Στις αναλύσεις και τοποθετήσεις της οργάνωσής μας κατέχει ξεχωριστή θέση και πολύ ψηλά ιεραρχημένη η κατεύθυνση για την αναγκαιότητα της εκ νέου συγκρότησης της εργατικής τάξης «σαν τάξης για τον εαυτό της» θεωρώντας ότι αποτελεί την μοναδική απάντηση στην σύγχρονη βαρβαρότητα που ξεχειλίζει από όλους τους πόρους του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η υπόθεση αυτή έχει την διεθνή σημασία της αλλά για κάθε κομμουνιστική οργάνωση για κάθε κομμουνιστικό κόμμα είναι ευθύνη που οφείλει να αναλάβει στην χώρα που δρα και παλεύει.
Η αναγνώριση του επαναστατικού χαρακτήρα της εργατικής τάξης και του πρωτοπόρου ρόλου της στην υπόθεση της επαναστατικής ανατροπής αλλά και στην οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας αποτελεί βασικό στοιχείο της φυσιογνωμίας μίας κομμουνιστικής οργάνωσης και κάθετου διαχωρισμού τόσο από τον ρεφορμισμό κάθε είδους όσο και από τον αναρχισμό.
Έχουμε, σαν οργάνωση, από χρόνια, την εκτίμηση ότι η επίθεση, στρατηγικού χαρακτήρα, του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος, που ξεκίνησε την δεκαετία του ‘80 απέναντι στις κατακτήσεις και τα δικαιώματα των εργαζόμενων, δεν είχε μόνο οικονομικό χαρακτήρα αλλά ταξικό – πολιτικό με στόχο την πλήρη αποσυγκρότηση της τάξης και την μετατροπή της σε απλό εργαλείο της παραγωγικής διαδικασίας. Ένας στόχος ο οποίος βέβαια δεν μπορεί να «ολοκληρωθεί» από το κεφάλαιο καθώς όσο και να το επιδιώκει είναι αντικειμενικά αδύνατο να μετατρέψει την ζωντανή εργασία και τους φορείς της, τους εργαζόμενους, σε απλό εργαλείο της παραγωγής από την άλλη όμως έχει καταφέρει να πάρει πίσω ένα μεγάλο μέρος αυτών που είχαν κερδίσει και κυρίως να τους περιθωριοποιήσει πολιτικά.
Η επίθεση αυτή αξιοποίησε τον δυσμενή συσχετισμό για την εργατική τάξη και τους λαούς καθώς είχε μεσολαβήσει η σοβαρή υποχώρηση και τελικά η ήττα του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος με την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ. Μία ανατροπή ιστορικής σημασίας που είχε άμεση και αρνητική επίδραση τόσο στους αγώνες της εργατικής τάξης για την απελευθέρωσή της από τα δεσμά της καπιταλιστικής σκλαβιάς όσο και στα μέτωπα πάλης των λαών απέναντι στους ιμπεριαλιστές δυνάστες τους. Βάση της εκτίμησής μας για την καπιταλιστική παλινόρθωση τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες αποτελεί η θέση για την υποχώρηση του ρόλου της εργατικής τάξης στην υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αλλά και γενικότερα στην υπόθεση της συγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος. Η υποβάθμιση του ρόλου της εργατικής τάξης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την υποβάθμιση του ρόλου της πολιτικής και της ταξικής πάλης και την αναβάθμιση του ρόλου των μηχανισμών εξουσίας.
Η πάλη που διεξήχθη τόσο μέσα στις σοσιαλιστικές χώρες όσο και μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα ενάντια στις δυνάμεις της παλινόρθωσης δεν κατάφερε να εμποδίσει την εξέλιξη αυτή με αποτέλεσμα την μακροχρόνια κυριαρχία μέσα στο εργατικό κίνημα των δυνάμεων της ταξικής συνεργασίας και της υποταγής των εργατών στο κεφάλαιο. Οι ρεβιζιονιστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις είτε με την αποθέωση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων είτε με το «ξεχείλωμά» της εργατικής τάξης (κράτος όλου του λαού, κόμμα όλου του λαού ) επιδίωξαν την κατάργηση του ιστορικού της ρόλου τόσο στην επανάσταση όσο και στην περίοδο του σοσιαλισμού και της αταξικής κοινωνίας. Κατάφεραν να ανατρέψουν τον επαναστατικό χαρακτήρα του εργατικού κινήματος και το μετέτρεψαν σε «κοινωνικό εταίρο» του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος τόσο στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις όσο και στις εξαρτημένες χώρες. Στην ουσία εξανάγκασαν τους εργαζόμενους να υποταχτούν στον μονόδρομο της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης για δεκαετίες, μέχρι τις μέρες μας, με τις επιπτώσεις αυτής της υποταγής να έχουν πάρει οξυμένο χαρακτήρα, με την γενικευμένη επικράτηση της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Ταυτόχρονα η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζόμενων έχει υπονομευτεί από τις αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις ενώ η πολιτική έκφραση σε επίπεδο κομμάτων και οργανώσεων βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις απαιτήσεις των καιρών.
Εδώ είναι αναγκαίο να γίνει ένα ξεκαθάρισμα στο τι εννοούμε όταν μιλάμε για συγκρότηση της εργατικής τάξης «σαν τάξης για τον εαυτό της», καθώς είναι κρίσιμο ζήτημα και στα πλαίσια του κινήματος υπάρχουν διαφορετικές και πολλές λαθεμένες απόψεις. Οι αναρχικοί και οι ρεφορμιστές αναγνωρίζουν μόνο τον συνδικαλιστικό αγώνα και την συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης και είναι ενάντιοι τόσο στην πολιτική της συγκρότηση όσο και στην προοπτική της επανάστασης και της εργατικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά οι ρεβιζιονιστές αλλά και δυνάμεις της «νέας αριστεράς» και του τροσκισμού υπονομεύουν τον επαναστατικό χαρακτήρα της είτε με το «ξεχείλωμά» της, είτε με πολιτικές θέσεις και πρακτικές που αφαιρούν σοβαρές αρμοδιότητες από το εργατικό κίνημα.
Μιλώντας για την συγκρότηση της εργατικής τάξης εννοούμε την ολόπλευρη πολιτική – ιδεολογική και οργανωτική συγκρότηση της τάξης, σε όλα τα επίπεδα. Από το επίπεδο του πρωτοβάθμιου σωματείου μέχρι το επίπεδο του κομμουνιστικού κόμματος. Από την οργάνωση στην βάση της παραγωγικής διαδικασίας έως την οργάνωση στο κοινωνικό εποικοδόμημα, σαν ηγεμονική δύναμη που αντιπαλεύει την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη και διεκδικεί την πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξουσία μέσα από την επαναστατική ανατροπή.
Η διαδικασία της συγκρότησης εξελίσσεται στο έδαφος των ταξικών αντιθέσεων και σε διαλεκτική σχέση με την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος το οποίο οφείλει όχι μόνο να συμμετέχει και να μπει στην πρωτοπορία των ταξικών αγώνων της εργατικής τάξης αλλά ταυτόχρονα οφείλει να αναδείξει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ανταγωνιστικές και ασυμφιλίωτες και ο δρόμος της σύγκρουσης και της επανάστασης αποτελεί την μοναδική διέξοδο απέναντι στην βαρβαρότητα του συστήματος. Με βάση αυτό το στοιχείο δεν υπάρχει κανένα περιθώριο «αυθόρμητης» ή «αυτόνομης» συγκρότησης της εργατικής τάξης αλλά μόνο σε σύνδεση και αλληλεπίδραση με το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα. Είναι τόσο θεωρητικά όσο κυρίως ιστορικά κατοχυρωμένο ότι οι αγώνες της εργατικής τάξης μέσα στην παραγωγική διαδικασία έχουν ένα όριο και μπορούν να φτάσουν μέχρι σε ένα ορισμένο επίπεδο εάν δεν γίνει αποδεκτός ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των ταξικών αντιθέσεων που μπορεί να λυθεί μόνο με την επαναστατική ανατροπή.
Η σύνδεση της εργατικής τάξης με το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα στο έδαφος των ταξικών – πολιτικών αντιθέσεων που διαπερνούν την κάθε χώρα φέρνει μαζί της και το καθήκον της διαμόρφωσης εκείνης της ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ που ανταποκρίνεται τόσο στα ταξικά συμφέροντα όσο και στον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης και των συμμάχων της μέσα στα φτωχά λαϊκά στρώματα της κοινωνίας. Η εργατική τάξη και το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα έχουν δύο βασικούς λόγους για να ασκήσουν ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Ό ένας είναι για να δημιουργηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις να ανυψωθεί η εργατική τάξη σε ηγεμονική δύναμη όλων των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων της κοινωνίας. Ο δεύτερος και σε άμεση σχέση με τον πρώτο στην διαμόρφωση ευνοϊκότερων πολιτικών – ταξικών συσχετισμών στην πάλη απέναντι στην κεφαλαιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό. Και οι δύο αυτοί βασικοί λόγοι απαιτούν την διαμόρφωση πολιτικής κατεύθυνσης σε κάθε περίοδο της ταξικής πάλης, ανάλυση της πραγματικότητας, διαμόρφωση στόχων πάλης, κοινωνικές – πολιτικές συμμαχίες, προγραμματικές κατευθύνσεις. Σύνθετα και απαιτητικά καθήκοντα τα οποία όμως δεν μπορούν να «περιμένουν» όσο δύσκολες και αν είναι σήμερα οι συνθήκες. Ο ηγεμονικός ρόλος της εργατικής τάξης μέσα στην κοινωνία θα καταχτηθεί σε άμεση συνάρτηση με την πολιτική κατεύθυνση που θα κυριαρχήσει στα πλαίσιά της και στο επίπεδο της σύνδεσής της με το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα.
Μόνο η επαναστατική κομμουνιστική κοσμοαντίληψη επιδιώκει την ανύψωση της εργατικής τάξης και των σύμμαχών της, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, από την εκμετάλλευση, την καταπίεση και το πολιτικό – κοινωνικό περιθώριο, σε πρωταγωνιστές της ιστορικής εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Από την άποψη η επαναστατική κομμουνιστική κατεύθυνση βρίσκεται σε μόνιμη αντιπαλότητα με απόψεις και κατευθύνσεις που επιδιώκουν να καθηλώσουν την εργατική τάξη και τους συμμάχους της είτε σε ρόλο «κοινωνικού εταίρου» επιδιώκοντας το «θετικό κοινωνικό άθροισμα» είτε σε ρόλο «μεταρρυθμιστή» των πιο οξυμένων πλευρών της εκμετάλλευσης. Σε αντιπαράθεση με όσους επιδιώκουν να καθηλώσουν την οργάνωση και την δράση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της μόνο στον «συνδικαλισμό» και την διεκδίκηση « κομμάτι – κομμάτι» της αστικής εξουσίας. Σε αντιπαράθεση με όσους επιδιώκουν να καθηλώσουν την εργατική τάξη κάτω από την ηγεμονία μικροαστικών στρωμάτων και των αντιλήψεών τους ότι « όλοι εργατική τάξη είμαστε» υποθάλποντας έτσι τους όρους της αντεπανάστασης και της παλινόρθωσης ήδη από σήμερα.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω οφείλουμε να έχουμε ξεκάθαρο ότι η διαδικασία της εκ νέου συγκρότησης της εργατικής τάξης σαν «τάξης για τον εαυτό της» και τα καθήκοντα της επαναστατικής κομμουνιστικής οργάνωσης που συνδέεται οργανικά με αυτή την κατεύθυνση έχει να αντιμετωπίσει μεγάλα και δύσκολα εμπόδια. Την ολομέτωπη επίθεση του συστήματος, την ιστορική εμπειρία και τις επιπτώσεις της παλινόρθωσης, τα εχθρικά πολιτικά – ιδεολογικά ρεύματα.
Στα πλαίσια μίας εξαρτημένης από τον ιμπεριαλισμό χώρας, όπως η δική μας, οι κατευθύνσεις και τα καθήκοντα, της επαναστατικής κομμουνιστικής οργάνωσης, που επιδιώκει να παίξει πρωτοπόρο ρόλο στην υπόθεση τόσο της ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος όσο και στην σύνδεσή του με το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα, οφείλουν να πάρουν υπόψη τους τον χαρακτήρα και την κύρια πλευρά των αντιθέσεων που διατρέχουν την κοινωνία. Η εκτίμηση που ταυτόχρονα αποτελεί και θέση του ΚΚΕ (μ-λ) ότι «η εργατική τάξη θα συγκροτηθεί στην αντιπαράθεσή της με το κεφάλαιο και θα αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στην αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό» ξεκαθαρίζει τον πολιτικό – ταξικό προσανατολισμό της πάλης ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Αναδεικνύει την εργατική τάξη σε πρωταγωνιστή της πάλης στο σύνολο των αντιθέσεων της ελληνικής κοινωνίας και ξεκαθαρίζει με απόλυτο τρόπο ότι η κατεύθυνση για ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ είναι αρμοδιότητα τη εργατικής τάξης και των συμμάχων της, τα φτωχά λαϊκά στρώματα και θα έχει χρώμα κόκκινο. Ταυτόχρονα απαντάει με ξεκάθαρο τρόπο για την κοινωνική τάξη που θα ηγείται στην αναμέτρηση με τις δυνάμεις του συστήματος για τον ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ καθώς και στην περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης για την αταξική κοινωνία και τον ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ.
Η θέση αυτή συνεπάγεται αναβαθμισμένα καθήκοντα για την προώθησή της μέσα στις τρέχουσες δύσκολες συνθήκες της επίθεσης και της αντιδραστικής κυριαρχίας. Παρά τους δυσμενείς συσχετισμούς, τα εμπόδια και τις μικρές υποκειμενικές δυνάμεις που στηρίζουν και παλεύουν για την προώθηση αυτής της θέσης, η στέρεη πολιτική – ταξική της βάση αποτελεί μία σημαντική παρακαταθήκη η οποία πρέπει να αξιοποιηθεί, να κερδίσει επιρροή και στράτευση αγωνιστών.
Γρηγόρης Ανδρεάτος