Η Μηλίτσα, η Μαρίτσα και η Στρατούλα. Ή αλλιώς οι τρεις γιαγιάδες της Λέσβου, των οποίων η φωτογραφία έκανε το γύρο του κόσμου, δείχνοντας ότι η αλληλεγγύη των απλών ανθρώπων δεν έχει σύνορα.
Συναντήσαμε τη γιαγιά Μαρίτσα (η μεσαία της πασίγνωστης φωτογραφίας του Λευτέρη Παρτσάλη) στο σπίτι της, στην Σκάλα Συκαμιάς, ένα πρωινό Σαββάτου, ένα μήνα αφότου τραβήχτηκε η φωτογραφία, για την οποία όπως μας είπε: «…δεν καταλάβαμε ότι εκείνη την ώρα μας τραβούσαν φωτογραφία. Μετά την είδαμε.» Κόσμος πολύς πέρασε από το σπίτι της το τελευταίο διάστημα για να τη ρωτήσει γι αυτή τη φωτογραφία. Αλλά η γιαγιά παραμένει απλοϊκή και συνεχίζει να βρίσκεται κάθε απόγευμα κοντά στους πρόσφυγες, βοηθώντας με τον τρόπο που μπορεί εκείνη καλύτερα.
Η Μαρίτσα Μαυριπίδη γεννήθηκε στο νησί από πρόσφυγες γονείς το 1930. Η καταγωγή της είναι από το Μοσχονήσι που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τη Λέσβο, δίπλα στο Αϊβαλί. Από μικρή ασχολήθηκε με τη γη μαζεύοντας ελιές, μέχρι που παντρεύτηκε και απέκτησε δυό γιους. Σήμερα παίρνει την κατώτατη σύνταξη την οποία μάλιστα την μειώσανε δυο φορές και ασχολείται με τις κότες της. Κάθε απόγευμα όμως δε θα τη βρει κανείς στο σπίτι της. Κατεβαίνει στην παραλία και βοηθάει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που φτάνουν στο νησί.
Πως προέκυψε η σκηνή, η οποία τραβήχτηκε στη φωτογραφία;
Κάθε απόγευμα πηγαίνουμε εκεί και καθόμαστε σε ένα καναπεδάκι που έχει. Ήρθαν 2-3 βάρκες και γέμισαν εκεί πέρα ξένους. Καθόμασταν λοιπόν και ήρθε μια κοπέλα που ήταν υγρή. Το μωρό το κρατούσε στα χέρια της. Της είπαμε να μας δώσει το παιδάκι, να το κρατήσουμε να πάει να ντυθεί. Μας το έδωσε στο καναπεδάκι που καθόμασταν. Έφυγε η κοπέλα, πήγε, ντύθηκε και μας βρήκε. Το παιδάκι όμως, επειδή αυτή έλειπε πολύ ώρα, άρχισε να κλαίει. Δεν τη ξέρω τη γλώσσα, αλλά της έκανα με το στόμα ότι πεινάει το παιδί. Το κατάλαβε. Της έδειξα το μέρος που έχουν μπιμπερό και γάλα και πήγε. Πήγε τους είπε, της κάνανε ένα μπιμπερό της κοπέλας και το έφερε. Το δώσαμε στο μωρό και δεν το ήθελε, το έβγαζε. Το παίρνω το μπιμπερό το ακουμπάω στο μάγουλο μου και έκαιγε. Της έδωσα να καταλάβει ότι έχει μια βρύση που πρέπει να πάει να το βάλει από κάτω. Πήγε λοιπόν η κοπέλα, το έβαλε από κάτω. Μετά το δώσαμε στο παιδάκι, το ήπιε. Και περίμενε να πιει το γάλα το μωρό και μετά να μπει μέσα στο πουλμανάκι να πάρει το παιδάκι να φύγει. Αλλά εμείς μέσα στο κόσμο δεν πήραμε είδηση ότι μας βγάλανε. Δεν ξέραμε. Μετά από δυο μέρες, μας πήραν τηλέφωνο από την Αθήνα και το δείξανε στην τηλεόραση και ρωτούσαν για μας. Αλλά ξέρετε πόσοι έρχονται κάθε μέρα; Είναι πάρα πολλοί.
Έρχεται πολύς κόσμος κάθε μέρα;
Αν έρχονται λέει; Σήμερα δε βγήκανε πολλοί, δε ξέρω αν θα βγουν το απόγευμα. Κάθε μέρα έρχονται. Είναι για να τους λυπάσαι. Έρχονται και το βράδυ και όλες τις ώρες.
Τι σκέφτεστε γι’ αυτούς τους ανθρώπους;
Τους λυπάμαι. Αλλά δεν το δείχνω, θέλω να είμαι γελαστή. Γιατί με έχει πει η μαμά μου όλες τις ιστορίες. Και λέω ότι αυτοί οι άνθρωποι τώρα περνούν αυτό που περνούσαν οι μανάδες μας και οι πατεράδες μας. Και θυμώνω για όλο αυτό που γίνεται. Καμιά φορά ρωτάνε, «Γιατί γίνεται αυτό; Ποιος φταίει;». Δεν ξέρουμε ποιος φταίει, αλλά μπορούν οι κυβερνήσεις να σώσουν τον κόσμο. Αυτές είναι που τα κάνουν.
Εσείς τι νομίζετε, ποιος φταίει γι αυτήν την κατάσταση;
Ξέρω και γω; Οι κυβερνήσεις λέω ότι τα κάνουν. Άμα θέλουν μπορούν όλοι να πάνε και πουν τέρμα ο πόλεμος. Έχω δίκιο; Τι τυραννούν τον κόσμο;
Ο κόσμος που έρχεται και βοηθάει εδώ, τι κόσμος είναι;
Ξένος κόσμος. Και οι 3 γιατροί που είναι εδώ, ξένοι είναι. Είναι κόσμος που έρχεται για βοήθεια. Υπάρχει κόσμος που λυπάται και έρχεται. Αλλά λένε ότι τα ναύλα και το φαγητό τους το πληρώνει η ΜΚΟ για να περάσουν. Όχι για λεφτά. Είναι πολύ καλός κόσμος. Μπαίνει μες στη θάλασσα και μουλιάζει για να τους βγάλουν.
Όλες αυτές τις εγκαταστάσεις, ποιος τις έχει φτιάξει;
Οι ξένοι κυρίως. Εθελοντές. Παίρνουν και έναν ειδικό και τα φτιάχνει. Φαίνεται η ΕΟΚ μας τα στέλνει. Υπάρχει φαίνεται και το αφεντικό που κανονίζει τι και πως.
Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων σας θυμίζουν τις ιστορίες που σας έλεγε η μαμά σας;
Ναι. Είναι ίδιες. Μόνο που οι μαμάδες μας, δε βρήκαν ούτε τσάι ούτε ρούχα. Αυτοί και γιατρό και κινητό. Στην αρχή πήγαιναν με τα πόδια. Τώρα τους φέρανε αυτοκίνητα και τους βάζουν μέσα σε αυτοκίνητα και πουλμανάκια για να βάζουν τις μανάδες με τα μωρά. Οι άλλοι φεύγουν με τα πόδια. Αλλά και τώρα πολλά αγροτικά αυτοκίνητα που ανεβαίνουν τους φορτώνουν που τους βρίσκουν στο δρόμο, χωρίς να παίρνουν λεφτά. Τους λυπάσαι. Στην αρχή κοιμούνταν μέσα στο δρόμο, φοβόσουν να περάσεις.
Κανένας πολιτικός έχει έρθει;
Ναι. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αλλά δεν πήγε να δει τους ανθρώπους με τις βάρκες. Δεν πήγε. Δεν έπρεπε να έρθει να δει τι γίνεται;
Δεν τον πήγαν να του δείξουν τι γίνεται;
Ναι. Δεν τον πήγαν, δε το ζήτησε. Δε μπορεί να μη τα ξέρει. Όλος ο κόσμος τα βλέπει στις τηλεοράσεις. Δεν ήθελε, φαίνεται. Άμα ήθελε, δε θα τον πήγαιναν;
Υπάρχει κόσμος που δε θέλει να έρχονται εδώ οι πρόσφυγες. Άλλοι τους βουλιάζουν τις βάρκες…
Όχι από τους Έλληνες δεν βουλιάζουν. Τη γλιτώνουν. Όταν πηγαίνουν για ψάρεμα και τους βρουν τους τραβούν και τους παίρνουν μέσα. Ένα μόνο. Κάποιοι ζήτησαν να γίνει ένας περιφερειακός δρόμος και να πηγαίνουν από εκεί. Αλλά πρέπει να βάλουν λέει η υπογραφή. Πολλοί δε δέχτηκαν να βάλουν υπογραφή γιατί από εκεί είναι μέσα στις λάσπες και είναι και σκοτεινά. Ούτε εγώ, ούτε ο γιος μου βάλαμε.
Τον χειμώνα πως τον βλέπετε;
Αν ξεκινήσουν οι βοριάδες, θα πνιγούν πολλοί. Γιατί οι βάρκες είναι γεμάτες. Και η θάλασσα με την άκρη της βάρκας, δεν απέχουν πολύ. Οι μισοί που έρχονται είναι βρεγμένοι. Τώρα καλό θα ήταν να μην έρθουν. Ξέρεις πόσοι πνίγηκαν μέχρι στιγμής. Να προχθές έγινε ένα ναυάγιο και πνίγηκαν καμπόσοι.
Αν ερχόταν ο πρωθυπουργός, ο Τσίπρας, θα πηγαίνατε να του μιλήσετε;
Ναι θα πήγαινα. Αν ερχόταν εδώ. Γιατί πήγε στη Μυτιλήνη, στη Μόρια και είδε τι γινόταν. Και από τη διαδρομή Μυτιλήνη-Αεροδρόμιο, είδε τη βάρκα και τον κόσμο που έβγαινε. Αν ερχόταν και έβλεπε, θα πήγαινα. Για να δει σε τι κατάσταση είναι εδώ οι άνθρωποι
Τι θα του λέγατε;
Δε θα του έλεγα τίποτα. Αυτοί που είναι σπουδασμένοι ανθρώποι να τον ρωτήσουν. Άμα με ρωτούσε θα του έλεγα ότι είναι κρίμα οι άνθρωποι, πηγαίνουμε και βοηθάμε με όποιον τρόπο μπορούμε γιατί είμαστε γριές και αυτοί όμως να κοιτάξουν να διορθώσουν την κατάσταση με τους ανθρώπους που έρχονται και πνίγονται. Αυτό θα του το έλεγα.
Εδώ το χωριό βοηθάει;
Βοηθάει, ναι. Πληρώνονται αυτοί που βοηθάνε τώρα. Είναι κορίτσια που δεν είχαν δουλειά και τώρα έχουν. Και αφού πήραν είδηση ότι μπορείς να πληρωθείς. Για 28 ευρώ, έρχονται από τις 9 το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Μετά αναλαμβάνουν άλλες για το βράδυ.
Σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σας.
Εγώ ευχαριστώ!
*Την συνέντευξη για λογαριασμό της Προλεταριακής Σημαίας πήραν η Εφη Κυριακίδου και ο Στρατής Γιαννέλης στις 14/11/2015.