον φεουδαρχικό στον καπιταλιστικό τρόπο ανάπτυξης στην Ευρώπη και τις οικονομικές κρίσεις του 19ου αιώνα.
Με τον τίτλο «Και τώρα καταδικάστε με» αποτυπώθηκε η απολογία της στη δίκη της Φραγκφούρτης στις 20 Φλεβάρη του 1914. Είχε συλληφθεί για δύο αντιπολεμικές ομιλίες που είχε κάνει την προηγούμενη χρονιά, αποκαλύπτοντας τα ιμπεριαλιστικά σχέδια της γερμανικής αστικής τάξης και καλώντας την γερμανική εργατική τάξη να μη σηκώσει όπλο ενάντια στους γάλλους αδερφούς της και σε οποιονδήποτε άλλο λαό. Η απολογία της μετατράπηκε σε ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στο μιλιταρισμό και το σοβινισμό. Αντίστοιχου περιεχομένου ήταν και το καταπληκτικό βιβλίο της «Η εργατική τάξη και ο πόλεμος» με το οποίο, η μεγάλη επαναστάτρια, με πολύ γλαφυρό τρόπο τάσσεται ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σ’ αυτό καταρρίπτει τα επιχειρήματα της ηγεσίας των σοσιαλδημοκρατών σχετικά με την έγκριση που έδωσαν για τα πολεμικά κονδύλια στο γερμανικό κοινοβούλιο και επιχειρηματολογεί ενάντια στην άποψη ότι πρέπει να υπάρξει ταξική συνεργασία επειδή ο πόλεμος αυτός ήταν «αμυντικός».
Στα 1918, όταν ήταν φυλακισμένη, έγραψε μια εκτεταμένη κριτική στους μπολσεβίκους που αποτυπώθηκε με τον τίτλο «Η ρωσική επανάσταση». Στο έργο αυτό υποστήριζε ότι μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση οι μπολσεβίκοι υποτίμησαν το ρόλο των μαζών. Στις αρχές του 1919 κάνοντας μια αυτοκριτική αναίρεσε ένα μέρος των απόψεών της. Παρόμοιο περιεχόμενο μιας συντροφικής κριτικής σε απόψεις του Λένιν σχετικά με την οργανωτική ανάπτυξη του κόμματος βρίσκουμε στο έργο της «Οργανωτικά ζητήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας».
Κλείνοντας θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αν και σε κάποια ζητήματα είχε λανθασμένες εκτιμήσεις -όπως στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Πολωνίας ή την άποψη ότι στα 1914 έπρεπε οι μπολσεβίκοι να ενωθούν με τους μενσεβίκους- η Λούξεμπουργκ παραμένει μια μεγάλη επαναστάτρια που υπηρέτησε με όλες της τις δυνάμεις την επανάσταση, θυσιάστηκε για την εργατική τάξη και εξακολουθεί να έχει την βαθιά εκτίμηση εκατομμυρίων κομμουνιστών σε όλο τον κόσμο. Στα 1922 ο Λένιν θα συμπυκνώσει την τελική αποτίμηση του έργου της σε μια φράση: «Οι αετοί μπορεί καμιά φορά να πετάξουν πιο χαμηλά από τις κότες, μα οι κότες δεν μπορούν να πετάξουν ποτέ στα ύψη που πετάν οι αετοί… Η Ρόζα Λούξεμπουργκ… ήταν και παραμένει ένα αετός και όχι μόνο η μνήμη της θα είναι πάντα ιερή για τους κομμουνιστές όλου του κόσμου, μα και η βιογραφία της και η πλήρης συλλογή των έργων της…».
Σ.Σ.