Σε όλη τη διάρκεια των κινητοποιήσεων των εργαζόμενων στους δήμους, τόσο η συνδικαλιστική ηγεσία όσο και οι κυρίαρχες δυνάμεις που αναφέρονται στο κίνημα απέφυγαν συνειδητά την υιοθέτηση του αιτήματος για μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων. Αντ” αυτού, κυριάρχησε το αίτημα που από καιρό προωθούσαν ΠΑΜΕ (ΚΚΕ) και ΜΕΤΑ (ΛΑΕ) στην ΠΟΕ-ΟΤΑ, της μετατροπής των συμβάσεων που έχουν ανανεωθεί, δηλαδή των συμβασιούχων που δουλεύουν στην καθαριότητα, σε ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ). Η άρνηση υιοθέτησης του πραγματικού αιτήματος των εργαζόμενων οφείλεται στο πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο του, που είναι αντίθετο τόσο με την προσπάθεια κράτους και κεφαλαίου να αποδομήσει το δικαίωμα στη δουλειά, όσο και με τη στόχευση των συνδικαλιστικών δυνάμεων και των πολιτικών φορέων τους.
Η μονιμότητα στο δημόσιο έχει μπει στο στόχαστρο του συστήματος εδώ και πολλά χρόνια. Σε μια ολόκληρη περίοδο ισοπέδωσης των κατακτήσεων των εργαζόμενων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα στη βάση της αποσυγκρότησης του κινήματος, η προστασία από απόλυση, έστω και για ένα μικρό ποσοστό, αποτελεί αγκάθι. Ακριβώς γιατί πραγματώνει και «υπενθυμίζει» σε όλους το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά. Η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και η επιβολή πολλαπλών ταχυτήτων είναι η τακτική του συστήματος (ανεξαρτήτως κυβέρνησης) για να χτυπήσει τη μονιμότητα και παράλληλα να χειροτερέψει τους όρους δουλειάς όλων των εργαζόμενων στο δημόσιο. Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι συμβάσεις έργου, οι ωρομίσθιοι, οι επικουρικοί, τα πεντάμηνα «κοινωφελούς εργασίας» και κάθε είδους διαφοροποίηση από τους μόνιμους υπαλλήλους υπηρετεί την ίδια κεντρική πολιτική κατεύθυνση, η οποία στην ουσία της δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τις αστικές και ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις. Γι” αυτό και η επιβολή διαφορετικών σχέσεων εργασίας στον ίδιο χώρο προωθήθηκε με επιτυχία και χωρίς αντιστάσεις υπό την κυριαρχία τους στα συνδικαλιστικά όργανα όλων των βαθμίδων.
Η άρνηση της μονιμοποίησης έχει και σημαντική ιδεολογική πλευρά. Η απάτη της «αξιοκρατίας» καλλιεργείται από την κυβέρνηση για λογαριασμό συνολικά του συστήματος με σκοπό να εξατομικεύσει και άρα να υπονομεύσει το δικαίωμα στη δουλειά για όλους. Την ίδια απάτη αναπαράγουν ανάμεσα στους εργαζόμενους και δυνάμεις που αναφέρονται στο κίνημα καθώς αναζητούν (μάταια) θετικές δυνατότητες «ίσων ευκαιριών» μέσα στο σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης. Στην πραγματικότητα δηλώνουν, στο σύστημα, ότι δεν έχουν καμία διάθεση να υπηρετήσουν τα συμφέροντα και τη συγκρότηση των εργαζόμενων. Γι” αυτό και με τη στάση τους προωθούν την τεχνητή αντίθεση όσων δουλεύουν τώρα στους δήμους με τους υπόλοιπους εργαζόμενους και ανέργους. Από την οπτική της εργατικής τάξης και του λαού, η άμεση πρόσληψη των συμβασιούχων με τους ίδιους όρους με τους συναδέλφους τους δεν είναι καθόλου αντίθετη με τη διεκδίκηση μόνιμων προσλήψεων. Παρουσιάζεται αντίθετη για αυτούς που σε πρώτο πλάνο βάζουν τις ανάγκες (και τις «αντοχές») του κράτους και των δήμων, που ψάχνουν τα «αντικειμενικά κριτήρια» για προσλήψεις που δήθεν θα παρακάμπτουν τις πελατειακές σχέσεις. Αποκρύπτουν όμως ότι η άρνηση του αιτήματος για μονιμοποίηση υπονομεύει το συλλογικό δικαίωμα σε μόνιμη και σταθερή δουλειά και άρα διατηρεί το έδαφος των εκβιασμών στο οποίο βασίζεται η επιβολή αποδοχής της κεντρικής πολιτικής και των φορέων της.
Το αίτημα για μετατροπή των συμβάσεων σε ΙΔΑΧ αποτελεί άλλοθι για τη μη στήριξη της αγωνίας των εργαζόμενων για μονιμοποίηση. Η επιχειρηματολογία περί συμβατότητας με το σύνταγμα καλλιεργεί αυταπάτες για το αστικό κράτος, την ίδια ώρα που όλα τα όργανα και οι μηχανισμοί του αξιοποιούν το σύνταγμα ανοιχτά όπως βολεύει την άρχουσα τάξη και τους ιμπεριαλιστές, σύμφωνα δηλαδή με τα πραγματικά του χαρακτηριστικά. Η επιλογή του αιτήματος για μετατροπή σε ΙΔΑΧ αντιστοιχεί στο «συνολικό σχέδιο» των δυνάμεων που το προωθούν, ένα σχέδιο κυβερνητικής διαχείρισης του συστήματος της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης.
Ο αγώνας για μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων, που έκλεισε έναν κύκλο με βάση τις έωλες υποσχέσεις της κυβέρνησης αλλά δεν έχει τελειώσει, προκύπτει από τις ανάγκες των εργαζόμενων. Δεν σκοπεύει στη «βελτίωση» του αστικού κράτους και την εξυπηρέτηση των «αναγκών» του. Σκοπό έχει να φέρει στο προσκήνιο και να υπερασπιστεί το δικαίωμα στη δουλειά, που είναι και δικαίωμα στη ζωή και αφορά όλους τους εργαζόμενους και τον λαό. Ταυτόχρονα, να οξύνει την αντιπαράθεση με την αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζουν κυβέρνηση και δήμαρχοι και στην οποία φραγμό μπορούν να βάλουν μόνο οι μαζικοί, αποφασιστικοί αγώνες των εργαζόμενων, πέρα από τα όρια της αστικής και ρεφορμιστικής συνδικαλιστικής ηγεσίας.