Ενισχυμένα τα ψηφοδέλτια αντίστασης
Το δίλημμα δεν είναι με ποιον από τους δύο μονομάχους, αλλά αντίσταση ή υπερψήφιση της αντιλαϊκής πολιτικής
Ο πρώτος γύρος των δημοτικών εκλογών δείχνει ότι δεν άλλαξε ριζικά το πολιτικό σκηνικό, όπως τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες. Παρ’ όλη τη «φιλότιμη» προσπάθεια των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ να εξαφανίσουν την αύξηση που πέτυχε τόσο σε ψήφους όσο και σε δήμους η ΝΔ, δεν μπορεί συγχρόνως να παραβλέψει κανείς και την επιτυχία του ΠΑΣΟΚ να κρατηθεί σε επίπεδο ψήφων δείχνοντας για άλλη μια φορά ότι απολαμβάνει της στήριξης εκείνων των πολιτικοοικονομικών κέντρων που φαίνεται να προκρίνουν τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης ενόψει και των σοβαρών πολιτικών διεργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη (Κυπριακό, αντιθέσεις ΕΕ-ΗΠΑ, προετοιμαζόμενος πόλεμος στο Ιρακ, Βαλκάνια) διατηρώντας και τα δύο βασικά αστικά κόμματα μέσα στο παιχνίδι..
Αντιθέτως, καταγράφηκε για άλλη μια φορά η περιθωριοποίηση των δυνάμεων της επίσημης Αριστεράς και στις δύο της εκφράσεις, ασχέτως αν στο ΣΥΝ έγινε προσπάθεια να καλυφθεί η πτώση πίσω από τις πολλαπλές συμμαχίες που επέλεξε. Τα ψηφοδέλτια που στήριξε η οργάνωσή μας αλλά και εκείνα άλλων εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων άντεξαν στην αντιδραστικοποίηση του πολιτικού κλίματος που επιχειρείται με αφορμή τον πόλεμο και την πάταξη της τρομοκρατίας ενώ αύξησαν και την επιρροή τους.
Αν μπορούμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιο …μήνυμα που έδωσε το γκάλοπ των δημοτικών εκλογών αυτό είναι η περαιτέρω ενίσχυση του αποπροσανατολισμού και του εγκλωβισμού των λαϊκών δυνάμεων σε «λύσεις» που κάθε άλλο παρά μπορούν να θεωρηθούν χαστούκι στους ισχυρούς και απάντηση στην αντιλαϊκή πολιτική που αυτοί προωθούν, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση ότι οι εκλογές δεν προσφέρονται για τιμωρία των εκμεταλλευτών.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ξανατίθεται το γνωστό κι από προηγούμενες φορές ψευτοδίλημμα τι ψηφίζουμε στον β’ γύρο, λες και μόνο στον πρώτο έχουμε δικαίωμα διαφοροποίησης στην ασκούμενη αντιδραστική πολιτική ενώ τώρα πρέπει να προσαρμοστούμε στις υπαρκτές λύσεις που στην πλειονότητά τους είναι καθαρά αντιλαϊκές ή ανεπαρκείς.
Και τούτη τη φορά το ψευτοδίλημμα επενδύεται με τον κίδυνο της επανόδου της Δεξιάς ή ακόμη πιο …εμπνευσμένα με τη φασιστική απειλή που καραδοκεί.
Παρ’ όλο που η άποψή μας για λευκό στο β’ γύρο είναι διατυπωμένη και ξεκάθαρη από τον πρώτο, θέλουμε να επανέλθουμε γιατί επιχειρείται ένας εκβιασμός της συνείδησης των αριστερών ψηφοφόρων με βάση το φαινόμενο Καρατζαφέρη αλλά και την εκλογή του Ψωμιάδη από τον α’ γύρο.
Εκείνο που θα πρέπει να εκτιμήσουμε είναι το πολιτικό υπόβαθρο που δημιουργήθηκε αλλά και καλλιεργήθηκε πριν και κατά τη διάρκεια των δημοτικών εκλογών. Με πρόφαση την εξάρθρωση της 17Ν επιχειρείται εδώ και μήνες να επιβληθεί μια αντιδραστικοποίηση της κοινωνίας με προφανή στόχο την υποταγή της Αριστεράς και του πιο ζωντανού κομματιού της, το εξωκοινοβουλευτικό, το κομμουνιστικό, το επαναστατικό. Απώτερος στόχος το τσάκισμα της ραχοκοκκαλιάς του λαϊκού κινήματος και η παράλυσή του μπροστά στην αντιλαϊκή, απάνθρωπη προοπτική που οικοδομείται από τις αντιδραστικές, αντιλαϊκές δυνάμεις.
Επιχειρείται, λοιπόν, ο εγκλωβισμός του λαού κυρίως σε αστικά σχήματα και μόνο ό,τι …ξεφεύγει σε ρεφορμιστικά σχήματα που, ει δυνατόν, έχουν απαρνηθεί ακόμη και την αριστερή τους αναφορά. Οι πιέσεις για μια τέτοια πορεία ήταν φανερές πολύ πριν σκάσει η βόμβα στα χέρια του Ξηρού ή ψηφιστεί ο τρομονόμος. Όποιος ήθελε να ερμηνεύσει το από αέρος χτύπημα στους δίδυμους πύργους, κρίνοντάς το από την πλευρά των λαϊκών συμφερόντων, θα καταλάβαινε όχι μόνο την ερήμωση του Αφγανιστάν που επιχειρείται αλλά και τους επόμενους πολέμους που ετοιμάζουν οι ΗΠΑ. Σ’ αυτές τις επιδιώξεις είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι εμπόδιο μπορεί να βάλει μόνο η αντίσταση των λαών. Κι οι λαοί πρέπει να «μαντρωθούν», να αποδεχτούν τη συστράτευσή τους με τις δυνάμεις του αστισμού. Ακόμη περισσότερο, να αποδεχτούν ότι κινδυνεύουν μόνο από την Αριστερά ενώ αντιθέτως η φασιτική Δεξιά μπορεί να θεωρηθεί δύναμη αποδεχόμενη το Σύνταγμα. Έτσι, ο φασίστας βασανιστής Μάλλιος αναφέρεται από τα ΜΜΕ (κυβερνητικά και μη) σαν «αστυνομικός» που έπεσε στο καθήκον, οι χουντικοί πλασάρονται σαν αναλυτές της πολιτικής κατάστασης και οι διορισμένοι ή υμνητές της χούντας σαν δημοτικοί σύμβουλοι ή υπερνομάρχες σε σχήματα κάθε απόχρωσης.
Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που οι τωρινές εκλογές σηματοδοτήθηκαν από το λεγόμενο φασιστικό κίνδυνο. Ανεξάρτητα του πόσο μεγεθύνθηκε αυτή η παράμετρος -γιατί σίγουρα δεν αποτελεί ψήφους καταγραφής φασιστικού σχήματος το ποσοστό που κέρδισαν οι ακροδεξιοί, όπως θέλει να το προβάλει η κυβέρνηση-, είναι γεγονός ότι παρατηρούμε μια δεξιότερη μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού. Και αν είναι σήμερα υπεύθυνος κάποιος για αυτή την τροπή, αυτός είναι το ΠΑΣΟΚ.
Πίσω από τον εκβιασμό να μην κερδίσουν δήμους ή νομαρχίες οι αντιδραστικές δυνάμεις κρύβεται ο μακιαβελισμός της κυβέρνηση που προκειμένου να διεμβολίσει τις δυνάμεις της ΝΔ δεν στέργει να πριμοδοτήσει την εμφάνιση ακροδεξιών υποψηφίων. Ξέροντας πολύ καλά ότι τέτοιου είδους σχηματισμοί κρατιούνται ως εφεδρείες από το σύστημα για άλλες περιστάσεις και δεν προκύπτουν ξαφνικά εκλογικά, τουλάχιστον στη χώρα μας, αποτολμά να παίξει με τέτοια χαρτιά ευελπιστώντας ότι θα μπορέσει να τους ελέγξει αργότερα.
Οπως και να ‘χει όμως, η παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο, είτε μέσω των καναλιών είτε μέσω των δημοτικών εκλογών, καταδεικνύει την αντιδραστικότερη μετατόπιση του πολιτικού κλίματος.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η σημερινή της αποδοκιμασία, όσο κι αν κατάφερε να την περιορίσει, οφείλεται στη δεξιά αντιλαϊκή πολιτική της. Μια πολιτική που πολύ λίγες διαφορές έχει να επιδείξει από αυτή της ΝΔ. Είναι μια πολιτική που συμμορφώνεται, έστω με ιδιαιτερότητες όχι τόσο διάθεσης όσο εκλογικής κοινωνικής της απεύθυνσης, στις επιταγές των Αμερικάνων παραδίδοντας τη χώρα σε τυχοδιωκτισμούς. Είναι η κυβέρνηση που με τη λιτότητα και τα αντεργατικά μέτρα ευθυγράμμισης στα σταθεροποιητικά προγράμματα των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών έχει οδηγήσει μεγάλες μερίδες εργαζομένων στην ανέχεια, τη φτώχεια, την ανεργία και στην καταπάτηση των εργατικών τους καταχτήσεων. Είναι αυτή που με την εφαρμογή του «Καπποδίστρια» μετέτρεψε τους δήμους σε αποξενωμένες εισπρακτικές επιχειρήσεις χωρίς καμία αρμοδιότητα, υποχείρια της κενρικής εξουσίας. Είναι αυτή που με την τρομολαγνία άνοιξε την επίθεση στις δυνάμεις της Αριστεράς. Είναι αυτή που ξεκληρίζοντας την αγροτιά την οδηγεί στην ανεργία και την εξαθλίωση. Ακόμη κι αυτό το πλεονέκτημα της «ηπιότερης» εφαρμογής της όσον αφορά τις αντιδράσεις του λαϊκού κινήματος έχει πλέον ξεπεραστεί. Οι ναυτεργάτες πρόσφατα το γεύτηκαν στις …πλάτες τους όπως άλλωστε και οι διαδηλωτές στη Θεσσσαλονίκη.
Οσο κι αν είναι κατανοητό ότι το ΠΑΣΟΚ δεν βολεύεται με την αντιδραστικοποίηση αυτή, αφού σε τέτοιες περιπτώσεις ευνοούνται οι αυθεντικότερες εκφράσεις αυτής της πολιτικής, φαίνεται ότι τα περιθώρια να κάνει ελιγμούς σ’ αυτή την πολιτική έχουν περιοριστεί με βάση τις διεθνείς εξελίξεις και τις άμεσες υποχρεώσεις της κυβέρνησης (ανάληψη προεδρίας που θα συμπέσει με τον πόλεμο στο Ιρακ, εμπλοκή στην αντίθεση ΕΕ- ΗΠΑ κλ.π.).
Καμία αυταπάτη λοιπόν δεν δικαιολογείται για τον κόσμο της Αριστεράς όσον αφορά τους εκβιασμούς στο δεύτερο γύρο από την κυβέρνηση. Κι αν αυτό ισχύει για τις κυβερνητικές επιλογές άλλο τόσο αυτονόητη είναι για τις δεξιές υποψηφιότητες. Η ίδια πολιτική με ακόμη μελανότερες εκφάνσεις είναι αυτό που επαγγέλλονται οι υποψήφιοί της. Περισσότερη «ασφάλεια», αστυνομοκρατία και καλωπισμός των προσόψεων είναι οι εξαγγελίες της Ντόρας, ενώ το βασικότερο κομμάτι της φασιστικής Δεξιάς παραμένει …εν κρυπτώ στο εσωτερικό της και ανασύρεται κατά καιρούς για τη στήριξη εθνικισμών (ποια καμμένα βιβλία, εδώ πυροβολούσαν τους αλβανούς μετανάστες οι δήμαρχοί της), της εκκλησίας, των αμερικάνικων πολεμικών σχεδίων, είτε τέλος για το κυνήγι κάθε αριστερής έκφρασης και περιστολής κάθε δημοκρατικού δικαιώματος.
Το ότι σήμερα ένα μέρος του λαού εκφράζει τη δυσαρέσκειά του μέσω της εκλογικής μετατόπισης προς τα Δεξιά είναι κι αυτό ένα επίτευγμα του ΠΑΣΟΚ. Ακόμη περισσότερες είναι οι ευθύνες του όσον αφορά το 12% του Καρατζαφέρη και την ανάδειξη του Ψωμιάδη στη Θεσσαλονίκη. Οταν ο χώρος έκφρασης της αγανάκτησης του λαού έχει συμπεριλάβει τέτοιες δυνάμεις γίνεται κατανοητό τι εννοούμε αντιδραστικοποίηση του πολιτικού κλίματος.
Ευθύνες γι’ αυτό έχουν βέβαια και οι δυνάμεις της επίσημης Αριστεράς. Αφήνοντας το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης έξω από τις δημοτικές εκλογές και περιοριζόμενοι σε τοπικά προβλήματα και σε επιμέρους κριτικές στον «Καπποδίστρια», έχασαν την αξιοπιστία τους ακόμη και σ’ αυτές τις πιο «εύκολες» εκλογές, με την έννοια ότι σ’ αυτές και στις ευρωεκλογές η ψήφος διαμαρτυρίας δίνεται πιο εύκολα. Ακόμη περισσότερο που οι εκλογικές συμμαχίες τους με τη ΝΔ αλλά και το ΠΑΣΟΚ επέτρεψαν τον χαμαιλεοντισμό των πραγματικών πολιτικών τους θέσεων, ενίσχυσαν το θόλωμα του τοπίου και τελικά οδηγούν και φέτος στη μετατόπιση των ψηφοφόρων τους είτε προς το ΠΑΣΟΚ είτε προς τη ΝΔ. Η αδυναμία τους να κινηθούν σε δρόμους αγώνα και αντίστασης άμβλυνε το κριτήριο αντίστασης του κόσμου που επηρεάζουν, φορτωνόμενοι μεγάλο μερίδιο ευθύνης και για την κατάσταση του κινήματος αλλά και για την επικράτηση του δεξιότερου κλίματος.
Τα αισιόδοξα αποτελέσματα των σχημάτων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αν και με περιορισμένη έκταση συμμετοχής στις εκλογές, καταδεικνύουν την ύπαρξη, τη διάθεση και την επιμονή ενός σημαντικού μέρους του λαού να αντισταθεί στις πιέσεις και τους εκβιασμούς και να μην αυτοπαγιδευτεί στα σχήματα του αστικορεφορμισμού. Είναι ελπιδοφόρα όχι τόσο για τα δημοτικά δεδομένα όσο για την άνθιση ενός αντιπολεμικού, αντιιμπεριαλιστικού, αντικαπιταλιστικού κινήματος που θα βάλει φραγμό στην περαιτέρω αντιδραστικοποίηση της κοινωνίας.
Είναι αδύνατον σήμερα να προβληθεί άλλη θέση από το ΛΕΥΚΟ-ΑΚΥΡΟ χωρίς να θεωρηθεί άρνηση και ξεπούλημα των λαϊκών κινητοποιήσεων όλα αυτά τα χρόνια. Ποιος, άραγε, θα τολμήσει να πείσει τον εργαζόμενο ή το συνταξιούχο να γίνει τιμητής και να στηρίξει την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης; Ποια αριστερή δύναμη θα τολμούσε να προπαγανδίσει στον αγροτόκοσμο της Θεσσαλίας π.χ. τη στήριξη των κυβερνητικών υποψήφιων ή να αποσιωπήσει την πραγματική συμφωνία της ΝΔ στην αντιαγροτική πολιτική που ακολουθείται;
Οσο για το επιχείρημα «μα εδώ ψηφίζουμε δήμαρχο κι όχι κυβέρνηση», θα αρκούσε η παραπομπή στα πρόσφατα πρωτοσέλιδα του Λαμπράκη που ήδη κάνανε τις αναγωγές των δημοτικών ψήφων σε βουλευτικά προγνωστικά, τσουβαλιάζοντας ακόμη και συνεργατικά σχήματα, και προστάζουν το «μάντρωμα» των ψηφοφόρων για τη δεύτερη Κυριακή.
Ακόμη πιο προβληματική είναι η θέση της «απελευθέρωσης του ψηφοφόρου» που επικαλούνται κάποιοι, αφήνοντας σε τέτοιες συνθήκες τον κόσμο που τους στήριξε έρμαιο των εκβιασμών των δύο μονομάχων.
Οποιαδήποτε άλλη πρόταση-στήριξη αποτελεί ξεπούλημα της αριστερής συνείδησης όλου αυτού του κόσμου που ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΕ στα κελεύσματα της πρώτης Κυριακής αρνούμενος να στηρίξει αυτή την αντιλαϊκή συμπαιγνία των κυρίαρχων κομμάτων και ψήφισε πολιτικά, στηρίζοντας σχήματα αντίστασης και αγώνα. Να τους τιμήσουμε πρέπει και όχι να τους μαντρώσουμε στα σχέδια της αστικής τάξης.