Υπήρχαν αρκετές περίοδοι της σύγχρονης ιστορίας, όπου η ντόπια άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό κατόρθωναν να αυτοπροβάλλονται σαν υπερασπιστές του έθνους και προστάτες του λαού.
Καμώνονταν ότι με τη συνολική πολιτική του «ανήκομεν στη Δύση», με τις πολλαπλές εξαρτήσεις τους από τους ιμπεριαλιστές, με την ομπρέλα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, διασφάλιζαν τα σύνορα, εξασφάλιζαν επενδύσεις και ευημερία για το λαό.
Καμώνονταν ότι η χώρα είναι ισχυρή, ότι ανήκει στην πρώτη ταχύτητα της Ευρώπης, ότι αποτελεί παράγοντα γεωπολιτικής σταθερότητας που οι ισχυροί ήταν υποχρεωμένοι να την προστατεύουν σε σχέση με άλλες γειτονικές εξαρτημένες αστικές τάξεις που δεν είχαν τα προσόντα της ελληνικής.
Δεν ξεχνάμε τους διθυράμβους που ακούγονταν στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, επειδή τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο «ευνοϊκά» για τους εν γένει Ελλαδίτες μετά από την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Οι ντόπιοι κηφήνες περηφανεύονταν ότι με την πολιτική των υποκλίσεων και συνεχών παραχωρήσεων προς τους ιμπεριαλιστές στεριώνουν τα ανοίγματά τους στα Βαλκάνια και γίνονται υποκείμενα μιας σειράς από μεγάλες μπίζνες που θα φέρουν κέρδη (ανεξάρτητα ποιος θα τα καρπωνόταν).
Κάτω από αυτό το κλίμα και με τις βοήθειες των ιμπεριαλιστών, διαμορφώθηκαν συμβόλαια και σχέσεις τμημάτων της μεγάλης και μεσαίας αστικής τάξης, τα οποία, ανεξάρτητα αν ήταν κτίσματα στην άμμο, έδωσαν τη δυνατότητα στους κυρίαρχους να διαλύσουν το κίνημα, να ξεφτιλίσουν τον συνδικαλισμό και την Αριστερά.
Κατάφεραν, δημιουργώντας μια πολύ επίπλαστη εικόνα καλοπέρασης, κατανάλωσης, να αποκοιμίσουν μεγάλα τμήματα του λαού, να εξαρτήσουν εκατοντάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους και τις οικογένειές τους από το πελατειακό κράτος.
Και όμως, η σημερινή συνολική εικόνα της χώρας και του λαού, σε τίποτα δεν θυμίζει όσα χοντρικά περιγράψαμε. Μόνο λίγα χρόνια έφτασαν για να αποδομήσουν αυτή την «πραγματικότητα». Μόνο λίγοι μήνες έφτασαν για να λειτουργήσουν σαν καταλύτης επιδεινώνοντας ραγδαία όλα τα σημερινά δεδομένα που αφορούν τη χώρα, τη θέση της, τις σχέσεις της, το λαό της, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τα εκατομμύρια ανέργους της.
Δεν επιχαίρουμε καθόλου γι’ αυτή την επιδείνωση, που δυστυχώς απέχει αρκετά ακόμα από το να αποτελεί το τέρμα του κατήφορου. Η μέχρι σήμερα επιδείνωση αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία οι κίνδυνοι για το λαό και τους άλλους λαούς όλο μεγεθύνονται και τα μαύρα σύννεφα του πολέμου, της εξαθλίωσης, της προσφυγιάς, της κακουχίας όλο και συσσωρεύονται.
Η σημερινή «αριστερή» κυβέρνηση σηκώνει «απελπισμένα» τα χέρια και δεν έχει άλλο δρόμο από το να εκλιπαρεί όλους εκείνους τους ισχυρούς που έσπρωξαν και θα συνεχίσουν να σπρώχνουν τα πράγματα εδώ που τα έφεραν. Απευθύνεται σ’ όλους εκείνους τους υποτιθέμενους παράγοντες σταθερότητας, πως την «ξεγέλασαν» και δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει και πού να τελειώσει τις υποχωρήσεις και τα δώρα προς τους ιμπεριαλιστές της ΕΕ, του ΔΝΤ, προκειμένου να περισώσει ότι μπορεί.
Δεν έχει πού να στηριχτεί. Δεν τολμάει πια να ζητήσει ούτε τη στήριξη του λαού, αφού τον έχει κυριολεκτικά βιάσει και ετοιμάζεται να τον βιάσει ακόμη χειρότερα.
Δεν έχει πού να απευθυνθεί. Η περίφημη πολυδιάστατη πολιτική της, που θα την αξιοποιούσε με τέχνη περισσή σαν το μεγάλο όπλο της χώρας, για να βγει από την κρίση, έχει μετατραπεί σε ένα ατέρμονο και ανερμάτιστο παρακάλι προς τους μέχρι χθες «εχθρούς» της. Βλέπετε, οι «φίλοι» πάνω στους οποίους πόνταρε τόσο τους πρώτους μήνες του 2015, δεν έδωσαν ούτε παρών.
Όμως, για να μην την «αδικούμε», δεν είναι αυτό που βιώνουμε μόνο δικό της έργο. Αποτελεί συνέχεια του διαχρονικού εγκλήματος που γίνεται από την άρχουσα τάξη και τους εξαρτημένους αστούς πολιτικούς που διαδοχικά κυβέρνησαν τη μεταπολεμική Ελλάδα. Τη δική τους πολιτική αντιγράφει και διαιωνίζει η σημερινή κυβέρνηση.
Το να φύγει η σημερινή κυβέρνηση, από μόνο του, δεν θα αλλάξει τίποτε προς το καλύτερο. Όπως τίποτε δεν άλλαζε προς το καλύτερο, όταν το ΠΑΣΟΚ εναλλασσόταν με τη ΝΔ και με τις οικουμενικές. Την ευθύνη την έχει ακέραιη η αντιλαϊκή, αντιδραστική πολιτική της εξάρτησης και της άγριας επίθεσης που ακολουθεί συνολικά η ντόπια άρχουσα τάξη και οι ιμπεριαλιστές πάτρωνές της.
Ο λαός μας, που δικαιολογημένα ανησυχεί σφοδρά και δεν χάφτει πια εύκολα παραμύθια, αυτή την πολιτική πρέπει να στοχεύσει και αυτήν πρέπει -διαμορφώνοντας τους όρους και τα δικά του όπλα- να ανατρέψει, για να αρχίσει να βλέπει πραγματικά καλύτερες μέρες. Χρειάζεται επίσης αυτό τον δρόμο της πάλης ενάντια στους ιμπεριαλιστές και τους εμπρηστές του πολέμου να την ακολουθήσει μαζί και με τους υπόλοιπους γειτονικούς λαούς.
Επειδή λοιπόν η ισχύς βρίσκεται στην ένωση των κοινών συμφερόντων και δυνάμεων, θα πρέπει, όπως επιδιώκουμε την αλληλεγγύη και την κοινή δράση με τους γειτονικούς λαούς, έτσι να κάνουμε και μέσα στην ίδια τη χώρα. Πλατιά συμμαχία, δηλαδή, όλων των εξαθλιωμένων, των εκμεταλλευόμενων, των καταπιεσμένων ανεξαρτήτως εθνικότητας.
Μια πλατιά συμμαχία στη χώρα και την περιοχή που θα φράξει το δρόμο στη βαρβαρότητα. Μια συμμαχία που δεν θα επιτρέψει η χρεωκοπία της πολιτικής της εξαρτημένης άρχουσας τάξης να φορτωθεί στις πλάτες των λαών.