Του Δ. Παυλίδη
Εν μέσω έντονων και διασταυρούμενων, επίσημων αλλά κυρίως παρασκηνιακών, διαβουλεύσεων και με θολό το τοπίο, άρχισαν, τη Δευτέρα 9 Ιανουαρίου, οι διμερείς διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων, στη Γενεύη. Σύμφωνα με τα όσα μετέδιδαν τα κυπριακά και διεθνή ΜΜΕ, αν και δεν είχε επιτευχθεί ουσιαστική πρόοδος στα λεγόμενα κεφάλαια της διακυβέρνησης, του εδαφικού και του περιουσιακού, όπως -υποτίθεται- έπρεπε να γίνει πριν τη σύγκληση της διεθνούς διάσκεψης, αυτή ξεκίνησε την Πέμπτη 12 Ιανουαρίου. Επιβεβαιώθηκαν, έτσι, αυτοί που ισχυρίζονταν πως η συμφωνία της 1ης Δεκεμβρίου στη Λευκωσία είχε στόχο πάση θυσία την διάσκεψη και ο οδικός χάρτης προς αυτήν ήταν απλά πρόσχημα. Προηγήθηκε η τελετουργική διαδικασία μυστικής (!) ανταλλαγής των χαρτών, που προβλήθηκε ως μείζον ιστορικό γεγονός. Η διάσκεψη, στην πραγματικότητα, ξεκίνησε ως πενταμερής (η πρόσκληση του απεσταλμένου του ΟΗΕ ανέφερε τον τίτλο «εξοχότητες» και όχι τις ιδιότητες των Αναστασιάδη -Ακιντζί), όπως ζητούσε η τούρκικη- τουρκοκυπριακή πλευρά, με παρατηρητές και παρούσες και άλλες πλευρές, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ως προς το επίπεδο εκπροσώπησης, μέχρι την Πέμπτη αργά το απόγευμα, από τη μεριά των τριών εγγυητριών δυνάμεων, παρόντες ήταν οι Υπουργοί Εξωτερικών. Όλες οι πλευρές δεν απέκλειαν τη συμμετοχή και των πρωθυπουργών, αν τα παζάρια έδειχναν πως μπορεί να βρεθεί έστω και μια γενική συμφωνία-πλαίσιο, που θα τύχει περαιτέρω διαπραγμάτευσης. Αργότερα ανακοινώθηκε πως η διάσκεψη θα συνεχιστεί και την Παρασκευή 13 Ιανουαρίου.
Είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν πως από τον καιρό που η Κύπρος δόθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Αγγλία, εξελίξεις, κρίσεις, σχέδια και «λύσεις» στο νησί σχετίζονται, άλλοτε έμμεσα και ορισμένες φορές σε καθοριστικό βαθμό, με τις στρατηγικές στοχεύσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο. Ο έλεγχος της διώρυγας του Σουέζ από την κοσμοκράτειρα οδήγησε το Λονδίνο να επιδιώξει τη βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο, από την Υψηλή Πύλη, πρώτα με ενοίκιο και ύστερα με κανονική προσάρτηση. Η κρίση στο Σουέζ, το 1955-1957, επηρέασε σημαντικά μαζί και με τον αντι-αποικιακό αγώνα, για να οδηγηθεί η Κύπρος στις συμφωνίες Ζυρίχης –Λονδίνου, και στην ανάπηρη ανεξαρτησία. Ο πόλεμος των έξι ημερών, το 1967, επέδρασε στις κυπριακές εξελίξεις, με τις ιμπεριαλιστικές μηχανορραφίες και ανταγωνισμούς, την υπονομευτική δράση της ελληνικής χούντας, τις τούρκικες απειλές επέμβασης και την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας. Το πραξικόπημα και η εισβολή του 1974 έγιναν μερικούς μόνο μήνες μετά την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, γνωστή ως πόλεμος του Γιομ Κιπούρ. Μετά την ανακήρυξη του παράνομου τουρκοκυπριακού κράτους, το 1983, από τον Ντενκτάς, οι ειρηνευτικές πρωτοβουλίες του τότε γραμματέα του ΟΗΕ Κουεγιάρ, σχετίζονται με την αμερικάνικη βιασύνη να αρθούν οι κυρώσεις του Κογκρέσου στην Τουρκία και να αναβαθμιστεί ο ρόλος της στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Η τελική Δέσμη Ιδεών του επόμενου γραμματέα του οργανισμού, Μπούτρος Γκάλι, το 1992 και τα δύο ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας ( 750-774) της ίδιας χρονιάς έγιναν στον απόηχο της πρώτης αμερικάνικης επίθεσης στο Ιράκ και ένα χρόνο πριν την ισραηλινο-παλαιστινιακή συμφωνία του Όσλο. Τέλος, το περιβόητο σχέδιο Ανάν, που εξελίχτηκε σε διάφορα στάδια, μέχρι το πέμπτο που τέθηκε σε κρίση στα δύο δημοψηφίσματα το 2004, ξεκίνησε τον Νοέμβρη του 2002, λίγους μόνο μήνες πριν αρχίσει η αμερικάνικη εισβολή στο Ιράκ, τον Μάρτη του 2003. Ακόμη και αν θεωρήσει κανείς πως οι συσχετίσεις με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή δεν είναι απαραίτητα άμεσες και ευθείες, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως το κάθε φορά ανανεωμένο αγγλικό και αμερικάνικο ενδιαφέρον για την Κύπρο και την τύχη της, αποτελεί μέρος ευρύτερων γεωπολιτικών επιδιώξεων και αναγκών. Ακόμα και εκείνες τις φορές που οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να υποκαταστήσουν την αγγλική επιρροή ή να προλάβουν την αναβάθμιση της ευρωπαϊκής παρέμβασης, μέσω της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε., το κίνητρο ήταν το ίδιο και το αυτό. Η κυριαρχία και η αξιοποίηση του νησιού ως εξέδρας για στρατιωτικές πολεμικές εξορμήσεις. Αυτό συμβαίνει και αυτή την φορά, ανεξάρτητα από την διαφορετική φόρμουλα που επιλέχθηκε για την διαπραγματευτική διαδικασία.
Αυτήν την φορά, η συσχέτιση με τις ανάγκες και τις επιδιώξεις της (διαχρονικής και παντός… προέδρου) αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή είναι περισσότερο από φανερή. Τώρα, δεν υπάρχει μόνο κρίση ή αναμέτρηση σε ένα σημείο της περιοχής αλλά μια γενικευμένη αστάθεια σε όλο το τόξο, από την Τουρκία μέχρι την Αίγυπτο και την Λιβύη, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Συρίας, του Ιράκ αλλά και της αραβικής χερσονήσου. Διεξάγονται τουλάχιστον τέσσερις διεθνοποιημένες πολεμικές αναμετρήσεις κλίμακας (Συρία, Ιράκ, Υεμένη και Λιβύη ) και έχει τεθεί σε ημερήσια διάταξη η προοπτική ακόμη και αναθεώρησης συνόρων. Εκτός από τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, που αποτελούσαν, ιστορικά, στόχο και τρόπαιο για κάθε επίδοξο διεθνή ηγεμόνα, προστέθηκαν και τα μεγάλα υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου στις ακτές του Ισραήλ, του Λιβάνου, στα νότια της Κύπρου και στα ανοιχτά της Αιγύπτου. Η Κύπρος μπορεί να αξιοποιηθεί-εμπλακεί σε πολλά επίπεδα σε αυτό το ανταγωνιστικό παιγνίδι επιρροής. Ως τμήμα ενός άξονα και ως αντάλλαγμα για να προσελκυστούν περιφερειακές δυνάμεις, γεφυρώνοντας τις διαφορές τους πάνω στο πολύπαθο νησί και τους ανθρώπους του. Στο πολιτικό, στο στρατιωτικό και στο ενεργειακό επίπεδο, αρκετοί εξωτερικοί και εσωτερικοί παράγοντες φιλοδοξούν να αποτελέσει το συνομοσπονδιακό υβρίδιο συγκολλητικό στοιχείο, απαραίτητο κομμάτι στο παζλ, για να στερεωθεί μια πολυμερής συμμαχία με επικεφαλής τους Αμερικανούς. Δεν είναι λίγες φορές που τόσο ο Αναστασιάδης όσο και ο Ακιντζί, γνωρίζοντας καλά ποιες είναι οι αμερικάνικες προθέσεις και θέλοντας να ευθυγραμμιστούν με αυτές, έχουν μιλήσει ανοικτά γι’ αυτήν την προοπτική. Εστιάζουν φυσικά στα οικονομικά οφέλη, στην εκμετάλλευση και την διαμετακόμιση των υδρογονανθράκων με την συμμετοχή της Τουρκίας, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, αλλά όλοι γνωρίζουν πως, για να γίνουν αυτά, χρειάζονται και ανάλογες πολιτικο-στρατιωτικές συμμαχίες και ρόλοι. Ρόλοι επικίνδυνοι για τους μικρούς, όταν τολμούν ή αναγκάζονται να μπούνε σε χοντρά επιθετικά-γεωπολιτικά παιγνίδια. Ιδιαίτερα όταν είναι γνωστό πως μια από τις βασικές διαστάσεις της αμερικάνικης βιασύνης και πίεσης αφορά την εκτόπιση της ρώσικης παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο. Μια παρουσία που αναβαθμίστηκε μέσω της συριακής αναμέτρησης και ταυτόχρονα επιδιώκει να «κρατηθεί» με συμφωνίες, παρεμβάσεις και ελιγμούς και σε άλλα σημεία κρίσιμα σημεία (Αίγυπτος-Λιβύη, Τουρκία κ.ά.).
Δεν είναι φυσικά μόνο οι Αμερικανοί που ενδιαφέρονται ζωηρά για διευθέτηση και αξιοποίηση-εμπλοκή του Κύπριακού. Σε παράλληλη τροχιά βρίσκονται και οι κεντρο-ευρωπαϊκές δυνάμεις, Γαλλία και Γερμανία, με την τελευταία να θέλει, όχι χωρίς ενδοιασμούς, να χρησιμοποιήσει ως όχημα την ενσωμάτωση όλου του νησιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι σχέσεις με την Τουρκία, με τις ιδιαιτερότητες της πολιτικής Ερντογάν επηρεάζουν τις αποφάσεις και του Παρισιού και του Βερολίνου. Όχι απαραίτητα στην ίδια κατεύθυνση. Οι ΗΠΑ θέλουν να προσελκύσουν τις δύο χώρες σε μια «λύση» αλλά με τους δικούς τους ηγεμονικούς όρους και να μην αφήσουν περιθώριο για ξεχωριστές ευρωπαϊκές κινήσεις. Γι’ αυτό θα ήθελαν να εμπλακούν οι μηχανισμοί του ΝΑΤΟ, εκδοχή που παίζει πολύ στο παρασκήνιο, ακόμη και όταν στη «βιτρίνα» προβάλλεται ο ρόλος του ΟΗΕ. Ξεχωριστό παιγνίδι, αξιοποιώντας τον ρόλο του ως εγγυητή, κάνει το Λονδίνο, το οποίο επιδιώκει σε κάθε περίπτωση και σε κάθε «λύση» τη διατήρηση των βάσεων και των διευκολύνσεων που κατέχει.
Η αμερικάνικη διπλωματία, παίρνοντας μαθήματα από το στραπάτσο που υπέστη με το σχέδιο Ανάν, αυτή την φορά επέλεξε να κινηθεί περισσότερο παρασκηνιακά και να αποφύγει ηχηρές εξαγγελίες σχεδίων μέσω του ΟΗΕ. Στον Οργανισμό επιφυλάχθηκε επίσημα ο ρόλος να διευκολύνει την πρωτοβουλία προσέγγισης που θα έπαιρναν οι ηγέτες των δύο πλευρών. Στο σκοτάδι, όμως, η Ουάσιγκτον πίεσε συστηματικά τα πράγματα, με την τακτική του καρότου αλλά και με απειλές και εκβιασμούς όταν χρειάζονταν, αξιοποιώντας τις εσωτερικές εξελίξεις στις δύο κοινότητες. Κυρίως με την εκλογή Αναστασιάδη, που αποτέλεσε μια σαφή ένδειξη πως η ελληνοκυπριακή πλευρά θα γίνει πολύ περισσότερο συνεργάσιμη και υποχωρητική. Αλλά και με την ανάδειξη στην προεδρία των Τουρκοκυπρίων του Ακιντζί, πρώην δημάρχου της κατεχόμενης Λευκωσίας, που είχε ταχθεί στο παρελθόν υπέρ ενός τύπου συνομοσπονδιακής λύσης. Ανέδειξε και αξιοποίησε, επίσης, αυτήν την φορά έναν νέο παράγοντα, τον ενεργειακό, για να σπρώξει τις εξελίξεις, χρησιμοποιώντας τον, άλλοτε ως οικονομικό κίνητρο και άλλοτε ως εκβιαστικό χαρτί. Δεν είναι τυχαίο πως η αμερικάνικη Noble Energy μπλέχτηκε πρώτη από το 2008 στο οικόπεδο 12 της κυπριακής ΑΟΖ, με άδεια για γεωτρήσεις. Έτσι, την πρωτοβουλία πήραν οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων και η εναρκτήρια κίνηση ήταν το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη- Έρογλου, τον Φεβρουάριο του 2014. Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν ύστερα από την εκλογή Ακιντζί, τον Απρίλιο του 2015. Τόσο το κοινό ανακοινωθέν όσο και οι μετέπειτα διαπραγματεύσεις κινήθηκαν πάνω -κάτω στις προβλέψεις του σχεδίου Ανάν και ορισμένες φορές σε πιο δυσμενείς διχοτομικές εκδοχές.
Εν μέσω πιέσεων και αυταπατών αλλά και εσωτερικών αντιθέσεων κινείται μπροστά στις γρήγορες εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων η ελληνική κυβέρνηση. Δεν γνωρίζουμε αν στο σύνολό της υιοθετεί τη θέση του πρώην μέλους της Ν. Φίλη, ότι στην Αριστερά έλαχε ο κλήρος και για το Κυπριακό (!), αλλά ξέρουμε καλά πως πολλοί στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ τάχθηκαν υπέρ του σχεδίου Ανάν, το 2004. Και η μέχρι τώρα εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο δείχνει πως επιδιώκει να προσαρμοστεί στα αμερικάνικα σχέδια και επιδιώξεις εντασσόμενη σε άξονες και ενεργειακά σχήματα. Ή προτείνοντας σύμφωνα φιλίας που έχουν σαφείς νατοϊκές προδιαγραφές…
Ύστερα από σαράντα και πλέον χρόνια κατοχής, διχοτόμησης και αποτυχημένων προσπαθειών για επανένωση, πολλοί από τους οπαδούς για «λύση πάση θυσία» χρησιμοποιούν το επιχείρημα: Η ακινησία ριζώνει με το πέρασμα των γενεών τη διαίρεση και ανοίγει τον δρόμο για οριστικού τύπου λύσεις. Εννοούν τον κίνδυνο προσάρτησης της βόρειας Κύπρου από την Τουρκία. Συμπληρώνουν, επίσης, πως ακόμη και μια διζωνική-δικοινοτική Ομοσπονδία, που στην ουσία είναι Συνομοσπονδία, θα δημιουργήσει σταδιακά δυνατότητες και προϋποθέσεις για προσέγγιση των δύο κοινοτήτων και ενδυνάμωση της κυπριακής αυτοσυνείδησης. Η πλευρά αυτή διαχρονικά αξιοποιεί την ανυπόκριτη θέληση της πλειοψηφίας του κυπριακού λαού για επανένωση, την προσδοκία των προσφύγων για επαναπατρισμό, τη διάθεση της νεολαίας να επικοινωνήσει και να ζήσει έχοντας ως πατρίδα της όλο το νησί. Ξεπερνώντας τις ενστάσεις μας, αν η προσάρτηση είναι πράγματι η τούρκικη στρατηγική και αν είναι εφικτή, πρέπει να εξετάσουμε τους κινδύνους μιας διχοτομικής λύσης, που στην πραγματικότητα δεν θα αφήνει περιθώρια για επανένωση αλλά και θα νομιμοποιεί πλήρως την τουρκική στρατιωτική παρουσία και κηδεμονία. Πρέπει να επισημανθεί ο κίνδυνος μιας «λύσης» που θα εμπλέκει άμεσα την Κύπρο στα αμερικάνικα- Νατοϊκά πολεμικά σχέδια και στους άγριους τοπικούς, περιφερειακούς και ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Όπως αποδείχτηκε ιστορικά πολλές φορές, αυτοί οι ανταγωνισμοί επέδρασαν καταλυτικά στις εσωτερικές εξελίξεις στο νησί και αυτοί κυρίως υποκίνησαν τις εθνοτικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις. Και είναι οι ίδιοι παράγοντες που μέσω των κυβερνήσεων και των επιτελείων τους ποδηγετούν και σφραγίζουν και τη διάσκεψη της Γενεύης, προσπαθώντας να τη μετατρέψουν σε τελικό στάδιο των επιδιώξεών τους. Θα τα καταφέρουν, ακόμη και αν χρειαστεί να παρατείνουν ή να ανανεώσουν τη διαδικασία της Γενεύης, αποφεύγοντας ένα ναυάγιο, όπως έκαναν και τον Νοέμβριο, στο Μοντ Πελεράν; Έχοντας επίγνωση των περίπλοκων δεδομένων γύρω από το Κυπριακό και συνεχίζοντας να εκτιμούμε πως οι αποστάσεις ανάμεσα στις διάφορες πλευρές είναι μεγάλες, περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει στη συνέχεια!
(Το άρθρο ολοκληρώθηκε, εξαιτίας των αναγκών της έκδοσης, την ώρα που στη Γενεύη συνεχιζόταν η συνάντηση του νέου ΓΓ του ΟΗΕ με τους ΥΠΕΞ Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας.)