Όταν ο πρόεδρος του ΣΕΒ δίνει συγχαρητήρια στον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα για την επικείμενη έξοδο από τα μνημόνια, τότε είναι σίγουρο ότι έχει ανοίξει ο δρόμος για την βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη της χώρας και την επαναφορά των κατακτήσεων των εργαζομένων που καρατομήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Επειδή όμως η κατάσταση των εργαζομένων στην χώρα μας είναι τραγική δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με ελαφρότητα αυτά που σχεδιάζονται για τα εργασιακά, είτε εφαρμοστούν εν μέρει, είτε μείνουν ωραίες διατυπωμένες εκφράσεις σε ένα «ολιστικό αναπτυξιακό σχέδιο» της περιόδου 2018-2022, που έφτιαξαν στην κυβέρνηση για να το εγκρίνουν οι ιμπεριαλιστές – δανειστές.
Η σχεδιαζόμενη κυβερνητική πολιτική για την επόμενη περίοδο είναι η «καταπολέμηση της άτυπης εργασίας και της αβεβαιότητας», η «προσεκτική εξέταση της αύξησης του κατώτατου μισθού», η «διευκόλυνση επιστροφής στην εργασία», η «επαναφορά της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης στις συλλογικές διαπραγματεύσεις». Με στόχους την αύξηση του «μέσου μισθού» στο επίπεδο του 2,9% το 2021-2022, την αύξηση του ετήσιου ρυθμού της εργασίας κατά 1,4% για όλη την περίοδο 2018-2022 και την αύξηση του κατώτατου μισθού σε ορίζοντα τριετίας μετά από διαβούλευση και σε σύνδεση με την παραγωγικότητα.
Κάνοντας μία πρώτη συνολική εκτίμηση για τον χαρακτήρα των μέτρων και των στόχων της κυβέρνησης , μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν έκφραση των συμφερόντων του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου και ταυτόχρονα υπηρετούν τους σχεδιασμούς αμερικάνων και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών για την επιστροφή της «κανονικότητας» στην χώρα. Με κύριο χαρακτηριστικό από την μία την επαναφορά της «νομιμότητας» στις εργασιακές σχέσεις έτσι ώστε να μην «νοθεύεται ο ανταγωνισμός» ανάμεσα στις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου, ενώ από την άλλη την επιβολή του «κοινωνικού διαλόγου», δίνοντας ξανά ρόλο στους εργατοπατέρες με στόχο την ταξική υποταγή των εργαζόμενων.
Οι δυνάμεις του κεφαλαίου στην χώρα μας αισθάνονται ιδιαίτερα δυνατές απέναντι στους εργαζόμενους καθώς τα προηγούμενα χρόνια επιβλήθηκε τόσο στο νομικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των πολιτικών – ταξικών συσχετισμών μία σαρωτική επίθεση που γκρέμισε καταχτήσεις και δικαιώματα που είχαν καταχτηθεί με αγώνες και θυσίες ολόκληρων περιόδων. Πάνω σε αυτή την «έρημο» θέλουν να οικοδομήσουν ένα πλαίσιο ταξικών σχέσεων που βασικό του στοιχείο θα αποτελεί το δόγμα «τα πάντα στο κεφάλαιο» και δεν θα έχει καμία σχέση με το «παρελθόν», το οποίο οι εργαζόμενοι πρέπει να σβήσουν ολοκληρωτικά από την μνήμη τους . Χωρίς να μειώνονται οι ρυθμοί της επίθεσης και πολύ περισσότερο χωρίς να εγκαταλείπεται ο στρατηγικός στόχος για την πλήρη αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης και την μετατροπή της σε ένα παραγωγικό εργαλείο, το κεφάλαιο και η σημερινή κυβέρνηση, μέσα από την «κανονικότητα» θέλουν να βάλουν κάποιους κανόνες στο ντόπιο καπιταλιστικό σύστημα. Κανόνες που πρώτα από όλα θα εξυπηρετούν τους ιμπεριαλιστές επικυρίαρχους και το μονοπωλιακό κεφάλαιο στην κούρσα για την επίτευξη μεγαλύτερης κερδοφορίας από την εκμετάλλευση των εργαζόμενων.
Η προσπάθεια από την μεριά της κυβέρνησης να παρουσιαστούν τα μέτρα και οι στόχοι του «ολιστικού σχεδίου» και της γενικότερης κυβερνητικής πολιτικής ότι αποτελούν την αρχή για την επαναφορά όσων χάθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, προσκρούει στην πραγματικότητα της εφαρμοζόμενης πολιτικής που προβλέπει κόψιμο συντάξεων (2019) και μείωση αφορολόγητου σε μισθούς και μεροκάματα (2020). Το γκρέμισμα του επιπέδου μισθών-συντάξεων συνεχίζεται και θα συνεχιστεί καθώς αποτελεί βασική επιδίωξη του κεφαλαίου η φτηνή εργατική δύναμη για να προχωρήσει σε κάποιες «σίγουρες» επενδύσεις και κυρίως σε τομείς υποδομών όπου θα έχει, λόγω της φύσης τους, σίγουρη κερδοφορία.
Η κυβέρνηση κάνει «σημαία» της την αύξηση του κατώτατου μισθού 586,08 ( για άνω των 25 ετών) και 510,95 (για κάτω των 25 ετών) που είναι καθηλωμένος στα ίδια επίπεδα από τον Φλεβάρη του 2012. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να πούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των προσλήψεων γίνεται με βάση τον κατώτατο μισθό, χωρίς την αναγνώριση από τους εργοδότες προϋπηρεσίας είτε κάποιας κλαδικής σύμβασης που προβλέπει μεγαλύτερες αποδοχές. Από το μέταλλο μέχρι τις οικοδομές και από τα ξενοδοχεία μέχρι τα γραφεία ο κατώτατος μισθός αποτελεί τη «νόμιμη» πληρωμή της εργατικής δύναμης στην χώρα μας στις περιπτώσεις που έχει γίνει «κανονική» πρόσληψη με ασφάλιση και «κανονικό» ωράριο. Για να γίνει κατανοητό από το τι «κόσκινο» θα περάσει η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού παραθέτουμε τα προβλεπόμενα από το «ολιστικό σχέδιο» : «Το νέο επίπεδο του κατώτατου μισθού θα καθοριστεί μέσω του πρόσφατα βελτιωμένου συστήματος, το οποίο απαιτεί μια εκτεταμένη εκτίμηση επιπτώσεων ώστε να προβλεφθούν οι αντιδράσεις των παραγόντων της αγοράς εργασίας και οι επιπτώσεις στη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Αυτή η εκτίμηση επιπτώσεων θα διεξαχθεί από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους αρμόδιους φορείς υλοποίησης.» Νομίζουμε ότι γίνεται κατανοητό το μέγεθος της κοροϊδίας και των αυταπατών που θα στηθούν το επόμενο διάστημα πάνω στο ζήτημα αυτό.
Όσον αφορά την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την υπογραφή κλαδικών συμβάσεων εργασίας με βάση την αρχή της επεκτασιμότητας (σε όλους τους εργαζόμενους του κλάδου) και της ευνοϊκότερης ρύθμισης , εκεί τα πράγματα δείχνουν ότι πρόκειται για το στήσιμο ενός μηχανισμού ο οποίος βασικά « θα ενοποιήσει τους κανόνες και θα προωθήσει τον υγιή ανταγωνισμό σε όλους τους οικονομικούς τομείς» όπως μας λέει το κυβερνητικό σχέδιο αλλά ταυτόχρονα «θα ενισχύσει την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού διαλόγου». Με βάση τα παραπάνω και σε συνδυασμό με τις αλλαγές στην διαιτησία η οποία μετατρέπεται – και αυτή – σε «ανεξάρτητη αρχή» γίνεται φανερό ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα μπαίνουν στον «αυτόματο πιλότο» της κοινωνικής συναίνεσης και με την σφραγίδα του οργανισμού διαιτησίας θα αποτυπώνουν στις νέες συλλογικές συμβάσεις την ταξική κυριαρχία της κεφαλαιοκρατίας, ξένης και ντόπιας, πάνω στους εργαζόμενους. Μακριά από κινητοποιήσεις και απεργίες, ο «κοινωνικός διάλογος» θα είναι το έδαφος πάνω στο οποίο θα γίνει προσπάθεια, την επόμενη περίοδο, να οικοδομηθεί, η «νομιμότητα» αυτής της κυριαρχίας , σε σχέση με την «παρανομία» που υπάρχει σήμερα.
Για τους εργαζόμενους, τους άνεργους, τις νέες και τους νέους που ψάχνουν για δουλειά, τα κυβερνητικά σχέδια όχι μόνο δεν αποτελούν ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο αλλά επιδιώκουν την παραπέρα νομιμοποίηση των ταξικών συσχετισμών που έχουν επιβληθεί. Η πάλη για πραγματικές αυξήσεις, για συλλογικές συμβάσεις, για μόνιμη και σταθερή δουλειά αποτελούν σήμερα τους βασικούς άξονες πάλης και διεκδίκησης πάνω στους οποίους μπορεί να οικοδομηθεί το εργατικό κίνημα κόντρα στις επιδιώξεις κεφαλαίου-κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ. Χωρίς κοινοβουλευτικές αυταπάτες ότι μπορεί ο «ταξικός τροχός» να γυρίσει προς τα πίσω και να αποκαταστήσει, νομοθετικά, όσα έχασαν η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι από την καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική επίθεση.