Μετά από μια άτονη και αδιάφορη προεκλογική εκστρατεία, μακριά από τα κύρια προβλήματα του κόσμου, οι Ιταλοί ψήφισαν. Το αποτέλεσμα περιέπλεξε περισσότερο τη προηγούμενη κατάσταση. Οι εκλογές έγιναν με βάση τον νέο νόμο του περασμένου Οκτωβρίου, ο οποίος ευνοεί τους συνασπισμούς κομμάτων. Η πρωτοβουλία για την αλλαγή του εκλογικού νόμου ανήκε στο Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντσι, στηρίχθηκε όμως τόσο από τη «Φόρτσα Ιτάλια» του Μπερλουσκόνι όσο και από τη «Λέγκα του Βορρά».
Ο λόγος τώρα περνά στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Ματαρέλα, στον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε την εμπιστοσύνη της για τον σχηματισμό «σταθερής» κυβέρνησης στην Ιταλία. Στη φάση αυτή και αναμένοντας τις κινήσεις του Προέδρου, μπορούμε να κάνουμε μια βασική διαπίστωση: ότι οι Ιταλοί (όπως και άλλοι λαοί) συνεχίζουν να «προβοκάρουν» με το «ύψιστο δημοκρατικό τους δικαίωμα» (την ψήφο) την κυβερνητική σταθερότητα.
Από εκεί και πέρα, τα σενάρια περισσεύουν και μάλλον θα διαρκέσουν πολύ. Πάντως η επανέκδοση κυβέρνησης «τύπου Λέτα» και, σε έναν βαθμό, της πλειοψηφίας που είχε στηρίξει και τον τεχνοκράτη Μόντι στο τέλος του 2011, με στόχο να αφήσουν τους «πεντάστερους» εκτός κυβερνητικού μεγάρου, δεν φαίνεται εφικτή. Γενικότερα, τα σενάρια συνεργασίας Δεξιάς (Λέγκα και Φόρτσα Ιτάλια) με το Δημοκρατικό κόμμα του Ρέντσι ακυρώθηκαν από το εκλογικό αποτέλεσμα, αφού το κόμμα που μέχρι τις ευρωεκλογές του 2014 (όταν απέσπασε το 41% των ψήφων) θεωρούνταν το success story της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, έπαθε καθίζηση, και ο Ρέντσι παραιτήθηκε.
Υπάρχει η πιθανότητα να συγκροτήσει κυβέρνηση η τετρακομματική κεντροδεξιά συμμαχία που έχει εξασφαλίσει λίγο πάνω από 37% των ψήφων. Μια τέτοια εξέλιξη, βέβαια, θέτει σειρά πρακτικών προβλημάτων, αρχίζοντας από τη σχέση με την Ευρώπη και την πολιτική στο μεταναστευτικό. Η Λέγκα του Σαλβίνι ξεπέρασε σε δύναμη την Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι εντός της συμμαχίας και έχει τον πρώτο λόγο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι Σαλβίνι, Μελόνι (ακροδεξιό κόμμα «Αδελφών της Ιταλίας») κινούνται εκτός ευρωπαϊκής γραμμής: ο πρώτος αμφισβητώντας την αναγκαιότητα παραμονής στην ευρωζώνη και η δεύτερη με εκλεκτικές συγγένειες (Λεπέν και Ούγγρο Πρόεδρο Όρμπαν). Πέρα από όλα αυτά πάντως, δύσκολα το στρατόπεδο αυτό θα καταφέρει να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στη Βουλή και τη Γερουσία.
Όλοι συμφωνούν ότι, πριν απ’ όλα, πρέπει να ξεκαθαριστεί τι θα συμβεί με το «Κίνημα Πέντε Αστέρων» (των Μπέπε Γκρίλο και Λουίτζι ντι Μάιο), που ήρθε πρώτο κόμμα με 32%. Ο Μάιο έχει εγκαταλείψει τις κορώνες περί δημοψηφίσματος και θέτει εκτός συζήτησης την έξοδο από το ευρώ, αλλά… η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Ματαρέλα θα πρέπει να έχει ισχυρές ενδείξεις για την αναγκαία υποστήριξη στο Κοινοβούλιο. Η πιθανότερη εκδοχή ωστόσο είναι η συνέχιση της κυβέρνησης Τζεντιλόνι ή η συγκρότηση κυβέρνησης τεχνοκρατών. Άσχετα πάντως με τη πολιτική νομιμοποίηση τέτοιων σεναρίων, η πιθανότητα αυτή συνδέεται και με νέες εκλογές την επόμενη χρονιά.
Ήδη η Goldman Sachs προβλέπει μια τεχνοκρατική/ υπηρεσιακή κυβέρνηση περιορισμένης εντολής, για αναθεώρηση του πρόσφατα αναθεωρημένου εκλογικού νόμου. Αλλά ακόμη και εάν μια τεχνοκρατική/ υπηρεσιακή κυβέρνηση ακολουθήσει τη σημερινή οικονομική πολιτική, η οικονομία (γνωματεύει η Goldman) -με τις μόνιμες αδυναμίες της- παραμένει ευπρόσβλητη, ίσως περισσότερο από ότι πριν τις εκλογές. Κατά συνέπεια, «οι ατελέσφορες ιταλικές εκλογές έχουν αρνητικές μεσοπρόθεσμες προεκτάσεις για την σταθερότητα της περιοχής του Ευρώ και επομένως για τις αγορές». Και καταλήγει ότι η Ιταλία «εξακολουθεί να αποτελεί αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης», με αρνητικές επιπτώσεις στην περιοχή του Ευρώ, εντάσεις μεταξύ της Ιταλίας και των Ευρωπαίων εταίρων της και φρένο στην ενισχυμένη ενοποίηση και καταμερισμό των βαρών με εκείνους.
Γενικότερα, η σύνθεση του νέου Κοινοβουλίου δεν θεωρείται ευνοϊκή από τους εταίρους της Ιταλίας, ιδίως της Βόρειας Ευρώπης, που είχαν καθησυχαστεί στη σκέψη ότι αυτός που θα προτεινόταν για πρωθυπουργός θα ήταν ο νυν πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Ταγιάνι, αν… η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι υπερίσχυε στη δεξιά συμμαχία.
Στην πραγματικότητα, όλο το τοπίο μετατοπίζεται δεξιότερα ενώ ο «ευρωσκεπτικισμός», που όλο και εντονότερα καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, έχει ως όριό του την παραμονή ή όχι στο ευρώ, που κανένα κόμμα δεν αγγίζει πλέον. Μένει να εξακριβωθεί αν η Ιταλία (η τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης) θα μπορέσει να αποκτήσει τον ρόλο που της αντιστοιχεί στο ευρωπαϊκό πεδίο, ή αν η ενίσχυση του γαλλογερμανικού άξονα θα κρατήσει τη Ρώμη στο περιθώριο.
Χ.Β