Είναι γνωστή η άποψή μας ότι το κομμουνιστικό κίνημα θα ξεπεράσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει αποτιμώντας από τη μία την πλούσια, θετική και αρνητική, εμπειρία της ιστορίας του, προχωρώντας μπροστά μέσα στην εξελισσόμενη ταξική πάλη για να βρει τις σημερινές απαντήσεις. Με δεδομένο (θα έπρεπε πια να είναι εντελώς προφανές σε όλους) ότι το ιμπεριαλιστικό–καπιταλιστικό σύστημα δεν εξωραΐζεται, δεν εξανθρωπίζεται, αλλά ανατρέπεται. Και έχοντας υπόψη μας ότι οι συνέπειες της ήττας του επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος είναι ακόμα παρούσες, όπως παρούσα είναι και η κυριαρχία διάφορων οπορτουνιστικών ρευμάτων, τα οποία ούτε έχουν βάλει ούτε και πρόκειται να βάλουν μυαλό από τα απανωτά χαστούκια της πραγματικότητας.
Θα θέλαμε, λοιπόν, να σκιαγραφήσουμε ξανά την άποψή μας, την προσέγγισή μας για το πώς τα πράγματα μπορούν να προχωρήσουν για λογαριασμό της εργατικής τάξης και του λαού.
Κατά την άποψή μας, βάση (θα λέγαμε αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη) δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συμμετοχή στην ταξική πάλη, από την προσπάθεια ξεδιπλώματος αντιστάσεων στην επίθεση του συστήματος και διεκδικήσεων των βασικών δικαιωμάτων στη ζωή. Τα ρυάκια των αντιστάσεων αυτών θα πρέπει να ενώνονται σε ένα πλατύ μέτωπο αντίστασης με κοινά αιτήματα όπως την αντίσταση σε απολύσεις, την υπεράσπιση των εργασιακών σχέσεων, των μισθών και των συντάξεων, την πάλη για συλλογικές συμβάσεις, τη διεκδίκηση δωρεάν παιδείας, περίθαλψης και επιδομάτων ανεργίας –ως καθολικά και όχι ανταποδοτικά δικαιώματα-, την υπεράσπιση πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών κ.λπ. Σε κάποιες χρονικές στιγμές (π.χ. σε ψηφίσεις αντιλαϊκών νόμων) ο κεντρικός πολιτικός στόχος είναι εύκολο να διατυπωθεί μέσω του αγώνα να ματαιωθεί η ψήφισή του. Η συμμετοχή των κομμουνιστών στις διεκδικήσεις των εργατών και των εργαζομένων (όταν βέβαια έχουν γενικά θετικό πρόσημο) πρέπει να είναι ολόψυχη ακόμα και με δεδομένο το γεγονός ότι για ένα διάστημα ακόμα οι κινητοποιήσεις αυτές δεν θα έχουν τα χαρακτηριστικά που θέλουμε εμείς. Αυτοί οι απλοί, λειψοί ίσως, αγώνες είναι ένα σχολείο για αυτούς που τους διεξάγουν και ακόμα μεγαλύτερο σχολείο για τους κομμουνιστές που συμμετέχουν.
Αυτό το Μέτωπο Αντίστασης και Διεκδίκησης –με βάση τα ταξικά χαρακτηριστικά της επίθεσης- πρέπει να συμπεριλαμβάνει εργατικά και φτωχά λαϊκά στρώματα, μικροαστικά στρώματα και στρώματα υπαλληλίας, το τμήμα δηλαδή του λαού που βρίσκεται στο κάτω μέρος της ταξικής διαστρωμάτωσης και τσακίζεται από την κρίση και την επίθεση.
Δεν θεωρούμε καθόλου «λίγη» (όπως πολλοί άλλοι) την αναγκαιότητα και την προοπτική αυτού του Μετώπου Αντίστασης και Διεκδίκησης. Άλλωστε, την εποχή που διανύουμε δεν θεωρούμε ούτε εύκολα ούτε ενσωματώσιμα τα αιτήματα που αναφέραμε παραπάνω. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι ενώ από τη μία δεν είναι καθόλου «λίγη», από την άλλη έχει ανάγκη και το συμπλήρωμά της. Γιατί για μας τους κομμουνιστές η κίνηση των μαζών μένει μισή αν δεν μπολιάζεται με την κόκκινη γραμμή της αναμέτρησης με το ιμπεριαλιστικό–καπιταλιστικό σύστημα, αφήνει χώρο σε λογικές ενσωμάτωσης (ακόμα και παρά το γεγονός ότι αυτή η ενσωμάτωση δεν μπορεί σήμερα να έχει μακρόχρονα αποτελέσματα, όπως απέδειξε καθαρά η πραγματικότητα) σε αστικές και ρεφορμιστικές απόψεις ή ακόμα και σε πιο ανοιχτά αντιδραστικές (φασιστικές).
Αυτό το μπόλιασμα δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο από πολιτικές οργανώσεις και μετωπικές πολιτικές συγκροτήσεις και συνεργασίες που θα συνδέουν την Αντίσταση και τη Διεκδίκηση με την Αναμέτρηση, που έχουν ξεκαθαρίσει με το ρεφορμισμό και τον κυβερνητισμό, που αναγνωρίζουν ως βασικό εχθρό τον ιμπεριαλισμό και την αστική τάξη, που αναγνωρίζουν το ρόλο της εργατικής τάξης, που δεν επιδιώκουν το κέρδισμα αλλά το τσάκισμα του αστικού κράτους, που δεν θαμπώνονται από κόλπα και εύκολες λύσεις, που εντάσσουν στα καθήκοντά τους τον απολογισμό του κομμουνιστικού κινήματος του εικοστού αιώνα και τη χρησιμοποίηση του απολογισμού αυτού στο επόμενο ιστορικό κύμα.
Αυτή, με λίγα λόγια, είναι η δική μας πρόταση. Αυτός είναι ο δικός μας δρόμος μαζί με το λαό, ο δρόμος που θεωρούμε ότι δένει τα άμεσα σημερινά καθήκοντα με την προσφορά μας στο μεγάλο έργο της ανασυγκρότησης του επαναστατικού, κομμουνιστικού, εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Κάτω από αυτή τη λογική, πάνω σε διάφορα ζητήματα που προκύπτουν από την πραγματικότητα, ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΟΙΝΗΣ ΔΡΑΣΗΣ στο κίνημα με βάση κεντρικούς στόχους και όχι πολιτικές πλατφόρμες, κάτω από αυτή τη λογική ΑΡΝΟΥΜΑΣΤΕ προτάσεις κεντρικών πολιτικών συνεργασιών που χαρακτηρίζονται από την κυριαρχία οπορτουνιστικών απόψεων, κάτω από αυτή τη λογική πήραμε την πρωτοβουλία και ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ολόψυχα τη Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ. Κάτω από αυτή τη λογική, το ΚΚΕ(μ-λ) συμμετέχει στο σχήμα εκλογικής συνεργασίας με το Μ-Λ ΚΚΕ.
Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες πολιτικές προτάσεις, με πιο ισχυρούς φορείς, μάλιστα, από εμάς.
Καταρχήν η πρόταση του ΚΚΕ. Μια πρόταση που, υποτίθεται, απογειώνει την προοπτική (λαϊκή εξουσία και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής), αλλά προσπερνάει το κεφαλαιώδες ζήτημα πώς θα φτάσουμε εκεί. Βροντοφωνάζει για αγώνες όταν ο λαός είναι στο περιθώριο, αλλά τους υποτιμάει όταν ξεσπάνε, χρησιμοποιώντας ως άλλοθι το (αναμενόμενο) γεγονός ότι ο λαός αγωνίζεται έχοντας στο μυαλό του σύγχυση και χαμηλή πολιτικοποίηση. Πώς αλλιώς θα ήταν, όμως, με βάση τη μακρόχρονη κυριαρχία του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού (κυριαρχία για την οποία το ίδιο έχει τεράστια ευθύνη κι ας σφυρίζει αδιάφορα); Έτσι το ΚΚΕ υποστηρίζει γενικά αγώνες χαμηλής έντασης και… φροντιστηριακού χαρακτήρα. Είναι ευχαριστημένο αν σε ένα σωματείο περάσει ένα ψήφισμα που αναφέρει τη λαϊκή εξουσία, κι ας πέρασε σε συνέλευση είκοσι παρόντων όταν το σωματείο καλύπτει χιλιάδες εργαζόμενους. Το ΚΚΕ συνειδητά υποτιμάει ότι ο λαός μαθαίνει μέσα στους αγώνες του και όχι με από καθέδρας αναλύσεις. Με τον τρόπο αυτό βγαίνει από τη δύσκολη θέση να απαντήσει στα σημερινά ζητήματα, βολεύεται από την απουσία μαζικών αγώνων γιατί μπορεί να δηλώνει ό,τι θέλει χωρίς να εκτίθεται και τελικά απομακρύνει την ίδια την προοπτική που δηλώνει ότι έχει: το σοσιαλισμό.
Υπάρχουν και οι διάφορες προτάσεις μεταβατικών προγραμμάτων των ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πέρα από τις επιμέρους διαφορές τους και χωρίς καμιά διάθεση να προβοκάρουμε τους φορείς τους, εκτιμάμε ότι η πολιτική– ιδεολογική βάση συγκρότησής τους είναι κοινή και παραπέμπει στον κυβερνητισμό. Άλλωστε, την αλλαγή νομίσματος, την εθνικοποίηση των τραπεζών κ.λπ. κάποιος μηχανισμός πρέπει να τη διεκπεραιώσει. Αν ο μηχανισμός αυτός είναι το αστικό κράτος που διαχειρίζεται μία κυβέρνηση, τότε ο κυβερνητισμός είναι προφανής. Αν, πάλι, μιλάμε για τις… πρώτες 100 μέρες της επανάστασης, ούτε εμείς αλλά ούτε και οι εμπνευστές της γραμμής αυτής εκτιμούν ότι είμαστε σε προεπαναστατική περίοδο. Γι” αυτό άλλωστε και επιστρατεύονται οι φαεινές των «αντιφατικών» κυβερνήσεων, γι” αυτό και η συμμετοχή (από τη ΛΑΕ) στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛΛ ή το ψάρωμα και η ανοχή στην κυβέρνηση αυτή εκ μέρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γι” αυτό και η πολύχρονη ώσμωση στελεχών ΣΥΡΙΖΑ (και ΛΑΕ) – ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε «Συντονισμούς Πρωτοβάθμιων Σωματείων», σε εκατοντάδες κοινές εκδηλώσεις για το μεταβατικό πρόγραμμα κ.λπ.
Ας μη θίγονται, λοιπόν, με την κριτική και ας κοιτάξουν μπας και μπορούν να συνειδητοποιήσουν την ιδεολογική–πολιτική πλατφόρμα που τους οδήγησε στο σημερινό στραπατσάρισμα. Για να μην πούμε για το δημοψήφισμα και την απογείωση των αυταπατών εκ μέρους των στελεχών της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μόνο μια δυσάρεστη παρατήρηση: Τα απανωτά ενυπόγραφα κείμενα μελών οργανώσεων που διαφοροποιούνται από τη θέση της οργάνωσής τους δεν τιμούν τη συμμετοχή κάποιου στο κίνημα και την οργανωμένη πάλη.
Όλα αυτά τα σχέδια πολιτικοποίησης των μαζών χωρίς τους δικούς τους αγώνες ευνοούν την ακινησία και την κυριαρχία της απελπισίας και τελικά της απολιτικής. Οι δυνάμεις της οργάνωσής μας αλλά και οι δυνάμεις της Λαϊκής Αντίστασης – ΑΑΣ πρέπει να εντείνουν αμέσως μετά τις εκλογές τις προσπάθειές τους για πρωτοβουλίες κοινής δράσης ώστε να υποστηριχτούν αγώνες μπροστά στη νέα επίθεση που θα εκδηλωθεί.
Και ταυτόχρονα να εντείνουν την ιδεολογική και πολιτική τους αντιπαράθεση σε κάθε φύσης υπονόμευση των αγώνων ή προσπάθεια ενσωμάτωσής τους σε ακίνδυνα μονοπάτια. Σε κάθε περίπτωση, το βάρος που πέφτει στους κομμουνιστές τόσο στην ανταπόκριση στα άμεσα καθήκοντα όσο και στη συμβολή στην τιτάνια υπόθεση της ανασυγκρότησης του επαναστατικού, κομμουνιστικού, εργατικού και λαϊκού κινήματος είναι μεγάλο.